Language of document : ECLI:EU:T:2018:88

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απόφαση τμήματος προσφυγών περί ανακλήσεως προγενέστερης αποφάσεως – Άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 103 του κανονισμού (ΕE) 2017/1001] – Γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως»

Στην υπόθεση T‑727/16,

Repower AG, με έδρα το Brusio (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους R. Kunz-Hallstein και H. P. Kunz-Hallstein, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον J. Crespo Carrillo,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

repowermap.org, με έδρα τη Βέρνη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τον P. González-Bueno Catalán de Ocón, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 3ης Αυγούστου 2016 [υπόθεση R 2311/2014‑5 (REV)], σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ repowermap.org και Repower,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, A. Dittrich και P. G. Xuereb (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Οκτωβρίου 2016,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις που το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους και τις αντίστοιχες απαντήσεις τους, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου και 14 Αυγούστου 2017,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 26 Ιουνίου 2009, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)], η προσφεύγουσα, Repower AG, κατοχύρωσε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) την προστασία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης της διεθνούς καταχωρίσεως αριθ. 1020351 του λεκτικού σήματος REPOWER.

2        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος αυτού υπάγονται στις κλάσεις 4, 9, 37, 39, 40 και 42, υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με την κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, που αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 4: «Ηλεκτρική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με χρήση βιοαερίου, ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται με νερό, άνεμο και ήλιο»·

–        κλάση 9: «Συσκευές και όργανα επιστημονικά, ναυτικά, τοπογραφικά, φωτογραφικά, κινηματογραφικά, οπτικά, ζύγισης, μέτρησης, σηματοδότησης, ελέγχου (επιθεώρησης), σωστικά και διδασκαλίας, συσκευές και όργανα για τη διεξαγωγή, τη διανομή, τη μετατροπή, τη συσσώρευση, τη ρύθμιση ή τον έλεγχο ηλεκτρικού ρεύματος, συσκευές εγγραφής, μετάδοσης, αναπαραγωγής ήχου ή εικόνων, μαγνητικά μέσα εγγραφής, ακουστικοί δίσκοι, μηχανές αυτόματης πώλησης και μηχανισμοί για συσκευές προπληρωμής, ταμειακές μηχανές, υπολογιστικές μηχανές, εξοπλισμός για την επεξεργασία δεδομένων και για υπολογιστές, πυροσβεστήρες, ηλεκτρικές συσκευές και όργανα (που δεν υπάγονται σε άλλη κλάση), δηλαδή ηλεκτρικές συσκευές για τεχνικές βαρέος ρεύματος, για τη μεταφορά, τον μετασχηματισμό, τη συσσώρευση, τη ρύθμιση και τον έλεγχο του ρεύματος, για τεχνικές χαμηλού ρεύματος, για απομακρυσμένη μετάδοση, φωτοβολταϊκά στοιχεία, συστήματα συναγερμού πυρκαγιάς, ηλεκτρικές συσκευές παρακολούθησης, αντικλεπτικοί συναγερμοί, εγκαταστάσεις ελέγχου κτιρίων, εγκαταστάσεις βίντεο, θυροτηλέφωνα και κουδούνια, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις για τεχνικές υψηλής συχνότητας και τεχνικές ελέγχου, εξοπλισμός πληροφορικής για την επεξεργασία πληροφοριών (ηλεκτρονικοί υπολογιστές), αναλογικές συνδέσεις, συνδέσεις στο διαδίκτυο, ηλεκτρονικές συσκευές που καθιστούν δυνατή την τηλεφωνική σύζευξη, ηλεκτρονικές συσκευές που επιτρέπουν τηλεδιάσκεψη, κινητά τηλέφωνα, ραδιοτηλέφωνα, τηλέφωνα και συσκευές φαξ, πρίζες, διακόπτες, πίνακες ελέγχου, ακουστικοί αγωγοί, ηλεκτρικά καλώδια, ηλεκτρικά σύρματα, ασφάλειες»·

–        κλάση 37: «Κατασκευή, επισκευή, υπηρεσίες εγκατάστασης, κατασκευή και επισκευή, καθώς και συντήρηση εγκαταστάσεων μεταφοράς και διανομής, εγκαταστάσεων μέσης και χαμηλής τάσης, εγκαταστάσεων δημόσιου φωτισμού και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, υπηρεσίες συντήρησης όσον αφορά ηλεκτρονικές εγκαταστάσεις σε κτίρια και επιχειρήσεις, συναρμολόγηση, συντήρηση και επισκευή ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων, κατασκευή, επισκευή και συντήρηση εγκαταστάσεων διανομής ενέργειας, συναρμολόγηση, συντήρηση και επισκευή υλικού ηλεκτρονικών υπολογιστών, ιδίως δικτύων δεδομένων, εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών εγκαταστάσεων, εγκατάσταση συνδυασμού και ελέγχου των διακοπτών, υπηρεσίες θέρμανσης, εγκατάσταση και συντήρηση σταθμών μετασχηματιστών και εγκαταστάσεων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, εγκατάσταση και συντήρηση δημόσιου φωτισμού, κατασκευή, εγκατάσταση και συντήρηση μεγάλων εργοστασίων μεγάλων θερμικών αντλιών, εξοπλισμός ηλεκτρικών μετρητών και απομακρυσμένου ρελέ για πελάτες, εγκατάσταση υλικών δικτύου (υλισμικού ηλεκτρονικών υπολογιστών) για παρόχους τηλεπικοινωνιών, εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή υλισμικού ηλεκτρονικών υπολογιστών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, παροχή τεχνικών συμβουλών σχετικά με την κατασκευή, συμβουλές στον τομέα των ανωτέρω υπηρεσιών·

–        κλάση 39: «Μεταφορές, συσκευασία και αποθήκευση εμπορευμάτων, οργάνωση περιηγήσεων, διανομή ενέργειας, παράδοση υλικού ηλεκτρονικών υπολογιστών, παροχή επιχειρηματικών συμβουλών σχετικά με τη μεταφορά (διανομή) ενέργειας, παροχή συμβουλών στον τομέα των ανωτέρω υπηρεσιών»·

–        κλάση 40: «Παραγωγή ενέργειας»·

–        κλάση 42: «Υπηρεσίες στον επιστημονικό και στον τεχνολογικό τομέα, καθώς και συναφείς υπηρεσίες έρευνας κι ανάπτυξης, υπηρεσίες βιομηχανικής ανάλυσης και έρευνας, σχεδιασμός και ανάπτυξη ηλεκτρονικών υπολογιστών και λογισμικού, σχεδιασμός στους τομείς της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, των εγκαταστάσεων ασφαλείας και των τηλεπικοινωνιών, παροχή επιχειρηματικών συμβουλών σχετικά με τα συστήματα πληροφορικής, τεχνικοί έλεγχοι ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, τεχνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ελέγχου ποιότητας στον τομέα των δραστηριοτήτων παροχής, μετρήσεως, ενημερώσεως, καθώς και ελέγχου των εγκαταστάσεων για την παροχή ενέργειας, εγκατάσταση, συντήρηση και επιδιόρθωση λογισμικού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και των προγραμμάτων ελέγχου, ποιοτικές μετρήσεις σε δίκτυα, διαμόρφωση ενεργών στοιχείων (λογισμικό) σε δίκτυα δεδομένων, οργάνωση της κεντρικής ασφάλειας δεδομένων, ανάπτυξη και εγκατάσταση λογισμικού για τη σύνδεση των τηλεφωνικών εγκαταστάσεων στο δίκτυο υπολογιστών και για την ολοκλήρωση τηλεφώνου-υπολογιστή, συμβουλές στον τομέα των ανωτέρω υπηρεσιών για την αλλαγή κατοικίας, έλεγχος ποιότητας, συμβουλές στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας, ήτοι πληροφόρηση σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας».

3        Στις 3 Ιουνίου 2013 η νυν παρεμβαίνουσα, repowermap.org, υπέβαλε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του αμφισβητούμενου σήματος, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001). Προέβαλε ότι το αμφισβητούμενο σήμα ήταν περιγραφικό και εστερείτο διακριτικού χαρακτήρα για το σύνολο των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών.

