Language of document : ECLI:EU:T:2018:88

Υπόθεση T727/16

Repower AG

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απόφαση τμήματος προσφυγών περί ανακλήσεως προγενέστερης αποφάσεως – Άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 103 του κανονισμού (ΕE) 2017/1001] – Γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2018

1.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικονομικές διατάξεις – Κατάργηση ή ανάκληση – Αρμοδιότητες των τμημάτων προσφυγών

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 65 και 80 §§ 1 και 3)

2.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικονομικές διατάξεις – Κατάργηση ή ανάκληση – Προϋπόθεση – Πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα – Ανεπαρκής αιτιολογία – Δεν περιλαμβάνεται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 80)

3.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικονομικές διατάξεις – Αναφορά στις γενικές αρχές – Γενική αρχή βάσει της οποίας επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου)

4.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικονομικές διατάξεις – Αναφορά στις γενικές αρχές – Γενική αρχή βάσει της οποίας επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων – Συμβατότητα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου)

5.      Πράξεις των οργάνων – Ανάκληση – Παράτυπες πράξεις – Προϋποθέσεις

6.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικονομικές διατάξεις – Αιτιολόγηση των αποφάσεων – Άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 – Περιεχόμενο πανομοιότυπο με αυτό του άρθρου 296 ΣΛΕΕ

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 75, 1η περίοδος)

7.      Πράξεις των οργάνων – Επιλογή της νομικής βάσεως – Σφάλμα – Ακύρωση της πράξεως – Προϋποθέσεις

1.      Το μέρος Α, κεφάλαιο 6, σημείο 1.2, των κατευθυντήριων γραμμών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) για τις πρακτικές εξετάσεως προβλέπει ότι «οι αποφάσεις περί ανακλήσεως/καταργήσεως εκδίδονται από το τμήμα ή το όργανο το οποίο προέβη στην καταχώριση ή το οποίο εξέδωσε την απόφαση και είναι δεκτικές προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009».

Αληθεύει, βεβαίως, ότι οι ανωτέρω διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του Γραφείου για τις πρακτικές εξετάσεως, οι οποίες αφορούν την εξουσία ανακλήσεως, δεν μνημονεύουν τα τμήματα προσφυγών. Εντούτοις, τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν απλώς και μόνον την κωδικοποίηση πρακτικών που το ίδιο το Γραφείο συνιστά στα όργανά του να ακολουθήσουν. Επομένως, οι διατάξεις τους δεν μπορούν αφ’ εαυτών ούτε να κατισχύσουν των διατάξεων του κανονισμού 207/2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 για το κοινοτικό σήμα, ούτε να μεταβάλουν την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Αντιθέτως, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 207/2009 και 2868/95.

Κατά συνέπεια, δεν δύναται να συναχθεί από τις κατευθυντήριες γραμμές του Γραφείου για τις πρακτικές εξετάσεως ότι τα τμήματα προσφυγών δεν έχουν την εξουσία να ανακαλούν τις αποφάσεις τους, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, εξεταζόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 65 του εν λόγω κανονισμού, η εξουσία ανακλήσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009 παρέχεται και στα τμήματα προσφυγών.

Επιπροσθέτως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι το γεγονός ότι εκκρεμεί ενώπιόν του προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής κατά τον χρόνο ανακλήσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως δεν συνιστά εμπόδιο στην ανάκλησή της. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι πρέπει να προκριθεί διαφορετική λύση όσον αφορά απόφαση τμήματος προσφυγών. Αντιθέτως, κρίνεται ότι, όταν το Γενικό Δικαστήριο καταργεί τη δίκη κατόπιν ανακλήσεως αποφάσεως τμήματος προσφυγών που έχει προσβληθεί ενώπιόν του, αναγνωρίζει σιωπηρώς ότι τα τμήματα προσφυγών είναι αρμόδια να ανακαλούν τις αποφάσεις τους και ότι δύνανται να το πράττουν ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές έχουν προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 39-41, 44)

2.      Το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι διαδικαστικό σφάλμα υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν εκείνο που είχε διαδικαστικές συνέπειες. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η εξέταση των ζητημάτων ουσίας, ήτοι η τροποποίηση αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, δεν μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009.

Επιπροσθέτως, στην απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, mPAY24 κατά ΓΕΕΑ – Ultra, T‑275/10, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το διορθωτικό αποφάσεως τμήματος προσφυγών, το οποίο προσέθεσε στην απόφαση αυτή σημείο σχετικό με τον περιγραφικό χαρακτήρα του αμφισβητούμενου σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αυτό κάλυπτε, αφορούσε καθεαυτήν την ουσία της διορθωθείσας αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο δεν συνήγαγε εξ αυτού μόνον ότι το εν λόγω διορθωτικό δεν μπορούσε να έχει εκδοθεί δυνάμει του κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95 (νυν άρθρο 102, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 για το κοινοτικό σήμα, ο οποίος προβλέπει ότι «μόνο τα γλωσσικά και ορθογραφικά λάθη, καθώς και τα προφανή σφάλματα μπορούν να διορθωθούν», αλλά και ότι δεν μπορούσε να έχει εκδοθεί ούτε δυνάμει του παλαιού άρθρου 80 του κανονισμού 207/2009, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι δεν είχε υπάρξει κανένα πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα.

Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, MPAY24, T‑275/10, το σημείο που προστέθηκε από το τμήμα προσφυγών με το διορθωτικό αποσκοπούσε στη συμπλήρωση της αιτιολογίας της διορθωθείσας αποφάσεως. Επομένως, από την προαναφερθείσα απόφαση προκύπτει ότι η συμπλήρωση της αιτιολογίας αποφάσεως επηρεάζει την ουσία καθεαυτή της αποφάσεως και ότι η έλλειψη αιτιολογίας δεν δύναται να θεωρηθεί ως διαδικαστικό σφάλμα υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια, T‑53/10, την οποία επικαλείται το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO). Στη σκέψη 37 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστούσε σφάλμα το οποίο επηρεάζει τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεως του τμήματος προσφυγών και ότι, κατά συνέπεια, αποτελούσε σφάλμα ικανό να πλήξει την ουσία της αποφάσεως αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από αυτή τη διαπίστωση και από τη νομολογία κατά την οποία με την έννοια του «πρόδηλου σφάλματος» δεν μπορούσε να νοείται σφάλμα ικανό να πλήξει την ουσία αποφάσεως ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνιστούσε πρόδηλο σφάλμα, υπό την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 6/2002 για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, το οποίο ήταν δυνατόν να διορθωθεί. Κατά συνέπεια, η σκέψη 37 της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια,T‑53/10, δεν οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά το ζήτημα εάν η έλλειψη αιτιολογίας συνιστά «πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα» υπό την έννοια του παλαιού άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

(βλ. σκέψεις 55-58)

3.      Δεδομένου ότι η διαδικασία ενώπιον των τμημάτων προσφυγών είναι διοικητικής φύσεως, οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα τμήματα προσφυγών είναι διοικητικής φύσεως και, κατά συνέπεια, τα τμήματα προσφυγών δύνανται, καταρχήν, να θεμελιώνουν την ανάκληση των αποφάσεών τους στη γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως.

Εντούτοις, πρέπει να κριθεί εάν, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως, στον κανονισμό 207/2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατάξεως σχετικής με την ανάκληση των αποφάσεων των οργάνων του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), η ανάκληση αποφάσεως τμήματος προσφυγών δύναται να βασιστεί στην ανωτέρω γενική αρχή του δικαίου.

Η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Τελάρα και καλάθια, T‑53/10, την οποία επικαλείται το Γραφείο, δεν διευκολύνει την επίλυση του ζητήματος αυτού. Αληθεύει, βεβαίως, ότι στη συγκεκριμένη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η οικεία διορθωτική απόφαση του τμήματος προσφυγών δεν μπορούσε να έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 6/2002 για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, εξέτασε εάν η απόφαση αυτή μπορούσε να έχει εκδοθεί δυνάμει της γενικής αρχής του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως. Εντούτοις, δεν υφίσταται, στον κανονισμό 6/2002 ή στον κανονισμό 2245/2002 διάταξη ισοδύναμη προς το άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009, το οποίο διέπει τη διαδικασία ανακλήσεως των αποφάσεων που εκδίδονται στον τομέα των σχεδίων ή των υποδειγμάτων.

Στις αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, González y Díez κατά Επιτροπής, T‑25/04, σκέψη 97, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T‑421/07 RENV, σκέψη 47, οι οποίες εκδόθηκαν επί υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε –αφού διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να ανακαλέσει την απόφασή της δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, το οποίο διέπει την εξουσία ανακλήσεως των αποφάσεων της Επιτροπής– ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να ανακαλέσει απόφαση σχετικά με κρατικές ενισχύσεις δεν περιοριζόταν μόνο στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, η οποία αποτελούσε απλώς και μόνον ειδική έκφανση της γενικής αρχής του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η αναδρομική ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως με την οποία δημιουργήθηκαν δικαιώματα. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι τέτοια ανάκληση παρέμενε δυνατή, υπό τον όρο του σεβασμού από το όργανο που εξέδωσε την πράξη των προϋποθέσεων σχετικά με την τήρηση εύλογης προθεσμίας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ωφελούμενου από την πράξη, ο οποίος είχε πιστέψει στη νομιμότητά της.

Επομένως, από τις αποφάσεις που μνημονεύονται στην ανωτέρω παράγραφο προκύπτει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο νομοθέτης έχει ρυθμίσει τη διαδικασία ανακλήσεως των πράξεων ενός θεσμικού οργάνου, το εν λόγω θεσμικό όργανο δύναται να ανακαλέσει μια πράξη βάσει της γενικής αρχής του δικαίου κατά την οποία επιτρέπεται η ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων υπό τον όρο της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων.

Επιπροσθέτως, καίτοι αληθεύει ότι το άρθρο 83 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει ότι «οσάκις δεν υπάρχει δικονομική διάταξη στον παρόντα κανονισμό, τον εκτελεστικό κανονισμό, τον κανονισμό για τα τέλη ή τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη τις σχετικές αρχές που γίνονται γενικά δεκτές στα κράτη μέλη» και ότι, βάσει της νομολογίας, το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση κενού ή ασάφειας των διαδικαστικών διατάξεων [βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Travel Service κατά ΓΕΕΑ – Eurowings Luftverkehrs (smartWings), T‑72/08, μη δημοσιευθείσα, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], το ανωτέρω άρθρο δεν προβλέπει ότι, σε περίπτωση υπάρξεως διαδικαστικής διατάξεως, το Γραφείο δεν δύναται να συνεκτιμήσει τις αρχές αυτές. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον η έννοια του πρόδηλου διαδικαστικού σφάλματος δεν ορίζεται στους προαναφερθέντες κανονισμούς, το παλαιό άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 παρουσιάζει αμφισημία και επομένως δεν είναι αρκούντως σαφές ώστε να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 83 του κανονισμού 207/2009.

(βλ. σκέψεις 61-66)

4.      Η γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης αποφάσεως συνάδει προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Ειδικότερα, έχει κριθεί επανειλημμένως ότι είναι και θεμιτό και προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της διοικήσεως τα θεσμικά όργανα να διορθώνουν τα σφάλματα και τις παραλείψεις αποφάσεων.

Επιπλέον, ναι μεν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν να γίνεται η ανάκληση μιας παράνομης πράξεως εντός εύλογης προθεσμίας και να πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός στον οποίο ο ενδιαφερόμενος πίστεψε, ενδεχομένως, στη νομιμότητα της πράξεως, ωστόσο τέτοια ανάκληση είναι καταρχήν επιτρεπτή.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών δεν έχουν καμία ισχύ δεδικασμένου, δεδομένου ότι οι διαδικασίες ενώπιον του Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) είναι διοικητικής και όχι δικαιοδοτικής φύσεως.

(βλ. σκέψεις 84-86)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 72)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 74, 75)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 89)