Language of document : ECLI:EU:T:2013:79

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Φεβρουαρίου 2013 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Ελεγκτικό Συνέδριο – Διεξαγωγή εσωτερικών ερευνών – Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Παρανομία – Αιτιώδης συνάφεια – Παραγραφή»

Στην υπόθεση T‑241/09,

Καλλιόπη Νικολάου, κάτοικος Αθήνας (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό και την Γ. Δούκα, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους T. Kennedy και J.-M. Stenier, επικουρούμενους από τον Π. Τριδήμα, barrister,

εναγομένου,

με αντικείμενο αγωγή αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω παράνομων ενεργειών του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας και παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης από το θεσμικό αυτό όργανο στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 19ης Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Καλλιόπη Νικολάου, ενάγουσα, ήταν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το 1996 μέχρι το 2001. Σύμφωνα με δημοσίευμα στο φύλλο της 19ης Φεβρουαρίου 2002 της καθημερινής εφημερίδας Europa Journal, το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου B. Staes είχε στη διάθεσή του πληροφορίες σχετικά με παράνομες πράξεις που είχαν διαπραχθεί από την ενάγουσα κατά τη διάρκεια της θητείας της ως μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2        Με επιστολή της 18ης Μαρτίου 2002, ο Γενικός Γραμματέας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (στο εξής: Γενικός Γραμματέας) διαβίβασε στον Γενικό Διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) φάκελο με τα σχετικά στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση αυτού του ιδίου και του Προέδρου του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Επιπλέον, ο Γενικός Γραμματέας υπέβαλε στην OLAF το ερώτημα αν, σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης 99/50 του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, συνέτρεχε λόγος να πληροφορήσει την ενάγουσα ότι διεξαγόταν έρευνα που την αφορούσε.

3        Με επιστολή της 8ης Απριλίου 2002 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου πληροφόρησε την ενάγουσα ότι η OLAF διεξήγε εσωτερική έρευνα κατόπιν του δημοσιεύματος της Europa Journal. Με επιστολή της 26ης Απριλίου 2002 ο Γενικός Διευθυντής της OLAF πληροφόρησε την ενάγουσα ότι, κατόπιν των πληροφοριών που είχε λάβει η εν λόγω υπηρεσία από τον B. Staes και με βάση φάκελο που είχε σχηματίσει κατόπιν προκαταρκτικής έρευνας ο Γενικός Γραμματέας, είχε κινηθεί διαδικασία εσωτερικής έρευνας, στην οποία η ενάγουσα καλούνταν να συνεργαστεί.

4        Η ενάγουσα συναντήθηκε με εκπροσώπους της OLAF στις 24 Μαΐου 2002. Στις 17 Οκτωβρίου 2002 ο διαδικτυακός τόπος European Voice δημοσίευσε ένα άρθρο που ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι επέκειτο η ολοκλήρωση της έρευνας που διεξήγε η OLAF σχετικά με την ενάγουσα. Ανάλογα δημοσιεύματα υπήρξαν και στον ελληνικό Τύπο. Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2002 η OLAF πληροφόρησε την ενάγουσα ότι η έρευνα είχε ολοκληρωθεί και ότι η τελική έκθεση και τα σχετικά στοιχεία είχαν διαβιβαστεί στον Γενικό Γραμματέα και στις δικαστικές αρχές του Λουξεμβούργου. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, με επιστολή της 10ης Φεβρουαρίου 2004, κοινοποίησε στην ενάγουσα την τελική έκθεση της OLAF σε συνοπτική μορφή.

5        Σύμφωνα με την τελική έκθεση που κατάρτισε η OLAF στις 28 Οκτωβρίου 2002, οι πληροφορίες σχετικά με την ενάγουσα είχαν δοθεί στον B. Staes από δύο υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τους οποίους ο ένας είχε διατελέσει μέλος του γραφείου της ενάγουσας. Οι κατηγορίες με τις οποίες είχε ασχοληθεί η έρευνα αφορούσαν, πρώτον, χρηματικά ποσά που η ενάγουσα φερόταν να έχει δανειστεί από μέλη του προσωπικού της, δεύτερον, δηλώσεις, φερόμενες ως ψευδείς, σχετικά με αιτήσεις μεταφοράς ημερών άδειας του προϊσταμένου του γραφείου της, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να καταβληθούν στον ενδιαφερόμενο 28 790 ευρώ έναντι της άδειας που δεν είχε λάβει κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001, τρίτον, τη χρήση του υπηρεσιακού αυτοκινήτου για σκοπούς μη προβλεπόμενους από την εφαρμοστέα ρύθμιση, τέταρτον, τη χρησιμοποίηση του οδηγού της ενάγουσας σε αποστολές μη καλυπτόμενες από την εφαρμοστέα ρύθμιση, πέμπτον, την τακτική των συχνών απουσιών του προσωπικού του γραφείου της ενάγουσας, έκτον, εμπλοκή σε δραστηριότητες εμπορικού χαρακτήρα και διαβήματα προς υψηλά ιστάμενα πρόσωπα με σκοπό τη διευκόλυνση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων που ασκούσαν μέλη της οικογένειάς της, έβδομον, απάτη διαπραχθείσα στο πλαίσιο διαγωνισμού και, όγδοον, απάτες σε σχέση με τα έξοδα παράστασης που είχε λάβει η ενάγουσα.

6        Η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε η υποψία τέλεσης εγκλημάτων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων και απάτη, όσον αφορά τις αιτήσεις μεταφοράς άδειας του προϊσταμένου του γραφείου της ενάγουσας. Σύμφωνα με την τελική έκθεση, η ενάγουσα και τα μέλη του γραφείου της ενδέχεται να έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα σε σχέση με τα χρηματικά ποσά που, σύμφωνα με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δόθηκαν στην ενάγουσα ως δάνειο. Έχοντας τα δεδομένα αυτά, η OLAF διαβίβασε τις σχετικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1073/99 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136, σ. 1), στις δικαστικές αρχές του Λουξεμβούργου, ώστε οι αρχές αυτές να διερευνήσουν τα περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί η διάπραξη ποινικών αδικημάτων.

7        Όσον αφορά τις λοιπές κατηγορίες, εκτός από την κατηγορία της τέλεσης απάτης στο πλαίσιο διαγωνισμού, η OLAF επισήμανε το ενδεχόμενο παρατυπιών και ορισμένα ερωτηματικά που δημιουργούσε η συμπεριφορά της ενάγουσας και πρότεινε στο Ελεγκτικό Συνέδριο να λάβει ορισμένα διορθωτικά μέτρα σε σχέση με την ενάγουσα, καθώς και ορισμένα μέτρα για τη βελτίωση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου του θεσμικού αυτού οργάνου.

8        Στις 26 Απριλίου 2004 διεξήχθη, κατά την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ακρόαση της ενάγουσας, ενόψει της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Με επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξέθεσε ότι, όσον αφορά την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ για τον λόγο ότι η ενάγουσα φερόταν να είχε ζητήσει και λάβει, για λογαριασμό της, δάνεια από τα μέλη του γραφείου της, δεν είχε επιτευχθεί, κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2004, η ομοφωνία που απαιτείται κατά το άρθρο 6 του εσωτερικού κανονισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε στις 31 Ιανουαρίου 2002. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρόσθεσε συναφώς ότι μια μεγάλη πλειοψηφία των μελών του θεσμικού αυτού οργάνου έκρινε ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας ήταν τελείως ανάρμοστη. Όσον αφορά τις ημέρες άδειας του προϊσταμένου του γραφείου της ενάγουσας, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξέθεσε ότι, αφού η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου, το όργανο είχε αναβάλει τη λήψη απόφασης μέχρι την περάτωση των σχετικών διαδικασιών.

9        Με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T‑259/03, Νικολάου κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή), το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο) υποχρέωσε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στην ενάγουσα αποζημίωση 3 000 ευρώ λόγω της δημοσίευσης ορισμένων πληροφοριών σχετικών με την έρευνα που είχε διεξαγάγει η OLAF.

10      Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, το chambre correctionnelle du tribunal d’arrondissement de Luxembourg (Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου στο Λουξεμβούργο) απάλλαξε την ενάγουσα και τον προϊστάμενο του γραφείου της από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας, της χρήσης πλαστών εγγράφων και της ψευδούς δήλωσης και, επικουρικώς, της μη επιστροφής αποζημίωσης, επιχορήγησης ή επιδόματος που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και, όλως επικουρικώς, της απάτης (στο εξής: δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008). Το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου αποφάνθηκε κατ’ ουσία ότι ορισμένες εξηγήσεις που έδωσαν ο προϊστάμενος του γραφείου της ενάγουσας και η ίδια η ενάγουσα κλόνιζαν τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν συλλέξει η OLAF και η λουξεμβουργιανή αστυνομία για να αποδείξουν ότι ο εν λόγω προϊστάμενος του γραφείου βρισκόταν σε άδεια επί πολλές ημέρες το 1999, το 2000 και το 2001, χωρίς οι ημέρες αυτές να έχουν δηλωθεί. Το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου κατέληξε συνεπώς ότι δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η αλήθεια των περιστατικών για τα οποία κατηγορούνταν η ενάγουσα και ότι, αφού η παραμικρή αμφιβολία πρέπει να αποβαίνει υπέρ του κατηγορουμένου, η ενάγουσα έπρεπε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που της είχαν απαγγελθεί. Σύμφωνα με το εισαγωγικό μέρος της δικαστικής απόφασης της 2ας Οκτωβρίου 2008, η ενάγουσα και ο προϊστάμενος του γραφείου της είχαν παραπεμφθεί στο Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου με διάταξη του συμβουλίου πλημμελειοδικών, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση του συμβουλίου εφετών Λουξεμβούργου της 29ης Ιανουαρίου 2008. Αφού δεν ασκήθηκε έφεση, η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 κατέστη τελεσίδικη.

11      Με επιστολή της 14ης Απριλίου 2009 η ενάγουσα ζήτησε από το Ελεγκτικό Συνέδριο αφενός να δημοσιεύσει σε όλες τις λουξεμβουργιανές, γερμανικές, ελληνικές, γαλλικές, ισπανικές και βελγικές εφημερίδες ανακοίνωση σχετικά με την απαλλαγή της από τις κατηγορίες και αφετέρου να ενημερώσει σχετικά τα άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επικουρικά, για την περίπτωση κατά την οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν προέβαινε στις δημοσιεύσεις αυτές, η ενάγουσα ζήτησε να της καταβληθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 100 000 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα δεσμευόταν να χρησιμοποιήσει για την πραγματοποίηση των δημοσιεύσεων αυτών. Η ενάγουσα ζήτησε επίσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, πρώτον, να της καταβάλει 40 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη διαδικασία ενώπιον των λουξεμβουργιανών δικαστικών αρχών και 57 771,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη λόγω της ίδιας αυτής διαδικασίας, δεύτερον, να την αποζημιώσει για όλα τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, και ιδίως κατά τη διαδικασία ενώπιον του ανακριτή και του Πλημμελειοδικείου Λουξεμβούργου, και, τρίτον, να την αποζημιώσει για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με επιστολή της 30ής Απριλίου 2009 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου πληροφόρησε την ενάγουσα ότι το θεσμικό όργανο είχε διεξαγάγει μια πρώτη συζήτηση σχετικά με τα αιτήματά της και ότι προβλεπόταν και νέα συζήτηση επί του θέματος, αφού θα του είχαν δοθεί ορισμένες λεπτομερείς συμβουλές.

12      Με επιστολή της 7ης Ιουλίου 2009 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαβίβασε στην ενάγουσα την απόφαση του οργάνου αυτού, κατά την οποία αφενός δεν επρόκειτο να ληφθεί κανένα άλλο μέτρο έναντι της ενάγουσας μετά την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 και αφετέρου απορρίπτονταν τα αιτήματα που είχαν διατυπωθεί με την επιστολή της 14ης Απριλίου 2009 (βλ. παραπάνω τη σκέψη 11).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Η ενάγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στις 16 Ιουνίου 2009 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου), άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

14      Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο συγκάλεσε μια άτυπη συνάντηση με σκοπό τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 6 Μαΐου 2011. Με επιστολές της 26ης Ιουλίου και της 21ης Οκτωβρίου 2011, η ενάγουσα και το Ελεγκτικό Συνέδριο αντίστοιχα γνωστοποίησαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι η διαδικασία του φιλικού διακανονισμού δεν είχε ευδοκιμήσει. Επιπλέον, με έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2011, η ενάγουσα ζήτησε αφενός να απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο το αίτημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου να μην περιληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης ορισμένα στοιχεία και τα συνημμένα στην επιστολή της ενάγουσας της 26ης Ιουλίου 2011 έγγραφα και αφετέρου να διαγραφεί μια φράση από την επιστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 21ης Οκτωβρίου 2011. Με επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2012, το Ελεγκτικό Συνέδριο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί των αιτημάτων αυτών.

