Language of document : ECLI:EU:C:2010:359

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 22ας Ιουνίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑222/08

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Βασιλείου του Βελγίου

«Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Ηλεκτρονικές επικοινωνίες – Οδηγία 2002/22/ΕΚ – Χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας – Τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων – Έννοια της “αθέμιτης επιβαρύνσεως” – Υπολογισμός του καθαρού κόστους»





I –    Εισαγωγή

1.        Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί κατά το παρελθόν επί της χρηματοδοτήσεως των υποχρεώσεων της καθολικής υπηρεσίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (2). Πάντως, η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του Βελγίου θέτει ένα καινοφανές ζήτημα, ήτοι αυτό των «τιμολογίων με βάση κοινωνικά κριτήρια»: αυτά τα οποία εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις σε χαμηλότερες από τις τιμές αγοράς οσάκις παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες χρηστών.

2.        Στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, ζητείται από το Δικαστήριο ερμηνεία αφορώσα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται δεκτή χρηματική αντιστάθμιση των τιμολογίων με βάση κοινωνικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, απαιτείται η ανάλυση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η οδηγία 2002/22/ΕΚ, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (3), διασφαλίζει ώστε τα κράτη μέλη να χαρακτηρίζουν ως «αθέμιτη επιβάρυνση» όλα τα επαγόμενα κατάσταση ελλείμματος για τους υποχρεούμενους να τα εφαρμόζουν επιχειρηματίες τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια.

3.        Πάντως, η διαφορά δεν είναι θεωρητική καθόσον αφορά διαμάχη μεταξύ των βέλγων επιχειρηματιών του τομέα και του ιστορικού επιχειρηματία της εν λόγω χώρας, ήτοι της Belgacom. Η Επιτροπή παρενεβλήθη στη συζήτηση ασκώντας την υπό κρίση προσφυγή κατά παραβάσεως, το Δικαστήριο όμως επελήφθη και άλλης προδικαστικής υποθέσεως συνδεόμενης σε μεγάλο βαθμό με την παρούσα, κατόπιν προσφυγής των επιχειρηματιών ενώπιον του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (υπόθεση C-389/08, Base κ.λπ.). Το ανωτέρω γεγονός εξηγεί το ότι οι προτάσεις επί αμφοτέρων των υποθέσεων αναπτύσσονται την αυτή ημέρα, καθόσον αφορούν ταυτόσημο αντικείμενο, αν και με ιδιομορφίες δικαιολογούσες διαφορετική αντιμετώπιση.

II – Το αντικείμενο της προσφυγής

4.        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί, βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου αθέτησε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, καθώς και από το παράρτημα IV, μέρος A, της οδηγίας 2002/22, καθ’ ο μέτρο

–      δεν προέβη στον συγκεκριμένο υπολογισμό του καθαρού κόστους των τιμολογίων με βάση κοινωνικά κριτήρια, προτού το χαρακτηρίσει ως «αθέμιτη επιβάρυνση»

–      και προσδιόρισε τον τρόπο υπολογισμού του καθαρού κόστους των «τιμολογίων με βάση κοινωνικά κριτήρια» κατά τρόπο αντικείμενο προς την οδηγία 2002/22.

III – Το κανονιστικό πλαίσιο

 Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

5.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/22 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αποφεύγουν οποιαδήποτε στρέβλωση στην αγορά των τηλεπικοινωνιών, ειδικότερα όταν οι υπηρεσίες παρέχονται σε τιμές ή υπό προϋποθέσεις πλεονεκτικότερες ή ευνοϊκότερες προκειμένου να εκπληρώνονται αποστολές γενικού συμφέροντος. Πρόκειται συγκεκριμένα, για την εκπλήρωση των αποκαλούμενων «καθολικών υπηρεσιών» στο συγκεκριμένο τομέα και παράλληλα για τη διασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς υπό συνθήκες ισότητας για όλους τους επιχειρηματίες.

6.        Κατά την οδηγία 2002/22, οι καθολικές υπηρεσίες περιλαμβάνουν: α) σύνδεση με το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερές θέσεις και σε προσιτή τιμή (4), β) διάθεση επαρκούς αριθμού κοινόχρηστων τηλεφώνων με πληρωμή, καθώς και αριθμούς κλήσεως έκτακτης ανάγκης, ειδικότερα δε τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσεως έκτακτης ανάγκης 112, ατελώς από οποιοδήποτε τηλέφωνο (5), γ) τις πληροφορίες καταλόγου και υπηρεσία πληροφοριών σχετικά με τους αριθμούς των συνδρομητών (6) και δ) ορισμένα μέτρα υπέρ των περισσότερο ευάλωτων κοινωνικώς χρηστών, όπως αυτών των αγροτικών ή απομονωμένων γεωγραφικώς περιοχών, τους ηλικιωμένους (7), τους μειονεκτούντες χρήστες (8) ή τους χρήστες χαμηλού εισοδήματος (9), ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβασή τους υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους λοιπούς χρήστες.

7.        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2002/22 αναφέρεται στον καθορισμό των επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν καθολική υπηρεσία:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας, όπως ορίζεται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7, και, ανάλογα με την περίπτωση, το άρθρο 9, παράγραφος 2, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να καλύπτεται το σύνολο της εθνικής επικρατείας. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν διαφορετικές επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων για την παροχή των διαφόρων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας και/ή για να καλύπτουν διαφορετικά μέρη της εθνικής επικρατείας.

2.      Κατά τον καθορισμό των επιχειρήσεων στις οποίες αναθέτουν υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, σε μέρος ή στο σύνολο της εθνικής επικρατείας, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν αποτελεσματικό, αντικειμενικό, διαφανή και αμερόληπτο μηχανισμό καθορισμού, μέσω του οποίου καμία επιχείρηση δεν αποκλείεται εκ των προτέρων από τον καθορισμό. Οι εν λόγω μέθοδοι καθορισμού εξασφαλίζουν ότι, η καθολική υπηρεσία παρέχεται με τρόπο οικονομικά αποδοτικό και μπορούν να χρησιμοποιούνται για να προσδιορίζεται το καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 12.»

1.      Οι «τιμές με βάση κοινωνικά κριτήρια»

8.        Στηριζόμενα στην ανάγκη προσφοράς «προσιτής τιμής», τα τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια αποτελούν συνιστώσα της καθολικής υπηρεσίας η οποία προβλέπεται ρητώς από την κανονιστική ρύθμιση της Ενώσεως. Σύμφωνα με τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/22, ως «προσιτή τιμή» νοείται η τιμή «που ορίζουν τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο [λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές εθνικές περιστάσεις] και μπορεί να περιλαμβάνει τον καθορισμό κοινών τιμολογίων ανεξαρτήτως της γεωγραφικής θέσεως ή ειδικές επιλογές τιμολογίου για την αντιμετώπιση των αναγκών των χρηστών με χαμηλό εισόδημα. Η οικονομική προσιτότητα για τους μεμονωμένους καταναλωτές συνδέεται με τη δυνατότητά τους να παρακολουθούν και να ελέγχουν τις δαπάνες τους.»

9.        Οι τρεις πρώτες παράγραφοι του άρθρου 9 της οδηγίας 2002/22 ορίζουν:

«1.       Οι εθνικές κανονιστικές αρχές παρακολουθούν την εξέλιξη και το επίπεδο των λιανικών τιμολογίων των υπηρεσιών, οι οποίες, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5, 6 και 7, υπάγονται στις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και οι οποίες παρέχονται από καθορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως σε σχέση με τις εθνικές τιμές καταναλωτή και το εισόδημα.

2.       [Λαμβανομένων υπόψη των εθνικών περιστάσεων], τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεώνουν τις καθορισμένες αυτές επιχειρήσεις να παρέχουν τιμολογιακές επιλογές ή δέσμες τιμολογίων για τους καταναλωτές, οι οποίες είναι διαφορετικές από τους συνήθεις εμπορικούς όρους, προκειμένου ιδίως να εξασφαλίζεται ότι τα άτομα με χαμηλό εισόδημα ή με ειδικές κοινωνικές ανάγκες δεν αποκλείονται από την πρόσβαση ή τη χρήση της διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας.

