Language of document : ECLI:EU:T:2024:142

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T‑235/18 DEP,

Qualcomm Inc., με έδρα το Σαν Ντιέγκο, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους M. Pinto de Lemos Fermiano Rato και M. Davilla, δικηγόρους,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους N. Khan, C. Urraca Caviedes και A. Dawes,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Mαρκουλλή (εισηγήτρια), πρόεδρο, J. Schwarcz, V. Tomljenović, R. Norkus και Γ. Βαλασίδη, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 15ης Ιουνίου 2022, Qualcomm κατά Επιτροπής (Qualcomm – Πληρωμές βάσει αποκλειστικότητας) (T‑235/18, EU:T:2022:358),

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτησή της δυνάμει του άρθρου 170 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η αιτούσα Qualcomm Inc. ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει σε 12 041 755,80 ευρώ το ποσό των αποδοτέων εξόδων που πρέπει να της καταβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε στο πλαίσιο της σχετικής με την υπόθεση T‑235/18 διαδικασίας.

 Ιστορικό της προσφυγής

2        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 2018 και πρωτοκολλήθηκε με αριθμό Τ‑235/18, η προσφεύγουσα (και νυν αιτούσα, στο εξής: αιτούσα) άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2018) 240 final της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2018, σχετικής με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ [υπόθεση AT.40220 – Qualcomm (πληρωμές βάσει αποκλειστικότητας)], με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αιτούσα είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της από τις 25 Φεβρουαρίου 2011 έως τις 16 Σεπτεμβρίου 2016 και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 997 439 000 ευρώ (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3        Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2022, Qualcomm κατά Επιτροπής (Qualcomm – Πληρωμές βάσει αποκλειστικότητας) (Τ-235/18, EU:T:2022:358), το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

4        Με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2022, η αιτούσα ζήτησε από την Επιτροπή να της αποδώσει το ποσό των 14 436 418,29 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

5        Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2022, η Επιτροπή ζήτησε από την αιτούσα να τεκμηριώσει περαιτέρω την αίτησή της.

6        Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2023, αφού επανεκτίμησε την αίτησή της, η αιτούσα ζήτησε από την Επιτροπή να της αποδώσει το ποσό των 12 041 755,80 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

7        Με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2023, η Επιτροπή αρνήθηκε να αποδώσει το ποσό που ζήτησε η αιτούσα κατόπιν της επανεκτιμήσεως.

8        Δεν επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς το ποσό των αποδοτέων δικαστικών εξόδων.

 Αιτήματα των διαδίκων

9        Η αιτούσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει το ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο μπορεί να αναζητήσει από την Επιτροπή για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης σε 12 041 755,80 ευρώ.

10      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει το ποσό των αποδοτέων δικαστικών εξόδων για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης σε 405 315 ευρώ και να μην επιδικάσει έξοδα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

11      Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου, αφού παράσχει στον διάδικο τον οποίον αφορά η αίτηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

12      Σύμφωνα με το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων». Από τη διάταξη αυτή απορρέει ότι τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα περιορίζονται μόνο στα ποσά που δαπανήθηκαν στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας και στα ποσά που ήταν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (βλ. διάταξη της 6ης Μαρτίου 2003, Nan Ya Plastics και Far Eastern Textiles κατά Συμβουλίου, T‑226/00 DEP και T‑227/00 DEP, EU:T:2003:61, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

13      Εν προκειμένω, η αιτούσα ζητεί να της αποδοθεί το ποσό των 12 041 755,80 ευρώ συνολικά, το οποίο αποτελείται, σύμφωνα με τα στοιχεία της, από 12 017 848,55 ευρώ για αμοιβές για τις υπηρεσίες νομικών και οικονομικών συμβούλων και από 23 907,21 ευρώ για έξοδα παραστάσεως στην ακροαματική διαδικασία.

14      Προτού εξεταστεί η αίτηση περί αποδόσεως των αμοιβών και των εξόδων, πρέπει να γίνουν ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα της αίτησης και των παραρτημάτων της.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα της αιτήσεως και των παραρτημάτων της

15      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι η αιτούσα καταχώρισε σε κάθε σελίδα της αιτήσεως την ένδειξη «εμπιστευτικό» καθώς και στο σύνολο σχεδόν των σελίδων του πίνακα των παραρτημάτων τους όρους «εμπιστευτικό», «αυστηρώς εμπιστευτικό» ή «άκρως εμπιστευτικό», δεν υπέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα αίτημα περί μη δημοσιοποιήσεως ορισμένων δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 66 ή 66α του Κανονισμού Διαδικασίας. Πράγματι, το μεν αίτημα περί μη δημοσιοποιήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων πρέπει να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο δυνάμει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, το δε αίτημα περί μη δημοσιοποιήσεως δεδομένων που δεν αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο, δυνάμει του άρθρου 66α του Κανονισμού Διαδικασίας. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, ελλείψει οποιουδήποτε αιτήματος μη δημοσιοποιήσεως (ενδεχομένως αιτιολογημένου) υποβληθέντος με χωριστό δικόγραφο, η απλή εμφάνιση των εν λόγω ενδείξεων στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων και στα παραρτήματά της δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι συνιστά αίτημα μη δημοσιοποιήσεως προσωπικών δεδομένων.

16      Επιπλέον, ούτε το σώμα της αιτήσεως περιέχει περαιτέρω χρήσιμες εξηγήσεις ως προς το ζήτημα αυτό. Αφενός, η αιτούσα ανέφερε ότι είχε διαγράψει από τα παραρτήματα Τ.8 έως Τ.13 τις πληροφορίες οι οποίες, κατά την άποψή της, καλύπτονταν από το προνόμιο εμπιστευτικότητας στη σχέση «μεταξύ δικηγόρου και πελάτη». Αφετέρου, επισήμανε ότι η προσκόμιση των τιμολογίων, των περιλήψεων και των αποδείξεων που παρατίθενται στα παραρτήματα Τ.8 έως Τ.13 δεν συνιστά «παραίτηση από το προνόμιο δικηγόρου-πελάτη ή από κάθε άλλη έννομη προστασία σχετικά με την εμπιστευτικότητα των εγγράφων αυτών, της διεξαχθείσας μέσω αυτών επικοινωνίας ή οποιουδήποτε άλλου συνημμένου σε αυτά εγγράφου».

17      Ωστόσο, όλα αυτά τα στοιχεία στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας και, ως εκ τούτου, δεν παρέχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να κατανοήσει αν, πέραν των πληροφοριών που η ίδια η αιτούσα έχει ήδη εξαλείψει από τα παραρτήματα επικαλούμενη την εμπιστευτικότητα στη σχέση «δικηγόρου-πελάτη» και οι οποίες δεν τέθηκαν υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου, υπάρχουν και άλλες πληροφορίες ή δεδομένα, που, ενώ περιέχονται στην προσφυγή ή στα παραρτήματά της, δεν έχουν, εν πάση περιπτώσει, προσδιορισθεί, έχουν, κατά την άποψή της αιτούσας, εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων.

18      Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να προβεί σε εικασίες ή να καλύψει τα ενδεχόμενα κενά της αιτήσεως, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι η αιτούσα ζητεί προστασία της εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών ή δεδομένων που περιέχονται στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων και στα παραρτήματά της βάσει των άρθρων 66 ή 66α του Κανονισμού Διαδικασίας.

19      Κατά τα λοιπά, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι πληροφορίες και τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα διάταξη –όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα αιτούμενα ποσά, τα ονόματα των δικηγορικών γραφείων και των οικονομολόγων, τον αριθμό και τα προσόντα των δικηγόρων και των συμβούλων, τον αριθμό, τις σελίδες και τα ποσά των τιμολογίων, τον αριθμό των ωρών και τις ωριαίες αμοιβές, τις κατηγορίες δαπανών, τις πόλεις των ταξιδίων, τα είδη των αποδείξεων, το αντικείμενο των αποδείξεων και τα ποσά τους– πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα έναντι του κοινού στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και ότι το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τα άρθρα 66 ή 66α του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Σχετικά με τις αμοιβές

20      Η αιτούσα ζητεί την απόδοση ποσού 12 017 848,55 ευρώ συνολικά για αμοιβές υπηρεσιών νομικού και οικονομικού συμβούλου, το οποίο αναλύεται, σύμφωνα με τα στοιχεία της, σε 11 234 578,85 ευρώ για τις νομικές συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρείχε η δικηγορική εταιρία Quinn Emanuel Urquhart & Sullivan (στο εξής: Quinn Emanuel), σε 302 658,10 ευρώ για τις νομικές συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρείχε η δικηγορική εταιρία Cravath Swaine & Moore (στο εξής: Cravath) και σε 480 611,64 ευρώ για τις υπηρεσίες οικονομικού συμβούλου που παρείχαν η Compass Lexecon και η FTI Consulting (στο εξής: Compass Lexecon/FTI).