15      Η ενάγουσα, αφού παραιτήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από ορισμένα αιτήματά της σχετικά με την υλική ζημία που υπέστη λόγω της διαδικασίας ενώπιον των λουξεμβουργιανών ποινικών αρχών και από το αίτημά της να υποχρεωθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να προβεί σε ορισμένες δημοσιεύσεις σχετικά με την απαλλαγή της από τις κατηγορίες, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο να της καταβάλει το ποσό των 85 000 ευρώ, εντόκως από τις 14 Απριλίου 2009, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις πράξεις και παραλείψεις του θεσμικού αυτού οργάνου, ενώ η ίδια δεσμεύεται να χρησιμοποιήσει το ποσό αυτό για την πραγματοποίηση δημοσιεύσεων σχετικά με την απαλλαγή της από τις κατηγορίες,

–        να καταδικάσει το Ελεγκτικό Συνέδριο στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Ελεγκτικό Συνέδριο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικά, ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η διαρροή ιδίως προς τον B. Staes στοιχείων σε βάρος της, για την οποία ευθύνονται τρεις μόνιμοι υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων κατά κατάφωρη παράβαση ιδίως του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, σ. 1), του άρθρου 2 της απόφασης 99/50, του άρθρου 287 ΕΚ και του καθήκοντος αρωγής. Το Ελεγκτικό Συνέδριο μάλιστα ούτε έλεγξε ούτε απέσυρε τις κατηγορίες αυτές ούτε δημοσίευσε ανακοίνωση για την απαλλαγή της ενάγουσας από τις κατηγορίες, με αποτέλεσμα τη σοβαρή προσβολή της τιμής της. Επιπλέον, το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέλειψε, παραβιάζοντας κατάφωρα την αρχή της χρηστής διοίκησης και το καθήκον αρωγής, να λάβει μέτρα για την εξάλειψη της ζημίας που προξένησαν στην ενάγουσα οι παράνομες ενέργειες των μελών του προσωπικού του και να διεξαγάγει εμπεριστατωμένη έρευνα επ’ αυτού.

18      Κατά την ενάγουσα, το Ελεγκτικό Συνέδριο επέδειξε διαρκώς, ανεξάρτητα από την OLAF, συμπεριφορά που παραβίαζε κατάφωρα διάφορες διατάξεις και γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, με αποτέλεσμα να πλήξει σοβαρά την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, προξενώντας της αφενός υλική ζημία και αφετέρου ηθική βλάβη. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν συνίσταται σε μεμονωμένες πράξεις ή παραλείψεις, αλλά σε μια ενιαία διαρκή στάση του, η οποία προκάλεσε ζημία, η δε προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας αυτής δεν άρχισε να τρέχει παρά το 2008, όταν δηλαδή η ενάγουσα έλαβε γνώση των ενεργειών του εν λόγω οργάνου.

19      Το Ελεγκτικό Συνέδριο διατείνεται ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω παραγραφής ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη.

20      Συναφώς επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η γένεση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, οι οποίες είναι συγκεκριμένα η παρανομία της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο ενάγων. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις για τη γένεση της ευθύνης της Ένωσης προβλέπονται σωρευτικά. Η μη συνδρομή δηλαδή έστω και μιας από αυτές αρκεί για την απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 2008, T‑57/99, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑2‑83 και II‑A‑2‑505, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει εφόσον η ζημία αποτελεί άμεση συνέπεια της επίμαχης παράνομης πράξης, η δε απόδειξη της συνάφειας αυτής βαρύνει τον ενάγοντα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1992, C‑363/88 και C‑364/88, Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑359, σκέψη 25, και της 28ης Ιουνίου 2007, C‑331/05 P, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑5475, σκέψη 23).

22      Επιπλέον, κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, οι αξιώσεις κατά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε με την άσκηση αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου είτε με την προηγούμενη υποβολή αίτησης του ζημιωθέντος στο αρμόδιο θεσμικό όργανο. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, η αγωγή πρέπει να κατατίθεται εντός δίμηνης προθεσμίας.

23      Αυτή η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση της υποχρέωσης αποζημίωσης, και μάλιστα από το χρονικό σημείο επέλευσης της προς αποκατάσταση ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2008, C‑51/05 P, Επιτροπή κατά Cantina sociale di Dolianova κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑5341, σκέψη 54). Επομένως, η παραγραφή αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο επήλθε πράγματι η περιουσιακή ζημία ή η ηθική βλάβη. Αντίθετα, αφού η γνώση των πραγματικών περιστατικών δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να αρχίσει να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής, η υποκειμενική εκτίμηση του υποστατού της ζημίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της έναρξης της προθεσμίας παραγραφής (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Cantina sociale di Dolianova κ.λπ., σκέψη 61).

24      Εν προκειμένω πρέπει, όπως ακριβώς τονίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο, να απορριφθεί ευθύς εξαρχής η άποψη της ενάγουσας ότι τα περιστατικά που επικαλείται πρέπει να θεωρηθούν ως μια συνεχής συμπεριφορά συνιστάμενη σε παραλείψεις που διάρκεσαν μέχρις ότου το Ελεγκτικό Συνέδριο λάβει μέτρα για την εξουδετέρωση ή τον περιορισμό της βλάβης που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη. Ειδικότερα, αν γινόταν δεκτή η άποψη αυτή, δεν θα ήταν δυνατόν να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία παραγραφής πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το θεσμικό ή άλλο όργανο λαμβάνει μέτρα για την αποκατάσταση της ζημίας ή βλάβης την οποία ο ενδιαφερόμενος ισχυρίζεται ότι του προξένησε το όργανο αυτό. Μια τέτοια αντίληψη όμως θα αντέβαινε στο γράμμα του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθόσον θα είχε ως αποτέλεσμα να καθιστά απαράγραπτη κάθε αγωγή αποζημίωσης, αφού χαρακτηρίζει ως «ζημιογόνο γεγονός» τη διαρκή παράλειψη αποκατάστασης της ζημίας ή βλάβης που έχει προκληθεί από συμπεριφορά για την οποία ευθύνεται η Ένωση. Στην περίπτωση αυτή επομένως η προθεσμία παραγραφής είτε θα άρχιζε να τρέχει από το χρονικό σημείο της αποκατάστασης της ζημίας, δηλαδή όταν η παραγραφή δεν θα είχε πλέον νόημα, είτε δεν θα άρχιζε ποτέ, λόγω του διαρκούς χαρακτήρα της τεχνητά κατασκευασμένης παράλειψης.

25      Όσον αφορά την παροχή πληροφοριών στον B. Staes από μέλη του προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό συνέβη πριν από τις 19 Φεβρουαρίου 2002 και ότι η ηθική βλάβη που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι της προκάλεσε η παροχή των πληροφοριών αυτών επήλθε κατά τη δημοσίευση του σχετικού άρθρου στο Europa Journal κατά την ανωτέρω ημερομηνία. Επομένως, οποιαδήποτε αξίωση στηριζόταν στην παροχή των πληροφοριών αυτών είχε παραγραφεί πριν από την προβολή του αιτήματος αποζημίωσης στις 14 Απριλίου 2009. Το ίδιο ισχύει κατ’ ανάγκη για την παροχή πληροφοριών από ένα μέλος του προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες αναρτήθηκαν στον διαδικτυακό τόπο του European Voice στις 17 Οκτωβρίου 2002. Όσον αφορά τα δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο της 7ης Νοεμβρίου 2002, τα οποία προσκομίστηκαν από την ενάγουσα και αναφέρουν τον B. Staes ως πηγή των πληροφοριών αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οποιαδήποτε αξίωση για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που θα είχαν προξενήσει ενδεχομένως τα δημοσιεύματα αυτά είχε παραγραφεί πολύ πριν από την αποστολή της επιστολής της 14ης Απριλίου 2009, με την οποία προβλήθηκε το αίτημα αποζημίωσης (βλ. παραπάνω τη σκέψη 11).

26      Για τους λόγους που παρατίθενται ανωτέρω στη σκέψη 24, είναι αλυσιτελής ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέλειψε να εξουδετερώσει ή να περιορίσει τη βλάβη που ισχυρίζεται ότι της προξένησε η παροχή των εν λόγω πληροφοριών στον B. Staes.

27      Επιπλέον, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, μη ενημερώνοντάς την, πριν ενημερώσει την OLAF, για την προκαταρκτική έρευνα που είχε κινηθεί σχετικά με την ίδια, πρόσβαλε κατάφωρα τα δικαιώματα άμυνάς της και παραβίασε την αρχή της αμεροληψίας. Συγκεκριμένα, πρώτον, η έρευνα αυτή, η οποία καθόρισε τη συνέχεια που δόθηκε στη διαδικασία και περιλάμβανε διάφορες ενέργειες που αποσκοπούσαν στην απόδειξη των περιστατικών για τα οποία κατηγορούνταν η ενάγουσα, διεξήχθη με αδιαφανείς διαδικασίες, προκειμένου να καλυφθούν με αδικαιολόγητη μυστικότητα όλες οι σχετικές ενέργειες, πράγμα που συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 4 της απόφασης 99/50. Δεύτερον, όλοι οι εξετασθέντες μάρτυρες είχαν αισθήματα εχθρότητας κατά της ενάγουσας. Τρίτον, το Ελεγκτικό Συνέδριο περιέλαβε ένα πλαστό έγγραφο στον φάκελο της προκαταρκτικής έρευνας ή, εν πάση περιπτώσει, το προσκόμισε κατά την ποινική διαδικασία και διεξήγαγε την προκαταρκτική αυτή έρευνα με σκοπό να επιτύχει ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα, παραβιάζοντας κατάφωρα την αρχή της χρηστής διοίκησης. Η επιστολή της 18ης Μαρτίου 2002 (βλ. παραπάνω τη σκέψη 2) δεν απαλλάσσει εξάλλου το Ελεγκτικό Συνέδριο από την υποχρέωση που είχε αφενός να ενημερώσει την ενάγουσα για την ύπαρξη της προκαταρκτικής έρευνας, πράγμα που δεν επρόκειτο να επηρεάσει τη διεξαγωγή της έρευνας, και αφετέρου να σεβαστεί τα δικαιώματα άμυνας της ενάγουσας και να τηρήσει την αρχή της χρηστής διοίκησης.

28      Στο σημείο αυτό πρέπει να απορριφθεί εξαρχής η ένσταση απαραδέκτου λόγω παραγραφής, την οποία προβάλλει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Συγκεκριμένα, αφού, όπως προκύπτει από τα σημεία 98 και 100 του δικογράφου της αγωγής, ένα τουλάχιστον μέρος της αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης που ζητεί η ενάγουσα αφορά την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της διαδικασίας ενώπιον των λουξεμβουργιανών ποινικών αρχών, η οποία διεξήχθη μετά το 2005, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αξίωση αποζημίωσης έχει παραγραφεί, όσον αφορά τα περιστατικά αυτά (βλ. παραπάνω τη σκέψη 23). Επιπλέον, αφού οι ισχυρισμοί της ενάγουσας είναι αβάσιμοι επί της ουσίας, οι επιταγές που απορρέουν από τη χρηστή απονοµή της δικαιοσύνης καθιστούν περιττό τον προσδιορισμό του κλάσματος της χρηματικής ικανοποίησης που αντιστοιχεί σε αυτό το μέρος της ηθικής βλάβης.

29      Επί της ουσίας επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ενέργειες του Ελεγκτικού Συνεδρίου που παρατέθηκαν παραπάνω στη σκέψη 27 δεν είναι παράνομες από καμία άποψη. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 4 της απόφασης 99/50, «στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπαλλήλου του ή μέλους του λοιπού προσωπικού του, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα». Το άρθρο αυτό διευκρινίζει ότι «δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπάλληλό του ή μέλος του λοιπού προσωπικού του χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν». Επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή δεν υποχρέωνε το Ελεγκτικό Συνέδριο να ανακοινώσει στην ενάγουσα το περιεχόμενο του φακέλου που είχε καταρτιστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της απόφασης 99/50 ούτε να της παράσχει τη δυνατότητα ακρόασης πριν διαβιβάσει τον φάκελο αυτό στην OLAF. Συναφώς πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός της προκαταρκτικής έρευνας την οποία αναφέρει το άρθρο 2 της εν λόγω απόφασης είναι αφενός να δοθεί στον Γενικό Γραμματέα η δυνατότητα να εκτιμήσει κατά πόσον από τα στοιχεία που έχουν περιέλθει σε γνώση του συνάγονται ενδείξεις για την τέλεση παρατυπιών που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και αφετέρου να διαβιβαστεί στην OLAF, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1073/1999, φάκελος που να της παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει κατά πόσον πρέπει να κινήσει τη διαδικασία εσωτερικής έρευνας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου αυτού κανονισμού. Σκοπός της προκαταρκτικής έρευνας δεν είναι συνεπώς η συναγωγή συμπερασμάτων που να αφορούν το πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται η έρευνα αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υποχρέωση που απορρέει από τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 4 της απόφασης 99/50 δεν αφορά τις ενέργειες του Γενικού Γραμματέα στο πλαίσιο του άρθρου 2 της ίδιας αυτής απόφασης.

30      Εν προκειμένω η ενάγουσα ενημερώθηκε, με τις επιστολές της 8ης και της 26ης Απριλίου 2002 (βλ. παραπάνω τη σκέψη 3), για την έναρξη της έρευνας της OLAF, για το αντικείμενό της, για την ταυτότητα των υπεύθυνων για τη διεξαγωγή της έρευνας προσώπων και για το ότι οι υπεύθυνοι αυτοί την καλούσαν να συνεργαστεί στο πλαίσιο της έρευνας. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση των στοιχείων αυτών ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της πρώτης περιόδου του άρθρου 4 της απόφασης 99/50, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι συντρέχει παράβαση της διάταξης αυτής για τον λόγο ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της πριν από τη διαβίβαση στην OLAF του φακέλου με τα στοιχεία που είχε συλλέξει σχετικά με την ίδια ο Γενικός Γραμματέας (βλ. παραπάνω τη σκέψη 2). Επιπλέον, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν επέβαλλε στο Ελεγκτικό Συνέδριο την υποχρέωση να ζητήσει από την ενάγουσα να διατυπώσει την άποψή της πριν από τη διαβίβαση του φακέλου αυτού στην OLAF, αφού τόσο η κατάρτιση του φακέλου αυτού όσο και η διαβίβασή του συνιστούν ενδιάμεσες πράξεις, που έχουν ως σκοπό να δοθεί στην OLAF η δυνατότητα να εκτιμήσει κατά πόσον πρέπει να κινήσει εσωτερική έρευνα.

31      Εξάλλου, το γεγονός και μόνο ότι μια μαρτυρία δεν περιέχει παρά μόνο επιβαρυντικά στοιχεία για τον ενδιαφερόμενο δεν επηρεάζει την αποδεικτική ισχύ της μαρτυρίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο έχει την υποχρέωση να συλλέξει από τα μέλη του προσωπικού του τα κρίσιμα στοιχεία, ώστε να τα διαβιβάσει στην OLAF κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού 1073/1999, ενώ η OLAF οφείλει να διεξαγάγει έρευνα για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο επιδίωξε να συλλέξει μόνο στοιχεία επιβαρυντικά για την ενάγουσα, με σκοπό να κατευθύνει την έρευνα που θα διεξήγε στη συνέχεια η OLAF προς ορισμένο αποτέλεσμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι τα έγγραφα του φακέλου που διαβιβάστηκε στην OLAF περιείχαν επιβαρυντικά και όχι ελαφρυντικά στοιχεία για την ενάγουσα δεν αποδεικνύει την τέλεση καμιάς παράνομης πράξης από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

32      Εξάλλου, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έκανε χρήση πλαστού εγγράφου δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Πρώτον, το έγγραφο αυτό, η αίτηση μεταφοράς ημερών ετήσιας άδειας που είχε υποβάλει ο προϊστάμενος του γραφείου της στις 20 Νοεμβρίου 2001, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων που περιείχε ο προκαταρκτικός φάκελος που διαβιβάστηκε στην OLAF. Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο διαβίβασε πράγματι το έγγραφο αυτό στην OLAF ή στις λουξεμβουργιανές αρχές, επισημαίνεται ότι η γραφολογική έκθεση που προσκόμισε η ενάγουσα δεν καταλήγει στο πόρισμα ότι η υπογραφή της ενάγουσας στο έγγραφο αυτό είναι πλαστή, μολονότι κάνει λόγο για πιθανότητα πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα, το πόρισμα της έκθεσης είναι ότι, για να συναχθούν ακλόνητα συμπεράσματα, είναι αναγκαία η εξέταση του πρωτοτύπου του εν λόγω εγγράφου και των εγγράφων στα οποία βασίστηκε η ανάλυση του γραφολόγου. Τέλος, στο εν λόγω έγγραφο έχει επίσης τεθεί μια υπογραφή που αποδίδεται στον προϊστάμενο του γραφείου της ενάγουσας, πράγμα όμως που δεν αξιολογείται ούτε από την ενάγουσα ούτε από τον γραφολόγο, μολονότι ο τεχνικός αυτός σύμβουλος της ενάγουσας έλαβε υπόψη την παρουσίαση και το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, ενόψει της παρουσίασης των πορισμάτων του. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενδεχόμενη διαβίβαση του εν λόγω εγγράφου από το Ελεγκτικό Συνέδριο είτε στην OLAF είτε στις λουξεμβουργιανές αρχές δεν σημαίνει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο ενήργησε κακόπιστα όσον αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής της ενάγουσας. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σελίδα 3 της δικαστικής απόφασης της 2ας Οκτωβρίου 2008, η κατηγορία που είχε απαγγελθεί κατά της ενάγουσας στηριζόταν στο έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2000, το οποίο είχε υπογραφεί από την ενάγουσα και από τον προϊστάμενο του γραφείου της και με το οποίο πιστοποιούνταν ότι ο εν λόγω προϊστάμενος του γραφείου δεν είχε χρησιμοποιήσει 42 ημέρες από την άδειά του για υπηρεσιακούς λόγους. Το έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 2001 δεν αποτέλεσε συνεπώς το έρεισμα της κατηγορίας που απαγγέλθηκε κατά της ενάγουσας. Δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν εξηγεί για ποιο λόγο, υπό τις περιστάσεις αυτές, η διαβίβαση του εν λόγω εγγράφου στην OLAF ή στις λουξεμβουργιανές αρχές, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, της προξένησε ζημία ή βλάβη, η επιχειρηματολογία της πρέπει να απορριφθεί.

