Language of document : ECLI:EU:T:2012:588

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Νοεμβρίου 2012

Υπόθεση T‑268/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Guido Strack

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Άδειες — Αναρρωτική άδεια — Ακύρωση, πρωτοδίκως, της αποφάσεως της Επιτροπής περί μη μεταφοράς των ημερών ετήσιας άδειας που δεν εξάντλησε ο ενδιαφερόμενος — Άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ — Άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ — Οδηγία 2003/88 ΕΚ — Βάσιμη αίτηση αναιρέσεως — Διαφορά ώριμη προς εκδίκαση — Απόρριψη της προσφυγής»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 15ης Μαρτίου 2011, F‑120/07, Strack κατά Επιτροπής, με την οποία ζητείται η μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Μαρτίου 2011, F‑120/07, Strack κατά Επιτροπής, αναιρείται. Η προσφυγή του Guido Strack ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στην υπόθεση F‑120/07 απορρίπτεται. O G. Strack και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους τόσο στην ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκη όσο και στην παρούσα διαδικασία.

Περίληψη

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Λόγος εξεταζόμενος αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή — Λόγος αφορών την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως — Λόγος αφορών την παράβαση κανόνος δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης — Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Πράξεις των οργάνων — Οδηγίες — Απευθείας επιβολή υποχρεώσεων στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στις σχέσεις τους με το προσωπικό τους — Αποκλείεται — Δυνατότητα επικλήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

3.      Κοινωνική πολιτική — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών — Ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 2· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

4.      Υπάλληλοι — Άδειες — Κανονική άδεια — Μεταφορά στο επόμενο έτος του συνόλου των μη ληφθεισών ημερών άδειας — Προϋποθέσεις — Συμβατότητα του άρθρου 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας — Στέρηση του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα V, άρθρο 4, εδ. 1· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

5.      Υπάλληλοι — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας — Άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ — Ερμηνεία — Ερμηνεία σύμφωνη προς το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας — Δεν χωρεί — Διαφορετικό αντικείμενο

(Άρθρο 336 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1ε § 2· παράρτημα V, άρθρο 4, εδ. 1· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

6.      Δίκαιο της Ένωσης — Ερμηνεία — Διατάξεις διατυπωμένες σε πλείονες γλώσσες — Ομοιόμορφη ερμηνεία — Λαμβάνονται υπόψη οι αποδόσεις στις διάφορες γλώσσες

7.      Υπάλληλοι — Άδειες — Κανονική άδεια — Οριστική αποχώρηση από την υπηρεσία — Συμψηφιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Μη ληφθείσα άδεια λόγω αναγκών της υπηρεσίας — Ανάγκες της υπηρεσίας — Έννοια — Απουσία από την υπηρεσία λόγω αναρρωτικής αδείας — Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 59· παράρτημα V, άρθρο 4, εδ. 1 και 2)

8.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αγωγή αποζημιώσεως — Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία — Διαφορετική εξέλιξη ανάλογα με το αν υφίσταται ή όχι βλαπτική πράξη

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 24)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 2 Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67· 2 Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑11245, σκέψη 40

ΓΔΕΕ: 6 Μαΐου 2010, T‑100/08 P, Kerelov κατά Επιτροπής, σκέψη 13

2.      Οι οδηγίες απευθύνονται στα κράτη μέλη και όχι στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι επιβάλλουν, αυτές καθαυτές, υποχρεώσεις στα θεσμικά όργανα στις σχέσεις τους με το προσωπικό τους. Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν μπορούν να συνιστούν, αυτές καθαυτές, πηγή υποχρεώσεων για την Επιτροπή κατά την άσκηση των αποφασιστικών της εξουσιών για τη ρύθμιση των σχέσεων με το προσωπικό της, ούτε μπορούν να θεμελιώσουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αφορώσας τον ΚΥΚ.

Ωστόσο, το γεγονός ότι μια οδηγία δεν δεσμεύει, αυτή καθαυτή, τα θεσμικά όργανα και δεν δύναται να θεμελιώσει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας σχετικά με διάταξη του ΚΥΚ δεν μπορεί να αποκλείσει τη δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων ή των αρχών που θεσπίζει η οδηγία αυτή κατά των θεσμικών οργάνων όταν αποτελούν απλώς την ειδική έκφραση θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και των γενικών αρχών που επιβάλλονται ευθέως στα εν λόγω θεσμικά όργανα.

Ομοίως, μια οδηγία μπορεί να δεσμεύει ένα θεσμικό όργανο, όταν το όργανο αυτό, στο πλαίσιο της οργανωτικής αυτονομίας του και εντός των ορίων του ΚΥΚ, επεδίωξε να εκπληρώσει ορισμένη υποχρέωση που προβλέπει η οδηγία ή ακόμη στην περίπτωση που μια εσωτερική πράξη γενικής εφαρμογής παραπέμπει η ίδια ρητώς σε μέτρα που έχει λάβει ο νομοθέτης της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών.