4        Στις 9 Ιουλίου 2014 το τμήμα ακυρώσεων έκανε δεκτή την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας για τις ακόλουθες υπηρεσίες, τις οποίες αφορά το αμφισβητούμενο σήμα και οι οποίες υπάγονται στις κλάσεις 37 και 42:

–        κλάση 37: «Κατασκευή, επισκευή, υπηρεσίες εγκατάστασης, κατασκευή και επισκευή, καθώς και συντήρηση εγκαταστάσεων μεταφοράς και διανομής, εγκαταστάσεων μέσης και χαμηλής τάσης, εγκαταστάσεων δημόσιου φωτισμού και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, κατασκευή, επισκευή και συντήρηση εγκαταστάσεων διανομής ενέργειας, εγκαταστάσεις και συντήρηση σταθμών μετασχηματιστών και εγκαταστάσεων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, εγκατάσταση και συντήρηση δημόσιου φωτισμού, κατασκευή, εγκατάσταση και συντήρηση μεγάλων εργοστασίων μεγάλων θερμικών αντλιών, συμβουλές στον τομέα των ανωτέρω υπηρεσιών»·

–        κλάση 42: «Υπηρεσίες στον επιστημονικό και στον τεχνολογικό τομέα, καθώς και συναφείς υπηρεσίες έρευνας κι ανάπτυξης, τεχνικοί έλεγχοι ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, τεχνικές υπηρεσίες στον τομέα των δραστηριοτήτων παροχής, μετρήσεως, ενημερώσεως, καθώς και ελέγχου των εγκαταστάσεων για την παροχή ενέργειας».

5        Το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας για τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που αφορά το αμφισβητούμενο σήμα (στο εξής: λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες). Επισήμανε, όσον αφορά τον περιγραφικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος, ότι έπρεπε να εξετασθεί εάν η λέξη «repower» παρουσίαζε, από την άποψη του μέσου αγγλόφωνου καταναλωτή της Ένωσης, άμεσο και συγκεκριμένο σύνδεσμο με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορούσε. Έκρινε ότι η επίμαχη λέξη θα μπορούσε να νοηθεί ως «εκ νέου θέση σε λειτουργία, και ιδίως: εξοπλισμός (σκάφους) με νέο κινητήρα» και «ανακατασκευή ή αντικατάσταση της πηγής ενέργειας ή του κινητήρα ορισμένου πράγματος, όπως αυτοκινήτου ή σταθμού παραγωγής ενέργειας» και ότι η λέξη αυτή εχρησιμοποιείτο αποκλειστικώς, αφενός, σχετικά με κινητήρες και, αφετέρου, στον τομέα της ενέργειας, ιδίως δε σχετικά με ενεργειακές εγκαταστάσεις. Επομένως, το τμήμα ακυρώσεων έκρινε ότι η λέξη «repower» πληροφορούσε άμεσα τους αγγλόφωνους καταναλωτές ότι οι υπηρεσίες που μνημονεύονται στη σκέψη 4 ανωτέρω ήταν υπηρεσίες που αποσκοπούσαν στο να θέσουν εκ νέου σε λειτουργία ή στο να αντικαταστήσουν έναν κινητήρα ή την πηγή ενέργειας ενεργειακών εγκαταστάσεων ή που είχαν ως αντικείμενο τέτοια θέση σε λειτουργία ή τέτοια αντικατάσταση. Επίσης, το τμήμα ακυρώσεων έκρινε ότι τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες δεν είχαν σχέση με την εκ νέου θέση σε λειτουργία ή την αντικατάσταση κινητήρων ή με την αντικατάσταση της πηγής ενέργειας ενεργειακών εγκαταστάσεων. Όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος, το τμήμα ακυρώσεων επισήμανε ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε αποδείξει ότι η λέξη «repower» είχε χρησιμοποιηθεί ευρέως στο εμπόριο για να προσδιορίσει τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες.

6        Στις 8 Σεπτεμβρίου 2014 η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

7        Με την από 8 Φεβρουαρίου 2016 απόφαση, το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή (στο εξής: απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016). Όσον αφορά τον περιγραφικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος, καταρχάς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορούσε το αμφισβητούμενο σήμα απευθύνονταν κυρίως στον μέσο καταναλωτή και σε επαγγελματικό κοινό, ότι το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού κυμαινόταν από σύνηθες έως υψηλό και ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο αγγλόφωνος καταναλωτής της Ένωσης, δεδομένου ότι το αμφισβητούμενο σήμα συνίστατο σε μια αγγλική λέξη. Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε τους ορισμούς της λέξεως «repower» τους οποίους έδωσε το τμήμα ακυρώσεων και απέρριψε τα επιχειρήματα της παρεμβαίνουσας αναφορικά με τη σημασία αυτής της λέξεως. Τέλος, επισήμανε, στο σημείο 34 της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, ότι «εν κατακλείδι, κρίνεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε [η παρεμβαίνουσα] δεν αποδεικνύουν ότι το [αμφισβητούμενο] σήμα χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της ενέργειας και ότι είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών των λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών». Όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το αμφισβητούμενο σημείο ήταν σύνηθες σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορούσε το σήμα αυτό και, επομένως, ότι ήταν δυνατόν να εκληφθεί ως σήμα.

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Απριλίου 2016, η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016. Η υπόθεση αυτή πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T‑188/16.

9        Με ανακοινωθέν της 22ας Ιουνίου 2016, το πέμπτο τμήμα προσφυγών πληροφόρησε τους αντιδίκους ότι, μετά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑188/16, repowermap κατά EUIPO – Repower (REPOWER), διαπίστωσε ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ήταν ελλιπώς αιτιολογημένη υπό την έννοια του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 94 του κανονισμού 2017/1001). Επισήμανε ότι, λόγω της ελλιπούς αιτιολογίας και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 103 του κανονισμού 2017/1001), έκρινε αναγκαία την ανάκληση της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, προκειμένου να προβεί σε λεπτομερή ανάλυση του διακριτικού και του περιγραφικού χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος αναφορικά με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορούσε το εν λόγω σημείο. Κάλεσε δε τους αντιδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της προθέσεώς του να ανακαλέσει την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016.

10      Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της στις 5 Ιουλίου 2016. Προέβαλε, κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον δεν τροποποιείτο το διατακτικό της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, ήταν δυνατόν το σκεπτικό της να θεμελιωθεί βάσει του άρθρου 83 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 107 του κανονισμού 2017/1001) –δυνάμει του οποίου, ελλείψει δικονομικής διατάξεως στον κανονισμό 207/2009, στον κανονισμό (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) [ο οποίος καταργήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 207/2009 και για την κατάργηση των κανονισμών 2868/95 και (ΕΚ) 216/96 (ΕΕ 2017, L 205, σ. 1)], στον κανονισμό (ΕΚ) 2869/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) [ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21)], ή στον κανονισμό (ΕΚ) 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) [ΕΕ 1996, L 28, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2082/2004 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ 2004, L 360, σ. 8) [ο οποίος καταργήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2017/1430], το EUIPO λαμβάνει υπόψη τις σχετικές αρχές που γίνονται γενικώς δεκτές στα κράτη μέλη. Αντιθέτως, θεωρούσε ότι η ανάκληση της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016 δυνάμει του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, το οποίο δεν υπήρχε ή δεν υπήρχε πλέον στην αναρτημένη στη βάση δεδομένων EUR-Lex ενοποιημένη έκδοση του κανονισμού 207/2009, δεν ήταν δυνατή καθόσον το εν λόγω άρθρο απλώς και μόνον παρείχε μια συγκεκριμένη εξουσία στους εξεταστές του EUIPO και καθόσον η έλλειψη αιτιολογίας δεν συνιστούσε διαδικαστικό σφάλμα υπό την έννοια του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009. Τέλος, προέβαλε ότι, όπως προέκυπτε από την απόφαση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως του EUIPO της 28ης Απριλίου 2009 (υπόθεση R 323/2008‑G) (στο εξής: απόφαση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως), οι αποφάσεις του EUIPO κατά των οποίων εκκρεμούσε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούσαν να ανακληθούν.

11      Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της στις 20 Ιουλίου 2016. Υπογράμμισε ότι το άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009, ως ειδικός κανόνας, ήταν εφαρμοστέο αντί των γενικών αρχών στις οποίες παρέπεμπε το άρθρο 83 του κανονισμού 207/2009. Επίσης, επισήμανε ότι η απάντηση στο ερώτημα αν η ελλιπής αιτιολογία συνιστά διαδικαστικό σφάλμα ήταν αβέβαιη και ότι ήταν αρκετά πιθανόν η ανάκληση της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016 λόγω ελλιπούς αιτιολογίας να μην επιτρέπεται. Διατύπωσε δε την εκτίμηση ότι, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω περιστάσεων, το βέλτιστο θα ήταν να συνεχιστεί η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑188/16, repowermap κατά EUIPO – Repower (REPOWER).

12      Με απόφαση της 3ης Αυγούστου 2016, το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO ανακάλεσε την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Διευκρίνισε ότι, αντιθέτως προς τις αμφιβολίες που εξέφρασαν οι αντίδικοι, το άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009 εξακολουθούσε να εφαρμόζεται και μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2015/2424. Επιπροσθέτως, επισήμανε ότι το EUIPO υποχρεούτο να αιτιολογεί τις αποφάσεις του και, ιδίως, να αναλύει τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως αναφορικά με τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα η ελλιπής αιτιολογία, όπως αυτή της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, να αποτελεί πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, υπό την έννοια του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, το οποίο έχρηζε θεραπείας.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

14      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Η παρεμβαίνουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

16      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από αναρμοδιότητα των τμημάτων προσφυγών να ανακαλούν τις αποφάσεις τους. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, καθώς και από παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της αρχής του δεδικασμένου. Τέλος, ο τέταρτος λόγος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως

17      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 103, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), στο οποίο βασίστηκε το τμήμα προσφυγών για να ανακαλέσει την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016, δεν ήταν πλέον σε ισχύ κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η τροποποίηση του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 με τον κανονισμό 2015/2424 ετέθη σε ισχύ από 1ης Οκτωβρίου 2017. Έως την ημερομηνία αυτή, το τροποποιημένο άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν ήταν, κατά την προσφεύγουσα, σε ισχύ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην ενοποιημένη έκδοση του κανονισμού 207/2009, το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 είχε απαλειφθεί.

18      Το EUIPO υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται στο άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009 στην προϊσχύσασα της τροποποιήσεώς του με τον κανονισμό 2015/2424 μορφή του (στο εξής: παλαιό άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009). Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προσθέτει ότι, ακόμη και εάν το εν λόγω άρθρο δεν ήταν σε ισχύ, τούτο δεν θα συνεπαγόταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο νομικής βάσεως. Το άρθρο 83 του κανονισμού 207/2009, το οποίο παραπέμπει στις γενικές αρχές, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως νομική βάση, δεδομένου ότι, μεταξύ των αρχών αυτών, συγκαταλέγεται και η αρχή κατά την οποία μια διοικητική αρχή δύναται να διορθώσει τις αποφάσεις της υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

19      Δεν αμφισβητείται ότι η νομική βάση που μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι η παράγραφος 1 του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 και ότι το εν λόγω άρθρο τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424.

20      Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 1 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 προέβλεπε τα εξής:

«Σε περίπτωση που το Γραφείο πραγματοποιήσει μια εγγραφή στο μητρώο ή λάβει απόφαση που περιέχει πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, αποδιδόμενο στο Γραφείο, το τελευταίο αυτό προβαίνει στην ακύρωση της εν λόγω εγγραφής ή στην ανάκληση της εν λόγω αποφάσεως.»

21      Η πρώτη περίοδος του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, μετά την τροποποίησή του από τον κανονισμό 2015/2424 (στο εξής: νέο άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), προβλέπει πλέον τα εξής:

«Σε περίπτωση που το Γραφείο πραγματοποιήσει εγγραφή στο μητρώο ή λάβει απόφαση που περιέχει προφανές σφάλμα το οποίο μπορεί να του αποδοθεί, μεριμνά για την ακύρωση της εγγραφής ή την ανάκληση της απόφασης».

22      Κατά συνέπεια, το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, αφορά τις αποφάσεις που περιέχουν πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, ενώ το νέο άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, αφορά τις αποφάσεις που περιέχουν προφανές σφάλμα.

23      Πρέπει να επισημανθεί ότι, στο σημείο 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι «σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, όταν το Γραφείο εκδίδει απόφαση, τούτη δύναται να ανακληθεί εφόσον περιέχει προφανές σφάλμα το οποίο δύναται να αποδοθεί στο Γραφείο».

24      Εντούτοις, στο σημείο 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε ότι το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009, βάσει του οποίου οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών πρέπει να είναι αιτιολογημένες, ήταν διαδικαστική διάταξη, ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ήταν ελλιπώς αιτιολογημένη και ότι η εν λόγω ελλιπής αιτιολογία συνιστούσε πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα υπό την έννοια του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009.

25      Επομένως, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών χαρακτήρισε την ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ως πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, κρίνεται ότι η νομική βάση που μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κάτι που και το EUIPO επιβεβαίωσε στο υπόμνημά του αντικρούσεως.

26      Από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2015/2424 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός ετέθη σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 2016. Εντούτοις, προκύπτει επίσης από το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του ανωτέρω κανονισμού, ότι η τροποποίηση του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ετέθη σε ισχύ από 1ης Οκτωβρίου 2017.

27      Τούτο όμως δεν συνεπάγεται, αντιθέτως προς όσα κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 καταργήθηκε με την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2015/2424, ήτοι στις 23 Μαρτίου 2016, και δη έως την έναρξη ισχύος της τροποποιήσεώς του, ήτοι την 1η Οκτωβρίου 2017. Τούτο απλώς συνεπάγεται ότι έως την 1η Οκτωβρίου 2017 εφαρμοζόταν το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

28      Βεβαίως, αληθεύει ότι στην αναρτημένη στη βάση δεδομένων EUR-Lex ενοποιημένη έκδοση του κανονισμού 207/2009 κατά τη μεταβατική περίοδο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 27 ανωτέρω, στην οποία ελήφθησαν υπόψη οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τον κανονισμό 2015/2424, το άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009 έχει μία και μόνη παράγραφο, την παράγραφο 3 (νυν άρθρο 103, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001). Εντούτοις, όπως και η ίδια η προσφεύγουσα αναφέρει, η εν λόγω ενοποιημένη έκδοση περιελάμβανε, στην πρώτη της σελίδα, την ακόλουθη σημείωση:

«Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex.»

29      Συναφώς, από την έκδοση του κανονισμού 2015/2424 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 εξακολουθούσε να εφαρμόζεται κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από αναρμοδιότητα των τμημάτων προσφυγών να ανακαλούν τις αποφάσεις τους

31      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι εφαρμοζόταν το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών ήταν αναρμόδιο να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, πρώτον, προβάλλει ότι, όπως προκύπτει από το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, η βάσει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου εξουσία ανακλήσεως παρέχεται αποκλειστικώς στις υπηρεσίες του EUIPO που μνημονεύονται στο άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001). Το τμήμα προσφυγών, ως όργανο προσφυγών, δεν έχει, κατά την προσφεύγουσα, την εξουσία να προβεί σε ανάκληση των αποφάσεων που εκδίδει. Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το μέρος Α, κεφάλαιο 6, σημείο 1.2 των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, το οποίο αφορά την εξουσία ανακλήσεως, δεν προβλέπει τη δυνατότητα των τμημάτων προσφυγών να ανακαλούν τις αποφάσεις τους. Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, όπως προκύπτει και από το σημείο 23 της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως, δεν χωρεί εφαρμογή του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 σε διαδικασία προσφυγής και, κατά συνέπεια, εφαρμογή του από τα τμήματα προσφυγών.

32      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Ερωτηθέν εάν η παράγραφος 3 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το EUIPO απάντησε ότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμοζόταν. Αντιθέτως, η παρεμβαίνουσα υποστήριξε, στο υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμοζόταν.

33      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 παρέχει την εξουσία ανακλήσεως στο «Γραφείο», και επομένως στα τμήματα προσφυγών που αποτελούν όργανά του. Κατά συνέπεια, δεν είναι πειστικά τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

34      Ειδικότερα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, σημείο 74, του κανονισμού 2015/2424, εξεταζόμενο από κοινού με το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, η παράγραφος 3 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 αντικαταστάθηκε, από 23ης Μαρτίου 2016, από τη νέα παράγραφο 3, η οποία αφορά την παροχή εξουσιοδοτήσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επίσης, προκύπτει από τις διατάξεις του κανονισμού 2015/2424 ότι το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, κατέστη, από 1ης Οκτωβρίου 2017, το νέο άρθρο 80, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009. Ως εκ τούτου, φαίνεται να προκύπτει ότι το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, καταργήθηκε από την 23η Μαρτίου 2016 έως την 1η Οκτωβρίου 2017. Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή ήταν η πρόθεση του νομοθέτη. Αντιθέτως, κρίνεται ότι η παράγραφος 3 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 και η παράγραφος 3 του νέου άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, συνυπήρξαν από την 23η Μαρτίου 2016 έως την 1η Οκτωβρίου 2017 και, επομένως, ότι η παράγραφος 3 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

35      Το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, το οποίο επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τη δυνατότητα των διαδίκων να ασκήσουν προσφυγή κατ’ εφαρμογή των άρθρων 58 και 65, ούτε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους όρους που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός, να διορθωθούν οποιαδήποτε γλωσσικά σφάλματα ή σφάλματα μεταγραφής καθώς και προφανή σφάλματα στις αποφάσεις του Γραφείου, ή σφάλματα αποδιδόμενα στο Γραφείο κατά την καταχώριση του σήματος ή κατά τη δημοσίευση της καταχώρισής του.»

36      Το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, παραπέμπει λοιπόν στο άρθρο 58 του ίδιου κανονισμού, αλλά και στο άρθρο 65 του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 72 του κανονισμού 2017/1001).

37      Καίτοι το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 απαριθμεί τις αποφάσεις των υπηρεσιών του EUIPO που δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιόν του και καίτοι δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των αποφάσεων αυτών οι αποφάσεις του τμήματος προσφυγών, το άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (νυν άρθρο 72, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001) προβλέπει ότι «επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεων του τμήματος προσφυγών».

38      Κατά συνέπεια, καθόσον το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 παραπέμπει όχι μόνο στις διατάξεις σχετικά με τις προσφυγές ενώπιον του τμήματος προσφυγών, αλλά και σε εκείνες σχετικά με τις προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών, εσφαλμένως προβάλλει η προσφεύγουσα ότι προκύπτει από το άρθρο 80, παράγραφος 3, του παλαιού κανονισμού 207/2009 ότι η βάσει της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου εξουσία ανακλήσεως παρέχεται μόνο στις υπηρεσίες του EUIPO που απαριθμούνται στο άρθρο 58 του κανονισμού 207/2009. Αντιθέτως, προκύπτει από την παραπομπή του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 στο άρθρο 65 του ίδιου κανονισμού, ότι η εξουσία ανακλήσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 παρέχεται και στα τμήματα προσφυγών.

39      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το μέρος Α, κεφάλαιο 6, σημείο 1.2 των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, το οποίο επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, προβλέπει ότι «οι αποφάσεις περί ανακλήσεως/καταργήσεως εκδίδονται από το τμήμα ή το όργανο το οποίο προέβη στην καταχώριση ή το οποίο εξέδωσε την απόφαση και είναι δεκτικές προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009».

40      Αληθεύει, βεβαίως, ότι οι ανωτέρω διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, οι οποίες αφορούν την εξουσία ανακλήσεως, δεν μνημονεύουν τα τμήματα προσφυγών. Εντούτοις, τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν απλώς και μόνον την κωδικοποίηση πρακτικών που το ίδιο το EUIPO συνιστά στα όργανά του να ακολουθήσουν. Επομένως, οι διατάξεις τους δεν μπορούν αφεαυτών ούτε να κατισχύσουν των διατάξεων των κανονισμών 207/2009 και 2868/95, ούτε να μεταβάλουν την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Αντιθέτως, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 207/2009 και 2868/95 [απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, Interkobo κατά ΓΕΕΑ – XXXLutz Marken (my baby), T‑523/10, EU:T:2012:326, σκέψη 29].

41      Κατά συνέπεια, δεν δύναται να συναχθεί από τις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι τα τμήματα προσφυγών δεν έχουν την εξουσία να ανακαλούν τις αποφάσεις τους, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, εξεταζόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 65 του εν λόγω κανονισμού, η εξουσία ανακλήσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 παρέχεται και στα τμήματα προσφυγών.

42      Τρίτον, επισημαίνεται ότι το σημείο 23 της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, αναφέρει τα εξής:

«Μετά την άσκηση της προσφυγής, μόνον τα τμήματα προσφυγών είναι αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς και το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πλέον αρμόδιο. Από τη στιγμή της ασκήσεως της προσφυγής, μόνον το τμήμα δύναται να αποφανθεί επί της υποθέσεως. Κατόπιν εξετάσεως, το τμήμα δύναται να την αναπέμψει στο όργανο για τα περαιτέρω. Μετά την άσκηση προσφυγής, ο εξεταστής ο οποίος εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δύναται να τη διορθώσει μόνον υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 61 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 69 του κανονισμού 2017/1001). Δεσμεύεται, επομένως, από τη διαδικασία αναθεωρήσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή και δεν δύναται, ιδία πρωτοβουλία, να αποφασίσει την εφαρμογή των διατάξεων περί ανακλήσεως όπως αυτές του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, που εφαρμόζονται εκτός του πλαισίου της διαδικασίας προσφυγής.»

43      Το μόνο που προκύπτει από το σημείο 23 της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως είναι ότι αυτό έκρινε ότι ο εξεταστής δεν μπορούσε να ανακαλέσει απόφαση που εξέδωσε εφόσον ασκήθηκε κατ’ αυτής προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Στο εν λόγω σημείο, το τμήμα προσφυγών δεν απεφάνθη επί της εξουσίας ανακλήσεως των ίδιων των τμημάτων προσφυγών. Επομένως, το σημείο 23 της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω.

44      Επιπροσθέτως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι το γεγονός ότι εκκρεμεί ενώπιόν του προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής κατά τον χρόνο ανακλήσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως δεν συνιστά εμπόδιο στην ανάκλησή της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Socitrel και Companhia Previdente κατά Επιτροπής, T‑413/10 και T‑414/10, EU:T:2015:500, σκέψη 187). Από πουθενά δεν προκύπτει ότι πρέπει να προκριθεί διαφορετική λύση όσον αφορά απόφαση τμήματος προσφυγών. Αντιθέτως, κρίνεται ότι, όταν το Γενικό Δικαστήριο καταργεί τη δίκη κατόπιν ανακλήσεως αποφάσεως τμήματος προσφυγών που έχει προσβληθεί ενώπιόν του, αναγνωρίζει σιωπηρώς ότι τα τμήματα προσφυγών είναι αρμόδια να ανακαλούν τις αποφάσεις τους και ότι δύνανται να το πράττουν ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές έχουν προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου [διατάξεις της 21ης Οκτωβρίου 2014, Gappol Marzena Porczyńska κατά ΓΕΕΑ – Gap (ITM) (GAPPol), T‑125/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1121, της 27ης Ιουλίου 2015, Deere και Münch κατά ΓΕΕΑ (EXHAUST-GARD), T‑236/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:567, και της 14ης Ιουνίου 2017, Márquez Alentà κατά EUIPO – Fiesta Hotels & Resorts (Απεικόνιση μυρμηγκιού), T‑657/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:425].

45      Ως εκ τούτου, εσφαλμένως η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα τμήματα προσφυγών είναι αναρμόδια να ανακαλούν τις αποφάσεις τους.

46      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, καθώς και από παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της αρχής του δεδικασμένου

47      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η έλλειψη αιτιολογίας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί διαδικαστικού σφάλματος, αλλά περί σφάλματος ουσίας. Συναφώς, επικαλείται το μέρος Α, τμήμα 6, σημείο 1.1, των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, το οποίο αφορά την εξουσία ανακλήσεως, από το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι «πρέπει να διακρίνονται τα διαδικαστικά σφάλματα από τα σφάλματα ουσίας, για τα οποία δεν χωρεί ανάκληση». Η προσφεύγουσα προβάλλει, επίσης, ότι, δυνάμει του μέρους Α, τμήμα 6, σημείο 1.3.1, των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, δεν χωρεί ανάκληση αποφάσεως κατά της οποίας έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Η αρχή αυτή πρέπει, κατά την προσφεύγουσα, να εφαρμόζεται, κατ’ αναλογίαν, και στις αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών. Επίσης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι θα ήταν ασύμβατο προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της αρχής του δεδικασμένου να δύναται οποιοδήποτε όργανο να τροποποιεί ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς σε εν εξελίξει διαδικασίες. Επιπροσθέτως, στις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι η γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως, την οποία είχαν επικαλεστεί το EUIPO και η παρεμβαίνουσα στα υπομνήματά τους αντικρούσεως, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, προβάλλει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία παραπέμπει στην απόφαση του τμήματος ακυρώσεων, ήταν επαρκής και ότι, βάσει της νομολογίας, το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του αναφορικά με κάθε προϊόν ή υπηρεσία.

48      Το EUIPO υποστηρίζει ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ήταν ελλιπώς αιτιολογημένη και ότι η ελλιπής αιτιολογία συνιστά πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα. Συναφώς, προβάλλει ότι, στην απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Reisenthel κατά ΓΕΕΑ – Dynamic Promotion (Τελάρα και καλάθια) (T‑53/10, EU:T:2011:601, σκέψη 37), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστούσε σφάλμα περί τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεως και, κατά συνέπεια, σφάλμα ικανό να πλήξει την ουσία της αποφάσεως αυτής. Στην απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, κατά το EUIPO, καθιέρωσε επίσης γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία η αναδρομική ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως με την οποία δημιουργήθηκαν δικαιώματα επιτρέπεται υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, των προϋποθέσεων σχετικά με την τήρηση εύλογης προθεσμίας και τον σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκείνου που ωφελείται από την πράξη, ο οποίος βασίσθηκε ενδεχομένως στη νομιμότητα αυτής (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια, T‑53/10, EU:T:2011:601, σκέψη 40). Όμως εν προκειμένω, κατά το EUIPO, το τμήμα προσφυγών ενήργησε εντός εύλογης προθεσμίας και σεβάστηκε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ωφελούμενου από την πράξη.

49      Συναφώς, το EUIPO προβάλλει ότι η έκδοση αποφάσεως δεκτικής προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποτελεί συγκεκριμένη εγγύηση ούτε ακριβές, συγκλίνον και άνευ αιρέσεων στοιχείο ικανό να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα βάσιμες προσδοκίες και να οδηγήσει στη γένεση του δικαιώματος επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι, λόγω της ελλιπούς αιτιολογίας της, η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ήταν σαφώς, κατά το EUIPO, παράνομη διοικητική πράξη. Επιπροσθέτως, κατά το EUIPO, το γεγονός ότι οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και η ύπαρξη καθεαυτή στον εφαρμοστέο νόμο διατάξεως προβλέπουσας ρητώς την ανάκληση, ήτοι του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, αποκλείουν τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην υπό κρίση υπόθεση.

50      Το EUIPO υπογραμμίζει, περαιτέρω, ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ήταν σύμφωνη όχι μόνο με το γράμμα του άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, αλλά και με τον σκοπό της διατάξεως αυτής καθόσον, εάν το τμήμα προσφυγών δεν είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, το EUIPO θα έπρεπε να είχε διαπιστώσει την έλλειψη αιτιολογίας στο υπόμνημά του αντικρούσεως στην υπόθεση T‑188/16, repowermap κατά EUIPO – Repower (REPOWER), που αφορούσε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016. Στην καλυτέρα των περιπτώσεων, η νέα απόφαση δεν θα μπορούσε να εκδοθεί νωρίτερα από το τέλος του 2017 ενώ, κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε ήδη καταστεί δυνατόν να εκδοθεί νέα απόφαση.

51      Τέλος, το EUIPO προβάλλει ότι τα τμήματα προσφυγών δεν δεσμεύονται από τις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

52      Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ερμηνεύσει την έννοια του διαδικαστικού σφάλματος υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, και υπογραμμίζει ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου έγινε σεβαστή από το τμήμα προσφυγών, δεδομένου ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ανακλήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας και ότι η έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής ήταν πρόδηλη.

53      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών την εξέδωσε διότι, στην απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016, είχε παραβεί την υποχρέωσή του να αιτιολογεί τις αποφάσεις του, και ιδίως την υποχρέωσή του να αναλύει τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως αναφορικά με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά το αμφισβητούμενο σήμα.

54      Πρέπει, λοιπόν, να κριθεί καταρχάς εάν η έλλειψη αιτιολογίας δύναται να συνιστά πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

55      Το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι διαδικαστικό σφάλμα υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ήταν εκείνο που είχε διαδικαστικές συνέπειες [απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, Ifemy’s κατά ΓΕΕΑ – Dada & Co Kids (Dada & Co. kids), T‑50/09, EU:T:2011:90, σκέψη 31, και διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Biodes κατά ΓΕΕΑ– Manasul Internacional (LINEASUL), T‑598/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:458, σκέψη 9]. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η εξέταση των ζητημάτων ουσίας, ήτοι η τροποποίηση αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, δεν μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 [απόφαση της 1ης Ιουλίου 2009, Okalux κατά ΓΕΕΑ – Messe Düsseldorf (OKATECH), T‑419/07, EU:T:2009:238, σκέψη 33, και διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, LINEASUL, T‑598/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:458, σκέψη 9].

56      Επιπροσθέτως, στην απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, mPAY24 κατά ΓΕΕΑ – Ultra (MPAY24) (T‑275/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:683, σκέψεις 23 και 24), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το διορθωτικό αποφάσεως τμήματος προσφυγών, το οποίο προσέθεσε στην απόφαση αυτή σημείο σχετικό με τον περιγραφικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αυτό κάλυπτε, αφορούσε καθεαυτήν την ουσία της διορθωθείσας αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο δεν συνήγαγε εξ αυτού μόνον ότι το εν λόγω διορθωτικό δεν μπορούσε να έχει εκδοθεί δυνάμει του κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95 (νυν άρθρο 102, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), ο οποίος προβλέπει ότι «μόνο τα γλωσσικά και ορθογραφικά λάθη, καθώς και τα προφανή σφάλματα μπορούν να διορθωθούν», αλλά και ότι δεν μπορούσε να έχει εκδοθεί ούτε δυνάμει του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι δεν είχε υπάρξει κανένα πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα.