33      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέλειψε να γνωστοποιήσει στην OLAF και στις λουξεμβουργιανές ποινικές αρχές ορισμένα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του και που θα συντελούσαν στην απαλλαγή της ενάγουσας, όπως π.χ. τις δυσλειτουργίες του συστήματος αδειών στο Ελεγκτικό Συνέδριο, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή, αν και αφορά κυρίως το τμήμα της αγωγής που σχετίζεται με τα αιτήματα από τα οποία έχει παραιτηθεί η ενάγουσα, περιλαμβάνεται επίσης στο εισαγωγικό μέρος της αγωγής, όπου εκτίθεται το ιστορικό της υπόθεσης. Επιπλέον, τα επιχειρήματα αυτά προβλήθηκαν εκ νέου από την ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οπότε πρέπει να δοθεί απάντηση.

34      Στο σημείο αυτό πρέπει να απορριφθεί εξαρχής η ένσταση απαραδέκτου λόγω παραγραφής την οποία προβάλει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Συγκεκριμένα, η ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα αφορά την ποινική διαδικασία ενώπιον των λουξεμβουργιανών ποινικών αρχών, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αξίωσή της έχει παραγραφεί (βλ. παραπάνω τη σκέψη 28).

35      Επί της ουσίας επισημαίνεται, πρώτον, ότι η διαχείριση κάθε συστήματος αδειών βασίζεται στην υποχρέωση των προϊσταμένων να εξακριβώνουν την παρουσία των υφισταμένων τους και να ελέγχουν κατά πόσον οι απουσίες του προσωπικού τους είναι σύμφωνες με τη ρύθμιση που διέπει τις άδειες. Η υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζεται από τη μη ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος που να παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβώνεται, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε προϊστάμενο, κατά πόσον ο αριθμός των ημερών άδειας που δηλώνεται στο τέλος κάθε έτους ότι δεν έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, ο προϊστάμενος, προσυπογράφοντας την αίτηση μεταφοράς άδειας στο επόμενο έτος, βεβαιώνει ότι ο αριθμός των ημερών άδειας που δεν έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή τουλάχιστον ότι δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει γι’ αυτό. Δεύτερον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις σελίδες 14, 15 και 27 της τελικής έκθεσης της OLAF (βλ. παραπάνω τη σκέψη 5), ο λόγος για τον οποίο κινήθηκε έρευνα σχετικά με την ενάγουσα δεν ήταν ότι δεν τηρούσε προσηκόντως αρχείο με τις αιτήσεις άδειας του προϊσταμένου του γραφείου της, αλλ’ ότι καταβλήθηκαν στον προϊστάμενο αυτό 28 790,55 ευρώ έναντι των 71 ημερών άδειας που δεν είχε λάβει κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001, πράγμα που σήμαινε ότι ο δηλωθείς αριθμός ημερών άδειας για τα έτη αυτά ήταν υπερβολικά μικρός και δημιουργούσε την υποψία ότι είχε τελεστεί συναφώς απάτη.

36      Αντίστοιχα, όπως προκύπτει, τρίτον, από τη σελίδα 3 της δικαστικής απόφασης της 2ας Οκτωβρίου 2008 (βλ. παραπάνω τη σκέψη 10), ο Εισαγγελέας του Λουξεμβούργου κατηγόρησε τον προϊστάμενο του γραφείου της ενάγουσας και την ίδια την ενάγουσα αφενός ότι στις 12 Δεκεμβρίου 2000 διέπραξαν πλαστογραφία, καθόσον ο μεν πρώτος κατάρτισε και εμφάνισε προς υπογραφή αίτηση μεταφοράς 42 ημερών άδειας που υποστήριζε ότι δεν είχε λάβει, η δε δεύτερη προσυπέγραψε την αίτηση αυτή, η οποία δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, και αφετέρου ότι στις 9 Ιανουαρίου 2001 έκαναν χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου, καθόσον το υπέβαλαν στην Υπηρεσία Προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τέταρτον, από τις σελίδες 15 έως 20 και 21 έως 23 της ίδιας δικαστικής απόφασης προκύπτει ότι, κατά την ποινική προδικασία, η λουξεμβουργιανή αστυνομία, τμήμα «Τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, χρηματιστήρια, φορολογία», προέβη σε διασταύρωση διαφόρων ειδών στοιχείων, όπως π.χ. των καταστάσεων για τις δηλωμένες ημέρες άδειας, του πίνακα των επίσημων αποστολών εκτός έδρας του προϊσταμένου του γραφείου της ενάγουσας, των αντιγράφων των αεροπορικών εισιτηρίων που είχε υποβάλει ο εν λόγω προϊστάμενος, των στοιχείων που είχαν δοθεί από το πρακτορείο ταξιδιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των δεδομένων πτήσης που είχαν διαβιβαστεί από την αεροπορική εταιρία Luxair, των καταστάσεων στις οποίες αναγράφονταν τα στοιχεία για τη χρήση της πιστωτικής κάρτας του προϊσταμένου του γραφείου της ενάγουσας για την περίοδο 1996-2001 και των στοιχείων που αφορούσαν τη σύνδεση με τον διακομιστή (server) του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσω του κωδικού πρόσβασης του εν λόγω προϊσταμένου κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρονικού διαστήματος μετά τις 22 Μαρτίου 2001. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπεύθυνοι της έρευνας, αφού εξέτασαν διάφορους μάρτυρες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο προϊστάμενος του γραφείου της ενάγουσας βρισκόταν σε μη δηλωμένη άδεια επί πολλές ημέρες μεταξύ του 1999 και του 2001.

37      Τέλος, πέμπτον, από τις σελίδες 35 έως 45 της δικαστικής απόφασης της 2ας Οκτωβρίου 2008 προκύπτει ότι το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου αποφάνθηκε κατ’ ουσία ότι ορισμένες εξηγήσεις που έδωσαν ο προϊστάμενος του γραφείου της ενάγουσας και η ίδια η ενάγουσα κλόνιζαν τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν συλλέξει η OLAF και η λουξεμβουργιανή αστυνομία, και ότι κυρίως ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς ο αριθμός των ημερών άδειας που είχε λάβει ο εν λόγω προϊστάμενος χωρίς να τις δηλώσει. Το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου κατέληξε συνεπώς ότι δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η αλήθεια των περιστατικών για τα οποία κατηγορούνταν ο προϊστάμενος του γραφείου της ενάγουσας και η ενάγουσα και ότι, αφού η παραμικρή αμφιβολία πρέπει να αποβαίνει υπέρ του κατηγορουμένου, οι κατηγορούμενοι έπρεπε να απαλλαγούν από τις κατηγορίες που τους είχαν απαγγελθεί.

38      Κατόπιν όσων παρατέθηκαν παραπάνω στις σκέψεις 35 έως 37, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η ενάγουσα, το γεγονός ότι το σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης των αδειών στο Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν ελλιπές κατά τον χρόνο των κρίσιμων περιστατικών δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παύση κάθε έρευνας ή δίωξης που την αφορούσε. Επιπλέον, μνεία των εν λόγω ελλείψεων γίνεται επίσης στη σελίδα 15 της τελικής έκθεσης της OLAF, πράγμα που σημαίνει ότι το στοιχείο αυτό ήταν γνωστό τόσο στην OLAF, όταν έλαβε την απόφαση να παραπέμψει την υπόθεση στις λουξεμβουργιανές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, όσο και στις εν λόγω αρχές, όταν έλαβαν την απόφαση να ασκήσουν ποινική δίωξη και να παραπέμψουν την ενάγουσα στο Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου (βλ. παραπάνω τη σκέψη 10). Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέλειψε να γνωστοποιήσει στην OLAF και στις λουξεμβουργιανές ποινικές αρχές ορισμένα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του και που θα συντελούσαν στην απαλλαγή της ενάγουσας, όπως π.χ. τις δυσλειτουργίες του συστήματος αδειών στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

39      Όσον αφορά τη διαδικασία παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ακολούθησε τυφλά την τελική έκθεση της OLAF, η οποία είχε στηριχθεί στον παρανόμως καταρτισθέντα προκαταρκτικό φάκελο, χωρίς να εκτιμήσει το ίδιο τα περιστατικά, και βάσισε την απόφασή του, κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος αρωγής, σε περικεκομμένα έγγραφα, με σκοπό να αποκρυβούν οι εγγενείς αντιφάσεις των μαρτυριών και τα κενά του συστήματος καταχώρισης των αδειών. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία, κατά την ενάγουσα, είναι ικανά να θεμελιώσουν την εξωσυμβατική ευθύνη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανεξάρτητα από το αν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά της πράξης που εξέδωσε επί του θέματος το εν λόγω όργανο, αποτελούν απλώς ανάπτυξη των επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν με την επιστολή της 14ης Απριλίου 2009. Επιπλέον, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν αποδεικνύει ότι διανεμήθηκε στα μέλη του το πλήρες κείμενο της τελικής έκθεσης της OLAF, οπότε η ενάγουσα καλεί το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει, στα πλαίσια μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, ποιο ήταν το περιεχόμενο του διανεμηθέντος φακέλου.

40      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 247, παράγραφος 7, ΕΚ, το Ελεγκτικό Συνέδριο μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες θεωρεί ότι ένα από τα μέλη του έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του. Στο Δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει ενδεχομένως ότι ένα μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς του και να του επιβάλει τη σχετική κύρωση (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2006, C‑432/04, Επιτροπή κατά Cresson, Συλλογή 2006, σ. I‑6387, σκέψη 94). Επομένως, η ακρόαση της ενάγουσας, στην οποία δόθηκε έτσι η δυνατότητα να διατυπώσει την άμυνά της ως προς την έκθεση της OLAF πριν από την ψηφοφορία σχετικά με την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της αρχής της χρηστής διοίκησης και του καθήκοντος αρωγής. Κατά συνέπεια, η μη διεξαγωγή έρευνας που να είναι αυτοτελής έναντι της έρευνας της OLAF δεν είναι παράνομη. Όσον αφορά τον ισχυρισμό που διατυπώνει η ενάγουσα με το υπόμνημα απάντησης, ότι δηλαδή ο παράνομος χαρακτήρας οφείλεται στο γεγονός ότι η έρευνα της OLAF ενείχε πλημμέλεια λόγω του κατά την άποψή της παράνομου χαρακτήρα της προκαταρκτικής έρευνας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της οποίας αποτελούσε τη συνέχεια, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι η εν λόγω προκαταρκτική έρευνα δεν ήταν παράνομη από καμία άποψη (βλ. παραπάνω τις σκέψεις 29 έως 31).

41      Στο ίδιο πλαίσιο, όσον αφορά τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανακοίνωσε στα μέλη του οργάνου αυτού ένα περικεκομμένο κείμενο της τελικής έκθεσης της OLAF, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το γεγονός αυτό της προξένησε ηθική βλάβη ανεξάρτητα από το ότι η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε τελικά ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. παραπάνω τη σκέψη 8). Η ενάγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι λόγω των περικοπών που επέβαλε ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απεκρύβη το γεγονός ότι η μαρτυρία ενός πρώην μέλους του προσωπικού του γραφείου της δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, όσον αφορά την εξόφληση των ποσών που η ενάγουσα φερόταν να έχει δανειστεί από μέλη του προσωπικού της. Από την επιστολή όμως που απέστειλε στην ενάγουσα ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2004 και με την οποία την ενημέρωσε για την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου να διεξαχθεί ακρόασή της πριν αποφασιστεί αν θα παραπεμφθεί στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ προκύπτει ότι τα περικοπέντα τμήματα της έκθεσης αφορούν είτε ορισμένες κατηγορίες που κρίθηκαν αβάσιμες από την OLAF είτε ορισμένες πτυχές της έρευνας που δεν αφορούσαν τα ποσά που η ενάγουσα είχε δανειστεί από μέλη του προσωπικού της ή τις ημέρες άδειας του προϊσταμένου του γραφείου της, δηλαδή τις μόνες κατηγορίες που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ενόψει της παραπομπής αυτής, είτε, για λόγους προστασίας του απορρήτου, τα ονόματα ορισμένων μαρτύρων. Η εξέταση του πλήρους και του περικοπέντος κειμένου της τελικής έκθεσης της OLAF επιβεβαιώνει την παραπάνω περιγραφή των παραλειφθέντων τμημάτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου απέκτησαν τελικά πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της έκθεσης της OLAF πριν από τη συνάντηση της 4ης Μαΐου 2004 (βλ. παραπάνω τη σκέψη 8), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περικοπές κατά των οποίων βάλλει η αγωγή δημιούργησαν συγκεκριμένα την εντύπωση ότι τα ποσά που η ενάγουσα είχε δανειστεί από μέλη του προσωπικού του γραφείου της είχαν εξοφληθεί. Επομένως, πέρα από το γεγονός ότι η ύπαρξη αντιφατικών μαρτυριών δεν καθιστά αυτόματα αναξιόπιστους τους μάρτυρες και ότι δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η ενάγουσα ζήτησε και έλαβε τα εν λόγω δάνεια, η ενάγουσα δεν εξηγεί για ποιο λόγο οι επίμαχες περικοπές του κειμένου τής προξενούν ηθική βλάβη ούτε προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα αυτό, οπότε οι ισχυρισμοί της πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν. Για τους λόγους που παρατέθηκαν παραπάνω στις σκέψεις 35 και 38, το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι οι εν λόγω περικοπές είχαν επίσης ως αποτέλεσμα την απόκρυψη των κενών του συστήματος καταχώρισης και παρακολούθησης των αδειών. Οι ισχυρισμοί της ενάγουσας πρέπει συνεπώς να απορριφθούν χωρίς να παρίσταται ανάγκη απόφανσης επί της ένστασης απαραδέκτου λόγω παραγραφής και λόγω της φύσης της επίμαχης απόφασης, την οποία πρόβαλε το Ελεγκτικό Συνέδριο.