 Σχετικά με τις αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Cravath

21      Η αιτούσα ζητεί την απόδοση του ποσού των 302 658,10 ευρώ ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχε το δικηγορικό γραφείο Cravath.

22      Εκ προοιμίου, όσον αφορά τις αμοιβές αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως αναφέρει η αιτούσα, οι εν λόγω υπηρεσίες δεν αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά διαδικασίες που διεξήχθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και οδήγησαν στην απόκτηση ορισμένων εγγράφων τα οποία η αιτούσα προσκόμισε στη συνέχεια ως αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με δικόγραφο της 26ης Ιουλίου 2019.

23      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, με τον όρο «διαδικασία» το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας εννοεί μόνον την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία (διατάξεις της 24ης Ιανουαρίου 2002, Groupe Origny κατά Επιτροπής DEP, T‑38/95, EU:T:2002:13, σκέψη 29· της 7ης Δεκεμβρίου 2004, Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, T‑251/00 DEP, EU:T:2004:353, σκέψη 22, και της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Le Levant 015 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑34/02 DEP, EU:T:2010:559, σκέψη 31). Κατά συνέπεια, η έννοια των «δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν» για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης διάταξης, όπως αυτής του άρθρου 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν καλύπτει τα έξοδα που αφορούν άλλες δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες ενώπιον άλλων εθνικών ή διεθνών δικαστηρίων ή αρχών (πρβλ. διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2010, DEP Le Levant 015 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑34/02 DEP, EU:T:2010:559, σκέψεις 35 και 50), ακόμη και όταν οι διαδικασίες αυτές αποσκοπούν, όπως εν προκειμένω, στην απόκτηση πληροφοριών ή εγγράφων μέσω των οποίων ο ενδιαφερόμενος προτίθεται να τεκμηριώσει τους λόγους μιας προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

24      Πράγματι, κάθε ζήτημα σχετιζόμενο με την απόδοση εξόδων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών ενώπιον άλλων εθνικών ή διεθνών δικαστηρίων ή αρχών διέπεται, κατά περίπτωση, από τους κανόνες που αφορούν τα εν λόγω δικαστήρια ή αρχές και δεν μπορεί να ζητηθεί η απόδοσή τους ως εξόδων που πραγματοποιήθηκαν «για τους σκοπούς της διαδικασίας» ενώπιόν του.

25      Ως εκ τούτου, το αίτημα αποδόσεως του ποσού των 302 658,10 ευρώ για υπηρεσίες νομικού συμβούλου που παρείχε η δικηγορική εταιρία Cravath πρέπει να απορριφθεί.

 Σχετικά με τις αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel

26      Κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει την ευχέρεια να καθορίζει τις οφειλόμενες από τους διαδίκους στους δικούς τους δικηγόρους αμοιβές, αλλά να προσδιορίζει το ποσό μέχρι το οποίο μπορούν να αποδίδονται οι αμοιβές αυτές από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Αποφαινόμενο επί της αιτήσεως καθορισμού των εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη το εθνικό τιμολόγιο δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του [βλ. διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 2017, Nurburgring κατά EUIPO – Biedermann (Nordschleife), T‑181/14 DEP, EU:T:2017:41, σκέψη 10 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών ή με τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο εργασίας που κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων (βλ. διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 2017, Nordschleife, T‑181/14 DEP, EU:T:2017:41, σκέψη 11 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης, το οποίο ζητεί η αιτούσα ως αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel, πρέπει να καθοριστεί βάσει των στοιχείων αυτών.

29      Από την αίτηση προκύπτει ότι το ποσό των 11 234 578,85 ευρώ που υπολόγισε η αιτούσα, αντιστοιχεί στις αμοιβές 19 προσώπων, ήτοι τεσσάρων συνεργαζομένων δικηγόρων, δύο νομικών συμβούλων («of councel»), δέκα συνεργατών δικηγόρων, δύο ασκούμενων δικηγόρων και ενός senior νομικού βοηθού της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel, για το χρονικό διάστημα από 24 Ιανουαρίου 2018 έως 15 Ιουνίου 2022.

30      Προκειμένου να δικαιολογήσει το ποσό αυτό, η αιτούσα προσκόμισε ορισμένα στοιχεία υπολογισμού. Κατ’ αρχάς, στο παράρτημα Τ.5 της αίτησης, η αιτούσα προσκόμισε συνοπτικό πίνακα (που συνέταξε η ίδια), στον οποίο εμφανίζονται οι ωριαίες αμοιβές [σε δολάρια ΗΠΑ (USD)], ο αριθμός των ωρών που τιμολογήθηκαν ετησίως από καθένα από τα εν λόγω πρόσωπα μεταξύ του 2018 και του 2021 και τα συνολικά ποσά (σε ευρώ) που τιμολογήθηκαν από τη δικηγορική εταιρία Quinn Emanuel για κάθε έτος (στο εξής: συνοπτικός πίνακας QE). Ακολούθως, στο σώμα της αιτήσεως, η αιτούσα παρέθεσε πίνακα με ανάλυση του αιτούμενου ποσού (σε ευρώ) για το σύνολο των αμοιβών της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel, της δικηγορικής εταιρίας Cravath και της Compass Lexecon/FTI σε οκτώ περιόδους που αντιστοιχούν, σύμφωνα με τις επεξηγήσεις της, σε διάφορες φάσεις της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (στο εξής: πίνακας ανά περιόδους). Τέλος, στο παράρτημα Τ.8 της αιτήσεως, η αιτούσα προσκόμισε 34 διαδοχικά τιμολόγια –που αφορούσαν τις παρασχεθείσες μεταξύ 2 Ιανουαρίου 2018 και 30 Ιουνίου 2021 υπηρεσίες– τα οποία της είχαν αποσταλεί από τη δικηγορική εταιρία Quinn Emanuel (αθροιζόμενα συνολικά σε 613 σελίδες στον πίνακα των παραρτημάτων), στα οποία αναγράφονται, μεταξύ άλλων, οι ώρες που είχαν καταγραφεί από καθένα από τα εν λόγω 19 πρόσωπα και η ωριαία αμοιβή τους (σε USD) (στο εξής: τιμολόγια QE).

31      Επιπλέον, στο σώμα της αιτήσεως, η αιτούσα ανέφερε τους λόγους για τους οποίους το αιτούμενο ποσό είναι, κατά την άποψή της, δικαιολογημένο και εύλογο. Ειδικότερα, πέραν των αναφορών σχετικά με τη φύση, τη σημασία και την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, η αιτούσα επικαλείται τον όγκο των εργασιών που πραγματοποίησαν οι εκπρόσωποί της, αναφερόμενη στις αναλύσεις και στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν καθώς και στον αριθμό των παραρτημάτων που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι 73 παραρτήματα (συνολικού αριθμού 7 900 σελίδων), 23 εκ των οποίων συντάχθηκαν από τους εκπροσώπους της για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

32      Πρώτον, όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και τις δυσκολίες της υποθέσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπόθεση T‑235/18 ήγειρε πολύπλοκα ζητήματα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, τα οποία εξάλλου οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί σε διευρυμένη σύνθεση, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ειδικότερα, η εν λόγω υπόθεση αφορούσε απόφαση της Επιτροπής σχετική με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η οποία εκδόθηκε μετά την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632), με την οποία το Δικαστήριο αποσαφήνισε προϋπάρχουσα νομολογία. Εξάλλου, η υπόθεση αφορούσε έναν τομέα εξαιρετικά τεχνικής φύσεως, και συγκεκριμένα τον τομέα της προμήθειας συνόλων τσιπ βασικής ζώνης συμβατών με το πρότυπο LTE, καθώς και με τα πρότυπα UMTS και GSM προς την Apple Inc. για τα iPhones και τα iPads, και ήγειρε πολλά περίπλοκα ζητήματα τόσο επί της ουσίας όσο και επί της διαδικασίας.

