Language of document :

Προσφυγή της 13ης Ιουλίου 2007 - Λιθουανία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-262/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Δημοκρατία της Λιθουανίας (εκπρόσωποι: D. Kriaučiūnas και E. Matulionytė)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 4ης Μαΐου 2007 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2007) 1979 τελικό]1· επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση αυτή κατά το μέρος που απευθύνθηκε στη Δημοκρατία της Λιθουανίας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζει, αφενός, τις ευρισκόμενες, την ημερομηνία προσχωρήσεως, σε ελεύθερη κυκλοφορία στα νέα κράτη μέλη ποσότητες γεωργικών προϊόντων που υπερβαίνουν τις ποσότητες οι οποίες μπορούσε να θεωρηθεί ότι την 1η Μαΐου 2004 συνιστούσαν κανονικό απόθεμα εκ μεταφοράς και, αφετέρου, τα ποσά που πρέπει να καταλογιστούν στα νέα κράτη μέλη λόγω του κόστους της εξαλείψεως αυτών των πλεοναζουσών ποσοτήτων.

Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομιμότητας. Προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

1 - Αναρμοδιότητα

Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι το παράρτημα IV, κεφάλαιο 4, παράγραφος 4, της Πράξεως προσχωρήσεως δεν δίνει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλει στα κράτη μέλη να καταβάλουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό ποσά που έχουν τον χαρακτήρα ποινής, ειδικότερα δε όταν δεν έχει αποδειχθεί η δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η Κοινότητα για την εξάλειψη των πλεοναζόντων αποθεμάτων· επίσης, η Επιτροπή υπερέβη την τριετή προθεσμία για τη λήψη αποφάσεως βάσει του άρθρου 41 της Πράξεως προσχωρήσεως, το οποίο ήταν η μόνη κατάλληλη νομική βάση για την απόφαση αυτή.

2 - Παράβαση του κοινοτικού δικαίου

Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας δικαίου: η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της βεβαιότητας δικαίου καθόσον η μεθοδολογία και τα κριτήρια για τον υπολογισμό των πλεοναζόντων αποθεμάτων δεν ήσαν γνωστά όταν κατά την προσχώρηση καθορίστηκαν τα δημιουργηθέντα αποθέματα, πράγμα που θα έδινε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποτρέψουν την εμφάνιση πλεοναζόντων αποθεμάτων ή να τα εξαλείψουν με δαπάνες των οικονομικών μονάδων που τα είχαν δημιουργήσει. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση καθόρισε διαφορετικά κριτήρια -και διεύρυνε τον κατάλογο των σχετικών προϊόντων- σε σύγκριση με το άρθρο 4 του κανονισμού 1972/2003, βάσει του οποίου τα κράτη ελέγχουν τη δημιουργία πλεοναζόντων αποθεμάτων.

Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων: αντιθέτως προς τον κανονισμό (ΕΚ) 144/97 της Επιτροπής περί των πλεοναζόντων αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων στην Αυστρία, στη Σουηδία και στη Φινλανδία, η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη όχι μόνον προϊόντα για τα οποία χορηγήθηκαν επιστροφές λόγω εξαγωγής ή για τα οποία εφαρμόστηκαν μέτρα παρεμβάσεως, αλλά και αποθέματα άλλων προϊόντων. Η αρχή αυτή παραβιάστηκε και διότι οι διαφορετικές καταστάσεις των νέων κρατών μελών έτυχαν της ίδιας μεταχειρίσεως και διότι, χωρίς δικαιολογία, δεν ελήφθησαν υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκαν τα αποθέματά τους.

Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της αρχής της διαφάνειας: η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποκαλύπτει πλήρως τα κριτήρια για τον υπολογισμό των πληρωμών, κριτήρια που, επιπλέον, συνεχώς αλλάζουν. Επίσης, μολονότι τα ίδια τα κράτη μέλη αξιολόγησαν τα αποθέματα σύμφωνα με μέτρα του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή, χωρίς να εξηγήσει γιατί η αξιολόγηση αυτή είναι ακατάλληλη και χωρίς να την αμφισβητήσει, προέβη σε άλλη αξιολόγηση των ίδιων αποθεμάτων βάσει δικών της κριτηρίων.

Παράβαση των διατάξεων της Πράξεως προσχωρήσεως: πρώτον, η απόφαση δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για να επιτευχθούν οι στόχοι της εξαλείψεως των πλεοναζόντων αποθεμάτων που απαιτείται από το παράρτημα IV, κεφάλαιο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως προσχωρήσεως, ειδικότερα δε καθόσον στην απόφαση ούτε καν καταβλήθηκε προσπάθεια να συνδεθούν οι ποινές με τη δαπάνη στην οποία όντως υποβλήθηκε η Κοινότητα για την εξάλειψη των αποθεμάτων. Δεύτερον, η απόφαση εκδόθηκε μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 41 της Πράξεως προσχωρήσεως τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία προσχωρήσεως, εντός της οποίας προθεσμίας η Επιτροπή μπορούσε να λάβει μεταβατικά μέτρα.

3 - Απρόσφορη αιτιολογία

Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει απρόσφορη αιτιολογία ή στερείται παντελώς αιτιολογίας. Ειδικότερα, η απόφαση δεν δείχνει ότι (και μέχρι ποιο ποσό) η Ευρωπαϊκή Κοινότητα όντως υποβλήθηκε σε δαπάνες για την εξάλειψη των περί ων πρόκειται πλεοναζόντων αποθεμάτων, δαπάνες που τα κράτη μέλη οφείλουν να καλύψουν.

4 - Πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον, πρώτον, επέλεξε μια μακροοικονομική μέθοδο και δεν αξιολόγησε τα αποθέματα που είχαν όντως δημιουργηθεί στα κράτη μέλη και, δεύτερον, όταν αξιολόγησε τα επιμέρους επιχειρήματα των μερών δεν έλαβε υπόψη τις ειδικές και αντικειμενικές συνθήκες στη Δημοκρατία της Λιθουανίας υπό τις οποίες δημιουργήθηκαν τα εθνικά αποθέματα στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων.

____________

1 - Απόφαση 2007/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2007, για τον προσδιορισμό πλεοναζόντων αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων άλλων από τη ζάχαρη και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της εξαλείψεώς τους σε σχέση με την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (ΕΕ L 138, σ. 14).