Language of document : ECLI:EU:T:2014:773

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Επιδοτήσεις – Εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Κίνας – Μεθοδολογία – Υπολογισμός του οφέλους – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Ατομικός χαρακτήρας – Περίοδος απόσβεσης – Προτιμησιακά φορολογικά καθεστώτα – Αντισταθμιστικά μέτρα – Ζημία – Καθορισμός του περιθωρίου κέρδους – Ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος – Κοινοτικός κλάδος παραγωγής – Αιτιώδης σύνδεσμος»

Στην υπόθεση T‑444/11,

Gold East Paper (Jiangsu) Co. Ltd, εδρεύουσα στην Jiangsu (Κίνα),

Gold Huasheng Paper (Suzhou Industrial Park) Co. Ltd, εδρεύουσα στην Jiangsu,

εκπροσωπούμενες από τους Β. Ακριτίδη και Y. Melin και την F. Crespo, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον J.‑P. Hix, επικουρούμενο αρχικώς από τον G. Berrisch και την A. Polcyn, δικηγόρους, και την N. Chesaites, barrister, εν συνεχεία από τους B. O’Connor, solicitor, και S. Gubel, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland και M. França και την A. Stobiecka-Kuik,

και από τους

Cepifine AISBL, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Sappi Europe SA, με έδρα τις Βρυξέλλες,

Burgo Group SpA, με έδρα την Altavilla Vicentina (Ιταλία),

Lecta SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

εκπροσωπούμενους από τους L. Ruessmann και W. Berg, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 452/2011 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού κατά των επιδοτήσεων στις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 128, σ. 18), στο μέτρο που αφορά τις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Νοεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: βασικός κανονισμός), ορίζει ότι «ως “ζημία” νοείται, αν δεν ορίζεται άλλως, η σημαντική ζημία η οποία προκαλείται στον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ή η σημαντική καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής […]».

2        Το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις», έχει ως εξής:

«1. Οι επιδοτήσεις υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα μόνον εφόσον έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια των παραγράφων 2, 3 και 4.

2. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει ατομικό χαρακτήρα μια επιδότηση προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή προς συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής (που καλούνται εφεξής “συγκεκριμένες επιχειρήσεις”), που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:

α)       μια επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζει ρητώς ότι η επιδότηση μπορεί να χορηγείται μόνο σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις·

β)      θεωρείται ότι η επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση, ή η εφαρμοστέα νομοθεσία, θέτει αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τα οποία διέπουν το δικαίωμα λήψης της επιδότησης και το ύψος αυτής, υπό τον όρο όμως ότι το δικαίωμα λήψης της επιδότησης γεννάται αυτομάτως και ότι τα σχετικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τηρούνται απαρεγκλίτως·

γ)       εάν, παρόλο που εκ πρώτης όψεως, από την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), προκύπτει ότι μια δεδομένη επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι στην πραγματικότητα η επιδότηση μπορεί να έχει ατομικό χαρακτήρα, είναι δυνατό να συνεκτιμώνται ορισμένοι άλλοι παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι ακόλουθοι: η συμμετοχή σε πρόγραμμα επιδοτήσεων περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων επιχειρήσεων· η σε πολύ μεγάλο βαθμό συμμετοχή συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε κάποιο πρόγραμμα επιδοτήσεων· η παροχή σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις δυσανάλογα υψηλών ποσών επιδότησης, και ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια για την παροχή της επιδότησης αρχή άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε προκειμένου να αποφασίσει για την παροχή της επιδότησης. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ιδίως στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα απόρριψης ή έγκρισης των αιτήσεων παροχής επιδότησης, καθώς και οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι εν λόγω αποφάσεις.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ως “αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις” νοούνται τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις που έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, είναι οικονομικής φύσεως και εφαρμόζονται οριζοντίως, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των απασχολούμενων ή το μέγεθος της επιχείρησης.

Τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στο νόμο, στη ρύθμιση ή σε κάθε άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εφαρμογής τους.

Κατά την εφαρμογή του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμάται ο βαθμός διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, καθώς και η διάρκεια εφαρμογής του οικείου προγράμματος επιδοτήσεων.

3. Έχει ατομικό χαρακτήρα η επιδότηση που παρέχεται αποκλειστικά προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες ευρίσκονται εντός προκαθορισμένης γεωγραφικής περιοχής, υπαγόμενης στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θεωρούνται ως επιδότηση ατομικού χαρακτήρα, ο καθορισμός ή η μεταβολή φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος από διοικητική αρχή οποιασδήποτε βαθμίδας η οποία είναι αρμόδια να προβεί στις ενέργειες αυτές.

4. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, οι ακόλουθες επιδοτήσεις θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα:

α)       οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται, de jure ή de facto, από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων οι οποίες παρατίθενται, χάριν παραδείγματος, στο παράρτημα Ι·

β)      οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της χρησιμοποίησης εγχώριων κατά προτίμηση και όχι εισαγόμενων προϊόντων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), οι επιδοτήσεις θεωρείται ότι εξαρτώνται στην πράξη από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης όταν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η παροχή της επιδότησης ακόμα και αν δεν εξαρτάται νομικά από την επίτευξη εξαγωγής επίδοσης, ωστόσο στην πράξη συνδέεται με κάποιες πραγματικές ή προσδοκώμενες εξαγωγές ή έσοδα από εξαγωγές. Το γεγονός και μόνον ότι δεδομένη επιδότηση παρέχεται προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν αρκεί, εξ αυτού και μόνον του λόγου, για να της προσδώσει το χαρακτήρα εξαγωγικής επιδότησης κατά την έννοια της παρούσας διάταξης.

5. Κάθε προσδιορισμός του ατομικού ή μη χαρακτήρα μιας επιδότησης βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.»

3        Το άρθρο 6 του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης», έχει ως εξής:

«Όσον αφορά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)       η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης εκ μέρους του [Δ]ημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζ[ει] όφελος, εκτός αν η επένδυση είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται προς τη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης επιχειρηματικών κεφαλαίων) την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής·

β)       η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια επιχείρηση για το δάνειο που της χορηγεί το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο το οποίο θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών·

γ)       η παροχή εγγύησης εκ μέρους του Δημοσίου για κάποιο δάνειο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η επιχείρηση, υπέρ της οποίας παρεσχέθη η εγγύηση, για το δάνειο που έχει συνομολογήσει με την εγγύηση του Δημοσίου και του ποσού που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εγγύηση του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών, αφού γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες διαφορές στις προμήθειες·

δ)       η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ή η αγορά αγαθών από το Δημόσιο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν η διάθεση πραγματοποιείται έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, ή αν για την αγορά καταβάλλεται τίμημα μεγαλύτερο από το κανονικό. Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η παροχή ή η αγορά όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, το κατά πόσον είναι διαθέσιμο το συγκεκριμένο αγαθό ή η υπηρεσία, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).

Αν δεν επικρατούν τέτοιοι όροι και συνθήκες για το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία στη χώρα παροχής ή αγοράς, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατάλληλα σημεία αναφοράς, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)       οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην εν λόγω χώρα, προσαρμόζονται, με βάση το πραγματικό κόστος, τις τιμές και άλλα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα σε αυτή τη χώρα, με το κατάλληλο ποσό που αντανακλά τις κανονικές συνθήκες και όρους της αγοράς· ή

ii)       ενδεχομένως, χρησιμοποιούνται οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά άλλης χώρας ή στην παγκόσμια αγορά και οι οποίες είναι διαθέσιμες στον αποδέκτη.»

4        Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις υπολογισμού», ορίζει τα εξής:

«Όταν η επιδότηση μπορεί να συνδεθεί με την απόκτηση ή τη μελλοντική απόκτηση πάγιων στοιχείων του ενεργητικού, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με την κατανομή της στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των εκάστοτε στοιχείων του ενεργητικού στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

Το ποσό που υπολογίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και το οποίο είναι δυνατό να αποδοθεί στην περίοδο έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του ποσού που προκύπτει από πάγια στοιχεία του ενεργητικού που αποκτήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο, κατανέμεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2.

Όταν τα στοιχεία δεν υπόκεινται σε απόσβεση, η επιδότηση εξομοιώνεται με άτοκο δάνειο και διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 στοιχείο β).»

5        Το άρθρο 8 του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός της ζημίας», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση τόσο:

α)       του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην κοινοτική αγορά, όσο και

β)       των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2. Όσον αφορά τον όγκο των επιδοτούμενων εισαγωγών, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

3. Όταν διεξάγονται ταυτόχρονα έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών σε σχέση με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από περισσότερες από μια χώρες, οι συνέπειες των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικά μόνον εάν:

α)       το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο κατά την έννοια του άρθρου 14 παράγραφος 5, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος· και

β)       η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

4. Η εξέταση της επίπτωσης των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του οικείου κοινοτικού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του υπόψη κλάδου παραγωγής, και στους οποίους περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ· το μέγεθος του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων· η πραγματική και η ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού· παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές και οι δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η ανωτέρω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

5. Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 1, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία. Ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και τα επίπεδα τιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 έχουν επίπτωση επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την έννοια της παραγράφου 4 και ότι λόγω του μεγέθους της η επίπτωση αυτή είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή.

6. Εξετάζονται ακόμη τυχόν άλλοι γνωστοί παράγοντες, εκτός από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ζημία που προκαλείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες δεν αποδίδεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές κατά την έννοια της παραγράφου 5. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη συμπεριλαμβάνονται: ο όγκος και οι τιμές των μη επιδοτούμενων εισαγωγών, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των προτύπων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Κοινότητας, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

7. Οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται σε σχέση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνουν το ομοειδές προϊόν, και για τα οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία.

8. Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, εικοτολογίες ή μακρινές πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία η επίμαχη επιδότηση θα προξενούσε ζημία, πρέπει να προβλέπεται με σαφήνεια και να είναι επικείμενη.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, θα πρέπει να εξετάζονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)       ο χαρακτήρας της επίμαχης επιδότησης και οι συνέπειες που είναι πιθανόν να προκληθούν από αυτή για το εμπόριο·

β)       αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των επιδοτούμενων εισαγωγών στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών·

γ)       η ύπαρξη επαρκούς και ελεύθερα διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητας αυτής, με βάση την οποία πιθανολογείται σημαντική αύξηση των επιδοτούμενων εξαγωγών προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

δ)       το κατά πόσον οι εισαγωγές έρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση των τιμών ή την παρεμπόδιση σε σημαντικό βαθμό της αύξησης των τιμών και οι οποίες είναι πιθανό να αυξήσουν τη ζήτηση για νέες εισαγωγές· και

ε)       τα αποθέματα του υπό εξέταση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά οι εξεταζόμενοι παράγοντες στο σύνολό τους πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εξαγωγών και ότι πρόκειται να προκληθεί σημαντική ζημία σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.»

6        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής», ορίζει τα εξής:

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως “κοινοτικός κλάδος παραγωγής” νοείται το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων στην Κοινότητα ή όσων εξ αυτών η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 6, του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών. Ωστόσο:

α)       όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που φέρεται να αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων, ο όρος “κοινοτικός κλάδος παραγωγής” είναι δυνατό να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνων τους λοιπούς παραγωγούς·

β)       σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Κοινότητας είναι δυνατό, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη παραγωγή, να διαιρείται σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί στο εσωτερικό κάθε αγοράς είναι δυνατό να θεωρούνται ως χωριστός κλάδος παραγωγής, εφόσον:

i)       οι παραγωγοί στο εσωτερικό μιας τέτοιας αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά αυτή· και

ii)       η ζήτηση σε αυτή την αγορά δεν ικανοποιείται σε αξιόλογο βαθμό από τους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο μέρος της Κοινότητας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι υπάρχει ζημία, ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές συγκεντρώνονται σ’ αυτή τη μεμονωμένη αγορά και ότι, επιπροσθέτως, οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής εντός της συγκεκριμένης αγοράς.»

7        Το άρθρο 10, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Κίνηση της διαδικασίας», ορίζει τα εξής:

«Η έναρξη έρευνας σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί, έπειτα από εξέταση του βαθμού υποστήριξης ή αντίθεσης προς την υποβληθείσα εκ μέρους των κοινοτικών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγγελία, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η καταγγελία θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εάν υποστηρίζεται από παραγωγούς της Κοινότητας των οποίων η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από το τμήμα εκείνο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που έχει εκφράσει είτε την υποστήριξή του είτε την αντίθεσή του προς την καταγγελία. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η έναρξη έρευνας όταν οι κοινοτικοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.»

8        Tο άρθρο 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Περάτωση της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων», ορίζει τα εξής:

«Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων και δεν προβάλλεται σχετική αντίρρηση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα ή η διαδικασία περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων, μαζί με πρόταση για την περάτωση της διαδικασίας. Η διαδικασία λογίζεται περατωθείσα αν, εντός προθεσμίας ενός μηνός, το Συμβούλιο δεν αποφασίσει άλλως, με ειδική πλειοψηφία.»

9        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Επιβολή οριστικών δασμών», ορίζει τα εξής:

«Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει η ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και ζημίας, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 31, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και, μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό.

Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή.

Σε περίπτωση που επιβάλλονται ήδη προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για τη λήψη οριστικών μέτρων το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη ισχύος των προσωρινών δασμών.

Δεν θεσπίζονται μέτρα αν ανακληθεί η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις ή αν αποδεικνύεται ότι οι επιδοτήσεις δεν προσπορίζουν πλέον κανένα όφελος στους εξαγωγείς που τις λαμβάνουν.

Το ύψος του [αντισταθμιστικού] δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί, και πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.»

10      Το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Άρνηση συνεργασίας», έχει ως εξής:

«1. Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη, και είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα στοιχεία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει κανονικά να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2. Τυχόν παράλειψη απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπάγετο υπέρμετρη επιπλέον προσπάθεια ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.

3. Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι άρτιες από κάθε άποψη, δεν πρέπει παρ’ όλα αυτά να μη ληφθούν υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τυχόν ελλείψεις τους δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπερασμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια και ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται εγκαίρως, είναι επαληθεύσιμες και το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4. Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της απόρριψής τους και του παραχωρείται επίσης η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κρίνονται ικανοποιητικές, οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών πρέπει να γνωστοποιούνται και να αναπτύσσονται κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων.

5. Εάν τα εξαχθέντα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, βασίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1, ιδίως στα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όταν τούτο είναι εφικτό και τηρουμένης της προθεσμίας της έρευνας, να διασταυρώνονται με στοιχεία από άλλες τυχόν διαθέσιμες ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, οι επίσημες στατιστικές εισαγωγών και τα τελωνειακά έσοδα, ή με στοιχεία που έχουν προσκομισθεί από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της έρευνας. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

6. Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα κατάσταση για το συγκεκριμένο μέρος ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή απ’ ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργασθεί.»

11      Με την ανακοίνωσή της 98/C 394/04 (EE 1998, C 394, σ. 6), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στις έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

12      Υπό τον τίτλο «[ΣΤ.] Περίοδος έρευνας για τον υπολογισμό της επιδότησης: Καταλογισμός ή κατανομή», οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν μεταξύ άλλων τα εξής:

«β) Κατάλληλος παρονομαστής για την κατανομή του ποσού της επιδότησης

Μόλις καθοριστεί το ποσό της επιδότησης που πρέπει να καταλογιστεί στην περίοδο έρευνας, το ποσό αυτό κατανέμεται σύμφωνα με παρονομαστή που συνίσταται στον όγκο των πωλήσεων ή των εξαγωγών του εκάστοτε προϊόντος ώστε να συναχθεί το ανά μονάδα ποσό.

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς

13      Οι προσφεύγουσες, Gold East Paper (Jiangsu) Co. Ltd (στο εξής: GE) και Gold Huasheng Paper (Suzhou Industrial Park) Co. Ltd (στο εξής: GHS), είναι συνδεδεμένες εταιρίες του ομίλου Asia Pulp and Paper China (στο εξής: όμιλος APP) που παράγουν στην Κίνα επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας το οποίο εξάγουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Έρευνα

14      Το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας αποτέλεσε αντικείμενο δύο διαφορετικών ερευνών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν παραλλήλως. Πρώτον, μια έρευνα αντιντάμπινγκ κατέληξε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 451/2011 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 128, σ. 1, στο εξής: κανονισμός για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ). Δεύτερον, μια έρευνα κατά των επιδοτήσεων κατέληξε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 452/2011 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού κατά των επιδοτήσεων στις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 128, σ. 18, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

15      Στις 17 Απριλίου 2010, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE C 99, σ. 30) ανακοίνωση της Επιτροπής για την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού ποιότητας, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

16      Στις 8 Ιουλίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο που τους είχε αποστείλει η Επιτροπή σχετικά με τις επιδοτήσεις. Μεταξύ 15 και 21 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή προέβη σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις των προσφευγουσών για την επαλήθευση των απαντήσεων αυτών.

17      Στις 3 Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες πληροφοριακό έγγραφο στο οποίο εξέθετε λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά και τις κύριες εκτιμήσεις βάσει των οποίων σκόπευε να προτείνει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εξαγωγές των προσφευγουσών προς την Ένωση.

18      Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2011, οι προσφεύγουσες γνωστοποίησαν τις παρατηρήσεις τους επί του οριστικού πληροφοριακού εγγράφου.

19      Στις 10 Μαρτίου 2011, οι προσφεύγουσες παρέστησαν σε συνάντηση με τους αρμόδιους για την εν λόγω υπόθεση στα γραφεία της Επιτροπής, παρουσία του συμβούλου ακροάσεων.

20      Στις 16 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες έγγραφο στο οποίο αποσαφήνιζε ορισμένα σημεία των διαπιστώσεών της.

21      Στις 25 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή διεξήγαγε, παρουσία του συμβούλου ακροάσεων, ακροαματική διαδικασία στην οποία παρίσταντο οι προσφεύγουσες.

22      Στις 28 Μαρτίου 2011, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν έγγραφο στο οποίο συνόψιζαν τις αιτιάσεις που είχαν διατυπώσει κατά την ακροαματική διαδικασία της 25ης Μαρτίου 2011 και απαντούσαν στις παρατηρήσεις που διατύπωσε και στα ερωτήματα που υπέβαλε η Επιτροπή κατά την ως άνω συνάντηση.

23      Στις 29 Μαρτίου 2011, οι προσφεύγουσες απέστειλαν στον σύμβουλο ακροάσεων έγγραφο στο οποίο συνόψιζαν τα ζητήματα που είχαν τεθεί κατά την ακροαματική διαδικασία της 25ης Μαρτίου 2011, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τα δικαιώματά τους άμυνας.

 Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

24      Στις 6 Μαΐου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

25      Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού επέβαλε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό 12 % επί των εισαγωγών στην Ένωση επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας το οποίο παρασκευάζεται από τις προσφεύγουσες.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Αυγούστου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου.

28      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Δεκεμβρίου 2011, ο Cepifine AISBL, ευρωπαϊκός σύνδεσμος των παραγωγών χαρτιού υψηλής ποιότητας, η Sappi Europe SA, η Burgo Group SA και η Lecta SA (στο εξής, από κοινού: ιδιώτες παρεμβαίνοντες) ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου. Στις παρατηρήσεις του, τις οποίες κατέθεσε στις 24 Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο δεν προέβαλε αντιρρήσεις κατά της ως άνω παρεμβάσεως.