3.       Εκτός από τις διατάξεις για την υποχρέωση των καθορισμένων επιχειρήσεων να παρέχουν ειδικές τιμολογιακές επιλογές ή να τηρούν ανώτατα όρια τιμών ή γεωγραφική στάθμιση των τιμών ή άλλα παρόμοια συστήματα, τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίζουν ότι παρέχεται στήριξη στους καταναλωτές οι οποίοι έχουν ανιχνευθεί ως έχοντες χαμηλό εισόδημα ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες».

2.      Η χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας

10.      Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις της, η οδηγία 2002/22 προβλέπει ότι η αποζημίωση των επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν την καθολική υπηρεσία, δεν πρέπει «να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού», αν το συγκεκριμένο «καθαρό κόστος καλύπτεται με […] ουδέτερο τρόπο» (10). Εκκινώντας από τη μείζονα αυτή πρόταση, η οδηγία 2002/22 εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να δημιουργούν τους μηχανισμούς εκείνους οι οποίοι επιτρέπουν την αντιστάθμιση του καθαρού κόστους της οικείας καθολικής υπηρεσίας, τούτο όμως αποκλειστικώς «όπου χρειάζεται» και «εφόσον αποδεικνύεται ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών είναι δυνατή μόνο με ζημία ή με καθαρό κόστος που αφίσταται της συνήθους εμπορικής πρακτικής» (11). Η εφαρμογή των ως άνω κριτηρίων οδηγεί στον καθορισμό αυτού που η οδηγία αποκαλεί «[αθέμιτη] επιβάρυνση» (12).

11.      Υπό τον τίτλο «Χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας», το άρθρο 13 της οδηγίας 2002/22, παραθέτει τις μεθόδους αντισταθμίσεως των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας:

«1.       Εφόσον, βάσει του υπολογισμού του καθαρού κόστους που αναφέρεται στο άρθρο 12, οι εθνικές κανονιστικές αρχές αποφαίνονται ότι μια επιχείρηση υφίσταται αθέμιτη επιβάρυνση, τα κράτη μέλη αποφασίζουν, μετά από αίτηση μιας καθορισμένης επιχειρήσεως:

α)      να εισαγάγουν μηχανισμό αποζημιώσεως της εν λόγω επιχειρήσεως για το καθορισμένο καθαρό κόστος, υπό διαφανείς συνθήκες, από δημόσια κονδύλια, ή/και

β)      να επιμερίσουν το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των φορέων παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών.

2.      Όταν το καθαρό κόστος επιμερίζεται βάσει της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, τα κράτη μέλη θεσπίζουν μηχανισμό επιμερισμού, τον οποίο διαχειρίζεται η εθνική κανονιστική αρχή ή φορέας ανεξάρτητος από τους δικαιούχους, υπό την εποπτεία της εθνικής κανονιστικής αρχής. Μόνο το καθαρό κόστος, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12, των υποχρεώσεων που θεσπίζονται με τα άρθρα 3 έως 10, μπορεί να χρηματοδοτείται.

3.      Ο μηχανισμός επιμερισμού πρέπει να τηρεί τις αρχές της διαφανείας, της ελάχιστης δυνατής στρεβλώσεως της αγοράς, της αμεροληψίας και της αναλογικότητας, σύμφωνα με τις αρχές του παραρτήματος ΙV, μέρος Β. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να μην απαιτούν τη συνεισφορά επιχειρήσεων ο εθνικός κύκλος εργασιών των οποίων δεν υπερβαίνει ένα καθορισμένο όριο.

4.      Κάθε επιβάρυνση που σχετίζεται με τον επιμερισμό του κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας διαχωρίζεται και προσδιορίζεται χωριστά για κάθε επιχείρηση. Οι εν λόγω επιβαρύνσεις δεν επιβάλλονται ούτε εισπράττονται από επιχειρήσεις που δεν παρέχουν υπηρεσίες στην επικράτεια του κράτους μέλους που έχει θεσπίσει τον μηχανισμό επιμερισμού.»

3.      Το καθαρό κόστος της παρεχόμενης καθολικής υπηρεσίας

12.      Αναφερόμενο στον «υπολογισμό του κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας», το άρθρο 12 της οδηγίας 2002/22 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.       Όταν οι εθνικές κανονιστικές αρχές κρίνουν ότι η παροχή καθολικής υπηρεσίας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 3 έως 10, ενδέχεται να συνιστά αθέμιτη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που έχουν καθοριστεί για την παροχή της, υπολογίζουν το καθαρό κόστος παροχής της.

Για τον σκοπό αυτό, οι εθνικές κανονιστικές αρχές:

α)      υπολογίζουν το καθαρό κόστος της υποχρεώσεως καθολικής υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη το τυχόν αγοραίο όφελος που αποκομίζει μια επιχείρηση που έχει καθοριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας, σύμφωνα με το παράρτημα IV, μέρος A, ή

β)      χρησιμοποιούν το καθαρό κόστος παροχής καθολικής υπηρεσίας, το οποίο υπολογίζεται με μηχανισμό καθορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2.

2.      Οι λογαριασμοί ή/και άλλες πληροφορίες, στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας βάσει της παραγράφου 1, στοιχείο α), ελέγχεται ή εξετάζεται από την εθνική κανονιστική αρχή ή φορέα ανεξάρτητο από τα ενδιαφερόμενα μέρη και εγκεκριμένο από την εθνική κανονιστική αρχή. Τα αποτελέσματα του υπολογισμού κόστους και τα πορίσματα του ελέγχου δημοσιοποιούνται.»

13.      Εν τέλει, το μέρος A του παραρτήματος IV προβλέπει λεπτομερώς:

«[…] [Κατά τον υπολογισμό] το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους της λειτουργίας μιας καθορισμένης επιχειρήσεως με υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας και της λειτουργίας της χωρίς υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Ο υπολογισμός αυτός ισχύει είτε το δίκτυο ενός κράτους μέλους είναι πλήρως ανεπτυγμένο, είτε ακόμη αναπτύσσεται και επεκτείνεται. Αποδίδεται η δέουσα προσοχή στην ορθή εκτίμηση του κόστους που κάθε καθορισμένη επιχείρηση θα προσπαθούσε να αποφύγει εάν δεν έφερε καμιά υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας. [Κατά τον υπολογισμό] του καθαρού κόστους θα πρέπει να συνεκτιμ[ώνται] τα οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των άυλων οφελών, που αποκομίζει ο φορέας εκμεταλλεύσεως καθολικής υπηρεσίας.

Ο υπολογισμός βασίζεται στο κόστος που προκύπτει από τα ακόλουθα:

i)      στοιχεία των καθορισμένων υπηρεσιών οι οποίες μπορούν να παρέχονται μόνο με ζημία ή [υπό] συνθήκες κόστους που δεν εμπίπτουν στα συνήθη εμπορικά πρότυπα.

Η κατηγορία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία υπηρεσιών όπως: πρόσβαση σε τηλεφωνικές υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, παροχή ορισμένων κοινόχρηστων τηλεφώνων, παροχή ορισμένων υπηρεσιών ή εξοπλισμού για άτομα με ειδικές ανάγκες, κ.λπ.

ii)      ειδικούς τελικούς χρήστες ή ομάδες τελικών χρηστών οι οποίοι, λόγω του κόστους παροχής του συγκεκριμένου δικτύου και της συγκεκριμένης υπηρεσίας, των [προσποριζόμενων] εσόδων και της τυχόν γεωγραφικής σταθμίσεως των τιμών που επιβάλλονται από το κράτος μέλος, μπορούν να εξυπηρετούνται μόνο με ζημία ή [υπό] συνθήκες κόστους που δεν εμπίπτουν στα συνήθη εμπορικά πρότυπα.

Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τους τελικούς χρήστες ή τις ομάδες τελικών χρηστών που δεν θα εξυπηρετούνταν από έναν εμπορικό φορέα εκμεταλλεύσεως, ο οποίος δεν θα είχε υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Ο υπολογισμός του καθαρού κόστους των ειδικών πτυχών των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας διενεργείται χωριστά, προκειμένου να μην υπολογίζονται διπλά τα τυχόν άμεσα ή έμμεσα οφέλη ή οι δαπάνες. Το συνολικό καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας για κάθε επιχείρηση υπολογίζεται ως το σύνολο του καθαρού κόστους που προκύπτει από τα επιμέρους στοιχεία των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των τυχόν άυλων οφελών. Η ευθύνη για την επαλήθευση του καθαρού κόστους ανήκει στην εθνική κανονιστική αρχή.»

