Language of document : ECLI:EU:T:2019:452

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Luciano Sandrone – Προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης DON LUCIANO – Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος – Άρθρο 47, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού σήματος αποτελούμενου από κύριο όνομα και επώνυμο – Προγενέστερο λεκτικό σήμα αποτελούμενο από τίτλο και κύριο όνομα – Ουδετερότητα της εννοιολογικής συγκρίσεως – Έλλειψη κινδύνου συγχύσεως»

Στην υπόθεση T-268/18,

Luciano Sandrone, κάτοικος Barolo (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τον A. Borra, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την K. Kompari και τον H. O’Neill,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO:

J. García Carrión, SA, με έδρα το Jumilla (Ισπανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 26ης Φεβρουαρίου 2018 (υπόθεση R 1207/2017-2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του J. García Carrión και του Luciano Sandrone,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, E. Bieliūnas και A. Kornezov (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε την 1η Αυγούστου 2018,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

14      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αφορά παράβαση, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, του άρθρου 47, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2017/1001, ο δε δεύτερος παράβαση, εκ μέρους του ίδιου τμήματος, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού.

[παραλειπόμενα]

 Επί της προβαλλόμενης παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001

[παραλειπόμενα]

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

[παραλειπόμενα]

62      Στην παρούσα υπόθεση, τόσο το προγενέστερο σήμα όσο και το σημείο που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος είναι λεκτικής φύσεως. Το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε, προτού προβεί σε οπτική, φωνητική και εννοιολογική σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων, ότι αυτά περιείχαν κάποιο κυρίαρχο στοιχείο. Μόνον κατά τη διάρκεια της συγκρίσεως αυτής διευκρίνισε, πρώτον, όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, ότι η λέξη «luciano» είχε εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από τη λέξη «don» (σημείο 51 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεύτερον, όσον αφορά το σημείο που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, το στοιχείο «luciano» είχε, σύμφωνα με το τμήμα προσφυγών, λιγότερο έντονο διακριτικό χαρακτήρα από εκείνον του στοιχείου «sandrone», το οποίο είχε μεγαλύτερη εγγενή αξία για το ισπανικό, το γαλλικό, το ιταλικό και το πορτογαλικό κοινό, λόγω του ότι επρόκειτο για σπάνιο επώνυμο. Εντούτοις, αυτό το συμπέρασμα δεν ισχύει, κατά το τμήμα προσφυγών, για ολόκληρη την Ένωση, ειδικότερα δε για τη Γερμανία και τη Φινλανδία, όπου το στοιχείο «luciano» έχει την ίδια διακριτική ισχύ με το στοιχείο «sandrone» (σημεία 48 και 50 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

63      Ο προσφεύγων αμφισβητεί το τελευταίο αυτό συμπέρασμα.

64      Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον η κρίση του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τα διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία των αντιπαρατιθέμενων σημείων ενέχει πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.

–       Επί των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων των αντιπαρατιθέμενων σημείων

65      Το σημείο που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος περιλαμβάνει δύο λέξεις, η μία εκ των οποίων αποτελείται από επτά γράμματα, «luciano», και η άλλη από οκτώ γράμματα, «sandrone». Το προγενέστερο σήμα επίσης περιλαμβάνει δύο λέξεις, η πρώτη εκ των οποίων αποτελείται από τρία γράμματα, «don», και η δεύτερη από επτά γράμματα, «luciano».

66      Όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, διαπιστώνεται ότι το στοιχείο «luciano» υπερτερεί του στοιχείου «don», ιδίως επειδή το τελευταίο είναι μικρότερο ως λέξη, αλλά και λόγω του ότι αυτό, όπως υπογράμμισε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 51 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, θα γίνει αντιληπτό ως ισπανικός τίτλος που σημαίνει «κύριος» ή ως ιταλικός τίτλος που αποδίδεται σε ιερείς, έννοια υπό την οποία θα γίνει, εξάλλου, αντιληπτό και από σημαντικό τμήμα του κοινού της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων του γερμανικού και του φινλανδικού, όπως μαρτυρεί η σχετική παραπομπή του τμήματος προσφυγών στο λήμμα του γερμανικού λεξικού Duden. Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για το ενδιαφερόμενο κοινό, το στοιχείο «luciano» είχε εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από το στοιχείο «don», γεγονός το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί ο προσφεύγων. Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζει όμως τον προσδιορισμό της εντάσεως του διακριτικού χαρακτήρα του στοιχείου «luciano» αυτού καθ’ εαυτό (βλ. σκέψη 102 κατωτέρω.).

67      Πάντως, ναι μεν το στοιχείο «luciano» έχει εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από τη λέξη «don», αλλά όχι σε βαθμό που να καθιστά το τελευταίο αυτό στοιχείο αμελητέας σημασίας.

68      Όσον αφορά το σημείο που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, όπως ορθώς αναφέρει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 46 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι λέξεις από τις οποίες αυτό αποτελείται είναι πιθανόν να γίνουν αντιληπτές από το ενδιαφερόμενο κοινό σε ολόκληρη την Ένωση ως συνδυασμός ενός κυρίου ονόματος και ενός επωνύμου. Εν συνεχεία επισήμανε ότι το όνομα Sandrone δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ως σύνηθες επώνυμο, ακόμη και στην Ιταλία, και ότι το κύριο όνομα Luciano, αντιθέτως, θεωρείται ευρέως διαδεδομένο στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία, καθώς και στη Γαλλία λόγω του παραπλήσιου κύριου ονόματος Lucien (σημείο 47 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επομένως, όσον αφορά το κοινό των αντίστοιχων κρατών μελών, δέχθηκε ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του στοιχείου «luciano» είναι λιγότερο έντονος από τον αντίστοιχο του στοιχείου «sandrone», το οποίο, ως σπάνιο επώνυμο, διαθέτει «μεγαλύτερη εγγενή αξία» (σημείο 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

69      Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν την εν λόγω κρίση του τμήματος προσφυγών.

70      Αντιθέτως, κατά το τμήμα προσφυγών, στη Γερμανία ή στη Φινλανδία το στοιχείο «luciano» θα γίνει αντιληπτό ως σπάνιο κύριο όνομα. Επίσης, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν ήταν ορθή η διαπίστωση του τμήματος ανακοπών ότι το ιταλικό κύριο όνομα Luciano ήταν γνώριμο στο κοινό ολόκληρης της Ένωσης, χάρη στη φήμη του Ιταλού τενόρου Luciano Pavarotti. Κατά το τμήμα προσφυγών, «εξ όσων γνωρίζει», διάσημο είναι μάλλον το επώνυμο Pavarotti, παρά το πλήρες ονοματεπώνυμο Luciano Pavarotti, σημαντικό δε τμήμα του κοινού της Ένωσης δεν θα συγκρατούσε στη μνήμη του το κύριο όνομά του (σημείο 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επί της βάσεως αυτής, το τμήμα προσφυγών συμπέρανε ότι τόσο το κύριο όνομα Luciano όσο και το επώνυμο Sandrone ήταν σπάνια για το γερμανικό και το φινλανδικό κοινό και ότι, για το κοινό των εν λόγω χωρών, το πρώτο στοιχείο είχε, επομένως, την ίδια διακριτική ισχύ με το δεύτερο (σημείο 50 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

71      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ενδέχεται σε ένα μέρος της Ένωσης το επώνυμο να έχει, κατά κανόνα, εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα απ’ ό,τι το κύριο όνομα. Πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και, ειδικότερα, το κατά πόσον το επίμαχο επώνυμο δεν είναι σύνηθες ή, αντιθέτως, είναι ευρέως διαδεδομένο, όπερ μπορεί να επηρεάσει τον διακριτικό χαρακτήρα [αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2011, Cooperativa Vitivinícola Arousana κατά ΓΕΕΑ – Sotelo Ares (ROSALIA DE CASTRO), T-421/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:565, σκέψη 50, και της 11ης Ιουλίου 2018, Enoitalia κατά EUIPO – La Rural Viñedos y Bodegas (ANTONIO RUBINI), T-707/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:424, σκέψη 38], καθώς και η ενδεχόμενη φήμη του προσώπου το οποίο ζητεί να καταχωριστούν, από κοινού, το όνομά του και το επώνυμό του ως σήμα (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Becker κατά Harman International Industries, C-51/09 P, EU:C:2010:368, σκέψεις 36 και 37).

72      Στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζει και ο προσφεύγων, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα σε συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι το κύριο όνομα Luciano στη Γερμανία ή στη Φινλανδία γίνεται αντιληπτό ως σπάνιο κύριο όνομα.

73      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι ορισμένο κύριο όνομα δεν είναι πολύ σύνηθες μεταξύ του πληθυσμού του τάδε ή του δείνα κράτους μέλους δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αυτό γίνεται αντιληπτό ως σπάνιο κύριο όνομα από το ενδιαφερόμενο κοινό στο αντίστοιχο κράτος μέλος. Πράγματι, ένα σχετικά γνωστό κύριο όνομα σε επίπεδο Ένωσης ή σε διεθνές επίπεδο δεν θα γίνει αντιληπτό ως σπάνιο από το ενδιαφερόμενο κοινό, ακόμη και στα κράτη μέλη όπου το κύριο αυτό όνομα δεν είναι ευρέως διαδεδομένο.

74      Στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε, στο σημείο 47 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το κύριο όνομα Luciano θεωρείται πολύ σύνηθες στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία καθώς και στη Γαλλία, δηλαδή σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης, δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί, λαμβανομένων υπόψη της εμπορικής κινητικότητας εντός της Ένωσης και των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, ότι το εν λόγω κύριο όνομα γίνεται αντιληπτό ως σπάνιο από το ενδιαφερόμενο κοινό στη Γερμανία και στη Φινλανδία. Με άλλα λόγια, ενώ είναι πασίγνωστο ότι το κύριο όνομα Luciano δεν είναι ευρέως διαδεδομένο μεταξύ των πληθυσμών της Γερμανίας και της Φινλανδίας, από μόνο του το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το συγκεκριμένο κύριο όνομα γίνεται αντιληπτό ως σπάνιο κύριο όνομα σε αυτά τα κράτη μέλη, όπως έκρινε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

75      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για το κοινό της Ένωσης συνολικά, το πλέον διακριτικό στοιχείο του σημείου που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος είναι το στοιχείο «sandrone», επώνυμο που δεν γίνεται αντιληπτό ως σύνηθες, χωρίς εντούτοις αυτό να καθιστά το στοιχείο «luciano» αμελητέας σημασίας.

76      Κατόπιν εξετάσεως των εγγενών ιδιοτήτων καθενός από τα επιμέρους στοιχεία των αντιπαρατιθέμενων σημείων και κατόπιν συγκρίσεώς τους με εκείνες των λοιπών επιμέρους στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να επισημάνει την παρουσία ενός εντονότερου διακριτικού στοιχείου σε καθένα εκ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, δηλαδή του στοιχείου «luciano» στο προγενέστερο σήμα, όπερ και ορθώς έπραξε, και του στοιχείου «sandrone» στο σημείο που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, όπερ δεν έπραξε, ως προς τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού, προτού προβεί σε οπτική, φωνητική και εννοιολογική σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Οι συνέπειες αυτού του σφάλματος θα προσδιοριστούν αργότερα.

[παραλειπόμενα]

–       Επί της εννοιολογικής συγκρίσεως

81      Στα σημεία 52 και 53 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισημαίνει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα συνδέσει το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση με ένα κύριο όνομα και ένα επώνυμο, δηλαδή με συγκεκριμένο (φανταστικό ή πραγματικό) πρόσωπο ονόματι Luciano, μέλος της οικογένειας Sandrone, και θα θεωρήσει, επίσης, ότι το προγενέστερο σήμα προσδιορίζει ένα πρόσωπο ονόματι Luciano. Εξ αυτού το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι «[ο]ι καταναλωτές, ιδίως στη Γερμανία ή στη Φινλανδία, θα μπορούσαν επομένως να ερμηνεύσουν τα επίμαχα σήματα ως προσδιοριστικά του αυτού προσώπου (φανταστικού ή πραγματικού), που έχει το ασυνήθιστο όνομα “Luciano”». Ως εκ τούτου, κατά το τμήμα προσφυγών, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία εμφανίζουν μεσαίο βαθμό εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ τους (σημείο 53 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

82      Τόσο ο προσφεύγων όσο και το EUIPO διατυπώνουν αντιρρήσεις επ’ αυτού. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διαφέρουν σε εννοιολογικό επίπεδο, ενώ, σύμφωνα με το EUIPO, η μεταξύ τους σύγκριση θα ήταν ουδέτερη στο επίπεδο αυτό. Εξάλλου, κατά το EUIPO, η νομολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος παρουσιάζει διακυμάνσεις, δεδομένου ότι με ορισμένες αποφάσεις ο δικαστής της Ένωσης έχει αποφανθεί ότι είναι δυνατή η εννοιολογική σύγκριση μεταξύ των σημείων που περιέχουν ένα κύριο όνομα ή ένα επώνυμο, ενώ με άλλες αποφάσεις έχει κριθεί ότι η εννοιολογική σύγκριση μεταξύ των σημείων αυτών δεν είναι δυνατή.

83      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την αποσαφήνιση της νομολογίας επί του ζητήματος αυτού. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός της εννοιολογικής συγκρίσεως είναι η σύγκριση των «εννοιών» τις οποίες εμπεριέχουν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία. Ο όρος «έννοια», όπως ορίζεται, για παράδειγμα, στο λεξικό Larousse, σημαίνει «γενική και αφηρημένη ιδέα που σχηματίζει ο ανθρώπινος νους για συγκεκριμένο ή αφηρημένο αντικείμενο της σκέψης του, η οποία του επιτρέπει να συνδέσει με το ίδιο αυτό αντικείμενο τις διαφορετικές παραστάσεις που σχηματίζει γι’ αυτό και να οργανώσει τις γνώσεις του σχετικά με αυτό».

84      Επίσης, κατά τη νομολογία, η εννοιολογική ομοιότητα συνεπάγεται σύμπτωση των αντιπαρατιθέμενων σημείων ως προς το εννοιολογικό τους περιεχόμενο (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1997, SABEL, C-251/95, EU:C:1997:528, σκέψη 24).

85      Ως εκ τούτου, όταν ένα κύριο όνομα ή ένα επώνυμο δεν αποδίδει μια «γενική και αφηρημένη ιδέα» και στερείται σημειολογικού περιεχομένου, δεν αποτελεί φορέα καμίας «έννοιας», με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η εννοιολογική σύγκριση μεταξύ δύο σημείων αποτελούμενων αποκλειστικά από τέτοια κύρια ονόματα ή επώνυμα.

86      Αντιθέτως, η εννοιολογική σύγκριση εξακολουθεί να είναι δυνατή όταν το επίμαχο κύριο όνομα ή επώνυμο έχει καταστεί σύμβολο μιας έννοιας, για παράδειγμα λόγω της φήμης του φορέα του εν λόγω κυρίου ονόματος ή του επωνύμου, ή όταν το εν λόγω κύριο όνομα ή επώνυμο διαθέτει σαφές και αμέσως αναγνωρίσιμο σημειολογικό περιεχόμενο.

87      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα σήματα που αποτελούνται από επώνυμα ή κύρια ονόματα προσώπων ως στερούμενα ιδιαίτερης εννοιολογικής σημασίας, εκτός αν το κύριο όνομα ή επώνυμο είναι ιδιαιτέρως γνωστό λόγω του ότι φορέας του είναι διάσημο πρόσωπο [πρβλ. αποφάσεις της 18ης Μαΐου 2011, IIC κατά ΓΕΕΑ – McKenzie (McKENZIE), T-502/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:223, σκέψη 40, της 8ης Μαΐου 2014, Pedro Group κατά ΓΕΕΑ – Cortefiel (PEDRO), T-38/13, μη δημοσιευθείσα, ΕU:T:2014:241, σκέψεις 71 ως 73, και της 11ης Ιουλίου 2018, ANTONIO RUBINI, T-707/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:424, σκέψη 65].

88      Στην παρούσα υπόθεση, το τμήμα προσφυγών δεν προσδιόρισε καμία έννοια δυνάμενη να συνδεθεί με το επίμαχο ονοματεπώνυμο. Ούτε και οι διάδικοι προβάλλουν τέτοια επιχειρήματα.

89      Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα συνδέσει το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση με ορισμένο κύριο όνομα και επώνυμο και, επομένως, με συγκεκριμένο πρόσωπο, φανταστικό ή πραγματικό, καθώς και ότι το προγενέστερο σήμα θα γίνει αντιληπτό ως προσδιοριστικό ενός προσώπου ονόματι Luciano, είναι άνευ σημασίας για τους σκοπούς της εννοιολογικής συγκρίσεως των σημείων.

90      Κατά συνέπεια, πρέπει να ανατραπεί η κρίση του τμήματος προσφυγών ότι υφίσταται μεσαίος βαθμός εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Γίνεται επομένως δεκτό ότι, όπως υποστηρίζει και το EUIPO, η όποια εννοιολογική σύγκριση καθίσταται αδύνατη στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι τα κύρια ονόματα και το επώνυμο που συνθέτουν τα σημεία δεν εμπεριέχουν καμία έννοια.

91      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων συνολικά, επικυρώνονται τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών ως προς την ύπαρξη οπτικής και φωνητικής ομοιότητας, τουλάχιστον μικρού βαθμού, μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, και ανατρέπεται το συμπέρασμά του ως προς την ύπαρξη μεσαίου βαθμού εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ αυτών, καθώς στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι δυνατή η εννοιολογική σύγκριση των εν λόγω σημείων.

 Επί της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως

92      Πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί το επιχείρημα που προβάλλει ο προσφεύγων στο σημείο 63 του δικογράφου της προσφυγής, ότι ο κίνδυνος συγχύσεως θα πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με την εντύπωση που σχηματίζει ο καταναλωτής της Ένωσης, και όχι οι καταναλωτές μίας ή δύο χωρών της (εν προκειμένω, της Γερμανίας και της Φινλανδίας). Πράγματι, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, για να μη γίνει δεκτή η καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρκεί να συντρέχει ένας σχετικός λόγος απαραδέκτου κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 να υπάρχει σε ένα μέρος της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ – Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), T-81/03, T-82/03 και T-103/03, EU:T:2006:397, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι κακώς το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στο ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μόνο σε δύο χώρες της Ένωσης για να μην κάνει δεκτή την αίτηση καταχωρίσεως, ανεξαρτήτως δε του ζητήματος αν, στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ο προβαλλόμενος κίνδυνος συγχύσεως για τον Γερμανό ή τον Φινλανδό καταναλωτή.

93      Όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι αυτή συνεπάγεται κάποιο βαθμό αλληλεξαρτήσεως μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Έτσι, τυχόν μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζόμενων από τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων, και αντιστρόφως (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2017, REGENT UNIVERSITY, T-538/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:226, σκέψη 71, και της 8ης Νοεμβρίου 2017, IST, T-80/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:784, σκέψη 64).

94      Εφαρμόζοντας την αρχή της αλληλεξαρτήσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 93 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, τουλάχιστον για το ενδιαφερόμενο κοινό της Γερμανίας και της Φινλανδίας, δεδομένου ότι τα εν λόγω σημεία εμφάνιζαν τουλάχιστον μικρού βαθμού οπτική και φωνητική ομοιότητα και μεσαίου βαθμού εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ τους και ότι τα επίμαχα προϊόντα ήταν πανομοιότυπα ή εμφάνιζαν μεσαίου βαθμού ομοιότητα μεταξύ τους.

95      Εντούτοις, εφαρμόζοντας μηχανικά την αρχή της αλληλεξαρτήσεως, χωρίς να λάβει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων παραγόντων, το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε ορθή σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.