57      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, MPAY24 (T‑275/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:683), το σημείο που προστέθηκε από το τμήμα προσφυγών με το διορθωτικό αποσκοπούσε στη συμπλήρωση της αιτιολογίας της διορθωθείσας αποφάσεως. Επομένως, από την προαναφερθείσα απόφαση προκύπτει ότι η συμπλήρωση της αιτιολογίας αποφάσεως επηρεάζει την ουσία καθεαυτή της αποφάσεως και ότι η έλλειψη αιτιολογίας δεν δύναται να θεωρηθεί ως διαδικαστικό σφάλμα υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

58      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια (T‑53/10, EU:T:2011:601), την οποία επικαλείται το EUIPO. Στη σκέψη 37 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστούσε σφάλμα το οποίο επηρεάζει τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεως του τμήματος προσφυγών και ότι, κατά συνέπεια, αποτελούσε σφάλμα ικανό να πλήξει την ουσία της αποφάσεως αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από αυτή τη διαπίστωση και από τη νομολογία κατά την οποία με την έννοια του «πρόδηλου σφάλματος» δεν μπορούσε να νοείται σφάλμα ικανό να πλήξει την ουσία αποφάσεως ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνιστούσε πρόδηλο σφάλμα, υπό την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού (ΕΚ) 2245/2002 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 6/2002 του Συμβουλίου για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 341, σ. 28), το οποίο ήταν δυνατόν να διορθωθεί. Κατά συνέπεια, η σκέψη 37 της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια (T‑53/10, EU:T:2011:601), δεν οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά το ζήτημα εάν η έλλειψη αιτιολογίας συνιστά «πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα» υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

59      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να θεμελιώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

60      Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί εάν, όπως προβάλλει το EUIPO, η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να θεμελιωθεί στη νομολογιακώς καθιερωμένη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία η αναδρομική ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως με την οποία δημιουργήθηκαν δικαιώματα επιτρέπεται υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, εκ μέρους θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, των προϋποθέσεων σχετικά με την τήρηση εύλογης προθεσμίας και τον σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκείνου που ωφελείται από την πράξη, ο οποίος βασίσθηκε ενδεχομένως στη νομιμότητα αυτής (βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια, T‑53/10, EU:T:2011:601, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι η διαδικασία ενώπιον των τμημάτων προσφυγών είναι διοικητικής φύσεως [βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Metropolis Inmobiliarias y Restauraciones κατά ΓΕΕΑ – MIP Metro (METRO), T‑197/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:375, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα τμήματα προσφυγών είναι διοικητικής φύσεως και, κατά συνέπεια, τα τμήματα προσφυγών δύνανται, καταρχήν, να θεμελιώνουν την ανάκληση των αποφάσεών τους στη γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως.

62      Εντούτοις, πρέπει να κριθεί εάν, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως, στον κανονισμό 207/2009, διατάξεως σχετικής με την ανάκληση των αποφάσεων των οργάνων του EUIPO, η ανάκληση αποφάσεως τμήματος προσφυγών δύναται να βασιστεί στην ανωτέρω γενική αρχή του δικαίου.

63      Η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια (T‑53/10, EU:T:2011:601), την οποία επικαλείται το EUIPO, δεν διευκολύνει την επίλυση του ζητήματος αυτού. Αληθεύει, βεβαίως, ότι στη συγκεκριμένη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η οικεία διορθωτική απόφαση του τμήματος προσφυγών δεν μπορούσε να έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002, εξέτασε εάν η απόφαση αυτή μπορούσε να έχει εκδοθεί δυνάμει της γενικής αρχής του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως. Εντούτοις, δεν υφίσταται, στον κανονισμό (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1), ή στον κανονισμό 2245/2002, διάταξη ισοδύναμη προς το άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009, το οποίο διέπει τη διαδικασία ανακλήσεως των αποφάσεων που εκδίδονται στον τομέα των σχεδίων ή των υποδειγμάτων.

64      Στις αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, González y Díez κατά Επιτροπής (T‑25/04, EU:T:2007:257, σκέψη 97), και της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Deutsche Post κατά Επιτροπής (T‑421/07 RENV, EU:T:2015:654, σκέψη 47), οι οποίες εκδόθηκαν επί υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε –αφού διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να ανακαλέσει την απόφασή της δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), το οποίο διέπει την εξουσία ανακλήσεως των αποφάσεων της Επιτροπής– ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να ανακαλέσει απόφαση σχετικά με κρατικές ενισχύσεις δεν περιοριζόταν μόνο στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, η οποία αποτελούσε απλώς και μόνον ειδική έκφανση της γενικής αρχής του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως με την οποία δημιουργήθηκαν δικαιώματα. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι τέτοια ανάκληση παρέμενε δυνατή, υπό τον όρο του σεβασμού από το όργανο που εξέδωσε την πράξη των προϋποθέσεων σχετικά με την τήρηση εύλογης προθεσμίας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ωφελούμενου από την πράξη, ο οποίος είχε πιστέψει στη νομιμότητά της.

65      Επομένως, από τις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 64 ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο νομοθέτης έχει ρυθμίσει τη διαδικασία ανακλήσεως των πράξεων ενός θεσμικού οργάνου, το εν λόγω θεσμικό όργανο δύναται να ανακαλέσει μια πράξη βάσει της γενικής αρχής του δικαίου κατά την οποία επιτρέπεται η ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων υπό τον όρο της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων.

66      Επιπροσθέτως, καίτοι αληθεύει, όπως υπογραμμίζει και η προσφεύγουσα, ότι το άρθρο 83 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει ότι «οσάκις δεν υπάρχει δικονομική διάταξη στον παρόντα κανονισμό, τον εκτελεστικό κανονισμό, τον κανονισμό για τα τέλη ή τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη τις σχετικές αρχές που γίνονται γενικά δεκτές στα κράτη μέλη» και ότι, βάσει της νομολογίας, το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση κενού ή ασάφειας των διαδικαστικών διατάξεων [βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Travel Service κατά ΓΕΕΑ – Eurowings Luftverkehrs (smartWings), T‑72/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:395, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], το ανωτέρω άρθρο δεν προβλέπει ότι, σε περίπτωση υπάρξεως διαδικαστικής διατάξεως, το EUIPO δεν δύναται να συνεκτιμήσει τις αρχές αυτές. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον η έννοια του πρόδηλου διαδικαστικού σφάλματος δεν ορίζεται στους προαναφερθέντες κανονισμούς, το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 παρουσιάζει αμφισημία και επομένως δεν είναι αρκούντως σαφές ώστε να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 83 του κανονισμού 207/2009.

67      Επομένως, πρέπει να κριθεί εάν συντρέχουν οι υπομνησθείσες στη σκέψη 60 προϋποθέσεις εφαρμογής της γενικής αρχής του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων.

68      Όσον αφορά την τήρηση εύλογης προθεσμίας, επισημαίνεται ότι η εύλογη διάρκεια της προθεσμίας ανακλήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υποθέσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 12ης Μαΐου 2010, Bui Van κατά Επιτροπής, T‑491/08 P, EU:T:2010:191, σκέψεις 58 έως 63).

69      Εν προκειμένω, οι διάδικοι ενημερώθηκαν, στις 22 Ιουνίου 2016, ήτοι τέσσερις μήνες και δεκαπέντε ημέρες μετά την έκδοση της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, για την πρόθεση του τμήματος προσφυγών να ανακαλέσει τη συγκεκριμένη απόφαση. Επιπροσθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ανακαλείται η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016, εκδόθηκε στις 3 Αυγούστου 2016, ήτοι λιγότερο από έξι μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016.

70      Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ανακλήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας.

71      Όσον αφορά τον σεβασμό της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, επισημαίνεται ότι, οσάκις έχει ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως, ο ωφελούμενος από την απόφαση αυτή δεν είναι δυνατόν να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής, μέχρις ότου ο δικαστής της Ένωσης αποφανθεί οριστικώς (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και ministre de la Culture et de la Communication, C‑199/06, EU:C:2008:79, σκέψη 68).

72      Επιπροσθέτως, προκύπτει από τη νομολογία ότι, εάν η ανακληθείσα πράξη είναι προδήλως παράνομη, ο ωφελούμενος από την πράξη αυτή, ως επιμελής επιχειρηματίας, θα έπρεπε να έχει αμφιβολίες για τη νομιμότητά της και δεν δύναται να επικαλεστεί την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητά της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 1991, Cargill κατά Επιτροπής, C‑248/89, EU:C:1991:264, σκέψη 22, και της 20ής Νοεμβρίου 2002, Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, T‑251/00, EU:T:2002:278, σκέψεις 147 έως 149).