42      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν υπάρχει λόγος να διαταχθεί το μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας το οποίο ζήτησε η ενάγουσα (βλ. παραπάνω τη σκέψη 39).

43      Κατά την ενάγουσα, το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέλειψε επίσης να εκδώσει επίσημη απόφαση που να την απαλλάσσει από κάθε κατηγορία κατόπιν της δικαστικής απόφασης της 2ας Οκτωβρίου 2008, καθόσον δεν είχε αποδειχθεί καμία συμπεριφορά που να δικαιολογεί την παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Αντίθετα, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου περιέλαβε στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004, παραβιάζοντας την αρχή της αμεροληψίας και το καθήκον αρωγής, ένα περιττό προσβλητικό σχόλιο σχετικά με την άποψη που εξέφρασε η πλειοψηφία των μελών του εν λόγω οργάνου (βλ. παραπάνω το σημείο 8).

44      Πρέπει να τονιστεί ότι η παράλειψη που καταλογίζει η ενάγουσα στο Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είναι παράνομη.

45      Συναφώς επισημαίνεται, πρώτον, ότι η απαλλαγή της ενάγουσας στηρίχθηκε, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, στις αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν κατόπιν ορισμένων εξηγήσεων που έδωσε ο προϊστάμενος του γραφείου της κατά την ακροαματική διαδικασία. Ανεξάρτητα από το αν οι αμφιβολίες που επισήμανε το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου ήταν εύλογες ή όχι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτός ο λόγος απαλλαγής δεν σημαίνει ότι οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί κατά της ενάγουσας ήταν τελείως αστήρικτες, αλλά σημαίνει, όπως εξέθεσε το εν λόγω λουξεμβουργιανό δικαστήριο, ότι οι κατηγορίες αυτές δεν είχαν αποδειχθεί «πέραν και της παραμικρής αμφιβολίας».

46      Δεύτερον, όπως άλλωστε ισχυρίζεται το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση των κατηγοριών έχουν αφενός οι εθνικές δικαστικές αρχές στο πεδίο του ποινικού δικαίου και αφετέρου το Δικαστήριο στο πειθαρχικό πεδίο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είχε συνεπώς καμία αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτών.

47      Τρίτον, από το γεγονός ότι η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει της παραπάνω διάταξης δεν συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι τα γεγονότα που καταλογίζονται στην ενάγουσα είναι τελείως αστήρικτα. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 6 του εσωτερικού κανονισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε στις 31 Ιανουαρίου 2002, η απόφαση για την εν λόγω παραπομπή λαμβάνεται με ομοφωνία. Συνεπώς, η μη παραπομπή σημαίνει μεν ότι δεν επιτεύχθηκε ομοφωνία, αλλά δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση άποψης του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλώς γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του θεσμικού αυτού οργάνου έκρινε ότι η συμπεριφορά της ήταν απαράδεκτη και κατέστησε έτσι σαφές ότι η μη παραπομπή στο Δικαστήριο δεν έπρεπε να ερμηνευθεί ως αμφισβήτηση του υποστατού των περιστατικών που αφορούσαν οι κατηγορίες, πράγμα που άλλωστε δεν θα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.

48      Τέλος, κατά την ενάγουσα, το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε και οφείλει, βάσει του καθήκοντος αρωγής που έχει, να προβεί σε δημοσιεύσεις στον Τύπο και σε γνωστοποιήσεις στα κοινοτικά όργανα σχετικά με την απαλλαγή της ενάγουσας, δεδομένου μάλιστα ότι οι επίμαχες διαδικασίες κινήθηκαν λόγω διαρροής πληροφοριών για την οποία ευθύνεται το όργανο αυτό. Στις 2 Ιουλίου 2009 όμως το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέδωσε απόφαση με την οποία αρνήθηκε ρητά να αποκαταστήσει την τιμή της ενάγουσας και η οποία αποτελεί συνέχεια της παράνομης συμπεριφοράς του, η οποία, κατά την ενάγουσα, της προξένησε τη βλάβη.

49      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέλειψε να προβεί σε δημοσίευση της απαλλαγής της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για τους λόγους που παρατέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 45 και 46, καμία τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να συναχθεί από το καθήκον αρωγής.

50      Όσον αφορά το παρεμπίπτον ζήτημα που έθεσε το Ελεγκτικό Συνέδριο με την επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 2011, με την οποία ζήτησε να μην περιληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης ορισμένα από τα συνημμένα στην επιστολή της ενάγουσας της 26ης Ιουλίου 2011 έγγραφα (βλ. παραπάνω τη σκέψη 14), το αίτημα αυτό έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου. Πράγματι, αφού η αγωγή πρέπει να απορριφθεί για λόγους που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της αλληλογραφίας μεταξύ των διαδίκων, δεν χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί του εν λόγω αιτήματος.

51      Όσον αφορά το αίτημα που υπέβαλε η ενάγουσα με την επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2011, με την οποία ζήτησε να διαγραφεί μια φράση από την επιστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 21ης Οκτωβρίου 2011, συνάγεται από την επιστολή του εν λόγω θεσμικού οργάνου της 12ης Ιανουαρίου 2012 ότι το όργανο αυτό δεν εμμένει στη φράση αυτή, η οποία συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί ανακληθείσα από τον συντάκτη.

52      Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει την Καλλιόπη Νικολάου στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Φεβρουαρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.