33      Δεύτερον, όσον αφορά τα διακυβευόμενα οικονομικά συμφέροντα, η κύρια υπόθεση αφορούσε απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα πρόστιμο για φερόμενη παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Επρόκειτο βεβαίως για σημαντικό πρόστιμο σε απόλυτη αξία, το οποίο προσέγγιζε το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Ωστόσο, εν προκειμένω, η αίτηση δεν περιέχει κάποιο στοιχείο που να επιτρέπει να εκτιμηθεί η σημασία του εν λόγω προστίμου σε σχέση με την οικονομική της κατάσταση. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της αιτούσας στο δικόγραφό της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως νομική βάση για μεταγενέστερες αγωγές εναντίον της, δεν επιτρέπει επίσης, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης διευκρινίσεως, την εκτίμηση των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονταν για την αιτούσα στο πλαίσιο της κύριας υπόθεσης από την άποψη αυτή. Το ίδιο ισχύει και για τον επίσης μη τεκμηριωμένο ισχυρισμό ότι οι συνολικές οικονομικές συνέπειες που υπέστη η αιτούσα ήταν σημαντικά υψηλότερες από τα αιτηθέντα έξοδα. Κατά συνέπεια, ενώ μπορεί να θεωρηθεί ότι, ενόψει του επίμαχου προστίμου, η εν λόγω υπόθεση είχε σοβαρή οικονομική σημασία για την αιτούσα, από κανένα στοιχείο που προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να συναχθεί ότι το συμφέρον αυτό ήταν «τεράστιο», όπως αυτή ισχυρίζεται.

34      Τρίτον, όσον αφορά τον όγκο της εργασίας που συνεπαγόταν η διαδικασία για τους εκπροσώπους της αιτούσας, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να λάβει υπόψη κυρίως τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που παρίστανται αντικειμενικά αναγκαίες για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τούτο ανεξαρτήτως του αριθμού δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκαν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες (βλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι, κατ’ αρχήν, μπορεί να αναζητηθεί η αμοιβή ενός μόνον δικηγόρου, ενδέχεται, αναλόγως των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της κάθε υποθέσεως, στα οποία περιλαμβάνεται πρωτίστως η πολυπλοκότητά της, να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αμοιβή περισσοτέρων του ενός δικηγόρων εμπίπτει στην έννοια των «αναγκαίων εξόδων» κατά την έννοια του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2004, Fresh Marine κατά Επιτροπής, T‑178/98 DEP, EU:T:2004:265, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Υπό τις περιστάσεις αυτές, προκειμένου περί του καθορισμού των εξόδων, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει τον βαθμό στον οποίο οι παρασχεθείσες από το σύνολο των οικείων δικηγόρων υπηρεσίες ήταν αναγκαίες για τη διεξαγωγή της ένδικης διαδικασίας και να βεβαιωθεί ότι η πρόσληψη περισσοτέρων δικηγόρων δεν είχε ως συνέπεια την αδικαιολόγητη αύξηση των εξόδων (βλ., κατ’ αναλογία, διατάξεις της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 44, και της 27ης Νοεμβρίου 2020, Flabeg Deutschland κατά Επιτροπής, T‑103/15 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:585, σκέψη 47).

37      Εντούτοις, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι τα έξοδα συντονισμού μεταξύ δικηγόρων του ιδίου διαδίκου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αναγκαία έξοδα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων (βλ. διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 2017, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09 DEP, EU:T:2017:5, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Περαιτέρω, εφόσον οι δικηγόροι ενός διαδίκου τον συνέδραμαν ήδη κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ή διαβημάτων που προηγήθηκαν της σχετικής διαφοράς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι επιληφθέντες της διαφοράς δικηγόροι διαθέτουν γνώση συναφών στοιχείων αυτής και ότι, ως εκ τούτου, διευκολύνθηκε η εργασία τους και μειώθηκε ο αναγκαίος χρόνος προετοιμασίας για την ένδικη διαδικασία (βλ. διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 2006, IPK-München κατά Επιτροπής, T‑331/94 DEP, EU:T:2006:11, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι, εν προκειμένω, η εκδίκαση της κύριας υπόθεσης μπορεί πράγματι να απαίτησε από τους δικηγόρους της αιτούσας να εκτελέσουν σημαντικό όγκο εργασίας, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω, η αίτησή της και τα παραρτήματα αυτής, ιδίως τα τιμολόγια QE, ο πίνακας ανά περιόδους και ο συνοπτικός πίνακας QE, δεν επιτρέπουν να εκτιμηθεί ο όγκος εργασίας που αντιστοιχεί στα ποσά που ζητήθηκαν για τις αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel.

40      Πρώτον, τα 34 τιμολόγια QE που προσκόμισε η αιτούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν περιέχουν καμία περιγραφή των εργασιών που εκτελέστηκαν. Πράγματι, η αιτούσα επέλεξε να απαλείψει από τα κατατεθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφα όλες αυτές τις πληροφορίες, σβήνοντάς τις με μαύρο χρώμα, επικαλούμενη την εμπιστευτικότητα στη σχέση «δικηγόρου-πελάτη» (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), επί της οποίας δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι μια τέτοια επιλογή εκ μέρους της αιτούσας σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί βάσει των τιμολογίων, για παράδειγμα, ο αριθμός των ωρών που δαπανήθηκαν για την προετοιμασία της προσφυγής, του απαντητικού υπομνήματος, κάθε άλλου δικογράφου που κατέθεσε η νυν αιτούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή της ακροαματικής διαδικασίας. Εξάλλου, η αιτούσα δεν παρέσχε καμία σχετική διευκρίνιση ή εκτίμηση ούτε στο σώμα της αιτήσεως.

41      Περαιτέρω, τα περισσότερα από τα τιμολόγια της QE που προσκόμισε η αιτούσα δεν αφορούν μόνο δικηγορικές αμοιβές, αλλά και έξοδα, χωρίς ωστόσο η αιτούσα να κάνει συναφώς καμία διάκριση στην αίτησή της. Άλλωστε, το πρώτο τιμολόγιο της QE που προσκόμισε η αιτούσα φαίνεται να αφορά επίσης υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε ημερομηνίες προγενέστερες της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τέλος, το τελευταίο τιμολόγιο της QΕ που προσκόμισε η αιτούσα έχει ημερομηνία 30 Ιουνίου 2021, ενώ η αιτούσα υπέβαλε παρατηρήσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2021.

42      Δεύτερον, ο πίνακας αμοιβών ανά περιόδους που παρατίθεται στο σώμα της αιτήσεως, εκτός του ότι δεν αφορά αποκλειστικά τις αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel, καθόσον περιλαμβάνει και τις αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Cravath και της Compass Lexecon/FTI (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), δεν καθιστά επιπλέον δυνατή την εκτίμηση της εργασίας που πραγματοποιήθηκε ειδικώς σε σχέση με κάθε περίοδο και ιδίως του όγκου των ωρών που αφιερώθηκαν στην προετοιμασία των εγγράφων που κατατέθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή στην ακροαματική διαδικασία.

43      Ελλείψει τέτοιων πληροφοριών, η κατανομή των ποσών που προτείνει η αιτούσα στον εν λόγω πίνακα όχι μόνο δεν είναι δικαιολογημένη, αλλά φαίνεται επίσης να οδηγεί σε προδήλως υπερβολικά αποτελέσματα υπό το πρίσμα της παρούσας διαδικασίας, όπως είναι, μεταξύ άλλων, το ποσό των 3 400 000 ευρώ περίπου μόνο για την προετοιμασία της προσφυγής. Συγκεκριμένα ένα τέτοιο ποσό, με υποθετική μέση ωριαία αμοιβή 500 ευρώ, θα αντιστοιχούσε σε 6 800 ώρες εργασίας, δηλαδή σε 850 εργάσιμες ημέρες με ρυθμό οκτώ ωρών ημερησίως μόνο για την προσφυγή. Το ίδιο ισχύει, μεταξύ άλλων, για το ποσό των 2 900 000 ευρώ περίπου, που ζητήθηκε για την προετοιμασία του υπομνήματος απαντήσεως και για το ποσό των 2 350 000 ευρώ περίπου, που ζητήθηκε για την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

44      Τρίτον, από τον συνημμένο στην αίτηση συνοπτικό πίνακα της QE δεν προκύπτουν πληροφορίες σχετικές με τη συγκεκριμένη παρασχεθείσα εργασία και τον αντίστοιχο αριθμό ωρών εργασίας. Ο πίνακας αυτός επιτρέπει απλώς στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει –αν και δεν απόκειται σ’ αυτό να αναζητήσει και να εντοπίσει στα προσκομισθέντα έγγραφα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν την έλλειψη επακριβών πληροφοριών και λεπτομερών εξηγήσεων στην ίδια την αίτηση (πρβλ. διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 2008, Verizon Business Global κατά Επιτροπής, T‑310/00 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:32, σκέψη 50)– ότι η δικηγορική εταιρία Quinn Emanuel χρέωσε στην αιτούσα συνολικά 16 422,6 ώρες μεταξύ του 2018 και του 2021, με ωριαίες χρεώσεις που κυμαίνονταν από 315 έως 1 515 USD.