29      Με διάταξη της 23ης Ιανουαρίου 2012, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την άσκηση παρεμβάσεως από την Επιτροπή. Η τελευταία κατέθεσε το υπόμνημά της εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

30      Στις 8 Φεβρουαρίου 2012, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση έναντι των ιδιωτών παρεμβαινόντων ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονταν στα υπομνήματα και στα παραρτήματά τους. Οι προσφεύγουσες προσκόμισαν μια μη εμπιστευτική εκδοχή των διαφόρων αυτών διαδικαστικών εγγράφων.

31      Με διάταξη της 8ης Μαρτίου 2012, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος επέτρεψε στους ιδιώτες παρεμβαίνοντες να παρέμβουν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση υπέρ του Συμβουλίου. Στην ίδια διάταξη, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος επιφυλάχθηκε αφενός ως προς το αν οι προσφεύγουσες θα ελάμβαναν την έκθεση ακροατηρίου προκειμένου να υποδείξουν τα στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως απόρρητα και αφετέρου ως προς το αν οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες θα ελάμβαναν μια προσωρινή μη εμπιστευτική εκδοχή της εκθέσεως ακροατηρίου ώστε να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

32      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

33      Οι κύριοι διάδικοι, καθώς και οι παρεμβαίνοντες, αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2013.

34      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που τις αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

35      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

37      Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν τα αιτήματα του Συμβουλίου.

 Σκεπτικό

38      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν δέκα λόγους ακυρώσεως, που αντλούνται:

–        ο πρώτος εξ αυτών, από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού·

–        ο δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο δ΄, και του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού, καθώς και του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού·

–        ο τρίτος, από παράβαση του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού·

–        ο τέταρτος, από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού·

–        ο πέμπτος, από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού·

–        ο έκτος, από παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού·

–        ο έβδομος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού·

–        ο όγδοος, από παράβαση του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, και του άρθρου 15 του βασικού κανονισμού·

–        ο ένατος, από παράβαση του άρθρου 8, του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού·

–        ο δέκατος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 6, του βασικού κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

39      Από τον τίτλο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Διαπιστώνεται πάντως ότι, κατ’ ουσίαν, προβάλλουν επίσης παράβαση του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού. Κατά τη νομολογία όμως, οι λόγοι που προβάλλει ο προσφεύγων πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την ουσία τους και όχι βάσει του χαρακτηρισμού τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1961, 19/60, 21/60, 2/61 και 3/61, Fives Lille Cail κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954‑1964, σ. 631).

40      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί όχι μόνον η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, αλλά και η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού.

41      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού στο μέτρο που ο προσβαλλόμενος κανονισμός χρησιμοποιεί παρονομαστή απρόσφορο για τον υπολογισμό της επιδοτήσεως και κατόπιν την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, που αφορά το αποτέλεσμα το οποίο είχε επί του ποσοστού της επιδοτήσεως η μεθοδολογία την οποία ακολούθησαν τα θεσμικά όργανα.

42      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού παραβιάσθηκε εξαιτίας της χρήσεως από το Συμβούλιο ενός απρόσφορου παρονομαστή.

43      Το Συμβούλιο κακώς χρησιμοποίησε ως παρονομαστή για τον υπολογισμό της επιδοτήσεως τον κύκλο εργασιών που αντιστοιχούσε στο σύνολο των πωλήσεων των προσφευγουσών. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το σύνολο των επιδοτήσεων τις οποίες έλαβαν απεικονίσθηκε εσφαλμένως ως ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών τους και όχι ως το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ποσού της αντισταθμίσιμης επιδοτήσεως που χορηγήθηκε ανά μονάδα του υπό εξέταση προϊόντος, το οποίο τρέπεται κατόπιν σε ποσοστό της τιμής cif (cost, insurance, freight [κόστος, ασφάλεια, ναύλος]) του πωλούμενου στην Ένωση προϊόντος.

44      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «[ό]ταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας».

45      Από τις διατάξεις του τίτλου «β) Κατάλληλος παρονομαστής για την κατανομή του ποσού της επιδότησης», ο οποίος περιλαμβάνεται και αυτός στον τίτλο «[ΣΤ.] Περίοδος έρευνας για τον υπολογισμό της επιδότησης: Καταλογισμός ή κατανομή» των κατευθυντηρίων γραμμών, προκύπτει ότι, «[μ]όλις καθοριστεί το ποσό της επιδότησης που πρέπει να καταλογιστεί στην περίοδο έρευνας, το ποσό αυτό κατανέμεται σύμφωνα με παρονομαστή που συνίσταται στον όγκο των πωλήσεων ή των εξαγωγών του εκάστοτε προϊόντος ώστε να συναχθεί το ανά μονάδα ποσό».

46      Η αιτίαση των προσφευγουσών πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω.

47      Στην αιτιολογική σκέψη 369 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο απέρριψε την αιτίαση που είχε ήδη προβληθεί από τις προσφεύγουσες κατά την έρευνα τονίζοντας τα ακόλουθα:

«[Μ]ε εξαίρεση ένα από τα καθεστώτα επιδότησης που διαπιστώθηκε ότι είναι αντισταθμίσιμες, διαπιστώθηκε ότι κανένα άλλο καθεστώς δεν εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις και δεν χορηγήθηκε ανάλογα με τις παρασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Επομένως, το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον συνολικό κύκλο εργασιών από τις πωλήσεις των εταιρειών του ομίλου APP σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, που διατυπώνεται ως εξής: “Όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.” Επειδή αυτή η επιδότηση δεν συνδέεται με την παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή εξαγωγές, ο συνολικός κύκλος εργασιών από τις πωλήσεις της εταιρείας είναι ο πιο κατάλληλος παρονομαστής. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σχετικός κύκλος εργασιών προσδιορίστηκε με μια βάση που εξασφαλίζει ότι αντικατοπτρίζει όσο το δυνατόν περισσότερο την αξία των προϊόντων που πωλήθηκαν από την αποδέκτρια εταιρεία.»

48      Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού λύσεις, δηλαδή το επίπεδο των πωλήσεων του συγκεκριμένου προϊόντος, και δικαιολόγησε γιατί υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ήταν ενδεδειγμένη η κατανομή του ποσού της επιδοτήσεως με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών από τις πωλήσεις της επιχειρήσεως και όχι ως προς ένα και μόνο προϊόν.

49      Υποστηρίζοντας ότι δεν ενδείκνυτο η κατανομή της αξίας της επιδοτήσεως με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών από τις πωλήσεις των προσφευγουσών, οι τελευταίες υποστηρίζουν στην πραγματικότητα ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

50      Όσον αφορά την υποτιθέμενη υποχρέωση για υπολογισμό, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ενός ποσού επιδοτήσεως ανά μονάδα, επισημαίνεται, όπως ορθώς προέβαλε και το Συμβούλιο, ότι, πρώτον, καμία από τις επίδικες αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις δεν χορηγήθηκε ανά μονάδα. Δεύτερον, καμία από τις επιδοτήσεις αυτές δεν περιοριζόταν στο υπό εξέταση προϊόν. Τρίτον, από τις εξαγωγικές επιδόσεις εξαρτώνταν μία και μόνο από τις ως άνω επιδοτήσεις, η οποία αφορούσε την GHS, και συγκεκριμένα ένα βραβείο για τη διατήρηση της ανάπτυξης, με περιθώριο επιδοτήσεως 0,05 %.

51      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, εν προκειμένω δεν ενδείκνυτο ο υπολογισμός ανά μονάδα.

52      Όσον αφορά την επισήμανση των προσφευγουσών ότι ο συντελεστής του κατ’ αξίαν δασμού πρέπει να υπολογίζεται λαμβάνοντας ως παρονομαστή την αξία cif των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι οι επίδικες επιδοτήσεις χορηγήθηκαν στην εταιρία συνολικά και δεν αφορούσαν τις εξαγωγές προς την Ένωση, εν συνεχεία, ότι όλα τα προϊόντα τα οποία παρήγε η εταιρία ήταν επίσης επιδοτούμενα και, τέλος, ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι οι αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις εξαρτώνταν από τις εξαγωγές ή περιορίζονταν στο υπό εξέταση προϊόν.

53      Εξ αυτού συνάγεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η αξία cif των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος δεν θα αποτελούσε εν προκειμένω πρόσφορο παρονομαστή.

54      Όσον αφορά τη χρήση του κύκλου εργασιών ως παρονομαστή, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι δεν είναι πρόσφορος παρονομαστής, δεδομένου ότι η αξία του κύκλου εργασιών είναι καταρχήν χαμηλότερη από την αξία cif, καθόσον δεν περιλαμβάνει όλο το κόστος του ναύλου και της ασφάλειας που εμπεριέχεται στην τιμή cif. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι ο κύκλος εργασιών τους από τις εξαγωγικές πωλήσεις είναι ασήμαντος [απόρρητο] (1).

55      Στο από 16 Μαρτίου 2011 έγγραφό της, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν είχε χρησιμοποιήσει ως παρονομαστή τον κύκλο εργασιών των εξαγωγικών πωλήσεων των προσφευγουσών, ο οποίος αναγράφεται στις οικονομικές τους καταστάσεις, αλλά τον συνολικό κύκλο εργασιών των προσφευγουσών, περιλαμβανομένων των αναπροσαρμογών του κύκλου εργασιών από τις εξαγωγές, «έτσι ώστε ο κύκλος εργασιών να αντικατοπτρίζει τη συνολική αξία των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος [και όχι το κόστος της εργασίας υπεργολαβίας (φασόν)]».

56      Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

57      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι η μεθοδολογία την οποία ακολούθησε η Επιτροπή διόγκωσε τεχνητά το ποσοστό της επιδοτήσεως, δεδομένου ότι ο πραγματικός κύκλος εργασιών των προσφευγουσών, [απόρρητο] είναι χαμηλότερος από την αξία cif των εξαγόμενων προϊόντων. Κατά τις προσφεύγουσες, υφίσταται παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

58      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το ύψος του αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης, σε συμμόρφωση προς τον αποκαλούμενο κανόνα του «χαμηλότερου δασμού».

59      Οι προσφεύγουσες πρότειναν κατά την έρευνα τη δική τους μεθοδολογία. Στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης, επαναλαμβάνουν τη σχετική επιχειρηματολογία τους.

60      Στην αιτιολογική σκέψη 369 του προσβαλλόμενου κανονισμού επισημαίνεται ότι «η προτεινόμενη [από τις προσφεύγουσες] μεθοδολογία δεν θεωρείται αντιπροσωπευτική, επειδή [αναμειγνύει] κύκλο εργασιών και παραχθείσες μονάδες μόνο για το υπό εξέταση προϊόν, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι μονάδες των άλλων προϊόντων που παρήχθησαν».

61      Διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν απαντούν στα επιχειρήματα του Συμβουλίου. Πρώτον, επισημαίνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι προσφεύγουσες δεν απαντούν στο επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η μέθοδός τους αναμειγνύει τα δεδομένα για τον κύκλο εργασιών με τα δεδομένα για τις μονάδες. Δεύτερον, δεν αμφισβητούν ότι η μέθοδός τους αναμειγνύει τις πραγματικές τιμές πωλήσεως (πωλήσεις στην εσωτερική αγορά) με [απόρρητο] (εξαγωγικές πωλήσεις) κατά τον υπολογισμό του τμήματος του κύκλου εργασιών που αφορά το υπό εξέταση προϊόν. Τρίτον, δεν εξετάζουν το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η προτεινόμενη μέθοδος συνεπαγόταν, κατά το πέμπτο της στάδιο, κατανομή του τεχνητώς μειωμένου ποσού της επιδοτήσεως για τις εξαγωγικές πωλήσεις του οικείου προϊόντος [απόρρητο], αλλά με βάση την τιμή cif την οποία χρέωνε η ως άνω εταιρία για τις πωλήσεις προς την Ένωση. Τέταρτον, δεν απαντούν στο επιχείρημα ότι οι επιδοτήσεις έπρεπε να κατανεμηθούν επί του συνόλου των πωλήσεων και όχι μόνον, όπως ζητούν οι ίδιες, επί των πωλήσεων του οικείου προϊόντος, προκειμένου να γίνει δίκαιη κατανομή τους επί των πωλήσεών τους, δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις δεν περιορίζονταν στο εν λόγω προϊόν.

62      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν επαρκή στοιχεία ώστε να ανατρέψουν τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη ο προσβαλλόμενος κανονισμός όσον αφορά τον παρονομαστή. Μια τέτοια απόδειξη είναι όμως απαραίτητη προκειμένου να συναχθεί ότι ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως που να δικαιολογεί την ακύρωση μιας πράξεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2009, T‑68/05, Aker Warnow Werft και Kvaerner κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑355, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Εφόσον οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη κατά τον υπολογισμό της αντισταθμίσιμης επιδοτήσεως, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

64      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι οι υπό κρίση αιτιάσεις είναι αβάσιμες και ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο δ΄, του άρθρου 28 και του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού

65      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη.

66      Το πρώτο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο δ΄, και του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού καθόσον η Επιτροπή έλαβε την Ταϊβάν ως βάση αναφοράς προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον η απονομή από την Κίνα δικαιωμάτων χρήσεως της γης προσπόρισε κάποιο όφελος στις προσφεύγουσες.

67      Το δεύτερο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού καθόσον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όφειλαν να συναγάγουν ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η απόκτηση από τις προσφεύγουσες δικαιωμάτων χρήσεως της γης είχε ατομικό χαρακτήρα.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τη χρήση της Ταϊβάν ως ενδεδειγμένης βάσεως αναφοράς

68      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 260 έως 262 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούτο να χρησιμοποιήσει μια εξωτερική βάση αναφοράς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, στοιχείο δ΄, περίπτωση ii, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι στην Κίνα δεν λειτουργούσε η κτηματαγορά και δεν υπήρχαν άλλα διαθέσιμα σημεία αναφοράς ιδιωτικού χαρακτήρα βάσει των οποίων θα μπορούσε να καθορίσει τις κανονικές συνθήκες οι οποίες επικρατούν στην αγορά των επίμαχων δικαιωμάτων χρήσεως της γης.

69      Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι προσφεύγουσες δεν αντιτίθενται ούτε στην προκειμένη περίπτωση στη χρήση από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μιας εξωτερικής βάσεως αναφοράς προκειμένου να κριθεί αν η απονομή δικαιωμάτων χρήσεως της γης προσπόριζε όφελος στις προσφεύγουσες. Στις παρατηρήσεις τους επί του εγγράφου τελικής ενημερώσεως της Επιτροπής της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (στο εξής: έγγραφο τελικής ενημερώσεως), η Κινεζική Κυβέρνηση και οι προσφεύγουσες εξακολουθούσαν να θεωρούν ότι στην Κίνα υπήρχε κτηματαγορά και ότι οι κινεζικές τιμές ακινήτων στη νέα περιοχή του Zhenjiang και στο Suzhou (Κίνα) αποτελούσαν ενδεδειγμένη βάση αναφοράς.

70      Το ζήτημα που τίθεται είναι αν η Επιτροπή, με το να δεχθεί ως βάση αναφοράς την Ταϊβάν, προέβη σε προδήλως εσφαλμένη επιλογή.

71      Υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑427, σκέψη 72· της 29ης Ιανουαρίου 1998, T‑97/95, Sinochem κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑85, σκέψη 51, και της 17ης Ιουλίου 1998, T‑118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2991, σκέψη 32).

72      Η επιλογή της χώρας αναφοράς εντάσσεται στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που έχουν τα θεσμικά όργανα κατά την ανάλυση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

73      Η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν εκφεύγει όμως του δικαστικού ελέγχου. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, εξακριβώνει αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, αν συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809, σκέψη 19· βλ. απόφαση Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Όσον αφορά ειδικότερα την επιλογή της χώρας αναφοράς, πρέπει να εξακριβωθεί μήπως τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ουσιώδη στοιχεία προκειμένου να βεβαιωθούν για την καταλληλότητα της επιλεγείσας χώρας και κατά πόσον τα στοιχεία του φακέλου εξετάστηκαν με την απαιτούμενη επιμέλεια.

75      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι τα θεσμικά όργανα δεν χρησιμοποίησαν τη βέλτιστη βάση αναφοράς την οποία διέθεταν, δηλαδή την τιμή των οικοπέδων στην Ινδική ομόσπονδη πολιτεία της Μαχαράστρα (Ινδία), αλλά την τιμή αποκτήσεως της πλήρους κυριότητας οικοπέδου στην Ταϊβάν (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 356 και 357 του προσβαλλόμενου κανονισμού), που δεν αποτελεί πρόσφορη βάση για τις τιμές δικαιωμάτων χρήσεως της γης στην επαρχία Jiangsu κατά την περίοδο 1995-2000, κατά τη διάρκεια της οποίας το ΑΕΠ στην επαρχία Jiangsu ισούνταν με εκείνο της Υποσαχάριας Αφρικής, ενώ η Ταϊβάν αποτελούσε ανοικτή οικονομία.

76      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το γεγονός ότι η Ταϊβάν αποτελεί ανοικτή οικονομία της αγοράς δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή στο μέτρο που αφενός η Επιτροπή οφείλει να επιλέξει μια βάση αναφοράς η οποία να αντανακλά τις κανονικές συνθήκες της αγοράς και αφετέρου, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 356 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «είναι κανονικό για μια χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς να έχει χαμηλότερο ΑΕ[Π] απ’ ό,τι μια λειτουργική οικονομία της αγοράς».

77      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν διασφάλισε τη συγκρισιμότητα μεταξύ της επαρχίας Jiangsu και της Ταϊβάν, την οποία επέλεξε ως βάση αναφοράς, καθόσον, στηριζόμενη στην νυν ισχύουσα κατάσταση, εκτίμησε ότι η Ταϊβάν και η επαρχία Jiangsu ήταν παρόμοιες, ενώ η ομόσπονδη πολιτεία της Μαχαράστρα ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη. Υποστηρίζουν συναφώς ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι πρόσφορη βάση αναφοράς για το τίμημα το οποίο όφειλαν να καταβάλουν οι προσφεύγουσες για τα δικαιώματά τους χρήσεως της γης έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρονικό σημείο της απονομής των δικαιωμάτων αυτών και όχι τις νυν ισχύουσες συνθήκες της αγοράς, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υποδομές και την πυκνότητα του αστικού πληθυσμού. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ της 18ης Μαΐου 2011 στην υπόθεση «Ευρωπαϊκές Κοινότητες και ορισμένα κράτη μέλη – Μέτρα που επηρεάζουν το εμπόριο των μεγάλων αεροσκαφών πολιτικής αεροπορίας» (WT/DS316/AB/R) (στο εξής: υπόθεση ΕΚ-Airbus).

78      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτίμησαν τα δύο κριτήρια επί των οποίων στηρίχθηκαν οι προσφεύγουσες για να προτείνουν να ληφθεί ως εξωτερική βάση αναφοράς η ομόσπονδη πολιτεία της Μαχαράστρα, δηλαδή την πυκνότητα του πληθυσμού και το ΑΕΠ, αλλά από τα κριτήρια αυτά συναγόταν ότι η ομόσπονδη πολιτεία της Μαχαράστρα δεν ήταν συγκρίσιμη προς την επαρχία Jiangsu.

79      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι, καθόσον η Επιτροπή χρησιμοποίησε την Ταϊβάν ως εξωτερική βάση αναφοράς, είναι αβάσιμα τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες σχετικά με το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της κατά την έρευνα τις συνθήκες που ίσχυαν στην αγορά κατά το χρονικό σημείο της χορηγήσεως της επιδοτήσεως. Υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να βασισθεί αποκλειστικώς στα οικονομικά δεδομένα, εν συνεχεία, ότι το ΑΕΠ και η πυκνότητα του πληθυσμού δεν μπορούν να είναι οι μόνοι αποφασιστικοί παράγοντες και, τέλος, ότι ελήφθησαν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως η απόσταση και η απουσία κοινών χαρακτηριστικών μεταξύ Ινδίας και Κίνας.

80      Οι κρίσιμες αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού σχετικά με την Ταϊβάν έχουν ως εξής:

«(356) […] Η Επιτροπή θεωρεί την Ταϊβάν […] ως κατάλληλο εξωτερικό σημείο αναφοράς με βάση το σύνολο των πληροφοριών του φακέλου, δηλαδή i) το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης και την οικονομική δομή στην Ταϊβάν και στις σχετικές κινεζικές επαρχίες στις οποίες είναι εγκατεστημένοι οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς, ii) [η] γειτνίαση αυτών των δύο κινεζικών επαρχιών με την Ταϊβάν, iii) [η] σημαντική υποδομή που διαθέτουν τόσο η Ταϊβάν όσο και οι δύο κινεζικές επαρχίες, iv) οι στενές οικονομικές και οι διασυνοριακές εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Ταϊβάν και της [Κίνας], v) η παρόμοια πληθυσμιακή πυκνότητα στις σχετικές κινεζικές επαρχίες και στην Ταϊβάν, vi) οι ομοιότητες μεταξύ του είδους της γης και των συναλλαγών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σχετικών σημείων αναφοράς στην Ταϊβάν σε σχέση με τη [Κίνα] και vii) τα [κοινά] δημογραφικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά στην Ταϊβάν και στην [Κίνα]. Επιπλέον, οι επαρχίες Jiangsu και Shandong θεωρούνται ότι είναι οι σημαντικότερες στην [Κίνα] στη βιομηχανική παραγωγή […]. Παρόλο που το κατά κεφαλήν [ΑΕΠ] στην Ταϊβάν και στις δύο κινεζικές επαρχίες δεν είναι ίδιο, το [ΑΕΠ] αυτών των κινεζικών επαρχιών αυξήθηκε ταχύτατα τα τελευταία χρόνια και προσεγγίζ[ει] εκείνο της Ταϊβάν.

Επιπλέον, από πρόσφατα στοιχεία προκύπτει ότι τόσο η [Κίνα] όσο και η Ταϊβάν έχουν παρόμοια ποσοστά αύξησης του πραγματικού [ΑΕΠ] […]. Εντούτοις, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ακριβής σύγκριση μεταξύ του [ΑΕΠ] μιας χώρας χωρίς οικονομία της αγοράς ([Κίνα]) και του [ΑΕΠ] μιας χώρας με οικονομία της αγοράς (Ταϊβάν) δεν είναι στοιχείο αποφασιστικής σημασίας, επειδή είναι κανονικό για μια χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς να έχει χαμηλότερο [ΑΕΠ] απ’ ό,τι μια λειτουργική οικονομία της αγοράς. Επιπλέον, πολλοί άλλοι παράγοντες, π.χ. οι κανόνες προγραμματισμού [ή] η περιβαλλοντική πολιτική, μπορούν να επηρεάσουν την προσφορά και τη ζήτηση γης για βιομηχανική χρήση. Το πραγματικό ζήτημα είναι ποιες θα είναι οι “συνθήκες που θα επικρατούν στην αγορά” όσον αφορά τα δικαιώματα χρήσης γης στη [Κίνα] αν ήταν μια λειτουργική οικονομία της αγοράς και με βάση όλα τα αποδεικτικά στοιχεία θα ήταν πολύ παρόμοιες με εκείνες της Ταϊβάν.

(357) Βάσει του συνόλου των ανωτέρω πληροφοριών, θεωρείται ότι το σημείο αναφοράς που επιλέχθηκε συμφωνεί με τις απαιτήσεις του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ στην υπόθεση “US – Softwood Lumber IV (σημείο.103)”, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “τα σημεία αναφοράς που επιλέχθηκαν πρέπει, ωστόσο, να αφορούν, να αναφέρονται, ή να συνδέονται, με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά αυτής της χώρας, και πρέπει να αντικατοπτρίζουν την τιμή, την ποιότητα, τη διαθεσιμότητα, την εμπορικότητα, τη μεταφορά και άλλες συνθήκες αγοράς ή πώλησης, όπως απαιτείται από το άρθρο 14 στοιχείο δ)”. Πράγματι, το σύνολο των συνθηκών στην Ταϊβάν [είναι συναφές] με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά στις δύο κινεζικές επαρχίες. Υπάρχει διαθέσιμη γη σε ζώνες όπου η πυκνότητα δόμησης είναι παρόμοια, η γειτνίαση των περιοχών εξασφαλίζει ότι η ποιότητα της γης είναι παρόμοια ενώ το γεγονός ότι τόσο η Ταϊβάν όσο και οι δύο κινεζικές επαρχίες έχουν την ίδια γλώσσα και κουλτούρα, έχουν οικονομίες εξαγωγικού προσανατολισμού και σημαντικούς τομείς μεταποίησης επιβεβαιώνει ότι η τιμή, η εμπορικότητα και άλλες συνθήκες αγοράς και πώλησης γης συνδέονται στενά.»

81      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε τη λυσιτέλεια ούτε την ορθότητα των πρόσθετων παραγόντων τους οποίους έλαβαν υπόψη τα θεσμικά όργανα, στην αιτιολογική σκέψη 356 του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκειμένου να κρίνουν ότι η Ταϊβάν αποτελούσε την ενδεδειγμένη βάση αναφοράς.

82      Η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού η οποία αφορά την Ινδία έχει ως εξής:

«(361) Όπως περιγράφηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 359 ανωτέρω, δεν υπάρχει λειτουργική αγορά γης στην Κίνα. Επομένως, δεν είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν οι σημερινές τιμές των δικαιωμάτων χρήσης γης στην Κίνα ως σημείο αναφοράς. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς στήριξαν τον ισχυρισμό τους σύμφωνα με τον οποίο οι τιμές γης στην πολιτεία Maharashtra μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σημείο αναφοράς [σ]τη σύγκριση της ινδικής πολιτείας Maharashtra όσον αφορά το κατά κεφαλήν [ΑΕΠ] και την πυκνότητα πληθυσμού τη στιγμή της αγοράς των δικαιωμάτων χρήσης γης. Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή πιστεύει ότι το κατά κεφαλήν [ΑΕΠ] και η πυκνότητα πληθυσμού δεν μπορεί να είναι οι μόνοι σημαντικοί παράγοντες κατά την επιλογή μιας χώρας/περιοχής για τους σκοπούς της εφαρμογής του εξωτερικού σημείου αναφοράς. Σε κάθε περίπτωση, η προτεινόμενη μεθοδολογία από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-ε[ξ]αγωγείς δεν συμφωνεί με τους ισχυρισμούς τους. Κατά την ΠΕ [περίοδο έρευνας], η [Βομβάη], η πρωτεύουσα της πολιτείας Maharashtra που είναι η πιο ανεπτυγμένη περιοχή της πολιτείας, είχε κατά κεφαλήν εισόδημα 2,675 USD (128 000 INR), ποσό που είναι χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο στην Κίνα (3,529 USD) […], και ακόμη περισσότερο από το κατά κεφαλήν [ΑΕΠ] στις πολύ ανεπτυγμένες [επαρχίες] Shandong και Jiangsu (5,255 USD και 6,550 USD αντίστοιχα). Όσον αφορά την πυκνότητα πληθυσμού, δεν αποτελεί από μόνη της σημαντικό παράγοντα, αλλά πρέπει να αναφερθεί [πληροφοριακά] ότι η πυκνότητα πληθυσμού είναι 314/km2 στην [ομόσπονδη πολιτεία της] Maharashtra, 736/ km2 στην [επαρχία] Jiangsu και 600/km2 στην [επαρχία] Shandong, δηλαδή δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Επίσης, άλλοι παράγοντες, όπως η έλλειψη γειτνίασης και κοινών χαρακτηριστικών μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το σημείο αναφοράς [της ομόσπονδης πολιτείας της] Maharashtra δεν έχει σχέση ή δεν αναφέρεται, και δεν συνδέεται, με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά στην Κίνα. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 357, η Επιτροπή εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι τιμές γης στην Ταϊβάν είναι πολύ καταλληλότερα εξωτερικά σημεία αναφοράς.»

83      Από την προπαρατεθείσα αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν διεξοδικά την πρόταση που υποβλήθηκε εναλλακτικώς προς την επιλογή της Ταϊβάν ως χώρας αναφοράς. Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν το ΑΕΠ και την πυκνότητα του πληθυσμού στην Ινδία, όπως είχαν προτείνει οι προσφεύγουσες. Επιπλέον, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέθεσαν κατά τρόπο πειστικό τους λόγους για τους οποίους δεν είχαν επιλέξει την Ινδία ως χώρα αναφοράς.

84      Συναφώς, υπενθυμίζεται πάντως ότι οι προσφεύγουσες όντως διευκρίνισαν ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει το επιχείρημά τους ότι μια πρόσφορη βάση αναφοράς για το τίμημα το οποίο όφειλαν να καταβάλουν οι προσφεύγουσες για τα δικαιώματά τους χρήσεως της γης έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρονικό σημείο της απονομής των δικαιωμάτων αυτών και όχι τις νυν ισχύουσες συνθήκες της αγοράς. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ στην υπόθεση ΕΚ-Airbus.

85      Πρώτον, το επιχείρημα των προσφευγουσών περί εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση της λύσεως που επελέγη στην υπόθεση ΕΚ-Airbus δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Επισημαίνεται, όπως ορθώς προέβαλε και το Συμβούλιο, ότι η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε την επιλογή της κατάλληλης εξωτερικής βάσεως αναφοράς ώστε να προσδιορισθεί το ύψος του προσποριζόμενου οφέλους.

86      Δεύτερον, παρατηρείται ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το επιχείρημά τους τις εμπόδισε να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους και έθιξε τα δικαιώματά τους άμυνας.

87      Τρίτον, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις συνθήκες της αγοράς στη χώρα αναφοράς κατά το χρονικό σημείο της απονομής των δικαιωμάτων χρήσεως της γης, εν προκειμένω κατά το χρονικό διάστημα από το 1995 έως το 2000, και όχι τις παρούσες, ισχύουσες κατά το χρονικό σημείο της έρευνας, συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

88      Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης της φράσεως «συνθήκες που επικρατούν» που περιέχεται στο άρθρο 6, στοιχείο δ΄, του βασικού κανονισμού.

89      Το άρθρο 6, στοιχείο δ΄, του βασικού κανονισμού έχει ως εξής:

«[…] Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η παροχή ή η αγορά όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, το κατά πόσον είναι διαθέσιμο το συγκεκριμένο αγαθό ή η υπηρεσία, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).

Αν δεν επικρατούν τέτοιοι όροι και συνθήκες για το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία στη χώρα παροχής ή αγοράς, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατάλληλα σημεία αναφοράς, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

[…]

ii)       ενδεχομένως, χρησιμοποιούνται οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά άλλης χώρας ή στην παγκόσμια αγορά και οι οποίες είναι διαθέσιμες στον αποδέκτη.»

90      Από το γράμμα του άρθρου αυτού δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούτο να λάβει υπόψη τις συνθήκες της αγοράς στη χώρα αναφοράς κατά το χρονικό σημείο της απονομής των δικαιωμάτων χρήσεως της γης και όχι τις νυν ισχύουσες συνθήκες.

91      Κατά συνέπεια, από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο δ΄, του βασικού κανονισμού πρέπει να απορριφθεί.

92      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Άρνηση συνεργασίας», διαπιστώνεται ότι αναμφισβήτητα η αιτίαση αυτή δεν αποδεικνύεται. Στο σημείο 45 του δικογράφου της προσφυγής, οι προσφεύγουσες απλώς υποστηρίζουν ότι «επιλέγοντας την Ταϊβάν στην έρευνα ως τη βέλτιστη υφιστάμενη βάση αναφοράς, η Επιτροπή δεν εξασφάλισε ότι υπήρχε δυνατότητα συγκρίσεως […] παραβιάζοντας [έτσι] το άρθρο 28 (χρήση των καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων)».

93      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Για τον λόγο αυτόν, το ως άνω δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68· της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψη 333, και της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑224/10, Association belge des consommateurs test-achats κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7177, σκέψη 71). Εφόσον οι προσφεύγουσες ουδόλως αποσαφήνισαν την αιτίασή τους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού, η αιτίαση αυτή πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη.

94      Επαλλήλως, σημειώνεται ότι το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα στοιχεία, χωρίς όμως να τα υποχρεώνει να χρησιμοποιούν τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία.

95      Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν τον ατομικό χαρακτήρα

96      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι ουδόλως υφίστανται στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η εκ μέρους τους απόκτηση δικαιωμάτων χρήσεως της γης είχε ατομικό χαρακτήρα, οπότε τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως και παρέβησαν το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού αντλώντας άλλο συμπέρασμα.

97      Οι αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού σχετικά με τον ατομικό χαρακτήρα της επιδοτήσεως που αφορά δικαιώματα χρήσεως της γης έχουν ως εξής:

«(252) Ζητήθηκε από την [Κινεζική Κυβέρνηση] να διαβιβάσει πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χορήγηση της επιδότησης και για τη χρήση της επιδότησης, προκειμένου να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό η πρόσβαση στις επιδοτήσεις περιορίζεται σε ορισμένες επιχειρήσεις και αν έχει ατομικό χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού. Η [Κινεζική Κυβέρνηση] δεν έδωσε αυτές τις πληροφορίες. Η Επιτροπή, για να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι κάθε προσδιορισμός του ατομικού χαρακτήρα “πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια” βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων, έπρεπε να βασίσει τα πορίσματά της στα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού. Σημειώνεται ότι στο άρθρο 28 παράγραφος 6 αναφέρεται ότι “[ό]ταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνο εν μέρει, και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα κατάσταση για το συγκεκριμένο μέρος ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή απ’ ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργαστεί”. Τα σχετικά πραγματικά περιστατικά περιλάμβαναν τα ακόλουθα:

(253) Τα αποδεικτικά στοιχεία του ατομικού χαρακτήρα που υπέβαλε ο καταγγέλλων.

(254) Τα πορίσματα (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 77 και 78) σύμφωνα με τα οποία οι επιδοτήσεις ατομικού χαρακτήρα χορηγούνται στον κλάδο της χαρτοποιίας μέσω ειδικού τομεακού προγράμματος, δηλαδή του προγράμματος στον κλάδο της χαρτοποιίας. Συναφώς, σημειώνεται ότι τα άρθρα 7 έως 11 του προαναφερόμενου προγράμματος προβλέπουν ειδικούς κανόνες για τη χωροταξική διευθέτηση των χώρων παραγωγής και ορίζουν τα είδη βιομηχανιών χαρτοποιίας που εγκαθίστανται σε διάφορες περιοχές της χώρας.

(255) Το αποδεικτικό στοιχείο (βλ. αιτιολογική σκέψη 76) σύμφωνα με το οποίο ο κλάδος της χαρτοποιίας είναι “κλάδος που προωθείται” (απόφαση αριθ. 40).

(256) Τα πορίσματα (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 26[0] έως 26[2]) σύμφωνα με τα οποία δεν λειτουργεί αγορά γης στην Κίνα.

(257) Τα ευρήματα από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς, όπως επιβεβαιώθηκαν κατά την παράλληλη έρευνα αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με τα οποία η γη τούς είχε χορηγηθεί για τα σχέδια χαρτοποιίας […]

(258) Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και της μη συνεργασίας από την [Κινεζική Κυβέρνηση], τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι επιδοτήσεις που χορηγούνται στις εταιρείες του κλάδου χαρτοποιίας δεν είναι γενικά διαθέσιμες και έχουν συνεπώς ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Λόγω της μη συνεργασίας της [Κινεζικής Κυβερνήσεως], δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει ότι η επιλεξιμότητα για την επιδότηση βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και προϋποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού.

(259) Επομένως, η επιδότηση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί αντισταθμίσιμη.»

98      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα συμπεράσματα που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 252 έως 259 του προσβαλλόμενου κανονισμού, βάσει των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έκριναν ότι τα απονεμηθέντα από την Κινεζική Κυβέρνηση δικαιώματα χρήσεως της γης είχαν ατομικό χαρακτήρα.

99      Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν απλώς ότι τα δικαιώματα χρήσεως της γης «είναι διαθέσιμα [ως προς] όλες τις εταιρίες στην Κίνα, άνευ διακρίσεως […] διότι η πώληση [των δικαιωμάτων αυτών] δεν αποβλέπει, από νομοθετικής ή πρακτικής απόψεως, στο να προσπορίσει όφελος σε μια επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή σε κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής» και διότι «[πωλούνται] πάντοτε στον πλειοδότη ή, στην περίπτωση που δεν υπάρχει επαρκής αριθμός προσφερόντων ή οι προσφορές είναι υπερβολικά χαμηλές, δεν γίνεται πώληση».

100    Οι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

101    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισαν στην Επιτροπή κατά την έρευνα προκύπτει ότι «στην Κίνα υφίσταται ένα ενιαίο σύστημα που διέπει την αγοραπωλησία δικαιωμάτων χρήσεως της γης και καλύπτει ολόκληρη την κινεζική επικράτεια, όλες δε οι πωλήσεις διενεργούνται με μη εισάγουσες διακρίσεις διαδικασίες διαγωνισμών, δημοπρασιών ή εγγραφής σε καταλόγους».

102    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι προσκόμισαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για την αγοραπωλησία των δικαιωμάτων χρήσεως της γης στην Κίνα, δηλαδή τους μηχανισμούς που διέπουν τα δικαιώματα χρήσεως της γης και τους κανόνες για τον καθορισμό της ισχύουσας κατά τις πωλήσεις αξίας.

103    Τα επιχειρήματα αυτά, εφόσον οι προσφεύγουσες αρκούνται να υπερασπίζονται τις θέσεις τους μέσω παραπομπής σε παραρτήματα, πρέπει να κριθούν ως απαράδεκτα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, το σώμα του δικογράφου μπορεί μεν να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, ως προς ορισμένα σημεία, με παραπομπή σε αποσπάσματα εγγράφων που επισυνάπτονται, αλλά γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49).

104    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εξέταση από το Συμβούλιο του ζητήματος του ατομικού χαρακτήρα της επιδοτήσεως δεν πληροί τις ισχύουσες προδιαγραφές ελέγχου και αιτιολογήσεως εφόσον η Επιτροπή θεμελίωσε την εκτίμησή της στο ότι η Κινεζική Κυβέρνηση δεν παρέσχε πληροφορίες ως προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας για την επιδότηση και ως προς τη χρήση της (βλ. αιτιολογική σκέψη 252 του προσβαλλόμενου κανονισμού), χωρίς να προσδιορίζει όμως το είδος των πληροφοριών τις οποίες δεν παρέσχε η ως άνω κυβέρνηση.

105    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι η αιτιολογική σκέψη 248 του προσβαλλόμενου κανονισμού, που επαναλαμβάνει το σημείο 226 του εγγράφου τελικής ενημερώσεως, προέβαινε σε περιγραφή των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία η Επιτροπή είχε ματαίως ζητήσει από την Κίνα.

106    Ειδικότερα, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

«Στην καταγγελία προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η [Κινεζική Κυβέρνηση] είχε δώσει δικαιώματα χρήσης γης στους συνεργαζόμενους εξαγωγείς έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού. Απαντώντας σε αυτό, η [Κινεζική Κυβέρνηση] προσκόμισε τον νόμο περί διοικήσεως γης και τις διατάξεις για τη χορήγηση δικαιώματος χρήσης [κρατικής γης για ανέγερση κτιρίων] μέσω διαγωνισμού, δημοπράτησης και υποβολής προσφορών, αριθ. 39, της 28ης Σεπτεμβρίου 2007. Η [Κινεζική Κυβέρνηση] αρνήθηκε να παράσχει δεδομένα όσον αφορά τις πραγματικές τιμές δικαιωμάτων χρήσης γης, τα ελάχιστα όρια αναφοράς για τις τιμές γης που ισχυρίζ[ε]ται ότι υπάρχουν, τον τρόπο αξιολόγησης των ελαχίστων ορίων για τις τιμές γης καθώς και τη μεθοδολογία που ακολουθείται κατά τις απαλλοτριώσεις στις οποίες προβαίνει το κράτος έναντι πρώην χρηστών.»

107    Η αιτιολογική σκέψη 252 του προσβαλλόμενου κανονισμού επέχει θέση συμπεράσματος έναντι των διατάξεων του προσβαλλόμενου κανονισμού που φέρουν τον τίτλο «Απονομή δικαιωμάτων χρήσεως της γης», οπότε δεν χρειάζεται να περιέχει περιγραφή των τύπων πληροφοριών τις οποίες δεν παρέσχε η Κινεζική Κυβέρνηση.

108    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από την έρευνα δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθεί ότι η κατάσταση στη νέα περιοχή Zhenjiang και στο βιομηχανικό πάρκο Suzhou ήταν διαφορετική από την κατάσταση που ίσχυε εκτός των ζωνών αυτών σε ό,τι αφορά την απονομή και το κόστος δικαιωμάτων χρήσεως της γης.

109    Επισημαίνεται, συναφώς, όπως ορθώς προέβαλε και το Συμβούλιο, ότι οι παρατηρήσεις σχετικά με την ιδιαιτερότητα των εν λόγω περιοχών είναι άνευ σημασίας δεδομένου ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν έκριναν ότι η απονομή δικαιωμάτων χρήσεως της γης αφορούσε ειδικώς τις περιοχές αυτές.

110    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

111    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού

112    Στην αιτιολογική σκέψη 125 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

«Το καθεστώς [απαλλαγής των μερισμάτων μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων στη χώρα] αφορά επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Κίνα οι οποίες είναι μέτοχοι άλλων επιχειρήσεων εγκατεστημένων στην Κίνα. Οι πρώτες δικαιούνται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος από ορισμένα μερίσματα που καταβάλλονται από τις δεύτερες.»

113    Στην αιτιολογική σκέψη 127 του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπεται ότι «[α]υτό το καθεστώς παρέχει όφελος σε όλες τις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στην Κίνα και οι οποίες είναι μέτοχοι άλλων εταιρειών εγκατεστημένων στην Κίνα».

114    Η αιτιολογική σκέψη 129 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Στη φορολογική δήλωση εισοδήματος των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων υπάρχει ένα ποσό που απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος. Αυτό το ποσό αναφέρεται ως “μερίσματα, πρόσθετα μερίσματα και άλλα έσοδα από επενδύσεις [στο εταιρικό κεφάλαιο επιλέξιμων] επιχειρήσεων εγκατεστημένων στην Κίνα” σύμφωνα με τους όρους του προσαρτήματος 5 της φορολογικής δήλωσης εισοδήματος (ετήσια δήλωση φορολογικών ελαφρύνσεων). Οι [οικείες] εταιρείες δεν κατέβαλαν φόρο εισοδήματος για αυτά τα ποσά.»

115    Το Συμβούλιο έκρινε, πρώτον, ότι το καθεστώς αυτό είχε ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, «δεδομένου ότι η ίδια η νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία ενεργεί η χορηγούσα αρχή, περιόρισε την πρόσβαση στο εν λόγω καθεστώς μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Κίνα, οι οποίες έχουν έσοδα από μερίσματα από άλλες επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Κίνα, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις που επενδύουν σε ξένες επιχειρήσεις» (βλ. αιτιολογική σκέψη 132 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

116    Δεύτερον, στην αιτιολογική σκέψη 133 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο έκρινε τα εξής:

«[Ε]πειδή όλα τα ανωτέρω φορολογικά καθεστώτα σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 του νόμου της [Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας] για τον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων προορίζονται αποκλειστικά για σημαντικούς κλάδους παραγωγής και έργα που υποστηρίζονται ή προωθούνται από το κράτος όπως αναφέρεται στο άρθρο 25, το καθεστώς αυτό έχει επίσης ατομικό χαρακτήρα επειδή προορίζεται μόνο για ορισμένες επιχειρήσεις και κλάδους παραγωγής που ανήκουν στην κατηγορία “κλάδος παραγωγής που προωθείται”, όπως ο κλάδος επιχρισμένου χαρτιού. Πράγματι, όπως αντιλαμβάνεται η Επιτροπή, το Κρατικό Συμβούλιο στην απόφασή του αριθ. 40 (άρθρο 14) και στις κατευθυντήριες γραμμές για τη βιομηχανική αναδιάρθρωση παρέχει τις αρχές και την ταξινόμηση για να καθοριστεί ότι μια επιχείρηση πρέπει να προωθηθεί. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για τον περιορισμό της επιλεξιμότητας ούτε αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η επιλεξιμότητα είναι αυτόματη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Πράγματι, παρόλο που κατά την επίσκεψη στους παραγωγούς-εξαγωγείς συγκεντρώθηκαν ορισμένοι διοικητικοί κανόνες, η έλλειψη συνεργασίας από τις αρχές της [Κινεζικής Κυβερνήσεως] δεν επέτρεψε να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αυτά τα αντικειμενικά κριτήρια.»

117    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το επίμαχο κινεζικό φορολογικό καθεστώς είχε ατομικό χαρακτήρα καθόσον η αρμόδια αρχή περιόρισε την πρόσβαση στο καθεστώς αυτό στις εγκατεστημένες στην Κίνα επιχειρήσεις που εισέπρατταν μερίσματα από άλλες εγκατεστημένες στην Κίνα επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις οι οποίες επένδυαν σε αλλοδαπές επιχειρήσεις.

118    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι «μια επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζει ρητώς ότι η επιδότηση μπορεί να χορηγείται μόνο σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις».

119    Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το φορολογικό καθεστώς επιτρέπει να αποφεύγεται η διπλή φορολόγηση στην Κίνα καθόσον τα μερίσματα τα οποία εισπράττει μια εγκατεστημένη στην Κίνα εταιρία εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα σε περίπτωση που καταβάλλονται από εγκατεστημένη στην Κίνα εταιρία η οποία επίσης υπόκειται στη φορολογική δικαιοδοσία της Κίνας. Αν όμως τα μερίσματα προέρχονται από επενδύσεις στην αλλοδαπή οι οποίες δεν εμπίπτουν στη φορολογική δικαιοδοσία της Κίνας, τα μερίσματα αυτά δεν μπορούν να εκπέσουν από το φορολογητέο εισόδημα.

120    Ενημερωτικώς, υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 338 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι, «[ό]σον αφορά τον ισχυρισμό ότι αυτό το [φορολογικό κίνητρο που συνεπάγεται κρατικά διαφυγόντα έσοδα] αποσκοπεί στην αποφυγή διπλής φορολόγησης, σημειώνεται ότι παρόλο που η συμφωνία ΕΑΜ [συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα] αναγνωρίζει ότι δεν περιορίζεται η δυνατότητα για τα μέλη του ΠΟΕ να λαμβάνουν μέτρα για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης (βλέπε συμφωνία ΕΑΜ, παράρτημα I, υποσημείωση 59), αυτή η διάταξη [συνιστά “ένσταση” (affirmative defence)] και δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για την επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι, για παράδειγμα, είναι διαφορετική η μεταχείριση των μερισμάτων από τις εγκατεστημένες στη χώρα και τις μη εγκατεστημένες στη χώρα επιχειρήσεις, λόγω των νομικών υποχρεώσεων που ανέλαβε η [Κίνα] στο πλαίσιο σχετικών διμερών συμφωνιών σχετικά με τη διπλή φορολόγηση με τρίτες χώρες».

121    Εν προκειμένω, επισημαίνεται, όπως ορθώς προέβαλε και το Συμβούλιο, ότι οι προσφεύγουσες δεν υποβάλλουν, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, κάποια γραπτή απόδειξη ή σχόλιο που να επιβεβαιώνει ότι, όπως υποστηρίζουν, «το [επίμαχο] φορολογικό καθεστώς έχει ως σκοπό να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση στην Κίνα».

122    Τα όσα υποστηρίζουν συναφώς πρέπει επομένως να κριθούν ως απαράδεκτα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

123    Επαλλήλως επισημαίνεται ότι το άρθρο 26 του κινεζικού νόμου για τον φόρο επί των κερδών (στο εξής: νόμος για τον φόρο επί των κερδών) υπάγεται στο κεφάλαιο 4 του εν λόγω νόμου, που αφορά τα προτιμησιακά φορολογικά καθεστώτα. Αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το επίμαχο φορολογικό καθεστώς αποσκοπεί όντως «στην αποφυγή διπλής φορολόγησης», είναι πάντως αξιοπερίεργο το ότι το άρθρο 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών δεν περιλαμβάνεται σε κάποιο άλλο κεφάλαιο του εν λόγω νόμου.

124    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι το Συμβούλιο δεν παρέσχε διευκρινίσεις ως προς τον λόγο για τον οποίο διαπίστωσε ότι το σύνολο των καθεστώτων του κεφαλαίου 4 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών προορίζονταν αποκλειστικώς για τους κλάδους για τους οποίους παρεχόταν κίνητρα. Προσθέτουν ότι το άρθρο 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών δεν αποκλείει κανένα κλάδο παραγωγής από την εν λόγω απαλλαγή και ότι το άρθρο 25 του εν λόγω νόμου δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

125    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προβάλλει ότι οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν, στο δικόγραφο της προσφυγής τους, για ποιον λόγο το άρθρο 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 25 του ίδιου νόμου, αλλά αρκούνται να παραπέμψουν στις εξηγήσεις τις οποίες παρέσχαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας.

126    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες θεωρούν, στο υπόμνημά τους απαντήσεως, ότι τα θεσμικά όργανα προέβησαν σε εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 25 και 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών. Το γεγονός ότι τα δύο αυτά άρθρα περιλαμβάνονται αμφότερα στο ίδιο κεφάλαιο, δηλαδή στο κεφάλαιο 4, που φέρει τον τίτλο «Προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση», δεν σημαίνει, κατά τις προσφεύγουσες, ότι τα όρια που ισχύουν για το προτιμησιακό καθεστώς του φόρου εισοδήματος δυνάμει του άρθρου 25 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών ισχύουν επίσης και για την κατά το άρθρο 26 του εν λόγω νόμου απαλλαγή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρίνισαν ότι το άρθρο 25 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών δεν αποτελεί κομβικό άρθρο το οποίο να διαπνέει ολόκληρο το προαναφερθέν κεφάλαιο 4 και ότι τα άρθρα 25 και 26 του ως άνω νόμου πρέπει κατά συνέπεια να ερμηνεύονται το καθένα χωριστά. Κατά τις προσφεύγουσες και σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, τούτο δεν συνιστά νέο επιχείρημα, αλλά τη διεύρυνση ενός ήδη προβληθέντος επιχειρήματος.

127    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες αρκούνται να παραπέμψουν στις εξηγήσεις τις οποίες παρέσχαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας και δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους.

128    Στο υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι, στην αιτιολογική σκέψη 133, ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβαίνει σε ερμηνεία του άρθρου 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών στηριζόμενη αποκλειστικώς στη διαπίστωση ότι οι κινεζικές αρχές δεν παρέσχαν συνεργασία (τελευταία περίοδος της αιτιολογικής σκέψεως 133).

129    Βάσει όλων των ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί η πραγματοποιηθείσα από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ανάλυση της σχέσεως μεταξύ των άρθρων 25 και 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών, προκειμένου να κριθεί αν τα ως άνω θεσμικά όργανα προέβησαν σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 26 του νόμου αυτού η οποία ανάγεται στην υποτιθέμενη άρνηση συνεργασίας των κινεζικών αρχών.

130    Το άρθρο 25 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών προβλέπει ότι «[σ]ε προτιμησιακό φόρο επί των κερδών υπόκεινται οι σημαντικοί κλάδοι παραγωγής και σχέδια των οποίων η ανάπτυξη υποστηρίζεται και προωθείται από το κράτος».

131    Το άρθρο 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών έχει ως εξής:

«Τα ακόλουθα κέρδη απαλλάσσονται του φόρου:

[…]

2)      Μερίσματα, πρόσθετα μερίσματα και άλλα έσοδα από συμμετοχές στο εταιρικό κεφάλαιο επιλέξιμων επιχειρήσεων εγκατεστημένων στην Κίνα.»

132    Από το σημείο 111 του εγγράφου τελικής ενημερώσεως, που επιβεβαιώθηκε με την αιτιολογική σκέψη 133 του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε την ανάλυση που πραγματοποίησε όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των άρθρων 25 και 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών ως εξής:

«Επιπλέον, επειδή όλα τα ανωτέρω φορολογικά καθεστώτα σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 του νόμου της [Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας] για τον φόρο [επί των κερδών] προορίζονται αποκλειστικά για σημαντικούς κλάδους παραγωγής και έργα που υποστηρίζονται ή προωθούνται από το κράτος όπως αναφέρεται στο άρθρο 25, το καθεστώς αυτό έχει επίσης ατομικό χαρακτήρα επειδή προορίζεται μόνο για ορισμένες επιχειρήσεις και κλάδους παραγωγής που ανήκουν στην κατηγορία “κλάδος παραγωγής που προωθείται”, όπως ο κλάδος επιχρισμένου χαρτιού. Πράγματι, όπως αντιλαμβάνεται η Επιτροπή, το Κρατικό Συμβούλιο στην απόφασή του αριθ. 40 (άρθρο 14) και στις κατευθυντήριες γραμμές για τη βιομηχανική αναδιάρθρωση παρέχει τις αρχές και την ταξινόμηση για να καθοριστεί ότι μια επιχείρηση πρέπει να προωθηθεί. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για τον περιορισμό της επιλεξιμότητας ούτε αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η επιλεξιμότητα είναι αυτόματη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Πράγματι, παρόλο που κατά την επίσκεψη στους παραγωγούς-εξαγωγείς συγκεντρώθηκαν ορισμένοι διοικητικοί κανόνες, η έλλειψη συνεργασίας από τις αρχές της [Κινεζικής Κυβερνήσεως] δεν επέτρεψε να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αυτά τα αντικειμενικά κριτήρια.»

133    Από το σημείο 109 του εγγράφου τελικής ενημερώσεως, που επιβεβαιώθηκε με την αιτιολογική σκέψη 131 του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκύπτει ότι η Κινεζική Κυβέρνηση δεν γνωστοποίησε πληροφορίες όσον αφορά τα αντικειμενικά κριτήρια επιλεξιμότητας:

«Ζητήθηκε από την [Κινεζική Κυβέρνηση] να διαβιβάσει πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χορήγηση επιδότησης και για τη χρήση της επιδότησης, προκειμένου να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό η πρόσβαση στις επιδοτήσεις περιορίζεται σε ορισμένες επιχειρήσεις και αν έχει ατομικό χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού. Η [Κινεζική Κυβέρνηση] δεν έδωσε αυτές τις πληροφορίες. Η Επιτροπή, για να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι κάθε προσδιορισμός του ατομικού χαρακτήρα “πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια” βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων, έπρεπε να βασίσει τα πορίσματά της στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, […], σύμφωνα με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού.»

134    Οι από 3 Μαρτίου 2011 παρατηρήσεις της Κινεζικής Κυβερνήσεως επί του εγγράφου τελικής ενημερώσεως παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 339 του προσβαλλόμενου κανονισμού:

«Υποστηρίχθηκε επίσης ότι το καθεστώς δεν έχει καμία σχέση με επιχειρήσεις και τους κλάδους παραγωγής που ανήκουν στην κατηγορία “που προωθείται”, αλλά εφαρμόζεται εξ ορισμού σε όλες τις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στη χώρα. Η [Κινεζική Κυβέρνηση] ισχυρίστηκε επίσης ότι το άρθρο 2 παράγραφος 2 της συμφωνίας ΕΑΜ προβλέπει ότι ο καθορισμός φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος δεν θεωρείται επιδότηση με ατομικό χαρακτήρα. Υποστηρίχθηκε δηλαδή ότι τα κριτήρια επιλεξιμότητας για το καθεστώς αυτό είναι αντικειμενικά και ορίζονται λεπτομερώς, η επιλεξιμότητα είναι αυτόματη και συνεπώς το καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συμφωνίας ΕΑΜ και του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού.»

135    Ελλείψει θετικών αποδείξεων για τα όσα υποστηρίχθηκαν στις από 3 Μαρτίου 2011 παρατηρήσεις, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επέλυσαν, στην αιτιολογική σκέψη 340 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το ζήτημα του ατομικού χαρακτήρα του καθεστώτος της επιδοτήσεως ως ακολούθως:

«Οι ισχυρισμοί αυτοί έπρεπε να απορριφθούν. Σχετικά με το θέμα αυτό επισημαίνεται ότι οι νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο παρόν καθεστώς εμπίπτουν στο κεφάλαιο 4 του νόμου για τον φόρο [επί των κερδών] “Προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση” που προβλέπει ειδικά φορολογικά κίνητρα για σημαντικούς κλάδους παραγωγής και έργα που υποστηρίζονται ή προωθούνται από το κράτος. Όπως εξηγείται ανωτέρω, υπό αυτές τις συνθήκες, οι επιδοτήσεις στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος έχουν ατομικό χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Η έρευνα δεν εντόπισε αντικειμενικά κριτήρια για τον περιορισμό της επιλεξιμότητας ούτε πειστικές αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η επιλεξιμότητα είναι αυτόματη. Σχετικά με τον ισχυρισμό για τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 της συμφωνίας ΕΑΜ, σημειώνεται ότι το παρόν καθεστώς δεν αφορά τον καθορισμό φορολογικού συντελεστή γενικής ισχύος, αλλά την ύπαρξη φορολογικής απαλλαγής για ορισμένο είδος εσόδων από ορισμένο είδος εταιρειών».

136    Υπενθυμίζεται οι προσφεύγουσες έφεραν το βάρος να παράσχουν αντίθετη απόδειξη. Από τις παρατηρήσεις τους επί του εγγράφου τελικής ενημερώσεως προκύπτει όμως ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν τις διαλαμβανόμενες στον προσβαλλόμενο κανονισμό πραγματικές εκτιμήσεις.

137    Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν, στο σημείο 2.3 των παρατηρήσεών τους επί του εγγράφου τελικής ενημερώσεως, τα ακόλουθα:

«Δεν υφίσταται καμία […] “συγκεκριμένη και αναντίρρητη απόδειξη” για την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος και του άρθρου 25 υπό την έννοια ότι η μη φορολόγηση των μερισμάτων που διανέμονται από εγκατεστημένες στην Κίνα επιχειρήσεις αφορά μόνο τα προγράμματα για τα οποία παρέχονται κίνητρα. Απεναντίας, από το γράμμα των προπαρατεθεισών διατάξεων του νόμου για τον φόρο επί των κερδών προκύπτει ότι το εν λόγω καθεστώς εφαρμόζεται γενικώς και χωρίς διακρίσεις σε ολόκληρη την Κίνα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή βάσει της προελεύσεως των μερισμάτων. Η Επιτροπή πλανάται επομένως καθόσον χαρακτηρίζει το καθεστώς αυτό ως ατομικό.»

138    Βάσει όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν επαρκή στοιχεία ώστε να ανατρέψουν τις διαλαμβανόμενες στον προσβαλλόμενο κανονισμό πραγματικές εκτιμήσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των άρθρων 25 και 26 του νόμου για τον φόρο επί των κερδών. Κατά συνέπεια, εφόσον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

139    Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού

140    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δεδομένης της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού στην οποία προέβησαν, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατ’ ουσίαν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δέχθηκαν ότι η κανονική περίοδος απόσβεσης στον συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο ανερχόταν σε 15 έτη, δεδομένου ότι αφενός δεν έλαβαν υπόψη τους την αναγραφόμενη στα λογιστικά βιβλία των προσφευγουσών περίοδο απόσβεσης και αφετέρου δεν είχαν λόγους να αναζητήσουν άλλες πηγές προκειμένου να καθορίσουν την περίοδο απόσβεσης μέσω παραπομπής στις περιόδους απόσβεσης που ισχύουν στον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

141    Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι πάγια πρακτική της Επιτροπής είναι να υπολογίζει την περίοδο απόσβεσης στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής βάσει της περιόδου απόσβεσης για τους ενεχόμενους εξαγωγείς, αλλά όχι μέσω παραπομπής στην πρακτική άλλων ενδιαφερομένων.

142    Επομένως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η κανονική περίοδος απόσβεσης στον συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο έπρεπε να είχε καθοριστεί σε [απόρρητο] έτη, βάσει ενός αριθμητικού μέσου όρου, και σε [απόρρητο] έτη, βάσει ενός σταθμισμένου μέσου όρου. Οι προσφεύγουσες αντιτίθενται στον υπολογισμό ενός μέσου όρου μεταξύ της περιόδου απόσβεσης στην Κίνα και της περιόδου απόσβεσης η οποία ισχύει για τους παραγωγούς της Ένωσης ή στον βιομηχανικό κλάδο της Ένωσης.

143    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, στο υπόμνημά του αντικρούσεως, το Συμβούλιο παρέσχε εξήγηση διαφορετική από εκείνη την οποία είχε δώσει η Επιτροπή κατά την έρευνα και ότι, ως εκ τούτου, ήταν δυσχερές να καθοριστεί η βάση αναφοράς που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό της περιόδου απόσβεσης.

144    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, προκειμένου να υπολογίσει την περίοδο απόσβεσης που ισχύει για τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής χαρτιού, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον αριθμητικό μέσο όρο των περιόδων απόσβεσης τις οποίες δήλωσαν οι συνεργασθέντες παραγωγοί και οι παραγωγοί της Ένωσης, από τις οποίες προέκυψε περίοδος μέσης διάρκειας 15 ετών (βλ. αιτιολογική σκέψη 344 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

145    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες αρκούνται στο να αναπαράγουν τα επιχειρήματα που προέβαλαν κατά την έρευνα, ότι δεν δήλωσαν περίοδο απόσβεσης διάρκειας [απόρρητο] ετών αλλά διάρκειας από [απόρρητο] έως [απόρρητο] ετών και ότι δεν αποδεικνύουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ακολούθησαν πάγια πρακτική σε προηγούμενες περιόδους, η οποία άλλωστε δεν δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις για αξιολόγηση όλων των μελλοντικών περιπτώσεων κατά τον ίδιο τρόπο.

146    Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν αφενός τη βάση υπολογισμού της περιόδου απόσβεσης και αφετέρου το αποτέλεσμα του υπολογισμού.

147    Πρώτον, όσον αφορά τη βάση υπολογισμού της περιόδου απόσβεσης, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Όταν η επιδότηση μπορεί να συνδεθεί με την απόκτηση ή τη μελλοντική απόκτηση πάγιων στοιχείων του ενεργητικού, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με την κατανομή της στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των εκάστοτε στοιχείων του ενεργητικού στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.»

148    Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι η περίοδος απόσβεσης των στοιχείων του ενεργητικού καθορίζεται στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής, δηλαδή στον κλάδο του επιχρισμένου χαρτιού υψηλής ποιότητας, ο οποίος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται αποκλειστικώς από τις προσφεύγουσες.

149    Η αιτιολογική σκέψη 344 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Η περίοδος απόσβεσης που ανέφερε ο όμιλος APP καθορίζεται για σκοπούς υπολογισμού και για οικονομικούς σκοπούς. Άλλοι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-ε[ξ]αγωγείς και ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ανέφεραν διαφορετικές περιόδους απόσβεσης. Επομένως, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της και με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, χρησιμοποίησε, για τους σκοπούς αυτού του υπολογισμού, τη χρονική περίοδο των 15 ετών ως τον ωφέλιμο βίο των μηχανημάτων, που θεωρείται ως η “κανονική περίοδος απόσβεσης” από τον υπό εξέταση κλάδο παραγωγής.»

150    Συναφώς, το ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης και τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

151    Πρέπει να κριθεί ότι, αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όφειλαν να υπολογίσουν την κανονική περίοδο απόσβεσης μόνον επί τη βάσει των λογιστικών ή οικονομικών πληροφοριών των προσφευγουσών, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα μακρύτερη διάρκεια της περιόδου αυτής σε σχέση με την πραγματικότητα, με συνέπεια τη μείωση του ύψους της επιδοτήσεως.

152    Σχετικά με την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, επισημαίνεται ότι η πρακτική αυτή δεν συνιστά νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό της κανονικής περιόδου απόσβεσης, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαθέτει, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την άσκηση της οποίας δεν δεσμεύεται από προηγούμενες εκτιμήσεις της.

153    Υπογραμμίζεται όμως ότι η Επιτροπή οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιμετωπίζει παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1990, C‑174/89, Hoche, Συλλογή 1990, σ. I‑2681, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154    Από την εξέταση των παραδειγμάτων τα οποία παρέσχαν οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει υπολογίσει την κανονική περίοδο απόσβεσης με διαφορετικούς τρόπους. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 1599/1999 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 1999, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές συρμάτων από ανοξείδωτους χάλυβες με διάμετρο 1 mm ή μεγαλύτερη, καταγωγής Ινδίας, και για την περάτωση της διαδικασίας σχετικά με τις εισαγωγές ανοξείδωτου χάλυβα με διάμετρο 1 mm ή μεγαλύτερη, καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας (EE L 189, σ. 1), η Επιτροπή υπολόγισε την κανονική περίοδο απόσβεσης επί τη βάσει όλων των Ινδών παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάσθηκαν (αιτιολογική σκέψη 25). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 842/2002/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 21ης Μαΐου 2002, για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 284/2000/ΕΚΑΧ για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας, και την αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης (EE L 134, σ. 18), η Επιτροπή υπολόγισε την κανονική περίοδο απόσβεσης βάσει του κλάδου παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος (αιτιολογική σκέψη 23). Τέλος, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 713/2005 του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 2005, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων αντιβιοτικών ευρέος φάσματος καταγωγής Ινδίας (EE L 121, σ. 1), η κανονική περίοδος απόσβεσης υπολογίσθηκε βάσει του κλάδου παραγωγής αντιβιοτικών (αιτιολογική σκέψη 105).

155    Στην απόφαση 90/266/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 1990, για αποδοχή ανάληψης υποχρεώσεων που έχει προταθεί από την κυβέρνηση της Ταϊλάνδης σε συνδυασμό με τη διαδικασία αντισταθμιστικού δασμού όσον αφορά τις εισαγωγές ένσϕαιρων τριβέων μέγιστης εξωτερικής διαμέτρου 30 mm, καταγωγής Ταϊλάνδης (EE L 152, σ. 59), την οποία επικαλείται το Συμβούλιο ως παράδειγμα, η Επιτροπή απέρριψε την περίοδο απόσβεσης την οποία είχαν δηλώσει οι Ταϊλανδοί εξαγωγείς και προτίμησε να βασισθεί στην περίοδο απόσβεσης την οποία υπέδειξαν οι παραγωγοί της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 43).

156    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, η πρακτική της Επιτροπής συνίσταται στο να υπολογίζει την κανονική περίοδο απόσβεσης των στοιχείων του ενεργητικού λαμβάνοντας υπόψη περισσότερες βάσεις αναφοράς και όχι μόνο βάσει στοιχείων που προσκομίζονται από τις προσφεύγουσες. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έλαβαν υπόψη τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

157    Δεύτερον, όσον αφορά το αποτέλεσμα του υπολογισμού της περιόδου απόσβεσης των επίμαχων στοιχείων του ενεργητικού, από την αιτιολογική σκέψη 344 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η κανονική περίοδος απόσβεσης καθορίστηκε στα 15 έτη.

158    Διαπιστώνεται όμως ότι οι προσφεύγουσες δεν παρέχουν εξηγήσεις προς στήριξη του επιχειρήματός τους ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό της κανονικής περιόδου απόσβεσης των επίμαχων στοιχείων του ενεργητικού.

159    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες αρκούνται να υποστηρίξουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον καθόρισαν την κανονική περίοδο απόσβεσης στα 15 έτη.

160    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει καταρχάς να κριθεί ότι το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη εφόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη τους λοιπούς συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς και τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης κατά τον υπολογισμό της περιόδου απόσβεσης των επίμαχων στοιχείων του ενεργητικού, δηλαδή των μηχανημάτων και του εξοπλισμού.

161    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή του τρόπου υπολογισμού προκειμένου να καθορίσει την κανονική περίοδο απόσβεσης στα 15 έτη, που αντιστοιχεί εν προκειμένω στον αριθμητικό μέσο όρο.

162    Πρέπει να διευκρινισθεί ότι ο αριθμητικός μέσος όρος υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό του αριθμού μονάδων με την περίοδο απόσβεσης και διαίρεση του γινομένου με τον συνολικό αριθμό μονάδων.

163    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, ως προς τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό τους, οι προσφεύγουσες δήλωσαν περιόδους απόσβεσης αντιστοίχως [απόρρητο] και [απόρρητο] ετών όσον αφορά την GHS και [απόρρητο] ετών όσον αφορά την GE.

164    Συγκριτικά, ένας άλλος παραγωγός-εξαγωγέας ο οποίος συνεργάσθηκε κατά την έρευνα δήλωσε περίοδο απόσβεσης 10 και 20 ετών.

165    Το Συμβούλιο επισημαίνει, επίσης ορθώς, ότι ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης δήλωσε περιόδους απόσβεσης 10 έως 20 ετών ως προς τα μηχανήματα.

166    Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον καθόρισε την κανονική περίοδο απόσβεσης στα 15 έτη, δηλαδή χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του αριθμητικού μέσου όρου.

167    Τέλος, είναι εσφαλμένο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η κανονική μέση περίοδος απόσβεσης πρέπει να καθοριστεί σε [απόρρητο] έτη βάσει του αριθμητικού μέσου όρου και σε [απόρρητο] έτη βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου.

168    Ειδικότερα, η περίοδος απόσβεσης δεν μπορεί να ανέλθει στα [απόρρητο] ή [απόρρητο] έτη εφόσον, αφενός, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έλαβαν υπόψη τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης ο οποίος, βάσει των πληροφοριών που διαβιβάσθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, δήλωσε κανονική περίοδο απόσβεσης 10 έως 20 ετών, και, αφετέρου, το άθροισμα των περιόδων απόσβεσης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού που υποβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες είναι χαμηλότερο της περιόδου που ζητούν να αναγνωρισθεί, είτε αυτή υπολογισθεί βάσει αριθμητικού είτε βάσει σταθμισμένου μέσου όρου.

169    Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η κανονική περίοδος απόσβεσης έπρεπε να καθοριστεί στα 15 έτη.

170    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού

171    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέβησαν το άρθρο 6, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού και υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι οι προσφεύγουσες ελάμβαναν προτιμησιακά δάνεια, εφόσον έπρεπε να είχαν συγκρίνει τα επιτόκια των τραπεζών που ανήκουν στο κράτος με τα επιτόκια τα οποία θα είχαν επιτύχει οι προσφεύγουσες στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν εξέτασαν αν το κράτος τούς παρέσχε οποιαδήποτε εγγύηση ή στήριξη υπό ευνοϊκότερους όρους σε σχέση με εκείνους της αγοράς.

172    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αυθαιρέτως έλαβαν υπόψη για τις ίδιες τον βαθμό BB, χρησιμοποιώντας τη βαθμολογία του οίκου αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Bloomberg, αντί για τον βαθμό A1 που τους είχε απονεμηθεί από τον οίκο Moody’s. Συναφώς, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι το γεγονός ότι διαθέτουν πολύ υψηλή φερεγγυότητα τούς παρέχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτούνται από τις κινεζικές τράπεζες με συμφέροντα επιτόκια.

173    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι περισσότερες μεγάλες κινεζικές τράπεζες ανήκουν στο κράτος και δεν μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα τα επιτόκια τα οποία εφαρμόζουν. Για τους λόγους αυτούς, δεν πραγματοποιούν αναλύσεις του συστημικού κινδύνου και τα επιτόκια τα οποία οι εξαγωγείς θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στην κινεζική αγορά δεν μπορούν να αποτελέσουν έγκυρα επιτόκια αναφοράς για τον υπολογισμό των επιδοτήσεων που χορηγούνται στους παραγωγούς-εξαγωγείς μέσω των εν λόγω προτιμησιακών δανείων.

174    Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έκριναν ότι θα ήταν λογικό να προχωρήσουν σε κατασκευή του ενδεδειγμένου επιτοκίου αναφοράς εφαρμόζοντας τα κινεζικά επιτόκια κατόπιν αναπροσαρμογής τους, αλλά δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο αυτή λόγω του ότι δεν είχαν κοινοποιηθεί πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές δανειοδότησης των κινεζικών τραπεζών και τους όρους παροχής δανείων στους παραγωγούς-εξαγωγείς.

175    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφάρμοσαν τη βαθμολογία του οίκου Bloomberg λαμβάνοντας υπόψη το επιτόκιο που μπορούσε να παρασχεθεί στις προσφεύγουσες αν δεν υφίστατο η προτιμησιακή μεταχείριση, ενώ ο οίκος Moody’s πραγματοποίησε την αξιολόγησή του έχοντας συνυπολογίσει τη στήριξη που προήλθε από τις πολιτικές του Δημοσίου.

176    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

[…]

β)       η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια επιχείρηση για το δάνειο που της χορηγεί το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο το οποίο θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών.»

177    Το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.»

178    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Κινεζική Κυβέρνηση παρέσχε σε περιορισμένη έκταση στοιχεία για τη σύνθεση των μετόχων και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών στην Κίνα, ενώ η κινεζική χρηματαγορά χαρακτηρίζεται από κυβερνητική παρέμβαση καθόσον η πλειονότητα των μεγάλων τραπεζών ανήκει στο κράτος (βλ. αιτιολογική σκέψη 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

179    Ειδικότερα, η Κινεζική Κυβέρνηση αρκέστηκε να παραπέμψει στις ετήσιες εκθέσεις των κινεζικών τραπεζών, οι οποίες δεν είναι αρκούντως λεπτομερείς για την έρευνα της Επιτροπής.

180    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατόπιν του σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, η Κινεζική Κυβέρνηση δεν παρέσχε πληροφορίες ως προς τη δομή του κρατικού ελέγχου στις κινεζικές τράπεζες (τράπεζες στρατηγικής σημασίας ή άλλες) και την εφαρμογή των κυβερνητικών πολιτικών ή την προστασία των κρατικών συμφερόντων όσον αφορά τον βιομηχανικό κλάδο της χαρτοποιίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 85, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού).

181    Διαπιστώνεται επίσης ότι, κατόπιν του σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, η Κινεζική Κυβέρνηση δεν προέβη σε διευκρινίσεις ούτε σε δικαιολόγηση όσον αφορά τα δάνεια που χορηγούνται από τις εμπορικές τράπεζες, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για προτιμησιακά ή για άλλα ειδικής φύσεως δάνεια (βλ. αιτιολογική σκέψη 87, δεύτερο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού).

182    Επισημαίνεται ότι η Κινεζική Κυβέρνηση δεν γνωστοποίησε κανένα δεδομένο σχετικά με το κινεζικό τραπεζικό σύστημα (βλ. αιτιολογική σκέψη 88 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

183    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η Κινεζική Κυβέρνηση καθώς και οι συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς δεν παρέσχαν στοιχεία ως προς τις πολιτικές δανειοδότησης των κινεζικών τραπεζών ούτε ως προς τους όρους παροχής των δανείων στους παραγωγούς-εξαγωγείς (βλ. αιτιολογική σκέψη 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

184    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα ανωτέρω.

185    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε το ότι οι κινεζικές τράπεζες δεν μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα τα επιτόκια και δεν πραγματοποιούν αναλύσεις του συστημικού κινδύνου της κινεζικής χρηματαγοράς.

186    Ειδικότερα, αρκούνται να υποστηρίξουν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν προέβησαν σε σύγκριση μεταξύ των επιτοκίων των τραπεζών που ανήκουν στο κράτος και των επιτοκίων τα οποία θα είχαν επιτύχει οι προσφεύγουσες στην αγορά.

187    Από τα ανωτέρω προκύπτει όμως ότι, κατά την έρευνα, η Επιτροπή θεμελίωσε την εκτίμησή της στα διαθέσιμα στοιχεία, δηλαδή στις ετήσιες εκθέσεις των κινεζικών τραπεζών, σε μια μελέτη του 2006 για τον τραπεζικό τομέα της Κίνας την οποία πραγματοποίησε η Deutsche Bank και στις λιγοστές πληροφορίες τις οποίες παρέσχαν η Κινεζική Κυβέρνηση, οι κινεζικές τράπεζες ή οι συνεργασθέντες παραγωγοί‑εξαγωγείς.

188    Επομένως, διαπιστώνεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σε ό,τι αφορά την ύπαρξη οφέλους στο πλαίσιο των δανείων που παρεσχέθησαν από τις κινεζικές τράπεζες, δεδομένου ότι οι εν λόγω τράπεζες ελέγχονται από το κράτος και ασκούν προνομίες δημόσιας εξουσίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 85 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και η Κινεζική Κυβέρνηση έχει θεσπίσει ειδικούς κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν τον τρόπο διακύμανσης των επιτοκίων (βλ. αιτιολογική σκέψη 87 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

189    Η αιτιολογική σκέψη 89 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«[Η] Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρηματοπιστωτική αγορά στην Κίνα υφίσταται στρεβλώσεις λόγω των κυβερνητικών παρεμβάσεων και ότι τα επιτόκια που εφαρμόζουν οι μη κρατικές τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πιθανό να ευθυγραμμιστούν με τα [επιτόκια] που όρισαν οι δημόσιες αρχές. Επομένως, τα επιτόκια των μη κρατικών τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλα εμπορικά επιτόκια αναφοράς όταν καθορίζεται αν τα κρατικά δάνεια προσπορίζουν όφελος.»

190    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία ούτε προβάλλουν επιχειρήματα και αρκούνται στο να υποστηρίζουν απλώς ότι τα χορηγηθέντα από τις κινεζικές τράπεζες δάνεια δεν στοιχειοθετούν όφελος.

191    Πρέπει να κριθεί ότι, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον παρέπεμψε στον βαθμό BB του οίκου Bloomberg, ο οποίος αντιστοιχεί σε κερδοσκοπικά ομόλογα.

192    Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 324 του προσβαλλόμενου κανονισμού επισημαίνεται ότι «οι πληροφορίες [στις εκθέσεις βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που υπέβαλε ο όμιλος APP] πράγματι επιβεβαιώνουν τα πορίσματα της Επιτροπής σύμφωνα με τα οποία η τρέχουσα οικονομική κατάσταση τ[ων] εξαγωγ[έων] καθορίστηκε σε μια στρεβλωμένη αγορά και για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να ληφθεί ως βάση [ανεπιφύλακτα η βαθμολόγηση από τον οίκο Moody’s με A1 της] φερεγγυότητας των Κινέζων εξαγωγέων».

193    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσπαθούν να αποδείξουν, προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως τον οποίο επικαλούνται, ότι, σε μια μη στρεβλωμένη αγορά, θα διατηρούσαν την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση.

194    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού

195    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ήταν αναγκαία η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων εφόσον οι επιδοτήσεις είχαν ήδη αντισταθμιστεί με την απόρριψη του αιτήματός τους να τους αναγνωρισθεί το καθεστώς εταιρίας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο πλαίσιο του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, η έρευνα έπρεπε να είχε περατωθεί δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

196    Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι, αν δεν τους είχε επιβληθεί αντισταθμιστικός δασμός, το ύψος του συνολικού δασμού θα είχε παραμείνει το ίδιο, έχοντας ως ανώτατο όριο το περιθώριο ζημίας, και, αφετέρου, ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, που αφορά τον αποκαλούμενο κανόνα του χαμηλότερου δασμού, ο δασμός ύψους 20 % που προβλέφθηκε δυνάμει του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ έπρεπε να παραμείνει αμετάβλητος, ανεξαρτήτως της επιβολής ή όχι αντισταθμιστικών δασμών. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση για περάτωση της έρευνας κατά των επιδοτήσεων.

197    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να επιλέξουν μεταξύ των μέτρων αντιντάμπινγκ και των μέτρων κατά των επιδοτήσεων και δεν προβλέπει κανόνες ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει κατάλληλος συνδυασμός αυτών των δύο ειδών μέτρων, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν υπερβαίνουν το συνολικό διαπιστωθέν ύψος του ντάμπινγκ και των επιδοτήσεων ή το περιθώριο ζημίας δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

198    Συναφώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δέχονται ότι δεν συντρέχει κίνδυνος να προκύψουν άδικες συνέπειες για τις ίδιες από την παράλληλη διεξαγωγή έρευνας αντιντάμπινγκ και έρευνας κατά των επιδοτήσεων.

199    Πρώτον, όσον αφορά το προβληθέν από το Συμβούλιο απαράδεκτο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, τόσο στο πλαίσιο του αντικειμένου της προσφυγής όσο και στο πλαίσιο του ακυρωτικού τους αιτήματος, ότι αμφισβητούσαν τη νομιμότητα του επιβληθέντος οριστικού δασμού κατά των επιδοτήσεων μόνο στο μέτρο που ο δασμός αυτός αφορούσε τις ίδιες.

200    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σκοπεί μόνο στη μερική ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο μέτρο που επιβάλλει στις προσφεύγουσες οριστικό δασμό κατά των επιδοτήσεων.

201    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω.

202    Η αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Οι αναλύσεις της ζημίας που πραγματοποιούνται στην παρούσα έρευνα κατά των επιδοτήσεων και στην παράλληλη έρευνα αντιντάμπινγκ είναι ίδιες, επειδή ο ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι αντιπροσωπευτικοί παραγωγοί της Ένωσης και η περίοδος έρευνας είναι τα ίδια στις δύο έρευνες. Για τον λόγο αυτό οι παρατηρήσεις για τις πτυχές της ζημίας που υποβλήθηκαν σε αμφότερες τις διαδικασίες ελήφθησαν υπόψη και στις δύο διαδικασίες.»

203    Πρέπει να διευκρινισθεί συναφώς ότι και οι δύο έρευνες αφορούν το ίδιο προϊόν, δηλαδή το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας καταγωγής Κίνας.

204    Στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επέβαλε μέτρα κατά των επιδοτήσεων (αιτιολογική σκέψη 490 του προσβαλλόμενου κανονισμού), για τα οποία ελήφθησαν υπόψη τα διαπιστωθέντα περιθώρια επιδοτήσεως και το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για να εξαλειφθεί η προκληθείσα ζημία (αιτιολογική σκέψη 491 του προσβαλλόμενου κανονισμού), με σκοπό να καλυφθεί το κόστος παραγωγής του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης και να πραγματοποιηθεί κέρδος πριν από την καταβολή των φόρων το οποίο θα μπορούσε λογικά να επιτευχθεί από τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 492 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

205    Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο έκρινε ότι το κέρδος-στόχος των καταγγελλόντων έπρεπε να αντανακλά τις απαιτούμενες υψηλές αρχικές επενδύσεις και τον εγγενή κίνδυνο αυτού του βιομηχανικού κλάδου έντασης κεφαλαίου και ότι το περιθώριο κέρδους ύψους 8 % του κύκλου εργασιών μπορούσε να θεωρηθεί ως το ελάχιστο όριο το οποίο θα μπορούσαν να αναμένουν οι παραγωγοί της Ένωσης χωρίς τις ζημιογόνες επιδοτήσεις (αιτιολογική σκέψη 494 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και ότι, επ’ αυτής της βάσεως, υπολογίσθηκε μη ζημιογόνος τιμή του ομοειδούς προϊόντος για τους παραγωγούς της Ένωσης. H μη ζημιογόνος τιμή καθορίστηκε με πρόσθεση του περιθωρίου κέρδους 8 % στο κόστος παραγωγής (αιτιολογική σκέψη 495 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

206    Επομένως, το Συμβούλιο έκρινε ότι έπρεπε να επιβληθεί οριστικός αντισταθμιστικός δασμός επί των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στο επίπεδο του χαμηλότερου περιθωρίου, είτε της επιδότησης είτε της ζημίας, σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού. Εν προκειμένω, ο συντελεστής αυτού του αντισταθμιστικού δασμού έπρεπε κατά συνέπεια να καθοριστεί στο επίπεδο του διαπιστωθέντος περιθωρίου επιδοτήσεως, δηλαδή 12 %, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (αιτιολογική σκέψη 498 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

207    Το Συμβούλιο εκτίμησε επίσης ότι, όσον αφορά τα άλλα καθεστώτα επιδοτήσεων, δεδομένου του κανόνα του χαμηλότερου δασμού ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω και του ποσού επιδοτήσεως που διαπιστώθηκε κατά την παράλληλη έρευνα, δεν κρίθηκε αναγκαίο να εξεταστεί περαιτέρω αν και σε ποιο βαθμό οι ίδιες επιδοτήσεις αντισταθμίζονται δύο φορές όταν επιβάλλονται ταυτόχρονα ο δασμός αντιντάμπινγκ και ο αντισταθμιστικός δασμός στο ίδιο εισαγόμενο προϊόν (αιτιολογική σκέψη 500 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

208    Στο πλαίσιο του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο έκρινε ότι το κόστος της επενδύσεως είχε ληφθεί ειδικώς υπόψη και εκτιμήθηκε ότι το κέρδος-στόχος που καθορίσθηκε βάσει του κόστους της επενδύσεως συνεκτιμούσε τις απαιτούμενες υψηλές αρχικές επενδύσεις και τον εγγενή κίνδυνο αυτού του κλάδου έντασης κεφαλαίου, ελλείψει εισαγωγών που να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων. Ως εκ τούτου, το κέρδος-στόχος του 8 % θεωρήθηκε ως το επίπεδο το οποίο θα μπορούσε να επιτύχει ο εν λόγω βιομηχανικός κλάδος χωρίς εισαγωγές που να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (αιτιολογική σκέψη 158 του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ).

209    Το Συμβούλιο έκρινε ότι πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός επί των εισαγωγών στο επίπεδο του χαμηλότερου διαπιστωθέντος περιθωρίου βάσει του κανόνα του χαμηλότερου δασμού, οπότε ο δασμολογικός συντελεστής πρέπει να καθοριστεί εν προκειμένω στο επίπεδο της διαπιστωθείσας ζημίας (αιτιολογική σκέψη 160 του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ).

210    Το Συμβούλιο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009 , για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό σε ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ), κρίθηκε απαραίτητο να προσδιορισθεί αν και κατά πόσον τα ποσά των επιδοτήσεων και τα περιθώρια ντάμπινγκ απέρρεαν από την ίδια κατάσταση (αιτιολογική σκέψη 161 του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ).

211    Το Συμβούλιο έκρινε ότι το επίπεδο εξαλείψεως της ζημίας ήταν χαμηλότερο από τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, αλλά υψηλότερο από τα οριστικά περιθώρια επιδοτήσεως. Το Συμβούλιο αποφάσισε κατά συνέπεια να επιβάλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό ο οποίος ισούνταν με το επίπεδο των οριστικών περιθωρίων επιδοτήσεως και εν συνεχεία οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ μέχρι το κατάλληλο επίπεδο εξαλείψεως της ζημίας (αιτιολογική σκέψη 164 του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ).

212    Αφού ερωτήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ως προς τον λόγο για τον οποίο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επέλεξαν να εστιάσουν πρώτα στην επιδότηση και εν συνεχεία στο ντάμπινγκ, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι οι επιδοτήσεις μπορούσαν να αποτελούν παράγοντα ντάμπινγκ, αλλά το ντάμπινγκ δεν προκαλούσε την επιδότηση.

213    Το Συμβούλιο εκτίμησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, δεν επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ στο μέτρο που τούτο απαιτείται για τη συμμόρφωση προς τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού (αιτιολογική σκέψη 165 του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ).

214    Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι ο συντελεστής του δασμού αυτού ανέρχεται στο 20 %.

215    Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι από τον δασμό αντιντάμπινγκ δεν συλλέγεται το 12 % σε ό,τι αφορά τις προσφεύγουσες, στον βαθμό που το αντίστοιχο ποσό εισπράττεται σύμφωνα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

216    Το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι ο συντελεστής του επιβαλλόμενου δασμού αντιντάμπινγκ ανέρχεται στο 8 %.

217    Πρώτον, από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως ορθώς εκθέτει το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να επιλέξουν μεταξύ των μέτρων αντιντάμπινγκ και των μέτρων κατά των επιδοτήσεων ούτε προβλέπει κανόνες ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει κατάλληλος συνδυασμός αυτών των δύο ειδών μέτρων. Τα μέτρα δεν πρέπει πάντως να υπερβαίνουν το συνολικό διαπιστωθέν ύψος του ντάμπινγκ και των επιδοτήσεων ή το περιθώριο ζημίας, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ή το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν όφειλε να προτείνει στο Συμβούλιο περάτωση της έρευνας για τον λόγο ότι η επιβολή αντισταθμιστικών δασμών δεν είχε νόημα από τη στιγμή που το περιθώριο ζημίας θα παρέμενε αμετάβλητο.

218    Δεύτερον, εφόσον το συνολικό περιθώριο επιδοτήσεως που διαπιστώθηκε ως προς τις προσφεύγουσες ανερχόταν στο 12 % με συνολικό περιθώριο ντάμπινγκ 43,5 %, και οι αντισταθμιστικοί δασμοί (12 %) και οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ (8 %) έχουν ως ανώτατο όριο το κοινό περιθώριο ζημίας, ήτοι 20 %, διαπιστώνεται ότι τα επιβληθέντα μέτρα δεν υπερβαίνουν το επίπεδο των επιδοτήσεων, του ντάμπινγκ ή της ζημίας που διαπιστώθηκε κατόπιν των ερευνών.

219    Τρίτον, εφόσον η διαφορά μεταξύ των περιθωρίων ντάμπινγκ και επιδοτήσεως (31,5 %) υπερέβαινε το ύψος των δασμών αντιντάμπινγκ (8 %), δεν τίθεται ούτε ζήτημα αλληλοεπικάλυψης μεταξύ των αντισταθμιστικών δασμών και των δασμών αντιντάμπινγκ, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

220    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

221    Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη.

222    Το πρώτο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού καθόσον η Επιτροπή χωρίς καμιά δικαιολογία δεν συμπεριέλαβε στην εκτίμηση της ζημίας έναν από τους πέντε παραγωγούς της Ένωσης οι οποίοι συνεργάσθηκαν κατά την έρευνα.

223    Το δεύτερο σκέλος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού καθόσον η Επιτροπή, όταν εκτίμησε τους αποκαλούμενους μικροοικονομικούς δείκτες, επικαλέσθηκε τα δεδομένα που υποβλήθηκαν από τέσσερις αντιπροσωπευτικούς παραγωγούς και όχι τα δεδομένα που αφορούσαν τη βιομηχανία της Ένωσης στο σύνολό της.

224    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[ο] προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση [αφενός] του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην κοινοτική αγορά, όσο και [αφετέρου] των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής».

225    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1983, 191/82, Fediol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2913, σκέψη 26· της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 40· της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑7051, σκέψη 85, και του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑156/11, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 134].

226    Κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός της ζημίας προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως [απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C‑69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑2069, σκέψη 86· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑2681, σκέψη 131, και της 14ης Μαρτίου 2007, T‑107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II‑669, σκέψη 43, και Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 225 ανωτέρω, σκέψη 135].

227    Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει μόνον αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, αν συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Ferchimex κατά Συμβουλίου, σκέψη 226 ανωτέρω, σκέψη 67· της 28ης Οκτωβρίου 1999, T‑210/95, EFMA κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3291, σκέψη 57· Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 226 ανωτέρω, σκέψη 43, και Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 225 ανωτέρω, σκέψη 136).

228    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες φέρουν το βάρος να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αποτίμηση της ζημίας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 119, και της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑300/03, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑3911, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 225 ανωτέρω, σκέψη 137).

 Επί του πρώτου σκέλους, περί του ότι δεν εκτέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους ένας Φινλανδός παραγωγός δεν συμπεριλήφθηκε στην εκτίμηση της ζημίας

229    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μολονότι δεν προέβη σε δειγματοληψία, η Επιτροπή περιόρισε την ανάλυση διαφόρων δεικτών ζημίας που χαρακτηρίσθηκαν ως μικροοικονομικοί, ελέγχοντας και θεωρώντας ως αντιπροσωπευτικούς του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης μόνο τους τέσσερις καταγγέλλοντες. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε τον αποκλεισμό ενός Φινλανδού παραγωγού.

230    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μη λαμβάνοντας υπόψη κατά την εκτίμηση της ζημίας έναν εκ των παραγωγών της Ένωσης ο οποίος παρουσίαζε θετικές τάσεις και θεωρώντας ως αντιπροσωπευτικούς μόνο τους τέσσερις καταγγέλλοντες παραγωγούς, η Επιτροπή δεν προέβη σε «αντικειμενική εξέταση» των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη της κατά τον τρόπο που περιγράφεται από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ.

231    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αγνόησε τη συνεργασία του εν λόγω Φινλανδού παραγωγού εφόσον, ως προς μεν την ανάλυση των μικροοικονομικών δεικτών ζημίας, ο παραγωγός αυτός ουδέποτε κοινοποίησε τα απαραίτητα στοιχεία, ως προς δε την ανάλυση των μακροοικονομικών δεικτών ζημίας, τα στοιχεία που αφορούσαν τον εν λόγω παραγωγό καλύπτονταν από τις πληροφορίες τις οποίες κοινοποίησε ο Cepifine.

232    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η παραγωγή του εν λόγω Φινλανδού παραγωγού αντιπροσώπευε, το πολύ, μόλις το 1,4 % της παραγωγής του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης και ότι τα αριθμητικά στοιχεία που κοινοποίησε υποδήλωναν μεν κάποια θετική τάση, αλλά δεν μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανάλυση της ζημίας ως προς το σύνολο των παραγωγών της Ένωσης.

233    Το Συμβούλιο επικαλείται το γεγονός ότι δειγματοληψία διενεργείται μόνον αν οι επιχειρήσεις που επέλεξαν να συνεργασθούν είναι τόσο πολυάριθμες ώστε να είναι αδύνατη η διεξαγωγή έρευνας στην καθεμία εξ αυτών. Εν πάση περιπτώσει, οι συνεργασθείσες επιχειρήσεις ήταν αντιπροσωπευτικές του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

234    Υπό το φως των ανωτέρω, πρέπει να κριθεί αν, όπως υποστηρίζεται από τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή πράγματι δεν προέβη σε εξέταση της εκτιμήσεως της ζημίας βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον απέκλεισε ένα Φινλανδό παραγωγό του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης ο οποίος παρουσίαζε θετικά στοιχεία.

235    Συναφώς, οι προσφεύγουσες προσκομίζουν έγγραφο το οποίο απεστάλη στις 18 Μαρτίου 2010 και με το οποίο η Επιτροπή ζήτησε από τον εν λόγω Φινλανδό παραγωγό να υποβάλει τις παρατηρήσεις του· ο τελευταίος απάντησε σε αυτό με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2010 από το οποίο προκύπτει ότι δεν υπέστη ζημία. Για τον λόγο αυτό, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν, κατά τη διάρκεια της έρευνας, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει, χωρίς σοβαρούς λόγους, τη συνεργασία του ως άνω παραγωγού.

236    Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των υποθέσεων που αφορούν διαδικασίες κατά των επιδοτήσεων, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την οικειοθελή συνεργασία των μερών όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών εντός των τασσομένων προθεσμιών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 227 ανωτέρω, σκέψη 71).

237    Όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού τονίζεται ότι «[α]παντήσεις στα ερωτηματολόγια και άλλες παρατηρήσεις ελήφθησαν από δύο ομάδες Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, τον Cepifine, τους τέσσερις καταγγέλλοντες παραγωγούς της Ένωσης και έναν επιπλέον παραγωγό της Ένωσης, 13 μη συνδεδεμένους εισαγωγείς και εμπόρους, 5 χρήστες και ένα σύνδεσμο τυπογραφικών εταιρειών».

238    Από την αιτιολογική σκέψη 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει όμως ότι μόνον τέσσερις παραγωγοί της Ένωσης αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που οριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

239    Κατά την αιτιολογική σκέψη 389 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «[σ]την παρούσα έρευνα, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ορίστηκε σε επίπεδο παραγωγών της Ένωσης που αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενωσιακής παραγωγής, […] ανεξάρτητα από το αν οι παραγωγοί υποστήριξαν την καταγγελία ή συνεργάστηκαν στην έρευνα».

240    Στην αιτιολογική σκέψη 372 του προσβαλλόμενου κανονισμού επισημαίνεται ότι «[κ]ατά τη διάρκεια της ΠΕ [περιόδου έρευνας], το ομοειδές προϊόν κατασκεύαζαν 14 γνωστοί παραγωγοί και ορισμένοι άλλοι πολύ μικροί παραγωγοί της Ένωσης» και «[τ]α στοιχεία που παρέχει ο Cepifine εκτιμάται ότι καλύπτουν το 98 % της παραγωγής των παραγωγών της Ένωσης».

241    Δεδομένων των ανωτέρω, η κατάσταση του εν λόγω Φινλανδού παραγωγού ελήφθη υπόψη όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες εφόσον τα υποβληθέντα από τον Cepifine στοιχεία αντιπροσώπευαν το 98 % της παραγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων της Ένωσης.

242    Όσον αφορά όμως τους μικροοικονομικούς δείκτες, οι οποίοι δεν μπορούν να εκτιμηθούν παρά μόνο κατόπιν υποβολής των στοιχείων από τις επιμέρους επιχειρήσεις, διαπιστώνεται ότι ο εν λόγω Φινλανδός παραγωγός δεν απάντησε εντός της προθεσμίας που οριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

243    Συνεπώς, το γεγονός ότι ο Φινλανδός παραγωγός δεν απάντησε δεν μπορεί να αποτελέσει παράλειψη στο πλαίσιο συγκεκριμένης εξετάσεως βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων της εκτιμήσεως της ζημίας.

244    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

245    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα δεν ανταποκρίθηκαν στις σχετικές με την αιτιολογία απαιτήσεις υπό το πρίσμα του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

246    Το Συμβούλιο εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία περί ελλείψεως αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού.

247    Υπό το φως της εξετάσεως που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους, διαπιστώνεται ότι δεν παραβιάσθηκαν ούτε οι διατάξεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

248    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

249    Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά τους όρους διεξαγωγής της αξιολογήσεως των μικροοικονομικών δεικτών ζημίας βάσει των τεσσάρων αντιπροσωπευτικών παραγωγών της Ένωσης

250    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο οριοθέτησε τη βιομηχανία της Ένωσης ως αποτελούμενη από τα δεκατέσσερα μέλη του Cepifine ενώ η ανάλυση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της έρευνάς της, περιορίστηκε στην εκτίμηση της καταστάσεως των τεσσάρων αντιπροσωπευτικών παραγωγών σε ό,τι αφορά ορισμένους δείκτες ζημίας.

251    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ορισμένοι δείκτες ζημίας, συγκεκριμένα οι μικροοικονομικοί δείκτες, αφορούν περιορισμένο αριθμό παραγωγών, δηλαδή τους τέσσερις καταγγέλλοντες και τον συγκεκριμένο Φινλανδό παραγωγό, οι οποίοι είναι οι μόνοι που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο.

252    Κατά τις προσφεύγουσες, η ως άνω μεθοδολογία προκάλεσε διαστρεβλωμένη εικόνα της ζημίας καθόσον αυτή δεν αντιστοιχεί ούτε στην κατάσταση μιας υποομάδας παραγωγών, ούτε στην κατάσταση των δεκατεσσάρων μελών του Cepifine. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορεί να πραγματοποιεί εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης με κριτήριο κάποιους δείκτες, αφενός, και να περιορίζεται σε εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη μόνο ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των παραγωγών με κριτήριο άλλους δείκτες, αφετέρου.

253    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή για την κατάταξη των δεικτών ζημίας στην κατηγορία των μακροοικονομικών και στην κατηγορία των μικροοικονομικών δεικτών στερούνται λογικής. Υποστηρίζουν εξάλλου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν παρέχει συναφώς καμία αιτιολογία ή διευκρίνιση.

254    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης οριοθετήθηκε ως το σύνολο των παραγωγών της Ένωσης το οποίο αντιπροσωπεύει τη συνολική παραγωγή της Ένωσης και στο οποίο περιλαμβάνονται τα δεκατέσσερα μέλη του Cepifine.

255    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού δεν απαγορεύει να αναλύονται διαφορετικοί δείκτες ζημίας ως προς διαφορετικές υποομάδες παραγωγών της Ένωσης.

256    Το Συμβούλιο κρίνει ότι η ανάλυση πληροί τα κριτήρια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, τόσο ως προς τους μικροοικονομικούς όσο και ως προς τους μακροοικονομικούς δείκτες ζημίας.

257    Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η διάκριση μεταξύ των μακροοικονομικών και μικροοικονομικών κριτηρίων ζημίας είναι εύλογη και θεμελιώνεται σε πρακτικούς λόγους και ιδίως στη διαθεσιμότητα των δεδομένων.

258    Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε την καταλληλότητα των οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που χρησιμοποιήθηκαν από τα θεσμικά όργανα κατά την εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης ούτε την ανάλυση των εν λόγω παραγόντων και δεικτών από την Επιτροπή, όπως αυτή προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 389 και 390 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

259    Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την κατάταξη των δεικτών και τη μεθοδολογία την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

260    Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Η εξέταση της επίπτωσης των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του οικείου κοινοτικού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του υπόψη κλάδου παραγωγής, και στους οποίους περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ· το μέγεθος του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων· η πραγματική και η ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού· παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές και οι δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η ανωτέρω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.»

261    Όσον αφορά τους μακροοικονομικούς παράγοντες, στην αιτιολογική σκέψη 389 του προσβαλλόμενου κανονισμού τονίζεται ότι «αποτελεί πρακτική της Επιτροπής να αξιολογεί μακροοικονομικούς παράγοντες για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής στο σύνολό του […], ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ορίστηκε σε επίπεδο παραγωγών της Ένωσης που αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενωσιακής παραγωγής […], ανεξάρτητα από το αν οι παραγωγοί […] συνεργάστηκαν στην έρευνα».

262    Συναφώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 385 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «[τ]α μακροοικονομικά στοιχεία (παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, όγκος πωλήσεων, μερίδιο αγοράς, ανάπτυξη και μέγεθος του ποσού των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων) εκτιμήθηκαν στο επίπεδο ολόκληρου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλε ο Cepifine».

263    Όσον αφορά τους μικροοικονομικούς παράγοντες, κατά την αιτιολογική σκέψη 390 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι παράγοντες αυτοί «αναλύονται στο επίπεδο των αντιπροσωπευτικών παραγωγών της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν υποστήριξαν την καταγγελία ή όχι».

264    Συναφώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 386 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «[η] ανάλυση των μικροοικονομικών στοιχείων πραγματοποιήθηκε στο επίπεδο των παραγωγών της Ένωσης (μέσες τιμές μονάδας, απασχόληση, μισθοί, παραγωγικότητα, αποθέματα, αποδοτικότητα, ταμειακή ροή, επενδύσεις, απόδοση των επενδύσεων, ικανότητα άντλησης κεφαλαίων) με βάση τις πληροφορίες τους, επαληθευμένες δεόντως».

265    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο των υποθέσεων που αφορούν διαδικασίες κατά των επιδοτήσεων, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την οικειοθελή συνεργασία των μερών όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών εντός των τασσομένων προθεσμιών (βλ. σκέψη 236 ανωτέρω).

266    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση των διαφόρων κριτηρίων λαμβάνοντας υπόψη τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες και τις επιμέρους επιχειρήσεις όσον αφορά τους μικροοικονομικούς δείκτες.

267    Ειδικότερα, οι μακροοικονομικοί δείκτες εκτιμήθηκαν βάσει των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τον Cepifine, ο οποίος καλύπτει το 98 % της παραγωγής των παραγωγών της Ένωσης.

268    Εξάλλου, οι μικροοικονομικοί δείκτες, οι οποίοι προϋπέθεταν τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών τις οποίες γνωστοποιούσαν οι επιμέρους επιχειρήσεις, αξιολογήθηκαν βάσει των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τους τέσσερις αντιπροσωπευτικούς καταγγέλλοντες παραγωγούς, κατ’ αποκλεισμό του συγκεκριμένου Φινλανδού παραγωγού ο οποίος δεν αναγγέλθηκε εντός της προθεσμίας που είχε ορισθεί.

269    Στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει στα όργανα αυτά υποχρέωση για ορισμένη κατάταξη των μακροοικονομικών και μικροοικονομικών κριτηρίων ή απαγόρευση συστάσεως υποομάδων παραγωγών, εφόσον η Επιτροπή προβαίνει σε αντικειμενική εξέταση στηριζόμενη σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν και αυτά αντικειμενικό χαρακτήρα, όπως η πραγματοποιηθείσα εν προκειμένω.

270    Έτσι, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν, προς στήριξη της αιτιάσεώς τους, κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η κατάταξη των δεικτών ζημίας και η μεθοδολογία της Επιτροπής δεν επέτρεψαν την πραγματοποίηση συγκεκριμένης εξετάσεως βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων.

271    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

272    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε προχωρήσει σε δειγματοληψία.

273    Κατά την αιτιολογική σκέψη 28 του βασικού κανονισμού, «[ε]ίναι ουσιώδες να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψίας σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων μερών ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η περάτωση των ερευνών εντός των οριζομένων προθεσμιών».

274    Όπως επισημαίνει όμως το Συμβούλιο, η Επιτροπή δεν υποχρεούτο στην υπό κρίση υπόθεση να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της δειγματοληψίας (βλ. σκέψη 233 ανωτέρω).

275    Ειδικότερα, δυνάμει του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, όπως αυτό αναγνωρίζεται από τη νομολογία, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως από τη στιγμή που στην έρευνα συνεισέφεραν μόνο τέσσερις αντιπροσωπευτικοί παραγωγοί.

276    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

277    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται να προβάλουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει έλλειψη αιτιολογίας χωρίς όμως να προσκομίζουν οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

278    Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

279    Επομένως, το δεύτερο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

280    Συνακόλουθα, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, και του άρθρου 15 του βασικού κανονισμού

281    Πρώτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι «[οι ίδιες] δεν έλαβαν γνώση της μεθοδολογίας την οποία είχε ακολουθήσει η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει σε στοχευόμενο περιθώριο κέρδους 8 % παρά σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας».

282    Έστω και αν τούτο εκληφθεί ως επιχείρημα, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι αυτή η υποτιθέμενη καθυστέρηση προκάλεσε σε αυτές ζημία όσον αφορά τη δυνατότητά τους να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς τις απόψεις τους και έθιξε τα δικαιώματά τους άμυνας.

283    Συνεπώς, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες προτίθενται, κατ’ ουσίαν, να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

284    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, και το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού από τη στιγμή που καθόρισε κέρδος-στόχο 8 %.

285    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «ως “ζημία” νοείται, αν δεν ορίζεται άλλως, η σημαντική ζημία η οποία προκαλείται στον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ή η σημαντική καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής».

286    Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «το ύψος του […] αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί, και πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο […] κλάδος παραγωγής [της Ένωσης]».

287    Από την ανάγνωση των εν λόγω άρθρων προκύπτει ότι το περιθώριο κέρδους που πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο για τον υπολογισμό της τιμής στόχου που είναι ικανή να εξαλείψει την εν λόγω ζημία πρέπει να περιορίζεται στο περιθώριο κέρδους που ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης θα μπορούσε λογικώς να αναμένει υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, αν δεν υπήρχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές (αιτιολογική σκέψη 494 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Θα αντέβαινε προς το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού το να παρασχεθεί στον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης περιθώριο κέρδους το οποίο δεν θα μπορούσε να αναμένει σε περίπτωση που δεν υπήρχε η επιδότηση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 227 ανωτέρω, σκέψη 60).

288    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το κέρδος-στόχος υπολογίσθηκε με βάση τα όσα κρίθηκαν ως επαρκής απόδοση του (επενδεδυμένου) κεφαλαίου για τον βιομηχανικό κλάδο της χαρτοποιίας της Ένωσης και όχι με βάση το περιθώριο που όντως θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχαν επιδοτούμενες εισαγωγές, δεδομένου ότι το τελευταίο θα περιοριζόταν στο περιθώριο κέρδους το οποίο ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης θα μπορούσε λογικώς να αναμένει υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.

289    Επίμαχο δεν είναι το ζήτημα αν στοχευόμενο περιθώριο κέρδους της τάξεως του 8 % αρκεί ώστε να καλύψει τις επενδύσεις και τους συναφείς κινδύνους, αλλά το αν ένα τέτοιο περιθώριο κέρδους μπορεί να επιτευχθεί ελλείψει των επιδοτούμενων εισαγωγών. Το ως άνω επιχείρημα πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους.

290    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της επαρκούς αποδόσεως του κεφαλαίου ενός επιμέρους κλάδου και των κερδών που μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό κανονικές και όχι αλλοιωμένες συνθήκες αγοράς, καθόσον οι βιομηχανικοί τομείς εντάσεως κεφαλαίου, που απαιτούν αυξημένες αρχικές επενδύσεις, δεν επενδύουν παρά μόνον όταν μπορούν να αναμένουν επαρκή απόδοση.

291    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, σε ό,τι αφορά την εκτίμηση μιας σύνθετης οικονομικής καταστάσεως, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του κατάλληλου περιθωρίου κέρδους. Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει μόνον αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, αν συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 227 ανωτέρω, σκέψη 57, και Ferchimex κατά Συμβουλίου, σκέψη 226 ανωτέρω, σκέψη 67).

292    Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους.

293    Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες φέρουν το βάρος να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία που επιτρέπουν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την έννοια της νομολογίας [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 228 ανωτέρω, σκέψη 119, και Moser Baer India κατά Συμβουλίου, σκέψη 228 ανωτέρω, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 225 ανωτέρω, σκέψη 137].

294    Η αιτιολογική σκέψη 494 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Το κέρδος-στόχος που προτάθηκε στην καταγγελία και στη μεταγενέστερη αίτηση του καταγγέλλοντος εξετάστηκε με βάση τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και τις επισκέψεις επαλήθευσης που πραγματοποιήθηκαν στους αντιπροσωπευτικούς παραγωγούς της Ένωσης. Θεωρήθηκε ότι το κέρδος-στόχος θα πρέπει να αντανακλά τις απαιτούμενες υψηλές αρχικές επενδύσεις και τον εγγενή κίνδυνο αυτού του κλάδου έντασης κεφαλαίου, ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και/ή επιδοτήσεων. Επίσης, εξετάστηκε το κόστος της επένδυσης σε μηχανήματα. Κρίνεται ότι ένα περιθώριο κέρδους ύψους 8 % του κύκλου εργασιών θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάλληλο ελάχιστο όριο το οποίο θα μπορούσαν να αναμένουν οι παραγωγοί της Ένωσης χωρίς ζημιογόνες επιδοτήσεις.»

295    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες προβάλλουν αντιρρήσεις μόνο κατά του ότι η Επιτροπή ενσωμάτωσε στον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους παραμέτρους οι οποίες αφορούσαν την κάλυψη των επενδύσεων και των σχετικών κινδύνων.

296    Επισημαίνεται ότι τα θεσμικά όργανα, όταν χρησιμοποιούν το περιθώριο εκτιμήσεως που τους παρέχει ο βασικός κανονισμός, δεν είναι υποχρεωμένα να εξηγούν λεπτομερώς και εκ των προτέρων τα κριτήρια τα οποία σκοπεύουν να εφαρμόσουν σε κάθε κατάσταση, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εισάγουν νέες βασικές δυνατότητες επιλογής (απόφαση Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 68· βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother Industries κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψεις 28 και 29, και Nakajima κατά Συμβουλίου, σκέψη 226 ανωτέρω, σκέψη 118).

297    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της διάφορα κριτήρια όπως είναι οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, το κόστος της επενδύσεως, οι σχετικοί κίνδυνοι, το γεγονός ότι η οικεία βιομηχανία έχει χαρακτήρα υψηλής εντάσεως κεφαλαίου και η εξαίρεση των εξαγωγικών πωλήσεων μιας εταιρίας υπαγόμενης σε συνεργασθέντα παραγωγό-εξαγωγέα.

298    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες «δεν υποστηρίζουν […] ότι κάποιος από τους ως άνω παράγοντες είναι εσφαλμένος ή αναξιόπιστος».

299    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι «σαφώς υπάρχει σχέση μεταξύ της επαρκούς αποδόσεως του κεφαλαίου ενός επιμέρους κλάδου και των κερδών που μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό κανονικές και όχι αλλοιωμένες συνθήκες αγοράς».

300    Υποστηρίζουν όμως ότι σκοπός της επιβολής δασμών κατά των επιδοτήσεων δεν είναι η επαναφορά της τιμής σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο, αλλά η επαναφορά της στο επίπεδο που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί αν δεν υπήρχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές.

301    Από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή επεδίωξε την επιβολή των αντισταθμιστικών δασμών με σκοπό την επαναφορά της τιμής σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο.

302    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στο σημείο 356 της καταγγελίας για τις επιδοτήσεις, ο Cepifine δηλώνει ότι, αν δεν υπήρχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές, οι ανήκοντες σε αυτόν Ευρωπαίοι κατασκευαστές θα μπορούσαν να αναμένουν κέρδη της τάξεως του 5 %.

303    Δεν προκύπτει όμως ούτε από την ως άνω καταγγελία ότι η Επιτροπή επέβαλε αντισταθμιστικούς δασμούς προκειμένου να επαναφέρει μια τιμή σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο.

304    Στο πλαίσιο της εξουσίας τους εκτιμήσεως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έκριναν ότι αν δεν υπήρχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές μπορούσε να επιτευχθεί το περιθώριο κέρδους 8 %.

305    Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή κατέστησε σαφές ότι το κέρδος‑στόχος 8 % κρίθηκε ως το επίπεδο το οποίο θα μπορούσε να επιτύχει ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής αν δεν υπήρχαν επιδοτούμενες εισαγωγές (βλ. σκέψη 294 ανωτέρω).

306    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες αρκούνται να παραπέμψουν στα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως και δεν προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει οποιαδήποτε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που να συνίσταται στο ότι επέβαλαν αντισταθμιστικούς δασμούς με μοναδικό σκοπό την επαναφορά μιας τιμής σε κανονικό και όχι αλλοιωμένο επίπεδο.

307    Συνεπώς, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

308    Τρίτον, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το 2005, δηλαδή πριν την περίοδο έρευνας, το μέσο περιθώριο κέρδους των καταγγελλόντων ανερχόταν στο 2 %, ενώ το 2009, δηλαδή κατά την περίοδο έρευνας, το περιθώριο υπολογισμού του κέρδους-στόχου ανερχόταν στο 2,88 %.

309    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν στηρίχθηκαν στα κέρδη τα οποία πραγματοποίησε ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης κατά την υπό εξέταση περίοδο, διότι ο εν λόγω τομέας παρουσίαζε έκτακτες ζημίες εξαιτίας διαρθρωτικών προβλημάτων. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τις ως άνω εκτιμήσεις.

310    Η αιτιολογική σκέψη 416 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Οι τέσσερις αντιπροσωπευτικοί παραγωγοί της Ένωσης υπέστησαν απώλειες κατά την περίοδο από το 2006 έως το 2008 και η οικονομική κατάσταση έγινε και πάλι θετική μόλις το 2009, όταν η παγκόσμια τιμή πολτού, που είναι η κύρια πρώτη ύλη, μειώθηκε, κατ’ εξαίρεση, σημαντικά λόγω της οικονομικής ύφεσης. Η πτώση της τιμής του πολτού (20 %) θεωρήθηκε ασυνήθιστα μεγάλη και είχε άμεση συμβολή στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης κατά την ΠΕ. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι από την ΠΕ και μετά οι τιμές του πολτού επανήλθαν στα επίπεδα προ της ΠΕ.»

311    Στην αιτιολογική σκέψη 457 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρονται τα εξής:

«Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη απώλειες κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ιδίως το 2008, παρά την αναδιάρθρωση των παραγωγών, επειδή […] ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν ήταν ακόμη σε θέση να αυξήσει τις τιμές του σε επίπεδα άνω του κόστους. Αυτή η κατάσταση προκλήθηκε κυρίως από την πίεση που άσκησαν στις τιμές οι επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.»

312    Στην αιτιολογική σκέψη 444 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται ότι «συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αύξηση των επιδοτούμενων εισαγωγών από την [Κίνα] σε χαμηλές τιμές είχε σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής».

313    Δεδομένων των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέσο ύψος του περιθωρίου κέρδους των καταγγελλόντων το 2005, το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν αρκεί αφεαυτού ώστε να αποδείξει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του περιθωρίου κέρδους που θα υφίστατο πριν την περίοδο έρευνας αν δεν υπήρχαν οι επίμαχες εισαγωγές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση EFMA κατά Συμβουλίου, σκέψη 227 ανωτέρω, σκέψη 89).

314    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

315    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού

316    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι αφενός το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας το οποίο χρησιμοποιείται από τα μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και αφετέρου τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε πιεστήρια ρολού δεν είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους.