 Β       Η βελγική νομοθεσία

14.      Ο νόμος της 13ης Ιουνίου 2005, σχετικά με τις ηλεκτρονικές τηλεπικοινωνίες (13), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 25ης Απριλίου 2007 (14) (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος του 2005), θεσπίζει καθεστώς χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας, διακρίνοντας τα τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια από τις λοιπές υποχρεώσεις της καθολικής υπηρεσίας.

1.      Η χρηματοδότηση των τιμολογίων με βάση κοινωνικά κριτήρια

15.      Το άρθρο 74 του τροποποιηθέντος νόμου του 2005 περιλαμβάνει τις διέπουσες τις αποζημιώσεις των επιχειρηματιών βασικές αρχές, χαρακτηρίζοντας τις «ιδιαίτερες τιμολογιακές συνθήκες για ορισμένες κατηγορίες δικαιούχων» ως κοινωνική συνιστώσα της καθολικής υπηρεσίας (15).

16.      Το Belgisch Instituut voor postdiensten en telecommunicatie (βελγικό ίδρυμα για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τις τηλεπικοινωνίες, στο εξής: BIPT), υποχρεούται να υποβάλλει στον Υπουργό ετήσια έκθεση περιλαμβάνουσα τον αριθμό των «συνδρομητών με βάση κοινωνικά κριτήρια» τους οποίους εξυπηρετούν οι διάφορες επιχειρήσεις σε σχέση με τον κύκλο εργασιών τους στην αγορά της δημόσιας τηλεφωνίας (16).

17.      Η αποζημίωση για τα «τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια» ανατίθεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας το ζητεί από το BIPT, σε ταμείο το οποίο έχει νομική προσωπικότητα και τελεί υπό τη διαχείριση του BIPT (17).

18.      Αναφορικά με την αντιστάθμιση της συνδεόμενης με τους «πελάτες με βάση κοινωνικά κριτήρια» επιβάρυνση την οποία αναλαμβάνει κάθε εταιρία, το άρθρο 74, παράγραφοι 6 και 7, του νόμου προβλέπει την κατανομή των ποσών κατ’ αναλογία προς τον συνολικό κύκλο εργασιών. Οι αποζημιώσεις καθίστανται πάραυτα απαιτητές και, όσον αφορά τις μέσω του ταμείου πραγματοποιούμενες, θα καταβάλλονται μόλις το ταμείο καταστεί λειτουργικό ή το αργότερο εντός του επόμενου της ενάρξεως ισχύος του άρθρου 74 έτους (18).

19.      Το καθαρό κόστος των «τιμολογίων με βάση κοινωνικά κριτήρια» για κάθε επιχειρηματία ο οποίος υπέβαλε σχετική αίτηση, υπολογίζεται από το BIPT σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο παράρτημα μεθοδολογία (19).

20.      Επιπλέον, το BIPT δύναται να καθορίσει τις λεπτομέρειες υπολογισμού του κόστους και των αντισταθμίσεων εντός των προβλεπόμενων από τον οικείο νόμο ορίων (20).

21.      Κατά το άρθρο 45 bis του προαναφερθέντος παραρτήματος, ο υπολογισμός του καθαρού κόστους των τιμών με βάση κοινωνικά κριτήρια αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των εσόδων τα οποία προσπορίζεται η επιχείρηση υπό συνήθεις εμπορικές συνθήκες και εκείνων τα οποία επιτυγχάνει στην πραγματικότητα κατόπιν των εκπτώσεων για κοινωνικούς λόγους τις οποίες προβλέπει ο νόμος υπέρ των δικαιούχων των τιμών με βάση κοινωνικά κριτήρια. Επιπλέον, περιλαμβάνει μεταβατική διάταξη, βάσει της οποίας, εντός των πρώτων πέντε ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου, η αντιστάθμιση (εφόσον χωρεί) του ιστορικού παρόχου μειώνεται κατά ποσοστό οριζόμενο από το BIPT βάσει του έμμεσου κέρδους σύμφωνα με τους υπολογισμούς στους οποίους έχει ήδη προβεί για τον καθορισμό του καθαρού κόστους των δικών του τιμών με βάση κοινωνικά κριτήρια.

22.      Στο άρθρο 202 του νόμου του 2007 απαντά ερμηνεία της τελευταίας παραγράφου του άρθρου 74 του νόμου 2005, η οποία προσδίδει στις επιστροφές εκ μέρους του ταμείου τον χαρακτήρα των άμεσων οφειλών. Το ίδιο άρθρο 202 περιγράφει ότι, κατά την προπαρασκευή του νόμου της 13ης Ιουνίου 2005 για τις τηλεπικοινωνίες, κατόπιν αιτήσεως του ιστορικού επιχειρηματία της καθολικής υπηρεσίας και μετά τον καθορισμό του καθαρού κόστους από το BIPT, ο βέλγος νομοθέτης προέβη, ως εθνική ρυθμιστική αρχή, σε αξιολόγηση των επιβαρύνσεων οι οποίες αντιστοιχούσαν στο προηγούμενο μονοπωλιακό καθεστώς. Ο νομοθέτης διαμόρφωσε έτσι την άποψη ότι κάθε ελλειμματική κατάσταση, οφειλόμενη στη συγκεκριμένη παροχή της καθολικής υπηρεσίας και διαπιστούμενη με τον ως άνω υπολογισμό, ήταν αθέμιτη και ως εκ τούτου συνιστούσε «αθέμιτη επιβάρυνση».

23.      Με «arrêté royal» (βασιλικό διάταγμα) της 20ής Ιουλίου 2006 καθορίστηκε ο τρόπος λειτουργίας των τιμών με βάση κοινωνικά κριτήρια (21), το άρθρο 4, τρίτη παράγραφος, του οποίου προέβλεπε ότι το ταμείο υπολόγιζε τις αντισταθμίσεις λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των χορηγουμένων από κάθε επιχειρηματία εκπτώσεων υπέρ των δικαιούχων, τον αριθμό των δικαιούχων καθώς και τις ημέρες διαρκείας της παροχής. Το νομικό αυτό καθεστώς καταργήθηκε με τον νόμο της 25ης Απριλίου 2007.

2.      Οι μειώσεις που συνεπάγονται τα τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια

24.      Το άρθρο 22 του παραρτήματος του νόμου της 13ης Ιουνίου 2005 θεσπίζει τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ευεργετικό καθεστώς των τιμολογίων με βάση κοινωνικά κριτήρια (22).

25.      Το άρθρο 38 του νόμου συγκεκριμενοποιεί τις μειώσεις των τιμολογίων τις οποίες συνεπάγεται η οικεία συνιστώσα της καθολικής υπηρεσίας, εκκινώντας από ελάχιστη μείωση («al menos», [κατ’ ελάχιστον] σύμφωνα με την διάταξη) των τυποποιημένων τιμών, οι οποίες δύνανται να ισοδυναμούν, ανάλογα με την κατηγορία των δικαιούχων, στο 50 % της συνήθους τιμής για τη σύνδεση με δίκτυο κινητής τηλεφωνίας σε σταθερή θέση και στη μείωση εφάπαξ παροχών επί της συμβάσεως συνδρομής ή επί των εξόδων κλήσεως, ανάλογα με τις περιόδους υπολογισμού και ανάλογα με το αν χωρεί πληρωμή σε ένα ή διαφόρους επιχειρηματίες· ομοίως, προεβλέφθη για ορισμένες κατηγορίες κοινωνικά ευπαθών πελατών πληρωμένη κάρτα για 6,20 ευρώ και για δίμηνη διάρκεια.

3.      Η χρηματοδότηση των υπολοίπων υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας

26.      Ο τίτλος IV, κεφάλαιο Ι, έβδομο τμήμα, του νόμου της 13ης Ιουνίου 2005 αναφέρεται, στα άρθρα 92 έως 95, στο ταμείο της καθολικής υπηρεσίας. Οι εθνικοί μηχανισμοί χρηματοδοτήσεως παρατίθενται λεπτομερώς στο όγδοο τμήμα (23).

27.      Σύμφωνα με το άρθρο 100, πέραν της εύθετης κοινοποιήσεως των αντιστοιχούντων σε κάθε πάροχο της καθολικής υπηρεσίας στοιχείων, το BIPT υπολογίζει σε ετήσια βάση το καθαρό κόστος των σχετικών υποχρεώσεων, αποκλείοντας τα τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια, ο δε υπολογισμός πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς δημοσιεύσεως.

