Language of document : ECLI:EU:T:2005:57

Υπόθεση T-383/03

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Hynix Semiconductor Inc.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Εμπιστευτικότητα — Αμφισβήτηση»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Διαδικασία — Παρέμβαση — Ανακοίνωση των δικαστικών πράξεων στους διαδίκους — Παρέκκλιση — Εμπιστευτική μεταχείριση — Αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως — Προϋποθέσεις — Διευκρίνιση — Αιτιολογία

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 2)

2.      Διαδικασία — Παρέμβαση — Ανακοίνωση των δικαστικών πράξεων στους διαδίκους — Παρέκκλιση — Εμπιστευτική μεταχείριση — Αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως — Εξέταση εκ μέρους του προέδρου σε περίπτωση αμφισβητήσεως — Εξακρίβωση του απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα — Στάθμιση των συμφερόντων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 2· κανονισμός 2026/97 του Συμβουλίου, άρθρο 29)

3.      Διαδικασία — Παρέμβαση — Ανακοίνωση των δικαστικών πράξεων στους διαδίκους — Παρέκκλιση — Εμπιστευτική μεταχείριση — Πληροφορία επαναληφθείσα επανειλημμένως στις διαδικαστικές πράξεις — Επιβάλλεται η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως να αναφέρει όλα τα κρίσιμα αποσπάσματα

4.      Διαδικασία — Παρέμβαση — Ανακοίνωση των δικαστικών πράξεων στους διαδίκους — Παρέκκλιση — Εμπιστευτική μεταχείριση — Πληροφορίες που δεν μπορούν να θεωρηθούν απόρρητες ή εμπιστευτικές

5.      Διαδικασία — Παρέμβαση — Ανακοίνωση των δικαστικών πράξεων στους διαδίκους — Παρέκκλιση — Εμπιστευτική μεταχείριση — Πληροφορίες που μπορούν να θεωρηθούν απόρρητες ή εμπιστευτικές

6.      Διαδικασία — Παρέμβαση — Ανακοίνωση των δικαστικών πράξεων στους διαδίκους — Παρέκκλιση — Εμπιστευτική μεταχείριση — Αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που αφορά πληροφορίες οι οποίες είναι όντως απόρρητες ή εμπιστευτικές, αλλά αναγκαίες για την άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των παρεμβαινόντων — Απόρριψη

1.      Το άρθρο 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου καθιερώνει την αρχή ότι όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους πρέπει να ανακοινώνονται στους παρεμβαίνοντες και μόνο κατ’ εξαίρεση καθίσταται δυνατό να αποκλειστούν από την ανακοίνωση αυτή ορισμένα απόρρητα ή εμπιστευτικά έγγραφα ή απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία.

Εναπόκειται στον διάδικο που υποβάλλει αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως να διευκρινίσει τα έγγραφα ή τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται και να αιτιολογήσει δεόντως τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα.

Δεν πληροί την απαίτηση ακριβείας η αίτηση της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως η οποία δεν διευκρινίζει τα στοιχεία για τα οποία ζητείται να αποκλειστεί η ανακοίνωση των εγγράφων διαδικασίας στους παρεμβαίνοντες, αφού αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να μπορούν να εξακριβώσουν τα στοιχεία αυτά ώστε να είναι σε θέση να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς την εμπιστευτικότητα αυτών των στοιχείων και την ενδεχόμενη αναγκαιότητα να τους ανακοινωθούν.

Η απαίτηση αιτιολογίας εκτιμάται σε σχέση με τον ίδιο τον χαρακτήρα καθενός από τα έγγραφα και τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση. Διάκριση μπορεί να γίνει μεταξύ, αφενός, των στοιχείων που είναι εκ φύσεως απόρρητα, όπως είναι τα επιχειρηματικά απόρρητα εμπορικής, ανταγωνιστικής, οικονομικής ή λογιστικής φύσεως, ή εμπιστευτικά, όπως τα καθαρά εσωτερικά στοιχεία, και, αφετέρου, άλλων εγγράφων ή στοιχείων που μπορεί να έχουν απόρρητο ή εμπιστευτικό χαρακτήρα, για λόγο που εναπόκειται στον αιτούντα να αναφέρει.