45      Ως εκ τούτου, παρά τον μεγάλο αριθμό εγγράφων και στοιχείων που προσκόμισε η αιτούσα, κανένα από αυτά δεν επιτρέπει να προσδιορισθεί σε ποιες εργασίες αντιστοιχεί αυτός ο συνολικός αριθμός ωρών, ιδίως δε πόσες ώρες αντιστοιχούν, ενδεχομένως, σε διπλές εργασίες ή σε εργασίες συντονισμού μεταξύ των 19 προσώπων που αναφέρονται στα τιμολόγια, αν οι ώρες αυτές εργασίας παρασχέθηκαν για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε αν ήταν απαραίτητες για τον σκοπό αυτό. Εξάλλου, τα έγγραφα αυτά δεν καθιστούν δυνατό τον ακριβή καθορισμό της ωριαίας αμοιβής που αντιστοιχεί στις διάφορες εργασίες τις οποίες εκτελούσαν οι δικηγόροι, λαμβανομένου υπόψη ότι, εν πάση περιπτώσει, ενόψει της παρούσας ένδικης διαδικασίας, ωριαίες αμοιβές κυμαινόμενες μεταξύ 1 005 και 1 515 USD, όπως ορισμένες από αυτές που αναφέρονται στα τιμολόγια της QE και στον συνοπτικό πίνακα της QE, είναι προδήλως υπερβολικές για τον προσδιορισμό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν για τις επίμαχες αμοιβές. Συγκεκριμένα, μολονότι ένας διάδικος είναι βεβαίως ελεύθερος να προσφύγει σε δικηγόρους που χρεώνουν τόσο υψηλές ωριαίες αμοιβές, η χρήση των υπηρεσιών τους δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη κατά την έννοια της νομολογίας που αναφέρεται στη σκέψη 12 ανωτέρω (πρβλ. διατάξεις της 20ής Ιανουαρίου 2014, Charron Inox και Almet κατά Συμβουλίου, T‑88/12 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:43, σκέψη 24, και της 8ης Ιουλίου 2020, Fastweb κατά Επιτροπής, T‑19/17 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:331, σκέψη 51), πολύ περισσότερο όταν, όπως εν προκειμένω, τα ποσά των αμοιβών δεν συσχετίζονται στην αίτηση με συγκεκριμένες, σαφώς προσδιορισμένες εργασίες.

46      Τέταρτον, η αναφορά της αιτούσας ότι οι εκπρόσωποί της πραγματοποίησαν πολυάριθμες έρευνες και αναλύσεις ή προσκόμισαν πολυάριθμα έγγραφα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αρκεί για να τεκμηριώσει τα αιτούμενα ποσά και τον απαραίτητο χαρακτήρα της σχετικής εργασίας. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί ο απαραίτητος χαρακτήρας των καταβληθέντων εξόδων, ο αιτών πρέπει να παράσχει ακριβή στοιχεία (διάταξη της 8ης Ιουλίου 2020, Fastweb κατά Επιτροπής, T‑19/17 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:331, σκέψη 44). Εξάλλου, μολονότι η αιτούσα επικαλείται τη μεγάλη έκταση των κατατεθειμένων δικογράφων καθώς και τον αριθμό και την έκταση των σχετικών παραρτημάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι οι εκπρόσωποι της αιτούσας κατέθεσαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πολυσέλιδα δικόγραφα με πολυάριθμα παραρτήματα δεν αποδεικνύει σε καμία περίπτωση τον απαραίτητο χαρακτήρα των ωρών εργασίας για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, των σχετικών ποσών που ζητήθηκαν.

47      Κατά συνέπεια, η αίτηση της αιτούσας δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του αριθμού των ωρών που αντιστοιχούν στις διάφορες εργασίες που εκτελούσαν οι δικηγόροι της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel για την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία ούτε την ωριαία αμοιβή που αντιστοιχεί στις εργασίες αυτές.

48      Η παντελής απουσία στοιχείων σχετικών με τα έξοδα στα οποία πράγματι υποβλήθηκαν οι διάδικοι για τους σκοπούς της δίκης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ωριαίων αμοιβών και του χρόνου που δαπανήθηκε για τις διάφορες εργασίες, δεν εμποδίζει μεν το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, πλην όμως λειτουργεί κατ’ ανάγκην περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος (διάταξη της 8ης Ιουλίου 2020, Fastweb κατά Επιτροπής, T‑19/17 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:331, σκέψεις 44, 46 και 47).

49      Εξάλλου, όσον αφορά την ωριαία αμοιβή, υπενθυμίζεται ότι, κατά το ισχύον δίκαιο της Ένωσης, ελλείψει σχετικής κλίμακας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποκλίνει και να καθορίσει ex aequo et bono το ποσό των αμοιβών των δικηγόρων και των οικονομικών εμπειρογνωμόνων οι οποίες μπορούν να αναζητηθούν μόνον όταν η μέση ωριαία τιμολογημένη αμοιβή φαίνεται προδήλως υπερβολική (βλ. διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 2021, Romańska κατά Frontex, T‑212/18 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:30, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ η αιτούσα δεν υπέβαλε κανένα στοιχείο, ούτε καν εκτίμηση, του χρόνου εργασίας που αντιστοιχούσε στα διάφορα στάδια της διαδικασίας και της μέσης ωριαίας αμοιβής που σχετιζόταν με αυτά, η Επιτροπή, στις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως, προέβη στις ακόλουθες εκτιμήσεις για τον χρόνο εργασίας που θεωρεί ότι απαιτήθηκαν για τα στάδια αυτά για τη δικηγορική εταιρία Quinn Emanuel:

–        500 ώρες για το δικόγραφο της προσφυγής (88 σελίδες με 4 000 σελίδες παραρτημάτων)·

–        200 ώρες για το απαντητικό υπόμνημα (66 σελίδες με 600 σελίδες παραρτημάτων)·

–        8 ώρες για τις παρατηρήσεις της 20ής Ιουνίου 2019 (3 σελίδες)·

–        260 ώρες για το δικόγραφο της 26ης Ιουλίου 2019 (46 σελίδες με 3 300 σελίδες παραρτημάτων)·

–        12 ώρες για το δικόγραφο της 25ης Αυγούστου 2020 (4,5 σελίδες)·

–        4 ώρες για το δικόγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2020 (2 σελίδες)·

–        50 ώρες για την απάντηση της 20ής Νοεμβρίου 2020 (18 σελίδες)·

–        2 ώρες για τις παρατηρήσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2020 (διαβίβαση της υπογεγραμμένης δεσμεύσεως εμπιστευτικότητας)·

–        4 ώρες για τις παρατηρήσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2020 (2 σελίδες)·

–        15 ώρες για τις παρατηρήσεις της 26ης Ιανουαρίου 2021 (6 σελίδες)·

–        6 ώρες για τη συμμετοχή στην άτυπη συνεδρίαση της 15ης Απριλίου 2021 (ανά 45 λεπτά)·

–        250 ώρες για τη συμμετοχή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τις 4 έως τις 6 Μαΐου 2021 (για 3 ημέρες)·

–        8 ώρες για τις παρατηρήσεις της 19ης Μαΐου 2021 (4 σελίδες)·

–        και 20 ώρες για τις παρατηρήσεις της 20ής Ιουλίου 2021 (32 σελίδες).

51      Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή εκτίμησε, συνεπώς, ότι τα διάφορα στάδια της διαδικασίας είχαν απαιτήσει κατ’ ανώτατο όριο 1 339 ώρες εργασίας. Προτείνοντας να γίνει δεκτή μια μέση ωριαία αμοιβή ύψους 300 ευρώ, η Επιτροπή κατέληξε, ουσιαστικά, στο συμπέρασμα ότι ως αμοιβή της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel θα μπορούσε να αναζητηθεί το ποσό των 401 700 ευρώ.