28.      Το άρθρο 101 του νόμου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, σε συμφωνία προς όσα διαλαμβάνει ο νόμος της 25ης Απριλίου 2007, αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του τα τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια, τα οποία εξακολουθούν να διέπονται από τους κανόνες περί διακριτού ταμείου. Επιπλέον, προεβλέφθη ότι, για κάθε ένα από τα στοιχεία της καθολικής υπηρεσίας, με εξαίρεση τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων, το ταμείο χορηγεί αποζημίωση στους θιγέντες παρόχους οι οποίοι υπέβαλαν συναφώς αίτηση ενώπιον του BIPT.

29.      Το άρθρο 203 του νόμου της 25ης Απριλίου 2007 ερμηνεύει την προηγούμενη διάταξη, επισημαίνοντας ότι «Κατά την προπαρασκευή του νόμου της 13ης Ιουνίου 2005 για την ηλεκτρονική επικοινωνία, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων της κοινοτικής οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ιστορικού φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας και μετά τον καθορισμό του καθαρού κόστους από το BIPT, ο νομοθέτης, ως εθνική ρυθμιστική αρχή, αξιολόγησε τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της επιβαρύνσεως. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης, όπως άλλωστε διαπιστώθηκε από το Raad van State [Συμβούλιο της Επικρατείας], εκτίμησε ότι, στο μέτρο που ληφθούν υπόψη όλα τα έμμεσα κέρδη, περιλαμβανομένων των άυλων κερδών που μπορούν να προέλθουν από την παροχή αυτή, κάθε ελλειμματική κατάσταση δυνάμενη να προκύψει από τον υπολογισμό αυτόν συνιστά όντως αθέμιτη επιβάρυνση και ότι την επιβάρυνση αυτή πρέπει να φέρουν όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.»

IV – Η προηγούμενη διοικητική διαδικασία και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

30.      Στις 15 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή διατύπωσε προς το Βασίλειο του Βελγίου τις επιφυλάξεις της αναφορικά με τη συμβατότητα του νόμου για τις τηλεπικοινωνίες του 2005 προς τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, καθώς και προς το παράρτημα IV, μέρος A, της οδηγίας 2002/22.

31.      Με την από 16 Φεβρουαρίου 2007 απάντησή της, η Βελγική Κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι διαφωνεί και ενέμεινε στην ορθότητα της μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Με το ίδιο έγγραφο, οι βελγικές αρχές ανακοίνωσαν τροποποιήσεις στον νόμο του 2005, όπερ συνέβη στην πράξη με τον νόμο του 2007, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να παραιτηθεί από ορισμένους λόγους στους οποίους θεμελίωνε τις αμφισβητήσεις της και να περιοριστεί στην ασυμφωνία με την αντιστάθμιση των υποχρεώσεων που συνεπάγονται τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων.

32.      Στις 27 Ιουνίου 2007 η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο του Βελγίου αιτιολογημένη γνώμη επί της οποίας δεν δόθηκε καμία απάντηση, γεγονός το οποίο οδήγησε στην από 22 Μαΐου 2008 άσκηση της υπό κρίση προσφυγής δυνάμει του προπαρατεθέντος άρθρου 226, παράγραφος 2, ΕΚ.

33.      Μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής και του υπομνήματος αντικρούσεως, η Επιτροπή υπέβαλε υπόμνημα απαντήσεως επί του οποίου έλαβε θέση το Βασίλειο του Βελγίου με το υπόμνημά του ανταπαντήσεως.

34.      Στις 17 Μαρτίου 2010 διεξήχθη από κοινού η έκθεση ακροατηρίου τόσο επί της προσφυγής κατά παραβάσεως όσο και επί της προδικαστικής παραπομπής στο πλαίσιο της υποθέσεως C-389/08. Παρέστησαν εκπρόσωποι του Βασιλείου του Βελγίου και της Επιτροπής, οπότε, από την ανωτέρω ημερομηνία, άνοιξε ο δρόμος για την ανάπτυξη των προτάσεων.

V –    Ερμηνεία

 Α       Οριοθέτηση του ζητήματος και προκαταρκτικές παρατηρήσεις

35.      Στο Βέλγιο, όλες οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν τιμολόγια με βάση κοινωνικά κριτήρια υπέρ κάθε προσώπου το οποίο το δικαιούται. Αντιθέτως, οι υπόλοιπες υποχρεώσεις οι οποίες απαρτίζουν την καθολική υπηρεσία δεν αφορούν όλες τις επιχειρήσεις αλλά μόνον ορισμένες εξ αυτών.

36.      Για τους σκοπούς της οικονομικής αντισταθμίσεως των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων, η βελγική έννομη τάξη κατανέμει τη σχετική επιβάρυνση μεταξύ όλων των εταιριών, ιδρύοντας ταμείο, η διαχείριση του οποίου χωρεί επί τη βάσει των μειώσεων των τιμολογίων τα οποία εφαρμόζει κάθε επιχειρηματίας σε σχέση με τη συνολική ποσόστωση των μεριδίων του επί της αγοράς: αν εφαρμόζει λιγότερα από εκείνα που του αναλογούν οφείλει να καταβάλει τη διαφορά στο ταμείο· αντιθέτως, αν επιβαρύνεται με ratio «ασύμφορων πελατών», υπερβαίνουσα τη σχετική αναλογία, ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας δικαιούται να εισπράξει από το ταμείο αποζημίωση ίση με το ύψος της διαφοράς.

37.      Παράλληλα με το συγκεκριμένο σύστημα αντισταθμίσεως των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων υφίσταται και έτερο ταμείο σκοπούν στη χρηματοδότηση των λοιπών υποχρεώσεων της καθολικής υπηρεσίας.

38.      Η Επιτροπή προβάλλει ως πρώτο λόγο παραβάσεως το ότι το βελγικό σύστημα χρηματοδοτήσεως των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων αντίκειται στην οδηγία 2002/22 δοθέντος ότι δεν προβλέπει, κατά την υποβολή της δηλώσεως περί «αθέμιτης επιβαρύνσεως», τον συγκεκριμένο υπολογισμό του καθαρού κόστους που αυτά συνεπάγονται, αλλά προβλέπει τον εν λόγω χαρακτηρισμό κατ’ αυτόματο τρόπο και μέσω νόμου ερμηνευομένου αναδρομικώς με μεταγενέστερο νόμο.

39.      Με τον δεύτερο λόγο παραβάσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Βέλγιο ότι το σύστημά του υπολογισμού του καθαρού κόστους των «τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων» είναι ασυμβίβαστο προς την οδηγία 2002/22, αναμειγνύοντας μια έννοια του «καθαρού κόστους» διακρινόμενη από την προβλεπόμενη με τον προαναφερθέντα κανόνα και μη λαμβάνοντας υπόψη, κατά τον υπολογισμό του, τα άυλα κέρδη.

40.      Η Βελγική Κυβέρνηση αρνείται ότι παρέλειψε τον υπολογισμό του καθαρού κόστους πριν από τον χαρακτηρισμό της υπάρξεως «αθέμιτης επιβαρύνσεως», επισημαίνοντας ότι το 2003 είχε εκτιμηθεί το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας εκ μέρους της Belgacom, επιχειρήσεως η οποία κατά τον χρόνο εκείνο τις είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου μόνη. Υποστηρίζει επίσης ότι η οδηγία 2002/22 προέβλεψε αφηρημένο σύστημα υπολογισμού, χωρίς να απαιτείται η επανάληψή του σε σχέση με κάθε επιμέρους επιχειρηματία. Τέλος, υποστηρίζει ότι δεν προσκρούει στη οδηγία τυχόν οικονομική εκτίμηση βάσει της αποδοτικότητας η οποία απομένει να υπολογιστεί διά της εφαρμογής των συγκεκριμένων μειώσεων.

41.      Προκειμένου να διαλυθούν οι ανακύψασες αμφιβολίες, απαιτείται η επικέντρωση στα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 ώστε να διευκρινιστεί το περιεχόμενό τους και οι επιδιωκόμενοι με αυτά στόχοι. Η εκτίμηση αυτή θα ήταν επιπλέον χρήσιμη για την εξέταση τόσο του πρώτου όσο και του δευτέρου λόγου τους οποίους προέβαλε η Επιτροπή αναφορικά με την παράβαση.

