Language of document : ECLI:EU:C:2019:936

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-349/18 έως C-351/18

Nationale Maatschappij der Belgische Spoorwegen (NMBS)

κατά

Mbutuku Kanyeba κ.λπ.

(αίτηση του vredegerecht te Antwerpen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2019

«Προδικαστική παραπομπή – Σιδηροδρομικές μεταφορές – Δικαιώματα και υποχρεώσεις των επιβατών – Κανονισμός (ΕΚ) 1371/2007 – Άρθρο 3, σημείο 8 – Σύμβαση μεταφοράς – Έννοια – Επιβάτης χωρίς εισιτήριο κατά την επιβίβασή του στην αμαξοστοιχία – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2, και άρθρο 6, παράγραφος 1 – Γενικοί όροι μεταφοράς από σιδηροδρομική επιχείρηση – Νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου – Ποινική ρήτρα – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου»

1.        Μεταφορές – Σιδηροδρομικές μεταφορές – Κανονισμός 1371/2007 – Δικαιώματα και υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών – Σύμβαση μεταφοράς – Έννοια – Διαδρομή πραγματοποιούμενη από επιβάτη χωρίς εισιτήριο κατά την επιβίβασή του σε ελεύθερα προσβάσιμη αμαξοστοιχία – Εμπίπτει

(Κανονισμός 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3, σημείο 8)

(βλ. σκέψεις 36, 37, 48-53, διατακτ. 1)

2.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Περιεχόμενο – Αναθεώρηση από τον εθνικό δικαστή του περιεχομένου καταχρηστικής ρήτρας – Μείωση του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται δυνάμει ποινικής ρήτρας στον καταναλωτή – Δεν επιτρέπεται – Δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να αντικαθιστά την εν λόγω ρήτρα, δυνάμει του δικαίου των συμβάσεων, με ενδοτικού δικαίου διάταξη του εθνικού δικαίου – Δεν επιτρέπεται – Εξαίρεση

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

(βλ. σκέψεις 67-74, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Ο επιβάτης ο οποίος επιβιβάζεται σε ελεύθερα προσβάσιμη αμαξοστοιχία με σκοπό την πραγματοποίηση διαδρομής χωρίς να έχει αγοράσει εισιτήριο συνάπτει «σύμβαση μεταφοράς»

Με την απόφαση Kanyeba κ.λπ. (C-349/18 έως C-351/18), η οποία εκδόθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2019, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αφενός, επί της ερμηνείας της έννοιας «σύμβαση μεταφοράς», κατά το άρθρο 3, σημείο 8, του κανονισμού 1371/2007 σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (1), και, αφετέρου, επί των εξουσιών του εθνικού δικαστή όταν διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες (2).

Η απόφαση αυτή εκδόθηκε επί τριών ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Société nationale des chemins de fer belges (εθνικής εταιρίας βελγικών σιδηροδρόμων, SNCB) και, αφετέρου, τριών επιβατών, με αντικείμενο πρόσθετα ποσά που αξίωσε από τους τελευταίους η εταιρία επειδή είχαν ταξιδέψει με αμαξοστοιχία χωρίς να διαθέτουν τίτλο μεταφοράς. Συγκεκριμένα, μετά την άρνηση των εν λόγω επιβατών να τακτοποιήσουν την κατάστασή τους, είτε αμέσως καταβάλλοντας το αντίτιμο της διαδρομής προσαυξημένο με πρόσθετα ποσά, είτε μεταγενέστερα καταβάλλοντας ένα κατ’ αποκοπήν ποσό, η SNCB τους ενήγαγε ζητώντας να υποχρεωθούν να της καταβάλουν τα ποσά που της όφειλαν λόγω των ως άνω παραβάσεων των όρων μεταφοράς της εταιρίας. Στο πλαίσιο αυτό, η SNCB ισχυρίστηκε ότι η σχέση μεταξύ της ιδίας και των εν λόγω επιβατών είναι όχι συμβατικής αλλά κανονιστικής φύσεως, δεδομένου ότι αυτοί δεν αγόρασαν τίτλο μεταφοράς. Επιληφθέν των διαφορών, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, αφενός, τη φύση της έννομης σχέσεως που υφίσταται μεταξύ μιας εταιρίας μεταφορών και ενός επιβάτη που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της εταιρίας χωρίς τίτλο μεταφοράς και, αφετέρου, την έκταση της προστασίας που παρέχει στον οικείο επιβάτη η ρύθμιση για τις καταχρηστικές ρήτρες.

Κατά πρώτον, το Δικαστήριο διευκρίνισε την έννοια της «σύμβασης μεταφοράς», κατά το άρθρο 3, σημείο 8, του κανονισμού 1371/2007. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της διάταξης αυτής, επισήμανε ότι μια τέτοια σύμβαση συνεπάγεται κατ’ ουσίαν την υποχρέωση της σιδηροδρομικής επιχείρησης να παράσχει στον επιβάτη μία ή περισσότερες υπηρεσίες μεταφορών και την υποχρέωση του επιβάτη να καταβάλει το σχετικό αντίτιμο, εκτός αν η υπηρεσία μεταφοράς παρέχεται δωρεάν. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, τόσο η σιδηροδρομική επιχείρηση, παρέχοντας ελεύθερη πρόσβαση στην αμαξοστοιχία της, όσο και ο επιβάτης, επιβιβαζόμενος στην αμαξοστοιχία με σκοπό την πραγματοποίηση διαδρομής, δηλώνουν τις συγκλίνουσες βουλήσεις τους να συνάψουν συμβατική σχέση, οπότε πληρούνται, καταρχήν, οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την απόδειξη της ύπαρξης σύμβασης μεταφοράς. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη και διαπίστωσε ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος και του πλαισίου αυτού, η έννοια της «σύμβασης μεταφοράς» είναι ανεξάρτητη από την κατοχή εισιτηρίου από τον επιβάτη και ότι, κατά συνέπεια, καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ένας επιβάτης επιβιβάζεται σε ελεύθερα προσβάσιμη αμαξοστοιχία με σκοπό την πραγματοποίηση διαδρομής χωρίς να έχει αγοράσει εισιτήριο. Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι θα ήταν αντίθετο προς τον επιδιωκόμενο με τον κανονισμό 1371/2007 σκοπό της προστασίας των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών να γίνει δεκτό ότι ένας τέτοιος επιβάτης δύναται να θεωρηθεί, για τον λόγο και μόνον ότι δεν διαθέτει εισιτήριο κατά την επιβίβασή του στην αμαξοστοιχία, ότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε συμβατική σχέση με τη σιδηροδρομική επιχείρηση που παρέσχε ελεύθερη πρόσβαση στις αμαξοστοιχίες της, δεδομένου ότι, σε αυτό το πλαίσιο, ο επιβάτης αυτός θα μπορούσε, λόγω περιστάσεων μη καταλογιστέων στον ίδιο, να στερηθεί των δικαιωμάτων που ο κανονισμός συναρτά με τη σύναψη σύμβασης μεταφοράς. Εκτός αυτού, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, ελλείψει σχετικών διατάξεων στον κανονισμό 1371/2007, η ως άνω ερμηνεία της έννοιας της «σύμβασης μεταφοράς», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 8, του κανονισμού, δεν θίγει το κύρος της εν λόγω σύμβασης ή τις συνέπειες που ενδεχομένως απορρέουν από τη μη εκτέλεση, εκ μέρους ενός των συμβαλλομένων, των συμβατικών του υποχρεώσεων, οι οποίες εξακολουθούν να διέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν, μεταξύ άλλων, νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας αυτής και ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν η επίμαχη ρήτρα εμπίπτει στην εν λόγω εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της ίδιας οδηγίας. Στηριζόμενο ωστόσο στην υπόθεση ότι η ρήτρα αυτή εμπίπτει στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής, το Δικαστήριο εξέτασε τις εξουσίες του εθνικού δικαστή (3) όταν διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13. Επομένως, όταν πρόκειται για ποινική ρήτρα προβλεπόμενη σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής αποκλείει τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου το οποίο διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα τέτοιας ποινικής ρήτρας να ελαττώνει το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται δυνάμει της ρήτρας στον καταναλωτή. Αφετέρου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διάταξη αυτή αποκλείει επίσης τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να αντικαθιστά την εν λόγω ρήτρα, κατ’ εφαρμογήν των αρχών του εθνικού δικαίου των συμβάσεων, με ενδοτικού δικαίου διάταξη του εθνικού δικαίου, εκτός εάν η επίμαχη σύμβαση δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται σε περίπτωση κατάργησης της καταχρηστικής ρήτρας και εάν η ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της εκθέτει τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες.


1      Κανονισμός (ΕΚ) 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ 2007, L 315, σ. 14).


2      Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE 1993, L 95, σ. 29).


3      Οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.