52      Ωστόσο, μολονότι η αίτηση δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και είναι προδήλως υπερβολική τόσο ως προς τα αιτούμενα ποσά όσο και ως προς τον αριθμό των ωρών και των ωριαίων αμοιβών που σχετίζονται με τα ποσά αυτά, και παρά το γεγονός ότι οι δικηγόροι που εκπροσώπησαν την αιτούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την είχαν ομοίως συνδράμει ενώπιον της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η πρόταση της Επιτροπής, ενώ συνιστά χρήσιμη εκτίμηση, δεν φαίνεται ωστόσο να αποτελεί προσήκουσα αξιολόγηση.

53      Ειδικότερα, με βάση την εκτίμηση της Επιτροπής θα προέκυπτε ένας αριθμός 960 ωρών εργασίας για την προετοιμασία της προσφυγής (500 ώρες), του απαντητικού υπομνήματος (200 ώρες) και του δικογράφου της 26ης Ιουλίου 2019 (260 ώρες). Λαμβανομένων όμως υπόψη του αριθμού των προβληθέντων λόγων, της δυσκολίας των τεθέντων νομικών και πραγματικών ζητημάτων, του αριθμού των δικογράφων και της στενής σύνδεσης μεταξύ τους, των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ως συνημμένα σε αυτά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της ανάπτυξης ολοένα και πιο συγκεκριμένων και αναλυτικών επιχειρημάτων, η εκτίμηση αυτή δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται σε προσήκουσα αξιολόγηση του χρόνου εργασίας που αντικειμενικά είναι απαραίτητος για την προετοιμασία των τριών αυτών δικογράφων, αξιολόγηση η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των 1 400 ωρών εργασίας για τα δικόγραφα αυτά.

54      Πέραν του αριθμού των ωρών αυτών, αφενός, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ένα σύνολο 150 ωρών εργασίας για την προετοιμασία των λοιπών δικογράφων που κατέθεσε η αιτούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι εκείνων που αναφέρονται στη σκέψη 50 ανωτέρω, καθώς και ορισμένων άλλων δικογράφων που δεν αναφέρονται στην εν λόγω σκέψη (αίτηση της 16ης Ιανουαρίου 2019, αίτημα της 10ης Δεκεμβρίου 2020 και συμπληρωματικό αίτημα της 18ης Δεκεμβρίου 2020, η αίτηση της 21ης Ιανουαρίου 2021, οι παρατηρήσεις της 29ης Μαρτίου 2021 και οι παρατηρήσεις της 3ης Μαΐου 2021). Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο αριθμός των 250 ωρών εργασίας για την προετοιμασία και τη συμμετοχή στην άτυπη συνεδρίαση της 15ης Απριλίου 2021 και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τις 4 έως τις 6 Μαΐου 2021.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, δεδομένου ότι το σύνολο 1 800 ωρών εργασίας θεωρείται εύλογο για το σύνολο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για την κύρια υπόθεση, τούτο δε ανεξαρτήτως του αριθμού των δικηγόρων, το ποσό των αμοιβών της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel που μπορεί η αιτούσα να αναζητήσει από την Επιτροπή πρέπει, κατά δίκαιη εκτίμηση ex aequo et bono, να καθοριστεί σε 750 000 ευρώ.

56      Λαμβανομένων υπόψη όσων προηγήθηκαν, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν όσον αφορά τις αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel πρέπει να καθορισθούν σε 750 000 ευρώ.

 Επί των εξόδων που αφορούν την παρέμβαση των οικονομικών συμβούλων της Compass Lexecon/FTI

57      Η αιτούσα ζητεί να της αποδοθούν 480 611,64 ευρώ για αμοιβές υπηρεσιών οικονομικού συμβούλου που παρείχε η Compass Lexecon/FTI.

58      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, λόγω της κατ’ ουσίαν οικονομικής φύσεως ορισμένων υποθέσεων, η παρέμβαση οικονομικών εμπειρογνωμόνων οι οποίοι συμπληρώνουν το έργο των νομικών συμβούλων ενδέχεται ενίοτε να αποδειχθεί απαραίτητη σε δίκες που αφορούν αποφάσεις επί των υποθέσεων αυτών και, ως εκ τούτου, να προκαλέσει έξοδα τα οποία μπορούν να αναζητηθούν δυνάμει του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., όσον αφορά διαδικασία κρατικών ενισχύσεων, διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2006, WestLB κατά Επιτροπής, T‑228/99 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:405, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και, όσον αφορά πράξη συγκέντρωσης, διάταξη της 17ης Αυγούστου 2020, United Parcel Service κατά Επιτροπής, T‑194/13 DEP II, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:372, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Για να συμβαίνει αυτό, η συμμετοχή οικονομικών συμβούλων πρέπει να είναι αντικειμενικά αναγκαία για τους σκοπούς της διαδικασίας (βλ. διάταξη της 17ης Αυγούστου 2020, United Parcel Service κατά Επιτροπής, T‑194/13 DEP II, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:372, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Από την αίτηση προκύπτει ότι το ποσό των 480 611,64 ευρώ, το οποίο υπολόγισε η αιτούσα, αντιστοιχεί στην απόδοση των αμοιβών εννέα οικονομικών συμβούλων της Compass Lexecon/FTI για την περίοδο από 24 Ιανουαρίου 2018 έως 15 Ιουνίου 2022.

61      Προκειμένου να δικαιολογήσει το ποσό αυτό, η αιτούσα προσκόμισε στοιχεία υπολογισμού παρόμοια με εκείνα που αναφέρονται στο σημείο 30 ανωτέρω, ήτοι, πρώτον, στο παράρτημα Τ.6 της αιτήσεως, συνοπτικό πίνακα (καταρτισθέντα από την ίδια) στον οποίο εμφανίζονται οι ωριαίες αμοιβές (σε USD) και ο αριθμός των ωρών που τιμολογήθηκαν ανά έτος από καθέναν από τους εν λόγω συμβούλους μεταξύ των ετών 2018 και 2021, καθώς και τα συνολικά ποσά (σε ευρώ) που τιμολογήθηκαν από την Compass Lexecon/FTI για κάθε έτος (στο εξής: συνοπτικός πίνακας CL). Εν συνεχεία, στο σώμα της αίτησης, η αιτούσα επικαλέστηκε τον ίδιο πίνακα ανά περίοδο που αναφέρεται στις σκέψεις 30, 42 και 43 ανωτέρω. Τέλος, στο παράρτημα Τ.9 της αιτήσεως, η αιτούσα προσκόμισε δέκα τιμολόγια –που κάλυπταν τη χρονική περίοδο μεταξύ 16 Ιανουαρίου 2018 και 6 Μαΐου 2021– τα οποία της είχαν αποσταλεί από την Compass Lexecon/FTI και ανέφεραν τις ώρες που είχαν καταγραφεί από καθέναν εκ των οικείων συμβούλων καθώς και την ωριαία αμοιβή τους (σε USD) (στο εξής: τιμολόγια CL).

62      Περαιτέρω, στο σώμα της αιτήσεως, η αιτούσα ανέφερε ότι οι οικονομικοί σύμβουλοί της είχαν συντάξει οικονομικές εκθέσεις ή οικονομικά υπομνήματα τα οποία είχαν ενσωματωθεί ή επισυναφθεί στην προσφυγή και στο απαντητικό υπόμνημα και ότι ένας από τους συμβούλους της είχε παραστεί στην ακροαματική διαδικασία για να παράσχει διευκρινίσεις. Η αιτούσα αναφέρθηκε επίσης στις οικονομικές αναλύσεις που είχε προσκομίσει ενώπιον της Επιτροπής.