42.      Όπως ήδη προεξετέθη, η οδηγία 2002/22 ενσωματώνει επί τούτου διορθώσεις οσάκις οι υποχρεώσεις τις οποίες εμπεριέχει η καθολική υπηρεσία καθίστανται υπερβολικές για τις επιχειρήσεις, αλλά δεν ορίζει στην πραγματικότητα ολοκληρωμένο σύστημα χρηματοδοτήσεως. Παρά το ότι οι υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας είναι ετερόκλητες και ικανοποιούν συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, όπως προκύπτει από την οδηγία 2002/22, ο καθορισμός αλλά και η παρακολούθηση και η εκτίμηση του κόστους της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να χωρεί από τα κράτη μέλη με την τήρηση ορισμένων παραμέτρων εξατομικεύσεως, συγκεκριμενοποιήσεως και περιοδικότητας.

1.      Εξατομίκευση

43.      Σύμφωνα με τους αμυντικούς ισχυρισμούς του Βελγίου, η εκτίμηση της συνδεόμενης με την καθολική υπηρεσία χρηματοοικονομικής προσπαθείας απαιτεί σφαιρική και ευρεία αξιολόγηση. Κατ’ αυτό, ένα σύστημα όπως το προβλεπόμενο με την οδηγία ενδέχεται να περιαγάγει ορισμένες επιχειρήσεις σε κατάσταση αδυναμίας λήψεως της συγκεκριμένης ενισχύσεως αν δεν τη ζητήσουν ή αν οι δαπάνες τους υπήρξαν εύλογες, προκαλώντας άνιση μεταχείριση αντικείμενη προς τους επιδιωκόμενους στόχους.

44.      Ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν είναι πειστικός.

45.      Το επιχείρημα στερείται σημασίας, πρώτον, καθ’ ο μέτρο η οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα –αλλ’ όχι την υποχρέωση– υποβολής αιτήσεως αποζημιώσεως λόγω «αθέμιτης επιβαρύνσεως». Δεύτερον, καθόσον δεν σημαίνει ότι είναι κατ’ ανάγκη «αθέμιτες» όλες οι επιβαρύνσεις τις οποίες συνεπάγεται η καθολική υπηρεσία.

46.      Η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τη στρατηγική θέση και τη χρηματοοικονομική ικανότητα κάθε επιχειρηματία, χωρίς να επιτρέπει, κατ’ αρχήν, γενικό μαθηματικό υπολογισμό εδραζόμενο στα στοιχεία μιας μόνον επιχειρήσεως. Απτή απόδειξη τούτου αποτελεί η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη όπου υπενθυμίζεται ότι «[…] Εάν η κάλυψη του κόστους γίνεται μέσω της επιβολής εισφορών στις επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η μέθοδος κατανομής του κόστους μεταξύ τους βασίζεται σε αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια και είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να απαλλάσσουν από την εκπλήρωση της σχετικής υποχρεώσεως τους νεοεισερχομένους φορείς, οι οποίοι δεν διαθέτουν ακόμη σημαντική παρουσία στην αγορά. […]», καθώς και «[…] ιδίως όσον αφορά τους μηχανισμούς επιμερισμού και τις αρχές της αμεροληψίας και της αναλογικότητας […]».

2.      Η συγκεκριμενοποίηση

47.      Η περιγραφείσα στο προηγούμενο σημείο επιχειρηματολογία οδηγεί στην αξιολόγηση της αιτιολογήσεως της επιβαρύνσεως in concreto, ήτοι σε σχέση με κάθε επιμέρους υποχρέωση η οποία εντάσσεται στην καθολική υπηρεσία και όχι στην in abstracto εκτίμηση.

48.      Με την εκδοθείσα επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας απόφασή του (24), το Δικαστήριο επισήμανε, αν και αποφαινόμενο επί της προγενέστερης οδηγίας, ότι, κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους, «μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μόνον το κόστος που συνδέεται άμεσα με την παροχή της υπηρεσίας», συνάγοντας εξ αυτού ότι «η οδηγία 97/33 απαγορεύει τον προσδιορισμό των συνιστωσών του καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας κατ’ αποκοπήν ή ανακριβώς, χωρίς να προηγηθεί [συγκεκριμένος] υπολογισμός».

49.      Εξάλλου, η οδηγία 2002/22 υπενθυμίζει στο μέρος A του παραρτήματος IV ότι «ο υπολογισμός του καθαρού κόστους των ειδικών πτυχών των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας πρέπει να πραγματοποιείται χωριστά […]. Το συνολικό καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας για κάθε επιχείρηση υπολογίζεται ως το σύνολο του καθαρού κόστους που προκύπτει από τα επιμέρους στοιχεία των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας» (25).

50.      Ομοίως, με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/22 καλούνται οι εθνικές κανονιστικές αρχές (ΕΚΑ) να εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που επωφελούνται της χρηματοδοτήσεως για την παροχή καθολικής υπηρεσίας υποβάλλουν «με επαρκείς λεπτομέρειες τα συγκεκριμένα στοιχεία που χρήζουν χρηματοδοτήσεως προκειμένου να δικαιολογήσουν το αίτημά τους». Με την ίδια εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη, δεν διαφεύγει της προσοχής ότι «Οι καθορισμένοι φορείς εκμεταλλεύσεως έχουν συμφέρον να διογκώνουν το υπολογιζόμενο καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας», αιτία για την οποία, προκειμένου να πατάσσεται οποιαδήποτε απόπειρα, εντέλλονται τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν «την ουσιαστική διαφάνεια και τον έλεγχο των ποσών που διατίθενται για τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας» (26).

51.      Το γεγονός ότι οι αποκαλούμενες πρόσθετες παροχές της καθολικής υπηρεσίας διέπονται από το κριτήριο της αποδοτικότητας χωρίς «να επιβάλλεται μηχανισμός αποζημιώσεως συγκεκριμένων επιχειρήσεων» (27), ενισχύει, κατά την άποψή μου, το ότι η διάσπαση του υπολογισμού λειτουργεί ως μέσον αποφυγής ενδεχομένων καταχρήσεων, όπως μπορεί να συμβεί όταν τα πρόσθετα στοιχεία της καθολικής υπηρεσίας εμφιλοχωρούν στη χρηματοδότηση ή όταν γίνεται χρήση των αποκαλούμενων «σταυροειδών επιδοτήσεων».

3.      Περιοδικότητα (υπολογισμός σε τακτά χρονικά διαστήματα)

52.      Συνεπές προς τις διευκρινίσεις του, όσον αφορά τον ενιαίο χαρακτήρα της αξιολογήσεως, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι, με τη θέσπιση της οικονομικής ουδετερότητας μέσω των πληρωμών στο ταμείο, δεν επιτρέπεται να λάβουν χώρα νέες αναλύσεις σε σχέση με τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα των επιβαρύνσεων, γεγονός που δεν εμποδίζει, κατά την άποψή του, τυχόν ετήσια επικαιροποίηση (28).

53.      Η εκτίμηση αυτή αγνοεί προφανώς τον δυναμισμό των υποχρεώσεων της καθολικής υπηρεσίας, οι οποίες, όπως εμμένει η οδηγία 2002/22, «[πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά προκειμένου να προτείνεται η αλλαγή ή ο επαναπροσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας υπό το πρίσμα των] κοινωνικών, οικονομικών, και τεχνολογικών εξελίξεων» (29). Επίσης, η ως άνω οδηγία προσθέτει ότι «κάθε αλλαγή στο πεδίο εφαρμογής σημαίνει αυτομάτως ότι το καθαρό κόστος δύναται να χρηματοδοτείται μέσω των επιτρεπόμενων από την παρούσα οδηγία μεθόδων» (30).

54.      Επομένως, αν νέες υποχρεώσεις ενσωματώνονταν στην καθολική υπηρεσία ή εμφανίζονταν επιχειρήσεις οι οποίες δεν εμπλέκονταν προηγουμένως στην παροχή τους, θα απέρρεαν και άλλα κόστη απαιτούντα νέα αξιολόγηση. Η επανεξέταση αυτή θα είχε ως αντικείμενο η ΕΚΑ να μελετά με ποιόν τρόπο κάθε επιχείρηση οφείλει να φέρει το κόστος σε ένα νέο πλαίσιο και να καθορίζει με τον τρόπο αυτόν αν τα συναφή κόστη συνιστούν εν τέλει «υπερβολική επιβάρυνση» σε σύγκριση με την προγενέστερη κατάσταση.

 Β       Επί του πρώτου λόγου παραβάσεως

55.      Υπεισερχόμενοι λεπτομερώς στους λόγους τους οποίους επικαλείται η Επιτροπή, διαπιστώνουμε ότι η τελευταία καταγγέλλει με τον πρώτο λόγο της ότι παρελήφθη η προηγούμενη εξέταση, σκοπός της οποίας είναι να καθοριστεί αν η παροχή της καθολικής υπηρεσίας συνιστά υπέρβαση για κάθε επιχειρηματία τηλεπικοινωνιών. Πάντως, οι διευκρινίσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως είναι ενδεικτικές του ότι η εν λόγω ανάλυση έλαβε όντως χώρα και περιορίστηκε στη Belgacom, μοναδικό δραστηριοποιούμενο επιχειρηματία κατά την χρονική εκείνη στιγμή. Επιπλέον, ο υπολογισμός περιελάμβανε το σύνολο των υποχρεώσεων της καθολικής υπηρεσίας οι οποίες έπρεπε να παρασχεθούν και όχι μόνο τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων.

56.      Η Βελγική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 25 Απριλίου 2007 δεν υφίστατο ρητή δήλωση βεβαιώνουσα ότι το καθαρό κόστος των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων συνιστούσε «αθέμιτη επιβάρυνση» κατά την έννοια της οδηγίας 2002/22. Η ρητή δήλωση έλαβε χώρα μόνο με τη θέσπιση του άρθρου 202 του προαναφερθέντος νόμου του 2007, με την οποία επεδιώχθη να τεθεί τέρμα, διά της ερμηνευτικής οδού, σε κατάσταση ανασφαλείας δικαίου. Μετά τις πρώτες επαφές οι οποίες προηγήθηκαν της διαφοράς, το Βέλγιο δήλωσε διά της νομοθετικής οδού ότι, σύμφωνα με τον νόμο του 2005, θεωρούσε ότι η εφαρμογή των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων συνιστούσε πάντοτε αθέμιτη επιβάρυνση. Προς τούτο, ο νομοθέτης του 2005 επωφελήθηκε του υπολογισμού του καθαρού κόστους, ο οποίος έλαβε χώρα το 2003 και επικαιροποιήθηκε το 2005, όλων των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας της Belgacom. Με τον τρόπο αυτό –υποστηρίζει το Βασίλειο του Βελγίου– η απόφαση σχετικά με τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της επιβαρύνσεως ελήφθη από τον νομοθέτη μετά την εξέταση στην οποία προέβη το BIPT.

57.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 της οδηγίας 2002/22 προέβλεψε σύστημα αξιολογήσεως και υπολογισμού το οποίο προηγείται της δηλώσεως περί «αθέμιτης επιβαρύνσεως». Όπως ανέφερε η Επιτροπή, ο Βέλγος νομοθέτης εγκαθίδρυσε σύστημα αντισταθμίσεως, στο πλαίσιο του οποίου ουδεμία μνεία περιελήφθη του αδικαιολόγητου χαρακτήρα των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, ενώ ακολούθησε αναδρομική δήλωση. Στο πλαίσιο των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C-389/09, επισήμανα τη σημασία της συγκεκριμένης προτασσόμενης φάσεως αξιολογήσεως και υπολογισμού υπό το πρίσμα της ασφαλείας δικαίου και της ουδετερότητας σε τεχνικό επίπεδο την οποία εγγυάται η ΕΚΑ. Υπό το φως των επιδιωκόμενων με τη διαδικασία δηλώσεως περί «αθέμιτης επιβαρύνσεως» σκοπών, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/22, επέμβαση όπως η σημειωθείσα το 2007, συνιστάμενη στην ex lege νομοθετική πράξη του 2005, απάδει προς την προπαρατεθείσα οδηγία.

58.      Εν τούτοις, η Επιτροπή τόνισε με την προσφυγή της ότι η προσοχή της δεν εστιάζεται στη νομοθετική φύση της δηλώσεως. Αντιθέτως, το δικαιολογητικό της προσφυγής της γεγονός έγκειται στον μη εκ των προτέρων υπολογισμό σε συνάρτηση με τον γενικό και δυσχερώς επανεξετάσιμο χαρακτήρα της δηλώσεως των ετών 2005 και 2007.

59.      Επί του ζητήματος αυτού, στα σημεία 42 έως 54 των προτάσεών μου προεπισήμανα ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 12 της οδηγίας σύστημα επιβάλλει, έστω και σιωπηρώς, προϋποθέσεις εξατομικεύσεως, συγκεκριμενοποιήσεως και περιοδικότητας, οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή του μηχανισμού της ανωτέρω διατάξεως. Όπως προανέφερα, τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα ήσαν απόντα όταν το Βασίλειο του Βελγίου διατύπωσε τη δήλωσε περί «αθέμιτης επιβαρύνσεως». Για τον λόγο αυτόν και στον βαθμό κατά τον οποίο ο νομοθέτης ενήργησε κατά τρόπον ώστε να δυσχεραίνεται η εφαρμογή των κριτηρίων περί εξατομικεύσεως, συγκεκριμενοποιήσεως και περιοδικότητας, εκτιμώ ότι είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος παραβάσεως τον οποίο επικαλείται η Επιτροπή.

 Γ       Επί του δευτέρου λόγου παραβάσεως

60.      Η Επιτροπή διαχωρίζει τον δεύτερο λόγο παραβάσεως σε δύο σκέλη, το ένα εκ των οποίων αφορά την μέθοδο υπολογισμού του «καθαρού κόστους» των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων, το δε άλλο την υπαγωγή στον υπολογισμό του των αΰλων κερδών. Ως εκ τούτου, ενώ ο πρώτος λόγος επικεντρώνεται στην ερμηνεία του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/22, ο δεύτερος έχει ως αντικείμενο το σύστημα επιμερισμού κατά το άρθρο 13, στο πλαίσιο του οποίου πρέπει να τηρούνται επίσης τα κριτήρια της εξατομικεύσεως, της συγκεκριμενοποιήσεως και της περιοδικότητας.

1.      Επί του ορισμού του «καθαρού κόστους» και των ιδιομορφιών του εφαρμοζόμενου στα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων υπολογισμού

61.      Κατά την Επιτροπή, η βελγική μέθοδος χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας έρχεται σε αντίθεση προς την οδηγία 2002/22, καθ’ ο μέτρο εμπλέκει σφαιρική αξιολόγηση των δεδομένων τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά τη Belgacom –παλαιό μονοπώλιο– και την επεκτείνει στις υπόλοιπες επιχειρήσεις χωρίς έλεγχο των προσιδιαζουσών σε αυτές περιστάσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εντός του καθού κράτους τα «τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων» συνιστούν πάντοτε και έναντι κάθε επιχειρηματία, «αθέμιτη επιβάρυνση». Στον βαθμό που το συμπέρασμα αυτό εδράζεται σε πεπλανημένη, κατά την άποψη της Επιτροπής, μέθοδο υπολογισμού προσάπτεται στο Βασίλειο του Βελγίου παράβαση των άρθρων 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, καθώς και του παραρτήματος IV, μέρος A, της οδηγίας 2002/22.

62.      Εξάλλου, το καθού κράτος εμμένει στο ότι η επιδότηση της καθολικής υπηρεσίας δεν πρέπει να θεμελιώνεται σε κατά τακτά χρονικά διαστήματα εξέταση του αδικαιολόγητου χαρακτήρα της επιβαρύνσεως, γεγονός το οποίο θα οδηγούσε ενδεχομένως στην «λήψη αποζημιώσεως». Αντιθέτως, το Βασίλειο του Βελγίου θεωρεί ότι αρκεί η ανάλυση του κόστους άπαξ και μόνον προκειμένου να «εγκαθιδρυθεί γενικός μηχανισμός χρηματοδοτήσεως».