317    Επισημαίνεται ακόμη ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι τα ρολά που χρησιμοποιούνται από τα πιεστήρια ρολού δεν είναι εναλλάξιμα με τα ρολά τα κατάλληλα για χρήση σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα.

318    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε ότι τα ρολά για πιεστήρια ρολού μπορούν να χρησιμοποιούνται στα μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και τα οποία έχουν την τεχνολογία CutStar.

319    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος κατά το μέτρο που τα θεσμικά όργανα εξαίρεσαν τα ρολά για πιεστήρια ρολού και έκριναν ότι τα ρολά αυτά δεν ήταν εναλλάξιμα με τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (cutter rolls).

320    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα ρολά για πιεστήρια ρολού πρέπει να εξαιρεθούν από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, διότι τα διαφορετικά είδη χαρτιού έχουν διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά.

321    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα διαφορετικά είδη χαρτιού δεν είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους και ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όρισαν το υπό εξέταση προϊόν ως το χαρτί που χρησιμοποιείται σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για φύλλα χαρτιού ή για ρολά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τα μηχανήματα CutStar.

322    Έτσι, προς διαπίστωση της εναλλαξιμότητας μεταξύ των προϊόντων, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον αφενός τα ρολά για πιεστήρια ρολού μπορούν να χρησιμοποιούνται στα μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και τα οποία έχουν την τεχνολογία CutStar και αφετέρου τα ρολά τα κατάλληλα για χρήση σε μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα μπορούν να χρησιμοποιούνται σε πιεστήρια ρολού.

323    Από την αιτιολογική σκέψη 19 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι «τα ρολά για τα πιεστήρια και τα ρολά που περιλαμβάνονται στο φάσμα προϊόντων της παρούσας έρευνας (“cutter rolls” και φύλλα) [είχαν] τα ίδια βασικά τεχνικά και φυσικά χαρακτηριστικά και δεν διακρίνο[νταν] μεταξύ τους».

324    Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι προσκόμισαν συνημμένως στο δικόγραφο της προσφυγής «πειστικά αποδεικτικά στοιχεία εκ των οποίων προκύπτει ότι τα εξοπλισμένα με το σύστημα CutStar πιεστήρια μπορούν να χρησιμοποιούν και τα δύο είδη ρολών».

325    Η αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] είναι χαρτί και χαρτόνι υψηλής ποιότητας, που χρησιμοποιείται γενικά για την εκτύπωση αναγνωστικού υλικού όπως περιοδικά, κατάλογοι, ετήσιες εκθέσεις, επετηρίδες. Το υπό εξέταση προϊόν περιλαμβάνει φύλλα και ρολά κατάλληλα για χρήση σε εκτυπωτικά μηχανήματα που τροφοδοτούνται με φύλλα (“cut star”). Τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (“cutter rolls”) σχεδιάζονται για να κοπούν σε κομμάτια πριν από την εκτύπωση και, συνεπώς, θεωρείται ότι μπορούν να υποκατασταθούν και είναι άμεσα ανταγωνιστικά με τα φύλλα.»

326    Στην αιτιολογική σκέψη 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται ότι τα ρολά για πιεστήρια ρολού, που εξαιρούνται από το υπό εξέταση προϊόν, «τροφοδοτούν συνήθως άμεσα τα εκτυπωτικά μηχανήματα και δεν κόβονται από πριν».

327    Διαπιστώνεται όμως ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται να υποστηρίξουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος χωρίς πάντως να προσκομίζουν στοιχεία προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους.

328    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας σε ρολά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιεστήρια ρολού, είτε βάσει των φυσικών ή των τεχνικών χαρακτηριστικών, όπως η αντίσταση στην απόσπαση, είτε βάσει της εναλλαξιμότητας από οικονομικής απόψεως.

329    Κατά πάγια νομολογία, ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο έρευνας κατά των επιδοτήσεων αποσκοπεί στο να διευκολυνθεί η κατάρτιση του καταλόγου των προϊόντων στα οποία πιθανώς θα επιβληθούν αντισταθμιστικοί δασμοί. Για τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να λάβουν υπόψη πολλές παραμέτρους, όπως είναι μεταξύ άλλων τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, η χρήση τους, η εναλλαξιμότητά τους, η αντίληψη που σχηματίζει γι’ αυτά ο καταναλωτής, οι δίαυλοι διανομής, η διαδικασία κατασκευής, το κόστος παραγωγής και η ποιότητα [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑314/06, Whirlpool Europe κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II‑5005, σκέψη 138· της 17ης Δεκεμβρίου 2010, T‑369/08, EWRIA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑6283, σκέψη 82, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, T‑172/09, Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, σκέψη 59].

330    Η αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«[Η] έρευνα επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν πράγματι διαφορετικά τεχνικά και φυσικά χαρακτηριστικά όπως η υγρασία και η σκληρότητα μεταξύ του χαρτιού που χρησιμοποιείται σε πιεστήρια ρολού και εκείνου που χρησιμοποιείται σε εκτυπωτικά μηχανήματα που τροφοδοτούνται με φύλλα. Η έρευνα επιβεβαίωσε περαιτέρω ότι τα τεχνικά χαρακτηριστικά που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 18 ανωτέρω [ήταν] μοναδικά για τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε πιεστήρια ρολού. Λόγω αυτών των διαφορών το χαρτί που χρησιμοποιείται σε πιεστήρια ρολού και εκείνο που χρησιμοποιείται σε εκτυπωτικά μηχανήματα που τροφοδοτούνται με φύλλα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον ίδιο τύπο μηχανήματος εκτύπωσης και δεν είναι συνεπώς εναλλάξιμα μεταξύ τους. Σημειώνεται ότι όλα τα μέρη συμφώνησαν ότι τα δύο είδη χαρτιού διακρίνονται μεταξύ τους όσον αφορά την επιφανειακή αντοχή και την αντοχή εφελκυσμού.»

331    Κατά την δε αιτιολογική σκέψη 35 του προσβαλλόμενου κανονισμού, «στις αιτιολογικές σκέψεις 18 και 20 ανωτέρω ορίζονται πρόσθετα κριτήρια τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό-εξαγωγέα».

332    Επισημαίνεται ότι δεν διατυπώθηκαν αντιρρήσεις όσον αφορά τον καθορισμό του ομοειδούς προϊόντος.

333    Συνεπώς, δεν υπήρξε παράβαση των διατάξεων του βασικού κανονισμού σχετικά με τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, οπότε η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

334    Όσον αφορά τον ορισμό της βιομηχανίας της Ένωσης και την ενεργητική νομιμοποίηση στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο εσφαλμένος ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης ο οποίος παράγει το ομοειδές προϊόν και για να εκτιμηθεί η ζημία την οποία υπέστη ο κλάδος αυτός.

335    Η αιτιολογική σκέψη 374 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 19 ανωτέρω, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] που είναι κατάλληλο για εκτύπωση με πιεστήρια ρολού θα πρέπει να είχε περιληφθεί στο φάσμα προϊόντων της παρούσας έρευνας. Σε αυτήν τη βάση, το ίδιο μέρος ισχυρίστηκε ότι ο καταγγέλλων κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν έχει [ενεργητική νομιμοποίηση] στις παρούσες διαδικασίες. Ωστόσο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 25 ανωτέρω, δηλαδή ότι το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] που είναι κατάλληλο για εκτύπωση με πιεστήρια ρολού και το [επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας] για εκτυπωτικά μηχανήματα που τροφοδοτούνται με φύλλα είναι δύο διαφορετικά προϊόντα, αυτός ο ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί.»

336    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, εξέταση του λόγου αυτού ακυρώσεως θα χωρούσε μόνο σε περίπτωση που ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος ήταν εσφαλμένος.

337    Από τα ανωτέρω όμως προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

338    Δεν συντρέχει επομένως το προαπαιτούμενο της υπό κρίση αιτιάσεως.

339    Διαπιστώνεται εξάλλου ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται να υποστηρίξουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέβησαν το άρθρο 9, παράγραφος 1, το άρθρο 10 και το άρθρο 6, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, χωρίς όμως να προσκομίζουν στοιχεία προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους.

340    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

341    Σε ό,τι αφορά την παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους σχετικά με την αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού εφόσον η σιγή των εν λόγω θεσμικών οργάνων όσον αφορά την εναλλαξιμότητα των δύο επίμαχων προϊόντων, όταν χρησιμοποιούνται σε μηχανήματα τα οποία διαθέτουν εξοπλισμό του τύπου CutStar, δεν επέτρεψε στις προσφεύγουσες να υπερασπισθούν λυσιτελώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη θέση τους ότι το σύστημα CutStar καθιστά τα ρολά για πιεστήρια ρολού και τα ρολά που είναι κατάλληλα για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (cutter rolls) εναλλάξιμα μεταξύ τους και να αμφισβητήσουν μια σημαντική απόφαση η οποία είχε βαρύνουσες συνέπειες για την ενεργητική νομιμοποίηση και την εκτίμηση της ζημίας καθώς και για το αποτέλεσμα της έρευνας.

342    Υπενθυμίζεται ότι η αιτιολόγηση την οποία απαιτεί το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και εξ αυτής πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑8947, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

343    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 342 ανωτέρω, σκέψη 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

344    Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο ατομικών αποφάσεων, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των ατομικών αποφάσεων έχει ως σκοπό να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση πάσχει ενδεχομένως ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (βλ. απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 342 ανωτέρω, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

345    Πρέπει να κριθεί ότι η αιτίαση που αντλείται από το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι αναιτιολόγητος ή ανεπαρκώς αιτιολογημένος λόγω ενδεχόμενης σιγής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ως προς το ζήτημα της εναλλαξιμότητας των επίμαχων προϊόντων δεν είναι βάσιμη.

346    Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν την παράμετρο που συνίστατο στο ότι το επιχρισμένο χαρτί υψηλής ποιότητας σε φύλλα ή σε ρολά για μηχανήματα εκτύπωσης που τροφοδοτούνται με φύλλα και τα ρολά για πιεστήρια ρολού αποτελούσαν διαφορετικές ομάδες και δεν ήταν εναλλάξιμα μεταξύ τους (αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού), τόσο από απόψεως των φυσικών και τεχνικών χαρακτηριστικών, δεδομένου ότι η αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού επιβεβαιώνει την αιτιολογική σκέψη 18 του ίδιου κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά την αντίσταση στην απόσπαση και τη σκληρότητα ως κατάλληλα κριτήρια διακρίσεως (αιτιολογικές σκέψεις 18, 35 και 40 του προσβαλλόμενου κανονισμού), όσο και από οικονομικής απόψεως (αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

347    Έτσι, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν παρέβησαν το άρθρο 296 ΣΛΕΕ στο μέτρο που οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να εντοπίσουν σαφώς τα στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη στον προσβαλλόμενο κανονισμό προκειμένου να συναχθεί η μη εναλλαξιμότητα των ρολών των κατάλληλων για χρήση σε τυπογραφικά πιεστήρια που χρησιμοποιούν φύλλα (cutter rolls) με τα ρολά για πιεστήρια ρολού.

348    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

349    Ως εκ τούτου, από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 6, του βασικού κανονισμού

350    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δυνάμει της αρχής του μη καταλογισμού, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει έλλειψη αιτιολογίας εφόσον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν παρέσχαν κατάλληλες διευκρινίσεις ούτε επαρκή αιτιολογία περί του ότι η μη ζημιογόνος τιμή δεν υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο για την εξάλειψη της ζημίας η οποία προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και/ή ντάμπινγκ.

351    Επισημαίνεται όμως ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αιτιολόγησαν με σαφήνεια το αποτέλεσμα του ελέγχου περί του μη καταλογισμού δεδομένου ότι προέβησαν σε εκτίμηση της επιρροής την οποία ασκούν άλλοι παράγοντες επί της ζημίας, όπως η εξέλιξη της κατανάλωσης στην αγορά της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 445 έως 448 του προσβαλλόμενου κανονισμού), της τιμής της πρώτης ύλης (αιτιολογικές σκέψεις 449 έως 451 του προσβαλλόμενου κανονισμού), των εξαγωγικών επιδόσεων του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 452 και 453 του προσβαλλόμενου κανονισμού), των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 454 έως 456 του προσβαλλόμενου κανονισμού), καθώς και η διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα (αιτιολογικές σκέψεις 457 και 458 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

352    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέσχαν σαφή αιτιολογία ως προς το ότι δεν ήταν δυνατό να καταλογισθεί στους άλλους παράγοντες η ζημία η οποία προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και/ή ντάμπινγκ και ότι, κατά συνέπεια, η μη ζημιογόνος τιμή είχε καθοριστεί έτσι ώστε να μην υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε από τις ως άνω εισαγωγές.

353    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν βεβαιώθηκαν ότι η ζημία η οποία προκλήθηκε από άλλους παράγοντες πλην του ντάμπινγκ και των επιδοτήσεων δεν είχε συνεκτιμηθεί κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τους, ενώ τα εν λόγω θεσμικά όργανα έφεραν το βάρος να αποδείξουν ότι είχαν προβεί σε ανάλυση περί μη καταλογισμού.

354    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες απλώς επισημαίνουν ότι οι επιβληθέντες δασμοί ανέρχονται στο 20 % και ότι η μη ζημιογόνος τιμή επί τη βάσει της οποίας υπολογίσθηκε ο συντελεστής αυτός προέκυψε από την πρόσθεση στο κόστος παραγωγής περιθωρίου κέρδους 8 %.

355    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν επί της αρχής την επιλεγείσα από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προσέγγιση όσον αφορά το κέρδος-στόχο ούτε προβάλλουν αντιρρήσεις κατά του καθορισμού του κέρδους-στόχου στο ύψος το οποίο ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης θα μπορούσε να επιτύχει αν δεν υπήρχαν εισαγωγές που να αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων.

356    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την αξιοπιστία των ως άνω στοιχείων.

357    Επισημαίνεται κατά συνέπεια ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν αντιρρήσεις κατά του ύψους των επιβληθέντων δασμών εφόσον αρκούνται να υπενθυμίσουν τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 499 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

358    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξέτασαν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, τη σημασία των λοιπών γνωστών παραγόντων που θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία στον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής της Ένωσης και διαπίστωσαν ότι κανείς εξ αυτών δεν ήταν ικανός να διακόψει τον διαπιστωθέντα αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών από την Κίνα που αποτελούν αντικείμενο [επιδοτήσεως] και της ζημίας την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 445 έως 458 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Έτσι, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκπλήρωσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

359    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

360    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης απέρριψαν με συνοπτικές διαδικασίες όλους τους άλλους, πλην των επιδοτούμενων εισαγωγών, λόγους ζημίας που τους είχαν προταθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας.

361    Συναφώς, οι προσφεύγουσες αρκούνται να υποστηρίξουν, παραδείγματος χάριν, ότι η προκληθείσα ζημία δεν μπορεί να καταλογισθεί καθ’ ολοκληρίαν στις εισαγωγές από την Κίνα εφόσον, δεδομένης της απώλειας ενός μεριδίου αγοράς 5 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν μόνο κατά 3 %, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος άλλος ανταγωνιστής κέρδισε μερίδιο αγοράς 2 % το οποίο απώλεσε ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης. Έτσι, οι προσφεύγουσες δεν είναι αποκλειστικώς υπεύθυνες για την απώλεια του μεριδίου αγοράς και τη συνακόλουθη ζημία.

362    Στο μέτρο που πρόκειται για επιχείρημα των προσφευγουσών, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν αν η ζημία την οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε επιδοτούμενες εισαγωγές και να αποκλείουν κάθε ζημία που προκύπτει από άλλους παράγοντες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1992, C‑358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3813, σκέψη 16, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2011, T‑190/08, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. II‑7359, σκέψη 188).

363    Υπενθυμίζεται ακόμη ότι για να διαπιστωθεί αν άλλοι παράγοντες πλην των επιδοτούμενων εισαγωγών συνέτειναν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης απαιτείται η εξέταση πολύπλοκων οικονομικών θεμάτων, για την οποία τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οπότε ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ασκήσει παρά περιορισμένο έλεγχο επί της εκτιμήσεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, σκέψη 363 ανωτέρω, σκέψη 189).

364    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες φέρουν το βάρος να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αποτίμηση της ζημίας [βλ. αποφάσεις Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 228 ανωτέρω, σκέψη 119· Moser Baer India κατά Συμβουλίου, σκέψη 228 ανωτέρω, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, σκέψη 225 ανωτέρω, σκέψη 137].

365    Από την ως άνω νομολογία πρέπει να συναχθεί ότι στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ζημίας λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι που αφορούν τον καθορισμό της εν λόγω ζημίας, περιλαμβανομένου του αιτιώδους συνδέσμου.

366    Οι προσφεύγουσες όμως περιορίζονται σε απλές αναφορές, και μάλιστα εν είδει παραδείγματος.

367    Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του επιχείρηματός τους από τα οποία να προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του αιτιώδους συνδέσμου.

368    Επαλλήλως, όπως τονίζει το Συμβούλιο, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα συμπεράσματα που αντλούνται από τις αιτιολογικές σκέψεις 454 και 455 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά τις οποίες οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν συνέτειναν στη σημαντική ζημία την οποία υπέστη ο βιομηχανικός κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

369    Τρίτον, σε ό,τι αφορά την κάμψη των εξαγωγικών επιδόσεων του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την επισήμανση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ότι η κάμψη αυτή δεν είναι το κύριο αίτιο της ζημίας την οποία υπέστησαν οι παραγωγοί και κατά συνέπεια δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο.

370    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι εξαγωγικές επιδόσεις του βιομηχανικού κλάδου παραγωγής της Ένωσης μετρίασαν τις επιζήμιες συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών.

371    Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 452 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«Επειδή οι εξαγωγές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού σε υψηλά επίπεδα, προκειμένου να καλυφθούν οι υψηλές πάγιες δαπάνες των επενδύσεων σε μηχανήματα, θεωρήθηκε ότι αν και οι εξαγωγικές επιδόσεις επιδεινώθηκαν, η επίδρασή τους ήταν γενικά θετική. Επομένως, θεωρείται ότι η μείωση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων μπορεί μεν να συντέλεσε [στη συνολική] επιδείνωση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, αλλά από την άλλη μετρίασαν τις απώλειες που υπέστη η αγορά της Ένωσης και έτσι δεν άλλαξε η σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την [Κίνα] και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.»

372    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του αιτιώδους συνδέσμου.

373    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

374    Εξ αυτού συνάγεται ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

375    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο, ο Cepifine, η Sappi Europe, η Burgo Group και η Lecta, σύμφωνα με το αίτημα των τελευταίων.

376    Η Επιτροπή θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Gold East Paper (Jiangsu) Co. Ltd και η Gold Huasheng Paper (Suzhou Industrial Park) Co. Ltd φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Cepifine AISBL, η Sappi Europe SA, η Burgo Group SpA και η Lecta SA.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Έρευνα

Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο δ΄, του άρθρου 28 και του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τη χρήση της Ταϊβάν ως ενδεδειγμένης βάσεως αναφοράς

Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν τον ατομικό χαρακτήρα

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

Επί του πρώτου σκέλους, περί του ότι δεν εκτέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους ένας Φινλανδός παραγωγός δεν συμπεριλήφθηκε στην εκτίμηση της ζημίας

Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά τους όρους διεξαγωγής της αξιολογήσεως των μικροοικονομικών δεικτών ζημίας βάσει των τεσσάρων αντιπροσωπευτικών παραγωγών της Ένωσης

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, και του άρθρου 15 του βασικού κανονισμού

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού

Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 6, του βασικού κανονισμού

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 – Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.