Language of document : ECLI:EU:F:2011:78

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Ιουνίου 2011

Υπόθεση F‑17/05 REV

José António de Brito Sequeira Carvalho

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Αίτηση αναθεωρήσεως αποφάσεως – Νέο περιστατικό – Δεν υφίσταται – Απαράδεκτο της αιτήσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση του J. A. de Brito Sequeira Carvalho για αναθεώρηση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 13ης Δεκεμβρίου 2006, F‑17/05, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναθεωρήσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο αιτών φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Αναθεώρηση αποφάσεως – Αίτηση κατά πρωτόδικης αποφάσεως αντικατασταθείσας από απόφαση του αναιρετικού δικαστηρίου – Απαράδεκτο

2.      Διαδικασία – Αναθεώρηση αποφάσεως – Λόγοι – Λόγος που αντλείται από το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως αναθεωρήσεως – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 44)

3.      Διαδικασία – Αναθεώρηση αποφάσεως – Λόγοι – Αιτήματα ακυρώσεως αποφάσεως που ακυρώθηκε κατ’ αναίρεση – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 44)

4.      Διαδικασία – Αναθεώρηση αποφάσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως – Τυπικά στοιχεία – Σύνδεσμος μεταξύ των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και των σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 44· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 35 και 119 § 2)

1.      Τα αιτήματα αναθεωρήσεως είναι απαράδεκτα όταν απόφαση εκδοθείσα από το αναιρετικό δικαστήριο έχει αντικαταστήσει την πρωτόδικη απόφαση της οποίας ζητείται η αναθεώρηση. Επίσης, όταν ο αιτών την αναθεώρηση δεν προσβάλλει με την αίτησή του την αναιρετική απόφαση και η οικεία αίτηση υποβάλλεται εντούτοις μετά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, η εν λόγω αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί αίτηση αναθεωρήσεως της εν λόγω αποφάσεως και, επομένως, δεν μπορεί να οδηγήσει σε παραπομπή της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος I, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 36, 37 και 39)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2006, F‑17/05, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής

2.      Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 44 του Οργανισμού του Δικαστηρίου διαδικασίας αναθεωρήσεως, δεν εναπόκειται στο δικαστήριο που απεφάνθη επί της υπό κρίση διαφοράς να αποφανθεί επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το ίδιο.

(βλ. σκέψη 42)

3.      Σκοπός της διαδικασίας αναθεωρήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 44 του Οργανισμού του Δικαστηρίου είναι η διαφορετική επίλυση της διαφοράς από το επιληφθέν δικαστήριο. Συνεπώς, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να παρέχει τη δυνατότητα στον αιτούντα, ενώ έγιναν δεκτά τα αιτήματά του με την απόφαση της οποίας ζητήθηκε η αναθεώρηση, να λάβει διαφορετική αιτιολογία από αυτή που εμφανίζεται στο σκεπτικό της αποφάσεως. Επομένως, ο αιτών δεν δύναται να ζητήσει παραδεκτώς την ακύρωση αποφάσεως η οποία ακυρώθηκε κατ’ αναίρεση και εξαφανίσθηκε από το νομικό σύστημα πριν από την υποβολή της αιτήσεως αναθεωρήσεως.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Μαρτίου 2002, T‑77/99 REV, Ojha κατά Επιτροπής, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Είναι απαράδεκτη η αίτηση αναθεωρήσεως η οποία στερείται συνοχής και ακρίβειας και δεν δημιουργεί επαρκή σύνδεσμο μεταξύ των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και των επίμαχων σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε σύνδεσμο μεταξύ των πραγματικών περιστατικών και των προσκομισθέντων εγγράφων που υποτίθεται ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη αυτών των πραγματικών περιστατικών, προς στήριξη της αιτήσεως αναθεωρήσεως. Ωστόσο, η κίνηση διαδικασίας αναθεωρήσεως δυνάμει του άρθρου 44 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προϋποθέτει ότι ανακαλύφθηκαν στοιχεία επί των πραγματικών περιστατικών τα οποία προϋπήρχαν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, αλλά ήταν άγνωστα στον αιτούντα πριν την έκδοσή της.

Περαιτέρω, από το άρθρο 119, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκύπτει ότι η αίτηση αναθεωρήσεως πρέπει να καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών τα οποία δικαιολογούν την αναθεώρηση. Συναφώς, εναπόκειται στον αιτούντα την αναθεώρηση να αποδείξει ότι ανακάλυψε τα πραγματικά περιστατικά που, κατά την άποψή του, δικαιολογούν την αναθεώρηση της αποφάσεως κατόπιν της εκδόσεώς της, ακόμη και αν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά συνέβησαν πριν την έκδοσή της.

(βλ. σκέψεις 50-51, 54-58)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 2 Απριλίου 2009, C‑255/06 P‑REV, Yedaş Tarim ve Otomotiv Sanayi ve Ticaret κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία