Language of document : ECLI:EU:T:2018:79

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 1ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Επέκταση της προστασίας διεθνούς καταχωρίσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Εικονιστικό σήμα EXPRESSVPN – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Αίτημα μεταρρυθμίσεως – Μοναδικό αίτημα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-265/17,

ExpressVPN Ltd, με έδρα το Glen Vine (Νήσος του Μαν), εκπροσωπούμενη από τον A. Muir Wood, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον J. Ivanauskas,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 16ης Φεβρουαρίου 2017 (υπόθεση R 1352/2016-5), σχετικά με την επέκταση της προστασίας της υπ’ αριθ. 1265562 διεθνούς καταχωρίσεως του εικονιστικού σήματος EXPRESSVPN στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos (εισηγητής), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

λαμβάνοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής και το αίτημα εμπιστευτικότητας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Μαΐου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη την ένσταση απαραδέκτου που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουνίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Αυγούστου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Στις 3 Ιουλίου 2015, η προσφεύγουσα, ExpressVPN Ltd, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση για επέκταση της προστασίας της υπ’ αριθ. 1 265 562 διεθνούς καταχωρίσεως, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 42 κατά την έννοια της Συμφωνίας της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε, και αντιστοιχούν στην εξής περιγραφή: «παροχή συμβουλών, πληροφοριών και συμβουλευτικών υπηρεσιών για την τεχνολογία πληροφοριών· υπηρεσίες προστασίας δεδομένων· ανάπτυξη λογισμικού».

4        Στις 26 Μαΐου 2016, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 2 του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001], με την αιτιολογία ότι το επίμαχο σημείο, αφενός, ήταν περιγραφικό και, αφετέρου, στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα. Ο εξεταστής απέρριψε, επίσης, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το σημείο αυτό είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του είχε γίνει, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001).

5        Στις 25 Ιουλίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως του εξεταστή.

6        Με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Κατ’ αρχάς, έκρινε ουσιαστικά ότι το επίμαχο σημείο ήταν περιγραφικό, αφού, από την οπτική ενός αγγλόφωνου κοινού με επίπεδο προσοχής υψηλότερο του μέσου όρου, περιέγραφε τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση. Εν συνεχεία, έκρινε ότι το σημείο αυτό στερούνταν επίσης διακριτικού χαρακτήρα. Τέλος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν τεκμηρίωναν τον ισχυρισμό της ότι το σημείο «expressvpn» είχε καταστεί αναγνωρίσιμο ως σήμα της δικαιούχου της διεθνούς καταχωρίσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

7        Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        «να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση ώστε να επιτραπεί η καταχώριση του σήματος με την αιτιολογία ότι το σήμα δεν είναι περιγραφικό ούτε στερείται διακριτικού χαρακτήρα, και λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκομίστηκαν ενώπιον τόσο του εξεταστή όσο και του πέμπτου τμήματος προσφυγών, σε σχέση με την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα»·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

8        Με την ένσταση απαραδέκτου, το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει την προσφυγή παραδεκτή, να ορίσει νέα προθεσμία για τη συνέχιση της δίκης.

9        Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου. Διευκρινίζει ότι ζητεί μόνον την μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως «ώστε να επιτραπεί, ως εκ τούτου, η καταχώριση του σήματος στο μητρώο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [από το EUIPO] και να διασφαλιστεί η προστασία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Ζητεί, επίσης, να γίνει δεκτό το επικουρικό αίτημα του EUIPO περί συνεχίσεως της δίκης και να καταδικαστεί το EUIPO στα δικαστικά έξοδα που αφορούν την ένσταση απαραδέκτου.

 Σκεπτικό

10      Κατά το άρθρο 130, παράγραφοι 1 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αν ο καθού υποβάλει σχετικό αίτημα, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί του απαραδέκτου, χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.

11      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το EUIPO ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του απαραδέκτου της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τη δικογραφία, αποφασίζει να αποφανθεί επί του συγκεκριμένου αιτήματος χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

12      Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου, το EUIPO υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, καθόσον το μοναδικό αίτημά της αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως ώστε να επιτραπεί η καταχώριση του επίμαχου σήματος. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτήματος με το οποίο του ζητείται να μεταρρυθμίσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών, είτε προχωρώντας το ίδιο στην καταχώριση του σήματος είτε επιβάλλοντας στο EUIPO να το καταχωρίσει.

13      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι ζητεί μόνον την μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως «ώστε να επιτραπεί, ως εκ τούτου, η καταχώριση του σήματος στο μητρώο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [από το EUIPO] και να διασφαλιστεί η προστασία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

14      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι το μοναδικό αίτημα της παρούσας προσφυγής είναι αίτημα μεταρρυθμίσεως κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 72, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001), το οποίο ορίζει ότι, όταν πρόκειται για προσφυγές που ασκούνται κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών, «το [Γενικό] Δικαστήριο μπορεί όχι μόνο να ακυρώσει αλλά και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση». Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, επισήμανε ότι ζητεί μόνον «τη μεταρρύθμιση» της προσβαλλομένης αποφάσεως «ώστε να επιτραπεί, ως εκ τούτου, η καταχώριση του σήματος», δεν είναι δυνατό, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο να ερμηνεύσει το μοναδικό αυτό αίτημα υπό την έννοια ότι ζητείται ταυτόχρονα τόσο η ακύρωση όσο και η μεταρρύθμιση της εν λόγω αποφάσεως.

