Language of document : ECLI:EU:T:2013:130

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2013 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά της μπανάνας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Έννοια του όρου “εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού” – Σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών – Υποχρέωση αιτιολογήσεως Δικαιώματα άμυνας – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Σοβαρότητα της παραβάσεως»

Στην υπόθεση T‑588/08,

Dole Food Company, Inc., με έδρα το Westlake Village, Καλιφόρνια (ΗΠΑ),

Dole Germany OHG, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τον J.-F. Bellis, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους X. Lewis και M. Kellerbauer, στη συνέχεια, από τους Kellerbauer και P. Van Nuffel,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 5955 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/39188 − Μπανάνες)

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια) και H. Kanninen, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Dole Food Company, Inc. (στο εξής: Dole), είναι αμερικανική εταιρία παραγωγής νωπών φρούτων και λαχανικών, καθώς και προσυσκευασμένων και κατεψυγμένων φρούτων. Η Dole Germany OHG είναι θυγατρική της Dole (στο εξής, από κοινού: προσφεύγουσες), εδρεύουσα στο Αμβούργο (Γερμανία), η οποία είχε παλαιότερα την επωνυμία Dole Fresh Fruit Ευρώπη OHG (στο εξής: DFFE).

2        Στις 8 Απριλίου 2005 η Chiquita Brands International Inc. (στο εξής: Chiquita) υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας)

3        Στις 3 Μαΐου 2005, μετά την εκ μέρους της Chiquita υποβολή νέων δηλώσεων και την προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της χορήγησε μερική απαλλαγή από το πρόστιμο, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 8, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

4        Στις 2 και 3 Ιουνίου 2003 η Επιτροπή διενήργησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ελέγχους στις εγκαταστάσεις διαφόρων επιχειρήσεων και απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, εν συνεχεία δε, στις 20 Ιουλίου 2007, απεύθυνε στις Chiquita, Chiquita International Ltd, Chiquita International Services Group NV, Chiquita Banana Company BV, Dole Food Company, Inc (στο εξής: Dole) και Dole Fresh Fruit Ευρώπη OHG, Del Monte, DMFPI, Del Monte (Germany), Del Monte (Holland), Fyffes plc (στο εξής: Fyffes), Fyffes International, Fyffes Group Limited, Fyffes BV, FSL Holdings NV, Firma Leon Van Parys NV (στο εξής: Van Parys) και Weichert ανακοίνωση αιτιάσεων.

5        Στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στη σκέψη 4 ανωτέρω δόθηκε αντίγραφο του φακέλου έρευνας της Επιτροπής, υπό μορφή DVD, χωρίς τις ηχογραφήσεις και τις απομαγνητοφωνήσεις των προφορικών δηλώσεων της επιχειρήσεως που είχε υποβάλει την αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο, καθώς και τα σχετικά έγγραφα· δυνατότητα προσβάσεως σε αυτά δόθηκε εντός των γραφείων της Επιτροπής.

6        Κατόπιν ακροάσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία διεξήχθη από τις 4 έως τις 6 Φεβρουαρίου 2008, η Weichert υπέβαλε στην Επιτροπή, στις 28 Φεβρουαρίου 2008, έγγραφο με παρατηρήσεις και άλλα συνημμένα έγγραφα.

7        Στις 15 Οκτωβρίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2008) 5955 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/39188 − Μπανάνες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στις DFFE και Dole στις 21 και 22 Οκτωβρίου 2008.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

8        Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση μετείχαν, από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 (1 Δεκεμβρίου 2002 όσον αφορά την Chiquita), σε εναρμονισμένη πρακτική, η οποία συνίστατο στον συντονισμό των τιμών αναφοράς της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη, δηλαδή στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Δανία, στη Φιλανδία, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο, στις Κάτω Χώρες, καθώς και στη Σουηδία (αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η εισαγωγή μπανάνας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ρυθμιζόταν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), ο οποίος προέβλεπε σύστημα ποσοστώσεων για τις εισαγωγές και τους δασμούς. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ενώ οι ποσοστώσεις εισαγωγών για τις μπανάνες καθορίζονταν ετησίως και κατανέμονταν, με κάποια ελαστικότητα, ανά τρίμηνο εκάστου ημερολογιακού έτους, οι αποστολές μπανανών προς τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης και οι ποσότητες που διοχετεύονταν στις αγορές της περιοχής αυτής καθορίζονταν σε εβδομαδιαία βάση από τους παραγωγούς, τους εισαγωγείς και τους εμπόρους, οι οποίοι αποφάσιζαν για την παραγωγή, την αποστολή και τη διάθεση στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 36, 131, 135 και 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Οι μάρκες μπανάνας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες (ποιότητες): οι μπανάνες μάρκας Chiquita, πρώτης διαλογής, οι μπανάνες δευτέρου επιπέδου (Dole και Del Monte) και οι μπανάνες τρίτης διαλογής (οι μάρκες των οποίων ονομάζονται και «τρίτες»), στις οποίες καταλέγονται πολλές άλλες μάρκες μπανανών. Ο διαχωρισμός αυτός με βάση τις μάρκες αντικατοπτρίζεται στον καθορισμό της τιμής της μπανάνας (αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ο κλάδος της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη λειτουργούσε σε εβδομαδιαίους κύκλους. Η μεταφορά των μπανανών με πλοίο από τα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής προς την Ευρώπη διαρκούσε δύο περίπου εβδομάδες. Οι αφίξεις των φορτίων στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης ήταν κατά κανόνα εβδομαδιαίες βάσει τακτικού χρονοδιαγράμματος (αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Οι μπανάνες αποστέλλονταν και έφταναν στα λιμάνια πράσινες. Εν συνεχεία, παραδίδονταν στους αγοραστές είτε απευθείας (πράσινες μπανάνες) είτε μετά την υποβολή τους σε διαδικασία ωριμάνσεως, περίπου μια εβδομάδα αργότερα (κίτρινες μπανάνες). Η ωρίμανση διενεργούνταν είτε από τον εισαγωγέα, από τον ίδιο ή για λογαριασμό του, είτε από τον αγοραστή. Οι πελάτες των εισαγωγέων ήταν κατά κανόνα είτε οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως είτε οι αλυσίδες καταστημάτων λιανικής (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Κάθε εβδομάδα, και συγκεκριμένα το πρωί της Πέμπτης, οι Chiquita, Dole και Weichert καθόριζαν εκάστη τη δική της τιμή αναφοράς για τις μπανάνες που πωλούσαν, την οποία ανακοίνωναν στους πελάτες τους. Ο όρος «τιμή αναφοράς» αντιστοιχεί εν γένει στην τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες, η δε τιμή αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες αντιστοιχούσε στην τιμή της πράσινης μπανάνας πλέον τα έξοδα ωριμάνσεως (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Οι τιμές της μπανάνας για τις επιχειρήσεις λιανικής και τους διανομείς (οι λεγόμενες «πραγματικές τιμές» ή «τιμές συναλλαγής») καθορίζονταν είτε κατόπιν διαπραγματεύσεων σε εβδομαδιαία βάση, εν προκειμένω το απόγευμα της Πέμπτης και την Παρασκευή (ή, το αργότερο, κατά την τρέχουσα εβδομάδα ή στις αρχές της επόμενης), είτε με συμβάσεις προμήθειας, βάσει προσυμφωνημένων μαθηματικών τύπων καθορισμού τιμών, οι οποίες είτε όριζαν συγκεκριμένη τιμή είτε συνέδεαν την τιμή με την τιμή αναφοράς του πωλητή ή ενός ανταγωνιστή ή με κάποια άλλη τιμή αναφοράς, όπως η «τιμή Aldi». Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η αλυσίδα λιανικής Aldi λάμβανε κάθε Πέμπτη, μεταξύ 11:00 και 11:30, τις προσφορές των προμηθευτών της και εν συνεχεία διατύπωνε την αντιπρότασή της, η δε «τιμή Aldi», αυτή που καταβαλλόταν στους προμηθευτές, καθοριζόταν συνήθως κατά τις 14:00. Από το δεύτερο εξάμηνο του 2002 η «τιμή Aldi» άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως δείκτης για τον υπολογισμό της τιμής της μπανάνας για ορισμένες άλλες συναλλαγές, όπως αυτές με αντικείμενο τις μπανάνες γνωστής μάρκας (αιτιολογικές σκέψεις 34 και 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβαιναν σε διμερείς επαφές, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, κατά τις οποίες συζητούσαν τις παραμέτρους καθορισμού της τιμής της μπανάνας, δηλαδή τις παραμέτρους που σχετίζονταν με την τιμή αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα, ή συζητούσαν ή αποκάλυπταν τις τάσεις των τιμών ή παρείχαν στοιχεία σχετικά με τις τιμές αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα. Οι επαφές αυτές πραγματοποιούνταν προτού οι εμπλεκόμενοι καθορίσουν τις δικές τους τιμές αναφοράς, συνήθως τις Τετάρτες, και είχαν όλες ως αντικείμενο τις μελλοντικές τιμές αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 51 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Συγκεκριμένα, η Dole πραγματοποιούσε διμερείς επαφές τόσο με την Chiquita όσο και με τη Weichert. Η Chiquita γνώριζε ή, τουλάχιστον, ανέμενε ότι διεξάγονται τέτοιες επαφές μεταξύ της Dole και της Weichert (αιτιολογική σκέψη 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Οι διμερείς αυτές επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών αποσκοπούσαν στον περιορισμό της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τη συμπεριφορά των λοιπών επιχειρήσεων, ενόψει του καθορισμού των τιμών αναφοράς το πρωί της Πέμπτης (αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μετά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς την Πέμπτη το πρωί, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις γνωστοποιούσαν σε διμερές επίπεδο τις τιμές αναφοράς. Με αυτή την εκ των υστέρων ανταλλαγή τέτοιων στοιχείων ήταν σε θέση να ελέγχουν τη λήψη των αποφάσεων καθορισμού των τιμών, ενισχύοντας τη συνεργασία τους (αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 208, 227, 247, 273 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Κατά την Επιτροπή, οι τιμές αναφοράς χρησίμευαν τουλάχιστον ως δείκτες, τάσεις και/ή ενδείξεις για την αγορά, σχετικά με την εξέλιξη της τιμής της μπανάνας και ήταν σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών. Περαιτέρω, σε ορισμένες συναλλαγές, η τιμή συνδεόταν ευθέως με την τιμή αναφοράς, διά της εφαρμογής μαθηματικών τύπων οι οποίοι στηρίζονταν στις τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Η Επιτροπή φρονεί ότι, κατά τον καθορισμό της εμπορικής πολιτικής τους, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες μετείχαν στη συνεννόηση και συνέχισαν να δραστηριοποιούνται στο εμπόριο μπανάνας, έπρεπε οπωσδήποτε να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που προέρχονταν από τους ανταγωνιστές τους, όπως ρητώς παραδέχθηκαν οι Chiquita και Dole (αιτιολογικές σκέψεις 228 και 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Η Επιτροπή καταλήγει ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, μεταξύ των Dole και Chiquita και μεταξύ των Dole και Weichert, μπορούσαν να επηρεάσουν τις οριζόμενες από τις επιχειρήσεις τιμές και σχετίζονταν με τον καθορισμό των τιμών, πράγμα που συνιστά εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 54 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Η Επιτροπή εκτιμά ότι όλες οι περιγραφόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Στις Chiquita και Dole καταλογίστηκε ευθύνη για την ενιαία και διαρκή παράβαση συνολικά, ενώ στη Weichert καταλογίστηκε ευθύνη μόνο για το μέρος της παραβάσεως στο οποίο μετείχε, δηλαδή για τις συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας με την Dole (αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Δεδομένου ότι στην αγορά της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη διακινούνται μεγάλες ποσότητες μεταξύ των κρατών μελών και ότι οι συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας κάλυπταν σημαντικό μέρος της Κοινότητας, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι εν λόγω συμφωνίες είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 333 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως)

24      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν δικαιολογείται καμία απαλλαγή, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις δεν γνωστοποίησαν τυχόν συμφωνίες ή πρακτικές, πράγμα που, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως, ούτε προσκόμισαν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως απαλλαγής (αιτιολογικές σκέψεις 339 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι εξαιρέσεις από την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ προβλέπονται στο άρθρο 2 του κανονισμού 26 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 35), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και όριζε ότι το άρθρο 81 ΕΚ εφαρμόζεται σε όλες τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές σχετικά με την παραγωγή ή την εμπορία προϊόντων, περιλαμβανομένων των φρούτων. Θεωρώντας ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των εξαιρέσεων αυτών, η Επιτροπή καταλήγει ότι η περιγραφόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εναρμονισμένη πρακτική δεν εξαιρείται από την εφαρμογή του άρθρου 81, βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 26 (αιτιολογικές σκέψεις 344 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) και της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

27      Η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσού του προστίμου σε ύψος που αντιστοιχεί έως το 30 % των αντίστοιχων πωλήσεων της οικείας επιχειρήσεως, σε συνάρτηση με τον βαθμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, πολλαπλασιασμένο επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση, και το προσαύξησε κατά 15 % έως 25 % της αξίας των πωλήσεων προκειμένου να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από την εμπλοκή σε παράνομες συμπεριφορές (αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Βάσει των υπολογισμών αυτών, το βασικό ποσό του προστίμου ορίστηκε σε:

–        208 000 000 ευρώ για την Chiquita,

–        114 000 000 ευρώ για την Dole,

–        49 000 000 ευρώ για την Del Monte και τη Weichert.

29      Το βασικό ποσό του προστίμου μειώθηκε κατά 60 % για όλους τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω της ιδιαίτερης ρυθμίσεως που ισχύει στον κλάδο της μπανάνας και του γεγονότος ότι η συνεννόηση αφορούσε τις τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το επιβληθέν στη Weichert πρόστιμο μειώθηκε κατά 10 %, διότι αυτή δεν είχε ενημερωθεί για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Dole και Chiquita (αιτιολογική σκέψη 476 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Μετά την προσαρμογή αυτή, τα πρόστιμα καθορίστηκαν ως εξής:

–        83 200 000 ευρώ για την Chiquita,

–        45 600 000 ευρώ για την Dole,

–        14 700 000 ευρώ για τις Del Monte και Weichert.

31      Η Chiquita απαλλάχθηκε από το πρόστιμο, βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (αιτιολογικές σκέψεις 483 έως 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για τις Dole, Del Monte και Weichert δεν υπήρξε καμία προσαρμογή, οπότε το τελικό ποσό του προστίμου ταυτίζεται με το προαναφερθέν στη σκέψη 33 βασικό ποσό.

32      Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εξής διατάξεις:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 [ΕΚ], συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική μέσω της οποίας συντόνισαν τις τιμές αναφοράς για τις μπανάνες:

–        [Chiquita] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        Chiquita International Ltd. από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        Chiquita International Services Group N.V. από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        Chiquita Banana Company B.V. από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        [Dole] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002,

–        Dole Fresh Fruit Ευρώπη OHG από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002,

–        [Weichert] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002,

–        [Del Monte] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002.

Η παράβαση κάλυψε τα ακόλουθα κράτη μέλη: Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Σουηδία.

Άρθρο 2

Για την παράβαση που περιγράφεται στο άρθρο 1 επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        [Chiquita], Chiquita International Ltd., Chiquita International Services Group N.V. και Chiquita Banana Company B.V., από κοινού και εις ολόκληρον, πρόστιμο ύψους 0 ευρώ,

–        [Dole] και Dole Fresh Fruit Ευρώπη OHG, από κοινού και εις ολόκληρον, πρόστιμο ύψους: 45 600 000 ευρώ,

–        [Weichert] και [Del Monte] από κοινού και εις ολόκληρον: 14 700 000 ευρώ.

[...]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 24 Δεκεμβρίου 2008 οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

34      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο της λήψεως των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα.

35      Στις 10 Νοεμβρίου 2011 η Επιτροπή κατέθεσε τα έγγραφα αυτά, τα οποία κοινοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες στις 18 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν καμία παρατήρηση, ούτε εγγράφως ούτε προφορικώς.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Ιανουαρίου 2012.

37      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν έγγραφο ζητώντας να περιληφθεί στη δικογραφία, αλλά η Επιτροπή δεν συναίνεσε.

38      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

I –  Επί του παραδεκτού του εγγράφου που προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

40      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι μπορούν προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους να προτείνουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα, διευκρινιζομένου, όμως, ότι πρέπει να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση αποδεικτικών μέσων.

41      Κατά τη νομολογία, η πρόταση αποδεικτικών μέσων μετά το υπόμνημα ανταπαντήσεως επιτρέπεται μόνον εάν ο προτείνων τα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούσε, πριν από την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να διαθέτει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή αν η εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του αντιδίκου δικαιολογεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας κατά τρόπο διασφαλίζοντα την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Απριλίου 2004, T‑172/01, M κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2004, σ. II‑1075, σκέψη 44, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C‑243/04 P, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑51/07, Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2825, σκέψη 57).

42      Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, προκειμένου περί εξαιρέσεως από τους κανόνες που διέπουν την πρόταση αποδεικτικών μέσων, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιβάλλει στους διαδίκους να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών τους μέσων. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι ο δικαστής έχει την εξουσία να ελέγχει το βάσιμο της αιτιολογίας της καθυστερημένης προτάσεως των αποδεικτικών μέσων και, αναλόγως της περιπτώσεως, το περιεχόμενο της εν λόγω προτάσεως αυτής, καθώς και, σε περίπτωση κατά την οποία το αίτημα δεν κρίνεται επαρκώς βάσιμο από νομικής απόψεως, την εξουσία να μην τη λαμβάνει υπόψη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις προτάσεις αποδεικτικών μέσων μετά την υποβολή του υπομνήματος ανταπαντήσεως (απόφαση Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 33).

43      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες ζήτησαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να προστεθεί στη δικογραφία έγγραφο με δηλώσεις της Chiquita σχετικά με τον εφοδιασμό της Aldi από την Atlanta, επιχείρηση ωριμάνσεως και διανομής, και τις συνθήκες, χρονολογικές και άλλες, υπό τις οποίες η εν λόγω επιχείρηση λιανικής ανακοίνωνε την προσφορά της στην αγορά της μπανάνας.

44      Αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η Chiquita προέβη στις δηλώσεις αυτές κατά τη διοικητική διαδικασία και περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας της Επιτροπής.

45      Αφετέρου, οι προσφεύγουσες απλώς προέβαλαν ότι το έγγραφο αυτό είναι απαραίτητο, ως απάντηση στο σημείο 49 του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, σχετικά με το ζήτημα του διαχωρισμού των μπανανών σε πράσινες και κίτρινες.

46      Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι στο συγκεκριμένο σημείο του υπομνήματος ανταπαντήσεως η Επιτροπή απλώς επαναλαμβάνει αυτά που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αναφορά του εισαγωγέα σε «κίτρινη» ή «πράσινη» τιμή εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει την πώληση μπανανών και επισημαίνει τις δηλώσεις των προσφευγουσών, οι οποίες περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, σχετικά με το γεγονός ότι η «τιμή Aldi», για τις κίτρινες μπανάνες, αποτελεί πολύ σημαντική παράμετρο για τις πωλήσεις πράσινων μπανανών.

47      Επομένως, το προτεινόμενο από τις προσφεύγουσες αποδεικτικό στοιχείο δεν αφορά νέο ζήτημα, αλλά ζήτημα που είχε τεθεί από την αρχή της διαφοράς, από τις προσφεύγουσες, περί απαραίτητου διαχωρισμού μεταξύ πράσινων και κίτρινων μπανανών και για την επιρροή της «προσφοράς Aldi» στις τιμές συναλλαγής.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, το έγγραφο που οι προσφεύγουσες προσκόμισαν εκπρόθεσμα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κρίνεται απαράδεκτο.

II –  Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

49      Οι προσφεύγουσες προέβαλαν ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, υποστηρίζοντας ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπάρχει εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού.

50      Από τα δικόγραφα των προσφευγουσών προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του λόγου αυτού, αυτές προβάλλουν, αφενός, παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ και, αφετέρου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

 Α – Επί της παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ

1.     Επί της δυνατότητας χαρακτηρισμού της ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων ως εναρμονισμένης πρακτικής με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού

51      Πρώτον, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η επίμαχη συμπεριφορά συνίστατο απλώς σε ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων, η οποία δεν αποτελούσε μέρος ευρύτερης συμπράξεως και, συνεπώς, δεν συνιστούσε εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού. Υποστηρίζουν ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων μπορεί να μειώσει την αβεβαιότητα στην αγορά, σχετικά με τις μελλοντικές πολιτικές καθορισμού των τιμών, δεν δικαιολογεί επαρκώς τον χαρακτηρισμό της ως εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού.

52      Προβάλλουν ότι η Επιτροπή επικαλείται, εσφαλμένως, διάφορες υποθέσεις, οι οποίες αφορούσαν ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων στο πλαίσιο ευρύτερων συμπράξεων, παρά το γεγονός ότι δεν υποστηρίζει, όπως προκύπτει από διάφορα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εμπλεκόμενες στην υπό κρίση υπόθεση επιχειρήσεις μετείχαν σε συμφωνία ή σε εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον καθορισμό των πραγματικών τιμών, ή σε συμφωνία σχετικά με τις τιμές αναφοράς ή, έστω, σε συμφωνία ή σε εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον καθορισμό συγκεκριμένων ποσοστών αυξήσεως ή μειώσεως των τιμών αυτών.

53      Πρώτον, όσον αφορά την παράβαση για την οποία γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως σαφώς προκύπτει από το γράμμα αυτής, η Επιτροπή προσάπτει στις προσφεύγουσες ότι συντόνιζαν τις τιμές αναφοράς των μπανανών μέσω διμερών επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, διαπιστώνοντας εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και, συνεπώς, τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 1, 54, 261, 263 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως), διαπίστωση η οποία είναι συμβατή με το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε ότι, εν προκειμένω, υφίσταται συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον καθορισμό των πραγματικών τιμών ή συμφωνία σχετικά με τις τιμές αναφοράς ή, έστω, συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον καθορισμό συγκεκριμένων ποσοστών αυξήσεως ή μειώσεως των τιμών αυτών.

54      Επομένως, η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων συνιστά, κατά την Επιτροπή, σύμπραξη, η οποία χαρακτηρίστηκε, από νομικής απόψεως, ως εναρμονισμένη πρακτική.

55      Συναφώς, οι έννοιες «συμφωνία», «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» και «εναρμονισμένη πρακτική» καταλαμβάνουν, από υποκειμενική άποψη, μορφές συμπαιγνίας που μοιράζονται την ίδια φύση και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 131).

56      Όσον αφορά τον ορισμό της εναρμονισμένης πρακτικής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτή αποτελεί μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς να φτάνουν έως τη σύναψη κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστούν ενσυνείδητα τους εκ του ανταγωνισμού κινδύνους με μεταξύ τους συνεργασία στην πράξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 26, της 31ης Μαρτίου 1993, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψη 63, και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 26).

57      Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής καλύπτει, πέραν της συνεννοήσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά, διαμορφωμένη βάσει της συνεννοήσεως αυτής και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων. Συναφώς, τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη σύμπραξη και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η συνεννόηση είναι πραγματοποιείται ανά τακτά διαστήματα και επί μακρόν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 161 έως 163, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 51).

58      Εν προκειμένω, είναι αλυσιτελής για τις προσφεύγουσες η επίκληση χωρίων της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με διαφοροποίηση των διαφόρων περιπτώσεων εναρμονισμένων πρακτικών, προς στήριξη της θέσεώς τους ότι με την εν λόγω απόφαση δεν διατυπώνεται αιτίαση σχετικά με καθορισμό των τιμών.

59      Δεύτερον, τονίζεται ότι είναι εντελώς αβάσιμο το επιχείρημα κατά το οποίο η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων μπορεί να συνιστά εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού μόνον εάν αποτελεί «μέρος ευρύτερων συμφωνιών στο πλαίσιο συμπαιγνίας, όπως οι συμπράξεις με αντικείμενο τον καθορισμό των πραγματικών τιμών ή των μεριδίων αγοράς των μεριδίων αγοράς».

60      Όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ ανταγωνιστών, υπενθυμίζεται ότι τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας, τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εναρμονισμένης πρακτικής, πρέπει να νοούνται υπό το φως της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία αντίληψη κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 173, της 14ης Ιουλίου 1981, 172/80, Züchner, Συλλογή 1981, σ. 2021, σκέψη 13, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 63, της 28ης Μαΐου 1998, C‑7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3111, σκέψη 86, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 32).

61      Η εν λόγω απαιτούμενη αυτοτέλεια δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενομένη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, πλην όμως, απαγορεύει αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που προτίθενται να ακολουθήσουν έναντι αυτού, οσάκις οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίδικης αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της συγκεκριμένης αγοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 174, Züchner, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 14, Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 87, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 33).

62      Κατά συνέπεια, η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται στους κανόνες περί ανταγωνισμού, εφόσον μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς με αποτέλεσμα περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 90, της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 81, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 35).

63      Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διμερείς επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών περιόριζαν την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές αποφάσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όσον αφορά τις τιμές αναφοράς, οι οποίες αποτελούσαν τις ανακοινώσιμες τιμές, προβαίνοντας επιπλέον στην ορθή επισήμανση ότι η συνεννόηση με αντικείμενο τις τιμές αυτές μπορεί επίσης να συνιστά εξ αντικειμένου παράβαση (αιτιολογική σκέψη 284 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

64      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη δυνατότητα χαρακτηρισμού μιας εναρμονισμένης πρακτικής ως αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, παρά το γεγονός ότι δεν συνδέεται ευθέως με τις τιμές καταναλωτή, τονίζεται ότι το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ αποκλείει την ερμηνεία ότι απαγορεύονται μόνον οι εναρμονισμένες πρακτικές που επηρεάζουν άμεσα τις τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής» (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψεις 36 και 37).

65      Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, με τον τρόπο αυτό, του ίδιου του ανταγωνισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της υπάρξεως άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψεις 38 και 39).

66      Ανεξαρτήτως των νομολογιακών αναφορών που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αν, υπό τις προκείμενες περιστάσεις, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ, αφενός, των Dole και Chiquita και, αφετέρου, των Dole και Weichert συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

67      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν εσφαλμένη τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων συνιστούν εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή παρέλειψε έτσι να εξετάσει, ως όφειλε, αν αυτές είχαν οποιαδήποτε επίπτωση στον ανταγωνισμό.

68      Όσον αφορά την οριοθέτηση μεταξύ των εναρμονισμένων πρακτικών που έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και εκείνων που έχουν αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες αυτούς, υπενθυμίζεται ότι το αντικείμενο και το αποτέλεσμα δεν αποτελούν σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά τη νομολογία, η οποία έχει παγιωθεί μετά την απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, 56/65, LTM (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 313, συγκεκριμένα σ. 321), ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋποθέσεως, η οποία εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει καταρχάς να εξεταστεί το αντικείμενο της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται. Αν από την εξέταση των ρητρών της συμφωνίας αυτής δεν προκύψει ότι είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της, προς επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύτηκε αισθητά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, Συλλογή 2008, σ. I‑8637, σκέψη 15, και απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 28).

69      Για να εκτιμηθεί αν μια εναρμονισμένη πρακτική απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της όταν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363, της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 125, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 16). Η διάκριση μεταξύ «παραβάσεων λόγω του αντικειμένου» της συμφωνίας και «παραβάσεων λόγω των αποτελεσμάτων» αυτής εξηγείται από το ότι ορισμένες μορφές συμπράξεως μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, ως θίγουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (απόφαση Beef Industry Development Society και Barry Brothers, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 17, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 29).

70      Για να είναι η εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρέπει να συνεπάγεται αρνητικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό. Πρέπει, δηλαδή, να είναι εκ των πραγμάτων ικανή, λαμβανομένου υπόψη του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται, να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς. Το αν και κατά πόσον όντως επέρχονται τέτοιες συνέπειες έχει σημασία μόνο για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων και την αποτίμηση των δικαιωμάτων αποζημιώσεως (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 31).

71      Εν προκειμένω, η Επιτροπή, εφόσον διαπίστωσε ότι από τις επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών προέκυψε εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού, δεν ήταν υποχρεωμένη, βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, να εξετάσει τις συνέπειες της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

72      Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, για να μην ακολουθήσει τη νομολογία κατά την οποία οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων δεν θεωρούνται εν γένει «αρκούντως βλαπτικές», ώστε να χαρακτηριστούν ως εξ αντικειμένου περιορισμοί του ανταγωνισμού, ακόμη και στις περιπτώσεις που όντως επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών, η Επιτροπή προέβη, με την αιτιολογική σκέψη 315 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε μια τεχνητή διάκριση μεταξύ επαφών με αντικείμενο τον «προκαθορισμό των τιμών» και των ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων «ex post», υποστηρίζοντας ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά τις πρώτες, οι οποίες θεωρούνται πιο σοβαρές. Η διάκριση αυτή δεν στηρίζεται σε καμία δικαστική απόφαση και έρχεται μάλιστα σε αντίθεση με τη νομολογία κατά την οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δομή της αγοράς, καθώς και τα χαρακτηριστικά των επαφών.

73      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό των προσφευγουσών στηρίζεται σε αποσπασματική ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς η αιτιολογική σκέψη 315 πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της όλης αναλύσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με την εν λόγω απόφαση.

74      Σημειωτέον, συναφώς, ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί τον γενικό όρο «επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών», προσδιορίζοντας την εναρμονισμένη πρακτική που συνίσταται στον συντονισμό των τιμών αναφοράς, με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, κατόπιν της αναλύσεως που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 259 έως 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 51, 148 και 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών ορίζονται ως επαφές κατά τις οποίες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συζητούσαν τις παραμέτρους διαμορφώσεως των τιμών της μπανάνας, δηλαδή τις παραμέτρους σχετικά με την τιμή αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα, συζητούσαν ή ενημέρωναν για τις τάσεις των τιμών ή παρείχαν ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα. Οι επαφές αυτές πραγματοποιούνταν πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς από τους εμπλεκομένους και είχαν όλες ως αντικείμενο τις μελλοντικές τιμές αναφοράς.

75      Η Επιτροπή κάνει επίσης λόγο για «αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς», προβαίνοντας στην εξής διευκρίνιση με την αιτιολογική σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«[…] Μετά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς το πρωί της Πέμπτης, οι εμπλεκόμενοι γνωστοποιούσαν σε διμερές επίπεδο τις τιμές αναφοράς ή χρησιμοποιούσαν μηχανισμό διά του οποίου αντάλλασσαν σε διμερές επίπεδο πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις καθορισμένες τιμές αναφοράς […]».

76      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 51, 198, 227, 248, 250 και 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, η αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς αποτελούσε ένα από τα στοιχεία των συνεννοήσεων των επιχειρήσεων στο πλαίσιο συμπαιγνίας, διότι χρησίμευαν για τον έλεγχο των αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, αποφάσεων οι οποίες είχαν ληφθεί βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχαν ανταλλαγεί κατά τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, οπότε δεν συνιστούν χωριστή παράβαση, αλλά μηχανισμό ελέγχου του αποτελέσματος, με τον ίδιο σκοπό.

77      Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 315 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με αυτή δίδεται απλώς και μόνον απάντηση σε επιχείρημα των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται η ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών συνίσταντο απλώς ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων και παραβιάζουν το άρθρο 81 ΕΚ μόνον εάν διαπιστωθεί ότι έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη την οποία επικαλούνται οι επιχειρήσεις αυτές και επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 92/157/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.370 και 31.446 – UK Agricultural Tractor Registration Exchange) (ΕΕ L 68, σ. 19), με την οποία θεωρήθηκε ότι ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχειοθετεί παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, λόγω των επιπτώσεών του στον ανταγωνισμό.

78      Η Επιτροπή αρκείται στην επισήμανση ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών δεν αποτελούσαν ex-post ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων, δεν αφορούσαν, δηλαδή, ήδη πραγματοποιηθείσες συναλλαγές όπως στην υπόθεση UK Agricultural Tractor Registration Exchange, πλην όμως συνεπάγονταν τη γνωστοποίηση της πολιτικής που οι ανταγωνιστές σκόπευαν να ακολουθήσουν κατά τον καθορισμό των μελλοντικών τιμών αναφοράς.

79      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν προβαίνει σε σύγκριση ούτε σε κατηγοριοποίηση των μορφών ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων με κριτήριο τις επιπτώσεις τους στον ανταγωνισμό, ανάλογα με το αν έχουν πραγματοποιηθεί πριν ή μετά τον καθορισμό των τιμών συναλλαγής, ούτε θεωρεί ότι οι πρώτες είναι σοβαρότερες και συνεπάγονται οπωσδήποτε εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού.

80      Η μόνη διάκριση που χρησιμοποιεί η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 315 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αυτή που γίνεται δεκτή από τη νομολογία, μεταξύ συμπράξεων με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού και συμπράξεων με επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

81      Αναφερόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι αντικείμενο της εναρμονισμένης πρακτικής στην οποία μετείχε η Dole είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και ότι, «ως εκ τούτου, δεν είναι απαραίτητη η ανάλυση της δομής της αγοράς» ή «των χαρακτηριστικών των επαφών ή των ανταλλασσόμενων πληροφοριακών στοιχείων βάσει των κριτηρίων που καθορίστηκαν με την απόφαση επί της υποθέσεως UK Agricultural Tractor Registration Exchange».

82      Η αναφορά αυτή δεν αποδεικνύει, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε εν προκειμένω υπόψη της τις επιταγές της νομολογίας σχετικά με την εκτίμηση της συμβατότητας των ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ ανταγωνιστών με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αποσκοπεί μόνον στην απαραίτητη διάκριση της υπό κρίση περιπτώσεως από την περίπτωση κατά την οποία η διαπίστωση της παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ απέρρεε από τη συνεκτίμηση των επιπτώσεων ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων στον ανταγωνισμό.

83      Η παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες η Επιτροπή υπενθυμίζει τα χαρακτηριστικά του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και τη συνεκτίμηση του πλαισίου του συστήματος αυτού, αρκεί για την αντίκρουση της ερμηνείας που προτείνουν οι προσφεύγουσες.

84      Σε κάθε περίπτωση, όπως εκτίθεται στη συνέχεια, η Επιτροπή αξιολόγησε την επίμαχη πρακτική, λαμβάνοντας υπόψη της το περιεχόμενο, τη συχνότητα και τη διάρκεια των διμερών επαφών και του νομικού και οικονομικού πλαισίου των συζητήσεων αυτών.

85      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα των προσφευγουσών που παρατίθεται στη σκέψη 72 ανωτέρω είναι απορριπτέο.

2.     Επί της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού

 Επί της αναξιοπιστίας της Chiquita

86      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής, ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων συνιστά εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, και επομένως εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού, ουσιαστικά στηρίζεται αποκλειστικά στην εκ μέρους της Chiquita περιγραφή της συμπεριφοράς αυτής κατά τη διοικητική διαδικασία, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω επιχείρηση είναι εντελώς αναξιόπιστη.

87      Επισημαίνουν, συναφώς, το συμφέρον που είχε η Chiquita από τον χαρακτηρισμό της επίμαχης συμπεριφοράς ως παραβάσεως, την ιδιαίτερης σημασίας εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας και την ύπαρξη προδήλων αντιφάσεων.

88      Σημειωτέον, καταρχάς, ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, η οποία αποσκοπεί στην εν γένει αμφισβήτηση του κύρους της μαρτυρίας της Chiquita, στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, υπό την έννοια ότι οι δηλώσεις της Chiquita αποτελούν ένα μόνο από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προς στήριξη των διαπιστώσεών της, σε συνδυασμό με δηλώσεις της Dole και της Weichert και τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, όπως η καταγραφή τηλεφωνικών κλήσεων και ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία εξετάστηκαν κατά τρόπον ώστε να προκύψουν τόσο τα στοιχεία που διαψεύδουν όσο και τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής.

89      Η ιδιαιτερότητα της επίμαχης πρακτικής, δηλαδή το γεγονός ότι οι διμερείς επαφές ήταν προφορικές και οι εμπλεκόμενοι ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν υπήρχαν ούτε σημειώσεις ούτε πρακτικά από τις επαφές αυτές, δικαιολογεί, πάντως, τη σημασία των δηλώσεων των επιχειρήσεων κατά τη διοικητική διαδικασία.

90      Πρώτον, όσον αφορά το συμφέρον που είχε η Chiquita από τον χαρακτηρισμό της επίμαχης συμπεριφοράς ως παραβάσεως, οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι η υποβολή, από την επιχείρηση αυτή, στις 8 Απριλίου 2005, αιτήσεως απαλλαγής από το πρόστιμο, βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, σχετίζεται με την ανακοινωθείσα, έξι εβδομάδες νωρίτερα, εξαγορά του κλάδου «Fresh Express» του Performance Food Group. Κατά τις προσφεύγουσες, η Chiquita δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την εξαγορά του κλάδου «Fresh Express», ο οποίος είχε μεγάλη στρατηγική σημασία γι’ αυτήν, χωρίς να διασκεδάσει τις ανησυχίες τις οποίες είχαν διατυπώσει οι τράπεζες που χρηματοδοτούσαν την εξαγορά μετά τη διενέργεια ελέγχου των δραστηριοτήτων της, για τον λόγο δε αυτό ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της εξαγοράς στις 28 Ιουνίου 2005, ήτοι μετά τη χορήγηση υπό όρους απαλλαγής από το πρόστιμο στις 3 Μαΐου 2005.

91      Επισημαίνεται ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών δεν είναι συμβατό με τη λογική που διέπει την προβλεπόμενη από την ανακοίνωση περί συνεργασίας διαδικασία. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ορισμένοι μετέχοντες ζήτησαν την εφαρμογή της ανακοινώσεως αυτής, προκειμένου να επιτύχουν μείωση του προστίμου, δεν σημαίνει ότι έχουν κίνητρο να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη. Πράγματι, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως όφελος από την ανακοίνωση περί συνεργασίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 70).

92      Ακόμη και αν τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, σχετικά με το κίνητρο της Chiquita να υποβάλει αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο, είναι ακριβή, δεν αρκούν ώστε να καταστήσουν τις δηλώσεις της επιχειρήσεως αυτής αναξιόπιστες. Η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος συνδεόμενου με την καταγγελία δεν αποκλείει την αξιοπιστία του καταγγέλλοντος.

93      Οι ανησυχίες των χρηματοδοτών της εξαγοράς στην οποία σκόπευε να προβεί η Chiquita και η μέριμνά τους να περιορίσουν κατά το δυνατόν τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο δανειστής αποτελούν μάλιστα συγκεκριμένη ένδειξη που ενισχύει την αποδεικτική ισχύ των δηλώσεων της Chiquita όσον αφορά την ύπαρξη συμπράξεως.

94      Περαιτέρω και κυρίως, είναι παραπλανητικό να παρουσιάζεται η ενέργεια της Chiquita της 8ης Απριλίου 2005 αποκλειστικά ως επωφελής, διότι δεν λαμβάνεται υπόψη ότι η εκ μέρους της παραδοχή της συμμετοχής σε σύμπραξη θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες. Συγκεκριμένα, η Chiquita μπορούσε μεν να ελπίζει ότι με την αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο θα αποφύγει την επιβολή κυρώσεων από την Επιτροπή, πλην όμως, λόγω της προαναφερθείσας παραδοχής και, κατόπιν, της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, ενδέχεται να ασκηθεί σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως αγωγή αποζημιώσεως από τρίτους, προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά, με δυσμενέστατες οικονομικές συνέπειες.

95      Η διαπίστωση αυτή αποδυναμώνει και τη θέση των προσφευγουσών ότι η Chiquita επιδίωκε να υποστούν οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις οικονομικό πλήγμα μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.

96      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες αναφέρονται στην εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας, προβάλλοντας ότι η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε την έλλειψη αξιοπιστίας της Chiquita, καθώς απέρριψε ουσιαστικά όλες τις δηλώσεις της εταιρίας αυτής ως αβάσιμες, περιλαμβανομένων των δηλώσεων περί συμμετοχής των Fyffes και Van Parys στη σύμπραξη, και υποχρεώθηκε να συγκαλέσει σύσκεψη με την Chiquita με αντικείμενο «την κατάσταση του φακέλου». Η Chiquita προσδιόρισε τις επίμαχες διμερείς επαφές και επισήμανε ότι ήταν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μετά τη σύσκεψη αυτή. 

97      Υπενθυμίζουν ότι στην αίτηση επιείκειας της Chiquita της 8ης Απριλίου 2005 αναφέρονται τα εξής:

«Η αίτηση αφορά τη διανομή και εμπορία μπανανών, ανανάδων και άλλων εισαγόμενων φρούτων. Οι μεγαλύτεροι προμηθευτές μπανανών στην Ευρώπη, περιλαμβανομένης της Ελβετίας και της Νορβηγίας, είναι οι [Chiquita], [Dole], Del Monte, [Fyffes], Ireland και Grupo Noboa SA Ecuador, [καλούμενη] στο εξής: Noboa.

Οι αντίθετες στο άρθρο 81 [ΕΚ] εναρμονισμένες πρακτικές των εισαγωγέων μπανανών χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (ή νωρίτερα) και διήρκεσαν έως τον Απρίλιο του 2005. Κατά τα τελευταία τέσσερα ή πέντε έτη, οι Chiquita, Dole, Del Monte, Fyffes και Noboa μετείχαν σε εναρμονισμένες πρακτικές, στις οποίες μετέχουν ενδεχομένως ακόμη ή μετείχαν κατά το παρελθόν και άλλοι μικρότεροι προμηθευτές μπανανών, όπως η Durbeck. Οι προαναφερθείσες εταιρίες προέβαιναν τακτικά σε ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες και τις τιμές των μελλοντικών παραδόσεων μπανανών στην Ευρώπη, καθώς και με τους πελάτες τους.

Οι εταιρίες μετείχαν επίσης σε εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες επηρέαζαν ευθέως τις τιμές, δηλαδή τις τιμές αναφοράς που ίσχυαν στην Ευρώπη για ορισμένους Ευρωπαίους πελάτες.»

98      Επομένως, η αίτηση επιείκειας αφορούσε, ειδικότερα, τους «εισαγωγείς μπανανών» και τη συμμετοχή τους σε εναρμονισμένες πρακτικές «κατά τα τελευταία πέντε έτη».

99      Από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι δηλώσεις της Chiquita ελήφθησαν σε μεγάλο βαθμό υπόψη από την Επιτροπή. Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι, από τους πέντε αναφερόμενους εισαγωγείς, οι τρεις συγκαταλέγονται στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες διαπιστώθηκε μεν, πλην όμως δεν συμπεριλήφθηκε στα συστατικά της παραβάσεως στοιχεία (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 136 και 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τρίτον, η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων, υπό μορφή επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, όσον αφορά τις τιμές αναφοράς των εισαγωγέων και των προμηθευτών, χαρακτηρίστηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού, η οποία διήρκεσε τρία έτη, εντός του περιορισμένου χρονικού διαστήματος για το οποίο γίνεται ειδική αναφορά στην αίτηση επιείκειας.

100    Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση ότι η παράβαση που εν τέλει διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχεί ακριβώς στις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στην αίτηση επιείκειας όσον αφορά το αντικείμενο της παραβατικής συμπεριφοράς, τη διάρκειά της και τον αριθμό των εμπλεκομένων επιχειρήσεων δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η επιχείρηση που υπέβαλε την αίτηση αυτή και οι δηλώσεις της, στις οποίες στηρίζονται εν μέρει οι διαπιστώσεις της Επιτροπής περί παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, στερούνται αξιοπιστίας.

101    Το αποτέλεσμα της διεξαχθείσας από την Επιτροπή διοικητικής διαδικασίας, το οποίο επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, αναιρεί τη θέση τους ότι «η Επιτροπή δέχθηκε αβασάνιστα τη θέση της Chiquita ότι υπήρχε κάποιας μορφής σύμπραξη μεταξύ των μεταξύ των εισαγωγέων μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη», χωρίς να «εξετάσει με κριτικό πνεύμα» τις δηλώσεις της εταιρίας αυτής.

102    Οι προσφεύγουσες, επιδιώκοντας να μειώσουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας της Chiquita, αναπτύσσουν αντιφατικό συλλογισμό, καθώς, αφενός, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις δηλώσεις της Chiquita, χωρίς επιφυλάξεις και κριτική ανάλυση, και, αφετέρου, τονίζουν τις διαφορές μεταξύ των δηλώσεων αυτών και του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως.

103    Εξάλλου, το γεγονός ότι η Επιτροπή ζήτησε από την Chiquita να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί «τυχόν» αντιφάσεων μεταξύ της αρχικής αιτήσεως επιείκειας και των μεταγενέστερων δηλώσεών της, καθώς και επί της συναντήσεως της 20ής Οκτωβρίου 2006, κατά την οποία η Επιτροπή και η Chiquita αντάλλαξαν απόψεις σχετικά με τις αντιφάσεις μεταξύ των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην αίτηση επιείκειας και των στοιχείων που προέκυψαν από τους επιτόπιους ελέγχους και τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δεν σημαίνει ότι η μαρτυρία της Chiquita είναι εντελώς αναξιόπιστη.

104    Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες, οι οποίες είχαν πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας, προβάλλουν απλώς ότι η Chiquita έκανε λόγο για επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μετά την ενημερωτική συνάντηση της 20ής Οκτωβρίου 2006, χωρίς να προσκομίζουν κανένα στοιχείο προς αντίκρουση της επισημάνσεως της Επιτροπής ότι η Chiquita ανέφερε τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών για πρώτη φορά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2005 (δηλώσεις αριθ. 11 και 12), δηλαδή πλέον του ενός έτους πριν τη συνάντηση αυτή.

105    Η αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται ότι «η Chiquita, όταν ενημέρωσε την Επιτροπή για τις επαφές της με την Dole, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, ανέφερε ότι συζητούσαν για τις συνθήκες των πωλήσεων και της αγοράς, τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των τιμών, καθώς και τις προτεινόμενες επίσημες τιμές για τις μπανάνες», παραπέμπει στις σελίδες 9 227 επ. του φακέλου της Επιτροπής, δηλαδή στη δήλωση επιχειρήσεως της Chiquita αριθ. 12, της 25ης Αυγούστου 2005. Περαιτέρω, το παράρτημα A 6 του δικογράφου αντιστοιχεί στη δήλωση της Chiquita αριθ. 28, με την οποία η εν λόγω επιχείρηση παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του πρώην εργαζομένου της B., ο οποίος μετείχε στις επαφές με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, και υπενθυμίζει ότι έχει ήδη αναφέρει ότι γνώριζε για τις επαφές αυτές με προηγούμενες δηλώσεις αριθ. 11, της 4ης Ιουλίου 2005, αριθ. 12, της 25ης Αυγούστου 2005, και αριθ. 13, της 20ής Ιανουαρίου 2006.

106    Τρίτον, η Dole επισημαίνει ότι η μαρτυρία του εργαζομένου της Chiquita, B., σχετικά με τις διμερείς επαφές που είχε με έναν εκ των εργαζομένων της, τον H., εμπεριέχει πολλές εσωτερικές αντιφάσεις, με συνέπεια να γεννώνται σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια και την αξιοπιστία της, αντιφάσκει δε προς τη δήλωση του εργαζομένου της.