63      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι, εν προκειμένω, υπάρχει πράγματι λόγος να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή οικονομικών συμβούλων ήταν αντικειμενικώς αναγκαία για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της αιτήσεως της αιτούσας και τα παραρτήματά της, ιδίως δε τα τιμολόγια CL, ο πίνακας ανά περιόδους και ο συνοπτικός πίνακας CL, δεν παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί ο όγκος της εργασίας που αντιστοιχεί στα ποσά που ζητούνται ως αμοιβές της Compass Lexecon/FTI για την εν λόγω διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

64      Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, τα τιμολόγια CL που προσκόμισε η αιτούσα ως παράρτημα στην αίτηση δεν περιέχουν καμία περιγραφή των εργασιών που εκτελέστηκαν, αφού η αιτούσα επέλεξε να αφαιρέσει κάθε τέτοια πληροφορία, σβήνοντάς τη με μαύρο χρώμα, από τα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 16 και, κατ’ αναλογία, σκέψη 40 ανωτέρω). Εν συνεχεία, ο πίνακας ανά περίοδο, ο οποίος παρατίθεται στο σώμα της αιτήσεως, δεν επιτρέπει καμία συγκεκριμένη εκτίμηση (βλ., κατ’ αναλογία, σκέψη 42 ανωτέρω). Τέλος, ο συνημμένος στην αίτηση συνοπτικός πίνακας CL παρέχει απλώς τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει –αν και δεν απόκειται σ’ αυτό να αναζητήσει και να εντοπίσει στα παραρτήματα στοιχεία για να καλύψει την έλλειψη πληροφοριών και διευκρινίσεων στην αίτηση (πρβλ. σκέψη 44 ανωτέρω)– ότι η Compass Lexecon/FTI χρέωσε την αιτούσα για συνολικά 853,7 ώρες μεταξύ 2018 και 2021, με ωριαίες αμοιβές που κυμαίνονταν από 242 έως 1 055 USD.

65      Ως εκ τούτου, παρά τον μεγάλο αριθμό εγγράφων και στοιχείων που προσκόμισε η αιτούσα, κανένα από αυτά δεν επιτρέπει να προσδιορισθεί σε ποιες εργασίες αντιστοιχεί αυτός ο συνολικός αριθμός ωρών, ιδίως δε πόσες ώρες αντιστοιχούν, ενδεχομένως, σε διπλές εργασίες ή σε εργασίες συντονισμού μεταξύ των εννέα προσώπων που αναφέρονται στα τιμολόγια, αν οι ώρες αυτές εργασίας παρασχέθηκαν για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή αν ήταν απαραίτητες για τον σκοπό αυτό. Εξάλλου, αντίθετα με ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η αιτούσα, η εργασία που αφορά τις οικονομικές αναλύσεις που προσκομίσθηκαν ενώπιον της Επιτροπής δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στη σκέψη 23 ανωτέρω, αφορά αποκλειστικά τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

66      Κατά συνέπεια, η αίτηση της αιτούσας δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των ωρών που αντιστοιχούν στις διάφορες εργασίες που πράγματι διεκπεραίωσαν οι οικονομικοί σύμβουλοι της Compass Lexecon/FTI για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε την ωριαία αμοιβή που αντιστοιχεί στις διάφορες αυτές εργασίες.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, τα έξοδα που αφορούν την παρέμβαση των οικονομικών συμβούλων της Compass Lexecon/FTI δεν μπορούν μεν να απορριφθούν στο σύνολό τους, πλην όμως η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει αναγκαστικά να είναι αυστηρή, σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στη σκέψη 48 ανωτέρω.

68      Δεδομένου ότι, αφενός, η αιτούσα δεν παρέσχε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ως προς τον όγκο εργασίας των οικονομικών συμβούλων της για την προετοιμασία των εκθέσεων και των υπομνημάτων που ενσωματώθηκαν ή επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής και στο υπόμνημα απαντήσεως, ο όγκος των εργασιών αυτών εκτιμάται δικαίως ex æquo et bono σε 50 ώρες. Αφετέρου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, κατά τη διάρκεια των τριών ημερών της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως επετράπη σε οικονομικό σύμβουλο της αιτούσας να παρέμβει, παρουσία και υπό την ευθύνη των εκπροσώπων της αιτούσας, προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις. Ο όγκος εργασίας που αντιστοιχεί στα καθήκοντα αυτά θα πρέπει να καθοριστεί σε 24 ώρες. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των 74 ωρών εργασίας θεωρείται εύλογος για το σύνολο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην κύρια υπόθεση.

69      Όσον αφορά την ωριαία αμοιβή, δεδομένου ότι η αίτηση δεν καθιστά δυνατό τον ακριβή καθορισμό της ωριαίας αμοιβής που αντιστοιχεί στην εκτέλεση των διαφόρων εργασιών των οικονομικών συμβούλων και δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η ωριαία αμοιβή 1 055 USD, που είναι μία από τις αμοιβές που αναγράφονται στα τιμολόγια CL και στον συνοπτικό πίνακα CL, θα ήταν προδήλως υπερβολική για τον καθορισμό των αποδοτέων εξόδων όσον αφορά τις επίμαχες αμοιβές, το ποσό που μπορεί η αιτούσα να αναζητήσει από την Επιτροπή για τις αμοιβές της Compass Lexecon/FTI καθορίζεται κατά δίκαιη εκτίμηση ex æquo et bono σε 30 000 ευρώ.

70      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν όσον αφορά τις αμοιβές της Compass Lexecon/FTI πρέπει να καθοριστούν σε 30 000 ευρώ.

 Συμπεράσματα επί των αμοιβών

71      Συνεπώς, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν ως αμοιβή για την παροχή νομικών και οικονομικών συμβουλών στο πλαίσιο της εκδίκασης της κύριας υπόθεσης πρέπει να καθοριστούν στο συνολικό ποσό των 780 000 ευρώ.

 Επί των δαπανών

72      Ως δαπάνες, η αιτούσα ζητεί την απόδοση του ποσού των 23 907,21 ευρώ για έξοδα ταξιδίου και διαμονής των δικηγόρων της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel, του οικονομικού συμβούλου της Compass Lexecon/FTI και ενός από τους υπαλλήλους της προκειμένου να παραστούν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

73      Στον αιτούντα απόκειται να προσκομίσει τα δικαιολογητικά στοιχεία προς απόδειξη της πραγματοποιήσεως και του ύψους των εξόδων μετακινήσεως και διαμονής των οποίων ζητεί την απόδοση (διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 2017, Nordschleife, T‑181/14 DEP, EU:T:2017:41, σκέψη 34).

74      Υπενθυμίζεται ότι τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής στα οποία υποβλήθηκαν άλλα πρόσωπα πλην των δικηγόρων μπορούν να αναζητηθούν μόνο εάν η παρουσία των προσώπων αυτών ήταν απαραίτητη για τους σκοπούς της διαδικασίας [βλ. διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, Branco κατά Επιτροπής, T‑271/94 (92), EU:T:1998:222, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Οκτωβρίου 2017, Heli-Flight κατά EASA, T‑102/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:769, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

75      Πλην ειδικών περιστάσεων, τα έξοδα ενός μόνο συμβούλου μπορούν να αναζητηθούν (πρβλ. διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2014, Coop Nord κατά Επιτροπής, T‑244/08 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:899, σκέψη 33).

 Επί των εξόδων μετακινήσεως και διαμονής των δικηγόρων της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel

76      Η αιτούσα ζητεί να της αποδοθεί ποσό 12 632,95 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής των δικηγόρων της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel για να παραστούν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

77      Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ίδια η αίτηση δεν περιέχει καμία ένδειξη περί της φύσεως των αναζητούμενων εξόδων ούτε κάποια κατανομή των εξόδων ανά κατηγορία. Ωστόσο, προκειμένου να δικαιολογήσει το ποσό αυτό, η αιτούσα αναφέρεται, με το δικόγραφο, σε τιμολόγιο που της απέστειλε η δικηγορική εταιρία Quinn Emanuel (το οποίο προσκομίσθηκε στο παράρτημα Τ.8) καθώς και στα τιμολόγια με τα οποία εξοφλούνται οι δαπάνες αυτές από τους δικηγόρους της (τα οποία προσκομίσθηκαν στο παράρτημα Τ.11).

78      Από το τριακοστό τρίτο τιμολόγιο της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel, το οποίο προσκόμισε η αιτούσα στο παράρτημα Τ.8, προκύπτει ότι το επίμαχο ποσό αφορά, ουσιαστικά, έξοδα διαμονής σε ξενοδοχείο, έξοδα ταξιδίου και μισθώσεως μιας αίθουσας. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες αυτές φαίνονται στη συνέχεια να εκτίθενται λεπτομερώς στα δύο άλλα τιμολόγια (σε ευρώ), που προσκόμισε στο παράρτημα Τ.11 η αιτούσα, ήτοι σε ένα τιμολόγιο ξενοδοχείου στο Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο) και σε ένα τιμολόγιο ενός παρόχου μεταφορικών υπηρεσιών στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), ενώ συγχρόνως το ίδιο παράρτημα φαίνεται να περιέχει λογιστικούς πίνακες στους οποίους οι εν λόγω δαπάνες αναγράφονται σε διαφορετική μορφή και σε τέσσερις σελίδες με πλήρως αναδιατυπωμένο το περιεχόμενό τους. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να προβεί στην εκτίμηση των εξόδων μετακινήσεως και διαμονής μόνον με βάση τα εν λόγω δύο τιμολόγια ξενοδοχείου και μεταφοράς. Αντιθέτως, ορισμένες άλλες δαπάνες που αναφέρονται στο τριακοστό τρίτο τιμολόγιο της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel σχετικές με έξοδα τα οποία αφορούν αναπαραγωγή εγγράφων και δικαστικά τέλη δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, λόγω ελλείψεως οποιασδήποτε διευκρινίσεως και οποιουδήποτε δικαιολογητικού στοιχείου υποβληθέντος από την αιτούσα.

79      Κατά πρώτον από τον κατάλογο των υπηρεσιών που αναφέρονται στο τιμολόγιο του ξενοδοχείου, ύψους 8 513 ευρώ, προκύπτει ότι το τιμολόγιο αυτό καλύπτει τα έξοδα διανυκτερεύσεων, τα γεύματα, τη μίσθωση αίθουσας συνεδριάσεων και εξοπλισμού, καθώς και «μεταφορές».

80      Πρώτον, όσον αφορά τις διανυκτερεύσεις, το τιμολόγιο του ξενοδοχείου αναγράφει συνολικό ποσό 5 630 ευρώ για τέσσερις διανυκτερεύσεις (από τις 3 έως τις 7 Μαΐου 2021) για πέντε δικηγόρους. Εντούτοις, αφενός, υπενθυμίζεται ότι η ακροαματική διαδικασία στην κύρια υπόθεση διεξήχθη από τις 4 έως τις 6 Μαΐου 2021. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας της 6ης Μαΐου 2021, η ακροαματική διαδικασία περατώθηκε περίπου στις 4 μ.μ. Ως εκ τούτου, η διανυκτέρευση από τις 6 έως τις 7 Μαΐου 2021 δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη για τους σκοπούς της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας. Επιπλέον, από το τιμολόγιο του παρόχου μεταφορικών υπηρεσιών προκύπτει ότι στις 6 Μαΐου 2021 πραγματοποιήθηκαν δύο μετακινήσεις με αυτοκίνητο από το Λουξεμβούργο προς τις Βρυξέλλες για έξι άτομα. Αφετέρου, ενώ υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη εντός τριών ημερών, τα έξοδα διανυκτερεύσεως των τριών δικηγόρων που εκπροσώπησαν την αιτούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και παρέστησαν ενώπιον αυτού κατά την κρίσιμη επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορούν να θεωρηθούν ανακτήσιμα σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στη σκέψη 75 ανωτέρω, δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο για τους άλλους δύο δικηγόρους που δεν εκπροσώπησαν την αιτούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, το ποσό που μπορεί να αναζητηθεί για τις τρεις διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχείο, τριών δικηγόρων (289 ευρώ ανά διανυκτέρευση) ανέρχεται σε 2 601 ευρώ.

81      Δεύτερον, όσον αφορά τα γεύματα, στο τιμολόγιο του ξενοδοχείου αναγράφεται συνολικό ποσό 79 ευρώ, το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως δυνάμενο να αναζητηθεί, διότι ότι το ποσό αυτό είναι δεόντως αιτιολογημένο και εύλογο.

82      Τρίτον, όσον αφορά τη μίσθωση αίθουσας συνεδριάσεων και εξοπλισμού, στο τιμολόγιο του ξενοδοχείου αναγράφεται συνολικό ποσό 2 250 ευρώ. Βεβαίως, από την αίτηση και τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προκύπτει ούτε η ακριβής φύση των δαπανών μισθώσεως ούτε σε ποιον βαθμό οι μισθώσεις αυτές ήταν απαραίτητες για την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία. Ωστόσο, ενώ τα έξοδα που αφορούν τη μίσθωση εξοπλισμού (750 ευρώ για «εκτυπωτή») πρέπει να απορριφθούν ελλείψει οποιασδήποτε διευκρινίσεως από την αιτούσα, όσον αφορά, αντιθέτως, τα έξοδα μισθώσεως αίθουσας συνεδριάσεων (1 500 ευρώ για τρεις ημέρες), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διάρκεσε τρεις ημέρες και η αιτούσα εκπροσωπήθηκε από τρεις δικηγόρους (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω), η χρήση αίθουσας συνεδριάσεων στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν οι δικηγόροι αυτοί μπορεί να θεωρηθεί πράγματι απαραίτητη. Τούτων δοθέντων και δεδομένου ότι η αιτούσα δεν διευκρινίζει τον τρόπο χρήσης μιας τέτοιας αίθουσας συνεδριάσεων, η μίσθωση της αίθουσας για τρεις πλήρεις ημέρες φαίνεται υπερβολική ελλείψει διευκρινίσεων εκ μέρους της αιτούσας. Μολονότι η απουσία τέτοιων πληροφοριών δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν για τον σκοπό αυτό, εντούτοις για το ποσό αυτό πρέπει αναγκαστικά να γίνει αυστηρή εκτίμηση όσον αφορά τις αξιώσεις της αιτούσας [πρβλ. διάταξη της 21ης Μαρτίου 2018, K&K Group κατά EUIPO – Pret A Manger (Europe) (Pret A Diner), T‑2/16 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:175, σκέψη 37]. Ως εκ τούτου, το δυνάμενο να αναζητηθεί ποσό για τον σκοπό αυτό καθορίζεται ex æquo et bono σε 750 ευρώ.

83      Τέταρτον, όσον αφορά τις «μεταφορές», το τιμολόγιο αναφέρει συνολικό ποσό 554 ευρώ σε σχέση με άλλο ξενοδοχείο. Στο μέτρο που τα στοιχεία που προσκόμισε η αιτούσα δεν επιτρέπουν να προσδιοριστεί ούτε το αντικείμενο των εξόδων αυτών ούτε, κατά μείζονα λόγο, η αναγκαιότητά τους για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα έξοδα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

84      Κατά δεύτερον, από το τιμολόγιο του παρόχου υπηρεσιών μεταφοράς στις Βρυξέλλες, ύψους 2 106,22 ευρώ, προκύπτει ότι το τιμολόγιο αυτό καλύπτει τρεις μετακινήσεις με αυτοκίνητο από τις Βρυξέλλες στο Λουξεμβούργο στις 3 Μαΐου 2021 (μία μετακίνηση για τέσσερα άτομα, μία μετακίνηση για δύο άτομα και μία μετακίνηση για ένα αντικείμενο) και δύο μετακινήσεις με αυτοκίνητο από το Λουξεμβούργο στις Βρυξέλλες στις 6 Μαΐου 2021 (μία μετακίνηση για τέσσερα άτομα και μία για δύο άτομα).

85      Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 80 ανωτέρω, μόνο η παρουσία των τριών δικηγόρων που εκπροσώπησαν την αιτούσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και παρέστησαν ενώπιόν του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη για τους σκοπούς της δίκης, εφόσον πρόκειται για τα έξοδα που προέκυψαν λόγω της συμμετοχής στην κρίσιμη επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Κατά συνέπεια, μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στο ταξίδι των τριών αυτών δικηγόρων μπορεί να θεωρηθεί ανακτήσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του τιμολογίου που προσκόμισε η αιτούσα, πρέπει να θεωρηθεί ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο κόστος του ταξιδίου μετάβασης (380 ευρώ) και του ταξιδίου επιστροφής (380 ευρώ) τεσσάρων ατόμων, χωρίς τα επιπλέον έξοδα για την αναμονή, συνολικού ποσού 760 ευρώ.

86      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το συνολικό ύψος των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν όσον αφορά τις αμοιβές της δικηγορικής εταιρίας Quinn Emanuel πρέπει να καθορισθεί σε 4 190 ευρώ.

 Σχετικά με τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής του οικονομικού συμβούλου της Compass Lexecon/FTI

87      Η αιτούσα ζητεί να της αποδοθεί ποσό 2 749,08 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής του οικονομικού συμβούλου της Compass Lexecon/FTI για να παραστεί στην ακροαματική διαδικασία.

88      Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ίδια η αίτηση δεν περιέχει καμία ένδειξη της φύσεως των ζητούμενων εξόδων, ούτε κάποια κατανομή ανά κατηγορία εξόδων. Ωστόσο, προκειμένου να δικαιολογήσει το ποσό αυτό, η αιτούσα παραπέμπει στο παράρτημα Τ.12, το οποίο περιέχει τιμολόγια και αποδείξεις πληρωμής.

89      Το παράρτημα Τ.12 που προσκόμισε η αιτούσα αναφέρει, σε έναν πίνακα, διάφορες κατηγορίες εξόδων, ήτοι έξοδα:

–        για τρεις μετακινήσεις με ταξί, ποσά 30 ευρώ, 42,09 ευρώ και 30 ευρώ, δηλαδή συνολικά 102,09 ευρώ·

–        για δύο τεστ COVID‑19, ποσά 180 ευρώ και 169 ευρώ, που αντιστοιχούν συνολικά σε 349 ευρώ·

–        για αεροπορικά ταξίδια, ποσό 948,45 ευρώ·

–        για το ξενοδοχείο, ποσό 1 220 ευρώ.

90      Εξάλλου, το παράρτημα Τ.12 που προσκόμισε η αιτούσα περιλαμβάνει επίσης τρεις σελίδες το περιεχόμενο των οποίων έχει πλήρως απαλειφθεί, ένα τιμολόγιο ταξιδιωτικού πρακτορείου και μία σελίδα που περιέχει αντίγραφο διαφόρων αποδείξεων και δελτίων ταμειακών μηχανών. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να προβεί στην εκτίμηση των εξόδων αυτών μόνο με βάση το τιμολόγιο, τις αποδείξεις και τα ταμειακά δελτία.

91      Πρώτον, όσον αφορά τα ταξίδια με ταξί, η αιτούσα προσκόμισε αντίγραφο τριών αποδείξεων μετακινήσεων με ταξί στη Μαδρίτη στις 3 Μαΐου 2021 (30 ευρώ), στο Λουξεμβούργο στις 3 Μαΐου 2021 (42,09 ευρώ) και στη Μαδρίτη, στις 7 Μαΐου 2021 (30 ευρώ). Τα έξοδα αυτά, που φαίνονται να συνδέονται με το ταξίδι του οικονομικού συμβούλου της αιτούσας από τη Μαδρίτη στο Λουξεμβούργο για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τις 4 έως τις 6 Μαΐου 2021, μπορούν να θεωρηθούν αναγκαία για την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία. Ως εκ τούτου, το ποσό που μπορεί να αναζητηθεί για τις μετακινήσεις με ταξί καθορίζεται σε 102,09 ευρώ.

92      Δεύτερον, όσον αφορά τα έξοδα για δύο τεστ COVID‑19, πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτούσα προσκόμισε μόνον αντίγραφο απόδειξης συναλλαγής με τραπεζική κάρτα, η οποία φαίνεται ότι εκδόθηκε στη Μαδρίτη στις 2 Μαΐου 2021 (180 ευρώ). Ωστόσο, η απόδειξη αυτή δεν αναφέρει ούτε την οικεία παροχή ούτε τον ενδιαφερόμενο, το γεγονός δε ότι στην απόδειξη αναγράφεται η ισπανική λέξη «clinica» προφανώς δεν αρκεί. Αντιθέτως, δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά το άλλο ποσό (των 169 ευρώ) που ζητήθηκε για τον ίδιο λόγο. Επομένως, η απόδοση των εξόδων αυτών πρέπει να απορριφθεί.

93      Τρίτον, όσον αφορά τα αεροπορικά ταξίδια, η αιτούσα προσκόμισε τιμολόγιο ταξιδιωτικού γραφείου, στο οποίο αναφέρεται ποσό 948,45 ευρώ, για ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής του οικονομικού συμβούλου της από τη Μαδρίτη στο Λουξεμβούργο. Ειδικότερα, από το εν λόγω τιμολόγιο προκύπτει ότι στο αιτούμενο ποσό περιλαμβάνεται το ποσό των 672 ευρώ για ένα αεροπορικό εισιτήριο μετ’ επιστροφής από τις 3 έως τις 5 Μαΐου 2021, το ποσό των 26,45 ευρώ για φόρους και το ποσό των 250 ευρώ ως πρόσθετη χρέωση λόγω της αλλαγής της ημερομηνίας του εισιτηρίου επιστροφής, από τις 5 στις 7 Μαΐου 2021.

94      Δεδομένου ότι καμία εξήγηση δεν δικαιολογεί την πρόσθετη χρέωση λόγω αλλαγής της ημερομηνίας του εισιτηρίου επιστροφής, εφόσον οι ημερομηνίες της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως είχαν κοινοποιηθεί στους διαδίκους στις 29 Ιανουαρίου 2021 και δεν μεταβλήθηκαν, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η απόδοση των εν λόγω εξόδων τροποποιήσεως. Ως εκ τούτου, το ποσό που μπορεί να αναζητηθεί για αεροπορικά ταξίδια ορίζεται σε 698,45 ευρώ.

95      Τέταρτον, όσον αφορά το ξενοδοχείο, η αιτούσα προσκόμισε αντίγραφο μιας αποδείξεως συναλλαγής με τραπεζική κάρτα, από ξενοδοχείο στο Λουξεμβούργο με την ένδειξη «κράτηση» για ποσό 1 220 ευρώ, που φέρει ημερομηνία 3 Μαΐου 2021. Ωστόσο, η απόδειξη αυτή δεν αναγράφει ούτε την υπηρεσία που παρασχέθηκε ούτε το πρόσωπο που την έλαβε. Κατά τα λοιπά, από τα παρασχεθέντα στοιχεία δεν προκύπτει αν πρόκειται για απόδειξη πληρωμής ή για απόδειξη τραπεζικής συναλλαγής για τη δέσμευση χρηματικού ποσού, όπως είναι ιδίως η παροχή εγγυήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι πρόκειται για το ίδιο ξενοδοχείο με εκείνο που αναφέρεται στο τιμολόγιο που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων εν προκειμένω πρέπει, κατ’ αναλογίαν και ελλείψει κάθε άλλης διευκρινίσεως σχετικά με την κράτηση και την αλλαγή της ημερομηνίας της πτήσεως επιστροφής του οικονομικού συμβούλου (σκέψη 94 ανωτέρω), να υπολογισθεί για ένα άτομο και για τρεις διανυκτερεύσεις και να καθορισθεί σε 867 ευρώ, βάσει της χρέωσης των 289 ευρώ ανά διανυκτέρευση.

96      Λαμβανομένων υπόψη όσων προηγήθηκαν, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν για τις δαπάνες του οικονομικού συμβούλου της Compass Lexecon/FTI πρέπει να καθορισθούν στο ποσό των 1 667,54 ευρώ.

 Επί των εξόδων μετακινήσεως και διαμονής υπαλλήλου της αιτούσας

97      Η αιτούσα ζητεί να της αποδοθεί ποσό 8 525,18 ευρώ ως δαπάνες για τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής ενός από τους υπαλλήλους της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

98      Ωστόσο, η αιτούσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί γιατί η παρουσία του υπαλλήλου της ήταν απαραίτητη για τους σκοπούς της δίκης, σύμφωνα με τη μνημονευόμενη νομολογία στη σκέψη 74 ανωτέρω, δεδομένου ότι το γεγονός και μόνον ότι ο υπάλληλος αυτός ήταν επιφορτισμένος με την παρακολούθηση της υπόθεσης εντός της εταιρίας είναι προφανώς ανεπαρκές προς τούτο. Κατά τα λοιπά, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η παρουσία του ζητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ούτε εξάλλου προκύπτει από τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ότι ο υπάλληλος αυτός κλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει τον λόγο κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Επομένως, η απόδοση των εξόδων αυτών πρέπει να απορριφθεί.

 Συμπέρασμα σχετικά με τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής

99      Συνεπώς, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν για τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής στο πλαίσιο της εκδίκασης της κύριας υπόθεσης πρέπει να καθοριστούν σε 5 857,54 ευρώ.

 Συμπέρασμα επί των δυναμένων να αναζητηθούν εξόδων

100    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο, κατά δίκαιη εκτίμηση των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητήσει η αιτούσα για εκδίκαση της κύριας υπόθεσης, καθορίζει το ύψος τους στο συνολικό ποσό των 785 857,54 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως μέχρι την έκδοση της παρούσας διατάξεως.

101    Δεδομένου ότι η αιτούσα δεν ζήτησε να της καταβληθούν δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, δεν συντρέχει λόγος να καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο σχετικό ποσό.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που πρέπει να αποδώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Qualcomm Inc. ανέρχεται σε 785 857,54 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 29 Φεβρουαρίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος

V. Di Bucci

 

Α. Μαρκουλλή


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.