15      Το Γενικό Δικαστήριο έχει όμως ήδη αποφανθεί ότι, εφόσον η ακύρωση αποφάσεως, εν όλω ή εν μέρει, αποτελεί βασική και απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να γίνει δεκτό αίτημα μεταρρυθμίσεως κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό το μεταρρυθμιστικό αίτημα ελλείψει αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως [βλ., συναφώς, απόφαση της 30ης Νοεμβρίου 2006, Camper κατά ΓΕΕΑ – JC (BROTHERS by CAMPER), T-43/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:370, σκέψη 99].

16      Εν πάση περιπτώσει, καθόσον με το αίτημα της προσφεύγουσας επιδιώκεται η «καταχώριση του σήματος στο μητρώο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το EUIPO», πρέπει να υπενθυμιστεί ότι σκοπός της εξουσίας μεταρρυθμίσεως την οποία έχει το Γενικό Δικαστήριο είναι να εκδώσει το τελευταίο την απόφαση που θα όφειλε να έχει εκδώσει το τμήμα προσφυγών σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 207/2009 [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Koipe κατά ΓΕΕΑ – Aceites del Sur (La Espanola), T-363/04, EU:T:2007:264, σκέψεις 29 και 30, της 11ης Φεβρουαρίου 2009, Bayern Innovativ κατά ΓΕΕΑ – Life Sciences Partners Perstock (LifeScience), T-413/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:34, σκέψεις 14 έως 16, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deutsche Bahn κατά ΓΕΕΑ – DSB (IC4), T‑274/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:451, σκέψη 22].

17      Συνεπώς, το παραδεκτό αιτήματος με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο η μεταρρύθμιση αποφάσεως που έχει εκδοθεί από τμήμα προσφυγών πρέπει να κρίνεται βάσει των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στο τελευταίο από τον κανονισμό 207/2009.

18      Εν προκειμένω διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι, δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), μετά την επί της ουσίας εξέταση προσφυγής που ασκείται κατά αποφάσεως ενός εκ των τμημάτων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 58, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), το τμήμα προσφυγών «δύναται, είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω». Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν είναι αρμόδιο να απευθύνει διαταγή στο τμήμα του οποίου την απόφαση εξέτασε [διατάξεις της 30ής Ιουνίου 2009, Securvita κατά ΓΕΕΑ (Natur-Aktien-Index), T-285/08, EU:T:2009:230, σκέψη 16, και της 17ης Μαΐου 2017, Piper Verlag κατά EUIPO (THE TRAVEL EPISODES), T-164/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:352, σκέψη 18].

19      Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι η καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι συνέπεια της διαπιστώσεως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 45 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 51 του κανονισμού 2017/1001), με τη διευκρίνιση ότι τα τμήματα του EUIPO που είναι αρμόδια για την καταχώριση σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εκδίδουν προς τούτο επίσημη απόφαση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

20      Πράγματι, το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι «η αίτηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και δεν έχει ασκηθεί ανακοπή εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 46, παράγραφος 1, προθεσμίας ή αν η τυχόν ασκηθείσα ανακοπή έχει αποσυρθεί, απορριφθεί ή κριθεί τελεσιδίκως με άλλον τρόπο, το σήμα και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 111, παράγραφος 2, καταγράφονται στο μητρώο» (το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 κατέστη άρθρο 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 και το άρθρο 87, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 κατέστη άρθρο 111 του κανονισμού 2017/1001).

21      Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 131 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 160 του κανονισμού 2017/1001), ο εξεταστής είναι αρμόδιος να λαμβάνει εξ ονόματος του EUIPO κάθε απόφαση που αφορά αιτήσεις καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων των ζητημάτων στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 36, 37 και 68 του ως άνω κανονισμού (νυν άρθρα 41, 42 και 76 του κανονισμού 2017/1001), εκτός αν είναι αρμόδιο κάποιο τμήμα ανακοπών. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρου 161, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), τα τμήματα ανακοπών είναι αρμόδια για κάθε απόφαση σχετική με ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

22      Από τις προπαρατεθείσες στις ανωτέρω σκέψεις 20 και 21 διατάξεις προκύπτει ότι αντικείμενο των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στον εξεταστή και στο τμήμα ανακοπών δεν είναι να διαπιστωθεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 45 του κανονισμού 207/2009.

23      Επομένως, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται κατά αποφάσεως του εξεταστή ή του τμήματος ανακοπών, δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, τα τμήματα προσφυγών μπορούν να αποφανθούν, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται από το άρθρο 64, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, μόνον επί ορισμένων από τις προαναφερθείσες στη σκέψη 21 προϋποθέσεις καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή, είτε επί της συμβατότητας της αιτήσεως καταχωρίσεως με τις διατάξεις του ως άνω κανονισμού είτε επί της εκβάσεως της ανακοπής που μπορεί να ασκηθεί κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως.

24      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τμήμα προσφυγών δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτήσεως με την οποία ζητείται η καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. διάταξη της 17ης Μαΐου 2017, THE TRAVEL EPISODES, T-164/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:352, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Κατόπιν τούτου, δεν απόκειται κατά μείζονα λόγο στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί αιτήματος μεταρρυθμίσεως, με το οποίο ζητείται τροποποίηση της αποφάσεως τμήματος προσφυγών υπό την έννοια αυτή (διάταξη της 30ής Ιουνίου 2009, Natur-Aktien-Index, T-285/08, EU:T:2009:230, σκέψη 23).

26      Από τις προαναφερθείσες σκέψεις συνάγεται ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του αιτήματος εμπιστευτικότητας το οποίο προβλήθηκε από την προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

27      Δυνάμει του άρθρου 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

28      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του EUIPO.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την ExpressVPNLtd στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 1 Φεβρουαρίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

S. Gervasoni


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.