107    Πρώτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τις παραλλαγές των δηλώσεων της Chiquita ως προς το χρονοδιάγραμμα των επαφών, και συγκεκριμένα την αρχική δήλωση ότι οι επαφές πραγματοποιούνταν Δευτέρα και Τρίτη και τη μεταγενέστερη ότι οι επαφές πραγματοποιούνταν Τετάρτη και Πέμπτη.

108    Η κατάσταση διευκρινίζεται με σαφήνεια με τις αιτιολογικές σκέψεις 71 έως 74 και 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τις οποίες προκύπτει ότι, αφού προέβη σε συμπληρωματικές συζητήσεις με τους πρώην και νυν εργαζομένους της και αφού εξέτασε τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές κλήσεις του πρώην εργαζομένου της B., η Chiquita διευκρίνισε την αρχική δήλωσή της, λέγοντας ότι οι τηλεφωνικές επαφές πραγματοποιούνταν εν γένει την Τετάρτη το απόγευμα και ακολουθούσε δεύτερη τηλεφωνική επαφή νωρίς το πρωί της Πέμπτης, πριν, ενίοτε δε και αμέσως πριν, την εσωτερική τηλεφωνική σύσκεψη ενόψει του ορισμού των τιμών.

109    Σημειωτέον ότι η Dole παραδέχθηκε, κατά τρόπο πειστικό, με τις απαντήσεις της στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ότι οι τηλεφωνικές επαφές πραγματοποιούνταν την Τετάρτη το απόγευμα και, κατ’ αυτήν σπανίως, την Πέμπτη το πρωί (αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι δε δηλώσεις των επιχειρήσεων επιβεβαιώνονται από τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές κλήσεις του B. προς τον H., επί των οποίων οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν καμία παρατήρηση.

110    Δεύτερον, όσον αφορά την προέλευση των τηλεφωνική κλήσεων, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με την πρώτη δήλωση της Chiquita κατά την οποία «ο H., της Dole, καλούσε ενίοτε πρώτος τον B., ενώ άλλες φορές η Chiquita καλούσε πρώτη την Dole», ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη «κατά κανόνα ο H. καλούσε τον B.», δήλωση την οποία ο H. κατά τα λοιπά αμφισβητεί.

111    Από τις προαναφερθείσες δηλώσεις της Chiquita δεν προκύπτει πραγματικά αντίφαση, αλλά διευκρινίζεται η προέλευση των περισσοτέρων κλήσεων, οι δε σχετικές αντιρρήσεις της Dole δεν τεκμηριώνουν την απόλυτη έλλειψη αξιοπιστίας της μαρτυρίας της Chiquita, μαρτυρία η οποία μάλιστα επιβεβαιώνεται από την Dole, η οποία δήλωσε ότι οι εργαζόμενοί της H. και G. επικοινωνούσαν με τον B., εργαζόμενο της Chiquita, και ότι, «σε σπάνιες περιπτώσεις ο H. επικοινωνούσε με τον B. το απόγευμα της Τετάρτης, αν στο μεταξύ αυτός δεν είχε επικοινωνήσει με την Dole έως το απόγευμα της Τετάρτης, ιδίως αν υπήρχαν απροσδόκητες εξελίξεις στην αγορά» (αιτιολογικές σκέψεις 60 και 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, χωρίς οι προσφεύγουσες να το αμφισβητήσουν, ότι οι Chiquita και Dole όντως επικοινωνούσαν μεταξύ τους, έστω και αν οι δηλώσεις των εμπλεκομένων διαφέρουν όσον αφορά το πρόσωπο το οποίο «κατά κανόνα» είχε την πρωτοβουλία για τις επαφές, και ότι, εξάλλου, αμφότεροι οι εμπλεκόμενοι παραδέχονται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι του ενός επικοινωνούσαν με εργαζομένους του άλλου (αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

113    Τρίτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι ο B. υποστήριξε ότι η Dole γνωστοποιούσε τις «προθέσεις της [...] όσον αφορά τον τρόπο καθορισμού των τιμών της επόμενης εβδομάδας», καθώς και, με την ίδια δήλωση, ότι σκοπός των τηλεφωνικών επαφών ήταν να αποκομίσουν «από την Dole τις τελικές ενδείξεις όσον αφορά τις προθέσεις της ενόψει του καθορισμού των τιμών».

114    Η Dole διατύπωσε την ίδια αιτίαση με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, στην οποία η Επιτροπή ανταπάντησε ως εξής με την αιτιολογική σκέψη 169 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Η Επιτροπή επισημαίνει ότι κατά κανόνα, δεδομένου ότι οι επαφές αυτές είχαν ως αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, είναι πρόδηλο ότι οι γνωστοποιούμενες στους ανταγωνιστές ενδείξεις ή προθέσεις ως προς τις τιμές δεν θα μπορούσαν να αφορούν την τελική τιμή αναφοράς, διότι αυτή καθοριζόταν μόλις την επομένη. Επιπλέον, η Chiquita αναφέρει, με τη δήλωσή της, ότι, κατ’ αυτήν, σκοπός των επαφών ήταν να γνωστοποιείται στην Dole “η τελική ένδειξη” όσον αφορά “τις προθέσεις της σχετικά με την προϋπολογιζόμενη τιμή”. Επομένως, η Chiquita δεν αναφέρει ότι η Dole γνωστοποιούσε την τελική τιμή. Η Chiquita αναφέρει, εξάλλου, ότι η σύσταση του B. όσον αφορά τις τιμές στηριζόταν στην “πιθανολογούμενη πρόθεση της Dole”, την οποία πληροφορούνταν κατά τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών με την Dole. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι δηλώσεις αυτές δεν εμπεριέχουν αντιφάσεις και ότι εμφαίνουν σαφώς τον σκοπό των επαφών από την πλευρά της Chiquita.»

115    Η απλή υπόμνηση, με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι ο H. θυμήθηκε μόνο τις συζητήσεις σχετικά με τις «ενδεικτικές τάσεις των τιμών αναφοράς» δεν αναιρεί την προαναφερθείσα διαπίστωση της Επιτροπής και δεν τεκμηριώνει τα περί αντιφάσεων και αναξιοπιστίας της μαρτυρίας της Chiquita.

116    Τέταρτον, όσον αφορά τη διαφωνία μεταξύ Chiquita και Dole όσον αφορά την ακριβή συχνότητα των επαφών, η διαφωνία αυτή δεν σημαίνει, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η μαρτυρία της Chiquita στερείται αξιοπιστίας.

117    Το ζήτημα της συχνότητας των διμερών επαφών μεταξύ Dole και Chiquita εξετάζεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δε Επιτροπή έλαβε υπόψη της τις απαντήσεις της Dole, η οποία παραδέχθηκε ότι οι διμερείς αυτές επαφές πραγματοποιούνταν περίπου 20 φορές κατ’ έτος (αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

118    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών με σκοπό την απαξίωση της μαρτυρίας της Chiquita ως αναξιόπιστης.

 Επί της μη συμβατότητας του τρόπου επιχειρηματικής λειτουργίας της Dole και της Chiquita με την προσαπτόμενη συμπαιγνία

119    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η θέση της Επιτροπής, ότι οι διμερείς επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων είχαν ως σκοπό τον συντονισμό των τιμών αναφοράς, δεν είναι συμβατή με το γεγονός ότι η Chiquita και η Dole καθόριζαν τις τιμές αναφοράς για διαφορετικά προϊόντα, για διαφορετικούς πελάτες και σε διαφορετικές εβδομάδες του κύκλου των τριών εβδομάδων, βάσει του οποίου λειτουργούσε η αγορά της μπανάνας. Επομένως, δεν ήταν θεωρητικά δυνατός ο συντονισμός των τιμών αναφοράς βάσει των ανταλλασσόμενων πληροφοριακών στοιχείων, διότι η Chiquita και η Dole πωλούσαν δύο εντελώς διαφορετικά προϊόντα, μη ανταγωνιστικά στην ίδια αγορά.

120    Η τιμή αναφοράς της Chiquita αφορούσε τις ώριμες μπανάνες, οι οποίες πωλούνταν στις επιχειρήσεις λιανικής, ενώ η τιμή αναφοράς της Dole αφορούσε άγουρες μπανάνες, οι οποίες πωλούνταν σε επιχειρήσεις ωριμάνσεως-διανομής. Κατά τις προσφεύγουσες, η Chiquita όριζε τιμή αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες, οι οποίες είχαν φτάσει στη Βόρεια Ευρώπη την προηγούμενη εβδομάδα και παραδίδονταν στις επιχειρήσεις λιανικής την επόμενη εβδομάδα, ενώ η Dole καθόριζε τιμή αναφορά για πράσινες μπανάνες, οι οποίες έφταναν στη Βόρεια Ευρώπη την επόμενη εβδομάδα και παραδίδονταν στις επιχειρήσεις λιανικής δύο εβδομάδες αργότερα.

121    Τούτο δεν συνέβαινε μόνο στη Γερμανία, όπου η Chiquita ανακοίνωνε μόνο στους πελάτες της, για άλλους σκοπούς, τιμή αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες, λόγω του ότι η θυγατρική της Atlanta ασκούσε δραστηριότητα επιχειρήσεως ωριμάνσεως και διανομής. Συγκεκριμένα, η Chiquita ανέφερε στην Επιτροπή ότι οι αποφάσεις καθορισμού τιμών όσον αφορά τις Σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες λαμβάνονταν την Πέμπτη, αφορούσαν και τις μπανάνες στο στάδιο της ωριμάνσεως.

122    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, τέλος, στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο την άποψή της, παραβαίνοντας έτσι το άρθρο 253 ΕΚ, ιδίως επειδή δεν εξήγησε «πειστικά γιατί η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με στοιχεία που υποτίθεται ότι λαμβάνονταν υπόψη για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς των πράσινων μπανανών μπορεί να έχει κάποια σημασία όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής των κίτρινων μπανανών».

 Επί της προβαλλόμενης παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ

123    Από τη διατύπωση της αιτιάσεως που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, και ειδικότερα από τη χρήση του επιρρήματος «πειστικά», καθώς και από το περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών, προκύπτει ότι η αιτίαση αυτή δεν αφορά κυριολεκτικά παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω αιτίαση συμπίπτει με την αμφισβήτηση του βασίμου της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, της ουσιαστικής νομιμότητας της πράξεως αυτής, η οποία δεν είναι νόμιμη, διότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη, ή έστω τη δυνατότητα υπάρξεως, παράνομης συνεννοήσεως μεταξύ Dole και Chiquita.

124    Κατά τα λοιπά, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ, ακόμη και αν μπορούσε να γίνει, θα απορρίπτονταν ως αβάσιμη.

125    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να προκύπτει από αυτή κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη κατά τρόπον ώστε να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, ο δε κοινοτικός δικαστής να ασκήσει τον έλεγχο του. Η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Στην αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζονται όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το περιεχόμενο της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το οικείο ζήτημα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126    Περαιτέρω, η Επιτροπή, μολονότι δεν υποχρεούται να αναλύει, με την αιτιολογία των αποφάσεων που λαμβάνει προς διασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία καθώς και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων εξέδωσε μια τέτοια απόφαση, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ να παραθέτει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις που είναι ουσιώδους σημασίας στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας στον δικαστή της Ένωσης και στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους όρους υπό τους οποίους προέβη στην εφαρμογή της Συνθήκης (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

127    Εν προκειμένω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 5, 32, 34, 104, 141 έως 143, 182, 196 και 287 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, την ενιαία φύση του επίμαχου προϊόντος, δηλαδή της νωπής μπανάνας, την ιδιαιτερότητα του εν λόγω προϊόντος, ότι δηλαδή πρόκειται για φρούτο που εισάγεται πράσινο και διατίθεται στην κατανάλωση αφού υποβληθεί σε διαδικασία ωριμάνσεως και γίνει κίτρινο, τον τρόπο οργανώσεως της ωριμάνσεως και, κατόπιν, της διαθέσεως των μπανανών στο εμπόριο, τη διαδικασία εμπορικών διαπραγματεύσεων για τις τιμές αναφοράς και τη σχέση μεταξύ της τιμής αναφοράς για τις πράσινες και της αντίστοιχης για τις κίτρινες μπανάνες.

128    Σημειωτέον, επιπλέον, ότι δεν προβλήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία η επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες επιδιώκουν να διαπιστωθεί ότι οι δραστηριότητες της Dole δεν σχετίζονταν ούτε συνέπιπταν χρονικά με αυτές της Chiquita, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η συμπαιγνία ως προς τις τιμές αναφοράς, μέσω των διμερών επαφών.

129    Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι στην ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρεται ρητώς ότι το επίμαχο προϊόν είναι η μπανάνα (νωπό φρούτο) και παρατίθενται τρεις πρακτικές στο πλαίσιο συμπαιγνίας, και συγκεκριμένα:

–        η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες των μπανανών που έφταναν στη Βόρεια Ευρώπη (ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες),

–        οι διμερείς επαφές με αντικείμενο τις συνθήκες της αγοράς της μπανάνας, τις τάσεις των τιμών ή τη γνωστοποίηση ή την παροχή ενδείξεων σχετικά με τις τιμές αναφοράς πριν τον καθορισμό τους,

–        η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις τιμές αναφοράς των μπανανών (αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς).

130    Στην παράγραφο 429 της ανακοινώσεως αιτιάσεων η Επιτροπή καταλήγει σαφώς στο συμπέρασμα ότι «κάθε δέσμη διμερών επαφών» και το σύνολο των συνεννοήσεων αυτών συνιστούν παράβαση με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην Κοινότητα και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

131    Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Dole αμφισβήτησε την ύπαρξη παραβάσεως, χωρίς όμως να υποστηρίξει ότι αυτή ακολουθούσε διαφορετικές μεθόδους εμπορίας μπανανών σε σχέση με την Chiquita. Αναφέρεται ότι, κατ’ αντίθεση προς την Dole και τις λοιπές επιχειρήσεις του κλάδου, η Chiquita χρησιμοποιούσε ελάχιστα τις τιμές αναφοράς, λόγω της ιδιαιτερότητας της δραστηριότητάς της, πλην όμως η επισήμανση αυτή αφορά μόνο τις συμβάσεις «Dole plus», στο πλαίσιο των οποίων η τιμή συναλλαγής για τις μπανάνες μάρκας Chiquita εξαρτιόταν στην πραγματικότητα από την εβδομαδιαία τιμή αναφοράς της Dole.

132    Με την προαναφερθείσα απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων γίνεται λόγος ακόμη και για πάγια αντιπαλότητα μεταξύ των εισαγωγέων μπανανών και, «ειδικότερα, μεταξύ της Dole και της Chiquita», καθώς η δεύτερη χαρακτηρίζεται ως «ο μεγαλύτερος αντίπαλος» της Dole.

133    Υπενθυμίζεται ότι εξηγήσεις ή διευκρινίσεις προς αποσαφήνιση του περιεχομένου της προσβαλλομένης πράξεως μπορούν να παρασχεθούν κατά τη δίκη (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου 15ης Ιουλίου 1960, 36/59 έως 40/59, Präsident Ruhrkohlen-Verkaufsgesellschaft κ.λπ. κατά Ανώτατης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 529, 892, της 6ης Απριλίου 1995, C‑310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑865, σκέψη 11, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση αυτή, Συλλογή 1995, σ. I‑867, σημείο 24). Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι διευκρινίσεις παρεχόμενες από τον συντάκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπληρωματικές μιας αιτιολογίας που αφ’ εαυτής είναι ήδη επαρκής, δεν επηρεάζουν την κατά κυριολεξία τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, έστω και αν είναι ενδεχομένως χρήσιμες κατά τον ασκούμενο από τον δικαστή της Ένωσης έλεγχο της εσωτερικής συνοχής της αιτιολογίας της αποφάσεως, καθόσον το θεσμικό όργανο μπορεί έτσι να αποσαφηνίσει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφασή του (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 61).

134    Εν προκειμένω, οι διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή κατά τη δίκη, σε απάντηση συγκεκριμένης αιτιάσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες για πρώτη φορά κατά τη δίκη, αποσαφηνίζουν απλώς την αιτιολογία που ήδη περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και στο πλαίσιο της οποίας παρατίθενται οι διάφοροι τρόποι διανομής των μπανανών που εισάγονταν στη Βόρεια Ευρώπη, μεταξύ άλλων από τις Dole και Chiquita.

135    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

 Επί της ουσίας

136    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτίαση των προσφευγουσών είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται στην αστήρικτη και εσφαλμένη παραδοχή ότι οι πράσινες και οι κίτρινες μπανάνες αποτελούν εντελώς διαφορετικά προϊόντα, που διατίθενται σε διαφορετικές αγορές, στις οποίες δραστηριοποιούνται αποκλειστικά, αφενός, η Dole και, αφετέρου, η Chiquita.

137    Η θέση των προσφευγουσών δεν αντιστοιχεί στην πραγματική κατάσταση της αγοράς, όπως αυτή αποτυπώνεται στις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, στις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι Dole και Chiquita κατά τη διοικητική διαδικασία, καθώς και στα δικόγραφα των προσφευγουσών.

138    Όπως προκύπτει από τις επόμενες σκέψεις, οι ως άνω διαπιστώσεις και δηλώσεις, οι οποίες τεκμηριώνονται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, εμφαίνουν ότι υπήρχε μια αγορά μπανάνας (νωπό φρούτο), χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η συνύπαρξη και ταυτόχρονη άσκηση, από τις Dole και Chiquita, της δραστηριότητας που συνίστατο στην πώληση πράσινων και κίτρινων μπανανών, οι επαφές μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων, σε πνεύμα απόλυτης αμοιβαίας κατανόησης, με αντικείμενο την τιμή των πράσινων μπανανών για τη Βόρεια Ευρώπη και το γεγονός ότι η τιμή των πράσινων μπανανών αποτελούσε τη βάση για τον καθορισμό της τιμής των κίτρινων μπανανών.

139    Πρώτον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προσδιόρισε με σαφήνεια τον συγκεκριμένο κλάδο και, ειδικότερα, το επίμαχο προϊόν, αναφέροντας ότι πρόκειται για τις νωπές μπανάνες, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας της οικείας αγοράς.

140    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει τόσο τις άγουρες (πράσινες) όσο και τις ώριμες (κίτρινες) μπανάνες και ότι ως πωλήσεις νωπών μπανανών νοούνται οι πωλήσεις μπανανών εκτός των αφυδατωμένων μπανανών και των μπανανών plantain (αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

141    Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι μπανάνες που εισάγονταν στη Βόρεια Ευρώπη καλλιεργούνταν κατά κανόνα στην Καραϊβική, στην Κεντρική Αμερική και σε ορισμένες χώρες της Αφρικής. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ο κλάδος της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη λειτουργούσε σε εβδομαδιαίους κύκλους. Η μεταφορά των μπανανών με πλοίο από τα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής προς την Ευρώπη διαρκούσε δύο περίπου εβδομάδες. Οι αφίξεις των φορτίων στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης ήταν κατά κανόνα εβδομαδιαίες και πραγματοποιούνταν βάσει τακτικού χρονοδιαγράμματος μεταφοράς (αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι μπανάνες αποστέλλονταν πράσινες και έφταναν πράσινες στα λιμάνια. Για να καταναλωθούν έπρεπε να υποβληθούν σε διαδικασία ωριμάνσεως (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

142    Η Επιτροπή αναφέρει ότι οι μπανάνες παραδίδονταν στους αγοραστές είτε απευθείας (πράσινες μπανάνες) είτε μετά την υποβολή τους σε διαδικασία ωριμάνσεως, περίπου μια εβδομάδα αργότερα (κίτρινες μπανάνες), η δε ωρίμανση διενεργούνταν είτε από τον εισαγωγέα, από τον ίδιο ή για λογαριασμό του, είτε από τον αγοραστή (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

143    Η Επιτροπή αναφέρει ότι οι Chiquita, Dole και Weichert καθόριζαν τις τιμές αναφοράς για τις μπανάνες κάθε εβδομάδα, και συγκεκριμένα το πρωί της Πέμπτης και εν συνεχεία τις ανακοίνωναν στους πελάτες τους (αιτιολογικές σκέψεις 34 και 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο όρος «τιμή αναφοράς» αντιστοιχεί εν γένει στην τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες. Η τιμή αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες αντιστοιχούσε στην τιμή της πράσινης μπανάνας πλέον τα έξοδα ωριμάνσεως (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οπότε η τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες καθόριζε την αντίστοιχη για τις κίτρινες.

144    Οι τιμές αναφοράς που καθορίζονταν κάθε εβδομάδα χρησιμοποιούνταν για τη Βόρεια Ευρώπη. Η Chiquita δήλωσε ότι «οι τιμές αναφοράς για τη “Βόρεια Ευρώπη” αφορούσαν τη Γερμανία (περιλαμβανομένης της Αυστρίας, της Σουηδίας, της Φιλανδίας και της Δανίας) και τις χώρες της Μπενελούξ» και ότι, οι συζητήσεις με την Dole για την «πράσινη τιμή» στη Γερμανία «αφορούσαν και τις τιμές για τις λοιπές χώρες της Βόρειας Ευρώπης» (αιτιολογικές σκέψεις 104 και 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

145    Τα έγγραφα που εντοπίστηκαν στην Dole κατά τον επιτόπιο έλεγχο εμφαίνουν ότι η επιχείρηση αυτή όριζε μια τιμή αναφοράς, την οποία ονόμαζε τιμή «Βόρεια Ευρώπη ΕΕ15», και διαφορετικές τιμές για τη Νορβηγία, τις χώρες της «Βόρειας Ευρώπης ΕΕ10», τη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Dole ανέφερε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η τιμή αυτή αφορούσε μόνο τη Γερμανία. Η Dole διευκρίνισε επίσης με σαφήνεια ότι «οι πωλήσεις πράσινων μπανανών γίνονταν κατά κανόνα με βάση την τιμή εβδομάδας» και ότι, «σε κάθε περίπτωση, όλοι οι ανταγωνιστές γνώριζαν ότι οι τιμές αναφοράς [που συζητούνταν κατά τις κατά τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών] αφορούσαν τις αγορές [εμπιστευτικό] των χωρών της ΕΕ15» (αιτιολογικές σκέψεις 104, 142 και 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

146    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το απόγευμα της Πέμπτης και την Παρασκευή (ή, το αργότερο, κατά την τρέχουσα εβδομάδα ή στις αρχές της επόμενης) οι εισαγωγείς διαπραγματεύονταν τις τιμές της μπανάνας με τους πελάτες τους, σε περίπτωση που οι συναλλαγές γίνονταν με βάση τιμές που διαμορφώνονταν με εβδομαδιαία διαπραγμάτευση. Πελάτες των εισαγωγέων ήταν εν γένει οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως ή οι αλυσίδες λιανικής. Η «κίτρινη τιμή» αφορούσε τις ώριμες μπανάνες, ενώ η «πράσινη τιμή» τις άγουρες (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

147    Η Επιτροπή διευκρινίζει ακόμη ότι οι μπανάνες διαφοροποιούνταν ανάλογα με τη μάρκα. Οι μπανάνες χωρίζονται σε τρία επίπεδα διαλογής: οι μπανάνες μάρκας Chiquita, πρώτης διαλογής, οι μπανάνες δεύτερης διαλογής (Dole και Del Monte) και οι μπανάνες τρίτης διαλογής (οι μάρκες των οποίων ονομάζονται και «τρίτες»), στις οποίες καταλέγονται πολλές άλλες μάρκες μπανανών. Ο διαχωρισμός αυτός με βάση τις μάρκες αντικατοπτρίζεται στον καθορισμό της τιμής της μπανάνας και, συγκεκριμένα, οι μπανάνες μάρκας Chiquita είχαν την υψηλότερη τιμή, έπονταν οι μπανάνες μάρκας Dole και Del Monte, οι δε μπανάνες τρίτης διαλογής είχαν ακόμη χαμηλότερη τιμή (αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

148    Κατά την Επιτροπή, οι επαφές μεταξύ Dole και Chiquita, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, εντάσσονταν στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς της μπανάνας, όπως αυτό περιγράφεται ανωτέρω, επαφές κατά τις οποίες οι δύο αυτές επιχειρήσεις συζητούσαν για τις συνθήκες που επικρατούν ως προς την προσφορά και τη ζήτηση, δηλαδή για τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση, ήτοι τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονταν οι τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, και, επίσης, συζητούσαν ή αποκάλυπταν τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα, πριν τον καθορισμό των εν λόγω τιμών αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 148, 182 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

149    Δεύτερον, τονίζεται ότι, προς στήριξη της αιτιάσεως ότι δεν ήταν καν δυνατή η συμπαιγνία μεταξύ Dole και Chiquita με αντικείμενο τις τιμές αναφοράς, οι εμπλεκόμενοι παρέσχον αμφότεροι διευκρινίσεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των δύο αυτών επιχειρήσεων.

150    Πρώτον, όσον αφορά την Dole, η Επιτροπή αναφέρει ότι η Dole πωλούσε «κυρίως», μέσω της γερμανικής θυγατρικής της DFFE, πράσινες μπανάνες σε γερμανικές επιχειρήσεις λιανικής, οι οποίες είχαν δικές τους εγκαταστάσεις ωριμάνσεως, και σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ωριμάνσεως (αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

151    Από τη δικογραφία και τα δικόγραφα των προσφευγουσών προκύπτει ότι η δραστηριότητες της Dole περιελάμβανε και την πώληση κίτρινων μπανανών.

152    Συγκεκριμένα, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Dole ανέφερε ότι οι επιχειρήσεις λιανικής ζητούσαν από την DFFE να τους γνωστοποιήσει την τιμή για τις κίτρινες μπανάνες (παράρτημα Β 9).

153    Οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν επίσης ότι η Dole διέθετε πολλές θυγατρικές επιχειρήσεις ωριμάνσεως και διανομής στη Βόρεια Ευρώπη, ήτοι τις εταιρίες Kempowski, Saba και VBH. Οι επιχειρήσεις αυτές πωλούσαν κίτρινες μπανάνες μάρκας Dole, τις οποίες αγόραζαν κυρίως από αυτή (συγκεκριμένα οι εταιρίες Saba και VBH). Περαιτέρω, το 2002 μικρό μέρος των πωλήσεων κίτρινων μπανανών της Dole στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο πραγματοποιήθηκε μέσω της γαλλικής θυγατρικής.

154    Από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι οι θυγατρικές της Dole πραγματοποίησαν το 2002 πωλήσεις κίτρινων μπανανών αξίας 98 177 616 ευρώ, ενώ η συνολική αξία των πωλήσεων νωπών μπανανών που πραγματοποίησε η Dole το 2002 ανερχόταν σε 198 331 150 ευρώ, ποσό που διαμορφώνεται στα 190 581 150 ευρώ μετά την αφαίρεση της αξίας των πωλήσεων μπανανών που είχαν αγοραστεί από άλλους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 451 έως 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

155    Οι πωλήσεις μπανανών που πραγματοποίησαν το 2002 οι Saba και VBH στη Βόρεια Ευρώπη ανέρχονταν σε 64,4 και 13,9 εκατομμύρια ευρώ, αντιστοίχως, εκ των οποίων 29,4 και 8,3 εκατομμύρια ευρώ αφορούσαν μπανάνες μάρκας Dole. Η γερμανική θυγατρική Kempowski, η οποία προμηθευόταν μπανάνες από την Cobana και όχι από την Dole, πραγματοποίησε το 2002 στη Βόρεια Ευρώπη πωλήσεις μπανανών αξίας 16,8 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων 2,9 εκατομμύρια ευρώ αντιστοιχούσαν στις πωλήσεις μπανανών μάρκας Dole. Η συνολική αξία των πωλήσεων μπανανών μάρκας Dole που πραγματοποίησαν οι θυγατρικές της επιχειρήσεις ωριμάνσεως στη Βόρεια Ευρώπη το 2002 ανέρχεται σε 40,6 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή κατά τι λιγότερο από το ήμισυ της αξίας των πωλήσεων πράσινων μπανανών που πραγματοποίησε η DFFE, αξία η οποία εκτιμήθηκε σε 99 451 555 ευρώ κατά τη διοικητική διαδικασία και, κατόπιν, σε 98 997 663 ευρώ στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

156    Διαπιστώνεται, κατά τα λοιπά, ότι στις αιτιάσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες κατά του προσδιορισμού, εκ μέρους της Επιτροπής, της αξίας των πωλήσεων, ενόψει του καθορισμού του προστίμου, περιλαμβάνεται και η σημασία του όγκου των πωλήσεων κίτρινων μπανανών που πραγματοποίησε η Dole.

157    Από τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις προκύπτει ότι, σύμφωνα με τον συλλογισμό που αναπτύσσουν οι προσφεύγουσες σχετικά με το έλεγχο που ασκούσε η Chiquita επί της Atlanta, η Dole είχε αναπτύξει δραστηριότητα πωλήσεως κίτρινων μπανανών προς όφελος των επιχειρήσεων λιανικής που δεν διέθεταν ίδιες εγκαταστάσεις ωριμάνσεως και όντως ενδιαφερόταν για την εν λόγω δραστηριότητα. Μολονότι από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες εμφαίνουν ότι υπήρχε κάποιας μορφής σχέση της Atlanta με την Chiquita πριν το 2003, όταν η δεύτερη αύξησε την αρχική της συμμετοχή, η οποία ανερχόταν μόνο σε 5 %, θέτοντας την εν λόγω επιχείρηση ωριμάνσεως επισήμως υπό τον έλεγχό της, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Kemposwki, Saba, VBH και Dole France ήταν θυγατρικές της Dole καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, πράγμα που οι προσφεύγουσες έχουν ανεπιφύλακτα παραδεχθεί.

158    Δεύτερον, όσον αφορά την Chiquita, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιούν οι ίδιες οι προσφεύγουσες στο σημείο 31 της προσφυγής, η φράση «τιμή αναφοράς» μπορεί να σημαίνει «τιμή αναφοράς για πράσινες ή κίτρινες μπανάνες».

159    Η Επιτροπή προσκόμισε στο Δικαστήριο εσωτερικές εκθέσεις με αντικείμενο τις τιμές της Chiquita, οι οποίες τιτλοφορούνται «εξέλιξη της ευρωπαϊκής τιμής».

160    Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν, για κάθε εβδομάδα του ημερολογιακού έτους, πίνακες όπου καταγράφονται, αφενός, οι εισαγόμενες ποσότητες μπανανών της Chiquita, οι αντίστοιχες συνολικές ποσότητες των ανταγωνιστών της και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της μπανάνας, και. αφετέρου, οι τιμές της Chiquita, καθώς και οι τιμές των ανταγωνιστών της. Με τους πίνακες αυτούς καθίσταται επίσης δυνατή η σύγκριση με τα αντίστοιχα στοιχεία της προηγούμενης εβδομάδας και της αντίστοιχης εβδομάδας του προηγούμενου έτους.

161    Όσον αφορά τις τιμές της Chiquita, στις εκθέσεις αυτές απαντά συστηματικά η φράση «Γερμανία (Euro) Κίτρινες», ακολουθούμενη από μια τιμή, κατόπιν, στην ίδια γραμμή, η αναγραφή άλλης τιμής, χαμηλότερης κατά 2 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στο «ευρωπαϊκή τιμή», τα στοιχεία δε αυτά διαδέχονται άλλα στοιχεία με αναφορά στο γερμανικό μάρκο, απ’ όπου προκύπτει διαφορά τεσσάρων γερμανικών μάρκων (DEM) μεταξύ των δύο τιμών.

162    Στις εκθέσεις αυτές επισυνάπτονται συχνά εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές, οι οποίες περιλαμβάνουν τα κυριότερα από αυτά τα πληροφοριακά στοιχεία και, ιδίως, τις προαναφερθείσες «πράσινη τιμή» και «κίτρινη τιμή» της Chiquita για συγκεκριμένη εβδομάδα, η δεύτερη εκ των οποίων ήταν παγίως 2 ευρώ υψηλότερη από την πρώτη.

163    Τα έγγραφα επιβεβαιώνουν τη δήλωση της Chiquita κατά την οποία «σε γενικές γραμμές, η πράσινη τιμή αναφοράς ισούται με την κίτρινη τιμή αναφοράς, μείον 2 ευρώ» και, ως εκ τούτου, εμφαίνουν την αντιστοιχία μεταξύ των εν λόγω τιμών.

164    Στη δήλωση επιχειρήσεως αριθ. 1 η Chiquita αναφέρει τα εξής:

«Κάθε Πέμπτη πρωί, η Chiquita καθόριζε εσωτερικά την πράσινη τιμή αναφορά για την επόμενη εβδομάδα. Σπανίως η τιμή του καταλόγου συνέπιπτε με την πραγματική τιμή που ζητούσε η Chiquita από τους πελάτες της. Οι τιμές αναφοράς συμπίπτουν με τις τιμές αναφοράς προ εκπτώσεων. Βάσει της εσωτερικής αυτής αποφάσεως, οι υπεύθυνοι της Chiquita για κάθε χώρα ενημέρωναν τους πελάτες τους για την τιμή της επόμενης εβδομάδας.»

165    Κατά τη διοικητική διαδικασία, η Chiquita δήλωσε ότι, «στην Ευρώπη, το φρούτο διανέμεται είτε σε επιχειρήσεις χονδρικής/ωριμάνσεως, όπως η Atlanta (Γερμανία), είτε απευθείας σε επιχειρήσεις λιανικής (με δικές τους εγκαταστάσεις ωριμάνσεως)». Όσον αφορά ειδικά τη δραστηριότητα στη Γερμανία, η Chiquita ανέφερε ότι πωλούσε τις μπανάνες στην Atlanta, σε επιχειρήσεις χονδρικής και απευθείας σε επιχειρήσεις λιανικής, διευκρινίζοντας ότι άρχισε να προσεγγίζει συστηματικά τις επιχειρήσεις λιανικής κατά τα τελευταία έτη.

166    Επομένως, οι πράσινες μπανάνες δεν πωλούνταν αποκλειστικά στην Atlanta, επιχείρηση ωριμάνσεως και διανομής με την οποία η Chiquita συνδεόταν στενά, οι δε Dole και Chiquita είχαν κοινούς πελάτες.

167    Μια εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή που εστάλη από τον B. στον P. (αμφότεροι διευθυντές Chiquita) στις 30ής Απριλίου 2001, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποδεικνύει ότι η Chiquita πωλούσε πράσινες μπανάνες. Η εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή έχει ως εξής:

«Είναι βέβαιον ότι, αν [οι Dole/Del Monte/Tuca] ανεβάσουν την τιμή στα 36,00 DEM, οι πελάτες τους (της λιανικής) θα αντιδράσουν, διότι, με τόσο υψηλή τιμή προσφοράς, η τιμή καταναλωτή πρέπει να υπερβεί το φράγμα των 3,00 DEM/kg. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το “φαινόμενο” αυτό θα μας επηρεάσει για ένα διάστημα. [Τούτο] σημαίνει ότι η ανώτατη προσφορά μας δεν θα υπερβεί τα 40,00 DEM (για τις πράσινες μπανάνες).»

168    Η προαναφερθείσα ηλεκτρονική επιστολή εμφαίνει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η «πράσινη τιμή» της Chiquita δεν είχε θεωρητική μόνο σημασία ούτε προοριζόταν αποκλειστικά για εσωτερική χρήση, προς διευκόλυνση της συγκρίσεως με τις τιμές των ανταγωνιστών.

169    Οι δηλώσεις της Dole επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η Chiquita πωλούσε και πράσινες μπανάνες.

170    Συγκεκριμένα, με την προσφυγή διευκρινίζεται ότι η σουηδική επιχείρηση ωριμάνσεως και διανομής Saba, θυγατρική της Dole, αγόραζε πράσινες μπανάνες από διάφορες επιχειρήσεις, της Chiquita περιλαμβανομένης.

171    Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Dole προσάπτει στην Επιτροπή ότι προσδιόρισε εσφαλμένα την αγορά, διότι έλαβε υπόψη της την πώληση κίτρινων μπανανών, ενώ αντικείμενο της έρευνας ήταν η εισαγωγή πράσινων μπανανών. Η Dole ανέφερε επιπλέον ότι το πρόβλημα του διπλού υπολογισμού δεν εντοπίζεται μόνο στην περίπτωσή της και τόνισε ότι «η Chiquita πωλούσε πράσινες μπανάνες στις επιχειρήσεις λιανικής και χονδρικής που ήταν πελάτες της, αλλά και κίτρινες μπανάνες μέσω του δικτύου της επιχειρήσεων ωριμάνσεως στην Μπενελούξ, στη Γερμανία και στην Αυστρία».

172    Η δήλωση αυτή, από την οποία προκύπτει ότι η δραστηριότητα της Chiquita συνίστατο εξίσου στην πώληση πράσινων μπανανών και κίτρινων μπανανών, εμφαίνει επίσης ότι η διανομή κίτρινων μπανανών της Chiquita δεν γινόταν μόνο μέσω της Atlanta.

173    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Chiquita ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής μπανανών στην Ευρώπη (αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η δε συνολική αξία των πωλήσεων νωπών μπανανών το 2001 ανήλθε σε 347 631 700 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 451 έως 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

174    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι παντελώς αβάσιμη η θέση ότι η δραστηριότητα της Dole συνίστατο αποκλειστικά στην εμπορία πράσινων μπανανών και της Chiquita στην εμπορία κίτρινων μπανανών, και ότι η Atlanta σχετίζονταν αποκλειστικά με την Chiquita.

175    Τόσο η Dole όσο και η Chiquita πωλούσαν, αφενός, πράσινες μπανάνες σε επιχειρήσεις ωριμάνσεως και σε επιχειρήσεις λιανικής, οι οποίες αναλάμβαναν την ωρίμανση των φρούτων, και, αφετέρου, κίτρινες μπανάνες, μέσω θυγατρικών και μέσω μιας συνδεδεμένης εταιρίας ή, ακόμη, στην περίπτωση της Chiquita, διά της αναθέσεως της ωριμάνσεως σε άλλες επιχειρήσεις.

176    Απόσπασμα της οικονομικής μελέτης της 10ης Απριλίου 2007, την οποία προσκόμισε η Dole, επιβεβαιώνει τη μεταβλητότητα των συμβατικών ρυθμίσεων μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά της «μπανάνας», καθώς αναφέρεται ότι «ενίοτε οι εισαγωγείς πωλούσαν πράσινες μπανάνες απευθείας στα σούπερ-μάρκετ, τα οποία εν συνεχεία καταβάλλουν αμοιβή στην επιχείρηση ωριμάνσεως για την παρασχεθείσα υπηρεσία», ότι, «σε άλλες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως αγοράζουν πράσινες μπανάνες από τους εισαγωγείς και διαπραγματεύονται με τους διανομείς για ίδιο λογαριασμό» και ότι, «άλλοι εισαγωγείς διαθέτουν δικές τους επιχειρήσεις ωριμάνσεως, ενώ άλλοι αναθέτουν σε τρίτους την ωρίμανση του προϊόντος τους». Η Chiquita διευκρίνισε επίσης ότι ενίοτε οι εισαγωγείς αναλάμβαναν οι ίδιοι την ωρίμανση των φρούτων, οπότε «πωλούσαν κίτρινες μπανάνες», και ότι ορισμένες επιχειρήσεις λιανικής διέθεταν δικές τους εγκαταστάσεις ωριμάνσεως και «αγόραζαν πράσινες μπανάνες».

177    Επομένως, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, η τιμή που ανακοινώνει ο εισαγωγέας εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει τη πώληση μπανανών: αν πωλεί πράσινες μπανάνες στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως ή σε επιχειρήσεις λιανικής, οι οποίες αναλαμβάνουν την ωρίμανση των φρούτων, ανακοινώνει τιμή αναφοράς για πράσινες μπανάνες· αν αναλαμβάνει ο ίδιος την ωρίμανση, είτε προσφεύγοντας στις υπηρεσίες επιχειρήσεως ωριμάνσεως είτε πραγματοποιώντας την σε εγκαταστάσεις θυγατρικών επιχειρήσεων, και τις πωλεί ώριμες στις επιχειρήσεις λιανικής, χρησιμοποιεί τιμή αναφοράς για κίτρινες μπανάνες.

178    Τρίτον, τονίζεται ότι όλες οι προαναφερθείσες δραστηριότητες εντάσσονται σε ενιαίο χρονικό «πλαίσιο», το οποίο οι Dole και Chiquita περιέγραψαν κατά τρόπο πανομοιότυπο κατά τη διοικητική διαδικασία.

179    Η Dole και η Chiquita περιγράφουν τη χρονολογική αλληλουχία της διαθέσεως των μπανανών στο εμπόριο, η οποία διαρθρώνεται σε κύκλους τριών εβδομάδων ως εξής:

–        το πρωί της Πέμπτης της πρώτης εβδομάδας: οι εισαγωγείς καθορίζουν τις τιμές αναφοράς για τις μπανάνες και τις ανακοινώνουν στους πελάτες τους·

–        το απόγευμα της Πέμπτης της πρώτης εβδομάδας και έως το τέλος της εβδομάδας αυτής, ή ακόμη και έως τη Δευτέρα της δεύτερης εβδομάδας: οι εισαγωγείς διαπραγματεύονται τις τιμές συναλλαγής με τους αγοραστές·

–        τη Δευτέρα της δεύτερης εβδομάδας (ενίοτε στο τέλος της πρώτης εβδομάδας): τα πλοία φτάνουν στα ευρωπαϊκά λιμάνια και οι μπανάνες εκφορτώνονται και μεταφέρονται σε εγκαταστάσεις ωριμάνσεως·

–        στην αρχή της τρίτης εβδομάδας (ενίοτε στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας): οι ώριμες μπανάνες διατίθενται στην αγορά προς κατανάλωση.

180    Το χρονοδιάγραμμα αυτό αντιστοιχεί στη διαπίστωση που διατυπώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μπανάνες είτε παραδίδονταν απευθείας στους αγοραστές, όσον αφορά τις πράσινες μπανάνες, είτε υποβάλλονταν σε ωρίμανση και παραδίδονταν περίπου μια εβδομάδα αργότερα, όσον αφορά τις κίτρινες μπανάνες, διαπίστωση η οποία συνοψίζει την ενιαία διαδικασία διανομής και τονίζει την ανελαστική σχετικώς διάρκεια της ωριμάνσεως για όλες τις μπανάνες.

181    Οι προσφεύγουσες παραθέτουν, στο σημείο 34 της προσφυγής, το προαναφερθέν χρονοδιάγραμμα, επισημαίνοντας ότι «η αγορά της μπανάνας» ακολουθούσε ανέκαθεν ένα αυστηρά προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα σε εβδομαδιαία βάση, όσον αφορά τον τρόπο και τον χρόνο των διαπραγματεύσεων μεταξύ των «εισαγωγέων και των πελατών τους». Εκτός της γενικής αυτής επισημάνσεως σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας μιας ενιαίας αγοράς η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των εισαγωγέων, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι η διαμόρφωση του χρονοδιαγράμματος αυτού οφείλεται σε αντικειμενικούς και επιτακτικούς λόγους, δηλαδή το γεγονός ότι η μπανάνα είναι εξαιρετικά ευπαθές προϊόν και για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητος ο άμεσος καθορισμός της τιμής συναλλαγής, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διάθεση στην αγορά των φορτίων που έφταναν κάθε εβδομάδα.

182    Σημειωτέον ότι η διάθεση στο εμπόριο των κίτρινων μπανανών μάρκας Dole και Chiquita πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο του προπεριγραφέντος κύκλου των τριών εβδομάδων, μέσω θυγατρικών ή συνδεδεμένης εταιρίας ωριμάνσεως-διανομής, με τον καθορισμό τιμής αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες, η οποία ανακοινώνονταν στις επιχειρήσεις λιανικής το πρωί της Πέμπτης της δεύτερης εβδομάδας.

183    Όπως προκύπτει από δήλωση της Chiquita, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα C 5 του υπομνήματος απαντήσεως, σχετικά με συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε ορισμένες σκανδιναβικές χώρες, και από το περιεχόμενο ηλεκτρονικής επιστολής που απέστειλε στις 2 Ιανουαρίου 2003 εργαζόμενος της Atlanta σε εργαζόμενο της Chiquita, η «κίτρινη» τιμή αναφοράς καθοριζόταν ενόσω διαρκούσε η διαδικασία ωριμάνσεως των μπανανών, δηλαδή κατά τη δεύτερη εβδομάδα, και οι μπανάνες αυτές παραδίδονταν στις επιχειρήσεις λιανικής την επόμενη εβδομάδα, δηλαδή στην αρχή της τρίτης εβδομάδας.

184    Κατά τις δηλώσεις της Dole, το χρονοδιάγραμμα διανομής των κίτρινων μπανανών από τις Saba και VBH ήταν αντίστοιχο αυτού της Atlanta (παράρτημα Β 9), δηλαδή η «κίτρινη τιμή» ανακοινώνονταν στους πελάτες την Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας για τα φρούτα που υποβάλλονταν σε διαδικασία ωριμάνσεως, έχοντας αγοραστεί πράσινα την προηγούμενη εβδομάδα, οι δε κίτρινες μπανάνες παραδίδονταν στις επιχειρήσεις λιανικής στην αρχή της επόμενης εβδομάδας.

185    Τρίτον, επισημαίνεται συναφώς ότι η περιγραφή της αγοράς ως χαρακτηριζόμενης από τη συνύπαρξη και τη χρονική σύμπτωση των δραστηριοτήτων πωλήσεως πράσινων και κίτρινων μπανανών από τις Dole και Chiquita συμπίπτει με τη διαπίστωση της Επιτροπής περί παράνομης συμπαιγνίας μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων.

186    Συναφώς, οι δηλώσεις της Dole και της Chiquita, καθώς και τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων αυτών πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των δύο αυτών στοιχείων.

187    Πρώτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι Dole και Chiquita, κατά τις διάφορες μεταξύ τους επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, συζητούσαν τις συνθήκες που επικρατούν ως προς την προσφορά και τη ζήτηση, δηλαδή για τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση, ήτοι τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονταν οι τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, καθώς επίσης συζητούσαν ή αποκάλυπταν τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα, πριν τον καθορισμό των εν λόγω τιμών αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 148, 182 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

188    Με την προφορική δήλωση αριθ. 28 η Chiquita, περιγράφοντας τις επαφές της με την Dole, ανέφερε ότι «η Chiquita και η Dole συζητούσαν για τις ευρωπαϊκές τιμές, δηλαδή για την “επίσημη τιμή” στη Γερμανία για τις πράσινες μπανάνες». Υπενθυμίζεται ότι στις εσωτερικές εκθέσεις σχετικά με τις τιμές της Chiquita απαντά συστηματικά η φράση «Γερμανία (Euro) Κίτρινες», ακολουθούμενη από μια τιμή, κατόπιν, στην ίδια γραμμή, η αναγραφή άλλης τιμής, χαμηλότερης κατά 2 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στο «ευρωπαϊκή τιμή», δηλαδή στην «πράσινη τιμή» της Chiquita.

189    Η Chiquita ανέφερε επιπλέον ότι η «πράσινη τιμή» στη Γερμανία, για την οποία συζητούσε με την Dole, «κάλυπτε και τις αντίστοιχες τιμές για τις άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης».

