Language of document : ECLI:EU:C:2017:36

Υπόθεση C-367/15

Stowarzyszenie «Oławska Telewizja Kablowa»

κατά

Stowarzyszenie Filmowców Polskich

(αίτηση του Sąd Najwyższyγια την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/48/ΕΚ – Άρθρο 13 – Διανοητική και βιομηχανική ιδιοκτησία – Προσβολή – Υπολογισμός της αποζημιώσεως – Νομοθεσία κράτους μέλους – Ποσό διπλάσιο από τις κανονικώς οφειλόμενες αμοιβές»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα)της 25ης Ιανουαρίου 2017

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σεβασμός των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας – Οδηγία 2004/48 – Μέτρα, διαδικασίες και μέσα αποκατάστασης – Επιδίκαση αποζημιώσεως – Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει, χωρίς απόδειξη της πράγματι προκληθείσας ζημίας, την καταβολή ποσού ίσου με το διπλάσιο της εύλογης αμοιβής που θα οφειλόταν για την παραχώρηση άδειας χρήσεως του οικείου έργου – Επιτρέπεται

(Οδηγία 2004/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 26 και άρθρo 13 § 1, εδ. 2, στοιχείο βʹ)

Το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, κατά την οποία ο δικαιούχος που υπέστη προσβολή του δικαιώματός του διανοητικής ιδιοκτησίας δύναται να ζητήσει από το πρόσωπο που προσέβαλε το δικαίωμα αυτό είτε την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη, λαμβανομένων υπόψη όλων των συναφών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, είτε, χωρίς ο δικαιούχος αυτός να οφείλει να αποδείξει την πράγματι προκληθείσα ζημία, την καταβολή ποσού ίσου με το διπλάσιο της εύλογης αμοιβής που θα οφειλόταν για την παραχώρηση άδειας χρήσεως του οικείου έργου.

Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, πρώτον, ότι η αποζημίωση που υπολογίζεται στο διπλάσιο της υποθετικής αμοιβής δεν είναι ακριβώς ανάλογη προς την πραγματική ζημία του ζημιωθέντος. Ειδικότερα, σε κάθε κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, όπως και αυτή που ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/48, υπάρχει εγγενώς το χαρακτηριστικό αυτό.

Δεύτερον, την εν λόγω ερμηνεία δεν ανατρέπει ούτε το γεγονός ότι η οδηγία 2004/48, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 26, δεν έχει σκοπό να θεσπίσει υποχρέωση για την πρόβλεψη αποζημιώσεως τιμωρητικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, αφενός, σε αντίθεση με τη γνώμη που φαίνεται να έχει το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός ότι η οδηγία 2004/48 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέψουν την καλούμενη «τιμωρητική» αποζημίωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγόρευση θεσπίσεως τέτοιου μέτρου. Αφετέρου, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί κατά πόσον η θέσπιση της καλούμενης «τιμωρητικής» αποζημιώσεως θα αντέβαινε στο άρθρο 13 της οδηγίας 2004/48, δεν προκύπτει ότι η διάταξη η οποία έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης διαλαμβάνει υποχρέωση καταβολής τέτοιας αποζημιώσεως.

Τέλος, τρίτον, σχετικά με το επιχείρημα ότι ο ζημιωθείς, στο μέτρο που δύναται να υπολογίσει την αποζημίωση στο διπλάσιο της υποθετικής αμοιβής, δεν χρειάζεται πλέον να αποδείξει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της πράξεως που στοιχειοθέτησε προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού και της προκληθείσας ζημίας, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε μια υπέρμετρα στενή ερμηνεία της έννοιας της «αιτιότητας», κατά την οποία ο δικαιούχος που υπέστη προσβολή του δικαιώματός του οφείλει να αποδείξει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της πράξεως προσβολής και, όχι μόνο της ζημίας που υπέστη, αλλά και του ακριβούς ύψους της ζημίας αυτής. Μια τέτοια ερμηνεία είναι όμως ασυμβίβαστη με αυτή καθαυτή την ιδέα του κατ’ αποκοπήν καθορισμού του ποσού της αποζημιώσεως και, συνακόλουθα, με το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/48, που επιτρέπει το είδος αυτό αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψεις 26-29, 32, 33 και διατακτ.)