Όσον αφορά τα στοιχεία που συνίστανται σε αριθμούς ή ακριβείς ενδείξεις εμπορικού, ανταγωνιστικού ή οικονομικού χαρακτήρα αρκεί, προς εκπλήρωση της απαιτήσεως αιτιολογίας, η σύντομη περιγραφή αναφέροντας ότι αυτά είναι, αναλόγως της περιπτώσεως, απόρρητου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 17-18, 31-32, 34-35)

2.      Όταν ένας διάδικος υποβάλλει αίτηση βάσει του άρθρου 116, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, εναπόκειται στον πρόεδρο να αποφανθεί αποκλειστικά επί των εγγράφων και στοιχείων των οποίων αμφισβητείται η εμπιστευτικότητα από άλλο διάδικο ή παρεμβαίνοντα. Πράγματι, στο μέτρο που η αίτηση δεν αμφισβητείται, δεν συντρέχει λόγος να εκδοθεί η σχετική διάταξη.

Εναπόκειται στον πρόεδρο, όταν αυτός καλείται να αποφανθεί, σε πρώτη φάση να εξετάσει αν τα έγγραφα και τα στοιχεία των οποίων η εμπιστευτικότητα αμφισβητείται είναι απόρρητα ή εμπιστευτικά. Κατά την εξέταση αυτή, ο πρόεδρος δεν μπορεί να δεσμεύεται από συμφωνητικό εμπιστευτικότητας που ο προσφεύγων συνήψε με τρίτο σχετικά με τα έγγραφα ή τα στοιχεία που αφορούν αυτόν τον τρίτο και περιλαμβάνονται στα υπομνήματα. Ο πρόεδρος δεν δεσμεύεται ούτε από το γεγονός ότι η Επιτροπή χειρίστηκε εμπιστευτικά ορισμένα έγγραφα και στοιχεία κατά τη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως. Αντιθέτως, εναπόκειται σ’ αυτόν να εξετάσει αν το έγγραφο ή το στοιχείο για το οποίο πρόκειται είναι όντως απόρρητο ή εμπιστευτικό.

Πάντως, στις διαφορές που έχουν ως αντικείμενο πράξη εκδοθείσα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Κοινότητας, έχει σημασία να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της πράξεως αυτής, τα κοινοτικά όργανα, τα οποία επιλαμβάνονται αιτήσεως δεόντως αιτιολογημένης, δέχθηκαν να χειριστούν τα έγγραφα ή τα στοιχεία που ανακοίνωσε διάδικος ως εμπιστευτικά ή ως παρασχεθέντα εμπιστευτικώς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 του κανονισμού αυτού.

Όταν από την εξέταση οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ορισμένα έγγραφα και στοιχεία των οποίων η εμπιστευτικότητα αμφισβητείται είναι απόρρητα ή εμπιστευτικά, εναπόκειται στον πρόεδρο να προβεί, σε δεύτερη φάση, στην εκτίμηση και τη στάθμιση των συμφερόντων, για έκαστο εξ αυτών. Συναφώς, η εκτίμηση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να γίνει χρήση της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 116, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας είναι διαφορετική αναλόγως του αν η εμπιστευτική μεταχείριση ζητείται προς το συμφέρον του προσφεύγοντος ή προς το συμφέρον τρίτου σε σχέση με τη διαφορά.

Όταν η εμπιστευτική μεταχείριση ζητείται προς το συμφέρον του προσφεύγοντος, η εκτίμηση αυτή οδηγεί τον πρόεδρο, για κάθε αναφερόμενο έγγραφο ή στοιχείο, να σταθμίσει το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος να αποφύγει ουσιώδη βλάβη των συμφερόντων του με το εξίσου έννομο συμφέρον των παρεμβαινόντων να έχουν στη διάθεσή τους τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους.

Όταν η εμπιστευτική μεταχείριση ζητείται προς το συμφέρον τρίτου σε σχέση με τη διαφορά, η εκτίμηση αυτή οδηγεί τον πρόεδρο, για κάθε αναφερόμενο έγγραφο ή στοιχείο, να σταθμίσει το συμφέρον αυτού του τρίτου όπως τα απόρρητα ή εμπιστευτικά έγγραφα ή στοιχεία που τον αφορούν να προστατευθούν και το συμφέρον των παρεμβαινόντων να έχουν στη διάθεσή τους αυτά τα στοιχεία για την άσκηση των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων.

Εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων οφείλει να προβλέψει, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και τον δημόσιο χαρακτήρα της ενώπιον του Δικαστηρίου συζητήσεως, την πιθανότητα ότι ορισμένα απόρρητα ή εμπιστευτικά έγγραφα ή στοιχεία που θέλησε να προσκομίσει στη δικογραφία θεωρηθούν αναγκαία για την άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των παρεμβαινόντων και, κατά συνέπεια, πρέπει να ανακοινωθούν στους τελευταίους.

Τέλος, δεν ασκεί επιρροή το ότι παρεμβαίνων προτείνει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να αναλάβει την υποχρέωση να μη δημοσιοποιήσει τα έγγραφα ή τα στοιχεία για τα οποία ζητείται να αποκλειστούν από την ανακοίνωση των εγγράφων της διαδικασίας και να τα χρησιμοποιήσει μόνο για τους σκοπούς της παρεμβάσεώς του. Πράγματι, εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στους διαδίκους και στους παρεμβαίνοντες σε διαφορά να χρησιμοποιήσουν τα έγγραφα της διαδικασίας που τους ανακοινώνονται αποκλειστικά για την άσκηση των αντίστοιχων διαδικαστικών δικαιωμάτων τους.

(βλ. σκέψεις 36, 38-47, 83)

3.      Όταν ένα στοιχείο αναφέρεται επανειλημμένως στις διαδικαστικές πράξεις και ο διάδικος παραλείπει να ζητήσει την εμπιστευτική μεταχείριση κάθε αποσπάσματος στο οποίο το στοιχείο αυτό περιλαμβάνεται, οπότε αυτό το στοιχείο περιέρχεται εν πάση περιπτώσει σε γνώση των παρεμβαινόντων, η αίτηση που αναφέρεται στο στοιχείο αυτό δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

Εφόσον τα υπομνήματα και τα έγγραφα που επισυνάπτονται σ’ αυτά περιλαμβάνουν έναν πολύ μεγάλο αριθμό σελίδων και η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως αφορά ένα πολύ μεγάλο αριθμό στοιχείων, είναι αδύνατο να ερευνηθεί συστηματικά αν κάθε ένα από τα στοιχεία που αναφέρεται στην αίτηση μνημονεύεται σε μέρη των εγγράφων της διαδικασίας εκτός αυτών που απαριθμεί η προσφεύγουσα. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εμπιστευτική μεταχείριση που παρέχεται σε ορισμένα στοιχεία δεν θα αναπτύξει τα αποτελέσματά της παρά μόνο εφόσον δεν αποδειχθεί μεταγενέστερα ότι ορισμένα από τα στοιχεία που έτυχαν αυτής της μεταχειρίσεως δεν επαναλαμβάνονται σε αποσπάσματα εγγράφων της διαδικασίας που ανακοινώθηκαν στους παρεμβαίνοντες.

(βλ. σκέψεις 49-53)

4.      Δεν είναι ούτε απόρρητα ούτε εμπιστευτικά τα στοιχεία τα οποία, είτε αφορούν τους παρεμβαίνοντες και κατ’ ανάγκη είναι γνωστά σ’ αυτούς, είτε είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό ή στο ειδικευμένο κοινό, είτε προκύπτουν ευρέως ή συνάγονται από εκείνα που οι παρεμβαίνοντες γνωρίζουν ήδη νομίμως ή θα τους ανακοινωθούν, είτε δεν έχουν αρκετό βαθμό εξειδικεύσεως ή ακριβείας, είτε χρονολογούνται από πενταετίας ή περισσότερο και πρέπει επομένως να θεωρούνται ως ιστορικά, εκτός αν η προσφεύγουσα αποδείξει ότι, παρά την αρχαιότητά τους, τα στοιχεία αυτά συνιστούν πάντοτε ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής της θέσεως ή εκείνης του ενδιαφερόμενου τρίτου, είτε ακόμη είναι δυνατόν να κρατήσουν τους παρεμβαίνοντες σε αμφιβολία ως προς τις ληφθείσες στρατηγικές αποφάσεις ή τις αποφάσεις που πρέπει να λάβει η προσφεύγουσα, και όχι να τους αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους. Αντιθέτως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γνωστοποιήθηκαν νομίμως στους παρεμβαίνοντες τα στοιχεία για τα οποία εξ αρχής η προσφεύγουσα ζήτησε την εμπιστευτική μεταχείριση, εγκαίρως προέβαλε ότι η ανακοίνωσή τους στους παρεμβαίνοντες προέκυπτε από σφάλμα εκ μέρους της και ζήτησε να διαταχθεί να επιστραφεί το έγγραφο που περιείχε αυτά τα στοιχεία στο Πρωτοδικείο.

(βλ. σκέψεις 54-60, 75, 88, 90)

5.      Έχουν απόρρητο χαρακτήρα τα αριθμητικά ή τεχνικά στοιχεία σχετικά με την εμπορική πολιτική και την ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας ή τους τρίτους που αυτά αφορούν, όπως τα σχετικά με την οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας ή τις δεσμεύσεις που αυτή ανέλαβε ως προς τους τρίτους σε σχέση με τη διαφορά, στο μέτρο που τέτοια στοιχεία είναι ειδικά, επακριβή και πρόσφατα.

Μπορεί να έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα άλλα έγγραφα για τα οποία η προσφεύγουσα εξήγησε δεόντως τους λόγους για τους οποίους αυτό συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Τέτοιοι λόγοι μπορεί, ειδικότερα, να ενυπάρχουν στο γεγονός ότι ένα έγγραφο συνιστά αδιαίρετο σύνολο εμπορικών ειδικών στοιχείων, επακριβών και πρόσφατων που αποτελούν εκ φύσεως επιχειρηματικά απόρρητα της προσφεύγουσας και εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν ως προς τα επιχειρηματικά αυτά απόρρητα εμπιστευτικώς. Μπορεί επίσης να δικαιολογείται το ότι ορισμένα έγγραφα πρέπει κατ’ εξαίρεση να θεωρηθούν εξ ολοκλήρου εμπιστευτικά από το γεγονός ότι αυτά αναφέρονται σε στρατηγική και οικονομική αναδιάταξη άκρως εμπιστευτική που πρόκειται να καλύψει μελλοντική περίοδο.

(βλ. σκέψεις 62-67, 86)

6.      Αίτηση με την οποία ζητούνται απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία τα οποία φαίνονται αναγκαία για την άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των παρεμβαινόντων πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, αν δεν τα γνωρίζουν, οι τελευταίοι θα συζητούν ματαίως για τα μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία αυτά.

Αντιθέτως, απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία δεν μπορεί να φαίνονται αναγκαία για την άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των παρεμβαινόντων, εφόσον υπάρχει σύνοψη στα υπομνήματα των διαδίκων και άλλα στοιχεία που περιλαμβάνονται εξάλλου στον φάκελο παρέχουν μια επαρκή εκτίμηση αυτών.

(βλ. σκέψεις 70-73)