73      Το EUIPO υποστηρίζει ότι, όπως είχε επισημάνει και η παρεμβαίνουσα στην προσφυγή της ακυρώσεως στην υπόθεση T‑188/16, repowermap/EUIPO – Repower (REPOWER), η οποία ασκήθηκε κατά της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, η απόφαση αυτή δεν ήταν αιτιολογημένη όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του αμφισβητούμενου σήματος και των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτό προσδιορίζει, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν η προσφεύγουσα να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της αποφάσεως.

74      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 έχει το ίδιο περιεχόμενο με την υποχρέωση που θεσπίζει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ο σκοπός της είναι αφενός, να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, να επιτρέπει στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως [βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2015, Société des produits Nestlé κατά ΓΕΕΑ (NOURISHING PERSONAL HEALTH), T‑336/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:770, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

75      Επιπροσθέτως, το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι διάδικοι. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2015, NOURISHING PERSONAL HEALTH, T‑336/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:770, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Τέλος, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο περιγραφικός χαρακτήρας ενός σήματος πρέπει να εκτιμάται, αφενός, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση του σημείου και, αφετέρου, σε σχέση με το πώς το αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο αποτελείται από τους καταναλωτές αυτών των προϊόντων ή αυτών των υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, Smarter Travel Media κατά EUIPO (SMARTER TRAVEL), T‑290/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:651, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

77      Επομένως, η σχέση του αμφισβητούμενου σήματος με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αυτό προσδιορίζει αποτελεί μέρος των νομικών εκτιμήσεων που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία αποφάσεως σχετικής με τον περιγραφικό χαρακτήρα ενός σήματος.

78      Η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 περιέχει ένα και μόνο σημείο, το σημείο 34, το οποίο αφορά τη σχέση του αμφισβητούμενου σήματος με τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω). Το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε καμία περιγραφή των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, ούτε των χαρακτηριστικών τους, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές για ποιον λόγο εκτίμησε ότι το αμφισβητούμενο σήμα δεν ήταν περιγραφικό για τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες.

79      Επιπλέον, στο υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η παρεμβαίνουσα είχε λεπτομερώς αναπτύξει, σε πέντε σχεδόν σελίδες, τους λόγους για τους οποίους το αμφισβητούμενο σήμα θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί περιγραφικό των λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών. Είχε, παραδείγματος χάριν, υποστηρίξει ότι το αμφισβητούμενο σήμα ήταν περιγραφικό των προϊόντων «Ηλεκτρική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με χρήση βιοαερίου, ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται με νερό, άνεμο και ήλιο», που υπάγονται στην κλάση 4, καθόσον η λέξη «repower» μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως ο σκοπός των εν λόγω προϊόντων, που συνίστατο στο να τροφοδοτήσουν εκ νέου με ενέργεια μια μηχανή, μια συσκευή ή άλλη εφαρμογή που καταναλώνει ηλεκτρική ενέργεια. Η παρεμβαίνουσα είχε επίσης υποστηρίξει, αφενός, ότι το αμφισβητούμενο σήμα ήταν περιγραφικό των υπηρεσιών παραγωγής ενέργειας, που υπάγονται στην κλάση 40, καθόσον η λέξη «repower» μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως θέση σε λειτουργία νέων εγκαταστάσεων για την παραγωγή ενέργειας ή προς αντικατάσταση αναποτελεσματικών ενεργειακών εγκαταστάσεων και, αφετέρου, ότι το εν λόγω σήμα ήταν περιγραφικό των υπηρεσιών «διανομή ενέργειας, παροχή επιχειρηματικών συμβουλών σχετικά με τη μεταφορά (διανομή) ενέργειας, συμβουλές στον τομέα των ανωτέρω υπηρεσιών», που υπάγονται στην κλάση 39, διότι οι υπηρεσίες αυτές καθιστούσαν δυνατή την επανεκκίνηση ή την ανανέωση της διανομής ενέργειας και βελτίωναν την ενεργειακή απόδοση ή την απόδοση της διανομής ενέργειας. Προκύπτει, βεβαίως, από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω ότι το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι διάδικοι. Εντούτοις, το σημείο 34 της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016 είναι πρόδηλο ότι δεν συνιστά επαρκή απάντηση στην επιχειρηματολογία της παρεμβαίνουσας αναφορικά με τη σχέση του αμφισβητούμενου σήματος με τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες.

80      Επιπροσθέτως, αληθεύει ότι, οσάκις το τμήμα προσφυγών υιοθετεί την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων στο σύνολό της, και λαμβανομένης υπόψη της λειτουργικής συνέχειας μεταξύ των τμημάτων ακυρώσεων και των τμημάτων προσφυγών, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), η απόφαση αυτή, καθώς και η αιτιολογία της, αποτελούν μέρος του πλαισίου εντός του οποίου εκδίδεται η απόφαση του τμήματος προσφυγών, πλαίσιο το οποίο είναι γνωστό στους διαδίκους και παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τον έλεγχο νομιμότητας του βασίμου της κρίσεως του τμήματος προσφυγών [βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2015, Naazneen Investments κατά ΓΕΕΑ – Energy Brands (SMART WATER), T‑250/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:160, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, εν προκειμένω, η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων ήταν αρκούντως αιτιολογημένη, τούτο δεν συνεπάγεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, έστω συνοπτικώς, στη λεπτομερή επιχειρηματολογία της παρεμβαίνουσας. Σημειωτέον δε ότι δεν προκύπτει σαφώς από την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων υιοθετήθηκε πλήρως από το τμήμα προσφυγών.

81      Τέλος, εσφαλμένως προβάλλει η προσφεύγουσα ότι το τμήμα προσφυγών μπορούσε να αρκεστεί σε συνολική αιτιολογία. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η σχετική ευχέρεια αφορά μόνο προϊόντα ή υπηρεσίες που εμφανίζουν μεταξύ τους αρκούντως άμεσο και συγκεκριμένο σύνδεσμο, ώστε να αποτελούν επαρκώς ομοιογενή κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Isdin κατά Bial-Portela, C‑597/12 P, EU:C:2013:672, σκέψη 27). Όμως, δεν προκύπτει ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες συγκροτούσαν κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών επαρκούς ομοιογένειας υπό την έννοια της αποφάσεως της 17ης Οκτωβρίου 2013, Isdin κατά Bial-Portela (C‑597/12 P, EU:C:2013:672).

82      Ως εκ τούτου, η ελλιπής αιτιολογία της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016 αναφορικά με τη σχέση του αμφισβητούμενου σήματος με τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει στην προσφεύγουσα, ως επιμελή επιχειρηματία, αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητά της.

83      Εξάλλου, δεδομένου ότι η ανάκληση παράνομης αποφάσεως επιτρέπεται μόνο εάν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι θα ήταν ασύμβατο με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και του δεδικασμένου να δύναται οποιοδήποτε όργανο να τροποποιεί ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς σε εν εξελίξει διαδικασίες.

84      Επιπροσθέτως, η γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης αποφάσεως συνάδει προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Ειδικότερα, έχει κριθεί επανειλημμένως ότι είναι και θεμιτό και προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της διοικήσεως τα θεσμικά όργανα να διορθώνουν τα σφάλματα και τις παραλείψεις αποφάσεων (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Socitrel και Companhia Previdente κατά Επιτροπής, T‑413/10 και T‑414/10, EU:T:2015:500, σκέψη 176 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Επιπλέον, ναι μεν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν να γίνεται η ανάκληση μιας παράνομης πράξεως εντός εύλογης προθεσμίας και να πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός στον οποίο ο ενδιαφερόμενος πίστεψε, ενδεχομένως, στη νομιμότητα της πράξεως, ωστόσο τέτοια ανάκληση είναι καταρχήν επιτρεπτή (βλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑508/03, EU:C:2006:287, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών δεν έχουν καμία ισχύ δεδικασμένου, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε και στη σκέψη 61 ανωτέρω, οι διαδικασίες ενώπιον του EUIPO είναι διοικητικής και όχι δικαιοδοτικής φύσεως [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2015, Giand κατά ΓΕΕΑ – Flamagas (FLAMINAIRE), T‑583/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:943, σκέψη 21].

87      Επιπροσθέτως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός ότι εκκρεμούσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016, υπόθεση T‑188/16, repowermap κατά EUIPO – Repower (REPOWER), κατά τον χρόνο ανακλήσεως αυτής της αποφάσεως δεν συνιστούσε εμπόδιο στην ανάκλησή της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Socitrel και Companhia Previdente κατά Επιτροπής, T‑413/10 και T‑414/10, EU:T:2015:500, σκέψη 187).

88      Ως εκ τούτου, πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από την προμνησθείσα στη σκέψη 60 νομολογία.

89      Εντούτοις, παρά την ύπαρξη άλλης νομικής βάσεως, το σφάλμα ως προς την επιλογή της νομικής βάσεως οδηγεί σε ακύρωση της οικείας πράξεως όταν μπορεί να έχει επιπτώσεις στο περιεχόμενό της, ιδίως με το να συνεπάγεται πλημμέλεια της διαδικασίας που ισχύει για την έκδοσή της (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια, T‑53/10, EU:T:2011:601, σκέψη 41).

90      Όμως, η νομολογία σχετικά με τη γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για την ανάκληση τέτοιων πράξεων (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια, T‑53/10, EU:T:2011:601, σκέψη 42).

91      Επομένως, συνάγεται ότι το σφάλμα του τμήματος προσφυγών ως προς την επιλογή της εφαρμοστέας νομικής βάσεως δεν δικαιολογεί ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, κάθε άλλη λύση δύσκολα θα συμβάδιζε με την αρχή της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωνόταν λόγω σφάλματος αναφορικά με την επιλογή νομικής βάσεως, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε επίσης να ακυρώσει την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία είναι ελλιπώς αιτιολογημένη. Τούτο θα υποχρέωνε, αφενός, το τμήμα προσφυγών να λάβει νέα απόφαση σχετικά με τη διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας, η οποία αφορά το αμφισβητούμενο σήμα, μεταξύ repowermap.org και Repower, η οποία θα ήταν πιθανώς πανομοιότυπη με εκείνη που εξέδωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 2016, κατόπιν της ανακλήσεως της αποφάσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2016 και, αφετέρου, την προσφεύγουσα να ασκήσει νέα προσφυγή κατά αυτής της νέας αποφάσεως.

92      Τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας επίσης δεν είναι πειστικά.

93      Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία κατά την οποία, αφενός, το άρθρο 83 του κανονισμού 207/2009 παραπέμπει στις γενικές αρχές του δικαίου που διέπουν τη διαδικασία στα κράτη μέλη και όχι στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, το EUIPO υποχρεούται να εκθέτει τις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου βασιζόμενο στις αρχές που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη ανεξαιρέτως, επισημαίνεται ότι η γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία η διοίκηση έχει τη δυνατότητα να επανεξετάζει και, εν ανάγκη, να ανακαλεί μια παράνομη διοικητική πράξη, βρίσκει έρεισμα στις έννομες τάξεις των κρατών μελών και έχει αναγνωριστεί από τις πρώτες αποφάσεις του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1957, Algera κ.λπ. κατά Αssemblée commune, 7/56 και 3/57 έως 7/57, EU:C:1957:7, ειδική έκδοση 1954-1964, σ. 157, της 22ας Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, 42/59 και 49/59, EU:C:1961:5, ειδική έκδοση 1954-1964, σ. 599, και της 13ης Ιουλίου 1965, Lemmerz-Werke κατά Ανωτάτης Αρχής, 111/63, EU:C:1965:76, ειδ. έκδοση 1965-1968, σ. 153). Από την αναγνώρισή της, η ύπαρξη αυτής της αρχής, η οποία βρίσκει έρεισμα στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, υπομνήσθηκε επανειλημμένως από το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο (αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1982, Alpha Steel κατά Επιτροπής, 14/81, EU:C:1982:76, σκέψη 10· της 5ης Δεκεμβρίου 2000, Gooch κατά Επιτροπής, T‑197/99, EU:T:2000:282, σκέψη 53· της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, González y Díez κατά Επιτροπής, T‑25/04, EU:T:2007:257, σκέψη 97, και της 11ης Ιουλίου 2013, BVGD κατά Επιτροπής, T‑104/07 και T‑339/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:366, σκέψη 63). Κατά συνέπεια, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν παγίως κρίνει ότι η εν λόγω αρχή είναι αναγνωρισμένη στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Η προσφεύγουσα δεν παραθέτει κανένα παράδειγμα κράτους μέλους στο οποίο η εν λόγω αρχή να μην αναγνωρίζεται. Απλώς και μόνον υποστηρίζει ότι, στη Γερμανία, φερ’ ειπείν, η αρχή του μεταβιβαστικού αποτελέσματος συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση ένδικης προσφυγής, εκλείπει η αρμοδιότητα του προηγούμενου οργάνου. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν αφορά την ύπαρξη της αρχής κατά την οποία η διοίκηση έχει τη δυνατότητα να επανεξετάζει και, εν ανάγκη, να ανακαλεί μια ατομική διοικητική πράξη, αλλά απλώς και μόνον τον τρόπο ασκήσεως αυτής της δυνατότητας.

94      Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία κατά την οποία αρχές όπως η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου αντιτίθενται στην ανάκληση αποφάσεως κατά της οποίας ασκείται προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον υπάρχει το ενδεχόμενο τα δύο όργανα να καταλήξουν σε αντίθετα συμπεράσματα, επισημαίνεται ότι, οσάκις απόφαση τμήματος προσφυγών ανακαλείται ενώ έχει ασκηθεί κατά αυτής και εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή, το Γενικό Δικαστήριο καταργεί τη δίκη για την εν λόγω προσφυγή. Επομένως, δεν υφίσταται ενδεχόμενο το Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο του τμήματος προσφυγών.

95      Κατόπιν των ανωτέρω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας

96      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, καθόσον δεν εξέτασε τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Υποστηρίζει ότι είχε ήδη εγείρει όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις παρατηρήσεις της ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Όμως, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απόφαση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως. Αρκέστηκε απλώς να αποφανθεί ότι το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 εξακολουθούσε να εφαρμόζεται και ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 περιείχε διαδικαστικό σφάλμα και δεν απάντησε στα λοιπά επιχειρήματα.

97      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα δεν έλαβαν θέση επί του λόγου αυτού.

98      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως επιτάσσει η νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω. Ειδικότερα, επισήμανε ότι το παλαιό άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009 εξακολουθούσε να ισχύει, ότι το EUIPO είχε την υποχρέωση να αιτιολογεί τις αποφάσεις του και ιδίως να αναλύει τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως αναφορικά με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά το αμφισβητούμενο σήμα και ότι η απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016 είχε ανακληθεί διότι ήταν ελλιπώς αιτιολογημένη, κάτι που αποτελούσε πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα.

99      Το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούτο να απαντήσει στο επιχείρημα σχετικά με την απόφαση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως, το οποίο εν προκειμένω δεν ήταν λυσιτελές.

100    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

101    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

102    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα.

103    Εντούτοις, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου ή ότι, ενδεχομένως, δεν πρέπει να καταδικαστεί καν στα έξοδα αυτά. Επίσης, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμη και πριν από την κίνηση της δίκης.

104    Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δύναται να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη δεν ακυρώθηκε, λόγω των ελλείψεων της τελευταίας, που οδήγησαν τον προσφεύγοντα στην άσκηση προσφυγής κατ’ αυτής (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑387/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:377, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ηττήθηκε. Εντούτοις, δεν θα είχε χρειαστεί να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή και η παρεμβαίνουσα δεν θα είχε χρειαστεί να παρέμβει εάν το EUIPO δεν είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να ανακαλέσει την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία ήταν ελλιπώς αιτιολογημένη. Επιπροσθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως θεμελιώνεται στο άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, στοιχείο που ώθησε την προσφεύγουσα να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

106    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως δικαιολογούν την απόφαση το EUIPO να φέρει τα δικαστικά του έξοδα και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Repower AG και της repowermap.org.

Γρατσίας

Dittrich

Xuereb

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.