63.      Κατά την οδηγία 2002/22, ο ανταγωνισμός πρέπει να διέπει και τα «γεωγραφικώς ή οικονομικώς μειονεκτούντα» τμήματα. Η Βελγική Κυβέρνηση υπογράμμισε τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται ο ρυθμιστικός της τύπος των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων επί του ελεύθερου ανταγωνισμού, στηριζόμενη στο ακόλουθο επιχείρημα: εφόσον ο επιχειρηματίας προσελκύει περισσότερους συνδρομητές βάσει κοινωνικών κριτηρίων από όσους του αντιστοιχούν στον κύκλο εργασιών του, θα εισπράξει εισφορά από το ταμείο· αλλ’ αν δεν καταβάλει προσπάθειες στο πλαίσιο της δεσμεύσεώς του πρέπει να πληρώσει για το τμήμα που δεν αναλαμβάνει. Υπό την έννοια αυτή, ο νόμος της αγοράς είναι εκείνος βάσει του οποίου επιμερίζονται οι πελάτες αυτοί.

64.      Η ανάλυση της θέσεως αυτής, η οποία στηρίζεται στην εύνοια του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρηματιών, πρέπει να χωρεί λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις οι οποίες διέπουν στο Βέλγιο την παροχή των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων συνεκτιμώντας όμως, ως συναφές και γενικό πλαίσιο, τις προϋποθέσεις της εξατομικεύσεως, της συγκεκριμενοποιήσεως και της περιοδικότητας τις οποίες προεξέθεσα και οι οποίες συνάγονται από το γράμμα των διατάξεων της οδηγίας 2002/22.

65.      Κατά πρώτον, η οδηγία 2002/22 δεν απαγορεύει, υπό το φως του άρθρου 8 αυτής, όλες οι επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών ενός κράτους μέλους να συνεργάζονται κατά την παροχή ενός μέρους της καθολικής υπηρεσίας, όπως συμβαίνει στο Βέλγιο με τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων. Δεύτερον, ο θεσπισθείς στο Βέλγιο μηχανισμός χρηματοδοτήσεως εμπνέεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/22. Η ανωτέρω διάταξη δεν προβλέπει, υπό το φως του στοιχείου α΄, της ιδίας παραγράφου, εισφορές του δημοσίου υπέρ συγκεκριμένης επιχειρήσεως αλλ’ απλό επιμερισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας «μεταξύ των φορέων παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών».

66.      Εν κατακλείδι, ο μηχανισμός επιμερισμού προϋποθέτει στην πράξη αυτοχρηματοδότηση: πρόκειται, τελικά, για κατανομή της επιβαρύνσεως όχι μόνο μεταξύ των επιχειρηματιών οι οποίοι ανέλαβαν την αντίστοιχη υποχρέωση της καθολικής υπηρεσίας, αλλά και μεταξύ εκείνων των επιχειρήσεων οι οποίες δεν έχουν οριστεί προς τούτο.

67.      Εκκινώντας από την ανωτέρω μείζονα πρόταση, όταν όλες οι παρέχουσες υπηρεσία επιχειρήσεις αναλαμβάνουν την αντίστοιχη υποχρέωση της καθολικής υπηρεσίας (στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων), τότε σχετικοποιείται η ανάγκη εκ των προτέρων αξιολογήσεως του κόστους. Επιπλέον, δοθέντος ότι το καθαρό κόστος των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων ταυτίζεται με την έκπτωση την οποία προϋποθέτει η μείωση της τιμής αγοράς, ο ατομικός και συγκεκριμένος υπολογισμός δεν καθίσταται αναγκαίος για τη διατήρηση του ελεύθερου ανταγωνισμού.

68.      Αντιθέτως, η συγκεκριμένη άποψη δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί στην περίπτωση κατά την οποία κάποιοι επιχειρηματίες (έστω ένας και μόνον) δεν υπόκεινται στην υποχρέωση εφαρμογής τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων ή στην περίπτωση κατά την οποία η υποχρέωση της καθολικής υπηρεσίας δεν θα επέτρεπε οποιονδήποτε αριθμητικό υπολογισμό, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει με τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων. Σε παρόμοια υποθετική περίπτωση, το να εφαρμόζεται έναντι όλων των επιχειρηματιών το ίδιο μέτρο της αναλογίας «κύκλος εργασιών-πελάτες βάσει κοινωνικών κριτηρίων», χωρίς να έχει προηγηθεί αξιολόγηση του κόστους, θα μπορούσε να προκαλέσει υπέρ-αντισταθμίσεις ή ενδο-αντισταθμίσεις υπέρ ενός ή διαφόρων επιχειρηματιών και ως εκ τούτου στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Αποτέλεσμα ερχόμενο σαφώς σε αντίθεση προς την οδηγία 2002/22, το οποίο θα υπήρχαν και πολλές πιθανότητες να συμβεί σε μια περίπτωση όπως η βελγική, στο πλαίσιο της οποίας ο ιστορικός επιχειρηματίας αναλαμβάνει, όπως προέκυψε κατά γενική ομολογία από την έκθεση ακροατηρίου, τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων σε ποσοστό ανερχόμενο στο 96 %.

69.      Πράγματι, η ανάλυση άλλων υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας διακριτών από τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων θα προϋπέθετε, όσον αφορά ορισμένους επιχειρηματίες, θυσία κάποιου μεγέθους σε χρηματικό επίπεδο, ενώ για άλλους θα έβλαπτε την τελική αποδοτικότητά τους. Όλα θα εξηρτώντο από την οικονομική ευρωστία κάθε επιχειρηματία και ασφαλώς από τη θέση του εντός της αγοράς.

70.      Είναι πασιφανές ότι το Βασίλειο του Βελγίου έχει συνείδηση των συναφών κινδύνων, καθόσον, στο περιθώριο των ιδιομορφιών οι οποίες χαρακτηρίζουν τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων, το άρθρο 100 του νόμου του περί τηλεπικοινωνιών προέβλεψε ότι, μετά την εύθετη κοινοποίηση των εκ μέρους κάθε παρόχου της καθολικής υπηρεσίας αντιστοίχων δεδομένων, το BIPT υπολογίζει ετησίως το καθαρό κόστος των συγκεκριμένων υποχρεώσεων. Επίσης, ο οικείος υπολογισμός πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εμπεριστατωμένης δημοσιεύσεως.

71.      Για τους λόγους αυτούς, εκτιμώ ότι είναι αβάσιμο το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου παραβάσεως τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή.

2.      Επί του υπολογισμού των αΰλων κερδών

72.      Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η οδηγία 2002/22 αναφέρεται ρητώς, στην εικοστή αιτιολογική σκέψη της, στα άυλα κέρδη κατά τρόπον ώστε, «για να καθοριστεί η συνολική επιβάρυνση κόστους, από το άμεσο καθαρό κόστος των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας, θα πρέπει να αφαιρείται χρηματική αποτίμηση των έμμεσων [κερδών] που αποκομίζει μια επιχείρηση λόγω της θέσεώς της, ως φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας.»

73.      Η μέριμνα υπολογισμού των αΰλων κερδών αντανακλάται και στο μέρος A του παραρτήματος IV, καθόσον, αφού υπενθυμίζεται ότι «ο υπολογισμός του καθαρού κόστους των ειδικών πτυχών των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας πραγματοποιείται χωριστά», διευκρινίζεται ότι πρέπει να αποφεύγεται «να υπολογίζονται διπλά τα τυχόν άμεσα ή έμμεσα οφέλη ή δαπάνες». Τέλος, το παράρτημα αναφέρεται και στο ότι «το άυλο κέρδος» λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του υπολογισμού του συνόλου του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας.

74.      Ομοίως, στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (31), το Δικαστήριο απέρριψε το ενδεχόμενο να μην λαμβάνεται υπόψη η συγκεκριμένη κατηγορία πλεονεκτημάτων τα οποία συνεπάγεται η παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Πράγματι, δεν πρέπει να αγνοείται ότι κάθε επιχειρηματίας προβάλλει στην αγορά συγκεκριμένη εικόνα αφορώσα τη φήμη του η οποία δύναται να ενισχύεται ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο διευκολύνεται η παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας.

75.      Τα πλεονεκτήματα αυτά έχουν παραλειφθεί από τη βελγική κανονιστική ρύθμιση, ενώ εξακολουθεί να διασφαλίζεται ότι ελήφθησαν υπόψη αποκλειστικώς κατά την ανάλυση τα κόστη της Belgacom, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε πρόβλεψη έναντι των λοιπών επιχειρηματιών, ούτε για τις μελλοντικές αξιολογήσεις που θα προέκυπταν ενδεχομένως.

76.      Για τους λόγους αυτούς, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου που προβάλλει η Επιτροπή είναι βάσιμο καθ’ ο μέτρο η επινοηθείσα από το Βέλγιο μέθοδος για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων δεν προβλέπει τη δυνατότητα ενσωματώσεως των συγκεκριμένων εμμέσων κερδών.

3.      Ανακεφαλαίωση

77.      Όπως εξέθεσα στα σημεία 48 έως 59 των προτάσεών μου, ο υπολογισμός του καθαρού κόστους, ως γενικός κανόνας και με σκοπό τον επιμερισμό των ευθυνών κάθε επιχειρήσεως στο θέμα των αντισταθμιστικών ποσών, πρέπει να προσεγγίζεται σύμφωνα με κριτήρια εξατομικεύσεως, συγκεκριμενοποιήσεως και περιοδικότητας, η μη τήρηση των οποίων δικαιολογεί στην προκειμένη περίπτωση την αποδοχή του πρώτου λόγου παραβάσεως τον οποίο επικαλείται η Επιτροπή.

78.      Ομοίως, το ότι ο σχετικός υπολογισμός είναι αναγκαίο να προηγείται της δηλώσεως περί αθέμιτης επιβαρύνσεως πρέπει να τηρείται στις περιπτώσεις εκείνες όπου, στο πλαίσιο της επιλογής ενός συστήματος επιμερισμού των βαρών, όπως προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/22, συγκεκριμένη υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας δεν εκπληρώνεται από όλους τους επιχειρηματίες, έστω και αν συμβάλλει στη χρηματοδότησή της. Πάντως, στην προκειμένη περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά το αντίθετο: όλες οι επιχειρήσεις υπέχουν την υποχρέωση παροχής της υπηρεσίας και όλες εισφέρουν χρήματα στο σύστημα. Στην περίπτωση αυτή, ο υπολογισμός του καθαρού κόστους χωρεί βάσει αριθμητικής πράξεως εφαρμοζόμενης καθ’ όμοιο τρόπο επί όλων των εμπλεκομένων επιχειρηματιών. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το καθαρό κόστος των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων πρέπει να υπολογίζεται με διαφορετικό τρόπο από τον εκ μέρους του Βελγίου προτεινόμενο. Αν προστεθεί μάλιστα και το γεγονός ότι όλοι οι επιχειρηματίες μετέχουν στην παροχή της υπηρεσίας, καθόσον υπέχουν επίσης την υποχρέωση να την προσφέρουν, και συμμετέχουν από κοινού στη χρηματοδότηση της υπηρεσίας, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι επιβάλλεται η απόρριψη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου.

79.      Πάντως, και για τους προεκτεθέντες στα σημεία 72 έως 74 των προτάσεών μου λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου που προέβαλε η Επιτροπή, καθ’ ο μέτρο το Βασίλειο του Βελγίου δεν λαμβάνει υπόψη, κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους, τα προερχόμενα από τα τιμολόγια βάσει κοινωνικών κριτηρίων έμμεσα κέρδη.

VI – Επί των δικαστικών εξόδων

80.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής νίκης της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

81.      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο συμφωνήσει με την πρότασή μου, η μη αποδοχή ενός σκέλους από τον ένα εκ των δύο λόγων τους οποίους προέβαλε η Επιτροπή έναντι του Βασιλείου του Βελγίου θα συνηγορούσε, για λόγους ισότητας, κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

VII – Πρόταση

82.      Υπό το φως των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

«1)      Να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας σε εύθετο χρόνο και υπό τις προπεριγραφείσες περιστάσεις να προβλέψει τη δήλωση περί “αθέμιτης επιβαρύνσεως”, αθέτησε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει δυνάμει του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας)·

2)      Να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου:

–        αθέτησε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, καθώς και από το παράρτημα IV, μέρος A, της οδηγίας 2002/22, εγκαθιδρύοντας σύστημα υπολογισμού του καθαρού κόστους των τιμολογίων βάσει κοινωνικών κριτηρίων μη αντιστοιχούν προς τη διαφορά μεταξύ των εσόδων τα οποία αποκομίζει ο πάροχος υπό συνήθεις συνθήκες αγοράς και εκείνα τα οποία λαμβάνει στην πραγματικότητα από τον δικαιούχο του τιμολογίου·

–        αθέτησε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, καθώς και από το παράρτημα IV, μέρος A, της οδηγίας 2002/22, εγκαθιδρύοντας σύστημα υπολογισμού του καθαρού κόστους το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη τα απορρέοντα από την παροχή της υπηρεσίας άυλα κέρδη.

3)      Να καταδικάσει κάθε διάδικο στα δικαστικά έξοδά του.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2008, C-55/06, Arcor (Συλλογή 2008, σ. I‑2931), της 17ης Ιουλίου 2008, C-152/07 έως C-154/07, Arcor κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I‑5959), και της 13ης Ιουλίου 2006, C-438/04, Mobistar (Συλλογή 2006, σ. I-6675).


3 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002 (ΕΕ L 108, σ. 51).


4 –      Όγδοη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.


5 –      Δωδέκατη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας.


6 –      Ενδέκατη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 5 της οδηγίας.


7 –      Έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.


8 –      Άρθρο 7 της οδηγίας.


9 –      Άρθρο 9 της οδηγίας.


10 –      Τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.


11 –      Δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.


12 –      Εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.


13 –      Moniteurbelge της 20ής Ιουνίου 2005.


14 –      Moniteurbelge της 8ης Μαΐου 2007.


15 –      Άρθρο 74, παράγραφος 1, του νόμου.


16 –      Άρθρο 74, παράγραφος 3, του νόμου.


17 –      Άρθρο 74, παράγραφος 4, του νόμου.


18 –      Άρθρο 74, παράγραφος 8, του νόμου.


19 –      Όπως προβλέπεται συγκεκριμένα στο άρθρο 45 bis του παραρτήματος του νόμου της 13ης Ιουνίου 2005, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 200 του νόμου της 25ης Απριλίου 2007.


20 –      Άρθρο 74, παράγραφος 10, του νόμου.


21 –      Moniteurbelge της 8ης Αυγούστου 2006.


22 –      Μεταξύ άλλων, και εφόσον πάντοτε πληρούνται οι πρόσθετοι όροι που προβλέπονται συναφώς από το άρθρο 22, οι ενήλικες που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, οι ενήλικες των 18 ετών και άνω με αναπηρία τουλάχιστον 66 %, όσοι έχουν ελάχιστο εισόδημα εντάξεως, οι αποδέκτες αποφάσεως κυρούμενης από τον Βασιλέα και οι τυφλοί στρατιωτικοί πολέμου.


23 –      Άρθρα 96 έως 102 του νόμου.


24 –      Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, C-146/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. I-9767, σκέψη 60).


25 – Η υπογράμμιση δική μου.


26 –      Περισσότερο ευθύς αποδεικνύεται ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed, στο σημείο 15 των προτάσεών του της 7ης Ιουνίου 2001 επί της προπαρατεθείσας υποθέσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας, όταν διευκρινίζει ότι «[…] πρόκειται εν τέλει για την άσκηση ελέγχου επί των παλαιών μονοπωλίων που διαθέτουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά και, εκμεταλλευόμενα τη δεσπόζουσα αυτή θέση, ενεργούν μόνο με βάση τη σημασία του καταλογιστέου κόστους για την αποδοτικότητά τους. Είναι προφανές ότι οι φορείς αυτοί δεν έχουν συμφέρον να υπολογίζουν το κόστος αυτό κατά τρόπο πολύ περιοριστικό […]».


27 –      Κατά το άρθρο 32 της οδηγίας 2002/22, σύμφωνα με την εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οποίας: «[…] Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν στους συντελεστές της αγοράς χρηματοδοτικές εισφορές που αφορούν μέτρα τα οποία δεν αποτελούν τμήμα υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος διατηρεί το δικαίωμα να επιβάλλει ειδικά μέτρα (εκτός του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας) και να τα χρηματοδοτεί σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, χωρίς όμως να επιβάλλει εισφορές στους συντελεστές της αγοράς».


28 –      Σύμφωνα με το άρθρο 45 bis του βελγικού νόμου περί των τηλεπικοινωνιών.


29 –      Άρθρο 15 και εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/22.


30 –      Εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/22.


31 –      Με τη σκέψη 76, το Δικαστήριο εμμένει στην υποχρέωση υπολογισμού των οικείων αΰλων κερδών.