96      Πράγματι, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, καίτοι είναι βεβαίως αληθές ότι, δυνάμει της αρχής της αλληλεξαρτήσεως, τυχόν μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζόμενων από τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων, αντιστρόφως, μπορεί κάλλιστα να διαπιστωθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, ακόμη και παρά την ύπαρξη πανομοιότυπων προϊόντων και μικρού βαθμού ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2015, Giovanni Cosmetics κατά ΓΕΕΑ – Vasconcelos & Gonçalves (GIOVANNI GALLI), T-559/13, EU:T:2015:353, σκέψη 132 (μη δημοσιευθείσα)· πρβλ. και αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2006, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ – Johnson’s Veterinary Products (VITACOAT), T-277/04, EU:T:2006:202, σκέψεις 67 και 68, και της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Annco κατά ΓΕΑΑ – Freche et fils (ANN TAYLOR LOFT), T-385/09, EU:T:2011:49, σκέψεις 44 και 48].

97      Στην παρούσα υπόθεση, πρώτον, το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε ορθώς την ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, συμπεραίνοντας εσφαλμένως ότι, εντός του σημείου του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το στοιχείο «luciano» είχε την ίδια διακριτική ισχύ με το στοιχείο «sandrone» και κρίνοντας εσφαλμένως ότι υπήρχε μεσαίος βαθμός εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων (βλ. σκέψεις 75 και 90 ανωτέρω).

98      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες των επίμαχων προϊόντων. Όμως, σύμφωνα με τη νομολογία, ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής του συγκεκριμένου είδους προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα σήματα κατέχει καθοριστικό ρόλο στη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως [απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, Scandic Distilleries κατά ΓΕΕΑ – Bürgerbräu, Röhm & Söhne (BÜRGER), T-460/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:432, σκέψη 27].

99      Εν προκειμένω, στον αμπελοοινικό τομέα τα ονόματα έχουν μεγάλη σημασία, είτε πρόκειται για επώνυμα είτε για ονομασίες κτημάτων, δεδομένου ότι χρησιμεύουν ως στοιχεία αναφοράς και προσδιορισμού των οίνων. Γενικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι οι καταναλωτές συνηθίζουν να προσδιορίζουν και να αναγνωρίζουν τον οίνο σε σχέση με το λεκτικό στοιχείο που χρησιμεύει για την αναγνώρισή του, ανεξαρτήτως του αν το στοιχείο αυτό προσδιορίζει ειδικότερα τον καλλιεργητή ή το κτήμα όπου παράγεται ο οίνος [αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pêra-Grave κατά ΓΕΕΑ – Fundação Eugénio de Almeida (QTA S. JOSÉ DE PERAMANCA), T-602/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:97, σκέψη 35, και της 11ης Ιουλίου 2018, ANTONIO RUBINI, T-707/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:424, σκέψη 49· πρβλ., επίσης, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2005, Julián Murúa Entrena, T-40/03, EU:T:2005:285, σκέψη 56]. Επομένως, ως δηλωτικό της προελεύσεως των οίνων του προσφεύγοντος θα χρησιμεύσει το διακριτικό στοιχείο «sandrone» ή ακόμη η πλήρης ονομασία «luciano sandrone», όχι όμως μόνον το στοιχείο «luciano».

100    Τρίτον, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε επίσης υπόψη τη συχνότητα της χρήσεως ισπανικών ή ιταλικών κύριων ονομάτων ή επωνύμων, πραγματικών ή υποθετικών, στον αμπελοοινικό τομέα και το γεγονός ότι οι καταναλωτές είναι συνηθισμένοι σε σήματα που περιέχουν αυτά τα στοιχεία, με αποτέλεσμα να μη σκέπτονται, κάθε φορά που ένα κύριο όνομα ή επώνυμο αυτού του τύπου εμφανίζεται σε σήμα συνδυαζόμενο με άλλα στοιχεία, ότι υποδηλώνει ότι τα προϊόντα για τα οποία χρησιμοποιείται προέρχονται όλα από την ίδια πηγή [πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2015, GIOVANNI GALLI, T-559/13, EU:T:2015:353, σκέψη 116 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

101    Ως εκ τούτου, στον αμπελοοινικό τομέα, όπου είναι πολύ συνήθης η χρήση σημείων αποτελούμενων από επώνυμα ή κύρια ονόματα, είναι απίθανο το ενδεχόμενο να θεωρήσει ο μέσος καταναλωτής ότι μεταξύ των δικαιούχων των αντιπαρατιθέμενων σημείων υφίσταται οικονομική σχέση, απλώς και μόνον επειδή αμφότεροι φέρουν το κύριο όνομα Luciano, το οποίο λογίζεται ως ευρέως διαδεδομένο, κατά το σημείο 47 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία, και ως προς το οποίο δεν έχει αποδειχθεί ότι γίνεται αντιληπτό ως σπάνιο σε άλλες χώρες της Ένωσης. Από μόνο του το γεγονός αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως όσον αφορά τα σχετικά με οίνους εμπορικά σήματα, δεδομένου ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν αναμένει ότι το σύνηθες αυτό κύριο όνομα θα χρησιμοποιείται από έναν μόνον παραγωγό ως στοιχείο σήματος [πρβλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2019, Serendipity κ.λπ. κατά EUIPO – CKL Holdings (CHIARA FERRAGNI), T-647/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:73, σκέψη 71· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2015, GOVANNI GALLI, T-559/13, EU:T:2015:353, σκέψη 117 (μη δημοσιευθείσα)].

102    Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη ούτε τον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα του κοινού στοιχείου των δύο σημάτων, δηλαδή του «luciano», ο οποίος οφείλεται στο γεγονός ότι το εν λόγω κύριο όνομα μπορεί να αναφέρεται σε έναν δυνητικά αόριστο αριθμό προσώπων και ότι, ως εκ τούτου, το ενδιαφερόμενο κοινό συνολικά είναι σε θέση να διακρίνει το προγενέστερο σήμα από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, δεδομένου ότι το τελευταίο περιλαμβάνει, επιπλέον, το στοιχείο «sandrone», επώνυμο που έχει μεγαλύτερη εγγενή αξία (βλ. σκέψεις 68 και 69 ανωτέρω).

103    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κάθε επώνυμο που αποτελεί προγενέστερο σήμα μπορεί να αντιταχθεί επιτυχώς στην καταχώριση σύνθετου σήματος αποτελούμενου από ένα κύριο όνομα και το συγκεκριμένο επώνυμο (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Becker κατά Harman International Industries, C‑51/09 P, EU:C:2010:368, σκέψη 39). Συνεπώς, δεν συνάγεται αυτομάτως ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως κάθε φορά που προγενέστερο σήμα, το οποίο αποτελείται από επώνυμο, χρησιμοποιείται σε άλλο σήμα, με την προσθήκη στο τελευταίο ενός κύριου ονόματος. Το ίδιο ισχύει και όταν το μεν προγενέστερο σήμα αποτελείται ιδίως από κύριο όνομα, το δε σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση από συνδυασμό του εν λόγω κυρίου ονόματος και ενός επωνύμου [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2015, GIOVANNI GALLI, T-559/13, EU:T:2015:353, σκέψη 125 (μη δημοσιευθείσα)].

104    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και λαμβανομένων υπόψη του μικρού βαθμού οπτικής και φωνητικής ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, καθώς και της αδυναμίας εννοιολογικής συγκρίσεως μεταξύ τους, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

105    Ως εκ τούτου, με βάση το παραπάνω σκεπτικό, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της προσφυγής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να κριθούν τα λοιπά επιχειρήματα του προσφεύγοντος που αφορούν, το μεν ένα, τη φήμη του, φερόμενου ως πασίγνωστου, σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, το δε άλλο, την πρακτική την οποία ακολουθούσε το EUIPO με τις προγενέστερες αποφάσεις του.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 26ης Φεβρουαρίου 2018 (υπόθεση R 1207/2017-2).

2)      Καταδικάζει το EUIPO τόσο στα δικά του δικαστικά έξοδα όσο και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε o Luciano Sandrone.

Tomljenović

Bieliūnas

Kornezov

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιουνίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.