190    Η Επιτροπή τονίζει ότι από τα έγγραφα που εντοπίστηκαν στα γραφεία της Dole κατά τον επιτόπιο έλεγχο προκύπτει ότι αυτή όριζε την τιμή «Βόρεια Ευρώπη ΕΕ 15», την οποία η εν λόγω επιχείρηση περιγράφει ως τιμή για τη Γερμανία, πράγμα που δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διευκρίνιση της Chiquita (αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Dole αναφέρει ότι, «σε κάθε περίπτωση, όλοι οι ανταγωνιστές γνώριζαν ότι οι τιμές αναφοράς [που συζητούνταν κατά τις κατά τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών] αφορούσαν τις αγορές [εμπιστευτικό] των χωρών της ΕΕ15» (αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

191    Ερωτηθείσα στο πλαίσιο αιτήσεως παροχής πληροφοριών σχετικά με τις τιμές οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των Dole και Chiquita ή γνωστοποιούνταν κατά τις «επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών», η Dole απάντησε ότι «η τιμή αναφοράς αφορούσε τις αγορές της Βόρειας Ευρώπης ΕΕ15».

192    Υπενθυμίζεται ότι στη σελίδα 130 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων η Dole ανέφερε ότι «ο [H.] διευκρίνιζε ότι ο ίδιος και ο [B.] έλεγαν ενίοτε ότι ανέμεναν αύξηση των τιμών κατά 1 ή κατά 0,50 ευρώ, χωρίς όμως να έχει ποτέ υπάρξει συμφωνία για αύξηση των τιμών» και ότι «οι εν λόγω άνδρες απλώς αντάλλασσαν προσωπικές απόψεις σχετικά την ενδεχόμενη εξέλιξη των τιμών αναφορά της Chiquita και της Dole» (αιτιολογική σκέψη 158 και αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποσημείωση 217).

193    Όσον αφορά τις συζητήσεις για τις ενδεικτικές τιμές αναφοράς ή τις τάσεις των τιμών, η ίδια η Dole φρονεί ότι «τούτο συνέβαινε τις μισές περίπου φορές κατά τις συζητήσεις το απόγευμα της Τετάρτης με την Chiquita» (αιτιολογική σκέψη 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

194    Από τις δηλώσεις της Dole και της Chiquita, καθώς και από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις επικοινωνούσαν μεταξύ τους, σε πνεύμα απόλυτης αμοιβαίας κατανόησης, με αντικείμενο την τιμή της πράσινης μπανάνας για τη Βόρεια Ευρώπη.

195    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι διεξάγονταν διμερείς συζητήσεις ούτε τις διαπιστώσεις τις Επιτροπής, αλλά επιδιώκουν να υποβαθμίσουν το περιεχόμενο των προσαπτόμενων επαφών, χαρακτηρίζοντάς τες ως ανώδυνες συζητήσεις σχετικά με τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, συζητήσεις οι οποίες επίσης εντάσσονται σε ένα παγιωμένο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων, το λεγόμενο «ράδιο μπανάνα», όπως κοινώς ονομαζόταν στον συγκεκριμένο κλάδο.

196    Το περιεχόμενο των διμερών επαφών, όπως αυτό προκύπτει από τις δηλώσεις της ίδιας της Dole, αναιρεί την προτεινόμενη από τις προσφεύγουσες ερμηνεία, καθώς και τη θέση ότι οι δραστηριότητες της Dole και της Chiquita στην αγορά της μπανάνας είναι απολύτως διαχωρισμένες και δεν συμπίπτουν χρονικά μεταξύ τους.

197    Δεύτερον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η τιμή αναφοράς των πράσινων μπανανών έχει καθοριστική σημασία για τον καθορισμό της τιμής των κίτρινων μπανανών.

198    Όπως προκύπτει από σκέψεις 157 έως 161 ανωτέρω, από την εξέταση των εσωτερικών εκθέσεων σχετικά με τις τιμές της Chiquita προκύπτει ότι η «κίτρινη τιμή» αντιστοιχούσε στην «πράσινη τιμή» προσαυξημένη κατά 2 ευρώ, ως έξοδα ωριμάνσεως.

199    Η Dole παραδέχθηκε ρητώς και παρέσχε διευκρινίσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της τιμής των πράσινων μπανανών και της τιμής των κίτρινων μπανανών.

200    Καταρχάς, η Dole διευκρίνισε, κατά τη διοικητική διαδικασία (παράρτημα Β 9), ότι η τιμή αγοράς των πράσινων μπανανών αποτελούσε τη βάση καθορισμού της τιμής των κίτρινων μπανανών, τις οποίες πωλούσαν οι εταιρίες Saba, Kempowski και η γαλλική θυγατρική της. Στο πλαίσιο της περιγραφής της δραστηριότητας της εν λόγω θυγατρικής, η Dole διευκρίνισε επίσης ότι η τιμή της πράσινης μπανάνας αποτελούσε τη βάση για τον καθορισμό των τιμών για τις κίτρινες μπανάνες, οι οποίες εν συνεχεία γνωστοποιούνταν στους πελάτες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίας ή τηλεφωνικής επικοινωνίας.

201    Η Dole διευκρίνισε ότι η βελγική θυγατρική της VBH γνωστοποιούσε σε ορισμένους πελάτες της (Metro, Delhaize, Carrefour) την τιμή της εβδομάδας για μπανάνες που παραδίδονταν κίτρινες, η τιμή δε αυτή βασιζόταν στην τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες που είχε γνωστοποιηθεί από την DFFE, προσαυξημένη κατά το ποσό που είχε συμφωνηθεί με τη σύμβαση μεταξύ της VBH και του πελάτη της. Η Dole ανέφερε ότι «η εν λόγω κίτρινη τιμή περιελάμβανε τα έξοδα ωριμάνσεως, παραδόσεως και διανομής, την αποξήρανση, τη συσκευασία και άλλες εργασίες επί του προϊόντος που ενδεχομένως ζητούσε ο πελάτης» και ότι «η τιμή, συνεπώς, μεταβαλλόταν σε συνάρτηση με την πράσινη τιμή εκάστης εβδομάδας και τις προσαυξήσεις». Η Dole διευκρίνισε ακόμη ότι «οι συμβάσεις με τις επιχειρήσεις λιανικής […] περιείχαν μαθηματικό τύπο υπολογισμού της τιμής (δηλαδή κίτρινη τιμή = πράσινη τιμή γνωστοποιηθείσα από την DFFE + επιπλέον ποσά λόγω ειδικών εργασιών επί του προϊόντος και κόστους μεταφοράς – εκπτώσεις)».

202    Αφού υποστήριξαν, με την προσφυγή, ότι οι θυγατρικές της Dole καθόριζαν την τιμή των κίτρινων μπανανών «χωρίς να λαμβάνουν καθόλου υπόψη την τιμή της πράσινης μπανάνας», οι προσφεύγουσες προέβαλαν, με το υπόμνημα απαντήσεως (υποσημείωση 5), ότι είναι μεν ακριβές ότι η VBH καθόρισε τις τιμές έναντι τριών πελατών κατά τον τρόπο που περιγράφεται στην προηγούμενη σκέψη, πλην όμως τούτο συνέβη «μετά» το πέρας της υποτιθέμενης παραβάσεως. Η VBH εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή καθορισμού των τιμών, μεταξύ άλλων ως προς την Delhaize και την Carrefour, το 2004 και το 2005, και ως προς τη Metro από το 2004 έως 2006. Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι για τις συμβάσεις αυτές έγινε λόγος με την απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2006, υπό τον τίτλο «Από το 2000 έως σήμερα». Όταν η Επιτροπή περιόρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη διάρκεια της διαπιστωθείσας παραβάσεως στο διάστημα 2000-2002, δεν εξέτασε αν οι παρασχεθείσες πληροφορίες αφορούσαν το διάστημα αυτό.

203    Διαπιστώνεται ότι από την εξέταση των παραρτημάτων του υπομνήματος αντικρούσεως δεν προκύπτει καμία ένδειξη που να τεκμηριώνει τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή του συγκεκριμένου τρόπου καθορισμού των τιμών. Οι προσφεύγουσες, εξάλλου, δεν προσκόμισαν συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν τα λεγόμενά τους, ούτε καν ενδείξεις όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η VBH καθόριζε τις τιμές της από το 2000 έως 2002. Ήταν σαφές ότι, σύμφωνα με την αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2006, η παράβαση άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2000. Δεδομένου, όμως, ότι η Dole δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προς περιορισμό της διάρκειας εφαρμογής του συγκεκριμένου τρόπου καθορισμού των τιμών στις συμβάσεις μεταξύ της VBH και των πελατών της Metro, Delhaize και Carrefour, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η απάντηση αυτή να καλύπτει το σύνολο της διάρκειας της παραβάσεως, περιλαμβανομένου του διαστήματος από το 2000 έως το 2002.

204    Εν πάση περιπτώσει, πέραν των χρονικής φύσεως ζητημάτων, οι δηλώσεις αυτές της Dole κατά τη διοικητική διαδικασία επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις της Chiquita και τις ενδείξεις που παραθέτουν οι προσφεύγουσες με την προσφυγή όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της τιμής των πράσινων μπανανών και της τιμής των κίτρινων, εννοιών οι οποίες ήταν γνωστές στην αγορά πριν, κατά και μετά τη διάρκεια της παραβάσεως που προσδιορίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

205    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, με την προσφυγή τους (σημείο 41), ότι η DFFE πωλούσε πράσινες μπανάνες διά εβδομαδιαίων συμφωνιών ή μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων εφοδιασμού, βάσει μαθηματικού τύπου καθορισμού της τιμής, οι οποίες ονομάζονταν «συμβάσεις Aldi plus». Οι προσφεύγουσες αναφέρουν, συναφώς, ότι, «μολονότι οι συμβάσεις αυτές αφορούσαν την πώληση πράσινων μπανανών σε επιχειρήσεις ωριμάνσεως[-]διανομής, οι τιμές βασίζονταν στις τιμές που είχε ορίσει η Aldi για την αγορά κίτρινων μπανανών, μετατρεπόμενη σε τιμή για πράσινες μπανάνες» και ότι «η μετατροπή αυτή πραγματοποιούνταν διά της αφαιρέσεως από την (κίτρινη) τιμή της Aldi πάγια έξοδα 3,07 ευρώ ανά κιβώτιο, για τη μεταφορά των (πράσινων) μπανανών από το λιμάνι στις εγκαταστάσεις ωριμάνσεως, τα έξοδα προσυσκευασίας και τα έξοδα μεταφοράς από τις εγκαταστάσεις ωριμάνσεως στο κέντρο διανομής της Aldi».

206    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το κύριο στοιχείο για τον καθορισμό της πραγματικής τιμής των μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη ήταν η τιμή που όριζε η Aldi, σημαντικότατη επιχείρηση λιανικής της γερμανικής αγοράς, της μεγαλύτερης της Βόρειας Ευρώπης, η δε Aldi αγόραζε μόνο κίτρινες μπανάνες χωρίς μάρκα. Οι προσφεύγουσες διατείνονται, με το σημείο 47 της προσφυγής, ότι «η “τιμή Aldi” για τις κίτρινες μπανάνες αποτελούσε την τιμή αναφοράς για όλους τους αγοραστές μπανανών, πράσινων ή κίτρινων, στη Βόρεια Ευρώπη». Υποστηρίζουν ότι, ως εκ τούτου, η «τιμή Aldi» για τις κίτρινες μπανάνες αποτελούσε την τιμή αναφοράς για την πώληση πράσινων μπανανών.

207    Επισημαίνεται, τέλος, ότι, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας τους περί απαραίτητου διαχωρισμού των πράσινων μπανανών από τις κίτρινες μπανάνες, προς στήριξη της αιτιάσεως ότι ο τρόπος με τον οποίο η Dole και η Chiquita ασκούσαν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους δεν είναι συμβατός με την προσαπτόμενη συμπαιγνία, οι προσφεύγουσες κάνουν λόγο για αυτοτέλεια της Saba, της Kempowski, της VBH και της Dole France κατά τον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής τους.

208    Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, διότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ διαπράχθηκε από την Dole, που είναι η επικεφαλής εταιρία του ομίλου Dole, και ότι η εν λόγω επιχείρηση, ενώ αρνείται ότι ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εντούτοις δε αμφισβήτησε, κατά τη δίκη, την ευθύνη που υπέχει ως μητρική εταιρία του ομίλου Dole.

209    Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες απλώς γνωστοποίησαν μόνο τις δηλώσεις των διευθυντών των εταιριών Kempowski και Saba (παραρτήματα A 15 και 16 της προσφυγής), προς απόδειξη της αυτοτέλειάς τους, παραδεχόμενες ότι αυτές ήταν θυγατρικές εταιρίες υπό τον αποκλειστικό έλεγχο της Dole, η δεύτερη εξ αυτών μετά την 1η Ιανουαρίου 2005.

210    Σημειωτέον ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία (παράρτημα Β 9), η Dole ανέφερε ότι όλες τις πωλήσεις της Dole προς τη Saba τις διαχειριζόταν το αρμόδιο για τη Βόρεια Ευρώπη εμπορικό τμήμα της Dole, δηλαδή η DFFE, η οποία ενεργούσε αυτοτελώς σε σχέση με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Dole στη Saba (παράρτημα B 9 του υπομνήματος αντικρούσεως). Η Dole διευκρίνισε επίσης ότι η VBH αγόραζε μπανάνες από την DFFE και ότι, κάθε Πέμπτη, η DFFE ανακοίνωνε στη VBH την τιμή της επόμενης εβδομάδας για τις πράσινες μπανάνες (δηλαδή την τιμή αναφοράς της Dole). Κατά την Dole, η VBH δεν είχε καμία επιρροή στον καθορισμό ή στην τροποποίηση της τιμής για τις πράσινες μπανάνες, διότι δεν ενεργούσε ως εισαγωγέας, αλλά μόνον ως επιχείρηση ωριμάνσεως και διανομής (παράρτημα B 9 του υπομνήματος αντικρούσεως).

211    Εν πάση περιπτώσει, τα περί αυτοτέλειας των θυγατρικών της Dole δεν αρκούν προς αμφισβήτηση του ότι η τιμή της πράσινης μπανάνας αποτελούσε τη βάση για την τιμή της κίτρινης μπανάνας.

212    Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες ανέφεραν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι τιμές αναφοράς της Dole για τις πράσινες μπανάνες, οι οποίες καθορίζονταν την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας, αποτύπωναν τις συνθήκες που αναμένονταν στην αγορά της λιανικής την τρίτη εβδομάδα, υπενθυμιζομένου ότι, μετά την ωρίμανση των φρούτων κατά τη δεύτερη εβδομάδα, οι κίτρινες μπανάνες παραδίδονταν στις επιχειρήσεις λιανικής στην αρχή της τρίτης εβδομάδας.

213    Τέλος, η τελευταία αυτή επισήμανση συσχετίζεται με το περιεχόμενο των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ της Dole και της Chiquita, όπως αυτό προκύπτει από τα λεγόμενα των επιχειρήσεων αυτών.

214    Η Chiquita διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι αξιολογούσε, από κοινού με την Dole «τις πωλήσεις και άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές της επόμενης εβδομάδας» και ότι η Chiquita και η Dole «αλληλοενημερώνονταν όσον αφορά τους όρους των λιανικών πωλήσεών τους, δηλαδή τις πωλήσεις κίτρινων μπανανών» (αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

215    Η Dole επιβεβαίωσε ότι οι επαφές της με την Chiquita είχαν ως αντικείμενο «τις συνθήκες της αγοράς» και ότι στα αξιολογούμενα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της αγοράς περιλαμβανόταν «τα αποθέματα κίτρινων μπανανών στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως» (αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

216    Σημειωτέον ότι, όσον αφορά τις επαφές της με τη Weichert, ως προς την οποία δεν υποστηρίζεται ότι δραστηριοποιούνταν αποκλειστικά στην πώληση κίτρινων μπανανών, η Dole ανέφερε ότι, το απόγευμα της Τετάρτης γινόταν συζήτηση σχετικά με το πώς αυτή και η Weichert «έβλεπαν την αγορά την τρέχουσα εβδομάδα και το πώς εκτιμούσαν ότι θα κινηθεί η αγορά την επόμενη εβδομάδα»». Η Dole ανέφερε επιπλέον ότι «γινόταν εκτίμηση της αναμενόμενης ζήτησης στην αγορά, στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς (π.χ. αν υπάρχουν πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια ή για τα αδιάθετα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως λόγω μειώσεως των παραγγελιών των σούπερ-μάρκετ συνεπεία της μειώσεως της καταναλωτικής ζήτησης)» (αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως και απάντηση της Dole στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 30ής Μαρτίου 2006).

217    Τα προεκτεθέντα εμφαίνουν τη σημασία της διαπιστώσεως περί συνεννοήσεως μεταξύ Dole και Chiquita ενόψει του καθορισμού, κατά την πρώτη εβδομάδα, της τιμής των πράσινων μπανανών, η οποία ανακοινωνόταν στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως-διανομής και στις επιχειρήσεις λιανικής οι οποίες αναλάμβαναν οι ίδιες την ωρίμανση των φρούτων, και αποτελούσε τη βάση για τον καθορισμό της τιμής των κίτρινων μπανανών, η οποία ανακοινωνόταν στις επιχειρήσεις λιανικής την πρώτη ή τη δεύτερη εβδομάδα, ανάλογα με τον τρόπο διανομής των φρούτων, τα οποία παραδίδονταν στην αρχή της τρίτης εβδομάδας.

218    Τέταρτον, τα δύο σημαντικότερα έγγραφα που επικαλούνται οι προσφεύγουσες προς στήριξη της θέσεώς τους ότι οι Chiquita και Dole καθόριζαν τιμές αναφοράς για διαφορετικά προϊόντα, διαφορετικούς πελάτες και σε διαφορετικές εβδομάδες εντός του κύκλου των τριών εβδομάδων, βάσει του οποίου λειτουργούσε η αγορά της μπανάνας, πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της ανωτέρω περιγραφόμενης λειτουργίας της αγοράς της μπανάνας.

219    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται, πρώτον, δήλωση της Chiquita, συνημμένη στο υπόμνημα απαντήσεως, σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούσε σε ορισμένες σκανδιναβικές χώρες, σύμφωνα με την οποία, «κατά κανόνα, οι αποφάσεις για τον καθορισμό των τιμών λαμβάνονται την εβδομάδα A για την εβδομάδα B, δηλαδή το φρούτο που πωλείται την Πέμπτη παραδίδεται την επόμενη εβδομάδα» και ότι, «όταν διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις με τους πελάτες, το φρούτο υποβάλλεται σε ωρίμανση».

220    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται, περαιτέρω, το περιεχόμενο ηλεκτρονικής επιστολής που απέστειλε στις 2 Ιανουαρίου 2003 εργαζόμενος της Atlanta σε εργαζόμενο της Chiquita, η οποία έχει ως εξής:

«Αντιλαμβάνομαι ότι η Chiquita παγίως ακολουθεί την τιμή που καθόριζε η Dole κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες (μείωνε, δηλαδή, τις τιμές της), στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι δυνατόν και δεν πρέπει να ακολουθήσει τη σύσταση της Dole. Συγκεκριμένα, η τιμή της Chiquita αφορά τις κίτρινες μπανάνες και παραδόσεις για τη Δευτέρα της επόμενης εβδομάδας. Η τιμής αναφοράς της Dole, η οποία σήμερα το πρωί αυξήθηκε αρχικώς κατά 0,50 ευρώ, αφορά, αντιθέτως, τις πράσινες μπανάνες, οι οποίες θα γίνουν κίτρινες δυο εβδομάδες αργότερα.»

221    Από την εξέταση του περιεχομένου του μηνύματος αυτού προκύπτει ότι αυτό αφορά τροποποίηση της ήδη ανακοινωθείσας στους πελάτες τιμής αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες μάρκας Chiquita που διανέμονταν από την Atlanta, κατόπιν αυξήσεως της τιμής αναφοράς των πράσινων μπανανών της Dole το πρωί που εστάλη το ως άνω μήνυμα, δηλαδή το πρωί της Πέμπτης 2 Ιανουαρίου 2003. Το γεγονός ότι το μήνυμα αυτό εστάλη αμέσως μετά το πέρας της παραβάσεως και ότι σε αυτό γίνεται λόγος για μεταβολές των τιμών κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες του 2002 σημαίνει ότι το συγκεκριμένο μήνυμα αποτελεί στοιχείο πρόσφορο για την κατανόηση της λειτουργίας της οικείας αγοράς.

222    Όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 182 έως 184 ανωτέρω, τα δύο αυτά έγγραφα αφορούν μία από τις μεταβλητές που σχετίζονται με το εμπόριο της μπανάνας, εν προκειμένω το γεγονός ότι ο εισαγωγέας πωλεί πράσινες μπανάνες σε θυγατρική ή σε συνδεδεμένη εταιρία που λειτουργεί ως επιχείρηση ωριμάνσεως και διανομής, η οποία εν συνεχεία εμπορεύεται τις μπανάνες με την τιμή αναφοράς που καθορίζεται για τις κίτρινες μπανάνες την Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας, ενώ τα φρούτα βρίσκονται στο στάδιο της ωριμάνσεως, οι δε κίτρινες μπανάνες παραδίδονται στις επιχειρήσεις λιανικής στην αρχή της τρίτης εβδομάδας.

223    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η κατάσταση αυτή δεν αποδεικνύει ότι η διάθεση των μπανανών της Dole και της Weichert στο εμπόριο δεν γινόταν ταυτόχρονα με αυτή των μπανανών της Chiquita και ότι οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών δεν συνέπιπταν, οπότε δεν θα ήταν δυνατόν να έχουν προβεί στη συνεννόηση που τους προσάπτεται.

224    Συγκεκριμένα, η προαναφερθείσα κατάσταση εντάσσεται οπωσδήποτε στην ενιαία χρονική αλληλουχία που περιγράφουν οι ίδιες οι προσφεύγουσες και παρατίθεται στη σκέψη 179 ανωτέρω.

225    Στην ως άνω ηλεκτρονική επιστολή γίνεται λόγος για αυξητικές τάσεις της τιμής αναφοράς των διακινούμενων από την Atlanta κίτρινων μπανανών μάρκας Chiquita, η οποία καθορίζεται και ανακοινώνεται την Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας για φρούτα υπό ωρίμανση, τα οποία έχουν φτάσει πράσινα τη Δευτέρα της δεύτερης εβδομάδας και πρέπει να παραδοθούν κίτρινα στην αρχή της τρίτης εβδομάδας, κατόπιν αυξήσεως της τιμής αναφοράς των πράσινων μπανανών της Dole, η οποία καθορίζεται και ανακοινώνεται επίσης την Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας, για φρούτα που πρόκειται να φτάσουν πράσινα τη Δευτέρα της τρίτης εβδομάδας και να παραδοθούν κίτρινα δύο εβδομάδες αργότερα, στις αρχές της τέταρτης εβδομάδας.

226    Η ως άνω περιγραφόμενη κατάσταση δεν πρέπει να εξεταστεί μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο μιας αγοράς η οποία λειτουργεί συνεχώς, αρχής γενομένης με την άφιξη στην αρχή της εβδομάδας φορτίου εισαγόμενων από τις Chiquita και Dole πράσινων μπανανών στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίες στη συνέχεια αποστέλλονται σε εγκαταστάσεις ωριμάνσεως επίσης για μία εβδομάδα και κατόπιν διατίθενται στην αγορά ως κίτρινες μπανάνες μάρκας Dole και Chiquita. Τόσο οι μπανάνες μάρκας Dole όσο και οι μπανάνες μάρκας Chiquita είναι στην αρχή πράσινες, κατόπιν υποβάλλονται σε ωρίμανση και γίνονται κίτρινες και εν συνεχεία τοποθετούνται στα ίδια τμήματα των σούπερ-μάρκετ, ή άλλων επιχειρήσεων λιανικής, προς κατανάλωση από τους τελικούς καταναλωτές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και με βάση το ίδιο χρονοδιάγραμμα.

227    Επομένως, οι κίτρινες μπανάνες της Chiquita, για τις οποίες γίνεται λόγος στην ηλεκτρονική επιστολή του εργαζομένου της Atlanta, αποτελούσαν μέρος φορτίου πράσινων μπανανών που είχε φτάσει στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης στην αρχή της δεύτερης εβδομάδας και για το οποίο είχε οριστεί τιμή αναφοράς για πράσινες μπανάνες την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, είχε φτάσει φορτίο πράσινων μπανανών της Dole, για τις οποίες καθορίστηκε τιμή αναφοράς.

228    Όλες αυτές οι μπανάνες επρόκειτο να διοχετευθούν στην αγορά, προς κατανάλωση, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή περίπου μια εβδομάδα μετά την εκφόρτωσή τους και τη μεταφορά τους στις εγκαταστάσεις ωριμάνσεως, ανάλογα με την περίπτωση, δηλαδή στην αρχή της τρίτης εβδομάδας.

229    Η διαπίστωση αυτή πρέπει να συσχετιστεί με άλλη επισήμανση του εργαζομένου της Atlanta.

230    Με την ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Ιανουαρίου 2003 ο εν λόγω εργαζόμενος επικρίνει την αύξηση της ήδη ανακοινωθείσας στους πελάτες τιμής αναφοράς της κίτρινης μπανάνας. Χαρακτηρίζει την απόφαση αυτή «εμπορικά εσφαλμένη», διότι «αυξήθηκε η διαφορά τιμής στην αγορά» και «θα είναι δυσχερέστερο για την Chiquita να διατηρήσει τους πελάτες της την επόμενη εβδομάδα».

231    Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει, εκτός της σημασίας των αποκλίσεων των τιμών μεταξύ των μπανανών διαφορετικής μάρκας, την ύπαρξη ανταγωνιστικής προσφοράς για τις κίτρινες μπανάνες κατά την τρίτη εβδομάδα. Κατά το ίδιο, όμως, χρονικό σημείο διοχετεύονται στην αγορά λιανικής οι μπανάνες μάρκας Dole, οι οποίες είχαν φτάσει στα λιμάνια στην αρχή της δεύτερης εβδομάδας και διανεμήθηκαν κίτρινες από τις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, είτε ανεξάρτητες είτε θυγατρικές των επιχειρήσεων αυτών.

232    Σε συνδυασμό με αυτές τις χρονολογικής φύσεως εκτιμήσεις, οι οποίες απορρέουν από την ανάλυση του εγγράφου που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, πρέπει επιπλέον να αναφερθεί και να υπομνηστεί ότι το πρώτο στάδιο εμπορίας ενός φορτίου μπανανών σε μια συγκεκριμένη εβδομάδα συνίστατο στον καθορισμό τιμής αναφοράς για πράσινες μπανάνες από όλους τους εισαγωγείς την ίδια ημέρα, την Πέμπτη, η οποία αποτελούσε τόσο την τιμή προσφοράς για πράσινες μπανάνες προς τις επιχειρήσεις ωριμάνσεως-διανομής ή σε επιχειρήσεις λιανικής που αναλαμβάνουν την ωρίμανση των φρούτων όσο και τη βάση της τιμής για τις κίτρινες μπανάνες που ανακοινώνεται στις επιχειρήσεις λιανικής.

233    Επισημαίνεται, τέλος, ότι η συγκεκριμένη ηλεκτρονική επιστολή επιβεβαιώνει ότι η δραστηριότητα της Chiquita ήταν πολυσχιδής και ότι η εν λόγω εταιρία πωλούσε και πράσινες μπανάνες. Συγκεκριμένα, ο εργαζόμενος της Atlanta αναφέρει ότι οι επικρίσεις για την αύξηση της τιμής αναφοράς της Dole είναι άνευ σημασίας σε περίπτωση μειώσεως των τιμών. Επισημαίνει ότι οι μειώσεις των τιμών ισχύουν πάντα όχι μόνο «για την επόμενη πράσινη εβδομάδα», αλλά και για τα φρούτα που βρίσκονται στους θαλάμους ωριμάνσεως.

234    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται το γεγονός ότι οι τιμές αναφοράς δημοσιεύονταν στον επαγγελματικό Τύπο όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε τεύχη του περιοδικού Sospico News, το οποίο κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο πριν την κατάληξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων σύμφωνα με την Dole, όσον αφορά δύο εβδομάδες του 2002, δημοσιεύθηκε πίνακας με τίτλο «Τιμές πωλήσεως μπανανών σε ευρώ στην αγορά του Αμβούργου για παραδόσεις της επόμενης εβδομάδας».

235    Στον πίνακα αυτόν αναγράφονται οι τιμές αναφοράς ανά εισαγωγέα, το εύρος διακυμάνσεως των πραγματικών τιμών ανά εισαγωγέα, πλην της Chiquita, η δε ανώτατη πραγματική τιμή αντιστοιχεί στην τιμή αναφοράς. Επομένως, στο περιοδικό Sopisco News γίνεται λόγος για μία τιμή αναφοράς συγκρίσιμη προς τις τιμές όλων των εισαγωγέων, περιλαμβανομένων της Dole και της Chiquita.

236    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι, όσον αφορά την Chiquita, η επίσημη τιμή που δημοσιευόταν στο περιοδικό αυτό ήταν για τις κίτρινες μπανάνες και ότι δεν δημοσιεύονταν οι πραγματικές τιμές της επιχειρήσεως αυτής, διότι το Sopisco News δεν είχε στη διάθεσή του κανένα στοιχείο σχετικά με τις πωλήσεις πράσινων μπανανών.

237    Ωστόσο, επισημαίνεται ότι οι τιμές αναφοράς της Chiquita, οι οποίες δημοσιεύονται σε δύο αντίτυπα του Sopisco News που προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση, αντιστοιχούν στις τιμές της επιχειρήσεως αυτής για τις πράσινες μπανάνες, όπως οι τιμές αυτές αναγράφονται, υπό τον τίτλο «τρέχουσα εβδομάδα», στις εσωτερικές εκθέσεις σχετικά με τις τιμές της Chiquita της 27ης Ιουνίου και της 18ης Ιουλίου 2002, ενώ η ίδια αντιστοιχία εντοπίζεται και όσον αφορά τις τιμές αναφοράς της Dole και της Del Monte.

238    Το γεγονός ότι δεν περιήλθαν στο Sopisco News στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις πράσινων μπανανών της Chiquita δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν τέτοιες πωλήσεις.

239    Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι ο πίνακας που δημοσιεύεται στο Sopisco News αφορά μόνο τη δραστηριότητα των εισαγωγέων στο λιμάνι του Αμβούργου (Γερμανία), ενώ οι εν λόγω επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν και άλλα λιμάνια, όπως αυτό της Αμβέρσας (Βέλγιο), του Γκέτεμποργκ (Σουηδία), του Bremerhaven (Γερμανία), όπου βρισκόταν η έδρα της Atlanta, και του Zeebrugge (Βέλγιο). Σημειωτέον ότι τα δύο αντίτυπα του Sopisco News που προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση περιλαμβάνουν και ενημερωτικούς πίνακες σχετικά με τις μεταφορές και αφίξεις μπανανών, στους οποίους αναγράφονταν στοιχεία σχετικά με τα ονόματα των πλοίων, τους αποστολείς και τον όγκος των εμπορευμάτων, και τα λιμάνια προορισμού. Διαπιστώνεται ότι το μόνο λιμάνι που δεν χρησιμοποιούσε η Chiquita ως σημείο προορισμού και εκφορτώσεως φορτίων μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη ήταν αυτό του Αμβούργου, ενώ χρησιμοποιούσε τακτικά τα λιμάνια του Γκέτεμποργκ και του Bremerhaven.

240    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι είναι αβάσιμη η αιτίαση των προσφευγουσών, ότι ήταν αδύνατον να υπάρξει παράνομος συντονισμός μεταξύ Dole και Chiquita, λόγω των διαφορών όσον αφορά τον τρόπο της επιχειρηματικής λειτουργίας τους.

241    Σημειωτέον, επιπλέον, ότι, εξαιρουμένων των λόγων δημοσίας τάξεως, τους οποίους ο δικαστής εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η απουσία αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 20011 σ. I‑13125, σκέψη 131).

242    Η εν λόγω δικονομικής φύσεως απαίτηση δεν προσκρούει στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, όσον αφορά τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίσει τα στοιχεία που μπορούν να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη των περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Αυτό που ουσιαστικά ζητείται από τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο δικαστικής προσφυγής είναι να προσδιορίσει τα αμφισβητούμενα στοιχεία της επίδικης αποφάσεως, να διατυπώσει τις σχετικές αιτιάσεις και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να συνίστανται σε σοβαρές ενδείξεις, πρόσφορες να αποδείξουν το βάσιμο των αιτιάσεων (απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 241 ανωτέρω, σκέψη 132).

243    Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι, στο πλαίσιο της οργανώσεως και της λειτουργίας της αγοράς της μπανάνας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι εισαγωγείς-προμηθευτές μπανανών, συμπεριλαμβανομένων των Dole και Chiquita, ήταν σε θέση, μέσω διμερών συζητήσεων, να συντονίζουν κατά τρόπο παράνομο τις τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας για τις μπανάνες που εμπορεύονταν οι ίδιες.

244    Αντιθέτως, οι γραπτές παρατηρήσεις και τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στο Γενικό Δικαστήριο δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο τρόπος επιχειρηματικής λειτουργίας της Dole και της Chiquita αποκλείει τέτοιο συντονισμό, ορισμένες δε από τις εν λόγω παρατηρήσεις και έγγραφα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της συμπαιγνίας που προσάπτεται στις δύο αυτές επιχειρήσεις.

245    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ακόμη ότι η Chiquita πωλούσε κυρίως μπανάνες στη θυγατρική της Atlanta. Επικαλούμενες το μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι η Chiquita είχε συνάψει «συμβάσεις Dole plus», προέβαλαν το επιχείρημα ότι οι εβδομαδιαίες πωλήσεις πράσινων μπανανών από την Chiquita ήταν πολύ περιορισμένες. Προέβαλαν επίσης ότι η Chiquita εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί ως τιμή αναφοράς των πράσινων μπανανών την τιμή αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες.

246    Διαπιστώνεται ότι τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες δεν τεκμηριώνονται από κανένα συγκεκριμένο και αντικειμενικό αποδεικτικό στοιχείο και ότι μόνη η διαπίστωση περί συνάψεως «συμβάσεων Dole plus» δεν αρκεί για να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων πράσινων μπανανών από την Chiquita.

247    Εξάλλου, οι δηλώσεις των προσφευγουσών, ότι η Chiquita καθόριζε τις τιμές πωλήσεως πράσινων μπανανών με βάση την τιμή πωλήσεως των κίτρινων μπανανών, απλώς επιβεβαιώνουν ότι η «πράσινη» και η «κίτρινη» τιμή δεν ήταν έννοιες απολύτως αυτοτελείς, όπως αποδεικνύεται από τη μετατρεψιμότητα των εν λόγω τιμών, σε αντίθεση με τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες.

248    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η αιτίαση ότι, λόγω του τρόπου επιχειρηματικής λειτουργίας τους, δεν ήταν δυνατόν οι Dole και Chiquita να συντονίσουν τις τιμές τους, όπως τους προσάπτει η Επιτροπή.

 Επί του παράνομου συντονισμού των τιμών αναφοράς της Dole, της Chiquita και της Weichert

 Επί του προσδιορισμού των παράνομων επαφών

249    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι οι Επιτροπή δεν προσδιόρισε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τι είδους πληροφοριακά στοιχεία αφορούσαν οι ανταλλαγές που αυτή θεωρεί παράνομες.

250    Από τη διατύπωση της αιτιάσεως προκύπτει ότι με αυτή προσάπτεται στην Επιτροπή μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ.

251    Η Επιτροπή περιγράφει το περιεχόμενο των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών στο σημείο 4.4.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι συγκεκριμένες διμερείς επαφές διενεργούνταν τηλεφωνικώς και ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις της ανέφεραν ότι δεν υπήρχαν σημειώσεις ή πρακτικά σχετικά με τις επαφές αυτές, διευκρινίζοντας, εν συνεχεία, ότι στηρίχθηκε στις δηλώσεις των εν λόγω επιχειρήσεων και σε έγγραφα σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να περιγράψει με επαρκή ακρίβεια το περιεχόμενο των επίμαχων διμερών επαφών.

252    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι Dole και Chiquita, όπως επίσης οι Dole και Weichert, συζητούσαν, στο πλαίσιο των επαφών τους, για τις συνθήκες που επικρατούν ως προς την προσφορά και τη ζήτηση, δηλαδή για τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση, ήτοι τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονταν οι τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, καθώς και ότι συζητούσαν ή αποκάλυπταν τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα, πριν τον καθορισμό των εν λόγω τιμών αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 148, 182 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

253    Προς στήριξη της θέσεως αυτής, η Επιτροπή παραθέτει σχετικές δηλώσεις της Dole και της Chiquita στις αιτιολογικές σκέψεις 149 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως εξής:

«(149) Όταν η Chiquita γνωστοποίησε στην Επιτροπή για τις επαφές της με την Dole, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, ανέφερε ότι συζητούσαν για τις συνθήκες της αγοράς και τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των τιμών, καθώς και τις επίσημες τιμές για τις μπανάνες. Η Chiquita διευκρίνισε αργότερα, με τις δηλώσεις επιχειρήσεως, τις αρχικές δηλώσεις της. Αναφέρει ότι οι επαφές το απόγευμα της Τετάρτης “αφορούσαν εν γένει την κατάσταση στην αγορά και άλλες σημαντικές παραμέτρους, καθώς και τις εν γένει προθέσεις όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική” […] Σύμφωνα με την Chiquita, κατά τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, ο [B.] (Chiquita) και ο [H.] (Dole) “αξιολογούσαν τις πωλήσεις και τις άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές ενόψει του καθορισμού των τιμών για την επόμενη εβδομάδα”. […] “Περαιτέρω, οι Chiquita και Dole γνωστοποιούσαν αμοιβαίως τις λιανικές πωλήσεις τους, δηλαδή τις πωλήσεις κίτρινων μπανανών (Abverkauf)” […]

(150) Η Chiquita υποστηρίζει ότι “η Dole ανέφερε εν γένει αν οι τιμές της για επόμενη εβδομάδα πρόκειται, συγκρινόμενες προς τις τιμές της τρέχουσας εβδομάδας, ‘να αυξηθούν’ (gehen wir hoch), ‘να μειωθούν’ (gehen wir runter) ή ‘να παραμείνουν αμετάβλητες’ (bleiben wir beim Preis stehen), σε σχέση με την Chiquita. Η απάντηση της Chiquita μπορούσε να είναι μια δήλωση όπως ‘αυτό φαίνεται εύλογο’ ή ‘θα δούμε τι θα κάνουμε’. Ενίοτε η Chiquita διευκρίνιζε τις προθέσεις της για την επόμενη εβδομάδα”. Κατά την Chiquita, στο πλαίσιο σχεδόν όλων των επαφών αυτών, οι [B.] και [H.] συζητούσαν για τις προθέσεις των εν λόγω επιχειρήσεων όσον αφορά τις τιμές.

(151) Η Chiquita παραδέχεται ότι “[…] αντικείμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ [B.] και [H.] ήταν εν τέλει η εκτίμηση των πιθανοτήτων αυξήσεως των τιμών κατά την επόμενη εβδομάδα, δηλαδή το αν και η άλλη επιχείρηση είχε την πρόθεση να αυξήσει τις τιμές της Ήταν σημαντικό να γνωρίζουν αν υπήρχε περιθώριο αυξήσεως των τιμών”. Η Chiquita δηλώνει ότι, “εάν δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις μεταβολές των τιμών της επόμενης εβδομάδας θεωρείτο ότι η μεταβολή της τιμής, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, θα είναι 0,50 ευρώ. Ενίοτε, ωστόσο, οι Dole και Chiquita συζητούσαν και για το πόσο θα αυξήσουν ή θα μειώσουν τις τιμές (π.χ., ‘πρέπει να αυξήσουμε την τιμή κατά 1 ευρώ’)”.

(152) Απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Dole διατείνεται ότι οι επαφές της με την Chiquita αφορούσαν “τις συνθήκες της αγοράς και, στο πλαίσιο αυτό, τις ενδεικτικές τάσεις των τιμών αναφοράς”. Η Dole διευκρινίζει ότι: “[…] στο πλαίσιο των αξιολογήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς συζητούσαν για τις μετεωρολογικές συνθήκες, για τα αποθέματα κίτρινων μπανανών στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, για τα αποθέματα πράσινων μπανανών στα λιμάνια και άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν την προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση. Στο πλαίσιο της συζητήσεως αυτής, γινόταν αναφορά και σε ενδεικτικές τιμές αναφοράς, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η αγορά ακολουθεί ανοδικές ή πτωτικές τάσεις”.

[…]

(154) Επιπλέον, η Dole αναφέρει ότι η Chiquita και άλλοι ανταγωνιστές ερχόταν σε επαφή μαζί της, προκειμένου να εξετάσουν τα αιτήματα των πελατών όσον αφορά τις εξελίξεις της αγοράς. “Επί παραδείγματι, […] αν η Dole όντως σκόπευε να οργανώσει προωθητική εκστρατεία σε συγκεκριμένη χώρα”.

[…]

(158) Η Dole αναφέρει, εξάλλου, [στη σελίδα 130 της] απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι […] “ο [H.] διευκρίνισε ότι ενδεχομένως συζητούσε ενίοτε με τον [B.] ότι αναμένεται αύξηση των τιμών κατά 1 ή 0,50 ευρώ, χωρίς, όμως, να έχει ποτέ υπάρξει συμφωνία για αύξηση των τιμών” […]

(159) Η Dole αναφέρει, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι ούτε ο [B.] ούτε ο [H.] διέθεταν απόλυτη εξουσία όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική και ότι, συνεπώς, αντάλλασσαν προσωπικές μόνον απόψεις [όσον αφορά την αναμενόμενη εξέλιξη των τιμών αναφοράς της Chiquita και της Dole]».

254    Όσον αφορά τις διμερείς επαφές μεταξύ Dole και Weichert, η πρώτη δηλώνει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως και την απάντηση της Dole σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 30ής Μαρτίου 2006, ότι αυτές συνίσταντο σε «γενική συζήτηση σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς (τρέχουσες και αναμενόμενες εξελίξεις), καθώς και τα γενικά μεγέθη της αγοράς» και ότι τα απογεύματα της Τετάρτης γινόταν συζήτηση σχετικά με το πώς αυτή και η Weichert «έβλεπαν την αγορά την τρέχουσα εβδομάδα και το πώς εκτιμούσαν ότι θα κινηθεί η αγορά την επόμενη εβδομάδα». Η Dole ανέφερε επιπλέον τα εξής:

«Γινόταν εκτίμηση της αναμενόμενης ζήτησης στην αγορά, στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς (π.χ. αν υπάρχουν πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια ή για την έλλειψη παραγγελιών από τα σούπερ-μάρκετ για τα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως των κίτρινων μπανανών, λόγω μειώσεως της ζήτησης από την πλευρά των καταναλωτών).»

255    Στις αιτιολογικές σκέψεις 184 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλείται και άλλες συναφείς δηλώσεις της Dole και της Weichert, ως εξής:

«(184) Η Dole διευκρινίζει ότι “στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, συζητούσαν και για το ενδεχόμενο γενικής αυξήσεως ή μειώσεως της τιμής της μπανάνας ή σχετικά με το αν οι τιμές αυτές παραμένουν εν γένει αμετάβλητες. Εκτός αυτού, συζητούσαν και τις απόψεις τους όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να μεταβληθεί η ‘τιμή Aldi’ […]”

[…]

(186)  Η Dole δηλώνει ότι οι ανταγωνιστές της έρχονταν κατά καιρούς σε επαφή μαζί της, προκειμένου να πληροφορηθούν σχετικά με τις απαιτήσεις των πελατών όσον αφορά τις εξελίξεις στην αγορά. “Επί παραδείγματι, […] αν η Dole επρόκειτο πράγματι να διοργανώσει προωθητική εκστρατεία σε συγκεκριμένη χώρα”.

(187)  Με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Dole παραδέχεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αποκάλυψε ειδικά στη Weichert την “τις προθέσεις όσον αφορά την προσφορά”. Η Dole δηλώνει ότι, όταν ο [S.] (Dole) επικοινωνούσε με τις επαφές του στη Weichert, “η Weichert ζητούσε επίσης να πληροφορηθεί, ανά τακτά διαστήματα, αν και όχι κάθε εβδομάδα, τις τάσεις της προσφοράς για την επόμενη εβδομάδα. Η Dole απαντούσε στο αίτημα αυτό, εφόσον γνώριζε κάτι σχετικά με την εξέλιξη της τιμής αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα”.

(188) Η Weichert αναφέρει, στην απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι οι διμερείς επαφές με την Dole, “σχετικά με τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά”, συνίσταντο σε “συζητήσεις εντελώς γενικής φύσεως, χωρίς διαρθρωμένη ή προκαθορισμένη ημερήσια διάταξη, οι οποίες αφορούσαν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα ζητήματα” και εν συνεχεία προβαίνει στην εξής απαρίθμηση: εκτίμηση σχετικά με την αγορά, τάσεις της αγοράς, ατμοσφαιρικές συνθήκες στην Ευρώπη, ατμοσφαιρικές συνθήκες στις χώρες παραγωγούς μπανανών, εισαγωγές μπανανών στον ΕΟΧ, επίπεδο της ζήτησης στην αγορά, εξέλιξη της ζήτησης στην αγορά, κατάσταση των λιανικών πωλήσεων, κατάσταση των πωλήσεων προς επιχειρήσεις ωριμάνσεως, ζητήματα κανονιστικής φύσεως, όπως οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις του ισχύοντος για τις μπανάνες καθεστώτος στην Κοινότητα ή επουσιώδη ζητήματα του κλάδου (αποχωρήσεις ή προσλήψεις εργαζομένων, κοινές επιχειρήσεις, αναγγελθείσες εξαγορές κ.λπ.) […]

(189) Η Weichert δηλώνει, ακόμη, ότι, “σε ορισμένες περιπτώσεις, η Dole ερχόταν σε επαφή με τη Weichert με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά […] και, σπανίως, σχετικά με την πιθανή εξέλιξη των επίσημων τιμών ενόψει της ανακοινώσεως των επίσημων τιμών μεταξύ των εισαγωγέων μπανανών κάθε Πέμπτη”.

(190)  […] Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Dole αναφέρει ότι “η Weichert ενίοτε ζητούσε να πληροφορηθεί την πιθανή εξέλιξη της ζήτησης για την ερχόμενη εβδομάδα, ως μέτρο σύγκρισης, προκειμένου η [Weichert] να μπορεί να διατυπώσει με ακρίβεια στις δικές της εκτιμήσεις” […]

[…]

(195) […] η Dole δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι “σκοπός των επαφών ήταν η ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε κάθε εισαγωγέας να μπορεί ευχερέστερα να αξιολογεί τις συνθήκες της αγοράς. Χρησιμοποιώντας τις γενικής φύσεως πληροφορίες και εκτιμήσεις που αποκόμιζε από τις επαφές αυτές, η Dole προέβαινε σε εκτιμήσεις όσον αφορά τη ζήτηση στην αγορά, τη διαθέσιμη προσφορά προς κάλυψη της ζήτησης και το αν η αρχική εκτίμησή της όσον αφορά τις τιμές συνέπιπτε με τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς” […]».

256    Επομένως, βάσει των δηλώσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή κάνει λόγο για ανταλλαγές δύο ειδών πληροφοριακών στοιχείων, ήτοι, αφενός, στοιχείων σχετικά με τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές, δηλαδή τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονταν οι τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, και, αφετέρου, στοιχείων σχετικά τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα, πριν τον καθορισμό των εν λόγω τιμών αναφοράς.

257    Η Επιτροπή χαρακτήρισε εν γένει τις ανταλλαγές αυτές εκτιμήσεων και στοιχείων ως επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι αυτές αφορούσαν «ενίοτε» τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών για την επόμενη εβδομάδα (αιτιολογική σκέψη 266 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, μια επαφή με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών ισοδυναμεί με ανταλλαγές στοιχείων είτε της μιας είτε της άλλης κατηγορίας, κατά μείζονα δε λόγο, και της μιας και της άλλης κατηγορίας.

258    Στο πλαίσιο των επικρίσεών τους κατά της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες, αφενός, επισημαίνουν μόνον ότι δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια ο αριθμός των επαφών με αντικείμενο τις τάσεις των τιμών και τις ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, οπότε παραδέχονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως αναλυτική και σαφής όσον αφορά τη φύση των επίμαχων στοιχείων, και, αφετέρου, απομονώνουν τεχνητά τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία, μη λαμβάνοντας υπόψη τις επαφές με αντικείμενο τις λοιπές παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές.

259    Εκτός του ότι η συχνότητα των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών εξετάζεται ειδικά με τις αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τονίζεται ότι η Επιτροπή περιγράφει πόσο συχνά οι εμπλεκόμενοι γνωστοποιούσαν απευθείας τις προθέσεις τους όσον αφορά τις τιμές. Η ίδια η Dole αναφέρει ότι «τούτο συνέβαινε τις μισές περίπου φορές κατά τις συζητήσεις το απόγευμα της Τετάρτης με την Chiquita» (αιτιολογική σκέψη 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όσον αφορά δε τις επαφές μεταξύ Dole και Weichert, η Dole παραδέχεται ότι, «στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, συζητούσαν και για το ενδεχόμενο γενικής αυξήσεως ή μειώσεως της τιμής της μπανάνας ή σχετικά με το αν οι τιμές αυτές παραμένουν εν γένει αμετάβλητες» (αιτιολογικές σκέψεις 184 και 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ η Weichert δηλώνει ότι «ενίοτε, όμως, συζητούσαν και για την πιθανή εξέλιξη των επίσημων τιμών» (αιτιολογική σκέψη 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

260    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν ανέφερε ποιες ακριβώς «παράμετροι που επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς» ήταν παράνομο να συζητούνται. Επισημαίνουν τη διαφορά μεταξύ των παραμέτρων που απαριθμεί η Weichert, απαρίθμηση που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, και των παραμέτρων που απαριθμούνται με το υπόμνημα αντικρούσεως, καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω απαρίθμηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «τις εισαγωγές μπανανών στον ΕΟΧ», παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διατυπώνει καμία αιτίαση περί συντονισμού όσον αφορά τις ποσότητες.

261    Είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι δεν είναι γενικά υποχρεωμένη να απαριθμήσει εξαντλητικά στην προσβαλλόμενη απόφαση τις παραμέτρους που θεωρούνται εκ των προτέρων παράνομες στον συγκεκριμένο κλάδο. Οφείλει, αντιθέτως, να προβεί, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, στον νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, βάσει των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, πράγμα που έπραξε όσον αφορά τη φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριακών στοιχείων, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των διμερών επαφών, όπως αυτό απορρέει από τις περιγραφές των ίδιων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

262    Η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, τη δήλωση της Dole κατά την οποία «στο πλαίσιο των αξιολογήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς συζητούσαν για τις μετεωρολογικές συνθήκες, για τα αποθέματα κίτρινων μπανανών στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, για τα αποθέματα πράσινων μπανανών στα λιμάνια και άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν την προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση» (αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τις επαφές με την Chiquita). Η Dole ανέφερε επίσης ότι οι επαφές της με τη Weichert αφορούσαν τις συνθήκες τις αγοράς (υφιστάμενες και αναμενόμενες), με τη διευκρίνιση ότι «γινόταν εκτίμηση της αναμενόμενης ζήτησης στην αγορά, στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς (π.χ. αν υπάρχουν πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια ή για τα αδιάθετα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως λόγω μειώσεως των παραγγελιών των σούπερ-μάρκετ συνεπεία της μειώσεως της καταναλωτικής ζήτησης)» (αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το ζήτημα της αναπτύξεως της αγοράς αποτελούσε επίσης το έναυσμα για συζητήσεις της Dole με τις Chiquita και Weichert σχετικά με τη διοργάνωση προωθητικής εκστρατείας (αιτιολογικές σκέψεις 154 και 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

263    Η Επιτροπή επικαλείται, επίσης, δήλωση της Dole, κατά την οποία, «[…] στο πλαίσιο των συζητήσεών τους σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, [οι εμπλεκόμενοι εργαζόμενοι] συζητούσαν και για το ενδεχόμενο γενικής ανόδου της αγοράς ή για το ενδεχόμενο μειώσεως της τιμής της μπανάνας ή για το αν οι τιμές παραμένουν εν γένει σταθερές. Επιπλέον [αυτού], συζητούσαν και για το πώς θα μπορούσε να μεταβληθεί η τιμή Aldi […]» (αιτιολογική σκέψη 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βάσει της δηλώσεως αυτής, η οποία εμφαίνει τη σχέση μεταξύ των συζητήσεων σχετικά με τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση και των συζητήσεων σχετικά με την εξέλιξη των τιμών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι μετέχοντες σε όλες αυτές τις επαφές γνώριζαν ότι ενδέχεται να καταλήξουν σε συζητήσεις ή αποκαλύψεις τέτοιας φύσεως και, παρά ταύτα, δέχονταν να μετάσχουν σε αυτές (αιτιολογική σκέψη 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

264    Υπενθυμίζεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 125 ανωτέρω, η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες αυτής. Εν προκειμένω, δεν ευσταθεί η αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, με την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια, ποιες ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων θεωρεί παράνομες, όσον αφορά ειδικά τις παραμέτρους που επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή φράση αποτυπώνει τις σαφέστατες δηλώσεις της ίδιας της Dole περί συζητήσεων σχετικά με τις παραμέτρους που «επηρεάζουν την προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση» (αιτιολογική σκέψη προσβαλλομένης αποφάσεως).

265    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή σαφώς διευκρίνισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ζήτημα της συνεκτιμήσεως των εισαγόμενων ποσοτήτων κατά τις συζητήσεις με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών.

266    Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 136, 149 και 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα στοιχεία σχετικά με τις αναμενόμενες εισαγωγές στη Βόρεια Ευρώπη είχαν γνωστοποιηθεί πριν τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών. Επομένως, κατά τις επαφές αυτές, δεν γινόταν συζήτηση σχετικά με τις ποσότητες των εισαγωγών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, εκτός αν αναμενόταν κάποια σημαντική μεταβολή όσον αφορά τις εισαγωγές, ιδίως λόγω της ακινητοποιήσεως πλοίου. Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν τη διαπίστωση αυτή της Επιτροπής.

267    Από το σύνολο των προεκτεθέντων κρίνεται απορριπτέα η αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε με την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια ποιες ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων θεωρεί παράνομες.

 Επί της φύσεως των ανταλλασσόμενων πληροφοριακών στοιχείων

268    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα ανταλλασσόμενα πληροφοριακά στοιχεία ήταν δημοσιευμένα ή μπορούσαν να αποκτηθούν από άλλες πηγές, π.χ. από τον επαγγελματικό Τύπο, οι οποίες μάλιστα περιείχαν λεπτομερέστερα στοιχεία όσον αφορά την αναμενόμενη εξέλιξη των τιμών στον συγκεκριμένο κλάδο.

269    Προς στήριξη των θέσεών τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται διαδικτυακές περιοδικές εκδόσεις, οι οποίες, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, δημοσίευσαν σε εύθετο χρόνο πλήρη στοιχεία σχετικά με την αγορά της μπανάνας. Διευκρινίζουν ότι το περιοδικό Sopisco News δημοσίευε κάθε Σάββατο (δηλαδή δύο ημέρες πριν η Dole ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις της όσον αφορά τις τιμές, την επόμενη Δευτέρα) πίνακες με τις πραγματικές τιμές της αγοράς ανά εισαγωγέα κατά την τρέχουσα εβδομάδα.

270    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η δημοσίευση αυτή πραγματοποιούνταν τουλάχιστον δύο μέρες μετά τον καθορισμό και την ανακοίνωση των τιμών αναφοράς, και όχι την προηγουμένη. Κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως, οι τιμές αναφοράς είχαν ήδη ανακοινωθεί και ευρέως διαδοθεί στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 104 της αποφάσεως), πράγμα που αναιρεί τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, περί δημοσιεύσεως «σε εύθετο χρόνο».

271    Όσον αφορά το ενημερωτικό έντυπο του Centre de coopération internationale en recherche agronomique pour le développement (Διεθνές κέντρο γεωπονικών ερευνών για την ανάπτυξη, CIRAD), οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι σε αυτό δημοσιεύονταν κάθε Πέμπτη οι φήμες που κυκλοφορούσαν στην αγορά σχετικά με τις πραγματικές εβδομαδιαίες τάσεις των τιμών στη Γερμανία, καθώς και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

272    Από τη χρονική αυτή επισήμανση δεν προκύπτει αν τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο ως άνω έντυπο ήταν γνωστά στις επιχειρήσεις πριν τις μεταξύ τους επαφές, με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, οι οποίες πραγματοποιούνταν πολύ νωρίς το πρωί της Πέμπτης.

273    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και σε αντίθεση προς ό,τι υποστήριξαν με τα δικόγραφά τους, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι το έντυπο του CIRAD δημοσιεύονταν την Τετάρτη, χωρίς, όμως, να προσκομίσουν κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει τη θέση τους.

274    Εν πάση περιπτώσει, από την εξέταση των προσκομισθέντων από τις προσφεύγουσες αντιτύπων του συγκεκριμένου εντύπου, κανένα από τα οποία δεν αντιστοιχεί στην προσδιορισθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση διάρκεια της παραβάσεως, προκύπτει ότι το έντυπο αυτό περιείχε αριθμητικά στοιχεία, κυρίως υπό μορφή γραφημάτων, σχετικά με τις ποσότητες παραγωγής και τις πραγματικές τιμές, καθώς και γενικά σχόλια σχετικά με τις οικείες γεωγραφικές αγορές και τις τάσεις όσον αφορά τα στοιχεία αυτά.

275    Οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι στο έντυπο αυτό αναφέρονται οι τιμές αναφοράς ή, έστω, οι ενδεικτικές τάσεις των τιμών αναφοράς των εισαγωγέων για την επόμενη εβδομάδα. Η περιοδική έκδοση του CIRAD δεν περιέχει εξατομικευμένα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους εισαγωγείς μπανανών.

276    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν αναίρεσαν τις δηλώσεις τους, τις οποίες παραθέτει η Επιτροπή σχετικά με το περιεχόμενο των επαφών, όσον αφορά τις συζητήσεις με την Chiquita, σχετικά με τα «αποθέματα κίτρινων μπανανών στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, για τα αποθέματα πράσινων μπανανών στα λιμάνια» (αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και με τη Weichert, σχετικά με «πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια» ή για «την έλλειψη παραγγελιών, από τα σούπερ-μάρκετ, για τα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως των κίτρινων μπανανών» (αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι ανταλλαγές αφορούσαν πληροφοριακά στοιχεία διαθέσιμα στην αγορά.

277    Το ίδιο ισχύει για τις συζητήσεις σχετικά με τις προωθητικές εκστρατείες, για τα γεγονότα που επηρεάζουν τη μεταφορά των εμπορευμάτων προς τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης ή για τις λιανικές πωλήσεις της Dole και της Chiquita, δηλαδή για τις πωλήσεις κίτρινων μπανανών.

278    Απαντώντας σε παρατηρήσεις της Dole και της Weichert, η Επιτροπή παραδέχθηκε, βεβαίως, ότι τα στοιχεία που συζητούνταν «μπορούσαν να εξευρεθούν από άλλες πηγές» (αιτιολογικές σκέψεις 160 και 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όπως, π.χ., οι μετεωρολογικές συνθήκες για τις οποίες κάνουν λόγο οι Dole και Weichert κατά την περιγραφή των διμερών επαφών.

279    Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι η άποψη της Dole ή της Weichert όσον αφορά κάποιο σημαντικό στοιχείο σχετικά με τις συνθήκες της προσφοράς και της ζήτησης, το οποίο θα μπορούσε να προκύψει μόνον από συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, καθώς και η επιρροή της απόψεως αυτής στην εξέλιξη της αγοράς, εξ ορισμού δεν αποτελεί δημοσιοποιημένο πληροφοριακό στοιχείο.

280    Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση στην οποία καταλήγει η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 160 και 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αντιφάσκει προς τη διαπίστωση ότι σκοπός της συγκεκριμένης πρακτικής ήταν η νόθευση του ανταγωνισμού, διαπίστωση η οποία στηρίζεται σε μια γενική θεώρηση της πρακτικής αυτής.

 Επί των μετεχόντων στις επαφές

281    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι στις επίμαχες συζητήσεις δεν μετείχαν μόνον οι τρεις προμηθευτές προς τους οποίους απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση και ότι οι εισαγωγείς αντάλλασσαν τα ίδια ή όμοια πληροφοριακά στοιχεία με τους πελάτες τους, πράγμα που η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, χωρίς όμως να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι επαφές αυτές είχαν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

282    Όσον αφορά τους λοιπούς εισαγωγείς, η Fyffes παραδέχθηκε ότι μετείχε σε πανομοιότυπες επαφές με τους άλλους εισαγωγείς, όλοι δε οι εισαγωγείς γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι είχαν τις ίδιες ακριβώς επαφές με τη Leon Van Parys (Pacific).

283    Προς στήριξη της θέσεως αυτής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τις παραγράφους 128 και 129 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οι οποίες έχουν ως εξής:

«(128) […] Η Dole δηλώνει ότι είχε διμερείς επαφές, πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς των μπανανών, με τις Fyffes, Weichert, Pacific, Del Monte και Chiquita. Η Del Monte δηλώνει ότι ο εργαζόμενός της (διευθυντής πωλήσεων μπανανών) είχε, από τη Δευτέρα έως την Τετάρτη, τηλεφωνικές συνομιλίες με τους εργαζομένους άλλων επιχειρήσεων εισαγωγής μπανανών, ιδίως των Chiquita, Dole, Weichert/Fyffes και Pacific. Η Weichert δηλώνει ότι είχε διμερείς επαφές ιδίως με τις Chiquita, Del Monte, Fyffes και Pacific. Η Fyffes δηλώνει ότι είχε επαφές με επιχειρήσεις εισαγωγής μπανανών, αναφέροντας τις Chiquita Nederland, Dole, Pacific, Del Monte/Weichert και Del Monte Holland.

(129)  Η Pacific δεν παραδέχεται τη συμμετοχή της σε συζητήσεις με άλλους εμπλεκομένους πριν τον καθορισμό της τιμής αναφοράς. Οι Chiquita, Dole, Del Monte, Weichert και Fyffes δηλώνουν, ωστόσο, ότι είχαν τέτοιες επαφές με την Pacific. Από τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές κλήσεις προκύπτει, εξάλλου, ότι η Pacific είχε τηλεφωνικές συνομιλίες με ορισμένους άλλους εμπλεκομένους από τη Δευτέρα έως την Τετάρτη […]».

284    Διαπιστώνεται από τα προεκτεθέντα προκύπτει μόνον ότι η Fyffes παραδέχεται ότι επικοινωνούσε με άλλους εισαγωγείς, μεταξύ αυτών και η Pacific, και ότι οι Chiquita, Dole, Del Monte και Weichert δηλώνουν επίσης ότι μετείχαν σε διμερείς επαφές με την Pacific, χωρίς άλλες διευκρινίσεις.

285    Σημειωτέον ότι η Επιτροπή, αφού απέστειλε την ανακοίνωση αιτιάσεων στη Fyffes και στη Leon Van Parys (Pacific), δεν καταλόγισε εν τέλει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στις δύο αυτές επιχειρήσεις ευθύνη για συμμετοχή στην παράβαση, κατόπιν των απαντήσεών τους και της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στην κατοχή της.

286    Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, εκτός των Chiquita, Weichert, Dole, Del Monte (όσον αφορά τη δραστηριότητά της ως προμηθευτή μπανανών), Fyffes και Leon Van Parys, υπάρχουν πολλές άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη. Δεν υποστηρίχθηκε ούτε, βέβαια, αποδείχθηκε ότι οι επιχειρήσεις αυτές εμπλέκονταν στις ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων για τις οποίες καταλογίζεται ευθύνη με την προσβαλλόμενη απόφαση.

287    Επισημαίνεται, τέλος, ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι στις επίμαχες ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων μετείχαν και οι πελάτες.

288    Οι προσφεύγουσες προσκομίζουν δύο έγγραφα πελατών της Dole, ένα από τη Van Wylick OHG και ένα από τη Metro Group Buying GmbH, με τα οποία οι δύο αυτές εταιρίες δεν αναφέρουν ότι μετείχαν σε συζητήσεις με τους προμηθευτές μπανανών με αντικείμενο της παραμέτρους που επηρεάζουν ουσιαστικά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα ή για τις τάσεις των τιμών και τις ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, ενόψει του καθορισμού των τιμών αυτών, ούτε ότι γνώριζαν για επαφές μεταξύ των εισαγωγέων ή για το περιεχόμενό τους. Οι δύο πελάτες της Dole τονίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η εν λόγω επιχείρηση τούς ανακοίνωνε την τιμή αναφοράς τηλεφωνικώς το πρωί της Πέμπτης. Οι ίδιες οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι η σημασία των εγγράφων αυτών έγκειται στο ότι εμφαίνουν ότι, για τους πελάτες, αποφασιστική σημασία είχε η «τιμή Aldi», και όχι η τιμή αναφοράς, και ότι είναι, συνεπώς, «άνευ σημασίας το αν οι πελάτες γνώριζαν ή όχι όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με τις διαπιστωθείσες από την Επιτροπή επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών».

289    Εξάλλου, κακώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, επικαλούμενες την αιτιολογική σκέψη 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι τα ζητήματα που συζητούνταν κατά τις διμερείς επαφές συζητούνταν και με τους πελάτες.

290    Με την αιτιολογική σκέψη 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει την επιχειρηματολογία της Dole και της Del Monte, και συγκεκριμένα τα λεγόμενά τους ως προς το «ράδιο μπανάνα», κατά την οποία οι σχετικές με την αγορά της μπανάνας πληροφορίες διαδίδονταν γρήγορα και «όλοι» γνώριζαν ότι οι ανταγωνιστές συνομιλούν «με όλους». Απαντώντας στη θέση αυτή, η Επιτροπή παραπέμπει σε άλλες αιτιολογικές σκέψεις, στις οποίες αναφέρει, αφενός, ότι από τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία των εμπλεκομένων δεν προκύπτει ότι δημόσιοι φορείς, πελάτες ή τρίτοι γνώριζαν για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών και, αφετέρου, ότι, σε κάθε περίπτωση, η επιχειρηματολογία αυτή δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι οι συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ήταν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

291    Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός των ανταγωνιστών οι οποίοι συγκεντρώνουν πληροφοριακά στοιχεία από ανεξάρτητες πηγές ή συζητούν τις τιμές που πρόκειται να ορίσουν με πελάτες και τρίτους από εκείνους οι οποίοι, ενόψει του καθορισμού της τιμής αναφοράς, συζητούν τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση και την εξέλιξη των τιμών με άλλους ανταγωνιστές (αιτιολογική σκέψη 305 της αποφάσεως).

292    Ενώ η συμπεριφορά των πρώτων δεν προκαλεί κανένα περιορισμό στον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό, δεν ισχύει το ίδιο για τη συμπεριφορά των δεύτερων, καθώς αυτή δεν συμβαδίζει με την υποχρέωση του επιχειρηματία να καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή την πολιτική που σκέπτεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά, απαίτηση η οποία εμποδίζει αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σ’ έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ένας επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει ο ίδιος στην αγορά (απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψεις 173 και 174, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑61/99, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5349, σκέψη 89).

293    Η εκτίμηση στην οποία καταλήγει ένας εισαγωγέας μπανανών σχετικά με ένα κλιματικό γεγονός που επηρεάζει μια περιοχή παραγωγής, στοιχείο γνωστό και διαθέσιμο στο κοινό, δεν πρέπει να συγχέεται με την εκτίμηση του εν λόγω γεγονότος στην οποία καταλήγουν από κοινού, λίγο πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, δύο ανταγωνιστές, αν, μάλιστα, αυτή συνοδεύεται από άλλα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της αγοράς, καθώς και των συνεπειών στην εξέλιξη του κλάδου, λίγο πριν τον καθορισμό τιμής αναφοράς.

294    Υπενθυμίζεται ότι η Dole διευκρίνισε ότι, κατά τις επαφές της με την Chiquita, «στο πλαίσιο των αξιολογήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς, συζητούσαν για τις μετεωρολογικές συνθήκες, για τα αποθέματα κίτρινων μπανανών στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, για τα αποθέματα πράσινων μπανανών στα λιμάνια και άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν την προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση».

295    Επομένως, είναι ορθή η διαπίστωση στην οποία καταλήγει η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 160 και 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «ακόμη και αν τα πληροφοριακά στοιχεία που αποτελούσαν αντικείμενο των συζητήσεων μπορούσαν να αντληθούν από άλλες πηγές […], δεν ίσχυε το ίδιο για τις απόψεις που συναφώς αντάλλασσαν μεταξύ τους οι ανταγωνιστές κατά τις διμερείς συζητήσεις».

 Επί της συνεκτιμήσεως των ουσιωδών χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς

296    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν κυρίως στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε καθόλου υπόψη της τις συνθήκες της αγοράς και ότι, ως εκ τούτου, δεν αιτιολόγησε συναφώς την απόφασή της, δηλαδή, δεν διευκρίνισε, με την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια, αν και κατά πόσον έλαβε υπόψη της τις συνθήκες της αγοράς ενόψει της διαπιστώσεώς της ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Εν γένει, οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή πλημμελή αξιολόγηση της αγοράς.

–       Επί του ρυθμιστικού πλαισίου

297    Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι ο συγκεκριμένος κλάδος διέπεται από ειδικές ρυθμίσεις, συνέπεια των οποίων είναι ότι ο εφοδιασμός καθορίζεται στο πλαίσιο συστήματος δασμολογικών ποσοστώσεων.

298    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς το ζήτημα αυτό, από τις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 40, 129 έως 137, 278 και 279 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της συμπεριφοράς της Dole με το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της και εξέτασε, με σαφήνεια και ακρίβεια, το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε στον κλάδο της μπανάνας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ήτοι τον κανονισμό 404/93.

299    Επομένως, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, εκ μέρους της Επιτροπής, όσον αφορά το κανονιστικό πλαίσιο υπό το οποίο πραγματοποιούνταν οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων.

300    Δεύτερον, όσον αφορά τη σημασία της αναλύσεως της Επιτροπής, τονίζεται ότι, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, για τις εισαγωγές μπανανών στην Κοινότητα ίσχυε το σύστημα των αδειών. Η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την υποβολή αιτήσεων χορηγήσεως άδειας, οι επιχειρήσεις ήταν υποχρεωμένες να συστήνουν εγγύηση και ότι οι ποσότητες για τις οποίες είχε χορηγηθεί άδεια κατέληγαν ως επί το πλείστον στις παραδοσιακές επιχειρήσεις του κλάδου, και όχι στις «νέες επιχειρήσεις» ή στις «μη παραδοσιακές επιχειρήσεις» (από 1ης Ιουλίου 2001), πράγμα που εμφαίνει την ύπαρξη εμποδίων για την είσοδο στη συγκεκριμένη αγορά.

301    Οι ποσοστώσεις εισαγωγής μπανανών καθορίζονταν σε ετήσια βάση και κατανέμονταν ανά τρίμηνο, με κάποια ελαστικότητα όσον αφορά τα όρια των τριμήνων ενός ημερολογιακού έτους. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, λόγω του συστήματος των ποσοστώσεων, η συνολική ποσότητα μπανανών που εισάγονταν σε όλη την Κοινότητα εντός ενός τριμήνου ήταν προκαθορισμένη, με την επιφύλαξη της ελαστικότητας των ορίων των τριμήνων, καθώς υπήρχαν ισχυροί λόγοι ώστε οι κάτοχοι των αδειών να εξασφαλίζουν τη χρησιμοποίησή τους εντός του αντίστοιχου τριμήνου (αιτιολογική σκέψη 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

302    Όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η εισαγωγή μπανανών προελεύσεως Λατινικής Αμερικής, Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού (ACP) ρυθμιζόταν από τον κανονισμό 404/93 καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί σημαντικό στοιχείο όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών.

303    Η σημασία της ρυθμίσεως αυτής όσον αφορά το ύψος της προσφοράς και η συμβολή της στην επίτευξη ορισμένου βαθμού διαφάνειας στην αγορά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι τιμές στην αγορά της μπανάνας δεν καθορίζονταν απολύτως ελεύθερα βάσει της προσφοράς και της ζήτησης.

304    Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η επίμαχη πρακτική ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

305    Πρώτον, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη το ουσιώδες χαρακτηριστικό του κλάδου της μπανάνας, που είναι η λειτουργία του βάσει εβδομαδιαίων κύκλων.

306    Είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι, στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών, δεν είναι προκαθορισμένες οι ποσότητες μπανανών που εισάγονται και διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης ή στην επίμαχη γεωγραφική περιοχή κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης εβδομάδας.

307    Δεδομένου ότι η αγορά λειτουργούσε σε εβδομαδιαίους κύκλους, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι ποσότητες μπανανών που αποστέλλονταν στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης καθορίζονταν ανά εβδομάδα, στο πλαίσιο των σχετικών με την παραγωγή και τα φορτία αποφάσεων των παραγωγών και των εισαγωγέων (αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι οποίοι, συνεπώς, διέθεταν ορισμένη ευχέρεια όσον αφορά τις ποσότητες που διέθεταν στην αγορά.

308    Δεύτερον, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη της μια συγκεκριμένη περίσταση σχετικά με την ποσότητα μπανανών που διοχετεύονταν ανά εβδομάδα στην αγορά της Βόρειας Ευρώπης, περίσταση για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«Από διάφορα έγγραφα που έχουν περιέλθει στην Επιτροπή προκύπτει ότι, ενόψει του καθορισμού των εβδομαδιαίων τιμών αναφοράς τη Δευτέρα και την Τετάρτη, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντάλλασσαν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα φορτία μπανανών που έφταναν στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης. Τα στοιχεία αυτά αφορούσαν τις προβλεπόμενες ανά εβδομάδα αφίξεις φορτίων εκάστης επιχειρήσεως. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παραδέχονται ότι η ανταλλαγή αυτή στοιχείων είχε συμπληρωματικό ή εναλλακτικό χαρακτήρα, καθώς οι εισαγωγείς στηρίζονταν σε στοιχεία σχετικά με τα φορτία μπανανών που αντλούσαν από διάφορες πηγές, δημόσιες και ιδιωτικές, μέσω υπηρεσιών εμπορικής ενημέρωσης. Επομένως, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, κατά τις επαφές τους με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, συνήθως γνώριζαν τις ποσότητες μπανανών των ανταγωνιστών που επρόκειτο να φτάσουν αργότερα, κατά την ερχόμενη εβδομάδα, στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης.»

309    Η Επιτροπή διευκρίνισε ακόμη ότι, μολονότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν αμφισβήτησαν τη διαπίστωση που διατυπώνεται με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες πραγματοποιούνταν τακτικά στην αρχή εκάστης εβδομάδας (από τη Δευτέρα έως το πρωί της Τετάρτης) (υποσημείωση 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εντούτοις εκείνη εκτίμησε, έχοντας λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που οι εν λόγω επιχειρήσεις προέβαλαν, απαντώντας στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων με αντικείμενο τις ποσότητες είχαν ως σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού ή ότι αποτελούν μέρος της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

310    Αντιθέτως, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι μετέχοντες στις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών επικοινωνούσαν μεταξύ τους έχοντας περιορισμένη αβεβαιότητα όσον αφορά την κατάσταση των ανταγωνιστών τους, όσον αφορά τις παραδιδόμενες ποσότητες, και ότι το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διαφανή λειτουργία της αγοράς, λόγω του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου, είχε ως συνέπεια να επικρατεί περιορισμένη αβεβαιότητα στον συγκεκριμένο κλάδο στη Βόρεια Ευρώπη, οπότε ήταν κατά μείζονα λόγο σημαντικό να προστατευθεί η εναπομένουσα αβεβαιότητα όσον αφορά τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών σχετικά με τις τιμές (αιτιολογική σκέψη 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

311    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν αξιολόγησε επαρκώς το πλαίσιο της επίμαχης πρακτικής, πλην όμως δεν προβάλλουν κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς αντίκρουση των διαπιστώσεων της Επιτροπής σχετικά με το περιθώριο εκτιμήσεως των δραστηριοποιούμενων στον κλάδο της μπανάνας επιχειρήσεων όσον αφορά τις ανά εβδομάδα διαθέσιμες ποσότητες στην αγορά και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές γνώριζαν τα αναμενόμενα φορτία μπανανών, πριν τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών.

312    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη της, κατά την εκτίμηση της συμπεριφοράς της Dole, τον περιορισμένο βαθμό αβεβαιότητας που επικρατούσε στον κλάδο της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη, καθώς και τη συνυφασμένη με το γεγονός αυτό ανάγκη προστασίας της υφιστάμενης αβεβαιότητας όσον αφορά τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών σχετικά με τις τιμές (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95 και T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 1088 και 1856).

–       Επί της ιδιαιτερότητας του οικείου προϊόντος

313    Εκτός του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το ζήτημα αυτό, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, επειδή η μπανάνα είναι ευπαθές προϊόν το οποίο πρέπει να διοχετεύεται γρήγορα στην αγορά, ήταν χρήσιμο ή ακόμη και απαραίτητο, ιδίως για τους εισαγωγείς, να γνωρίζουν με ακρίβεια τις τάσεις της αγοράς και τις σχετικές εκτιμήσεις των ανταγωνιστών τους, πράγμα που εξηγεί τον μεγάλο αριθμό επαφών μεταξύ πολλών εισαγωγέων μπανανών. Το γαλλικό Συμβούλιο Ανταγωνισμού επισήμανε το γεγονός αυτό και έλαβε υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της αγοράς των φρούτων και των λαχανικών στο πλαίσιο γενικής εκτιμήσεως των συνεπειών της ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων.

314    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 278, 279, 290, 300, 303, 341 έως 343 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα των αποδεκτών της αποφάσεως αυτής, της Dole περιλαμβανομένης, περί ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου προϊόντος, δηλαδή το γεγονός ότι πρόκειται για προϊόν εξαιρετικά ευπαθές.

315    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ όσον αφορά την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου προϊόντος.

316    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες επιχειρούν, με τα επιχειρήματά τους, να πείσουν ότι, λόγω της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου προϊόντος, ήταν σύννομος ο επιδιωκόμενος με τις επαφές μεταξύ των εισαγωγέων σκοπός, ο οποίος συνίστατο στην ενίσχυση της αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς.

317    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 303 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλομένη απόφαση, υποστηρίζοντας ότι σκοπός των επαφών ήταν η αποτελεσματική διάθεση των αποθεμάτων ενός εξαιρετικά ευπαθούς προϊόντος, όπως οι μπανάνες, στην αγορά και ο καθορισμός των κατάλληλων προς τούτο τιμών, ουσιαστικά παραδέχονται ότι οι επαφές τους επηρέαζαν τις σχετικές με τις τιμές αποφάσεις. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει ότι η επίμαχη πρακτική είχε σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

318    Στην αιτιολογική σκέψη 303 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε επίσης τα εξής:

«Εφόσον έχει αποδειχθεί ότι οι επαφές τους είχαν σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, οι μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους, προβάλλοντας ότι αποσκοπούσαν σε “μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα”. Για να μπορεί μια αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εναρμονισμένη πρακτική να εξαιρεθεί από την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ], πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, [ΕΚ]. Επιπλέον, δεν αρκεί η “έλλειψη πνεύματος αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού” κατά τις επαφές με τους ανταγωνιστές, κατά τις οποίες αποκαλύπτονταν ή συζητιόνταν προθέσεις και παράμετροι σχετικά με τον καθορισμό των τιμών.»

319    Η Επιτροπή διαπίστωσε, εξάλλου, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 339 έως 343 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

320    Οι δηλώσεις των προσφευγουσών, οι οποίες αμφισβητούν την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ότι ήταν χρήσιμο για τους εισαγωγείς να γνωρίζουν τις εκτιμήσεις των ανταγωνιστών τους σχετικά με τις τάσεις της αγοράς, λόγω του πολύ περιορισμένου χρόνου που είχαν στη διάθεσή τους για τη διοχέτευση του προϊόντος στην αγορά, δεδομένου ότι ήταν απαραίτητο να διατεθούν στην αγορά εντός ολίγων ημερών ολόκληρα φορτία ευπαθών φρούτων, απλώς επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

321    Εξάλλου, είναι άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς οι γενικής φύσεως επισημάνσεις που προέρχονται από μια αρμόδια για τον ανταγωνισμό εθνική αρχή, από την οποία ζητήθηκε να γνωμοδοτήσει σχετικά με την οικονομική οργάνωση του κλάδου των οπωροκηπευτικών στο αντίστοιχο κράτος μέλος.

322    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, μικρή σημασία έχει το αν υπάρχουν και θεμιτοί λόγοι που δικαιολογούν τις συνεννοήσεις των επιχειρήσεων. Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια συμφωνία μπορεί έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ακόμη και αν αυτό δεν είναι το μοναδικό της αντικείμενο, αλλά επιδιώκει και άλλους θεμιτούς σκοπούς (απόφαση Beef Industry Development Society και Barry Brothers, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 21).

323    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα ικανό να ανατρέψει την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου προϊόντος.

–       Επί της μεταβλητότητας της ζήτησης

324    Επικαλούμενες τις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι υπήρχαν έντονες διακυμάνσεις της ζήτησης στην οικεία αγορά ότι ήταν αδύνατον να προβλέψουν οι εισαγωγείς τη ζήτηση κατά τρόπο αξιόπιστο, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη μεταβολή των τιμών ανά εβδομάδα.

325    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως οι ίδιες οι προσφεύγουσες τονίζουν με τα δικόγραφά τους, η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς στη ζήτηση στην οικεία αγορά, αναφέροντας ότι «στο εμπόριο, η μπανάνα θεωρείται προϊόν διαθέσιμο όλο τον χρόνο, η δε ζήτηση είναι ελαφρώς αυξημένη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους και κατά τι μειωμένη κατά το δεύτερο εξάμηνο, ιδίως το καλοκαίρι» (αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οπότε αποκλείεται να έχει παραβεί συναφώς την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

326    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι είναι εσφαλμένη η θέση των προσφευγουσών, ότι η διαπίστωση της Επιτροπής, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 325 ανωτέρω, ισοδυναμεί με διαπίστωση ότι οι εισαγωγείς δεν μπορούσαν να προβλέψουν κατά τρόπο αξιόπιστο τη ζήτηση. Η αναφορά αυτή, στην αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντιστοιχεί, κατά τα λοιπά, σε απλή υπόμνηση των δηλώσεων της Del Monte.

327    Περαιτέρω, αφενός, η Επιτροπή τόνισε (αιτιολογική σκέψη 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς οι προσφεύγουσες να την αντικρούσουν, την ευχέρεια των εισαγωγέων όσον αφορά τον καθορισμό των ποσοτήτων μπανανών που έφταναν κάθε εβδομάδα στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης και την κατανομής τους στα διάφορα κράτη μέλη της Βόρειας Ευρώπης, της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΖΕΣ, πράγμα που μαρτυρεί τη δυνατότητα προσαρμογής και την ευελιξία της αγοράς όσον αφορά την προσφορά.

328    Αφετέρου, οι δηλώσεις των προσφευγουσών, σχετικά με τη μεταβλητότητα της ζήτησης και τις συνέπειές της, δηλαδή τη μεταβολή των τιμών σε εβδομαδιαία βάση, συμβαδίζουν με τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και μάλιστα επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα αυτά.

329    Όσον αφορά το περιεχόμενο των διμερών επαφών, ορθώς τονίζει η Επιτροπή ότι οι επιχειρήσεις συζητούσαν για τις συνθήκες της προσφοράς και της ζήτησης, δηλαδή για τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές, διαμορφώνοντας, μεταξύ άλλων, κοινή αντίληψη όσον αφορά το ύψος της ζήτησης. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως διευκρίνισε η Dole, στο πλαίσιο των συζητήσεών της με τη Weichert, «γινόταν εκτίμηση της αναμενόμενης ζήτησης στην αγορά, στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς (π.χ. αν υπάρχουν πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια ή για τα αδιάθετα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως λόγω μειώσεως των παραγγελιών των σούπερ-μάρκετ συνεπεία της μειώσεως της καταναλωτικής ζήτησης)» (αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

330    Σε οικονομική μελέτη της 10ης Απριλίου 2007, την οποία προσκόμισε η Dole κατά τη διοικητική διαδικασία, αναφέρεται ότι η ζήτηση για μπανάνες μεταβαλλόταν από εβδομάδα σε εβδομάδα, σε συνάρτηση με πολλές παραμέτρους, προβλέψιμες ή μη, και ότι, λόγω της αβεβαιότητας αυτής, η DFFE έπρεπε να καθορίζει την ιδανική τιμή, προς εξισορρόπηση του εφοδιασμού της με τις διακυμάνσεις της ζήτησης, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους και το κόστος που συνεπάγεται η φθορά του προϊόντος. Διευκρινίζεται, επίσης, ότι «η παράμετρος που επηρεάζει την ποσότητα που εν τέλει αγοράζει ο πελάτης είναι η τιμή, οπότε η ζήτηση είναι, σε αντίθεση με την προσφορά, ελαστική όσον αφορά την τιμή».

331    Οι θέσεις αυτές της Dole όσον αφορά τη ζήτηση στο πλαίσιο μιας αγοράς η οποία χαρακτηρίζεται και από ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ των εισαγωγέων με αντικείμενο τις ποσότητες μπανανών που έφταναν ανά εβδομάδα στα λιμάνια, δικαιολογούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά, αφενός, με το γεγονός ότι η τιμή αποτελούσε βασικό εργαλείο ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο κλάδο (αιτιολογική σκέψη 261 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, την επιτακτική ανάγκη προστασίας της αβεβαιότητας που εξακολουθεί να υφίσταται στην αγορά της μπανάνας όσον αφορά τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών ως προς τις τιμές (αιτιολογική σκέψη 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–       Επί της δομής της αγοράς

332    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων ήταν περιορισμένη και πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο μιας αγοράς η οποία δεν παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως και δεν είναι ολιγοπωλιακή. Ενώ στην παράγραφο 406 της ανακοινώσεως αιτιάσεων αναφέρει τα αντίθετα, η Επιτροπή εν τέλει εκτίμησε, χωρίς να παράσχει καμία διευκρίνιση, ότι η παράμετρος αυτή δεν είναι σημαντική (αιτιολογική σκέψη 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως), απορρίπτοντας έτσι τα ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν σχετικά με το επίπεδο του ανταγωνισμού στην αγορά Περαιτέρω, η δήθεν παράβαση καλύπτει το ήμισυ της αγοράς, ήτοι το 45 έως 50 % της αξίας ή το 40 έως 45 % του όγκου (αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως), σύμφωνα με τα υπερβολικά αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή, χωρίς να διευκρινίσει πώς ακριβώς υπολόγισε το μέρος αυτό της αγοράς, το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπερβαίνει το 25 % στη Γερμανία, που είναι η μεγαλύτερη αγορά της Βόρειας Ευρώπης. Το μέγεθος αυτό που συγκεκριμένου μέρους της αγοράς καθιστά, όπως είναι φυσικό, εντελώς αβάσιμη τη θέση ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων αποτελούσε το μέσο για την αύξηση των τιμών στον κλάδο.

333    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εξέτασε ενδελεχώς το ζήτημα της δομής της αγοράς και του επιπέδου του ανταγωνισμού σε αυτή εξετάστηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 31, 280, 281 και 324 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

334    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, με την παράγραφο 406 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή είχε αρχικώς χαρακτηρίσει την αγορά ως ολιγοπωλιακή, χαρακτηρισμός ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

335    Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι, κατά τη νομολογία, η απόφαση δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί ακριβές αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 29 Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 68). Η Επιτροπή πρέπει, συγκεκριμένα, να λαμβάνει υπόψη, με την απόφασή της, τις απαντήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συναφώς, πρέπει να μπορεί τόσο να δεχθεί ή να απορρίψει τα επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, αλλά και να προβαίνει σε ιδία ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που αυτές προβάλλουν, είτε για να παραιτηθεί από τις αιτιάσεις που αποδεικνύονται αβάσιμες είτε για να αναπροσαρμόσει ή να συμπληρώσει, στο πραγματικό ή στο νομικό πλαίσιο, τα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 92· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψεις 437 και 438).

336    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, ως είχε δικαίωμα και κατόπιν των απαντήσεων των επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τροποποίησε με την προσβαλλόμενη απόφαση την επιχειρηματολογία της, την οποία αναπτύσσει κυρίως στις αιτιολογικές σκέψεις 280 και 281. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προβάλλει ότι:

–        η δομή της αγοράς δεν αποτελεί, εν προκειμένω, στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη διαπίστωση της παραβάσεως, όπως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-2035, σκέψη 113), ότι, σε περίπτωση συμπράξεως με αντικείμενο τις τιμές, η δομή της αγοράς έχει διαφορετική σημασία απ’ ό,τι στην περίπτωση συμπράξεως με αντικείμενο την κατανομή των αγορών·

–        εν πάση περιπτώσει, οι εμπλεκόμενοι κατείχαν το σημαντικότερο μερίδιο αγοράς και ήταν οι προμηθευτές των τριών σημαντικότερων σημάτων μπανανών·

–        οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την εμπλοκή τους στις συνεννοήσεις στο πλαίσιο συμπράξεως, με το επιχείρημα ότι υπάρχει ανταγωνισμός στην αγορά και ότι, για τη διαπίστωση παραβάσεως βάσει του αντικειμένου της, απαιτείται οι συνεννοήσεις να εξαλείφουν εντελώς τον ανταγωνισμό.

337    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ όσον αφορά το ζήτημα της δομής της οικείας αγοράς.

338    Δεύτερον, όσον αφορά τη σημασία της εκτιμήσεως της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες ορθώς επισημαίνουν ότι η θέση της Επιτροπής, ότι η δομή της αγοράς δεν αποτελεί, εν προκειμένω, ουσιώδες στοιχείο όσον αφορά τη διαπίστωση παραβάσεως, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 336 ανωτέρω, υπό την έννοια ότι τα χωρία της αποφάσεως αυτής, που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αφορούν τη διαπίστωση της παραβάσεως, αλλά το ύψος του επιβληθέντος προστίμου.

339    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά και ότι η εν λόγω απαιτούμενη αυτοτέλεια δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, πλην όμως, απαγορεύει αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που προτίθενται να ακολουθήσουν έναντι αυτού, οσάκις οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίδικης αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του μεγέθους της συγκεκριμένης αγοράς (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψεις 32 και 33).

340    Αν η προσφορά σε μια αγορά παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή ορισμένων πληροφοριακών στοιχείων μπορεί, ανάλογα ιδίως με το είδος των ανταλλασσομένων στοιχείων, να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωρίζουν τη θέση και την εμπορική στρατηγική των ανταγωνιστών τους στην αγορά, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή και αυξάνοντας την πιθανότητα συμπράξεως ή και διευκολύνοντάς την. Αντιθέτως, αν η προσφορά πραγματοποιείται υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς, η διάδοση και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορούν να είναι ουδέτερες ή και θετικές για την ανταγωνιστική φύση της αγοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 58).

341    Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να συνιστά παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ακόμη και αν η επίδικη αγορά δεν είναι μια ολιγοπωλιακή αγορά, με υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως (απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 86).

342    Σημειωτέον ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρει ότι, εκτός των Chiquita, Weichert και Dole, οι εταιρίες Del Monte (όσον αφορά τη δική της δραστηριότητα του προμηθευτή μπανανών), οι Fyffes και Van Parys πραγματοποιούσαν σημαντικές πωλήσεις μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη και ότι, πέραν των επιχειρήσεων αυτών, στη Βόρεια Ευρώπη δραστηριοποιούνταν πολλές άλλες επιχειρήσεις πωλήσεως μπανανών. Επρόκειτο, ως επί το πλείστον για μικρές επιχειρήσεις, εγκατεστημένες σε περιορισμένη γεωγραφική περιοχή (συγκεκριμένα, στη Γερμανία) (αιτιολογικές σκέψεις 21 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

343    Η Επιτροπή διευκρινίζει, ωστόσο, ότι οι εμπλεκόμενοι είχαν πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς και ότι προμήθευαν μπανάνες των τριών σημαντικότερων σημάτων.

344    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο προσδιόρισε το συνολικό μερίδιο που κατείχαν στον κλάδο της μπανάνας οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση.

345    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκτίμησε το συνολικό μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά την αξία των πωλήσεων μπανάνας, βάσει στοιχείων προερχόμενων από τις ως άνω επιχειρήσεις, καθώς και από τις Fyffes και LVP, καταλήγοντας ότι η συνολική αξία των πωλήσεων της Chiquita, της Dole και της Weichert αντιστοιχούσε το 2002 στο 45 έως 50 % περίπου των πωλήσεων μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη (αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

346    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή είναι υπερβολικά και δεν επιβεβαιώνονται από ανεξάρτητη έρευνα που διεξήχθη μεταξύ των καταναλωτών, από την οποία προκύπτει ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς, από πλευράς ποσότητας, της Chiquita, της Dole και της επιχειρήσεως που συναποτελούν οι Del Monte και Weichert δεν υπερβαίνει το 25 % στη σημαντικότερη αγορά, δηλαδή στη Γερμανία.

347    Το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε από την Dole κατά τη διοικητική διαδικασία και απορρίφθηκε, ορθώς, από την Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως εξής:

«[…] Πρώτον, πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι η εκτίμηση σχετικά με το μερίδιο στη γερμανική αγορά, στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων, στηριζόταν σε αριθμητικά στοιχεία και εκτιμήσεις για τις πωλήσεις άλλων προμηθευτών μπανανών, τα οποία γνωστοποιήθηκαν από τους αποδέκτες της παρούσας, καθώς και από τις LVP και Fyffes. Η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων στηριζόταν στην αξία και όχι στον όγκο των πωλήσεων. Ακόμη και αν η εκτίμηση του ανεξάρτητου γραφείου μελετών είναι ορθή, η μεγάλη διαφορά μεταξύ της εκτιμήσεως αυτής και της εκτιμήσεως της Επιτροπής εξηγείται από τη διαφορά τιμής μεταξύ των μπανανών γνωστής μάρκας και των υπολοίπων. Δεύτερον, το γραφείο μελετών της αγοράς υπολόγισε τις ποσότητες μπανανών που καταναλώνονται στη Γερμανία, ενώ η εκτίμηση της Επιτροπής στηρίζεται στις ποσότητες που πωλούνται στη Γερμανία. Είναι, πάντως, γεγονός ότι δεν καταναλώνονται στη Γερμανία όλες οι μπανάνες που εισάγονται εκεί. […]»

348    Από τα αποσπάσματα της έρευνας που παρατίθενται στη σελίδα 42 της απαντήσεως της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι τα εκεί παρατιθέμενα στοιχεία αφορούν το έτος 2004, ενώ η παράβαση έπαυσε στο τέλος του 2002, και αποκλειστικά τη Γερμανία, ενώ η Επιτροπή έχει διαπιστώσει ότι στην αγορά αυτή δραστηριοποιούνται πολλές μικρές επιχειρήσεις. Για τους ίδιους λόγους, μικρή σημασία έχει ο πίνακας που εμφαίνει τα μερίδια αγοράς της Dole, της Chiquita, της Del Monte και άλλων προμηθευτών στην αγορά της Γερμανίας κατά τα έτη 2003 έως 2005.

349    Διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν το ίδιο επιχείρημα, επικαλούμενες τα ίδια έγγραφα, χωρίς να παραθέτουν στοιχεία ικανά να ανατρέψουν τον εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμού του ως αλυσιτελούς. Δεν προσκομίζουν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προς στήριξη της θέσεώς τους ότι η αγορά της Βόρειας Ευρώπης ήταν ανταγωνιστική.

350    Η Επιτροπή προσδιόρισε επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το μερίδιο των πωλήσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στη Βόρεια Ευρώπη, βάσει στοιχείων προερχόμενων από αυτές και λαμβάνοντας υπόψη τα δημοσιευμένα από τη Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη φαινόμενη κατανάλωση μπανανών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πωλήσεις νωπών μπανανών το 2002 από την Chiquita, την Dole και τη Weichert, αντιστοιχούσαν, κατ’ όγκο, σε 40 έως 45 % της φαινόμενης καταναλώσεως νωπών μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη, εκτίμηση κατά τι χαμηλότερη σε σχέση με το ποσοστό που προσδιορίστηκε όσον αφορά την αξία των πωλήσεων αυτών (αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

351    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι ο τρόπος με τον οποίον η Επιτροπή υπολόγισε τα μερίδια αγοράς δεν είναι σαφής, καθώς φαίνεται ότι στον αριθμητή του κλάσματος αθροίζονται οι πωλήσεις κίτρινων και πράσινων μπανανών ενώ ο παρονομαστής περιλαμβάνει μόνο τις πράσινες μπανάνες (προκύπτει δηλαδή από τα αριθμητικά στοιχεία της Eurostat σχετικά με τις εισαγωγές, τα οποία δεν μπορεί παρά να αφορούν τις πράσινες μπανάνες), πράγμα που σημαίνει ότι το σύνολο των μεριδίων αγοράς υπερβαίνει το 100 %.

352    Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, δηλαδή στο διαχωρισμό των κίτρινων από τις πράσινες μπανάνες. Υπενθυμίζεται ότι το επίμαχο προϊόν εν προκειμένω είναι η νωπή μπανάνα και ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο προς στήριξη της θέσεώς τους ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά προϊόντα που προορίζονται για διαφορετικές αγορές. Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά όλα τα είδη μπανάνας, είτε πράσινες είτε κίτρινες, η δε Επιτροπή απέδειξε με σαφήνεια τη σχέση μεταξύ των πωλήσεων νωπών μπανανών που πραγματοποίησαν οι Chiquita, Dole και Weichert το 2002 και της φαινόμενης καταναλώσεως του προϊόντος αυτού.

353    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε και έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι οι Dole, Chiquita και Weichert κατέχουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς, η οποία, ακόμη και αν δεν χαρακτηριστεί ολιγοπωλιακή, πάντως δεν χαρακτηρίζεται από εξατομικευμένο καθορισμό της προσφοράς.

354    Κατά συνέπεια είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των ουσιωδών χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς.

 Επί του χρονοδιαγράμματος και της συχνότητας των επαφών

355    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, κατά τη νομολογία, η συχνότητα της ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων αποτελεί σημαντικό στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ανταλλαγή αυτή συνιστά εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού και ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αξιολόγησε επαρκώς το στοιχείο αυτό ούτε παρέθεσε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της.

356    Πρώτον, όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη συχνότητα των επαφών, από τις αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Dole και Chiquita πραγματοποιούνταν κατά κανόνα το απόγευμα της Τετάρτης και, ενίοτε, νωρίς το πρωί της Πέμπτης, ενώ οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert πραγματοποιούνταν μόνο το απόγευμα της Τετάρτης, δηλαδή λίγο πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς.

357    Όσον αφορά τις επαφές μεταξύ Dole και Chiquita, η δεύτερη ανέφερε ότι πραγματοποιούνταν σχεδόν κάθε εβδομάδα (εκτός των διακοπών και των εβδομάδων που συνέτρεχαν άλλοι λόγοι απουσίας). Από τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές κλήσεις του B. προκύπτουν τουλάχιστον 55 εξερχόμενες τηλεφωνικές κλήσεις προς τον H. (δεν υπάρχουν, όμως, εισερχόμενες κλήσεις) την Τετάρτη και τουλάχιστον 53 εξερχόμενες κλήσεις το πρωί της Πέμπτης μεταξύ 2000 και 2002, εκ των οποίων οι 23 (σε 19 εβδομάδες) πραγματοποιήθηκαν πριν τις 8:45, ενώ 18 από αυτές (σε 17 εβδομάδες) πραγματοποιήθηκαν πριν τις 8:30 (δηλαδή πριν την έναρξη της συσκέψεως με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών στην Dole) (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στοιχείο που συμπίπτει με τις δηλώσεις της Chiquita ότι οι επαφές με την Dole με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών πραγματοποιούνταν το πρωί της Πέμπτης.

358    Η Dole δήλωσε ότι, από το 2000 έως το φθινόπωρο του 2001, πραγματοποιήθηκαν περίπου 20 επαφές εντός του έτους (15 την Τετάρτη και 5 την Πέμπτη) μεταξύ του εργαζομένου της H. και του B. (εργαζομένου της Chiquita). Περαιτέρω, η Dole ανέφερε ότι, μετά το φθινόπωρο του 2001 και έως το 2002-2003, πραγματοποιούνταν περίπου 10 επαφές κατ’ έτος μεταξύ του εργαζομένου της G. και των ομολόγων του της Chiquita. Κατά την Dole, από το φθινόπωρο του 2001 έως τον Δεκέμβριο του 2002 ενδέχεται να πραγματοποιήθηκαν ορισμένες τηλεφωνικές κλήσεις τέτοιας φύσεως μεταξύ των H. και B., πλην όμως «ο H. […] δεν θυμάται να πραγματοποίησε τέτοιες κλήσεις κατά το διάστημα αυτό» (αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

359    Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Dole ανέφερε ότι, βάσει των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών κλήσεων, οι κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν Τετάρτη απόγευμα είναι 55 και εκείνες που πραγματοποιήθηκαν το Πέμπτη πρωί 58, ανεξαρτήτως ώρας (αιτιολογική σκέψη 77 και υποσημείωση 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

360    Στην αιτιολογική σκέψη 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται επίσης ότι η ίδια η Dole εκτίμησε ότι στις μισές περίπου επαφές με την Chiquita έγινε συζήτηση για τις ενδεικτικές τάσεις της τιμής αναφοράς.

361    Όσον αφορά τις επαφές μεταξύ Dole και Weichert, για τις οποίες δεν υπάρχει καταγραφή τηλεφωνικών κλήσεων, η Dole ανέφερε αρχικώς, με την απάντησή της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ότι επικοινωνούσε με τη Weichert «σχεδόν κάθε εβδομάδα», ήτοι περίπου σαράντα εβδομάδες κατ’ έτος, πλην όμως, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, υποστήριξε ότι «επαφή με αντικείμενο τις συνθήκες της αγοράς πραγματοποιούνταν περίπου μια φορά ανά δύο εβδομάδες, λόγω ταξιδιών ή άλλων υποχρεώσεων», όπως είχε ήδη αναφέρει με την απάντησή της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, προκειμένου να δικαιολογήσει τον αναφερόμενο αριθμό επαφών (αιτιολογικές σκέψεις 87 και 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

362    Με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006, η Weichert δήλωσε ότι οι επαφές με την Dole δεν πραγματοποιούνταν κάθε Τετάρτη, αλλά μία ή δύο φορές τον μήνα κατά μέσο όρο. Όταν η Επιτροπή τής ζήτησε, στις 5 Φεβρουαρίου 2007, να διευκρινίσει τον αριθμό των εβδομάδων κατ’ έτος, η Weichert ανέφερε ότι οι εργαζόμενοί της είχαν επαφές με την Dole περίπου 20 έως 25 εβδομάδες κατ’ έτος (αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

363    Στη συνέχεια, με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Weichert ανέφερε ότι οι επαφές με την Dole πραγματοποιούνταν «κατά μέσο όρο μία ή δύο φορές μηνιαίως», χωρίς να αναθεωρήσει ρητώς την αρχική θέση της περί εβδομαδιαίων επαφών, με συνέπεια η Επιτροπή να δεχθεί τον αριθμό των 20 έως 25 εβδομάδων κατ’ έτος που ανέφερε η Dole (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

364    Βάσει των ως άνω στοιχείων, η Επιτροπή κατέληξε ότι οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert ήταν αρκούντως συνεκτικές, ώστε να σχηματιστεί ένα ενιαίο σύστημα ή μηχανισμός επικοινωνίας, τον οποίον οι επιχειρήσεις μπορούσαν να χρησιμοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες τους (αιτιολογικές σκέψεις 91, 269 και 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

365    Από τα προεκτεθέντα δεν προκύπτει παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της επιβαλλόμενης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

366    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν, πρώτον, ασαφή την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το περιεχόμενο των προσαπτομένων επαφών και, ειδικότερα, όσον αφορά τη σημασία του όρου «παράμετροι που επηρεάζουν την τιμολογιακή πολιτική», επικρίνοντας την ποσοτική ανάλυση των ανταλλαγών αυτών από την Επιτροπή.

367    Υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να παρέχει στην Dole τη δυνατότητα να γνωρίζει αν η συζήτηση με αντικείμενο οποιοδήποτε από τα θέματα αυτά συνιστά εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

368    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις διαπιστώσεως παράνομης συνεννοήσεως με κριτήριο τον αριθμό και τη συχνότητα των επαφών μεταξύ των ανταγωνιστών, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της συνεννοήσεως όσο και οι προσιδιάζουσες στην αγορά περιστάσεις αποτελούν τα στοιχεία που εξηγούν τη συχνότητα, τον τρόπο και τις χρονικές αποστάσεις μεταξύ των επαφών που πραγματοποιούν οι ανταγωνιστές, προς εναρμόνιση της συμπεριφοράς τους στην αγορά. Συγκεκριμένα, οι εμπλεκόμενες που συνάπτουν συμφωνία στηριζόμενη σε ένα σύνθετο σύστημα συνεννοήσεως επί πολλών πτυχών της συμπεριφοράς τους στην αγορά χρειάζονται τακτικές επαφές επί μακρόν. Αντιθέτως, αν η συνεννόηση έχει στιγμιαίο χαρακτήρα και σκοπεί αποκλειστικά σε εναρμόνιση της συμπεριφοράς στην αγορά σχετικά με μεμονωμένη παράμετρο του ανταγωνισμού, τυχόν επαφή απλώς και μόνον αρκεί ενδεχομένως για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τις οικείες επιχειρήσεις σκοπού που είναι αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 60).

369    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι εκείνο που προέχει δεν είναι τόσο ο αριθμός των συσκέψεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, όσο το γεγονός αν χάρη στις πραγματοποιηθείσες επαφές οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις ανταλλαγείσες με τους ανταγωνιστές τους πληροφορίες προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην οικεία αγορά και να υποκαταστήσουν συνειδητά με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Εφόσον αποδεικνύεται ότι οι επιχειρήσεις αυτές κατέληξαν σε συνεννόηση και παρέμειναν ενεργές στην αγορά, δικαιολογείται να απαιτείται να αποδείξουν αυτές ότι η εν λόγω συνεννόηση δεν είχε ως συνέπεια τον επηρεασμό της συμπεριφοράς τους στην εν λόγω αγορά (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 61).

370    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 262, 263, 265 και 269) προκύπτει ότι η Επιτροπή αξιολόγησε μια συγκεκριμένη πρακτική, δηλαδή τις διμερείς επαφές της Dole με τις Chiquita και Weichert πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, με κριτήριο το περιεχόμενό τους, την έκτασή τους και το νομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιούνταν. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ανέλυσε τη συχνότητα των επαφών και κατέληξε ότι όλες οι επαφές εντάσσονται στο ίδιο «σύστημα» ή σε ενιαίο μηχανισμό επικοινωνίας. Βάσει της γενικής αυτής εκτιμήσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι όλες οι επαφές της Dole με τους δύο ανταγωνιστές της, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού.

371    Απαντώντας στα επιχειρήματα κατά τα οποία οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών ήταν σποραδικές και χωρίς χρονοδιάγραμμα, η Επιτροπή ανέφερε επιπλέον ότι το γεγονός ότι οι επαφές αυτές δεν πραγματοποιούνταν συστηματικά και βάσει χρονοδιαγράμματος δεν έχει αποφασιστική σημασία για τη διαπίστωση παραβάσεως, με το σκεπτικό ότι κάθε μεμονωμένη επαφή αποσκοπεί στη νόθευση του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

372    Επισημαίνεται ότι, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή προέβαλε επανειλημμένως και επικαλούμενη την απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, ότι, ακόμη και αν η συντονισμένη δράση είναι απόρροια μιας και μόνο συναντήσεως, στην οποία μετέσχον οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, μπορεί, παρά ταύτα να υπάρχει παράβαση, οπότε η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι σύμφωνη με το νομολογιακό κριτήριο.

373    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν απορριφθούν οι διαπιστώσεις της περί συνεκτικού «συστήματος» επικοινωνίας, θα αρκούσε μία και μόνον επαφή με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ της Dole και των ανταγωνιστών της, για καθένα από τα έτη από το 2000 έως το 2002, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη συμπαιγνίας, πλην όμως η θέση αυτή δεν ευσταθεί με βάση το συγκεκριμένο αντικείμενο της προσαπτόμενης συμπαιγνίας και το γεγονός ότι πρόκειται για μια αγορά η οποία λειτουργεί με βάση εβδομαδιαίους κύκλους. Ωστόσο, δεν μπορεί, αντιθέτως, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποδείξει την πραγματοποίηση μιας επαφής με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών ανά εβδομάδα καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, καθώς αρκεί να αποδειχθεί η πραγματοποίηση ορισμένου αριθμού επαφών, ώστε να στοιχειοθετηθεί η διαπίστωση περί συστήματος ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων. Σημειωτέον, συναφώς, ότι οι τιμές αναφοράς των εισαγωγέων δεν μεταβάλλονταν κάθε εβδομάδα, όπως προκύπτει από τις εσωτερικές εκθέσεις σχετικά με τις τιμές της Chiquita.

374    Οι προσφεύγουσες αναφέρουν, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή ουδέποτε ανέφερε με σαφήνεια ποια από τα θέματα που συζητούνταν κατά τις επαφές συνιστούν εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού, ζήτημα καθοριστικό προκειμένου να προσδιοριστεί ο αριθμός των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών. Προβάλλουν ότι δεν γνωρίζουν αν στις επαφές που φέρονται ως αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού έχουν συμπεριληφθεί εκ παραδρομής επαφές που είχαν ως αντικείμενο μόνο συζητήσεις σχετικά με τις ποσότητες ή «επουσιώδη ζητήματα του κλάδου (αποχωρήσεις ή προσλήψεις εργαζομένων, κοινές επιχειρήσεις, αναγγελθείσες εξαγορές κ.λπ.)», επισημαίνουν δε ότι, αν αφαιρεθούν οι συζητήσεις σχετικά με τις κλιματολογικές συνθήκες στην Ευρώπη, ο αριθμός των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών θα είναι οπωσδήποτε μικρότερος.

375    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή κάνει λόγο για ανταλλαγές δύο ειδών πληροφοριακών στοιχείων, ήτοι, αφενός, στοιχείων σχετικά με τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές, δηλαδή τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονταν οι τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, και, αφετέρου, στοιχείων σχετικά τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα, πριν τον καθορισμό των εν λόγω τιμών αναφοράς, και κατατάσσει τις ανταλλαγές αυτές συνολικά στις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών.

376    Το περιεχόμενο των επαφών αυτών προσδιορίστηκε βάσει των δηλώσεων της ίδιας της Dole, των δηλώσεων των ανταγωνιστών της και έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων, από τη δε προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς (αιτιολογικές σκέψεις 136, 149 και 185) ότι, με κριτήριο τα θέματα που συζητούσαν οι προσφεύγουσες, μόνον οι ανταλλαγές σχετικά με τις ποσότητες εξαιρούνται από τις επαφές αυτές.

377    Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 264 ανωτέρω, ο όρος «παράμετροι που επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών» αποτυπώνει τις σαφέστατες δηλώσεις της ίδιας της Dole περί συζητήσεων σχετικά με τις παραμέτρους που «επηρεάζουν την προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση». Όσον αφορά τις μετεωρολογικές συνθήκες, η Dole διευκρίνισε, με έγγραφο συνοδευτικό της απαντήσεώς της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι «μεταξύ των βασικών παραμέτρων που καθορίζουν τις τιμές αναφοράς της Dole» περιλαμβάνονται οι ποσότητες που εισάγονται στην Ένωση και οι ποσότητες που παραδίδονται στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, καθώς και οι μετεωρολογικές συνθήκες.

378    Σε οικονομική μελέτη της 10ης Απριλίου 2007, την οποία προσκόμισε η Dole κατά τη διοικητική διαδικασία, αναφέρεται ότι η ζήτηση μπανανών μεταβαλλόταν από εβδομάδα σε εβδομάδα, σε συνάρτηση με πολλές παραμέτρους, προβλέψιμες ή μη, οι δε «μετεωρολογικές συνθήκες» συμπεριλαμβάνονται ρητώς στις παραμέτρους αυτές.

379    Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες παραδέχονται, με τα υπομνήματά τους, την ύπαρξη διμερών επαφών μεταξύ των εισαγωγέων μπανανών, με αντικείμενο τη «γενική ενημέρωση» ή τις «πιθανές τάσεις» της αγοράς, οι οποίες πραγματοποιούνταν πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς. Στην προσφυγή αναφέρουν ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, διεξαγόταν στην DFFE, κάθε Πέμπτη πρωί, εσωτερική σύσκεψη κατά την οποία «όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η εταιρία» αξιολογούνταν με σκοπό την εκτίμηση των συνθηκών της αγοράς. Εν συνεχεία, βάσει των στοιχείων αυτών, η DFFE καθόριζε την εβδομαδιαία τιμή αναφοράς. Επομένως, η Dole καθόριζε την τιμολογιακή πολιτική της βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που αντάλλασσε με τους ανταγωνιστές της.

380    Όσον αφορά τις επαφές με τη Weichert, με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Dole αναφέρει ότι «σκοπός των επαφών ήταν η ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε κάθε εισαγωγέας να μπορεί ευχερέστερα να αξιολογεί τις συνθήκες της αγοράς. Χρησιμοποιώντας τις γενικής φύσεως πληροφορίες και εκτιμήσεις που αποκόμιζε από τις επαφές αυτές, η Dole προέβαινε σε εκτιμήσεις όσον αφορά τη ζήτηση στην αγορά, τη διαθέσιμη προσφορά προς κάλυψη της ζήτησης και το αν η αρχική εκτίμησή της όσον αφορά τις τιμές συνέπιπτε με τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

381    Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων (σ. 215), η Dole διευκρινίζει ότι «δεν αρνείται ότι, για τον καθορισμό των δικών της τιμών αναφοράς, λάμβανε υπόψη τα στοιχεία που πληροφορούνταν από τους ανταγωνιστές της, σε συνδυασμό με πολλές άλλες παραμέτρους της αγοράς», η δήλωση δε αυτή της Dole αφορά τόσο τις επαφές της με την Chiquita όσο και με τη Weichert (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

382    Με βάση όλες αυτές τις δηλώσεις, αποκλείεται το ενδεχόμενο μια διμερής επαφή να περιοριζόταν σε αθώες γενικές συζητήσεις σχετικά με τον κλάδο, έστω και αν οι εργαζόμενοι των εμπλεκομένων επιχειρήσεων συζητούσαν ενίοτε, πέραν των παραμέτρων καθορισμού των τιμών αναφοράς, των τάσεων των τιμών ή των δεικτών των τιμών, και για ζητήματα ανώδυνα, όπως το ανθρώπινο δυναμικό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά.

383    Σημειωτέον, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή προσδιόρισε τη συχνότητα των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών βάσει των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών κλήσεων από τη σταθερή τηλεφωνική γραμμή του εργαζομένου της Chiquita, λαμβάνοντας υπόψη μόνον τις εξερχόμενες κλήσεις προς την Dole, καθώς και βάσει των δηλώσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

384    Όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες οι Chiquita, Dole και Weichert εκτίμησαν τον αριθμό των διμερών επαφών, δεν αμφισβητείται ότι, εκτός των δηλώσεων στις οποίες προέβη η Chiquita με την αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο και τα συνημμένα έγγραφα, οι εν λόγω επιχειρήσεις απάντησαν σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, καθώς και στην ανακοίνωση αιτιάσεων που τους απεύθυνε η Επιτροπή.

385    Με την ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή ρητώς διαχώρισε τις συζητήσεις με αντικείμενο τις ποσότητες από τις συζητήσεις με αντικείμενο «τις συνθήκες της αγοράς, τις τάσεις των τιμών και τις ενδείξεις ως προς τις τιμές αναφοράς», οι οποίες έπονταν των πρώτων. Επομένως, ήταν σαφές το πλαίσιο εντός του οποίου οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθυνόταν η ανακοίνωση αιτιάσεων έδιναν τις απαντήσεις τους.

386    Η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως σαφής όσον αφορά τις σχέσεις της Dole με την Chiquita, δεδομένου ότι η πρώτη, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, προέβη σε υπολογισμό των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών βάσει των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών κλήσεων του εργαζομένου της Chiquita και ότι η Επιτροπή δέχθηκε, εν τέλει, ότι τον αριθμό που προσδιόρισε η Dole, δηλαδή 55 κλήσεις τα απογεύματα της Τετάρτης και 53 κλήσεις τα πρωινά της Πέμπτης, επί συνόλου 58 κλήσεων που παραδέχθηκε η Dole, αφαιρουμένων των πολύ σύντομων κλήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 77 και 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

387    Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ Dole και Weichert, η Επιτροπή δέχθηκε ότι επαφές πραγματοποιούνταν περίπου 20 έως 25 εβδομάδες κατ’ έτος, εκτίμηση που συμπίπτει με αυτή που διατύπωσε η Weichert με την απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 5ης Φεβρουαρίου 2007 και αντιστοιχεί σε αυτή που διατύπωσε η Dole με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, κατά την οποία «συζήτηση με αντικείμενο τις συνθήκες της αγοράς πραγματοποιούνταν περίπου μία φορά ανά δύο εβδομάδες» (αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

388    Επισημαίνεται, αφενός, ότι, με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006, η ίδια η Weichert διαχωρίζει τις συζητήσεις με αντικείμενο τις ποσότητες από τις συζητήσεις με αντικείμενο τις γενικές συνθήκες της αγοράς και την εξέλιξη των επίσημων τιμών, οι οποίες αποτελούσαν αποκλειστικά το αντικείμενο του αιτήματος της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 2007, με το οποίο ζητούσε από τη Weichert να διευκρινίσει πόσες εβδομάδες κατ’ έτος πραγματοποιούνταν αυτές οι συζητήσεις (αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

389    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι από τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η συχνότητα των επαφών, οι οποίες πραγματοποιούνταν τυχαία, ούτε, συνεπώς, να θεμελιωθεί η διαπίστωση περί παράνομου συντονισμού των τιμών αναφοράς.

390    Επισημαίνουν, πρώτον, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής για «περίπου 20» επαφές κατ’ έτος με την Chiquita είναι υπερβολική, διότι, αν εξεταστεί με ακρίβεια ο αριθμός των συζητήσεων σε ετήσια βάση προκύπτει ότι οι διμερείς επαφές μεταξύ Dole και Chiquita τα απογεύματα της Τετάρτης το 2000 ήταν μόνον επτά.

391    Από την απάντηση της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι η αριθμητική αυτή εκτίμηση είναι σκοπίμως αποσπασματική, διότι δεν έχουν συνυπολογιστεί οι επαφές που πραγματοποιήθηκαν τα πρωινά της Πέμπτης. Με την απάντησή της αυτή και με βάση την καταγραφή των τηλεφωνικών κλήσεων, η Dole διευκρινίζει ότι το 2000 πραγματοποιήθηκαν 7 επαφές Τετάρτη απόγευμα και 10 Πέμπτη, το 2001 24 επαφές Τετάρτη απόγευμα και 37 Πέμπτη, και το 2002 24 επαφές Τετάρτη απόγευμα και 11 Πέμπτη, δηλαδή 55 επαφές Τετάρτη και 58 Πέμπτη πρωί (η Επιτροπή τις προσδιόρισε σε 53, αφού αφαίρεσε τις πολύ σύντομες τηλεφωνικές επαφές).

392    Η Dole δεν αμφισβητεί ότι από την καταγραφή των τηλεφωνικών κλήσεων προκύπτει ότι, από τις 53 αυτές κλήσεις, οι 22 πραγματοποιήθηκαν Πέμπτη, πριν τις 8:45, ή ακόμα και πριν τις 8:30 οι 18 από αυτές, με την επισήμανση ότι οι εσωτερικές συσκέψεις στην Dole και στην Chiquita άρχιζαν κατά κανόνα στις 8:30 και στις 8:45 ή στις 9:00 (αιτιολογικές σκέψεις 78 και 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

393    Η Dole παραδέχεται επίσης ότι σε 20 περιπτώσεις επικοινώνησε με την Chiquita τόσο την Τετάρτη όσο και την Πέμπτη, αριθμός που μειώθηκε σε 17 εβδομάδες, αφού η Επιτροπή αφαίρεσε τις σύντομες συνομιλίες (αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

394    Περαιτέρω, τα προαναφερθέντα αριθμητικά δεδομένα προέρχονται από ανάλυση της καταγραφής των κλήσεων της Chiquita, η οποία έχει συμπεριληφθεί στον φάκελο της Επιτροπής και περιλαμβάνει μόνον τις εξερχόμενες κλήσεις και όχι τις κλήσεις της Dole προς την Chiquita. Η Dole δήλωσε, πάντως, με τις απαντήσεις της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών της 30ής Μαρτίου 2006 και της 27ης Φεβρουαρίου 2007, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι εργαζόμενοί της επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με ομολόγους τους της Chiquita.

395    Η Dole ανέφερε, συγκεκριμένα, ότι, «σε σπάνιες περιπτώσεις ο H. επικοινωνούσε με τον B. το απόγευμα της Τετάρτης, αν στο μεταξύ αυτός δεν είχε επικοινωνήσει με την Dole έως το απόγευμα της Τετάρτης, ιδίως αν υπήρχαν απροσδόκητες εξελίξεις στην αγορά» και ότι «ο G. αναλάμβανε την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει με την Chiquita μόνον εάν δεν είχε προηγηθεί τηλεφώνημα από αυτή» (αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

396    Από το περιεχόμενο των απαντήσεων αυτών προκύπτει ότι την πρωτοβουλία για τις επαφές αυτές είχε κατά κανόνα η Chiquita, αλλά και ότι οι εργαζόμενοι της Dole αναλάμβαναν εκείνοι την πρωτοβουλία της επαφής, αντί των συναδέλφων τους της Chiquita, σε περίπτωση σιωπής από την πλευρά των δεύτερων, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση των τηλεφωνικών επαφών μεταξύ των εργαζομένων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

397    Επομένως, οι κλήσεις της Dole προς την Chiquita πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της συχνότητας των διμερών επαφών, με την επισήμανση ότι η Dole δεν προσκόμισε, όπως της ζήτησε η Επιτροπή, καταγραφή των κλήσεων από τις σταθερές τηλεφωνικές γραμμές των εργαζομένων της που μετείχαν στις διμερείς επαφές (υποσημείωση 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

398    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, περαιτέρω, ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, πραγματοποιήθηκαν 156 εβδομαδιαίες συσκέψεις με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, οπότε δεν μπορεί να γίνει κατανοητό πώς είναι δυνατόν οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων, όπως αυτές έχουν προσδιοριστεί αριθμητικά από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση (55 μεταξύ Dole και Chiquita και 60 έως 75 μεταξύ της Dole και της επιχειρήσεως που συναποτελούν οι Del Monte και Weichert), να έχουν τη σημασία που τους προσδίδει η Επιτροπή, δεδομένου ότι στα δύο τρίτα των περιπτώσεων οι εβδομαδιαίες τιμές αναφοράς καθορίστηκαν χωρίς να προηγηθούν τέτοιες επαφές.

399    Για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 391 έως 397 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται επίσης σε αλλοίωση των στοιχείων σχετικά με τις επαφές με την Chiquita.

400    Εξάλλου, η αριθμητική αυτή εκτίμηση της Dole, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στη σύγκριση του συνολικού αριθμού των εβδομαδιαίων συσκέψεων με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών αναφοράς με τον συνολικό αριθμό των διμερών επαφών, δεν αρκεί για να ανατραπεί η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες επαφές παρουσιάζουν ικανό βαθμό συνοχής, ώστε να στοιχειοθετείται η ύπαρξη μηχανισμού γνωστοποιήσεως πληροφοριακών στοιχείων.

401    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο μεγάλος αριθμός των επαφών, όπως έχουν παραδεχθεί οι Dole και Weichert, το πανομοιότυπο περιεχόμενό τους, το γεγονός ότι σε αυτές μετείχαν τακτικά τα ίδια πρόσωπα και ήταν πανομοιότυπα οργανωμένες, από πλευράς χρονοδιαγράμματος και τρόπου επαφής, το γεγονός ότι συνεχίζονταν επί τουλάχιστον τρία έτη, χωρίς οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να ισχυριστούν ότι υπήρξε κάποια διακοπή, οι δηλώσεις της Dole περί επαφών με εργαζόμενο της Chiquita, «αν στο μεταξύ αυτός δεν είχε επικοινωνήσει με την Dole έως το απόγευμα της Τετάρτης», οι δηλώσεις της Dole όσον αφορά τη σημασία των πληροφοριακών στοιχείων που ανταλλάσσονταν σχετικά με τον καθορισμό των τιμών αναφοράς και το εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα της Chiquita, της 8ης Αυγούστου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), από το οποίο προκύπτει ότι σπανίως η Dole αποφάσιζε επί του καθορισμού των τιμών, χωρίς προηγουμένως να συζητήσει με την Chiquita, αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι υπήρχε ενιαίο σύστημα ή μηχανισμός επικοινωνίας, τον οποίον οι επιχειρήσεις μπορούσαν να χρησιμοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες τους.

402    Ο μηχανισμός αυτός δημιούργησε κλίμα αμοιβαίας βεβαιότητας ως προς τις μελλοντικές πολιτικές τους περί καθορισμού τιμών (απόφαση Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 336 ανωτέρω, σκέψη 60), το οποίο ενισχυόταν με τις ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων μετά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς το πρωί της Πέμπτης.

403    Μολονότι ορισμένα από τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να εξευρεθούν και από άλλες πηγές, το σύστημα ανταλλαγής παρείχε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των εν λόγω στοιχείων ευχερέστερα, ταχύτερα και αμεσότερα (απόφαση Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 336 ανωτέρω, σκέψη 60) και να τα αξιολογούν από κοινού.

404    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία που ανταλλάσσονταν είχαν επαρκές στρατηγικό ενδιαφέρον, λόγω του όλως επίκαιρου χαρακτήρα των στοιχείων αυτών και της συχνότητας των επαφών αυτών επί μακρό χρονικό διάστημα.

405    Αυτή η τακτική και συνεκτική ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις μελλοντικές τιμές αναφοράς είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της διαφάνειας σε μια αγορά όπου, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 380 έως 391 κατωτέρω, ο ανταγωνισμός ήταν ήδη πολύ εξασθενημένος, λόγω του ειδικού κανονιστικού πλαισίου και της εκ των προτέρων ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τα φορτία μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 281).

406    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, εφόσον σκοπός των επαφών ήταν ο εβδομαδιαίος συντονισμός των τιμών αναφοράς, θα έπρεπε κάθε εβδομάδα να υπάρχει επαφή με τους ίδιους εισαγωγείς.

407    Το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, διότι η Επιτροπή προσάπτει στην Dole ότι μετείχε σε εναρμονισμένη πρακτική, μέσω διμερών επαφών με την Chiquita, αφενός, και τη Weichert, αφετέρου, ότι όλες αυτές οι επαφές είχαν ως αντικείμενο τις παραμέτρους που επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών, δηλαδή τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονται οι τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδα και/ή τις τάσεις των τιμών και τις ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, και ότι όλες αυτές οι επαφές στοιχειοθετούν την ύπαρξη συστήματος γνωστοποιήσεως πληροφοριακών στοιχείων, το οποίο οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ανάλογα με τις ανάγκες τους.

408    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της Επιτροπής όσον αφορά τη συχνότητα των επαφών.

 Επί της σκοπιμότητας των διμερών επαφών

409    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, διότι συμπέρανε, βάσει της «υποκειμενικής προθέσεως» της Chiquita, ότι οι διμερείς επαφές αποσκοπούσαν στον συντονισμό των τιμών αναφοράς. Το έγγραφο που επικαλείται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκεκριμένα μια εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της Chiquita, είναι το μόνο που ανάγεται στον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και στερείται παντελώς αποδεικτικής αξίας. Παραπέμποντας στη σκέψη 302 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη η απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει τις διευκρινίσεις των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες διατύπωσαν γνώμη αντίθετη προς αυτή της Chiquita, όσον αφορά τον σκοπό της ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων, και των πελατών, δεχόμενη, όμως, τις διευκρινίσεις της εταιρίας που υπέβαλε αίτηση επιείκειας, της Chiquita.

410    Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία αναπτύσσεται προς στήριξη της θέσεως περί πλάνης της Επιτροπής και με την οποία επιχειρείται η αμφισβήτηση του βασίμου της προσβαλλομένης αποφάσεως, επομένως και της νομιμότητάς της, είναι απορριπτέα.

411    Πρώτον, σημειωτέον ότι η διαπίστωση της Επιτροπής, περί παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, δεν στηρίχθηκε στην πρόθεση της Chiquita να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

412    Η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι, εφόσον διαπιστώθηκε ότι η επίμαχη πρακτική είναι εξ αντικειμένου αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει πρόθεση των μετεχόντων στις ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων (αιτιολογική σκέψη 235 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

413    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα μιας εναρμονισμένης πρακτικής, εντούτοις δεν απαγορεύεται στην Επιτροπή ή στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να τη λάβουν υπόψη (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 27).

414    Δεύτερον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι όλες οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών εντάσσονταν στο ίδιο «σύστημα» και είχαν τον ίδιο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, σκοπό, δηλαδή τον συντονισμό κατά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς. Μέσω των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, οι Dole και Weichert αποκάλυπταν την τακτική που σκόπευαν να ακολουθήσουν ή, τουλάχιστον, παρείχαν στους μετέχοντες στις επαφές αυτές τη δυνατότητα να αξιολογούν τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς. Συνεπώς, οι επαφές αυτές περιόριζαν την αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών όσον αφορά τις τιμές αναφοράς, οι δε εμπλεκόμενες επιχειρήσεις καθόριζαν συντονισμένα τις τιμές αυτές, εκπέμποντας συντονισμένα μηνύματα στην αγορά, αντί να διαμορφώνουν αυτοτελώς την τιμολογιακή πολιτική τους (αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

415    Η Επιτροπή καταλήγει ότι οι οριζόντιες πρακτικές ως προς τις τιμές αποσκοπούν ως εκ της φύσεώς τους στον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 261 και 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

416    Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό κατόπιν αξιολογήσεως της επίμαχης πρακτικής, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο, τη συχνότητα και το νομικό και οικονομικό πλαίσιο των διμερών επαφών. Στηρίχθηκε τόσο στις δηλώσεις της Chiquita όσο και σε αυτές των Dole και Weichert, καθώς και σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, όπως η καταγραφή τηλεφωνικών κλήσεων και οι ηλεκτρονικές επιστολές.

417    Πρώτον, όσον αφορά τις δηλώσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, δεν αμφισβητείται ότι η περιγραφή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του περιεχομένου διμερών επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών απορρέει ουσιαστικά από τις δηλώσεις αυτές.

418    Σημειωτέον ότι η Chiquita δήλωσε ότι «αντικείμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ [B.] και [H.] ήταν εν τέλει η εκτίμηση των πιθανοτήτων αυξήσεως των τιμών κατά την επόμενη εβδομάδα, δηλαδή το αν και η άλλη επιχείρηση είχε την πρόθεση να αυξήσει τις τιμές της», ότι «ήταν σημαντικό να γνωρίζουν αν υπήρχε περιθώριο αυξήσεως των τιμών» και ότι «η αμοιβαία γνωστοποίηση των προθέσεων όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική αποσκοπούσε στην εξάλειψη της αβεβαιότητας γύρω από το ζήτημα αυτό» (αιτιολογικές σκέψεις 151 και 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

419    Η Chiquita διευκρίνισε, επίσης, ότι τόσο ο εργαζόμενός της όσο και ο εργαζόμενος της Dole είχαν συνείδηση του ότι η γνωστοποίηση των προθέσεων σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική συνέβαλλε στην εκτίμηση της καταστάσεως στην αγορά, ενόψει της λήψεως των αποφάσεων επί της τιμολογιακής πολιτικής (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

420    Οι δηλώσεις αυτές σχετικά με τον σκοπό των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών επιβεβαιώνονται από τις δηλώσεις της Dole, η οποία επίσης παραδέχεται ότι οι επαφές αυτές ασκούσαν επιρροή στις σχετικές με τις τιμές αποφάσεις.

421    Επισημαίνεται ότι η Dole ανέφερε:

–        με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι αυτή θεωρούσε δεδομένο ότι η ενδεικτική τιμή που καθόριζε την Τετάρτη η Chiquita θα επιβεβαιωνόταν την Πέμπτη (αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        με έγγραφο συνοδευτικό απαντήσεως σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι «μεταξύ των βασικών παραμέτρων που καθορίζουν τις τιμές αναφοράς της Dole» περιλαμβάνονται οι ποσότητες που εισάγονται στην Ένωση και οι ποσότητες που παραδίδονται στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, καθώς και οι μετεωρολογικές συνθήκες·

–        όσον αφορά τις επαφές με τη Weichert και απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι «σκοπός των επαφών ήταν η ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε κάθε εισαγωγέας να μπορεί ευχερέστερα να αξιολογεί τις συνθήκες της αγοράς» και ότι, «χρησιμοποιώντας τις γενικής φύσεως πληροφορίες και εκτιμήσεις που αποκόμιζε από τις επαφές αυτές, η Dole προέβαινε σε εκτιμήσεις όσον αφορά τη ζήτηση στην αγορά, τη διαθέσιμη προσφορά προς κάλυψη της ζήτησης και το αν η αρχική εκτίμησή της όσον αφορά τις τιμές συνέπιπτε με τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων (σ. 130), ότι «ο [H., εργαζόμενος της Dole] διευκρίνιζε ότι ο ίδιος και ο [B., εργαζόμενος της Chiquita,] έλεγαν ενίοτε ότι ανέμεναν αύξηση των τιμών κατά 1 ή κατά 0,50 ευρώ» (αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποσημείωση 217)·

–        με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων (σ. 215), ότι «δεν αρνείται ότι, για τον καθορισμό των δικών της τιμών αναφοράς, λάμβανε υπόψη τα στοιχεία που πληροφορούνταν από τους ανταγωνιστές της, σε συνδυασμό με πολλές άλλες παραμέτρους της αγοράς», η δήλωση δε αυτή της Dole αφορά τόσο τις επαφές της με την Chiquita όσο και με τη Weichert (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι «σκοπός της ήταν να χρησιμοποιεί τα στοιχεία που ανταλλάσσονταν σε διμερές επίπεδο, καθώς και άλλα πληροφοριακά στοιχεία που αντλούσε από άλλες πηγές της αγοράς, ώστε να εντοπίζει ταχύτερα το σημείο ισορροπίας των τιμών (δηλαδή να προσαρμόζει τον σταθερό εβδομαδιαίο ανεφοδιασμό σε μπανάνες στις διακυμάνσεις της ζήτησης), ώστε να διαθέτει αποτελεσματικά τις μπανάνες στην αγορά, με τις λιγότερες δυνατές διαπραγματεύσεις».

422    Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 379 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες παραδέχονται, με τα υπομνήματά τους, την ύπαρξη διμερών επαφών μεταξύ των εισαγωγέων μπανανών, με αντικείμενο τη «γενική ενημέρωση» ή τις «πιθανές τάσεις» της αγοράς, οι οποίες πραγματοποιούνταν πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς. Στην προσφυγή αναφέρουν ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, διεξαγόταν στην DFFE, κάθε Πέμπτη πρωί, εσωτερική σύσκεψη κατά την οποία «όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η εταιρία» αξιολογούνταν με σκοπό την εκτίμηση των συνθηκών της αγοράς. Εν συνεχεία, βάσει των στοιχείων αυτών, η DFFE καθόριζε την εβδομαδιαία τιμή αναφοράς. Επομένως, η Dole καθόριζε την τιμολογιακή πολιτική της βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που αντάλλασσε με τους ανταγωνιστές της.

423    Δεύτερον, η Επιτροπή επικαλείται έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα, εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της Chiquita που εστάλη στις 8 Αυγούστου 2002 στον P. (πρόεδρο-γενικό διευθυντή της Chiquita) από τον K., ο οποίος εκθέτει τις σκέψεις του σχετικά με την αύξηση της τιμής αναφοράς της Dole κατά 2 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 111, 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

424    Ο εργαζόμενος της Chiquita αναφέρει τα εξής:

«Γιατί εμείς αυξήσαμε την τιμή μόνο κατά 1,5, ενώ η Dole κατά 2,0;

Χθες είχαμε την εντύπωση ότι η αγορά θα κινηθεί ανοδικά, μάλλον κοντά στο 1,00 ευρώ.

Σήμερα το πρωί η Dole δεν απάντησε και, χωρίς να το συζητήσει μαζί μας, ανακοίνωσε 2,00 (μέσω του J, για την αποφυγή ερωτήσεων). Ποια θα μπορούσαν να είναι τα κίνητρά τους;

1)      […] η προωθητική καμπάνια της Edeka: Η Edeka διοργάνωσε προωθητική εκστρατεία για μια εβδομάδα για μπανάνες τρίτης κατηγορίας, “κάτω από την τιμή Aldi” (συνήθως, προσφέρουν 60 Dole, 30 CB, 20 DM και ορισμένες 3ης κατηγορίας). Υποχρέωσαν τους προμηθευτές τους να τους βοηθήσουν, η Edeka δέχθηκε να αγοράσει 80χιλ κιβώτια σε τιμή Aldi. Με την αύξηση της πραγματικής τιμής και της τιμής Aldi, [η Dole] επιτυγχάνει, καταρχάς, καλύτερη τιμή για τις 80χιλ […]. Εμείς μετέχουμε με 50χιλ CS, οπότε θα αποκομίσουμε κάποιο κέρδος.

2)      Η Dole γνωρίζει ότι εμείς [η Chiquita] έχουμε συνάψει πολλές συμφωνίες σε τιμή Dole plus και χρησιμοποιεί το γεγονός αυτό για να πιέσει τις τιμές μας προς τα πάνω, ενώ αυτοί παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Αργότερα, η Dole μου τηλεφώνησε, επανέλαβε την προτροπή της και ανέφερε: “και η τιμή Aldi θα αυξηθεί σίγουρα κατά 2”.

Από τη Weichert […] γνωρίζουμε ότι θεωρούσαν κάπως υπερβολική την αύξηση της Dole.

Όλα αυτά μου δίνουν την εντύπωση ότι η Dole ανεβάζει την τιμή για δικούς της λόγους. Επειδή δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε πρόθυμοι να ακολουθήσουμε, επιλέξαμε το 1,50, απέχοντας κατά 2 από την Dole και κατά 4,50/5,00 από τους τρίτους.»

425    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από το μήνυμα αυτό προκύπτει μόνον ότι η Chiquita δεν ακολούθησε την κίνηση της Dole και ότι, συνεπώς, ενεργούσε αυτοτελώς. Η εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή δεν αναιρεί κανένα από τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η φράση «σήμερα το πρωί» σημαίνει ότι δεν ήταν σύνηθες να λαμβάνει η Dole τέτοια απόφαση για τον καθορισμό των τιμών χωρίς να προηγηθεί συζήτηση με την Chiquita.

426    Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή (αιτιολογικές σκέψεις 173 και 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το μήνυμα αυτό δεν αποδεικνύει μόνον ότι ο K. δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με την Dole εκείνο το πρωί, αλλά μάλλον ότι η Dole ανακοίνωσε την τιμή αναφοράς, χωρίς «να το συζητήσει» με την Chiquita, η οποία εξεπλάγη, καθώς ανέμενε ότι η Dole θα συζητήσει μαζί της πριν τη λήψη της αποφάσεως για τον καθορισμό της τιμής αναφοράς. Περαιτέρω, από το έγγραφο προκύπτει ότι, αφού επικοινώνησε αρχικά με εργαζόμενο χαμηλότερα στην ιεραρχία της Chiquita, προκειμένου να αποφύγει τις ερωτήσεις, η Dole όντως επικοινώνησε με την Chiquita προκειμένου να την ενημερώσει για την αύξηση της τιμής και να την παρακινήσει να προβεί στην ίδια κίνηση, επισημαίνοντάς της ότι η τιμή Aldi θα αυξηθεί «σίγουρα» κατά 2 ευρώ επίσης. Το γεγονός ότι η Dole επικοινώνησε με την Chiquita, παρέχοντάς της διευκρινίσεις, αναιρεί τη θέση περί αυτοτελούς συμπεριφοράς των επιχειρήσεων.

427    Τρίτον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή επικαλείται την πάγια νομολογία κατά την οποία, τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη σύμπραξη και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 51, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T‑303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4567, σκέψεις 132 και 133). Με την αιτιολογική σκέψη 302 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η απαίτηση περί αποδείξεως του εναντίου δεν ικανοποιείται εν προκειμένω. Από τις δηλώσεις της Chiquita και της Dole, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 418, 419 και 421 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις αυτές παραδέχθηκαν ότι, κατά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, λάμβαναν υπόψη τα πληροφοριακά στοιχεία που τους γνωστοποιούσαν οι ανταγωνιστές τους, όπως τονίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

428    Εν γένει, στην αιτιολογική σκέψη 302 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν τις διαπιστώσεις στις οποίες στηρίζεται το συμπέρασμά της ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών ήταν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Επισημαίνει, συναφώς, ότι «δεν μπορεί να δεχθεί, ως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία έγγραφα προερχόμενα από το ευρύ κοινό ή από τους πελάτες, ιδίως σε περίπτωση που δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα πρόσωπα αυτά γνώριζαν για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών» μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

429    Οι ενδείξεις που παρέθεσαν οι προσφεύγουσες κατά τη δίκη δεν αναιρούν τα συμπεράσματα της Επιτροπής, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 427 ανωτέρω.

430    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι απορριπτέα η αιτίαση περί πλάνης εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, δεχόμενη ότι οι διμερείς επαφές αποσκοπούσαν στον συντονισμό των τιμών αναφοράς, κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

 Επί της σημασίας των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας

431    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, για ποιον λόγο η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων είχε σημασία όσον αφορά τον καθορισμό των πραγματικών τιμών των πράσινων μπανανών.

432    Προβάλλουν ότι οι σποραδικές και τυχαίες συζητήσεις για ζητήματα εντελώς άσχετα με τις πραγματικές τιμές δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό, ώστε να συνιστούν εξ αντικειμένου παράβαση. Διατείνονται, συναφώς, ότι οι τιμές αναφοράς δεν έχουν καμία σχέση με τον καθορισμό των τιμών συναλλαγής στον κλάδο της μπανάνας, σε αντίθεση με την τιμή την οποία καθορίζει η Aldi, ο μεγαλύτερος αγοραστής μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη, και της οποίας η ανακοίνωση το απόγευμα της Πέμπτης σηματοδοτούσε την έναρξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά θεωρούν ότι η τιμή που καθόριζε η Aldi για τις κίτρινες μπανάνες αποτελούσε τη βάση και το καθοριστικό στοιχείο για τις διαπραγματεύσεις επί των πραγματικών τιμών. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι οι τιμές αναφοράς δεν είναι στενά συνδεδεμένες με τις πραγματικές τιμές (αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

433    Η Dole διατείνεται ότι η Επιτροπή παρουσίασε εντελώς εσφαλμένα την άποψή της, είναι δε προφανές ότι η ίδια, όπως και οι οικονομολόγοι της, όλοι οι λοιποί εισαγωγείς και οι πελάτες της, υποστήριζε παγίως ότι οι τιμές αναφοράς δεν είχαν σημασία κατά τις διαπραγματεύσεις επί των πραγματικών τιμών.

434    Όσον αφορά την αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή περιέγραψε επαρκώς κατά νόμο, με τις αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο των διμερών επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, οι οποίες σχετίζονταν με τις τιμές αναφοράς.

435    Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, το ζήτημα του καθορισμού και της σημασίας της τιμής αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας.

436    Δεν αμφισβητείται ότι οι Chiquita, Dole και Weichert καθόριζαν τις τιμές αναφοράς εβδομαδιαίως, συγκεκριμένα κάθε Πέμπτη πρωί, και τις ανακοίνωναν τους πελάτες τους. Οι εισαγωγείς ανέφεραν ότι οι τιμές αναφοράς γίνονταν ταχέως γνωστές στο σύνολο του κλάδου και εν συνεχεία γνωστοποιούνταν στον επαγγελματικό Τύπο (αιτιολογικές σκέψεις 34, 104 και 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

437    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι τιμές συναλλαγής είτε αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε εβδομαδιαία βάση, κάθε Πέμπτη απόγευμα και Παρασκευή (ή αργότερα εντός της τρέχουσας εβδομάδας ή στις αρχές της ερχόμενης), είτε ορίζονταν διά της εφαρμογής προκαθορισμένου μαθηματικού τύπου, σε σχέση με μια σταθερή τιμή ή σε σχέση με την τιμή αναφοράς του πωλητή, την τιμή αναφοράς ενός ανταγωνιστή ή άλλον δείκτη, όπως η «τιμή Aldi». Η Chiquita, ειδικότερα, σύναπτε συμβάσεις οι οποίες βασίζονταν στον «τύπο Dole plus», στο πλαίσιο του οποίου η τιμή συναλλαγής εξαρτιόταν ουσιαστικά από την εβδομαδιαίως καθοριζόμενη τιμή αναφοράς της Dole ή από τις δικές της τιμές αναφοράς. Για τους ενδιαφερόμενους πελάτες, υπήρχε άμεση σχέση μεταξύ πραγματικών τιμών και τιμών αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 104 και 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

438    Με την αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διευκρινίζει, επιπλέον, τα εξής:

«[…] Οι προμηθευτές που πωλούσαν μπανάνες στην Aldi συνήθως υπέβαλαν τις προσφορές τους στην Aldi το πρωί της Πέμπτης. Η “τιμή Aldi” καθοριζόταν, κατά κανόνα, έως τις 14:00. Η “τιμή Aldi” ήταν η τιμή που πλήρωνε η Aldi στους προμηθευτές της. Η Aldi διευκρινίζει ότι λάμβανε κάθε Πέμπτη από τις 11:00 έως τις 11:30 τις προσφορές των προμηθευτών της. Η Aldi διευκρινίζει ότι η απόφασή της σχετικά με την εβδομαδιαία προσφορά της προς τους προμηθευτές της στηριζόταν στις υποβληθείσες προσφορές, στις τιμές της προηγούμενης εβδομάδας και στην τιμή της ίδιας εβδομάδας του προηγούμενου έτους. Περίπου 30 λεπτά μετά τις προσφορές των προμηθευτών της, η Aldi αποστέλλει αντιπρόταση, συνήθως την ίδια για όλους τους προμηθευτές. Η Aldi δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τα περί “τιμής Aldi” και ότι, συνεπώς, δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τη σημασία που είχε η δική της τιμή για τις συναλλαγές μεταξύ τρίτων. Από το δεύτερο τρίμηνο του 2002, η “τιμή Aldi” άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως δείκτης για τον υπολογισμό της τιμής της μπανάνας για ορισμένες άλλες συναλλαγές, ιδίως τις συναλλαγές με αντικείμενο επώνυμες μπανάνες.»

439    Η Επιτροπή επικαλείται έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία (αιτιολογικές σκέψεις 107, 110 έως 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και τις δηλώσεις της Dole (αιτιολογικές σκέψεις 114, 116, 117 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της Del Monte (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως), προς απόδειξη της σημασίας των τιμών αναφοράς στον συγκεκριμένο κλάδο.

440    Η Επιτροπή καταλήγει ότι οι τιμές αναφοράς χρησίμευαν ως ενδείξεις, τάσεις ή δείκτες, για την αγορά, όσον αφορά την πρόβλεψη της εξέλιξης της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών. Περαιτέρω, σε ορισμένες συναλλαγές, η πραγματική τιμή συνδεόταν ευθέως με την τιμή αναφοράς. Η Επιτροπή εκτιμά ότι υπήρχαν επαρκή μέσα για την επίτευξη του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπού (αιτιολογικές σκέψεις 115 και 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

441    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απορριπτέα τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες περί μη τηρήσεως, από την Επιτροπή, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

442    Πρώτον, όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι η ίδια η Dole προέβη, κατά τη διοικητική διαδικασία, σε δηλώσεις οι οποίες αποτυπώνουν τη σημασία των τιμών αναφοράς στην οικεία αγορά. Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, ωστόσο, στην Επιτροπή ότι παρουσίασε εσφαλμένα την άποψή τους ως προς τη σημασία των τιμών αναφοράς, αποκομμένη από το πλαίσιο των ως άνω δηλώσεων.

443    Όσον αφορά τις δηλώσεις της Dole, τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή, τονίζεται ότι η Dole παραδέχθηκε σαφώς ότι γνωστοποιούσε τις δικές της τιμές αναφοράς σε όλους τους πελάτες της (αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σ. 4 της προσκομισθείσας από την Dole οικονομικής μελέτης της 10ης Απριλίου 2007), πράγμα που επιβεβαίωσε με την προσφυγή.

444    Η Dole ανέφερε ότι οι τιμές αναφοράς «βοηθούν, τρόπον τινά, τους εισαγωγείς και τους πελάτες να αξιολογούν την τρέχουσα κατάσταση της αγοράς και το πώς αυτή θα εξελιχθεί» και ότι «η τιμή αναφοράς χρησίμευε απλώς ως δείκτης για την αγορά, προς διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων επί των πραγματικών τιμών» (αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

445    Η Dole παρέθεσε διάφορες δηλώσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι οι πελάτες θεωρούσαν σημαντικές τις τιμές αναφοράς για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις. Η Dole δήλωσε ότι:

–        πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις τιμές αναφοράς των εισαγωγέων μπορούσαν να αντληθούν από διάφορες πηγές και, ειδικότερα, από «πελάτες οι οποίοι προσπαθούσαν να διαπραγματευθούν προς επίτευξη καλύτερης προσφοράς, διά της δημόσιας συγκρίσεως των ανταγωνιστικών προσφορών» (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σ. 222 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων)·

–        «τις Πέμπτες, όταν η Dole ανακοίνωνε τις τιμές αναφοράς στους πελάτες, αυτοί διαμαρτύρονταν ενίοτε ότι οι τιμές της Dole ήταν υπερβολικά υψηλές», και ότι «ένας εργαζόμενος της Dole, [ο H.], επικοινωνούσε με τον αντίστοιχο ανταγωνιστή (με την τιμή του οποίου συνέκρινε ο πελάτης την τιμή της Dole)» και ότι «χάρη στην πρακτική αυτή η Dole μπορούσε να ελέγχει αν οι πελάτες της την εξαπατούν» ·

–        «οι πελάτες στη συγκεκριμένη αγορά είναι απαιτητικοί και έχουν μεγάλη αγοραστική ισχύ, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς είναι επιχειρήσεις λιανικής που κατέχουν δεσπόζουσα θέση και δεν διστάζουν να αλλάξουν προμηθευτή» (σ. 38 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων)·

–        «οι πελάτες (επιχειρήσεις ωριμάνσεως, επιχειρήσεις χονδρικής, επιχειρήσεις λιανικής και άλλοι) δεν διστάζουν να γνωστοποιήσουν τις προσφορές άλλων εισαγωγέων» (σ. 39 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων)·

–        τα σουπερμάρκετ που είναι πελάτες της Dole συγκρίνουν δημοσίως «τις προσφορές ανταγωνιστών προμηθευτών, προκειμένου να επιτύχουν την πλέον συμφέρουσα συναλλαγή» (σ. 97 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων).

446    Επομένως, οι πελάτες είχαν υπόψη τους ότι οι υψηλές τιμές αναφοράς συνεπάγονται υψηλότερες τιμές συναλλαγής, οπότε χρησιμοποιούσαν τις τιμές αναφοράς ως μέσο διαπραγμάτευσης για τις πραγματικές τιμές, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι συνεννοήσεις με αντικείμενο τις τιμές αναφοράς ήταν προς το συμφέρον των εισαγωγέων. Οι σαφείς και συνεκτικές αυτές δηλώσεις των Dole και Del Monte, στις οποίες οι εν λόγω εταιρίες προέβησαν εγγράφως, οικειοθελώς και κατόπιν ωρίμου σκέψεως, έχουν ισχυρή αποδεικτική αξία (βλ., συναφώς, απόφαση Aragonesas Industrias y Energía κατά Επιτροπής, σκέψη 364 ανωτέρω, Συλλογή 2011, σ. II‑7583, σκέψη 104), όσον αφορά τον ρόλο των τιμών αναφοράς εν γένει, καθώς αυτές ήταν οι πρώτες τιμές που ζητούσαν οι εισαγωγείς, και τη σημασία τους κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις.

447    Κατά τη διοικητική διαδικασία, η Dole προσκόμισε οικονομικές μελέτες, μεταξύ αυτών και εκείνη της 10ης Απριλίου 2007, όπου αναφέρει ότι τα δύο ουσιώδη χαρακτηριστικά της αγοράς συνίστανται στο γεγονός ότι οι μπανάνες είναι ευπαθές προϊόν και ότι, για τον καθορισμό των τιμών, απαιτούνται εντατικές ανεπίσημες συζητήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά.

448    Η μελέτη αυτή περιέχει διευκρινίσεις σχετικά με τη διαδικασία καθορισμού των τιμών, με την επισήμανση, καταρχάς, των ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά, πέραν των συζητήσεων μεταξύ των επιχειρήσεων εμπορίας μπανάνας.

449    Στη μελέτη αυτή αναφέρονται τα εξής:

«[Σκοπός των επαφών αυτών ήταν] να περιοριστεί η αβεβαιότητα όσον αφορά την τιμή εξισορροπήσεως ενόψει της εβδομαδιαίας αφίξεως φορτίων μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη […]. Το αν οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως θα αποδέχονταν τους ειδικούς όρους της Aldi εξαρτιόταν εν μέρει από την αρχική τιμή αναφοράς που τους πρότειναν οι εισαγωγείς και η οποία καθοριζόταν με κριτήριο την ευχέρεια με την οποία οι εισαγωγείς θεωρούσαν θα διαθέσουν τις ποσότητες που επρόκειτο να φτάσουν τη συγκεκριμένη εβδομάδα. Όσο πληρέστερα τα πληροφοριακά στοιχεία για την τιμή εξισορροπήσεως μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά τόσο αποδοτικότερες οι συναλλαγές. […] Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των προμηθευτών και των πελατών διαρκούσαν λιγότερο […], οπότε περιοριζόταν ο κίνδυνος αλλοιώσεως των μπανανών […] Οι εμπλεκόμενοι, ενώ έχουν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά την τιμή εξισορροπήσεως, συμπίπτουν ευχερέστερα όσον αφορά την τιμή βάσει της οποίας προτίθενται να διαπραγματευτούν […] Αφετέρου, υπήρχε το ενδεχόμενο οι πωλητές να πωλήσουν μεγάλη ποσότητα σε πολύ χαμηλή τιμή, χωρίς να γνωρίζουν ότι υπήρχε άλλος αγοραστής […] ο οποίος θα ήταν διατεθειμένος να πληρώσει περισσότερα.»

450    Όσον αφορά τις επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου, στην οικονομική μελέτη της 10ης Απριλίου 2007 αναφέρεται ότι οι επαφές αυτές «αποτελούσαν ένα επιπλέον μέσο συγκεντρώσεως των διαφόρων πηγών πληροφοριακών στοιχείων της αγοράς, με σκοπό τον σχηματισμό κοινής αντιλήψεως όσον αφορά την τιμή εξισορροπήσεως» και ότι «η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων συνεπαγόταν ότι οι τιμές αναφοράς των επιχειρήσεων του κλάδου της μπανάνας διαμορφώνονταν βάσει των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί σχετικά με την προσφορά και τη ζήτηση για την αντίστοιχη εβδομάδα και όχι μόνο βάσει στοιχείων προερχόμενων από έναν μόνο προμηθευτή».

451    Επιπλέον, στη σελίδα 3 της οικονομικής μελέτης της 10ης Απριλίου 2007 αναφέρεται ότι «η εβδομαδιαία ζήτηση μπανανών της DFFE είναι αβέβαιη» και ότι «η DFFE πρέπει να “ανακαλύπτει” την πλέον ευνοϊκή τιμή, προς εξισορρόπηση της προσφοράς της με τις μεταβολές της ζήτησης, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων και του κόστους της ωριμάνσεως των μπανανών». Περαιτέρω, στη σελίδα 5 της εν λόγω μελέτης αναφέρεται ότι «η τελική τιμή αναφοράς της DFFE είναι, για τους πελάτες, ενδεικτική της απόψεως της DFFE περί στεγανότητας της αγοράς και, ως εκ τούτου, της αξίας των μπανανών της στην αγορά».

452    Όλα αυτά τα αποσπάσματα της οικονομικής μελέτης της 10ης Απριλίου 2007 εμφαίνουν τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, δεδομένου ότι ο επιχειρούμενος διαχωρισμός του ενιαίου συνόλου των ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου της μπανάνας έχει θεωρητική μόνο αξία, καθώς, τόσο από τη μελέτη όσο και από τις δηλώσεις της Dole (σ. 215 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων και αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως) προκύπτει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που συγκεντρώνονταν, διά των επίμαχων ανταλλαγών, από τις επιχειρήσεις του κλάδου και άλλες επιχειρήσεις αποτελούσαν τη βάση για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς της επιχειρήσεως αυτής.

453    Πρέπει, ακόμη, να επισημανθεί ότι η Dole παραδέχθηκε ότι ορισμένες από τις συναλλαγές της βασίζονταν στην τιμή αναφοράς.

454    Κατά την Dole, η βελγική θυγατρική της VBH ανακοίνωνε σε ορισμένους πελάτες (Metro, Delhaize, Carrefour) την εβδομαδιαία τιμή για μπανάνες που παραδίδονταν κίτρινες, η οποία είχε καθοριστεί με βάση την ανακοινωθείσα από την DFFE τιμή αναφοράς για πράσινες μπανάνες, προσαυξημένη κατά το ποσό που καθοριζόταν με τη σύμβαση μεταξύ της VBH και του πελάτη.

455    Συγκεκριμένα, η Dole ανέφερε ότι «η εν λόγω κίτρινη τιμή περιελάμβανε τα έξοδα ωριμάνσεως, παραδόσεως και διανομής, την αποξήρανση, τη συσκευασία και άλλες εργασίες επί του προϊόντος που ενδεχομένως ζητούσε ο πελάτης» και ότι «οι συμβάσεις με τις επιχειρήσεις λιανικής […] περιείχαν μαθηματικό τύπο υπολογισμού της τιμής (δηλαδή κίτρινη τιμή = πράσινη τιμή γνωστοποιηθείσα από την DFFE + επιπλέον ποσά λόγω ειδικών εργασιών επί του προϊόντος και κόστους μεταφοράς – εκπτώσεις)». Σημειωτέον, εξάλλου, ότι μόνο οι προσαυξήσεις και οι επιστροφές γινόταν αντικείμενο διαπραγματεύσεως άπαξ ετησίως, στο πλαίσιο συμβάσεως διάρκειας ενός έτους.

456    Έτσι όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 202 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι ο συγκεκριμένος τρόπος καθορισμού των τιμών εφαρμόστηκε μετά το πέρας της παραβάσεως και ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε αν τα σχετικά με τις συμβάσεις της VBH στοιχεία, τα οποία παρατίθενται στην απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2006, για το διάστημα «Από το 2000 έως σήμερα», αφορούσαν το περιορισμένο διάστημα, από το 2000 έως το 2002, που τελικά προσδιορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

457    Υπενθυμίζεται (βλ. σκέψη 203 ανωτέρω) ότι από την εξέταση των παραρτημάτων του υπομνήματος αντικρούσεως δεν προκύπτει καμία ένδειξη που να τεκμηριώνει τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή του συγκεκριμένου τρόπου καθορισμού των τιμών, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν τα λεγόμενά τους, ούτε καν ενδείξεις όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η VBH καθόριζε τις τιμές της από το 2000 έως 2002. Ήταν σαφές ότι, σύμφωνα με την αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2006, η παράβαση άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2000. Δεδομένου, όμως, ότι η Dole δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προς περιορισμό της διάρκειας εφαρμογής του συγκεκριμένου τρόπου καθορισμού των τιμών στις συμβάσεις μεταξύ της VBH και των πελατών της Metro, Delhaize και Carrefour, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η απάντηση αυτή να καλύπτει το σύνολο της διάρκειας της παραβάσεως, περιλαμβανομένου του διαστήματος από το 2000 έως το 2002. Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν είχε εφαρμογή ratione temporis ο συγκεκριμένος τρόπος καθορισμού των τιμών.

458    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ακόμη ότι η DFFE πωλούσε και πράσινες μπανάνες μάρκας Dole σε ορισμένους πολύ μικρούς πελάτες σε τιμή ίση προς την τιμή αναφοράς, και συγκεκριμένα οι πωλήσεις της σε δύο πελάτες 2002 ανέρχονταν σε 1 072 840 ευρώ ή στο 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών της, χωρίς όμως να προσκομίσουν έγγραφα προς τεκμηρίωση των εν λόγω αριθμητικών στοιχείων.

459    Δεύτερον, η Dole υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραθέτει αποσπάσματα των δηλώσεών της, αποκομμένα από το πλαίσιό τους, «όπως διευκρινίζεται στο παράρτημα C.7».

460    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως απαράδεκτο το παράρτημα C.7 του υπομνήματος απαντήσεως βάσει της νομολογίας σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

461    Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να μνημονεύει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει σχετική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 2007, T‑340/03, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑107, σκέψη 166, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 2009, C‑202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2369).

462    Κατά πάγια νομολογία, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των ως άνω διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1992, C-52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. I-2187, σκέψη 17, διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 1993, T‑56/92, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1267, σκέψη 21, και της 21ης Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49). Τα παραρτήματα λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνουν ή συμπληρώνουν λόγους ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν ρητώς από τους προσφεύγοντες με τα δικόγραφα των υπομνημάτων τους και εφόσον το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καθορίσει με ακρίβεια τα στοιχεία των υπομνημάτων αυτών που θεμελιώνουν ή συμπληρώνουν αυτούς τους λόγους ή επιχειρήματα (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 99).

463    Δεν απόκειται, εξάλλου, στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς που ενδεχομένως καθιστούν βάσιμη την προσφυγή, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 1997, Τ-84/96, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2081, σκέψη 34, και της 21ης Μαρτίου 2002, T-231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2085, σκέψη 154). Επομένως, τα παραρτήματα δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για την ανάπτυξη λόγου συνοπτικώς εκτιθέμενου με το δικόγραφο της προσφυγής, μέσω της προβολής αιτιάσεων ή επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται στην προσφυγή (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 461 ανωτέρω, σκέψη 167, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 461 ανωτέρω).

464    Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου αφορά επίσης τους λόγους και τις αιτιάσεις που αναπτύσσονται με τα υπομνήματα (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68, και της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 461 ανωτέρω, σκέψη 166, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 461 ανωτέρω).

465    Εν προκειμένω, προς στήριξη της αιτιάσεως ότι οι δηλώσεις της Dole κατά τη διοικητική διαδικασία παρουσιάστηκαν αποκομμένες από το πλαίσιό τους, οι προσφεύγουσες παραθέτουν, στο υπόμνημα απαντήσεως, απόσπασμα της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων, το οποίο έχει ως εξής:

«Είναι παράλογη η άποψη ότι η αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς παρέχει στους εισαγωγείς μπανανών τη δυνατότητα να προβλέπουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις τελικές τιμές που θα χρεωθούν στους πελάτες. Η Aldi αγοράζει μπανάνες από επιχειρήσεις ωριμάνσεως, οι οποίες εφοδιάζονται από διάφορους εισαγωγείς. Οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως κάνουν στην Aldi προσφορές τιμής ανά χιλιόγραμμο. Εν συνεχεία, η Aldi συγκρίνει τις προσφορές αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τη δική της εκτίμηση όσον αφορά την ανταπόκριση των καταναλωτών στα καταστήματά της λιανικής, και κατόπιν αποφασίζει από ποιες επιχειρήσεις ωριμάνσεως θα αγοράσει. Οι προτάσεις για τις τιμές είναι εμπιστευτικές και δεν έχουν καμία σχέση με τις τιμές αναφοράς των εισαγωγέων μπανανών.»

466    Οι προσφεύγουσες παραθέτουν επίσης απόσπασμα από την οικονομική μελέτη της 20ής Νοεμβρίου 2007, όπου αναφέρονται τα εξής:

«Σε αντίθεση με την “τιμή Aldi” [...], οι αρχικές τιμές αναφοράς των εταιριών πωλήσεως μπανανών δεν επηρεάζουν άμεσα τις πραγματικές τιμές που καταβάλλουν οι πελάτες για τις μπανάνες.»

467    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν παραθέτουν καμία διευκρίνιση όσον αφορά το περιεχόμενο των δύο αυτών αποσπασμάτων, παρά το γεγονός ότι στο πρώτο γίνεται λόγος για αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε χρόνο, όμως, μεταγενέστερο των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, και στο δεύτερο για μη «άμεση» επίδραση των αρχικών τιμών αναφοράς. Επίσης, οι προσφεύγουσες δεν αντιπαρέβαλαν τα αποσπάσματα αυτά με τις δηλώσεις της Dole που επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη του συμπεράσματός της όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς.

468    Υπό τις συνθήκες αυτές προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες αρκούνται στην παράθεση δύο αποσπασμάτων από την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων και από μια οικονομική μελέτη, παραπέμποντας γενικώς στο παράρτημα C 7 του υπομνήματος απαντήσεως, προς στήριξη της αιτιάσεώς τους ότι η Επιτροπή παρουσίασε τις αρχικές δηλώσεις της Dole αποκομμένες από το πλαίσιό τους. Μια τόσο λακωνική διατύπωση της αιτιάσεως δεν παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί ενδεχομένως χωρίς άλλες πληροφορίες, θα αντέβαινε δε προς την καθαρώς αποδεικτική λειτουργία τους να μπορούν τα παραρτήματα να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αποδειχθεί λεπτομερώς ένας ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής χωρίς την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 461 ανωτέρω, σκέψη 204).

469    Η διαπίστωση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθώς οι προσφεύγουσες χαρακτήρισαν εσφαλμένως ως παράρτημα τις συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις τους, οι οποίες αποτελούν απλώς προέκταση των υπομνημάτων τους, κατ’ αντίθεση προς την αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία των παραρτημάτων, που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό τους.

470    Επομένως, το παράρτημα C 7 του υπομνήματος απαντήσεως είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, ενώ απορριπτέα κρίνεται και η αιτίαση των προσφευγουσών, ότι η Επιτροπή συνεκτίμησε εκτός πλαισίου τις δηλώσεις της Dole κατά τη διοικητική διαδικασία σχετικά με τη σημασία της τιμής αναφοράς.

471    Δεύτερον, όσον αφορά τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, τονίζεται ότι η Επιτροπή επικαλείται διάφορα έγγραφα και, κυρίως, ηλεκτρονικές επιστολές, προς στήριξη της διαπιστώσεώς της όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς για την αγορά της μπανάνας.

472    Πρώτον, η Επιτροπή παραθέτει ηλεκτρονική επιστολή του B. προς τον P. (αμφότεροι διευθυντικά στελέχη της Chiquita), της 30ής Απριλίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η οποία έχει ως εξής:

«Είναι βέβαιον ότι, αν [οι Dole/Del Monte/Tuca] ανεβάσουν την τιμή στα 36,00 DEM, οι πελάτες τους (της λιανικής) θα αντιδράσουν, διότι, με τόσο υψηλή τιμή προσφοράς, η τιμή καταναλωτή πρέπει να υπερβεί το φράγμα των 3,00 DEM/kg. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το “φαινόμενο” αυτό θα μας επηρεάσει για ένα διάστημα. [Τούτο] σημαίνει ότι η ανώτατη προσφορά μας δεν θα υπερβεί τα 40,00 DEM (για τις πράσινες μπανάνες).»

473    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το έγγραφο αυτό εμφαίνει ότι οι πραγματικές τιμές εξαρτιόνταν από τις τιμές αναφοράς και ότι οι πελάτες παρακολουθούσαν την εξέλιξή τους. Αποδεικνύει ότι οι πελάτες αντιδρούσαν όταν οι τιμές αναφοράς υπερέβαιναν ορισμένο ύψος, καθώς και ότι είχαν αντιληφθεί τη σχέση μεταξύ τιμών αναφοράς και πραγματικών τιμών. Το έγγραφο εμφαίνει, επίσης, με ενάργεια ότι, όταν οι προσφορές της Dole, της Del Monte και της Tuca έφταναν στο ύψος των «36,00 DEM», «οι τιμές καταναλωτή έπρεπε να υπερβαίνουν τα 3,00 DEM/kg». Αποκαλύπτει, επίσης, ότι υπήρξε κάποια αλληλεξάρτηση μεταξύ των τιμών αναφοράς των μπανανών μάρκας Chiquita, Dole και Del Monte και των ορίων όσον αφορά τις επιτρεπόμενες αποκλίσεις.

474    Σημειωτέον ότι η ίδια η Weichert επισήμανε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η συγκεκριμένη ηλεκτρονική επιστολή αποδεικνύει εμμέσως ότι οι έμποροι λιανικής έδιναν σημασία στην τιμή αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

475    Δεύτερον, η Επιτροπή παραθέτει ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε ο γενικός διευθυντής της Chiquita για την Ευρώπη (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως) στις 21ης Ιουνίου 2000, σε πολλούς συναδέλφους του, ο οποίος, σχολιάζοντας τη μείωση της τιμής αναφοράς της Chiquita, κατόπιν μειώσεως της αντίστοιχης τιμής της Dole κατά 2 DEM, ανέφερε ότι, «δεδομένου ότι η διαφορά τιμής, σε σχέση με την Dole μπορούσε να ανέλθει στα 9 DEM δεν είχαμε άλλη επιλογή», και ότι «πρόκειται για δυσάρεστη έκπληξη, καθώς οι πιθανότητες αυξήσεως των τιμών το καλοκαίρι, υπό κανονικές συνθήκες παραγωγής και αγοράς, είναι πολύ περιορισμένες, αν όχι ανύπαρκτες». Στην ίδια ηλεκτρονική επιστολή, ο P. γράφει ακόμη «[…] για τον λόγο αυτό σας ζητώ, για μία ακόμη φορά, να εξετάσετε κάθε δυνατότητα αυξήσεως των ποσοτήτων. Η αύξηση των ποσοτήτων δεν θα αντισταθμίσει κατά 100 % τη μείωση της τιμής, αλλά χρειαζόμαστε κάθε επιπλέον ποσότητα, εφόσον τούτο δεν θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις σε βάρος μας».

476    Η ως άνω ηλεκτρονική επιστολή αναιρεί προδήλως τη θέση των προσφευγουσών ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των τιμών αναφοράς, ή έστω της εξελίξεώς τους, με την εξέλιξη των τιμών στην αγορά. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η συγκεκριμένη επιστολή εμφαίνει τον βαθμό ανησυχίας της Chiquita για τη μείωση των τιμών αναφοράς, η οποία χαρακτηρίζεται ως «δυσάρεστη έκπληξη», καθώς οι «πιθανότητες αυξήσεως των τιμών το καλοκαίρι ήταν ελάχιστες/ανύπαρκτες» και αναζητούνταν λύση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στο επίπεδο των τιμών, η οποία, εν προκειμένω, συνίστατο στην αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων. Αποδεικνύεται, εκ νέου, η σημασία του ζητήματος των αποκλίσεων μεταξύ των τιμών αναφοράς των εισαγωγέων και ορίων εντός των οποίων οι αποκλίσεις αυτές θεωρούνταν αποδεκτές ή διατηρήσιμες.

477    Τρίτον, η Επιτροπή επικαλείται την εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της Chiquita, της 8ης Αυγούστου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 111 και 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται στη σκέψη 424 ανωτέρω.

478    Η ηλεκτρονική αυτή επιστολή της 8ης Αυγούστου 2002 αποδεικνύει επίσης τη σημασία που είχε η τιμή αναφοράς της Dole για την αγορά, καθώς και για τις πραγματικές τιμές που επιτύγχανε η Dole. Επιβεβαιώνει ότι η Chiquita είχε συνάψει «συμβάσεις Dole plus», δηλαδή συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων η πραγματική τιμή συνδεόταν ευθέως με τις εβδομαδιαίες τιμές αναφοράς της Dole και εμφαίνει με σαφήνεια τη σημασία των τιμών αναφοράς της Dole για τις πραγματικές τιμές της Chiquita. Επιπλέον, η τιμή αναφοράς της Dole επηρέαζε, εν προκειμένω, την τιμή αναφοράς της Chiquita. Από την ηλεκτρονική επιστολή προκύπτει ότι η Chiquita σχεδίαζε την προηγούμενη μέρα αύξηση «κατά περίπου 1 [ευρώ]», αλλά εκείνο το πρωί αποφάσισε να αυξήσει την τιμή αναφοράς κατά 1,5 ευρώ. Συγκεκριμένα, η Chiquita αναφέρει, στη δήλωσή της, ότι, κατόπιν της αυξήσεως της τιμής αναφοράς της Dole κατά 2 ευρώ, αύξησε τη δική της τιμή αναφοράς κατά 1,5 ευρώ, «αντί να την αυξήσει μόνο κατά 1 ευρώ, όπως σχεδίαζε την προηγουμένη» (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

479    Τέταρτον, η Επιτροπή επικαλείται αλληλογραφία της Atlanta (επιχείρηση ωριμάνσεως και διανομής) με την Chiquita και εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές της Chiquita της 2ας και της 6ης Ιανουαρίου 2003 (αιτιολογικές σκέψεις 110 και 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

480    Την Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2003, ένας εργαζόμενος της επιχειρήσεως ωριμάνσεως και διανομής Atlanta απέστειλε σε δύο στελέχη της Chiquita, τους P. και K., ηλεκτρονική επιστολή όπου γίνεται αναφορά σε απόφαση της Chiquita να αυξήσει κατά 0,5 ευρώ την τιμή αναφοράς που είχε ήδη γνωστοποιήσει στους πελάτες της, κατόπιν αυξήσεως της τιμής αναφοράς στην οποία προέβη η Dole το πρωί της ημέρας κατά την οποία εστάλη το εν λόγω μήνυμα. Με την ηλεκτρονική αυτή επιστολή, ο εργαζόμενος της Atlanta απεύθυνε στα διευθυντικά στελέχη της Chiquita «μια έντονα επικριτική παρατήρηση» σχετικά με την ως άνω απόφασή τους. Ο K. απάντησε στις 6 Ιανουαρίου 2003 ως εξής: «Το σφάλμα είναι δικό μου. Αιφνιδιάστηκα από τη μεταβολή στην οποία προέβη η Dole. Πιστεύουμε ότι έτσι θα ανακοπεί η αυξητική τάση, εφόσον παραμείνουμε στο ίδιο επίπεδο, και θα επανεξεταστεί η εξέλιξη κατά τις επόμενες εβδομάδες». Στις 2 Ιανουαρίου 2003, σχετικά με το ίδιο ζήτημα, ένας εργαζόμενος της Chiquita έγραψε στον K. ότι αντιμετωπίζει προβλήματα, λόγω της αυξήσεως, επειδή η τιμή είχε ήδη ανακοινωθεί στους πελάτες. Ο K. απάντησε στην παρατήρηση αυτή στις 6 Ιανουαρίου ως εξής (αιτιολογικές σκέψεις 110 και 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«[Ο P.] δεν ήθελε να σχηματίσουν οι Dole και Del Monte την εντύπωση ότι τις εγκαταλείπουμε, διατηρώντας την υφιστάμενη κατάσταση. Καταλαβαίνω.»

481    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, αφενός, ότι το γεγονός ότι το διευθυντικό στέλεχος της Chiquita «αιφνιδιάστηκε» λόγω της μεταβολής της τιμής της Dole εμφαίνει οπωσδήποτε ότι η Dole ενεργούσε χωρίς να έχει λάβει κανένα πληροφοριακό στοιχείο από την Chiquita και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί τα στοιχεία αυτά προς στήριξη της θέσεώς της, διότι είναι μεταγενέστερα της παραβάσεως.

482    Δεν αμφισβητείται, βεβαίως, ότι τα έγγραφα καταρτίστηκαν τον Ιανουάριο του 2003 αμέσως μετά το πέρας της παραβάσεως. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι τα έγγραφα αυτά, μολονότι δεν αποδεικνύουν από μόνα τους την ύπαρξη της προσαπτόμενης, αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, συμπεριφοράς, εντούτοις επιβεβαιώνουν τα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή σχετικά με τον σκοπό των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών.

483    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι μόνη η αναφορά σε αιφνιδιασμό της Chiquita δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η Dole ενεργούσε αυτοτελώς, καθώς ενδέχεται να αποτυπώνει την καθυστέρηση με την οποία η Chiquita αντελήφθη τη θέση της Dole, στο πλαίσιο διμερούς συζητήσεως ενόψει του καθορισμού των τιμών, και την κίνηση στην οποία προέβη η δεύτερη.

484    Εξάλλου, το γεγονός ότι ένας μετέχων σε συμπαιγνία ενδέχεται να επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός του, ή ακόμη και να εξαπατήσει τους λοιπούς μετέχοντες, δεν μειώνει την ευθύνη που υπέχει για τη συμμετοχή στη συμπαιγνία. Κατά πάγια νομολογία, μια επιχείρηση που, παρά τη διαβούλευση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια λίγο έως πολύ ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά, ενδέχεται απλώς να επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-925, σκέψη 230, της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3627, σκέψη 189· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, IAZ international Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3369, σκέψη 25).

485    Όσον αφορά το ζήτημα της σημασίας των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, τα επίμαχα έγγραφα εμφαίνουν ότι οι πελάτες ήταν προδήλως πεπεισμένοι ότι η μεταβολή της τιμής αναφοράς είχε σημασία όσον αφορά τις τιμές που ανέμεναν ότι θα πληρώσουν ή θα τους προταθούν. Εμφαίνουν επίσης, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το έντονο συμφέρον των εμπλεκομένων επιχειρήσεων όσον αφορά τον συντονισμό κατά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς και την πραγματική βούληση της Chiquita να στηρίξει τις αυξήσεις των τιμών των κύριων ανταγωνιστών της, μολονότι απαιτούνταν προς τούτο μια εντελώς ασυνήθιστη ενέργειά της, ήτοι η αύξηση μιας ήδη ανακοινωθείσας τιμής, και παρά τις δυσχέρειες που η ενέργεια αυτή θα προκαλούσε στις σχέσεις της με τους πελάτες, προκειμένου να μην ανακόψει τη διαφαινόμενη αύξηση των τιμών κατά τις επόμενες εβδομάδες (αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

486    Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν, με τα υπομνήματά τους, καμία παρατήρηση όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ όλων αυτών των ηλεκτρονικών επιστολών όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς για την οικεία αγορά, πλην της επισημάνσεως ότι τα έγγραφα του Ιανουαρίου του 2003 είναι μεταγενέστερα της παραβάσεως.

487    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες τόνισαν μόνον ότι πρόκειται για εσωτερικές συζητήσεις της Chiquita και ότι, συνεπώς, δεν αποτυπώνουν τις θέσεις της Dole όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς στην αγορά της μπανάνας.

488    Η απλή αυτή επισήμανση δεν αναιρεί την αποδεικτική ισχύ των ηλεκτρονικών επιστολών μιας επιχειρήσεως εμπορίας μπανανών, ανταγωνίστριας της Dole στη συγκεκριμένη αγορά, στις οποίες γίνεται λόγος για συγκεκριμένες περιστάσεις σχετιζόμενες με τις τιμές αναφοράς της Dole και οι οποίες αποδεικνύουν τη σημασία των τιμών αυτών για τους εισαγωγείς και τους πελάτες τους, καθώς, μεταξύ άλλων, τονίζεται η αλληλεξάρτηση των τιμών αναφοράς των μπανανών μάρκας Chiquita, Dole και Del Monte.

489    Πέμπτον, η Επιτροπή επικαλείται επιστολή που απέστειλε η Deutscher Fruchthandelsverband eV (DFHV, γερμανική ομοσπονδία εμπορίου) σε μέλος της Επιτροπής στις 21 Ιανουαρίου 2005, όπου δηλώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «οι εν λόγω “επίσημες” τιμές απλώς αποτυπώνουν το σημείο εκκινήσεως των επιχειρήσεων κατά τις εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις τους σχετικά με τις τιμές» και ότι «είναι έως 50 % υψηλότερες από τις τιμές που συμφωνούνται» (αιτιολογικές σκέψεις 112 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

490    Το έγγραφο αυτό, μολονότι είναι αναμφισβήτητα μεταγενέστερο της λήξεως της διάρκειας της παραβάσεως και δεν αρκεί προς απόδειξη της προσαπτομένης παραβάσεως, εντούτοις εμφαίνει ότι τρία έτη μετά την παράβαση και ενώ δεν αποδείχθηκε η επέλευση μεταβολής στη δομή της αγοράς της μπανάνας, οι τιμές αναφοράς θεωρούνταν εν γένει ως το σημείο αφετηρίας των εβδομαδιαίων διαπραγματεύσεων για τις τιμές.

491    Σημειωτέον, τέλος, ότι οι προσφεύγουσες προσκόμισαν συνημμένο στα δικόγραφά τους αντίτυπο του φακέλου συσκέψεως με αντικείμενο τον καθορισμό της τιμής της μπανάνας, συσκέψεως η οποία διεξαγόταν κάθε Πέμπτη πρωί και κατά την οποία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η Dole ενσωματώνονταν στον φάκελο αυτό και αξιολογούνταν, «προς εκτίμηση των συνθηκών της αγοράς» και προς καθορισμό της εβδομαδιαίας τιμής αναφοράς.

492    Κατά τις προσφεύγουσες, ο φάκελος αυτός περιείχε, μεταξύ άλλων, γράφημα με τίτλο «Πράσινη τιμή των μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη», με το οποίο αναλύονταν, βάσει των τελευταίων δέκα εβδομάδων, οι τιμές αναφοράς της Dole και των κύριων ανταγωνιστών της, πράγμα που εμφαίνει προδήλως ότι οι τιμές αναφοράς των ανταγωνιστών αποτελούσαν σημαντικά στοιχεία για τον καθορισμό των τιμών της Dole και, εν γένει, τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας.

493    Τρίτον, όσον αφορά τη σημασία της «τιμής Aldi» στον κλάδο της μπανάνας, τονίζεται ότι η Επιτροπή αναφέρει ότι η εν λόγω τιμή ήταν η λιγότερο σημαντική κατά το διάστημα μεταξύ 2000 και 2002, απ’ ό,τι στη συνέχεια, πράγμα που αμφισβητούν οι προσφεύγουσες, προβάλλοντας ότι «η προσφορά Aldi» αποτελούσε το μόνο σημαντικό σημείο αναφοράς για όλες τις συναλλαγές στον κλάδο της μπανάνας, ακόμη και κατά το προαναφερθέν διάστημα.

494    Πρώτον, όσον αφορά τον τρόπο διανομής των μπανανών της Dole, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν το μέγεθος των συναλλαγών στο πλαίσιο «συμβάσεων Aldi plus», μακροπρόθεσμων συμβάσεων εφοδιασμού, οι οποίες, για τον καθορισμό της τιμής, προέβλεπαν μαθηματικό τύπο βάσει της τιμής που καθόριζε η Aldi για τις κίτρινες μπανάνες, μετατρεπόμενης σε τιμή για τις πράσινες μπανάνες.

495    Το 2000 η Dole πραγματοποίησε το 50 % περίπου των πωλήσεών της πράσινων μπανανών στο πλαίσιο «συμβάσεων Aldi plus», ποσοστό που το 2005 ανήλθε σχεδόν στο 80 %. Οι προσφεύγουσες αναφέρουν επίσης, με τα υπομνήματά τους ποσοστό 66 % των πωλήσεων μάρκας Dole το 2002, τονίζοντας ότι, σύμφωνα με την οικονομική έκθεση που παρατίθεται στο παράρτημα 3 της απαντήσεως της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής, οι πωλήσεις στο πλαίσιο «συμβάσεων Aldi plus» αντιστοιχούσαν στο 49 % των συνολικών πωλήσεων της Dole και ότι η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, στην έκθεση αυτή, το ποσοστό υπολογίστηκε βάσει στοιχείων για την Ένωση, η οποία τότε είχε δεκαπέντε κράτη μέλη, και όχι για τη Βόρεια Ευρώπη μόνο.

496    Εκτός του ότι τα αριθμητικά στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν συμπίπτουν απολύτως, επισημαίνεται ότι από την εξέταση της οικονομικής εκθέσεως που παρατίθεται στο παράρτημα 3 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι για το 2000 δεν υπάρχουν αριθμητικά στοιχεία, για τα δε επόμενα έτη αναφέρονται τα εξής: 58 % το 2001, 49 % το 2002, 60 % το 2003, 68 % το 2004 και 79 % το 2005, πράγμα που εμφαίνει τη συνεχή αύξηση των «συμβάσεων Aldi plus» μετά το 2003.

497    Εξάλλου, η Dole απέστειλε στην Επιτροπή, στις 2 Οκτωβρίου 2008, έγγραφο με το οποίο αναφέρει ότι τα αριθμητικά στοιχεία που επικαλείται με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων είναι πολύ αυξημένα και παραθέτει πίνακα με τα εξής στοιχεία όσον αφορά τα ποσοστά του κύκλου εργασιών της Dole που αντιστοιχούν μόνο στις πωλήσεις πράσινων μπανανών μέσω των «συμβάσεων Aldi plus»: 50 % το 2000, 48 % το 2001, 38 % το 2002, 51 % το 2003, 61 % το 2004.

498    Η Dole διευκρίνισε, με το έγγραφο αυτό, ότι ο αριθμός για το 2000 παρατίθεται «κατ’ εκτίμηση», δεδομένου ότι η έκθεση των οικονομολόγων δεν περιέχει στοιχεία για τη συγκεκριμένη χρήση. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι το 2001 το ποσοστό ανέρχεται σε 48 %, το 2002 μειώνεται σε 38 % και αυξάνεται εκ νέου μετά το 2003, οπότε δεν πρόκειται για συνεχή αύξηση. Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, η ανάλυση των στοιχείων σχετικά με τις πωλήσεις της Dole επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι η «τιμή Aldi» σχετιζόταν λιγότερο με τις πραγματικές τιμές της Dole κατά το διάστημα 2000-2002 απ’ ό,τι στη συνέχεια.

499    Δεύτερον, προς στήριξη της θέσεως ότι, σε αντίθεση με την «τιμή Aldi», οι τιμές αναφοράς δεν είχαν σημασία κατά τις διαπραγματεύσεις επί των τιμών συναλλαγής, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, όταν η Aldi ανακοίνωνε την τιμή που προτίθεται να καταβάλει για κίτρινες μπανάνες στους προμηθευτές της (δηλαδή στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως-διανομής), αυτοί ενημέρωναν τους εισαγωγείς μπανανών.

500    Εκτός του ότι η θέση αυτή είναι παντελώς αστήρικτη, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες ανέφεραν ότι, κατά το επίμαχο διάστημα, δηλαδή από το 2000 έως το 2002, η Dole ανακοίνωνε μία μόνο τιμή αναφοράς, προτού η Aldi ανακοινώσει τη δική της, και ότι η πρακτική αυτή μεταβλήθηκε «μεταξύ 2002 και 2008», όταν η Dole, μετά την ανακοίνωση της αρχικής τιμής αναφοράς το πρωί της Πέμπτης, καθόριζε την «τελική τιμή αναφοράς», την οποία ανακοίνωνε στους πελάτες της μετά την ανακοίνωση της «τιμής Aldi» το απόγευμα της Πέμπτης.

501    Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η Dole είχε διευκρινίσει, με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006, ότι «μετά τον Δεκέμβριο του 2002 η DFFE […] αποφάσισε να προσαρμόζει τις τιμές αναφοράς της Dole ανάλογα με την “τιμή Aldi”» (υποσημείωση 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η τιμή αναφοράς της Dole και της Weichert υπέστη τέτοια προσαρμογή σε ορισμένες περιπτώσεις από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2002 (αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

502    Επομένως, η Dole καθόριζε αρχικώς μία μόνο τιμή αναφοράς, την οποία ανακοίνωνε στους πελάτες της πριν την ανακοίνωση της «τιμής Aldi», και, κατόπιν, αποφάσισε να διασπάσει την εν λόγω ενιαία τιμή αναφοράς, καθορίζοντας την «τελική τιμή αναφοράς», μετά την ανακοίνωση και λαμβανομένης υπόψη της «τιμής Aldi».

503    Τα προεκτεθέντα όχι μόνον επιβεβαιώνουν την αυξανόμενη σημασία της «τιμής Aldi», αλλά, κυρίως, επιβεβαιώνουν επίσης ότι η Dole δεν κατάργησε τις τιμές αναφοράς μετά την τροποποίηση της διαδικασίας καθορισμού των τιμών, αντιθέτως, μάλιστα, τις διατήρησε, περιλαμβανομένης της τιμής αναφοράς που καθοριζόταν το πρωί της Πέμπτης, πριν την ανακοίνωση της «προσφοράς Aldi». Η διαπίστωση αυτή εμφαίνει, επίσης, εντονότερα τη σημασία της ενιαίας τιμής αναφοράς, η οποία καθοριζόταν το πρωί της Πέμπτης, πριν την ανακοίνωση της «προσφοράς Aldi», έως τον διαχωρισμό στον οποίο προέβη η Dole. Σημειωτέον, ακόμη, ότι η Dole εξακολούθησε να καθορίζει τιμές αναφοράς, παρά το γεγονός ότι τις αναθεωρούσε μετά την ανακοίνωση της «τιμής Aldi».

504    Οι προσφεύγουσες δεν παρέθεσαν, με τα υπομνήματά τους, καμία βάσιμη διευκρίνιση όσον αφορά τη διατήρηση των τιμών αναφοράς, παρά το γεγονός ότι, κατ’ αυτές, οι εν λόγω τιμές δεν είχαν καμία σημασία στον κλάδο της μπανάνας.

505    Στο υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι «κανένας εισαγωγέας (ούτε η Dole) δεν χρησιμοποιεί πλέον τις τιμές αναφοράς», ότι «η Dole θεωρεί τη χρήση των τιμών αναφοράς απαρχαιωμένη πρακτική, κατάλοιπο της πωλήσεως μπανανών μέσω δημοπρασιών, οι οποίες πραγματοποιούνταν στο Αμβούργο πριν πολλές δεκαετίες» και ότι «η συνέχιση της ανακοινώσεως τιμών αναφοράς από την Dole αποτελεί απλώς μια παλαιά τυπική διαδικασία».

506    Δεν είναι, όμως, πιθανό η τιμολογιακή πολιτική μιας επιχειρήσεως να καθορίζεται με μόνο κριτήριο τη διατήρηση μιας απαρχαιωμένης πρακτικής, και όχι με γνώμονα την επίτευξη κέρδους, και μάλιστα σε μια αγορά η οποία χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας της προσφεύγουσας, από πολύ σύντομη περίοδο εμπορίας, λόγω της ευπάθειας του συγκεκριμένου προϊόντος, και από την επιδίωξη του μέγιστου εμπορικού οφέλους.

507    Οι δηλώσεις των προσφευγουσών, ότι ο καθορισμός των τιμών αναφοράς και η ανακοίνωσή τους στους πελάτες κάθε Πέμπτη πρωί επί τρία έτη αποτελεί απλώς «παλαιά τυπική διαδικασία», δεν συμβαδίζουν με την εκ μέρους της Dole περιγραφής της τιμολογιακής πολιτικής της και, ειδικότερα, τις προσπάθειες που καταβάλλει για τον εβδομαδιαίο καθορισμό των τιμών αυτών.

508    Σε οικονομική μελέτη της 20ής Νοεμβρίου 2007, την οποία προσκόμισε η Dole, διευκρινίζεται ότι «οι [αρχικές] τιμές αναφοράς, για τον καθορισμό των οποίων απαιτούνταν σημαντικές προσπάθειες συλλογής πληροφοριακών στοιχείων, […] παρείχαν ακριβέστερη και καλύτερη πληροφόρηση όσον αφορά την κατάσταση της αγοράς». Στην προσφυγή αναφέρεται ότι ο φάκελος της εσωτερικής συσκέψεως το πρωί της Πέμπτης με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών αναφοράς «περιείχε ευρύτατο φάσμα στοιχείων σχετικά με την αγορά της μπανάνας, όπως τα φορτία των πράσινων μπανανών της συγκεκριμένης εβδομάδας, στοιχεία σχετικά με τις ποσότητες που παραδίδονται στους πελάτες και στα κράτη μέλη, ιστορικά και συγκεντρωτικά στοιχεία σχετικά με τις ποσότητες, τις τιμές που είχε ορίσει η Dole για συγκεκριμένους πελάτες σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και πίνακα της Dole με τίτλο “Πράσινη τιμή των μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη”». Το τελευταίο αυτό έγγραφο συνίστατο σε γράφημα με το οποίο αναλυόταν, βάσει των τελευταίων δέκα εβδομάδων, οι τιμές αναφοράς της Dole και των κύριων ανταγωνιστών της.

509    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες τόνισαν ότι πρέπει διαχωριστεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση, δηλαδή από το 2000 έως το 2002, κατά το οποίο καθοριζόταν ενιαία τιμή αναφοράς, η οποία δεν είχε καμία σημασία για την αγορά, από το διάστημα μετά το 2002, κατά το οποίο καθοριζόταν, μετά την ανακοίνωση της «τιμής Aldi», η τελική τιμή αναφοράς, η οποία αποτελούσε ακόμη τη βάση των διαπραγματεύσεων, αλλά ήταν πλησιέστερη προς την πραγματική κατάσταση της αγοράς, λόγω του καθορισμού της βάσει της «τιμής Aldi», ειδικά σε σχέση με την παλαιότερη τιμή αναφοράς, η οποία ουδέποτε αναθεωρούνταν.

510    Με τις δηλώσεις τους αυτές οι προσφεύγουσες περιγράφουν απλώς τη διαχρονική εξέλιξη, έως το 2008, ενός σταθερού εργαλείου της τιμολογιακής πολιτικής τους, το οποίο η Dole έκρινε σκόπιμο να αναθεωρήσει μόλις τον Δεκέμβριο του 2002, προκειμένου να το προσαρμόσει στην αυξανόμενη σημασία της «τιμής Aldi» και να διασφαλίσει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητά του. Το γεγονός ότι η τιμή αναφοράς που αναθεωρούνταν το απόγευμα της Πέμπτης μετά την ανακοίνωση της «προσφοράς Aldi» θεωρείται ότι αποτυπώνει ακριβέστερα την πραγματικότητα της αγοράς δεν σημαίνει ότι η τιμή αναφοράς που καθοριζόταν το πρωί της ίδιας ημέρας ήταν παντελώς αλυσιτελής, δεδομένου ότι η Dole τη διατήρησε, χαρακτηρίζοντάς την αρχική τιμή αναφοράς.

511    Διαπιστώνεται, ακόμη, ότι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι οι τιμές αναφοράς δημοσιεύονταν στον επαγγελματικό Τύπο. Από την εξέταση του περιοδικού Sopisco News, το οποίο εκδιδόταν κάθε Σάββατο, πριν την κατάληξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων, προκύπτει ότι σε αυτό δημοσιεύονταν τιμές αναφοράς ανά εισαγωγέα και το εύρος διακυμάνσεως των πραγματικών τιμών ανά εισαγωγέα για την τρέχουσα εβδομάδα, η δε ανώτατη πραγματική τιμή αντιστοιχούσε στην ένδειξη της τιμής αναφοράς.

512    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις γνωστοποιούσαν αμοιβαίως τις τιμές αναφοράς, μετά τον καθορισμό τους το πρωί της Πέμπτης και πριν την ανακοίνωση της «τιμής Aldi». Η Επιτροπή αναφέρει ότι η αμοιβαία γνωστοποίηση αναφοράς αποτελούσε ένα από τα στοιχεία της συμπαιγνίας και παρείχε στους εμπλεκομένους τη δυνατότητα να ελέγχουν απευθείας τις τιμές που είχαν ορίσει οι λοιποί εμπλεκόμενοι και να ενισχύουν τους δεσμούς συνεργασίας που είχαν αναπτύξει στο πλαίσιο των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών (αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

513    Οι δύο προηγηθείσες διαπιστώσεις αναιρούν τη θέση των προσφευγουσών ότι δεν είχαν σημασία οι τιμές αναφοράς.

514    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι οι λοιποί εισαγωγείς επιβεβαίωσαν τις δηλώσεις της Dole.

515    Επικαλούνται τις εξής δηλώσεις της Fyffes κατά την ακρόαση της 4ης και της 6ης Φεβρουαρίου 2008, η οποία ανέφερε ότι:

–        οι τιμές αναφοράς «δεν χρησιμοποιούνται κατά τις διαπραγματεύσεις για τις πραγματικές τιμές» και ότι «δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί η τιμή διά του “συντονισμού” των επίσημων τιμών [αναφοράς]»·

–        οι τιμές αναφοράς «δεν αποτελούν σημείο αναφοράς ούτε σημείο αφετηρίας και δεν λαμβάνονται υπόψη»·

–        οι τιμές αναφοράς των λοιπών εισαγωγέων «δεν καθορίζονται βάσει της επίσημης τιμής [αναφοράς] της Fyffes» και ότι «η σημαντικότερη παράμετρος κατά τις εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις είναι η “τιμή Aldi”, η οποία ανακοινώνεται το μεσημέρι της Πέμπτης».

516    Σημειωτέον ότι δεν προβάλλεται ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδείχθηκε ότι η Fyffes δεν ανακοίνωνε στους πελάτες της τη δική της τιμή αναφοράς το πρωί της Πέμπτης και ότι οι δηλώσεις της επιχειρήσεως αυτής πρέπει να εξεταστούν εντός του πλαισίου τους, λαμβανομένου δηλαδή υπόψη ότι προέρχονται από επιχείρηση αποδέκτρια της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η οποία αμφισβητεί την καταλογιζόμενη, αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, συμπεριφορά.

517    Όσον αφορά την Chiquita, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι αυτή παραδέχθηκε, με την αίτησή της επιείκειας, ότι η «τιμή Aldi» αποτελούσε τη βάση για τον καθορισμό των τιμών των πράσινων και των κίτρινων μπανανών σε όλη την Ευρώπη.

518    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται δηλώσεις της Chiquita, σχετικά με την πώληση μπανανών από την Atlanta στην Aldi και το γεγονός ότι η Atlanta δραστηριοποιούνταν στην εμπορία μπανανών τρίτης διαλογής.

519    Εκτός του ότι οι δηλώσεις αυτές εντάσσονται σε συγκεκριμένο πλαίσιο, από την εξέταση του εν λόγω εγγράφου προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, ότι η θέση των προσφευγουσών στηρίζεται σε αποσπασματική ερμηνεία του, υπό την έννοια ότι η Chiquita δηλώνει ότι η «τιμή Aldi» «κατέστη» σημείο αναφοράς για το εμπόριο μπανάνας σε πολλές χώρες της Ένωσης, διατύπωση η οποία αντιστοιχεί στην εκτίμηση περί αυξανόμενης σημασίας την οποία διατυπώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως και επικαλείται η Chiquita με τη δήλωση επιχειρήσεως αριθ. 13 που παρατίθεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη.

520    Όσον αφορά τις Weichert και Del Monte, η Επιτροπή αναφέρει, χωρίς η Dole να την αντικρούσει, ότι, κατά το επίμαχο διάστημα, οι τιμές αναφοράς της μπανάνας της Dole ήταν σχεδόν ίδιες με αυτές της Del Monte (η οποία διέθετε τις μπανάνες της στην αγορά μέσω της Weichert). Προς στήριξη της διαπιστώσεως αυτής η Επιτροπή υπενθυμίζει, με την υποσημείωση 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«Η Weichert διευκρινίζει, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι “η Del Monte, αν και δεν της έδινε επισήμως εντολή να ορίσει την ίδια επίσημη τιμή με την Dole, εντούτοις θεωρούσε δεδομένο ότι η επίσημη τιμή της Weichert θα είναι τουλάχιστον ίση με αυτή της Dole” (βλ. σελίδα 38 533 του φακέλου, απάντηση της Weichert στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006). Η Dole δήλωσε, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για το διάστημα από το 2000 έως το 2002, ότι “η Del Monte θεωρούσε τις δικές της μπανάνες συγκρίσιμες προς τις μπανάνες μάρκας Dole, στον δε κλάδο επικρατούσε η αντίληψη ότι η Del Monte θεωρούσε την τιμή αναφοράς της Dole ως μέσο για την προώθηση της εξομοιώσεως αυτής στους πελάτες”[…]».

521    Επομένως, η τιμή αναφοράς της Dole αποτελούσε εμπορικό εργαλείο, το οποίο η Del Monte χρησιμοποιούσε προκειμένου να επιτυγχάνει για τις μπανάνες της τιμές αντίστοιχες με αυτές της Dole.

522    Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Del Monte προέβαλε ότι οι τιμές αναφοράς δεν επηρέαζαν καθόλου τις πραγματικές τιμές, αναφέροντας επίσης ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις τιμές αναφοράς αποτελούσε, για τους εισαγωγείς, «έναν εύληπτο για την αγορά τρόπο συγκεντρώσεως πρόσφορων πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τη ζήτηση, τις αφικνούμενες ποσότητες και τα αποθέματα» (αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και ότι οι εισαγωγείς μπορούσαν, στη χειρότερη περίπτωση, να εκπέμπουν ένα “κοινό” μήνυμα προς την αγορά (υπό τη μορφή των συντονισμένων επίσημων τιμών)» (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

523    Από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η Del Monte προσέδιδε μεγάλη σημασία στις τιμές αναφοράς της Weichert.

524    Η Weichert έθεσε υπόψη της Επιτροπής τις εβδομαδιαίες εκθέσεις, σχετικά με την κατάσταση στην αγορά της μπανάνας, τις οποίες κατάρτιζε σε εβδομαδιαία βάση και κοινοποιούσε στην Del Monte, κατόπιν αιτήματός αυτής, εκθέσεις οι οποίες περιείχαν τις επίσημες τιμές, καθώς και εκτιμήσεις σχετικά με το εύρος διακυμάνσεως των πραγματικών τιμών για τη συγκεκριμένη εβδομάδα για τις μπανάνες μάρκας Del Monte (τις οποίες εμπορεύονταν η Weichert) και τα προϊόντα των ανταγωνιστών (αιτιολογική σκέψη 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

525    Η Επιτροπή παραθέτει τηλεομοιοτυπία της 28ης Ιανουαρίου 2000, με την οποία ο J.-P. B., εργαζόμενος της Del Monte, ζήτησε από τον W. εξηγήσεις σχετικά με τη διαφορά μεταξύ «τελικής τιμής» και «προϋπολογισμένης τιμής», ως εξής: «Το χειρότερο είναι ότι μίλησα δύο φορές με τον συνεργάτη σας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εμπορία μπανάνας, για να συζητήσουμε σχετικά με τις συνθήκες και τις τιμές της αγοράς […] Πληροφορήθηκα ότι η [Weichert] θα διατηρήσει τις τιμές της “πολύ κοντά” στην επίσημη τιμή!!!». Το μήνυμα αυτό εμφαίνει με σαφήνεια την προσδοκία της Del Monte ότι η Weichert θα επιτύχει τελική τιμή πολύ κοντά στις τιμές αναφοράς ή στις επίσημες τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 112, 126 και 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

526    Τα έγγραφα αυτά, τα οποία καταρτίστηκαν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, αποδεικνύουν τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, στον οποίο δραστηριοποιούνταν, μεταξύ άλλων, οι Weichert, Dole και Chiquita. Σημειωτέον ότι η παράβαση αφορά ένα μόνον προϊόν, τις νωπές μπανάνες, το οποίο κατατάσσεται σε τρία επίπεδα διαλογής, με αντίστοιχες τιμές, και διακινείται σε μία μόνον αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από μια διαδικασία καθορισμού των τιμών, στο πλαίσιο της οποίας οι Dole, Chiquita και Weichert ανακοινώνουν στους πελάτες τους τις τιμές αναφοράς κάθε Πέμπτη, η ανακοίνωση δε αυτή αποτελεί το πρώτο μήνυμα προς την αγορά όσον αφορά τις προσδοκίες των εισαγωγέων σχετικά με τις τιμές. Μολονότι οι εν λόγω τιμές αναφοράς αφορούσαν μόνο τις μπανάνες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας που πωλούν οι επιχειρήσεις αυτές, υπάρχει σχέση μεταξύ των τιμών αυτών και των τιμών των υπολοίπων μπανανών ή των μη επώνυμων μπανανών, στον βαθμό που κάθε εβδομάδα οι τιμές των μπανανών κάθε κατηγορίας διαμορφώνονταν σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες. Η αλληλεξάρτηση των τιμών αναφοράς των μπανανών μάρκας Chiquita, Dole και Del Monte αποδεικνύεται από τις εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές της Chiquita της 30ής Απριλίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της 8ης Αυγούστου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 111, 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

527    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται δηλώσεις πελατών, προς επιβεβαίωση της απόψεώς της, οι οποίες αναφέρουν:

«Οι τιμές αναφοράς της Dole για τις μπανάνες είχαν μικρή χρησιμότητα κατά τις διαπραγματεύσεις επί της πραγματικής τελικής τιμής που πληρώναμε [Van Wylick, OHG] […]

Οι τιμές αναφοράς της Dole αποτελούσαν την πρώτη πρόταση της Dole προς εμάς, ως αγοραστές, την οποία, όμως, δεν αποδεχόμασταν σχεδόν ποτέ. Ως αγοραστές μπανανών της Dole, λαμβάναμε ως σημείο αναφοράς την τιμή των μπανανών τρίτης διαλογής και διαπραγματευόμασταν κάθε εβδομάδα την τιμή της μπανάνας με την Dole βάσει της τιμής αυτής [Metro Group Buying GmbH].»

528    Από την εξέταση των δηλώσεων των πελατών της Dole προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες παραθέτουν τις δηλώσεις αυτές κατά τρόπον αποσπασματικό και μεροληπτικό.

529    Με τη φράση «τιμή αναφοράς της Dole» η Van Wylick εννοεί σαφώς «την καθοριζόμενη το πρωί της Πέμπτης» και «αυτή που ενδεχομένως προσαρμόζεται μετά τον καθορισμό της τιμής στον κλάδο του discount», αναφερόμενη στην κατάσταση που επικρατούσε στο τέλος του 2002, με τον διαχωρισμό της τιμής αναφοράς σε αρχική και τελική, όταν, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, η «τιμή Aldi» άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο ως δείκτης για τον υπολογισμό της τιμής της μπανάνας (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν πάση περιπτώσει, από τα λεγόμενα της Van Wylick δεν προκύπτει ότι οι τιμές αυτές δεν είχαν καμία σημασία, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες.

530    Η μαρτυρία αυτή της Van Wylick πρέπει επίσης να συνδυαστεί με αυτή της Metro, η οποία επιβεβαιώνει ότι οι τιμές αναφοράς της Dole αποτελούσαν την πρώτη εμπορική προσφορά της επιχειρήσεως αυτής στους πελάτες της και ότι η ανακοίνωσή τους σηματοδοτούσε την έναρξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Η Metro διευκρινίζει ότι κατά τις διαπραγματεύσεις με την Dole χρησιμοποιούσε την τιμή για τις μπανάνες τρίτης διαλογής (σύμφωνα με την πάγια πρακτική του πελάτη που εισέρχεται σε διαπραγματεύσεις με πωλητή ο οποίος έχει ως αφετηρία την ανακοινωθείσα τιμή στόχο) και ότι «το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων κυμαινόταν παγίως μεταξύ της τιμής αναφοράς της Dole και της τιμής των μπανανών τρίτης διαλογής». Περαιτέρω, η Metro αναφέρει ότι δεν δεχόταν «σχεδόν» ποτέ τις τιμές αναφοράς της Dole, πράγμα που σημαίνει, εξ αντιδιαστολής, ότι ενίοτε τις δεχόταν.

531    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι δύο αυτές μαρτυρίες δεν επιβεβαιώνουν τη θέση τους όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, αλλά μάλλον το αντίθετο, ιδίως η μαρτυρία της Metro. Ενώ οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τα έγγραφα των δύο αυτών πελατών προκύπτει ότι αποφασιστική σημασία κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις είχε η «τιμή Aldi», τα εν λόγω έγγραφα δεν περιέχουν καν αναφορά στην τιμή αυτή και στη σημασία της κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις.

532    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η τιμή αναφοράς στην οποία αναφέρεται η Metro είναι η λεγόμενη τελική, η οποία καθοριζόταν μετά την ανακοίνωση της «προσφοράς Aldi» και μπορούσε να αποτελέσει τη βάση των διαπραγματεύσεων. Προς στήριξη της θέσεως αυτής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται μαρτυρία της Metro του 2008.

533    Εκτός του ότι δεν υπάρχει οπωσδήποτε σχέση μεταξύ του χρόνου της μαρτυρίας και της φύσεως της τιμής αναφοράς για την οποία γίνεται λόγος σε αυτή, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από το παράρτημα A 10 της προσφυγής, το έγγραφο της Metro δεν φέρει ημερομηνία. Εν πάση περιπτώσει, η γενικόλογη διατύπωση του εγγράφου δεν αρκεί προς στήριξη της ερμηνείας που προέβαλαν οι προσφεύγουσες για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

534    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης μαρτυρία πελάτη της Dole, η οποία περιλαμβάνεται σε ηλεκτρονικό μήνυμα που εστάλη στις 13 Ιουνίου 2007 στο αρμόδιο για τον ανταγωνισμό μέλος της Επιτροπής, καθώς και μαρτυρία πρώην εργαζομένου της Atlanta, η οποία περιλαμβάνεται σε έγγραφο που απέστειλε στην Dole στις 19 Νοεμβρίου 2007, υπονοώντας ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς μάρτυρες.

535    Διαπιστώνεται, όμως, ότι οι δηλώσεις αυτές προέρχονται από το ίδιο πρόσωπο, τον W., ο οποίος, με το έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2007, επιβεβαιώνει ότι απέστειλε ηλεκτρονική επιστολή στο αρμόδιο για τον ανταγωνισμό μέλος της Επιτροπής στις 13 Ιουνίου 2007.

536    Ο εν λόγω μάρτυρας χαρακτηρίζει, βέβαια, ως «ανόητη» την εκτίμηση ότι οι προμηθευτές μετείχαν σε σύμπραξη με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, για λόγους, όμως, που σχετίζονται με το ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς και το σύστημα των αδειών, διά των οποίων εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό η διαφανής λειτουργία της αγοράς. Ο W. ανέφερε επίσης ότι στην αγορά της μπανάνας κυριαρχούν πολλοί ισχυροί αγοραστές και ότι «η τιμή αναφοράς για όλη την ευρωπαϊκή αγορά της μπανάνας ήταν εν τέλει αυτή που καθόριζε μονομερώς η Aldi».

537    Αυτή η γενικόλογη κατηγορηματική δήλωση δεν αναιρεί, από μόνη της, την αποδεικτική ισχύ των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων που συγκέντρωσε η Επιτροπή, τα οποία αποδεικνύουν τη σημασία των τιμών αναφοράς. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, στο πλαίσιο της συνολικής αναλύσεώς της για την εναρμονισμένη πρακτική, η Επιτροπή όντως συνεκτίμησε το ειδικό κανονιστικό πλαίσιο της οικείας αγοράς.

538    Πρέπει, αντιθέτως, να επισημανθεί ότι, με την ηλεκτρονική επιστολή του της 13ης Ιουνίου 2007 προς την Επιτροπή, ο W. αναφέρει ότι, «αν ο πελάτης θεωρούσε ότι η τιμή δεν αντιστοιχεί στην αγορά, ενημέρωνε τον προμηθευτή του για τις ανταγωνιστικές προσφορές» και ότι «πρόκειται για μια σχεδόν παγιωμένη διαδικασία του κλάδου, η οποία επαναλαμβάνεται κάθε Πέμπτη». Η δήλωση αυτή, η οποία αφορά συγκεκριμένο γεγονός, επιβεβαιώνει τις δηλώσεις της Dole κατά τη διοικητική διαδικασία, σχετικά με το γεγονός ότι οι πελάτες χρησιμοποιούσαν τις τιμές αναφοράς ως εργαλεία κατά τις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των πραγματικών τιμών (βλ. σκέψη 446 ανωτέρω).

539    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται οικονομική ανάλυση των πωλήσεων της Dole (εκθέσεις της 20ής Νοεμβρίου 2007 και της 19ης Δεκεμβρίου 2008), καθώς και εσωτερικό έγγραφο από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές που κατέβαλλαν οι πελάτες ήταν πολύ στενότερα συνδεδεμένες με την «τιμή Aldi» απ’ ό,τι με την τιμή αναφοράς της Dole και ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν είχε καμία επίδραση στις πραγματικές τιμές. Το ίδιο ισχύει για την Chiquita, όσον αφορά τον πίνακα που προσκόμισε η Fyffes κατά τη διοικητική διαδικασία και τις δηλώσεις της Chiquita ότι οι τιμές αναφοράς «απέχουν πολύ από την πραγματικότητα» ή ότι «δεν έχουν σχέση» με τις πραγματικές τιμές. Η Επιτροπή παραδέχθηκε εν τέλει τη θέση αυτή, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ πραγματικών τιμών και τιμών αναφοράς».

540    Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη αντίληψη όσον αφορά τις προϋποθέσεις αποδείξεως της εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

541    Αφενός, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει, εκτός από τη συνεννόηση μεταξύ επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς αυτή τη συνεννόηση και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Ωστόσο, τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου που βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι οι μετέχουσες στη διαβούλευση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 118· Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 161, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 51).

542    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράνομη συνεννόηση εξακολούθησαν να δραστηριοποιούνται στον εμπόριο μπανάνας και ότι η Dole παραδέχθηκε ότι, κατά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, χρησιμοποιούσε τα πληροφοριακά στοιχεία που συνέλεγε από τους ανταγωνιστές της.

543    Αφετέρου, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει μεν ορισμένη συμπεριφορά των μετεχουσών επιχειρήσεων στην αγορά, πλην όμως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι η συμπεριφορά αυτή έχει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα να περιορίσει, να παρεμποδίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 122 έως 124, Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψεις 163 έως 165, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψεις 123 έως 125).

544    Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω, το αντίθετο προς του κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο και το αντίθετο προς του κανόνες του ανταγωνισμού αποτέλεσμα δεν αποτελούν σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Για να εκτιμηθεί αν εναρμονισμένη πρακτική απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της όταν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

545    Υπενθυμίζεται ότι, για να έχει αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο, αρκεί η εναρμονισμένη πρακτική να είναι ικανή να παράγει αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται ενδεχομένως στους κανόνες περί ανταγωνισμού εφόσον μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς με αποτέλεσμα περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Περαιτέρω, το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και με τον τρόπο αυτό του ίδιου του ανταγωνισμού (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψεις 31, 35 και 38).

546    Ειδικότερα, το γεγονός ότι μια εναρμονισμένη πρακτική δεν έχει άμεση επίπτωση στο επίπεδο των τιμών δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ότι περιόρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑21/99, Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1681, σκέψη 140).

547    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι πραγματικές τιμές της αγοράς μπορούν να επηρεαστούν από εξωτερικές παραμέτρους, μη ελεγχόμενες από τους μετέχοντες σε σύμπραξη, όπως η γενική εξέλιξη της οικονομίας, η εξέλιξη της ζήτησης στον συγκεκριμένο κλάδο ή η διαπραγματευτική ισχύς των πελατών.

548    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 443 έως 537 ανωτέρω, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, στοιχείο το οποίο, συνδυαζόμενο με άλλες περιστάσεις που συνεκτίμησε η Επιτροπή, οδηγεί στη διαπίστωση εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού.

549    Δεν έχει, συνεπώς, ιδιαίτερη σημασία το αν η τιμή αναφοράς αποτελούσε την πιο σημαντική παράμετρο καθορισμού της πραγματικής τιμής της Dole και της Chiquita ή το κατά πόσον οι τιμές αναφοράς και οι πραγματικές τιμές των επιχειρήσεων αυτών συνδέονταν μεταξύ τους, λαμβανομένου υπόψη ότι οι τιμές αυτές ανακοινώνονταν και ότι ουδείς υποστηρίζει ότι οι τιμές αυτές επρόκειτο να επιτευχθούν στο πλαίσιο των εβδομαδιαίων διαπραγματεύσεων ή ότι θα αποτελούσαν τη βάση υπολογισμού των τιμών που εν τέλει χρεώνονταν.

550    Το γεγονός ότι δεν υπάρχει «στενή» σχέση μεταξύ πραγματικών τιμών και τιμών αναφοράς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποδυναμώνει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, βάσει των οποίων διαπίστωσε ότι οι τιμές αναφοράς θεωρούνταν, από την αγορά, τουλάχιστον ως σημεία, τάσεις ή ενδείξεις σχετικά με την εξέλιξη της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών.

551    Οι διαπιστωθείσες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αναφοράς, οι οποίες καθορίζονταν στο πλαίσιο παράνομης συνεννοήσεως, και των τιμών συναλλαγής δεν αναιρούν το συμπέρασμα ότι οι πρώτες επηρέαζαν το ύψος των δεύτερων. Οι τιμές αναφοράς συνήθως έλκουν προς τα πάνω τις τιμές της αγοράς, έστω και αν οι τιμές της αγοράς παραμένουν εν τέλει χαμηλότερες από τις ανακοινωθείσες. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας υπόψη του ότι οι συνιστώμενες τιμές μιας επιχειρήσεως ήταν υψηλότερες από τις τιμές της αγοράς, αποφάνθηκε ότι το σύστημα τιμών της συγκεκριμένης επιχειρήσεως είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στην αγορά (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1997, T‑213/95 και T‑18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1739, σκέψη 163).

552    Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η τιμή συναλλαγής ήταν ευθέως συνδεδεμένη με την τιμή αναφοράς, στο πλαίσιο της εφαρμογής προκαθορισμένων μαθηματικών τύπων για την τιμολόγηση.

553    Επομένως, η Επιτροπή καλώς διαπίστωσε ότι ήταν παράνομες οι διμερείς επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αντικείμενο των οποίων ήταν η διαμόρφωση συνθηκών ανταγωνισμού αναντίστοιχων προς τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, καθώς παρείχαν σε καθέναν από τους μετέχοντες τη δυνατότητα να περιορίζει την αβεβαιότητα όσον αφορά τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών (βλ., συναφώς, απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 312 ανωτέρω, σκέψη 1908).

554    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει ακόμη να τονιστεί ότι η ανάλυση και το έγγραφο για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 539 ανωτέρω αφορούν μόνον τις τιμές που χρέωναν η Dole ή η Chiquita, ενώ η πραγματική συμπεριφορά την οποία ισχυρίζεται ότι ακολούθησε μια επιχείρηση δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά, καθώς συνεκτιμώνται μόνον οι συνέπειες της συμπράξεως συνολικά (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 150 και 152).

555    Όσον αφορά, πρώτον, τις συναλλαγές της Chiquita, ο πίνακας που προσκόμισε η Fyffes κατά τη διοικητική διαδικασία στερείται πραγματικής αποδεικτικής ισχύος, στον βαθμό που τα στοιχεία που περιέχει αφορούν χρονικό διάστημα που αρχίζει μόλις κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2002, χωρίς, εξάλλου, να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με βεβαιότητα αν τα στοιχεία αυτά αφορούν το σύνολο της οικείας γεωγραφικής αγοράς.

556    Περαιτέρω, οι δηλώσεις της Chiquita, κατά τις οποίες οι τιμές αναφοράς «απέχουν πολύ από την πραγματικότητα», περιλαμβάνονται σε ηλεκτρονική επιστολή της 26ης Ιουνίου 2004, ήτοι μεταγενέστερη της παραβάσεως. Επισημαίνεται, ωστόσο, με την επιστολή αυτή ότι ένας εργαζόμενος της Chiquita απαντά σε ερωτήματα ενός συναδέλφου, ο οποίος δηλώνει αιφνιδιασμένος από το ύψος της τιμής αναφοράς των μπανανών μάρκας Del Monte, τιμής η οποία είναι υψηλότερη από αυτή της Dole. Ο συντάκτης της ηλεκτρονικής επιστολής αναφέρει ότι, αφότου η Del Monte ανέλαβε η ίδια τη διανομή των μπανανών της, επιδίωκε παγίως να ακολουθεί τιμολογιακή πολιτική όσο το δυνατόν όμοια με αυτή της Chiquita και ότι νέος αρμόδιος εργαζόμενος της Del Monte, ως πρώην εργαζόμενος της Chiquita, γνώριζε τα τεχνάσματα της τιμολογιακής πολιτικής της επιχειρήσεως αυτής και, ως εκ τούτου, την απόκλιση μεταξύ τιμών αναφοράς και πραγματικών τιμών.

557    Όσον αφορά τη σύντομη και αόριστη δήλωση, ότι οι τιμές αναφοράς «δεν έχουν σχέση» με τις πραγματικές τιμές, αυτή δεν τεκμηριώνεται από κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με το χρονικό διάστημα της παραβάσεως, μεταξύ 2000 και 2002, και την οικεία γεωγραφική αγορά. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αποκομμένη από τις σαφείς δηλώσεις της Chiquita, σχετικά με τον σκοπό των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, και τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή, όπως είναι οι ηλεκτρονικές επιστολές της Chiquita, από τις οποίες προκύπτει η σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας.

558    Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι από την οικονομική ανάλυση και το έγγραφο που μνημονεύονται στη σκέψη 539 ανωτέρω, σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική της Dole, δεν διαπιστώνεται ότι οι πραγματικές τιμές δεν σχετίζονταν με τις τιμές αναφοράς, αλλά μόνον ότι η σχέση αυτή ήταν πιο περιορισμένη απ’ ότι η σχέση μεταξύ πραγματικών τιμών και «τιμής Aldi». Επιπλέον, από τα γραφήματα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα A 18 της προσφυγής, κατά το μέτρο που αφορούν στοιχεία σχετιζόμενα αποκλειστικά με τις συναλλαγές στη Γερμανία, προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ της «τιμής Aldi» και της πραγματικής τιμής της Dole ήταν κατά πολύ στενότερη το 2006-2007 απ’ ό,τι μεταξύ 2000 και 2002, πράγμα που επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί αυξανόμενης σημασίας της «τιμής Aldi».

559    Οι προσφεύγουσες επικεντρώνονται στη σχέση μεταξύ της «τιμής Aldi», δηλαδή της τιμής που καθόριζε η εν λόγω επιχείρηση λιανικής, η οποία προμηθευόταν κίτρινες μπανάνες από επιχειρήσεις ωριμάνσεως, και της πραγματικής τιμής της Dole, πλην όμως η σημασία της σχέσεως αυτής είναι περιορισμένη, λόγω της χρονολογικής αλληλουχίας της διαθέσεως των μπανανών στο εμπόριο, στο πλαίσιο των εβδομαδιαίων διαπραγματεύσεων, καθώς δεν αμφισβητείται ότι οι Chiquita, Dole και Weichert ανακοίνωναν τις τιμές αναφοράς σε όλους τους πελάτες τους, επιχειρήσεις ωριμάνσεως και επιχειρήσεις λιανικής, νωρίς το πρωί της Πέμπτης, πριν την ανακοίνωση της «προσφοράς Aldi», πράγμα που εμφαίνει ότι, από χρονολογικής απόψεως, η ανακοίνωση των τιμών αναφοράς σηματοδοτούσε την έναρξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Οι δηλώσεις της προσφεύγουσας και της Dole κατά τη διοικητική διαδικασία, σχετικά με τη συμπεριφορά των πελατών έναντι των προσφορών των εισαγωγέων επιβεβαιώνουν την ορθότητα της επισημάνσεως αυτής (βλ. σκέψη 445 ανωτέρω).

560    Επομένως, η «τιμή Aldi» καθοριζόταν μόνον αφού, πρώτον, οι εισαγωγείς είχαν καθορίσει και ανακοινώσει τις τιμές αναφοράς, σηματοδοτώντας έτσι την προβλεπόμενη εξέλιξη της τιμής της μπανάνας, και, δεύτερον, αφού οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως, έχοντας διαμορφώσει την εκτίμησή τους σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς, είχαν υποβάλει τις προσφορές τους στην Aldi.

561    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν ευσταθεί η εκτίμηση περί της σημασίας των τιμών αναφοράς, διότι οι τιμές αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν με οποιονδήποτε τρόπο την «τιμή Aldi», τονίζουν δε συναφώς ότι η Aldi αγοράζει μπανάνες τρίτης διαλογής (και όχι μπανάνες των Chiquita, Dole και Del Monte), οπότε οι τιμές αναφοράς, οι οποίες δεν αφορούσαν τις μπανάνες τρίτης διαλογής, δεν είχαν καμία χρησιμότητα για την Aldi.

562    Το επιχείρημα αυτό αντιφάσκει πλήρως προς τη θέση της Dole ότι η «τιμή Aldi» ήταν σημαντική για όλες τις συναλλαγές (ανεξαρτήτως διαλογής, περιλαμβανομένων των πωλήσεων των δικών της μπανανών). Επιπλέον, οι τιμές αναφοράς αποτελούν μέρος της διαδικασίας καθορισμού των τιμών για ένα προϊόν, την μπανάνα, το οποίο κατατάσσεται σε τρία επίπεδα ποιότητας, με αντίστοιχη κατηγοριοποίηση ως προς τις τιμές, οι δε τιμές του ενός επιπέδου καθορίζονται σε σχέση με τις τιμές των λοιπών επιπέδων, οπότε υπάρχει σε ορισμένο βαθμό αλληλεξάρτηση μεταξύ των τιμών.

563    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δηλώνουν ότι οι προμηθευτές της Aldi δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις τιμές αναφοράς, επικαλούνται δε έγγραφο του πελάτη τους Van Wylick και δήλωση της Chiquita σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες η Atlanta υπέβαλλε τις προσφορές της στην Aldi.

564    Στο έγγραφο αυτό (βλ. σκέψη 527 ανωτέρω), η Van Wylick αναφέρει ότι οι τιμές αναφοράς της Dole για τις μπανάνες είχαν μικρή χρησιμότητα κατά τις διαπραγματεύσεις επί της πραγματικής και τελικής τιμής «που πληρών[ε]», πράγμα που εμφαίνει ότι ο συντάκτης του εγγράφου αναφέρεται στην εμπορική σχέση με την Dole και όχι με την Aldi.

565    Η δήλωση της Chiquita έχει ως εξής:

«Όπως προαναφέραμε, οι τιμές αναφοράς που ανακοίνωνε η Atlanta αφορούσε μόνο τις μάρκες πρώτης διαλογής Chiquita, Dole και Del Monte. Συνεπώς, η Atlanta δεν καθόριζε την προσφορά της προς την Aldi βάσει “της τιμής αναφοράς για μπανάνες τρίτης διαλογής”. Όπως διευκρινίσαμε προηγουμένως, οι προσφορές αυτές διαμορφώνονταν βάσει στοιχείων που συγκέντρωναν οι [C.] [και] [N.] κατά τις τηλεφωνικές επαφές τους με τους προμηθευτές μπανανών τρίτης διαλογής ενόψει του καθορισμού των τιμών, επαφές τις οποίες πραγματοποιούσαν την Τετάρτη (ο [N.]) ή την Πέμπτη (ο [C.]). Κατά τις επαφές αυτές, οι προμηθευτές μπανανών τρίτης διαλογής επιδίωκαν να πείσουν την Atlanta όσον αφορά τις προβλέψεις τους για τις τιμές. Οι προβλέψεις αυτές δεν συνέπιπταν και ενίοτε διέφεραν μεταξύ τους κατά 0,50 έως 1 ευρώ ανά κιβώτιο.»

566    Η δήλωση αυτή, σχετικά με τη συμπεριφορά της Atlanta, εμφαίνει ότι, κατά τον καθορισμό της προσφοράς της προς την Aldi, η Atlanta λάμβανε υπόψη τα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονταν από τους προμηθευτές μπανανών τρίτης διαλογής, πλην όμως γνώριζε κατά το χρονικό αυτό σημείο τις προσδοκίες των εισαγωγέων όσον αφορά την τιμή, λόγω της προγενέστερης ανακοινώσεως των τιμών αναφοράς, όπως αναφέρει στην αρχή της δηλώσεώς της.

567    Οι αποφάσεις της Atlanta, όπως και των λοιπών επιχειρήσεων, περιλαμβανομένης της Aldi, σχετικά με τις τιμές λαμβάνονταν στο πλαίσιο μιας αγοράς όπου τα προϊόντα χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες, με αντίστοιχες, διαφορετικές, τιμές.

568    Σημειωτέον ότι από την οικονομική ανάλυση των πωλήσεων της Dole (εκθέσεις της 20ής Νοεμβρίου 2007 και της 19ης Δεκεμβρίου 2008) προκύπτει ότι κατά μέσο όρο η «τιμή Aldi» διαμορφωνόταν με βάση τις τιμές αναφοράς κατά το διάστημα μεταξύ 2000 και 2005, πράγμα που αποδεικνύει ότι η εξέλιξη της «τιμής Aldi» όντως συνδεόταν στενά με την εξέλιξη της τιμής αναφοράς.

569    Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις εξής δηλώσεις της Dole:

«[…] οι αρχικές τιμές αναφοράς που ανακοίνωναν ορισμένες εταιρίες την Πέμπτη το πρωί, μετά τις συναντήσεις για τον καθορισμό των τιμών, απεικόνιζαν μια τάση –το γεγονός ότι περίμεναν ότι η αγορά θα κινηθεί ανοδικά κατά 1 ή κατά 0,50 ευρώ, (πάντα ανά χαρτοκιβώτιο, ανά χαρτοκιβώτιο των 18 κιλών) και […] ότι οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως, οι οποίες έχουν κεφαλαιώδη σημασία για την προμήθεια κίτρινων μπανανών, θα δώσουν προσφορά στην Aldi (τον μεγαλύτερο αγοραστή μπανανών) το πρωί της Πέμπτης και θα σχηματίζουν εκτίμηση σχετικά με την πιθανή εξέλιξη της τιμής αγοράς κατά τη διάρκεια του πρωινού, ενίοτε από τις [9:00 έως τις 11:00], κατόπιν θα αποστείλουν με τηλεομοιοτυπία την προσφορά τους στην Aldi, η οποία θα απαντήσει λίγο μετά τις [13:00]· συχνά, οι επιχειρήσεις προσδοκούν ότι η τιμή ανά χαρτοκιβώτιο μπανανών θα αυξηθεί κατά ένα ευρώ, πλην όμως η Aldi απαντά “Εντάξει, η αγορά πηγαίνει καλύτερα, οι πωλήσεις από τα καταστήματά μας εξελίσσονται θετικά, αλλά εμείς δεν μπορούμε να αποδεχθούμε αύξηση κατά ένα ευρώ, δεχόμαστε αύξηση κατά 0,36 ευρώ” […] Τότε […] οι εισαγωγείς, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για την αγορά, θεωρούν ότι αποτυπώνεται μια τάση της αγοράς και ότι η τιμή μπορεί να ανέλθει έως 1 ευρώ (αυτό ανακοινώνουν στην αγορά), πλην όμως, αυτό που μετράει στην πράξη είναι η γνώμη της Aldi […]».

570    Η τελευταία αυτή εκτίμηση της Dole, η οποία παγίως αρνείται ότι έχει υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, δεν αναιρεί τη σημασία της περιγραφής της διαδικασίας που λάμβανε χώρα τις Πέμπτες και την επισήμανση της σχέσεως μεταξύ των τιμών αναφοράς και της «προσφοράς Aldi».

571    Η Dole ανέφερε επίσης, επικαλούμενη τις οικονομικές μελέτες που προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι «οι [αρχικές] τιμές αναφοράς, για τον καθορισμό των οποίων απαιτούνταν σημαντικές προσπάθειες συλλογής πληροφοριακών στοιχείων, […] παρείχαν ακριβέστερη και καλύτερη πληροφόρηση όσον αφορά την κατάσταση της αγοράς, από αυτές που θα ήταν διαθέσιμες χωρίς τις επίμαχες ανταλλαγές» και ότι «οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως γνώριζαν τις αρχικές τιμές αναφοράς όταν υπέβαλαν τις προσφορές τους στην Aldi, οπότε οι καλύτερες τιμές αναφοράς θα είχαν κατά πάσα πιθανότητα ως συνέπεια τον καθορισμό, εκ μέρους της Aldi, τιμών που αποτυπώνουν ακριβέστερα την κατάσταση της προσφοράς και της ζήτησης για την επόμενη εβδομάδα» (σ. 5 της οικονομικής μελέτης της 20ής Νοεμβρίου 2007). Διευκρινίζεται, ακόμη, ότι «το αν οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως θα αποδέχονταν τους ειδικούς όρους της Aldi εξαρτιόταν εν μέρει από την αρχική τιμή αναφοράς που τους πρότειναν οι εισαγωγείς (έστω και αν οι τιμές αυτές δεν ήταν δεσμευτικές)», ότι «[οι εν λόγω τιμές αναφοράς] καθορίζονταν με κριτήριο την ευχέρεια με την οποία οι εισαγωγείς θεωρούσαν θα διαθέσουν τις ποσότητες που επρόκειτο να φτάσουν τη συγκεκριμένη εβδομάδα» και ότι «η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων συνεπαγόταν ότι οι τιμές αναφοράς των επιχειρήσεων του κλάδου της μπανάνας διαμορφώνονταν βάσει των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί σχετικά με την προσφορά και τη ζήτηση για την αντίστοιχη εβδομάδα και όχι μόνο βάσει στοιχείων προερχόμενων από ένα μόνον προμηθευτή» (σ. 7 και 9 της οικονομικής μελέτης της 10ης Απριλίου 2007).

572    Οι δηλώσεις αυτές, ιδιαίτερα εύγλωττες όσον αφορά τη σχέση μεταξύ τιμών αναφοράς και «προσφοράς Aldi», συμπίπτουν με το περιεχόμενο εσωτερικής ηλεκτρονικής επιστολής της Chiquita, της 8ης Αυγούστου 2002, με την οποία ένας εργαζόμενος της επιχειρήσεως αυτής εκθέτει τις σκέψεις του σχετικά με την αύξηση της τιμής αναφοράς της Dole κατά 2 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 111 και 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως) ως εξής: «[…] Με την αύξηση της πραγματικής τιμής και της τιμής Aldi, [η Dole] επιτυγχάνει […] καλύτερη τιμή […]».

573    Απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η Aldi διευκρίνισε ότι η απόφασή της σχετικά με την εβδομαδιαία προσφορά της προς τους προμηθευτές της στηριζόταν στις προσφορές που είχε λάβει κατά την προηγούμενη εβδομάδα και την τιμή της ίδιας εβδομάδας του προηγούμενου έτους. Η Aldi προσέθεσε ότι «από τις τιμές που ανέφεραν οι προμηθευτές στις αρχικές προσφορές τους διαφαινόταν τουλάχιστον μια τάση εξελίξεως των τιμών, χωρίς όμως να διατυπώνεται πάντα ανάλογη αντιπροσφορά» (αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 150).

574    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς κατέληξε η Επιτροπή στη διαπίστωση σχετικά με τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, επισημαίνοντας, αφενός, ότι αυτές αποτελούσαν τουλάχιστον σημεία, τάσεις ή ενδείξεις σχετικά με την εξέλιξη της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών, και, αφετέρου, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πραγματικές τιμές συνδέονταν ευθέως με τις τιμές αναφοράς.

575    Τονίζεται, ακόμη, ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η σημασία που αποδίδεται στην τιμή αγοράς της Aldi δεν αποκλείει τη σημασία των τιμών αναφοράς, όπως αυτή αποδεικνύεται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

576    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι απορριπτέα η αιτίαση ότι οι τιμές αναφοράς δεν είχαν σημασία κατά τις διαπραγματεύσεις επί των πραγματικών τιμών στον κλάδο της μπανάνας.

 Επί της ευθύνης των εργαζομένων της Dole που μετείχαν στις διμερείς επαφές

577    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, ακόμη και αν υπήρχε στενή σχέση μεταξύ τιμών αναφοράς και πραγματικών τιμών, οι προσαπτόμενες ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγονταν τη γνωστοποίηση των πραγματικών τιμών αναφοράς, οι οποίες καθορίζονταν κατά τη σύσκεψη της Πέμπτης, και επισημαίνουν, συναφώς, ότι ο εργαζόμενος της Dole που μετείχε στις επίμαχες διμερείς επαφές, ο H., δεν ήταν αρμόδιος για τον καθορισμό των πραγματικών τιμών αναφοράς, καθώς η σχετική απόφαση λαμβάνονταν από τον γενικό διευθυντή της DFFE.

578    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή προσάπτει στην Dole ότι μετείχε σε διμερείς επαφές με τις Chiquita και Weichert, με αντικείμενο τις παραμέτρους που επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών, δηλαδή σημαντικές παραμέτρους για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, και τις τάσεις των τιμών και τις ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, ενόψει του καθορισμού των τιμών αυτών το πρωί της Πέμπτης.

579    Η Επιτροπή διαπίστωσε ακόμη, χωρίς οι προσφεύγουσες να το αμφισβητήσουν, ότι, μετά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, η Dole γνωστοποιούσε τις τιμές αυτές σε διμερές επίπεδο, γεγονός που της παρείχε τη δυνατότητα να ελέγχει τα αποτελέσματα των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών και να ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων.

580    Στις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μετείχαν οι H. και G., περιφερειακός διευθυντής και υπεύθυνος πωλήσεως Dole, αντιστοίχως, οι οποίοι λάμβαναν μέρος στις εσωτερικές συσκέψεις με αντικείμενο την τιμολογιακή πολιτική (αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις αυτές της Επιτροπής.

581    Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, κατά τη νομολογία, ο καταλογισμός παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ δεν προϋποθέτει πράξη ή έστω γνώση εκ μέρους των εταίρων ή των κυριότερων διαχειριστών της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, αλλά πράξη προσώπου το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως (απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 97, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑15/99, Brugg Rohrsysteme κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1613, σκέψη 58), πράγμα που οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν όσον αφορά τους εργαζομένους τους που μετείχαν σε επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών.

582    Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα των προσφευγουσών, ότι οι εργαζόμενοι που μετείχαν στις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών δεν είχαν ευθύνη για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, είναι αλυσιτελές και απορριπτέο.

583    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι οι Dole, Chiquita και Weichert μετείχαν σε διμερείς επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, κατά τις οποίες συζητούσαν για τις παραμέτρους που επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών της μπανάνας, δηλαδή σημαντικές παραμέτρους για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, και τις τάσεις των τιμών και τις ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, ενόψει του καθορισμού των τιμών αυτών το πρωί της Πέμπτης (αιτιολογικές σκέψεις 148, 182 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

584    Διά των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, οι Dole, Chiquita και Weichert καθόριζαν συντονισμένα τις τιμές τους, αντί να τις καθορίζουν αυτοτελώς. Κατά τις διμερείς επαφές, οι επιχειρήσεις αποκάλυπταν την πολιτική που σκόπευαν να ακολουθήσουν ή, τουλάχιστον, παρείχαν στους μετέχοντες στις επαφές αυτές τη δυνατότητα να αξιολογούν τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς και να προβλέπουν την πολιτική που σκόπευαν να ακολουθήσουν. Περιόριζαν έτσι την αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών όσον αφορά τις τιμές αναφοράς, με συνέπεια των περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

585    Επομένως, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, μεταξύ των Dole και Chiquita και μεταξύ των Dole και Weichert, αφορούσαν τον καθορισμό των τιμών και ότι αποτελούσαν εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

 Β ‑ Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

586    Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, από τις τρεις πρακτικές οι οποίες, σύμφωνα με την ανακοίνωση αιτιάσεων, χαρακτηρίζονται ως στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους διμερείς συνεννοήσεις στο πλαίσιο συμπαιγνίας και συνιστούν εξ αντικειμένου παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, η Επιτροπή εν τέλει απέρριψε τις δύο, μεταξύ αυτών και τη σχετική με την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων ως προς τις ποσότητες, την οποία η Chiquita θεωρεί ως την πλέον σοβαρή. Επισημαίνουν, ακόμη, ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε κυρώσεις στις Fyffes και Van Parys, παρά το γεγονός ότι αυτές μετείχαν στις διμερείς επαφές που θεωρούνται αντίθετες στους κανόνες του ανταγωνισμού.

587    Κατά τις προσφεύγουσες, με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή μετέβαλε εκ βάθρων την εκτίμησή της όσον αφορά την παράβαση, χωρίς προηγουμένως να τους παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί της μεταβολής αυτής, παραβαίνοντας έτσι το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και προβάλλοντας τα δικαιώματα άμυνας.

588    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η απόφαση δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί ακριβές αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων (απόφαση van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 335 ανωτέρω, σκέψη 68). Η Επιτροπή πρέπει, συγκεκριμένα, να λαμβάνει υπόψη, με την απόφασή της, τις απαντήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συναφώς, πρέπει να μπορεί τόσο να δεχθεί ή να απορρίψει τα επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, αλλά και να προβαίνει σε ιδία ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που αυτές προβάλλουν, είτε για να παραιτηθεί από τις αιτιάσεις που αποδεικνύονται αβάσιμες είτε για να αναπροσαρμόσει ή να συμπληρώσει, στο πραγματικό ή στο νομικό πλαίσιο, τα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει (απόφαση ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, σκέψη 335 ανωτέρω, σκέψη 92· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψεις 437 και 438). Επομένως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να διαπιστώνεται μόνον αν η τελική απόφαση καταλογίζει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες στις οποίες αναφέρεται η ανακοίνωση αιτιάσεων ή δέχεται διαφορετικά πραγματικά περιστατικά (απόφαση ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, σκέψη 335 ανωτέρω, σκέψη 94· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T‑39/92 και T‑40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑49, σκέψεις 49 έως 52).

589    Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει οσάκις, όπως εν προκειμένω, οι προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ ανακοινώσεως αιτιάσεων και τελικής αποφάσεως δεν αφορούν άλλες συμπεριφορές πλην εκείνων επί των οποίων έδωσαν ήδη εξηγήσεις οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και οι οποίες, ως εκ τούτου, ουδεμία σχέση έχουν με οποιαδήποτε νέα αιτίαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 103).

590    Διαπιστώνεται, συγκεκριμένα, ότι στην ανακοίνωση αιτιάσεων γίνεται λόγος για τρεις πρακτικές στο πλαίσιο συμπαιγνίας, και συγκεκριμένα:

–        για ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων με αντικείμενο τα φορτία μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη (ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τα φορτία),

–        για τις διμερείς επαφές όσον αφορά τις συνθήκες στην αγορά της μπανάνας, τις τάσεις των τιμών και/ή την παροχή ενδείξεων όσον αφορά τις τιμές αναφοράς πριν τον καθορισμό τους,

–        την αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς μπανανών.

591    Στην παράγραφο 429 της ανακοινώσεως αιτιάσεων η Επιτροπή καταλήγει σαφώς στο συμπέρασμα ότι «κάθε δέσμη διμερών επαφών» και το σύνολο των συνεννοήσεων αυτών συνιστούν παράβαση με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην Κοινότητα και στον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

592    Το συμπέρασμα αυτό είναι απόρροια χωριστής εξετάσεως κάθε μιας από τις προσαπτόμενες συμπεριφορές, ιδίως με τις παραγράφους 404 και 412 έως 416 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, όπου η Επιτροπή κάνει λόγο για «σύνολο διμερών επαφών με αντικείμενο την κατάσταση στην αγορά της μπανάνας, τις τάσεις των τιμών και/ή ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς πριν τον καθορισμό τους, διά των οποίων οι εμπλεκόμενοι επηρέαζαν τις τιμές, πράγμα που συνιστά εν τέλει παράνομο καθορισμό των τιμών» και εκτιμά ότι «οι συνεννοήσεις αυτές είχαν σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού».

593    Όπως τονίζει η Επιτροπή, είναι προφανές ότι οι προσφεύγουσες κατανόησαν το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, όπως προκύπτει από την απάντηση της 21ης Νοεμβρίου 2007 στην εν λόγω ανακοίνωση, απάντηση με την οποία η Dole αμφισβητεί ειδικά τη θέση ότι οι διμερείς επαφές με αντικείμενο τις συνθήκες της αγοράς συνιστούν εξ αντικειμένου παράβαση.

594    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται ως επί το πλείστον, με τα υπομνήματά τους, την παράγραφο 395 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, σχετικά με την έννοια της σύνθετης, ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, με την οποία η Επιτροπή εκτίμησε, αρχικώς, ότι οι τρεις, αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρακτικές συνιστούν μια ευρύτερη ενιαία και διαρκή παράβαση.

595    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, αφού ανέλυσε τις απαντήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων και τις δηλώσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την ακρόασή τους, εν τέλει θεώρησε, αφενός, ότι οι αιτιάσεις περί ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων με αντικείμενο τις ποσότητες και οι αιτιάσεις περί αμοιβαίας γνωστοποιήσεως των τιμών αναφοράς δεν στοιχειοθετούν χωριστές παραβάσεις, δεχόμενη ότι η μόνη εναρμονισμένη πρακτική είναι αυτή που ονομάζει «επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών», και εγκατέλειψε, αφετέρου, τις αιτιάσεις κατά των Fyffes και Van Parys, υπό την ιδιότητά της ως προμηθευτή μπανανών.

596    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν ευσταθεί η αιτίαση των προσφευγουσών, περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, όπως αυτά κατοχυρώνονται με το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, ανεξαρτήτως της απόψεως της Chiquita, σχετικά με τη σοβαρότητα των προσαπτόμενων με την ανακοίνωση αιτιάσεων πράξεων, όπως η άποψη αυτή μεταφέρεται από τις προσφεύγουσες.

597    Δεύτερον, στο πλαίσιο της αιτιάσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, αφενός, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζεται, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, ποιες είναι οι επαφές με αντικείμενο τις παραμέτρους που επηρεάζουν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, οι οποίες επιτρέπονται μεταξύ των εισαγωγέων μπανανών στο πλαίσιο του άρθρου 81 ΕΚ.

598    Η αιτίαση αυτή των προσφευγουσών εξετάστηκε και απορρίφθηκε για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 261, 262 και 264 ανωτέρω.

599    Αφετέρου, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζονται περαιτέρω ποια ήταν τα χαρακτηριστικά των επαφών μεταξύ της Fyffes και της Van Parys, λόγω των οποίων θεωρήθηκε ότι οι επαφές αυτές δεν αποσκοπούσαν στη νόθευση του ανταγωνισμού.

600    Κατά το μέτρο που η Dole διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ή σαφήνειας όσον αφορά την αντιμετώπιση των Fyffes και Van Parys, οι οποίες δεν συμπεριλήφθηκαν στους αποδέκτες της αποφάσεως και, συνεπώς, δεν τιμωρήθηκαν, διαπιστώνεται ότι η Dole δεν νομιμοποιείται να προβάλει το στοιχείο αυτό για να αποφύγει η ίδια την κύρωση που της επιβλήθηκε λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, τη στιγμή που η περίπτωση των δύο άλλων επιχειρήσεων δεν έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

601    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτίαση περί παραβάσεως της επιβαλλόμενης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι απορριπτέα.

III –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου

602    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, σχετικά με το αδικαιολόγητο και δυσανάλογο ύψος του προστίμου, στο πλαίσιο του οποίου προσάπτουν στην Επιτροπή ότι καθόρισε το βασικό ποσό λαμβάνοντας υπόψη την πώληση προϊόντων που δεν έχουν σχέση με την παράβαση, με το αιτιολογικό ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και αρνούμενη να συνεκτιμήσει την επισφαλή οικονομική κατάσταση της Dole.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

603    Δεν αμφισβητείται ότι, για τον καθορισμό του προστίμου που επέβαλε στην Dole, η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές (αιτιολογική σκέψη 446 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι οποίες προβλέπουν μέθοδο υπολογισμού σε δύο στάδια.

604    Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, στο πρώτο στάδιο η Επιτροπή υπολογίζει το βασικό ποσό του προστίμου για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, βάσει των κατωτέρω διατάξεων:

«12. Το βασικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων, σύμφωνα με την ακόλουθη μεθοδολογία.

[…]

13. Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση.

[…]

19. Το βασικό ποσό του προστίμου θα συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παράβασης.

20. Η εκτίμηση της σοβαρότητας θα γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες της υπόθεσης.

21. Κατά γενικό κανόνα, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων.

22. Για να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.

23. Οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού. Ως ζήτημα πολιτικής θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα. Κατά συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις κατά κανόνα θα ορίζεται στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας.

24. Για να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχείρησης στην παράβαση, το ποσό που θα καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων (βλέπε παραπάνω τα σημεία 20 έως 23) θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση. Περίοδοι μικρότερες του ενός εξαμήνου θα υπολογίζονται ως μισό έτος· περίοδοι που θα υπερβαίνουν το εξάμηνο αλλά θα είναι μικρότερες του έτους θα υπολογίζονται ως ένα πλήρες έτος.

25. Επιπρόσθετα, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στου βασικού ποσού ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων όπως αυτή ορίζεται παραπάνω στην Ενότητα Α, προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής. Η Επιτροπή θα μπορεί επίσης να επιβάλει ένα τέτοιο επιπρόσθετο ποσό και σε περιπτώσεις άλλων παραβάσεων. Για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που θα ληφθεί υπόψη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη της διάφορους παράγοντες και ιδίως εκείνους που προβλέπονται [στην παράγραφο] 22.

[…]».

605    Κατά την υποσημείωση 7 των κατευθυντήριων γραμμών, ο όρος «οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών» στην παράγραφο 23 των κατευθυντήριων γραμμών περιλαμβάνει τις εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

606    Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο του υπολογισμού, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι η Επιτροπή δύναται να αυξάνει ή να μειώνει το βασικό ποσό βάσει συνολικής εκτιμήσεως στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις (παράγραφοι 11 και 27).

607    Στις περιστάσεις αυτές περιλαμβάνεται, σύμφωνα με την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών, η δυνατότητα της επιχειρήσεως να καταβάλει το πρόστιμο:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό το λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.»

 Επί της αιτιάσεως περί δυσανάλογου ύψους του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω του καθορισμού του με βάση την αξία μη σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων προϊόντων και λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

608    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τις κατευθυντήριες γραμμές κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, διότι στηρίχθηκε στην αξία των πωλήσεων προϊόντων μη σχετιζόμενων με την παράβαση, δηλαδή τις πωλήσεις πράσινων μπανανών, πέραν των μπανανών μάρκας Dole, τις πωλήσεις πράσινων μπανανών μάρκας Dole οι οποίες πωλούνταν βάσει συμβάσεων μη στηριζόμενων στις τιμές αναφοράς και τις πωλήσεις κίτρινων μπανανών. Προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ελλιπή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη συνεκτίμηση των πωλήσεων αυτών κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

609    Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν τις επικρίσεις που διατύπωσαν στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως της υπάρξεως της παραβάσεως.

610    Πρώτον, τούτο ισχύει όσον αφορά τη θέση των προσφευγουσών περί διαχωρισμού των πράσινων από τις κίτρινες μπανάνες, ως διαφορετικών προϊόντων που πωλούνται σε διαφορετικές αγορές, θέση στην οποία στηρίζεται το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πώς ο συντονισμός των τιμών αναφοράς των πωλούμενων κατά την τρέχουσα εβδομάδα από την DFFE πράσινων μπανανών είναι δυνατόν να επηρεάσει την τιμή των κίτρινων μπανανών που πωλούσαν οι Saba, Kempowski, VBH και Dole France, η οποία καθοριζόταν με απόλυτη αυτοτέλεια και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τιμές αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες.

611    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επισημαίνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 127 ανωτέρω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 5, 32, 34, 104, 141 έως 143, 182, 196 και 287 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, τη θέση της σχετικά με την ενιαία φύση του επίμαχου προϊόντος, δηλαδή της νωπής μπανάνας, την ιδιαιτερότητα του εν λόγω προϊόντος, δηλαδή ενός φρούτου που εισάγεται πράσινο και διατίθεται στην κατανάλωση αφού υποβληθεί σε διαδικασία ωριμάνσεως και γίνει κίτρινο, τον τρόπο οργανώσεως της ωριμάνσεως και, κατόπιν, της διαθέσεως των μπανανών στο εμπόριο, τη διαδικασία εμπορικών διαπραγματεύσεων για τις τιμές αναφοράς και τη σχέση μεταξύ της τιμής αναφοράς για τις πράσινες και της αντίστοιχης για τις κίτρινες.

612    Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η αξία των πωλήσεων νωπών μπανανών που πραγματοποίησε η Dole το 2002 εκτιμάται σε 198 331 150 ευρώ, περιλαμβανομένων των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από την DFFE, τις θυγατρικές VBH, τη Saba, την Kempowski και την Dole France στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο, εκτίμηση που διαμορφώθηκε σε 190 581 150 ευρώ μετά την αφαίρεση της αξίας των μπανανών που είχαν αγοραστεί από άλλους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 451 έως 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

613    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ από την Επιτροπή, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της αξίας των πωλήσεων πράσινων και κίτρινων μπανανών.

614    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών περί διαχωρισμού των πράσινων από τις κίτρινες μπανάνες προβλήθηκε στο πλαίσιο της αιτιάσεως ότι, λόγω του τρόπου επιχειρηματικής λειτουργίας τους, δεν ήταν δυνατόν οι Dole και Chiquita να συντονίσουν τις τιμές τους.

615    Η αιτίαση αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη (βλ. σκέψη 248 ανωτέρω). Η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι πράσινες και κίτρινες μπανάνες αποτελούν ενιαίο προϊόν, ότι η τιμή αναφοράς («πράσινη» ή «κίτρινη») αφορούσε το ίδιο προϊόν, τις νωπές μπανάνες, και ότι η «κίτρινη» τιμή αναφοράς συνδεόταν με την «πράσινη» τιμή αναφοράς. Η ιδιαιτερότητα του εν λόγω προϊόντος, το γεγονός δηλαδή ότι εισάγεται πράσινο και διατίθεται στην κατανάλωση αφού υποβληθεί σε διαδικασία ωριμάνσεως και γίνει κίτρινο, καθώς και ο τρόπος διαθέσεώς του στο εμπόριο δεν αναιρούν το γεγονός ότι πρόκειται για ένα και το αυτό προϊόν ούτε τεκμηριώνουν τη θέση ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά προϊόντα που πωλούνται σε δύο διαφορετικές αγορές.

616    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν εσφαλμένη εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών από την Επιτροπή, λόγω της συνεκτιμήσεως της αξίας των πωλήσεων κίτρινων μπανανών.

617    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, πέραν του προϊόντος αυτού καθαυτό, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι οι κίτρινες μπανάνες πωλούνταν από τις Saba, Kempowski, VBH και Dole France, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε μετείχαν στην αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά, καθώς εκτιμήθηκε ότι καθόριζαν τις τιμές τους αυτοτελώς, έναντι της DFFE, και χωρίς να χρησιμοποιούν την τιμή αναφοράς της.

618    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

619    Δεν αμφισβητείται ότι, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε τη διάπραξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ από την Dole, επικεφαλής του ομίλου Dole, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο μπανάνας στην Ευρώπη μέσω πολλών θυγατρικών.

620    Η Dole αμφισβήτησε ότι ενήργησε αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πλην όμως δεν αμφισβήτησε, κατά τη δίκη, την ευθύνη της ως μητρική εταιρία του ομίλου Dole, δεδομένου ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται σαφώς λόγος για πρακτική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού όσον αφορά τις νωπές μπανάνες, πράσινες ή κίτρινες.

621    Τα περί αυτοτέλειας των θυγατρικών της Dole εντάσσονται μόνο στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας περί απαραίτητου διαχωρισμού των πράσινων από τις κίτρινες μπανάνες, η οποία προβάλλεται προς στήριξη της αιτιάσεως περί μη συμβατότητας του τρόπου επιχειρηματικής λειτουργίας της Dole και της Chiquita με την προσαπτόμενη συμπαιγνία και της επιδίωξης να μειωθεί η αξία των πωλήσεων που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου.

622    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, για τον προσδιορισμό της αξίας των άμεσα ή έμμεσα σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων προϊόντων ή υπηρεσιών «που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση», σύμφωνα με την παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών, έλαβε υπόψη τις πωλήσεις κίτρινων μπανανών που πραγματοποιήθηκαν από εταιρίες του ομίλου, επικεφαλής του οποίου είναι η Dole.

623    Οι δηλώσεις των προσφευγουσών, περί αυτοτέλειας των Saba, Kempowski, VBH και Dole France, είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς και, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμες, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 209 και 210 ανωτέρω.

624    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, ειδικότερα, ότι η αξία των πωλήσεων κίτρινων μπανανών από τη Saba, τις οποίες η εν λόγω επιχείρηση είχε αγοράσει από την Chiquita και εν συνεχεία επαναπώλησε, δεν έπρεπε να συνεκτιμηθεί κατά τον υπολογισμό του προστίμου. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι πωλήσεις αυτές έπρεπε να θεωρηθούν έσοδα της Dole, και όχι της Chiquita, ώστε να μην υπολογιστούν εις διπλούν (αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που θα μπορούσαν να αποφύγουν αν περιελάμβαναν τις πωλήσεις αυτές και στα έσοδα της Chiquita. Τούτο θα ήταν άλλωστε προτιμότερο, δεδομένου ότι η τιμή των συγκεκριμένων μπανανών είχε καθοριστεί αποκλειστικά από την Chiquita και έναν άλλο μέτοχο της εταιρίας Saba.

625    Στην αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, προς αποφυγή του διπλού υπολογισμού, αφαιρεί από τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση την αξία των νωπών μπανανών που πωλούνται σε άλλους αποδέκτες και εν συνεχεία πωλούνται στη Βόρεια Ευρώπη.

626    Δεν αμφισβητείται ότι η Saba είναι θυγατρική της Dole και ότι πραγματοποίησε πωλήσεις κίτρινων μπανανών, αγορασμένων από την Chiquita, αξίας 18 168 309, σύμφωνα με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, πράγμα που δικαιολογεί την αφαίρεση στην οποία προέβη η Επιτροπή.

627    Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα δικόγραφα των προσφευγουσών, η Dole επίσης ωφελήθηκε από τη βούληση της Επιτροπής να αποφύγει τον διπλό υπολογισμό, καθώς η Επιτροπή αφαίρεσε το ποσό των 7 750 000 ευρώ, που αντιστοιχεί στις πωλήσεις μπανανών της Dole, τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η συνδεόμενη με την Chiquita επιχείρηση ωριμάνσεως και διανομής Atlanta.

628    Η θέση ότι η τιμή των συγκεκριμένων μπανανών είχε καθοριστεί από την Chiquita και από έναν άλλο μέτοχο της εν λόγω εταιρίας δεν είναι τεκμηριωμένη και αντιφάσκει προς άλλη προηγούμενη δήλωση των προσφευγουσών, όσον αφορά την αυτοτέλεια της Saba κατά τον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής της. Επομένως, υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν πρέπει να συνυπολογιστεί η αξία των πωλήσεων των μπανανών τις οποίες αγόρασε η Saba από την Chiquita και επαναπώλησε στη Βόρεια Ευρώπη.

629    Οι προσφεύγουσες κάνουν λόγο για διπλό υπολογισμό και όσον αφορά τις πωλήσεις πράσινων μπανανών από την DFFE στην Cobana, οι οποίες περιλαμβάνονται στις πωλήσεις που πραγματοποίησε η DFFE το 2002, μπανανών που στη συνέχεια αγόρασε η Kempowski έναντι ποσού που κατ’ εκτίμηση ανέρχεται σε 2,6 εκατομμύρια και επαναπώλησε ως κίτρινες μπανάνες έναντι ποσού που επίσης κατ’ εκτίμηση ανέρχεται σε 2,9 εκατομμύρια ευρώ.

630    Εκτός του ότι τα αναγραφόμενα ποσά έχουν προσδιοριστεί κατ’ εκτίμηση, διαπιστώνεται ότι η θέση αυτή των προσφευγουσών δεν τεκμηριώνεται και ότι η περιγραφόμενη κατάσταση δεν εμπίπτει στην περίπτωση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η Cobana δεν συγκαταλέγεται στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

631    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν την επιχειρηματολογία περί μη σημασίας των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας.

632    Προβάλλουν, αφενός, ότι οι τιμές αναφοράς της Dole αφορούσαν μόνο τις πράσινες μπανάνες μάρκας Dole και όχι τις πωλούμενες από την DFFE πράσινες μπανάνες τρίτης διαλογής, οι οποίες, συνεπώς, δεν έχουν σχέση με την παράβαση, και, αφετέρου, ότι οι πράσινες μπανάνες μάρκας Dole που πωλούνταν βάσει συμβάσεων μη στηριζόμενων στις τιμές αναφοράς δεν έχουν σχέση με τα προϊόντα τα οποία αφορά η παράβαση, δηλαδή τις πράσινες μπανάνες που πωλούνταν στο πλαίσιο «ετήσιων συμβάσεων Aldi plus» και στο πλαίσιο εβδομαδιαίων διαπραγματεύσεων, οι οποίες δεν είχαν ως βάση τις τιμές αναφοράς της Dole.

633    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επισημαίνεται ότι, αφού ανέφερε ότι το επίμαχο προϊόν είναι η νωπή μπανάνα, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι στην αγορά διατίθενται μπανάνες τριών επιπέδων διαλογής, με αντίστοιχη διαμόρφωση των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 4 και 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

634    Κατά την Επιτροπή και όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 14 ανωτέρω, οι τιμές της μπανάνας για τις επιχειρήσεις λιανικής και τους διανομείς (οι λεγόμενες «πραγματικές τιμές» ή «τιμές συναλλαγής») καθορίζονταν είτε κατόπιν διαπραγματεύσεων σε εβδομαδιαία βάση, εν προκειμένω το απόγευμα της Πέμπτης και την Παρασκευή (ή, το αργότερο, κατά την τρέχουσα εβδομάδα ή στις αρχές της επόμενης) είτε με συμβάσεις προμήθειας, βάσει προσυμφωνημένων μαθηματικών τύπων καθορισμού τιμών, οι οποίες είτε όριζαν συγκεκριμένη τιμή είτε συνέδεαν την τιμή με την τιμή αναφοράς του πωλητή ή ενός ανταγωνιστή ή με κάποια άλλη τιμή αναφοράς, όπως η «τιμή Aldi» (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

635    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, διευκρινίζοντας το χρονοδιάγραμμα καθορισμού των τιμών σε σχέση με την ανακοίνωση της «τιμής Aldi» (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

636    Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 287 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή ανέφερε επιπλέον ότι, «αν και οι τιμές αναφοράς αφορούσαν διαφορετικές μάρκες, υπήρχε σχέση μεταξύ των τιμών για τις μάρκες αυτές και των τιμών για τις μπανάνες μάρκας τρίτης διαλογής ή για τις μπανάνες χωρίς μάρκα» και ότι, «στην πραγματικότητα, αμφότερες οι Dole και Weichert δήλωσαν ότι η τιμή που κατέβαλε η Aldi (για τις μπανάνες χωρίς μάρκα) ήταν σημαντική για τον καθορισμό των πραγματικών τιμών των μπανανών γνωστής μάρκας».

637    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ από την Επιτροπή, όσον αφορά τον συνυπολογισμό της αξίας των πωλήσεων των πράσινων μπανανών, πέραν των μπανανών μάρκας Dole, και των πωλήσεων πράσινων μπανανών μάρκας Dole που πραγματοποιήθηκαν βάσει «συμβάσεων Aldi plus» ή κατά τις εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις.

638    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της υπό κρίση αιτιάσεως, υπενθυμίζεται ότι ήταν ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, επισημαίνοντας, αφενός, ότι αυτές αποτελούσαν τουλάχιστον σημεία, τάσεις ή ενδείξεις σχετικά με την εξέλιξη της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών, και, αφετέρου, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πραγματικές τιμές συνδέονταν ευθέως με τις τιμές αναφοράς.

639    Σημειωτέον ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 526 ανωτέρω, η παράβαση αφορά ένα μόνον προϊόν, τις νωπές μπανάνες, το οποίο κατατάσσεται σε τρία επίπεδα διαλογής, με αντίστοιχες τιμές, και διακινείται σε μία μόνον αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από μια διαδικασία καθορισμού των τιμών, στο πλαίσιο της οποίας οι Dole, Chiquita και Weichert ανακοινώνουν στους πελάτες τους τις τιμές αναφοράς κάθε Πέμπτη, η ανακοίνωση δε αυτή αποτελεί το πρώτο μήνυμα προς την αγορά όσον αφορά τις προσδοκίες των εισαγωγέων σχετικά με τις τιμές. Μολονότι οι εν λόγω τιμές αναφοράς αφορούσαν μόνο τις μπανάνες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας που πωλούν οι επιχειρήσεις αυτές, υπάρχει σχέση μεταξύ των τιμών αυτών και των τιμών των υπολοίπων μπανανών ή των μη επώνυμων μπανανών, στον βαθμό που κάθε εβδομάδα οι τιμές των μπανανών κάθε κατηγορίας διαμορφώνονταν σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες. Η αλληλεξάρτηση των τιμών αναφοράς των μπανανών μάρκας Chiquita, Dole και Del Monte αποδεικνύεται από τις εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές της Chiquita της 30ής Απριλίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της 8ης Αυγούστου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 111, 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

640    Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, οι ίδιες οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι «τιμή Aldi», η οποία αφορούσε μπανάνες τρίτης διαλογής, είχε σημασία για τον καθορισμό των τιμών συναλλαγής όλων των μπανανών, περιλαμβανομένων αυτών μάρκας Dole, Chiquita και Del Monte.

641    Όσον αφορά τις συναλλαγές βάσει «συμβάσεων Aldi plus», στο πλαίσιο των οποίων η πραγματική τιμή καθοριζόταν σε συνάρτηση με την «τιμή Aldi», η έμμεση επιρροή των τιμών αναφοράς στην «τιμή Aldi» διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 559 έως 573 ανωτέρω.

642    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τις κατευθυντήριες γραμμές επειδή συνυπολόγισε την αξία των πωλήσεων των πράσινων μπανανών, πέραν των μπανανών μάρκας Dole, και των πωλήσεων πράσινων μπανανών μάρκας Dole που πραγματοποιήθηκαν βάσει «συμβάσεων Aldi plus» ή κατά τις εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα.

643    Σημειωτέον, τέλος, ότι η θέση των προσφευγουσών ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, υπολογίστηκε εσφαλμένα η συνολική αξία των πωλήσεων πράσινων μπανανών από την DFFE το 2002 (μη συνυπολογιζομένων των πωλήσεων προς τις Saba και VBH), η οποία ανερχόταν σε 98 997 693 ευρώ και όχι σε 99 451 555, δεν είναι τεκμηριωμένη, το δε αίτημα περί μειώσεως του προσδιορισθέντος από την Επιτροπή βασικού ποσού του προστίμου δεν στηρίζεται στη θέση αυτή.

644    Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί δυσανάλογου ύψους του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω συνεκτιμήσεως της αξίας των πωλήσεων προϊόντων μη σχετιζόμενων με την παράβαση, είναι απορριπτέα.

 Επί της αιτιάσεως περί δυσανάλογου ύψους του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω συνεκτιμήσεως της εσφαλμένης διαπιστώσεως ότι η συμπεριφορά «αφορούσε καθορισμό των τιμών» και λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

645    Οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν εσφαλμένη τη διαπίστωση που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 456 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη συμπεριφορά «αφορούσε καθορισμό των τιμών», θεωρώντας ότι αντιφάσκει προς άλλες διαπιστώσεις της Επιτροπής, κατά τις οποίες «οι εμπλεκόμενοι δεν είχαν συνάψει συμφωνία ούτε είχαν προβεί σε συνεννόηση επί των πραγματικών τιμών» (αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και προς το γεγονός ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά απλώς ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων, η οποία δεν αποτελεί μέρος ευρύτερης συμφωνίας με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών. Λόγω του σφάλματος αυτού, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 19 των κατευθυντήριων γραμμών, συνυπολόγισε μεγάλο ποσοστό των πωλήσεων (δηλαδή 15 %) κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου και προσαύξησε το ποσό αυτό, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών, κατά 15 % επιπλέον, ως «ποινή εισόδου», επικαλούμενη απλώς τις «ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως», αιτιολογία ανεπαρκής και, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένη, στο μέτρο που η αναφορά αυτή σημαίνει ότι η υπόθεση αφορά «καθορισμό των τιμών».

646    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, επίσης, ότι, κατά την παράγραφο 19 των κατευθυντήριων γραμμών, η επιβολή προσαυξήσεως 15 % είναι προδήλως δυσανάλογη, δεδομένου ότι με δύο άλλες αποφάσεις εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, της 27ης και της 28ης Νοεμβρίου 2007, με αντικείμενο συμφωνίες για τον καθορισμό των πραγματικών τιμών εντός του ΕΟΧ, συναφθείσες από επιχειρήσεις οι οποίες κατείχαν, αντιστοίχως, συνολικό μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 85 % στην πρώτη υπόθεση και του 80 % στη δεύτερη, το ποσοστό προσαυξήσεως ορίστηκε σε 18 %.

647    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκτός της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 125 και 126 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, ο ουσιώδης τύπος που συνίσταται στην τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως τηρείται, εφόσον η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψεις 38 έως 47, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 1532).

648    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τις παραγράφους 20 και 22 των κατευθυντήριων γραμμών, εξέτασε και συνεκτίμησε διάφορες παραμέτρους σχετικά με τη φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και την εφαρμογή της παραβάσεως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 454 έως 459 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για τον καθορισμό του επιπρόσθετου ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή επικαλείται, διά παραπομπής στο σημείο 8.3.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την εκτίμησή της όσον αφορά τις ως άνω παραμέτρους, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

649    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της διάφορες παραμέτρους, και ιδίως εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 22 των κατευθυντήριων γραμμών.

650    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν διαπιστώνεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως από την Επιτροπή, όσον αφορά την προσαύξηση κατά 15 % που επιβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών.

651    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της αιτιάσεως περί δυσανάλογου ύψους του βασικού ποσού του προστίμου και ειδικότερα των ποσοστών της αξίας των πωλήσεων που ελήφθησαν υπόψη κατ’ εφαρμογήν των παραγράφων 19 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η σχετική επιχειρηματολογία των προσφευγουσών είναι εν μέρει πανομοιότυπη με αυτή που προβλήθηκε στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως της υπάρξεως της παραβάσεως και απορρίφθηκε.

652    Η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε αποσπασματική και μεροληπτική ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία διευκρινίζεται σαφώς ότι η προσαπτόμενη παράβαση δεν αφορά καθορισμό πραγματικών τιμών, αλλά των τιμών αναφοράς (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τις οποίες ανακοίνωναν οι Dole, Chiquita και Weichert στους πελάτες τους.

653    Όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 59 έως 62 ανωτέρω, για την επιβολή κυρώσεων λόγω ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων δεν είναι απαραίτητο η πρακτική αυτή να αποτελεί τη βάση ή μέρος ευρύτερης συμπράξεως. Μπορεί να αποτελεί αυτοτελώς εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται στον άμεσο ή, έστω, «έμμεσο» καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων της συναλλαγής, όπως ορίζει το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ.

654    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, μεταξύ των Dole και Chiquita και μεταξύ των Dole και Weichert, αφορούσαν τον καθορισμό των τιμών, οπότε συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ. σκέψη 585 ανωτέρω).

655    Επισημαίνεται ότι η παράγραφος 23 των κατευθυντήριων γραμμών, κατά την οποία «οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής» συγκαταλέγονται, εκ φύσεως, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού, παραπέμπει στην υποσημείωση 7, όπου διευκρινίζεται ότι ως συμφωνίες νοούνται και οι «εναρμονισμένες πρακτικές» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

656    Ομοίως, η παράγραφος 25 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι το βασικό ποσό περιλαμβάνει ένα ποσό που κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων, προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις από το να εισέρχονται σε «οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής», φράση που απαντά και στην παράγραφο 23 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία παραπέμπει στην προαναφερθείσα υποσημείωση. Από τη συστηματική και συνεκτική ερμηνεία των κατευθυντήριων γραμμών συνάγεται ότι η διευκρίνιση στην υποσημείωση 7 αφορά τον όρο «συμφωνίες», όπως αυτός χρησιμοποιείται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών.

657    Δεύτερον, τονίζεται ότι το 15 % που όρισε η Επιτροπή ως ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων της Dole είναι μικρότερο από το ήμισυ αυτού που θα μπορούσε εν γένει να επιβάλει σε περίπτωση οριζόντιων συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών καθορισμού τιμών, οι οποίες συγκαταλέγονται εκ φύσεως στις πλέον επιζήμιες για τον ανταγωνισμό και πρέπει να «τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα». Στην παράγραφο 23 των κατευθυντήριων γραμμών αναφέρεται ρητώς ότι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιες οριζόντιες συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά κανόνα ορίζεται «στα υψηλότερα όρια της […] κλίμακας», οπότε το ποσοστό 15 % που όρισε η Επιτροπή είναι στο κατώτερο τμήμα των «υψηλότερων ορίων της κλίμακας».

658    Όσον αφορά το επιπλέον ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τον χαμηλότερο προβλεπόμενο συντελεστή 15 %.

659    Η φύση της παραβάσεως, η εφαρμογή της επίμαχης πρακτικής και το γεγονός ότι η παράβαση καλύπτει οκτώ κράτη μέλη, ήτοι σημαντικό μέρος της Ένωσης, η οποία τότε είχε δεκαπέντε κράτη μέλη, περιλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Dole, είναι η μεγαλύτερη αγορά μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη, αποτελούν τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή και δικαιολογούν την εφαρμογή συντελεστή 15 % επί της αξίας των πωλήσεων της Dole, βάσει των παραγράφων 21 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών.

660    Τρίτον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 205). Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 123).

661    Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε χαμηλότερο συντελεστή σε σχέση με τις αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες και οι οποίες αφορούσαν διαφορετικά προϊόντα, πράγμα που εμφαίνει τη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των υποθέσεων αυτών.

662    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσαύξηση κατά 15 % που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως αύξηση του μέρους των πωλήσεων που η Επιτροπή έλαβε υπόψη της στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 1997, T‑229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1689, σκέψη 127). Το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της στερήσει τη δυνατότητα να αυξήσει οποτεδήποτε το ύψος αυτό για να εξασφαλίσει την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 581 ανωτέρω, σκέψη 109).

663    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Dole δεν απέδειξε δυσανάλογη ή δυσμενή μεταχείριση σε βάρος της.

 Επί της αιτιάσεως περί δυσανάλογου ύψους του προστίμου λόγω της εσφαλμένης απορρίψεως από την Επιτροπή του επιχειρήματος της Dole ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η επισφαλής οικονομική κατάστασή της

664    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, αρνούμενη να λάβει υπόψη της την επισφαλή οικονομική κατάστασή της Dole απλώς και μόνον επειδή τούτο θα είχε ως συνέπεια να «της δοθεί αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» (αιτιολογική σκέψη 491 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών και αντιφάσκει προς την ανεξήγητη απόφαση της Επιτροπής να μη στραφεί κατά των Fyffes και Van Parys.

665    Υποστηρίζουν επίσης ότι η εκτίμηση της Επιτροπής είναι δεν είναι επαρκής και ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή προβάλλει νέο λόγο, κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι επικαλούνται, με τα υπομνήματά τους, ελλιπή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

666    Πρώτον, όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, τονίζεται ότι η Επιτροπή, αφού παρέθεσε όλη την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών (αιτιολογική σκέψη 489 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και υπενθύμισε τις συζητήσεις με την Dole με αντικείμενο τον προσδιορισμό της οικονομικής καταστάσεώς της (αιτιολογική σκέψη 490 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 491 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα εξής:

«Αφού εξέτασε την οικονομική κατάσταση της Dole βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων, η Επιτροπή καταλήγει ότι δεν πρέπει να μειώσει το πρόστιμο στην περίπτωση της Dole. Μολονότι από τα προσκομισθέντα οικονομικά στοιχεία προκύπτει ότι η Dole αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες, η συνεκτίμηση της αρνητικής οικονομικής καταστάσεως μιας επιχειρήσεως θα συνεπαγόταν τη χορήγηση αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν λιγότερο προσαρμοστεί στις συνθήκες της αγοράς.»

667    Επομένως, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο που ορίζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές και αρνήθηκε να προβεί σε μείωση του προστίμου λόγω εκτάκτων περιστάσεων, οι οποίες συντρέχουν εξαιτίας της αδυναμία της επιχειρήσεως να πληρώσει το πρόστιμο, καθώς διαπίστωσε μόνο «σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες» ή «αρνητική οικονομική κατάσταση».

668    Οι λόγοι που παραθέτει η Επιτροπή πρέπει να εξεταστούν βάσει του γράμματος της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 489 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τις προϋποθέσεις μειώσεως του προστίμου λόγω συνδρομής των ως άνω περιστάσεων.

669    Στην παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών ορίζεται σαφώς ότι, για τη χορήγηση τέτοιας μειώσεως, η εμπλεκόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι η επιβολή του προστίμου «θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης» και «θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού», πλην όμως δεν δικαιολογείται μείωση του προστίμου λόγω της απλής διαπιστώσεως «μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης», περίπτωση που αντιστοιχεί στην αιτιολογία που παραθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την Dole.

670    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η Επιτροπή προέβαλε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, νέο λόγο προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνησή της να συνεκτιμήσει την οικονομική κατάστασή της, δηλώνοντας ότι ενήργησε κατόπιν «εμπεριστατωμένης αναλύσεως της καταστάσεως της Dole, βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων», οπότε ο νέος αυτός λόγος είναι απαράδεκτος.

671    Αρκεί η διαπίστωση ότι η εξήγηση αυτή παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 491 της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή απλώς υπενθυμίζει ότι ανέλυσε την οικονομική κατάσταση της Dole βάσει των προσκομισθέντων πληροφοριακών στοιχείων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις μειώσεως του προστίμου.

672    Επομένως, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ από την Επιτροπή, είτε λόγω ελλείψεων είτε λόγω αντιφάσεων στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

673    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, κατά παγία νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η αναγνώριση παρόμοιας υποχρεώσεως θα οδηγούσε στην παροχή αδικαιολόγητου από απόψεως ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στις συνθήκες της αγοράς (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 370 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

674    Το ότι η Επιτροπή έχει λάβει υπόψη τη νομολογία αυτή, όσον αφορά τον προσδιορισμό της μεθόδου υπολογισμού των προστίμων, αποδεικνύεται από το γράμμα της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών.

675    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν ούτε βέβαια απέδειξαν ότι η επιβολή του προστίμου θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα τους και θα συνεπαγόταν απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού τους.

676    Επομένως, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο των κατευθυντήριων γραμμών, η δε άρνησή της να προβεί σε μείωση του προστίμου, δεδομένου ότι διαπίστωσε μόνο «αρνητική οικονομική κατάσταση», είναι σύμφωνη με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 673 ανωτέρω.

677    Όσον αφορά τη θέση των προσφευγουσών περί «θεμελιώδους αντιφάσεως» στη συμπεριφορά της Επιτροπής, λόγω της μεταχειρίσεως των Fyffes και Van Parys, οι οποίες έτυχαν ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος κατόπιν της «ανεξήγητης» αποφάσεως της Επιτροπής να μη στραφεί εναντίον τους, επισημαίνεται ότι η σύγκριση που επιχειρούν οι προσφεύγουσες είναι αλυσιτελής.

678    Υπενθυμίζεται ότι η επιχείρηση που με τη συμπεριφορά της παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεων, επικαλούμενη το γεγονός ότι δεν επιβλήθηκε πρόστιμο σε ένα ή δύο άλλους επιχειρηματίες, και μάλιστα χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να έχει επιληφθεί της περιπτώσεως των εν λόγω επιχειρηματιών (απόφαση Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 197).

679    Εν πάση περιπτώσει, όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη, με την απόφασή της, τις απαντήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συναφώς, πρέπει να μπορεί τόσο να δεχθεί ή να απορρίψει τα επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, αλλά και να προβαίνει σε ιδία ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που αυτές προβάλλουν, είτε για να παραιτηθεί από τις αιτιάσεις που αποδεικνύονται αβάσιμες είτε για να αναπροσαρμόσει ή να συμπληρώσει, στο πραγματικό ή στο νομικό πλαίσιο, τα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει. Εν προκειμένω, η Επιτροπή απέσυρε τις αρχικές αιτιάσεις της κατά των Fyffes και Van Parys, εκτιμώντας ότι δεν διαθέτει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς αυτές.

680    Επομένως, η περίπτωσή τους ουδόλως ομοιάζει προς την περίπτωση της Dole, η οποία περιλαμβάνεται στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως και ως προς την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να προβεί σε μείωση του προστίμου, λόγω της οικονομικής καταστάσεώς της, οπότε δεν διαπιστώνεται αντίφαση ή δυσμενής διάκριση σε βάρος της Dole.

681    Υπό τις συνθήκες αυτές, η θέση των προσφευγουσών ότι κακώς απέρριψε το αίτημα της Dole να ληφθεί υπόψη η επισφαλής οικονομική κατάστασή της είναι απορριπτέα.

682    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το αίτημα των προσφευγουσών για ακύρωση ή μείωση του προστίμου είναι απορριπτέο.

683    Κατ’ ακολουθία, η προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

684    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Dole Food Company, Inc. και Dole Germany OHG στα δικαστικά έξοδα.

Truchot

Martins Ribeiro

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επί του παραδεκτού του εγγράφου που προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

II –  Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Α – Επί της παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ

1.  Επί της δυνατότητας χαρακτηρισμού της ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων ως εναρμονισμένης πρακτικής με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού

2.  Επί της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού

α) Επί της αναξιοπιστίας της Chiquita

β) Επί της μη συμβατότητας του τρόπου επιχειρηματικής λειτουργίας της Dole και της Chiquita με την προσαπτόμενη συμπαιγνία

Επί της προβαλλόμενης παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ

Επί της ουσίας

γ) Επί του παράνομου συντονισμού των τιμών αναφοράς της Dole, της Chiquita και της Weichert

Επί του προσδιορισμού των παράνομων επαφών

Επί της φύσεως των ανταλλασσόμενων πληροφοριακών στοιχείων

Επί των μετεχόντων στις επαφές

Επί της συνεκτιμήσεως των ουσιωδών χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς

–  Επί του ρυθμιστικού πλαισίου

–  Επί της ιδιαιτερότητας του οικείου προϊόντος

–  Επί της μεταβλητότητας της ζήτησης

–  Επί της δομής της αγοράς

Επί του χρονοδιαγράμματος και της συχνότητας των επαφών

Επί της σκοπιμότητας των διμερών επαφών

Επί της σημασίας των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας

Επί της ευθύνης των εργαζομένων της Dole που μετείχαν στις διμερείς επαφές

Β ‑ Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

III –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου

Α – Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Β – Επί της αιτιάσεως περί δυσανάλογου ύψους του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω του καθορισμού του με βάση την αξία μη σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων προϊόντων και λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Γ – Επί της αιτιάσεως περί δυσανάλογου ύψους του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω συνεκτιμήσεως της εσφαλμένης διαπιστώσεως ότι η συμπεριφορά «αφορούσε καθορισμό των τιμών» και λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Δ – Επί της αιτιάσεως περί δυσανάλογου ύψους του προστίμου λόγω της εσφαλμένης απορρίψεως από την Επιτροπή του επιχειρήματος της Dole ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η επισφαλής οικονομική κατάστασή της

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.