Τέλος, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, σύμφωνα με το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας που υπέχουν, να λαμβάνουν υπόψη στη συμπεριφορά τους ως εργοδοτών, νομοθετικές διατάξεις που έχουν εκδοθεί σε επίπεδο Ένωσης και επιβάλλουν μεταξύ άλλων ελάχιστες προδιαγραφές με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων στα κράτη μέλη μέσω της προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών.

(βλ. σκέψεις 40 έως 44)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 9 Σεπτεμβρίου 2003, C‑25/02, Rinke, Συλλογή 2003, σ. I‑8349, σκέψεις 24 και 25 έως 28

ΓΔΕΕ: 21 Σεπτεμβρίου 2011, T‑325/09 P, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑6515, σκέψεις 51 και 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 30 Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑1054 και II‑A‑1‑567, σκέψεις 113, 116, 118 και 119· 4 Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, σ. I‑A‑1‑149 και II‑A‑1‑841, σκέψη 86

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 46 έως 48)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Νοεμβρίου 2011, C‑214/10, KHS, Συλλογή 2011, σ. Ι‑11757, σκέψη 37· 24 Ιανουαρίου 2012, C‑282/10, Dominguez, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 3 Μαΐου 2012, C‑337/10, Neidel, σκέψη 40· 21 Ιουνίου 2012, C‑78/11, ANGED, σκέψεις 17 και 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μπορεί να θεωρηθεί γενική αρχή του δικαίου που επιβάλλεται ευθέως στα θεσμικά όργανα στις σχέσεις τους με το προσωπικό τους και υπό το πρίσμα του οποίου θα μπορούσε να εκτιμηθεί η νομιμότητα πράξεώς τους, δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ στερεί τους υπαλλήλους από την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό περιορίζεται στον ορισμό των λεπτομερών κανόνων μεταφοράς και αντισταθμίσεως σε περίπτωση μη ληφθεισών ημερών ετήσιας άδειας, επιτρέποντας την αυτόματη μεταφορά δώδεκα μη ληφθεισών ημερών ετήσιας άδειας στο επόμενο έτος και προβλέποντας τη δυνατότητα μεταφοράς για τις ημέρες που υπερβαίνουν το ανώτατο αυτό όριο όταν η μη εξάντληση της ετήσιας άδειας οφείλεται στις ανάγκες της υπηρεσίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ εξαρτά τη χορήγηση ή την άσκηση του δικαιώματος στην ετήσια άδεια από μια προϋπόθεση που του στερεί το ουσιαστικό του περιεχόμενο ή ότι είναι ασύμβατο προς την όλη οικονομία και τον σκοπό του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Εν πάση περιπτώσει, η απαίτηση ή εξάρτηση της μεταφοράς και της αντισταθμίσεως της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας από ορισμένες προϋποθέσεις φαίνεται να δικαιολογείται τόσο από την ανάγκη αποφυγής της απεριόριστης σωρεύσεως μη ληφθεισών ετήσιων αδειών όσο και από την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Ομοίως, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη, κατά την επεξεργασία των σχετικών κανόνων του ΚΥΚ, τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί στο επίπεδο της Ένωσης, όπως είναι οι ελάχιστες προδιαγραφές του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 που επιβάλλονται στα κράτη μέλη, εφόσον ουδόλως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ ότι το άρθρο αυτό δεν συνάδει με τις εν λόγω προδιαγραφές.

(βλ. σκέψεις 49 έως 51)

5.      Λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο αυτό αντιστοιχεί στην κατάσταση στην οποία τα θεσμικά όργανα θέλησαν, με την εισαγωγή του στον ΚΥΚ, να προβούν σε εκπλήρωση κάποιας ειδικής υποχρεώσεως προβλεπόμενης στην οδηγία 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου, ή ότι η περιεχόμενη στο άρθρο αυτό αναφορά στις ελάχιστες προδιαγραφές που εφαρμόζονται δυνάμει των μέτρων που έχουν θεσπιστεί στους τομείς της υγείας και της ασφάλειας κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών παραπέμπει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, εφόσον το αντικείμενο της τελευταίας αυτής διαφέρει από αυτό του άρθρου 1ε του ΚΥΚ.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 1ε του ΚΥΚ, που εντάσσεται στις γενικές διατάξεις του Τίτλου I του εν λόγω ΚΥΚ, αναφέρεται στη συμβατότητα των συνθηκών εργασίας των εν ενεργεία υπαλλήλων προς τα «κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας», πράγμα που φαίνεται να αφορά τα ελάχιστα τεχνικά πρότυπα προστασίας της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων στον χώρο εργασίας τους, που δεν διέπονται από τις λοιπές διατάξεις του ΚΥΚ, και όχι τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας γενικώς, καλύπτοντας επίσης και αυτές οι οποίες αφορούν την οργάνωση του χρόνου εργασίας και προβλέπονται στην οδηγία 2003/88, ιδίως δε την ετήσια άδεια. Συγκεκριμένα, μια τόσο ευρεία ερμηνεία του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ θα ήταν αντίθετη προς την αυτονομία του νομοθέτη της Ένωσης στα υπαλληλικά θέματα, την οποία καθιερώνει το άρθρο 336 ΣΛΕΕ.

Επιπλέον, ο ΚΥΚ περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας και τις άδειες, στον Τίτλο του IV και στο παράρτημά του V. Οι επιμέρους κανόνες μεταφοράς ή αντισταθμίσεως των μη ληφθεισών ημερών ετήσιας άδειας στο επόμενο έτος ρυθμίζονται ειδικώς από το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ. Εφόσον η διάταξη αυτή προβλέπει ένα σαφή και ακριβή κανόνα, ο οποίος περιορίζει το δικαίωμα μεταφοράς και αντισταθμίσεως της ετήσιας άδειας σε σχέση με τον αριθμό των μη ληφθεισών ημερών άδειας, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2003/88 βάσει άλλης διατάξεως του ΚΥΚ, όπως το άρθρο 1ε, ως συνιστώσας κανόνα γενικής ισχύος ο οποίος επιτρέπει παρέκκλιση από τις συναφείς ειδικές διατάξεις του ΚΥΚ. Αυτό θα οδηγούσε σε μια ερμηνεία του ΚΥΚ contra legem.

(βλ. σκέψεις 52 έως 54)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 58)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2011, T‑62/10 Ρ, Zangerl-Posselt κατά Επιτροπής, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

7.      Από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ προκύπτει ότι η μεταφορά μη ληφθείσας άδειας μπορεί να υπερβαίνει τις δώδεκα ημέρες μόνον αν ο υπάλληλος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από το τέλος του τρέχοντος ημερολογιακού έτους για λόγους αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας. Ομοίως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ πλεονέκτημα της συμψηφιστικής αποζημιώσεως παρέχεται στον υπάλληλο που δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδεια κατά τη λήξη των καθηκόντων του αποκλειστικώς και μόνο σε σχέση με τις ημέρες που δεν έλαβε λόγω αναγκών της υπηρεσίας.

Η έκφραση «ανάγκες της υπηρεσίας» την οποία χρησιμοποιεί το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνεύεται ως αναφερόμενη σε επαγγελματικές δραστηριότητες που εμποδίζουν τον υπάλληλο, λόγω των καθηκόντων με τα οποία είναι επιφορτισμένος, να λάβει την ετήσια άδεια που δικαιούται. Από τις διατάξεις του άρθρου 59, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι ένας υπάλληλος μπορεί να απολαύει αναρρωτικής άδειας μόνον εφόσον «αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του». Εξ αυτού συνάγεται ότι όταν ο υπάλληλος τελεί σε αναρρωτική άδεια απαλλάσσεται εξ ορισμού από την άσκηση των καθηκόντων του και, επομένως, δεν βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ.

Πράγματι, οι ανάγκες της υπηρεσίας, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ αντιστοιχούν στους λόγους που είναι ικανοί να εμποδίσουν τον υπάλληλο να λάβει ετήσια άδεια διότι οφείλει να παραμείνει σε ενεργό υπηρεσία, προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντα που του αναθέτει το θεσμικό όργανο για το οποίο εργάζεται. Οι ανάγκες αυτές μπορούν να είναι πρόσκαιρες ή διαρκείς, πρέπει όμως αναγκαστικά να συνδέονται με δραστηριότητα στην υπηρεσία του θεσμικού οργάνου. A contrario, η αναρρωτική άδεια δικαιολογεί την απουσία του υπαλλήλου για εύλογη αιτία. Λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υγείας του, ο υπάλληλος δεν υποχρεούται πλέον να εργάζεται για το θεσμικό όργανο. Κατά συνέπεια, η έννοια των «αναγκών της υπηρεσίας» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα την απουσία από την υπηρεσία που δικαιολογείται από αναρρωτική άδεια, και τούτο ακόμα και σε περίπτωση παρατεταμένης ασθένειας. Ο τελών σε αναρρωτική άδεια υπάλληλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εργάζεται στην υπηρεσία του θεσμικού οργάνου, καθόσον ακριβώς έχει απαλλαγεί από την άσκηση των καθηκόντων του.

Επομένως, το δικαίωμα μεταφοράς της ετήσιας άδειας πέραν του ορίου των δώδεκα ημερών πρέπει να απορρέει αναγκαστικά από κώλυμα απτόμενο της δραστηριότητας του υπαλλήλου κατά την άσκηση των καθηκόντων του και δεν μπορεί να χορηγηθεί λόγω ασθένειας η οποία τον εμπόδισε να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά, ακόμα και σε περίπτωση που αποδειχθεί η επαγγελματική προέλευση της ασθένειας.

(βλ. σκέψεις 64 έως 67)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Ιουνίου 2005, T‑80/04, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑161 και II‑729, σκέψεις 28, 29 και 33· 29 Μαρτίου 2007, T‑368/04, Verheyden κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑93 και II‑ A‑2‑665, σκέψεις 61 έως 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 70 και 72)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 2006, T‑416/03, Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑317 και II‑A‑2‑1607, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑121 και II‑A‑1‑657, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία