Language of document : ECLI:EU:T:2013:129

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2013 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά της μπανάνας — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών — Έννοια του όρου “εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού” — Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συνεννοήσεως και της εμπορικής πολιτικής των επιχειρήσεων — Ενιαία παράβαση — Καταλογισμός της παραβάσεως — Δικαιώματα άμυνας — Πρόστιμα — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Συνεργασία — Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑587/08,

Fresh Del Monte Produce, Inc., με έδρα το George Town, Νήσοι Κάιμαν (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους B. Meyring, δικηγόρο, και E. Verghese, solicitor, στη συνέχεια, από τον Β. Meyring,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert GmbH & Co. KG, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους A. Rinne, δικηγόρο, C. Humpe και S. Kon, solicitors, και C. Vajda, QC,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους M. Kellerbauer, A. Biolan και X. Lewis, στη συνέχεια, από τους Μ. Kellerbauer, Α. Biolan, και P. Van Nuffel,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 5955 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/39188 − Μπανάνες), και, επικουρικώς, αίτημα περί μειώσεως του προστίμου

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια) και H. Kanninen, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο όμιλος Fresh Del Monte Produce (στο εξής: όμιλος Del Monte) είναι μια από τις μεγαλύτερες, κάθετα διαρθρωμένες, επιχειρήσεις παραγωγής, εμπορίας και διανομής φρέσκων και φρεσκοκομμένων φρούτων και λαχανικών παγκοσμίως, καθώς και μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής έτοιμων προς κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, χυμών, ποτών, σνακ και επιδορπίων στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Εμπορεύεται τα προϊόντα της, μπανάνες ως επί το πλείστον, σε όλο τον κόσμο με το σήμα Del Monte.

2        Η Fresh Del Monte Produce, Inc. (στο εξής: Del Monte ή προσφεύγουσα) είναι εταιρία συμμετοχών, επικεφαλής του ομίλου Del Monte. Ο όμιλος δραστηριοποιείται στο εμπόριο μπανάνας στην Ευρώπη, μέσω πολλών θυγατρικών, τις οποίες ελέγχει εξ ολοκλήρου, όπως οι Del Monte Fresh Produce International Inc. (στο εξής: DMFPI), Del Monte (Germany) GmbH και Del Monte (Holland) BV.

3        Η Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert GmbH & Co. KG (στο εξής: Weichert ή Interfrucht ή παρεμβαίνουσα) ήταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, γερμανική ετερόρρυθμη εταιρία, δραστηριοποιούμενη κυρίως στο εμπόριο μπανάνας, ανανά και άλλων εξωτικών φρούτων στη Βόρεια Ευρώπη. Από τις 24 Ιουνίου 1994 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 η Del Monte μετείχε, εμμέσως, σε ποσοστό 80 %, στο κεφάλαιο της Weichert, συγκεκριμένα μέσω της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής Westeuropa-Amerika-Linie GmbH (στο εξής: WAL), την οποία είχε εξαγοράσει το 1994 μέσω της θυγατρικής της Global Reefer Carriers Ltd. Η Weichert ήταν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, ο αποκλειστικός διανομέας μπανανών μάρκας Del Monte στη Βόρεια Ευρώπη.

4        Στις 8 Απριλίου 2005 η Chiquita Brands International Inc. (στο εξής: Chiquita) υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας).

5        Στις 3 Μαΐου 2005, μετά την εκ μέρους της Chiquita υποβολή νέων δηλώσεων και την προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της χορήγησε μερική απαλλαγή από το πρόστιμο, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 8, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

6        Στις 2 και 3 Ιουνίου 2003 η Επιτροπή διενήργησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ελέγχους στις εγκαταστάσεις διαφόρων επιχειρήσεων και απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, εν συνεχεία δε, στις 20 Ιουλίου 2007, απεύθυνε στις Chiquita, Chiquita International Ltd, Chiquita International Services Group NV, Chiquita Banana Company BV, Dole Food Company, Inc (στο εξής: Dole) και Dole Fresh Fruit Europe OHG, Del Monte, DMFPI, Del Monte (Germany), Del Monte (Holland), Fyffes plc (στο εξής: Fyffes), Fyffes International, Fyffes Group Limited, Fyffes BV, FSL Holdings NV, Firma Leon Van Parys NV (στο εξής: Van Parys) και Weichert ανακοίνωση αιτιάσεων.

7        Στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στη σκέψη 6 ανωτέρω δόθηκε αντίγραφο του φακέλου έρευνας της Επιτροπής, υπό μορφή DVD, χωρίς τις ηχογραφήσεις και τις απομαγνητοφωνήσεις των προφορικών δηλώσεων της επιχειρήσεως που είχε υποβάλει την αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο, καθώς και τα σχετικά έγγραφα· δυνατότητα προσβάσεως σε αυτά δόθηκε εντός των γραφείων της Επιτροπής.

8        Κατόπιν ακροάσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία διεξήχθη από τις 4 έως τις 6 Φεβρουαρίου 2008, η Weichert υπέβαλε στην Επιτροπή, στις 28 Φεβρουαρίου 2008, έγγραφο με παρατηρήσεις και άλλα συνημμένα έγγραφα.

9        Στις 15 Οκτωβρίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2008) 5955 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/39188 − Μπανάνες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην Del Monte στις 22 Οκτωβρίου 2008.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

10      Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση μετείχαν, από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 (1 Δεκεμβρίου 2002 όσον αφορά την Chiquita), σε εναρμονισμένη πρακτική, η οποία συνίστατο στον συντονισμό των τιμών αναφοράς της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη, δηλαδή στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Δανία, στη Φιλανδία, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο, στις Κάτω Χώρες, καθώς και στη Σουηδία (αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η εισαγωγή μπανάνας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ρυθμιζόταν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), ο οποίος προέβλεπε σύστημα ποσοστώσεων για τις εισαγωγές και τους δασμούς. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ενώ οι ποσοστώσεις εισαγωγών για τις μπανάνες καθορίζονταν ετησίως και κατανέμονταν, με κάποια ελαστικότητα, ανά τρίμηνο εκάστου ημερολογιακού έτους, οι αποστολές μπανανών προς τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης και οι ποσότητες που διοχετεύονταν στις αγορές της περιοχής αυτής καθορίζονταν σε εβδομαδιαία βάση από τους παραγωγούς, τους εισαγωγείς και τους εμπόρους, οι οποίοι αποφάσιζαν για την παραγωγή, την αποστολή και τη διάθεση στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 36, 131, 135 και 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Οι μάρκες μπανάνας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες (ποιότητες): οι μπανάνες μάρκας Chiquita, πρώτης διαλογής, οι μπανάνες δεύτερης διαλογής (Dole και Del Monte) και οι μπανάνες τρίτης διαλογής, στις οποίες καταλέγονται πολλές άλλες μάρκες μπανανών. Ο διαχωρισμός αυτός με βάση τις μάρκες αντικατοπτρίζεται στον καθορισμό της τιμής της μπανάνας (αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ο κλάδος της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη λειτουργούσε σε εβδομαδιαίους κύκλους. Η μεταφορά των μπανανών με πλοίο από τα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής προς την Ευρώπη διαρκούσε δύο περίπου εβδομάδες. Οι αφίξεις των φορτίων στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης ήταν κατά κανόνα εβδομαδιαίες βάσει τακτικού χρονοδιαγράμματος (αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Οι μπανάνες αποστέλλονταν και έφταναν στα λιμάνια πράσινες. Εν συνεχεία, παραδίδονταν στους αγοραστές είτε απευθείας (πράσινες μπανάνες) είτε μετά την υποβολή τους σε διαδικασία ωριμάνσεως, περίπου μια εβδομάδα αργότερα (κίτρινες μπανάνες). Η ωρίμανση διενεργούνταν είτε από τον εισαγωγέα, από τον ίδιο ή για λογαριασμό του, είτε από τον αγοραστή. Οι πελάτες των εισαγωγέων ήταν κατά κανόνα είτε οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως είτε οι αλυσίδες καταστημάτων λιανικής (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Κάθε εβδομάδα, και συγκεκριμένα το πρωί της Πέμπτης, οι Chiquita, Dole και Weichert καθόριζαν εκάστη τη δική της τιμή αναφοράς για τις μπανάνες που πωλούσαν, την οποία ανακοίνωναν στους πελάτες τους. Ο όρος «τιμή αναφοράς» αντιστοιχεί εν γένει στην τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες, η δε τιμή αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες αντιστοιχούσε στην τιμή της πράσινης μπανάνας πλέον τα έξοδα ωριμάνσεως (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Οι τιμές της μπανάνας για τις επιχειρήσεις λιανικής και τους διανομείς (οι λεγόμενες «πραγματικές τιμές» ή «τιμές συναλλαγής») καθορίζονταν είτε κατόπιν διαπραγματεύσεων σε εβδομαδιαία βάση, εν προκειμένω το απόγευμα της Πέμπτης και την Παρασκευή (ή, το αργότερο, κατά την τρέχουσα εβδομάδα ή στις αρχές της επόμενης), είτε με συμβάσεις προμήθειας, βάσει προσυμφωνημένων μαθηματικών τύπων καθορισμού τιμών, οι οποίες είτε όριζαν συγκεκριμένη τιμή είτε συνέδεαν την τιμή με την τιμή αναφοράς του πωλητή ή ενός ανταγωνιστή ή με κάποια άλλη τιμή αναφοράς, όπως η «τιμή Aldi». Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η αλυσίδα λιανικής Aldi λάμβανε κάθε Πέμπτη, μεταξύ 11:00 και 11:30, τις προσφορές των προμηθευτών της και εν συνεχεία διατύπωνε την αντιπρότασή της, η δε «τιμή Aldi», αυτή που καταβαλλόταν στους προμηθευτές, καθοριζόταν συνήθως κατά τις 14:00. Από το δεύτερο εξάμηνο του 2002 η «τιμή Aldi» άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως δείκτης για τον υπολογισμό της τιμής της μπανάνας για ορισμένες άλλες συναλλαγές, όπως αυτές με αντικείμενο τις μπανάνες γνωστής μάρκας (αιτιολογικές σκέψεις 34 και 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβαιναν σε διμερείς επαφές, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, κατά τις οποίες συζητούσαν τις παραμέτρους καθορισμού της τιμής της μπανάνας, δηλαδή τις παραμέτρους που σχετίζονταν με την τιμή αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα, ή συζητούσαν ή αποκάλυπταν τις τάσεις των τιμών ή παρείχαν στοιχεία σχετικά με τις τιμές αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα. Οι επαφές αυτές πραγματοποιούνταν προτού οι εμπλεκόμενοι καθορίσουν τις δικές τους τιμές αναφοράς, συνήθως τις Τετάρτες, και είχαν όλες ως αντικείμενο τις μελλοντικές τιμές αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 51 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Συγκεκριμένα, η Dole πραγματοποιούσε διμερείς επαφές τόσο με την Chiquita όσο και με τη Weichert. Η Chiquita γνώριζε ή, τουλάχιστον, ανέμενε ότι διεξάγονται τέτοιες επαφές μεταξύ της Dole και της Weichert (αιτιολογική σκέψη 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Οι διμερείς αυτές επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών αποσκοπούσαν στον περιορισμό της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τη συμπεριφορά των λοιπών επιχειρήσεων, ενόψει του καθορισμού των τιμών αναφοράς το πρωί της Πέμπτης (αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μετά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς την Πέμπτη το πρωί, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις γνωστοποιούσαν σε διμερές επίπεδο τις τιμές αναφοράς. Με αυτή την εκ των υστέρων ανταλλαγή τέτοιων στοιχείων ήταν σε θέση να ελέγχουν τη λήψη των αποφάσεων καθορισμού των τιμών, ενισχύοντας τη συνεργασία τους (αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 208, 227, 247, 273 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Κατά την Επιτροπή, οι τιμές αναφοράς χρησίμευαν τουλάχιστον ως δείκτες, τάσεις και/ή ενδείξεις για την αγορά, όσον αφορά την εξέλιξη της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών. Περαιτέρω, σε ορισμένες συναλλαγές, η τιμή συνδεόταν ευθέως με την τιμή αναφοράς, διά της εφαρμογής μαθηματικών τύπων οι οποίοι στηρίζονταν στις τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Η Επιτροπή φρονεί ότι, κατά τον καθορισμό της εμπορικής πολιτικής τους, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες μετείχαν στη συνεννόηση και συνέχισαν να δραστηριοποιούνται στο εμπόριο μπανάνας, έπρεπε οπωσδήποτε να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που προέρχονταν από τους ανταγωνιστές τους, όπως ρητώς παραδέχθηκαν οι Chiquita και Dole (αιτιολογικές σκέψεις 228 και 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Η Επιτροπή καταλήγει ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, μεταξύ των Dole και Chiquita και μεταξύ των Dole και Weichert, μπορούσαν να επηρεάσουν τις οριζόμενες από τις επιχειρήσεις τιμές και σχετίζονταν με τον καθορισμό των τιμών, πράγμα που συνιστά εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 54 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Η Επιτροπή εκτιμά ότι όλες οι περιγραφόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Στις Chiquita και Dole καταλογίστηκε ευθύνη για την ενιαία και διαρκή παράβαση συνολικά, ενώ στη Weichert καταλογίστηκε ευθύνη μόνο για το μέρος της παραβάσεως στο οποίο μετείχε, δηλαδή για τις συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας με την Dole (αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Δεδομένου ότι στην αγορά της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη διακινούνται μεγάλες ποσότητες μεταξύ των κρατών μελών και ότι οι συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας κάλυπταν σημαντικό μέρος της Κοινότητας, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι εν λόγω συμφωνίες είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 333 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν δικαιολογείται καμία απαλλαγή, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις δεν γνωστοποίησαν τυχόν συμφωνίες ή πρακτικές, πράγμα που, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως, ούτε προσκόμισαν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως απαλλαγής (αιτιολογικές σκέψεις 339 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι εξαιρέσεις από την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ προβλέπονται στο άρθρο 2 του κανονισμού 26 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 35), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και όριζε ότι το άρθρο 81 ΕΚ εφαρμόζεται σε όλες τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές σχετικά με την παραγωγή ή την εμπορία προϊόντων, περιλαμβανομένων των φρούτων. Θεωρώντας ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των εξαιρέσεων αυτών, η Επιτροπή καταλήγει ότι η περιγραφόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εναρμονισμένη πρακτική δεν εξαιρείται από την εφαρμογή του άρθρου 81, βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 26 (αιτιολογικές σκέψεις 344 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Θεωρώντας ότι η Del Monte είχε τη δυνατότητα, από κοινού με τους ομόρρυθμους εταίρους της Weichert, να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της διαχειρίσεως των υποθέσεων της Weichert και είχε όντως ασκήσει τέτοια επιρροή κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι Del Monte και Weichert αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, καθώς η Weichert δεν καθόριζε αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της. Για τον λόγο αυτό, στις Del Monte και Weichert καταλογίστηκε ευθύνη «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον», για την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 384, 432 έως 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) και της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

30      Η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσό του προστίμου σε ύψος που αντιστοιχεί έως το 30 % των αντίστοιχων πωλήσεων της οικείας επιχειρήσεως, σε συνάρτηση με τον βαθμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, πολλαπλασιασμένο επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση, και το προσαύξησε κατά 15 % έως 25 % της αξίας των πωλήσεων προκειμένου να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από την εμπλοκή σε παράνομες συμπεριφορές (αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Βάσει των υπολογισμών αυτών, το βασικό ποσό του προστίμου ορίστηκε σε:

–        208 000 000 ευρώ για την Chiquita,

–        114 000 000 ευρώ για την Dole,

–        49 000 000 ευρώ για την Del Monte και τη Weichert.

32      Το βασικό ποσό του προστίμου μειώθηκε κατά 60 % για όλους τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω της ιδιαίτερης ρυθμίσεως που ισχύει στον κλάδο της μπανάνας και του γεγονότος ότι η συνεννόηση αφορούσε τις τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το επιβληθέν στη Weichert πρόστιμο μειώθηκε κατά 10 %, διότι αυτή δεν είχε ενημερωθεί για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Dole και Chiquita (αιτιολογική σκέψη 476 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

33      Μετά την προσαρμογή αυτή, τα πρόστιμα καθορίστηκαν ως εξής:

–        83 200 000 ευρώ για την Chiquita,

–        45 600 000 ευρώ για την Dole,

–        14 700 000 ευρώ για τις Del Monte και Weichert.

34      Η Chiquita απαλλάχθηκε από το πρόστιμο, βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (αιτιολογικές σκέψεις 483 έως 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για τις Dole, Del Monte και Weichert δεν υπήρξε καμία προσαρμογή, οπότε το τελικό ποσό του προστίμου ταυτίζεται με το προαναφερθέν στη σκέψη 33 βασικό ποσό.

35      Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εξής διατάξεις:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 [ΕΚ], συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική μέσω της οποίας συντόνισαν τις τιμές αναφοράς για τις μπανάνες:

–        [Chiquita] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        Chiquita International Ltd. από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        Chiquita International Services Group N.V. από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        Chiquita Banana Company B.V. από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2002,

–        [Dole] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002,

–        Dole Fresh Fruit Europe OHG από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002,

–        [Weichert] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002,

–        [Del Monte] από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002.

Η παράβαση κάλυψε τα ακόλουθα κράτη μέλη: Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Σουηδία.

Άρθρο 2

Για την παράβαση που περιγράφεται στο άρθρο 1 επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        [Chiquita], Chiquita International Ltd., Chiquita International Services Group N.V. και Chiquita Banana Company B.V., από κοινού και εις ολόκληρον, πρόστιμο ύψους 0 ευρώ,

–        [Dole] και Dole Fresh Fruit Europe OHG, από κοινού και εις ολόκληρον, πρόστιμο ύψους: 45 600 000 ευρώ,

–        [Weichert] και [Del Monte] από κοινού και εις ολόκληρον: 14 700 000 ευρώ.

[...]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 31 Δεκεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

37      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Απριλίου 2009 η Weichert ζήτησε να παρέμβει στη δίκη υπέρ της προσφεύγουσας.

38      Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως παρεμβάσεως με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 και 28 Μαΐου 2009 αντιστοίχως.

39      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Μαΐου 2009 η Επιτροπή υπέβαλε αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, ως προς τη Weichert, ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα αντικρούσεως και στα παραρτήματά του.

40      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Μαΐου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, ως προς τη Weichert, ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα αντικρούσεως και στα παραρτήματά του.

41      Με διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2010 το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα παρεμβάσεως της Weichert και διέταξε να της δοθεί αντίγραφο, μη εμπιστευτικού χαρακτήρα, όλων των εγγράφων της δικογραφίας.

42      Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε το υπόμνημά της και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις επ’ αυτού εμπροθέσμως.

43      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο της λήψεως των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας υπέβαλε μια ερώτηση στην προσφεύγουσα και στην Επιτροπή, ζητώντας τους να απαντήσουν εγγράφως.

44      Η Del Monte, η Weichert και η Επιτροπή υπέβαλαν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους, απαντώντας στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, στις 4 Ιανουαρίου 2012 η πρώτη και στις 6 Ιανουαρίου 2012 η Weichert και η Επιτροπή.

45      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Φεβρουαρίου 2012.

46      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς αυτή·

–        επικουρικώς, να μειώσει κατά πολύ το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε με το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

47      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

48      Με τα δικόγραφά της η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά, πρώτον, με παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, επειδή η Επιτροπή τη θεώρησε αλληλεγγύως υπεύθυνη με τη Weichert, δεύτερον, με παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, επειδή η Επιτροπή δεν διευκρίνισε πώς μπορούσε η προσφεύγουσα να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Weichert, τρίτον, με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να παραθέσει πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, τέταρτον, με παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, λόγω της εσφαλμένης διαπιστώσεως περί υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού, πέμπτον, με προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, και, έκτον, με παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 253 ΕΚ, λόγω σφάλματος στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

49      Το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι όλοι οι προαναφερθέντες λόγοι σχετίζονται, αφενός, με παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ και, αφετέρου, με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

1.     Επί του λόγου ακυρώσεως σχετικά με παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ

 Επί του καταλογισμού της παραβάσεως στην Del Monte

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

50      Όσον αφορά την εις ολόκληρον ευθύνη μητρικής εταιρίας για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα να καταλογιστεί η συμπεριφορά της στη μητρική εταιρία (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψη 132).

51      Συγκεκριμένα, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων, ως επιχείρηση δε νοείται κάθε μονάδα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξαρτήτως της νομικής μορφής της και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψεις 54 και 55, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-1847, σκέψη 53).

52      Ο δικαστής της Ένωσης έχει επίσης διευκρινίσει ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να νοείται ως οικονομική οντότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή οντότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 40, και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 53). Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, ο τυπικός διαχωρισμός μεταξύ δύο εταιριών, απόρροια της χωριστής νομικής προσωπικότητάς τους, δεν έχει αποφασιστική σημασία, διότι εκείνο που προέχει είναι το αν έχουν ή όχι ενιαία συμπεριφορά στην αγορά. Επομένως, είναι ενδεχομένως απαραίτητο να διαπιστωθεί αν δύο εταιρίες με χωριστές νομικές προσωπικότητες αποτελούν ή ανήκουν σε ενιαία επιχείρηση ή οικονομική οντότητα συμπεριφερόμενη κατά τρόπο ενιαίο στην αγορά (απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 140, και του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3319, σκέψη 85).

53      Όταν μια τέτοια οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, η παράβασή της καταλογίζεται σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης (βλ. αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 56, και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Επομένως, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10065, σκέψη 27, της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 117, και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 54).

55      Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δύναται να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία όχι επειδή η μητρική εταιρία παρακίνησε τη θυγατρική να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, επειδή έχει εμπλακεί στην παράβαση, αλλά διότι οι δύο αυτές εταιρίες συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 59, και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 55).

56      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στη διαπίστωση ότι επιχείρηση δύναται να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί άλλης επιχειρήσεως, χωρίς να εξακριβώσει αν όντως έχει ασκηθεί τέτοια επιρροή. Αντιθέτως, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει, βάσει πραγματικών στοιχείων, την άσκηση τέτοιας αποφασιστικής επιρροής, βάσει πραγματικών στοιχείων, όπως είναι, ειδικότερα, η δυνατότητα μιας από τις επιχειρήσεις αυτές να ασκεί διευθυντική εξουσία επί της άλλης (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11005, σκέψεις 96 έως 99, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψεις 118 έως 122, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 136).

57      Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου θυγατρικής η οποία παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης, η μεν μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής, υφίσταται δε μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής (αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 60, και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 56).

58      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αν η Επιτροπή αποδείξει ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής, τεκμαίρεται ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Περαιτέρω, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η εν λόγω εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίσει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑90/09 P, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-1, σκέψη 40, και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 57).

59      Υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας νομολογίας εξετάζονται οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέβη, αφενός, το άρθρο 253 ΕΚ, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον καταλογισμό της παραβάσεως στην οποία υπέπεσε η Weichert, και, αφετέρου, το άρθρο 81 ΕΚ, λόγω του καταλογισμού της παραβάσεως αυτής στην προσφεύγουσα.

 Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

60      Η προσφεύγουσα, επικεφαλής του ομίλου Del Monte, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, διότι δεν διευκρίνισε πώς η προσφεύγουσα μπορούσε να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Weichert. Ο καταλογισμός, από την Επιτροπή, ευθύνης στη μητρική εταιρία στηρίζεται σε δύο στοιχεία, σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ της Weichert και του εν λόγω ομίλου, και συγκεκριμένα στη συμμετοχή της WAL ως ετερόρρυθμου εταίρου στο κεφάλαιο της Weichert και στη συμφωνία διανομής μεταξύ της Weichert και της DMFPI. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αναφορά σχετικά με το πώς η Del Monte ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert, καθώς και σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ WAL, DMFPI και Del Monte.

61      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, ο δε αρμόδιος δικαστής να είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 58).

62      Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως. Ειδικότερα, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί στοιχείων που δεν είναι συναφή, δεν ασκούν επιρροή ή είναι προδήλως δευτερεύοντα (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 64· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2197, σκέψη 64, και της 16ης Ιουνίου 2011, T‑185/06, L’Air liquide κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II-2809, σκέψη 64).

63      Κατά πάγια επίσης νομολογία, όταν μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη ως προς καθέναν από αυτούς, ιδίως δε ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1994, T‑38/92, AWS Μπενελούξ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑211, σκέψη 26, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3389, σκέψη 93). Συγκεκριμένα, όταν πρόκειται για μητρική εταιρία στην οποία καταλογίζεται αλληλέγγυος ευθύνη για την παράβαση, η απόφαση πρέπει να εκθέτει εμπεριστατωμένα τους λόγους που δικαιολογούν τον καταλογισμό της παραβάσεως στην εταιρία αυτή (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψεις 78 έως 80, και της 16ης Ιουνίου 2011, T‑197/06, FMC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II-3179, σκέψη 45).

64      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή περιέγραψε με σαφήνεια τη διάρθρωση του ομίλου Del Monte.

65      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η Del Monte είναι εταιρία χρηματοοικονομικών συμμετοχών, επικεφαλής του ομίλου Del Monte, ο οποίος δραστηριοποιείται στο εμπόριο μπανάνας στην Ευρώπη, μέσω πολλών θυγατρικών, τις οποίες «κατέχει εξ ολοκλήρου» και στις οποίες περιλαμβάνεται και η DMFPI (αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

66      Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι, από τις 24 Ιουνίου 1994 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, η Del Monte έλεγχε, εμμέσως, το 80 % του εταιρικού κεφαλαίου της Weichert, μέσω της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής WAL, την οποία είχε εξαγοράσει το 1994 μέσω της θυγατρικής Global Reefer Carriers, το δε υπόλοιπο εταιρικό κεφάλαιο της Weichert ανήκε, από τον Μάρτιο του 1999, σε φυσικά πρόσωπα, ήτοι στον D. W. και στους δύο γιους του, A. W. και H. W., (στο εξής, από κοινού: οικογένεια W), οι οποίοι ήταν ομόρρυθμοι εταίροι, και σε μια εταιρία περιορισμένης ευθύνης, την Interfrucht Beteiligungsgesellschaft mbH (αιτιολογικές σκέψεις 15 και 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

67      Η Επιτροπή παρέθεσε τις αρχές που σκόπευε να εφαρμόσει, προκειμένου να προσδιορίσει τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, επικαλούμενη τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την κατά το άρθρο 81 ΕΚ έννοια της επιχειρήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 360 έως 366 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, ότι μπορούσε να δεχθεί, κατά τεκμήριο, ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής, αλλά η μητρική εταιρία μπορούσε να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η θυγατρική της καθόριζε αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της (αιτιολογική σκέψη 364 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

68      Τα προαναφερθέντα στις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω στοιχεία περιλαμβάνονται και στις παραγράφους 17, 27, 441 και 475 της ανακοινώσεως αιτιάσεων προς την προσφεύγουσα, οπότε αυτή ήταν σε θέση να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι, εντός του ομίλου Del Monte, η προσφεύγουσα όντως ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί των WAL και DMFPI.

69      Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, χωρίς η προσφεύγουσα να την αντικρούσει, ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η προσφεύγουσα δεν επιχείρησε να αντικρούσει τεκμήριο που απορρέει από την κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου των θυγατρικών WAL και DMFPI και προβάλλει, ορθώς, ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν ήταν υποχρεωμένη να διευκρινίσει περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα ασκούσε την επιρροή της επί των επιχειρήσεων αυτών.

70      Επομένως, η Επιτροπή εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αν η Del Monte ήταν σε θέση να ασκήσει και αν όντως ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert και, αφού διαπίστωσε ότι η Del Monte κατείχε, εμμέσως, μόνον το 80 % του εταιρικού κεφαλαίου της Weichert, εκτίμησε ότι δεν ισχύει ως προς την Del Monte το τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της εξ ολοκλήρου ανήκουσας σε αυτήν θυγατρικής (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

71      Αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, η εκτίμηση ότι «το τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής […] δεν έχει εφαρμογή ως προς [αυτήν]» δεν αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτής και των θυγατρικών της WAL και DMFPI.

72      Δεύτερον, η Επιτροπή ανέφερε ότι η Weichert δεν ήταν θυγατρική, αλλά κοινή εταιρία της Del Monte, η οποία ήταν ετερόρρυθμος εταίρος αυτής, και του D. W., αρχικώς, και της οικογένειας W., κατόπιν, μετά τον Μάρτιο του 1999, οι οποίοι ήταν ομόρρυθμοι εταίροι. Η εμπορική σχέση μεταξύ των εταίρων αυτής της κοινής επιχειρήσεως απορρέει από την εταιρική σύμβαση, με την οποία καθορίζεται το καταστατικό της ετερόρρυθμης εταιρίας και, ειδικότερα, οι μηχανισμοί ελέγχου και διοικήσεως, καθώς και από την αποκλειστική σύμβαση διανομής των πωλούμενων από την Del Monte μπανανών ενόψει της εισαγωγής τους στην Κοινότητα (αιτιολογικές σκέψεις 382 και 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

73      Βάσει των εγγράφων της δικογραφίας και των δηλώσεων της Weichert, η Επιτροπή εκτίμησε ότι «η Del Monte είχε (από κοινού με την οικογένεια W., υπό την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου) τη δυνατότητα να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της διαχειρίσεως των υποθέσεων της Weichert και όντως ασκούσε τέτοια επιρροή κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα» (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επισήμανε ακόμη ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως [από το 2000 έως το 2002], η Weichert ευρισκόταν υπό την αποφασιστική επιρροή των εταίρων, η οποία είχε συσταθεί, κατόπιν κοινής συμφωνίας τους, με τη μορφή της KG» (αιτιολογική σκέψη 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

74      Στην αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρει ότι, «έως το τέλος Δεκεμβρίου του 2002, η Del Monte ασκούσε, από κοινού με [την οικογένεια W., υπό την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου], την εποπτεία και τη διαχείριση της Weichert» και παραθέτει, προς τεκμηρίωση της διαπιστώσεως αυτής, διάφορα πραγματικά περιστατικά, υπό τρεις τίτλους, και συγκεκριμένα υπό τον τίτλο «Για τη λήψη σημαντικών στρατηγικών αποφάσεων στη Weichert απαιτούνταν συναίνεση όλων των εταίρων» (αιτιολογική σκέψη 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως), υπό τον τίτλο «Η Del Monte ήταν σε θέση να επηρεάζει τη διαχείριση της Weichert, όσον αφορά ζητήματα τιμών και εμπορίας, αποδεικνύεται δε ότι όντως ασκούσε τέτοια επιρροή» (αιτιολογικές σκέψεις 388 έως 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και υπό τον τίτλο «η Del Monte μπορούσε να λαμβάνει τακτικά από τη Weichert στοιχεία σχετικά με τις τιμές και την αγορά και όντως λάμβανε τέτοια στοιχεία» (αιτιολογικές σκέψεις 392 έως 393 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

75      Αφού εξέτασε και απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλε η Del Monte, προς τεκμηρίωση της θέσεώς της ότι δεν μπορούσε να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της Weichert (αιτιολογικές σκέψεις 394 έως 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Weichert συναποτελεί με την Del Monte ενιαία οικονομική οντότητα, διότι δεν καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της (αιτιολογική σκέψη 432 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ από την Επιτροπή.

 Επί του κριτηρίου βάσει του οποίου καταλογίστηκε ευθύνη με την προσβαλλόμενη απόφαση

77      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή της καταλόγισε ευθύνη «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» για τη συμπεριφορά της Weichert με «μόνο» κριτήριο τον κοινό έλεγχο, ο οποίος όμως δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκές στοιχείο για τον καταλογισμό τέτοιας ευθύνης. Υπενθυμίζει ότι το άρθρο 81 ΕΚ εφαρμόζεται σε «επιχειρήσεις» και όχι σε νομικά πρόσωπα και ότι, ως εκ τούτου, ευθύνη για παράβαση μπορεί να καταλογιστεί σε πλείονα νομικά πρόσωπα μόνον εφόσον αποτελούν μέρος ενιαίας επιχειρήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή εκτίμησε, σε αντίθεση με τη νομολογία και τις προγενέστερες αποφάσεις της έως το 2007, ότι το γεγονός ότι ένα νομικό πρόσωπο ασκεί από κοινού έλεγχο επί άλλου νομικού προσώπου αρκεί για να γίνει δεκτό ότι αμφότερα τα πρόσωπα αυτά αποτελούν μέρος ενιαίας επιχειρήσεως.

78      Το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και είναι, συνεπώς, απορριπτέο.

79      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή παρέθεσε τις αρχές βάσει των οποίων προσδιόρισε τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, επικαλούμενη την οικεία νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της επιχειρήσεως στο άρθρο 81 ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 360 έως 366 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφού διαπίστωσε ότι το τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής, που απορρέει από την κατοχή του συνόλου του εταιρικού κεφαλαίου, δεν έχει εφαρμογή ως προς την Del Monte όσον αφορά τη σχέση της με τη Weichert, η Επιτροπή ανέφερε ότι, «για τον λόγο αυτόν, εξέτασε αν η Del Monte ήταν σε θέση να ασκεί και αν όντως ασκούσε επιρροή επί της Weichert, καθορίζοντας τη συμπεριφορά της στην αγορά» (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

80      Από το σύνολο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε μεν, κυρίως βάσει των κεφαλαιουχικών δεσμών και του περιεχομένου της εταιρικής συμβάσεως μεταξύ Weichert και WAL, ότι η Del Monte ασκούσε, από κοινού με τους ομόρρυθμους εταίρους, έλεγχο επί της Weichert, πλην όμως δεν αρκέστηκε στη διαπίστωση αυτή περί δυνατότητας ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής, αλλά εξέτασε αν η Del Monte όντως άσκησε τέτοια επιρροή επί της Weichert.

81      Προς στήριξη των επιχειρημάτων της η προσφεύγουσα επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απόσπασμα της οποίας παραθέτει στο υπόμνημα απαντήσεως, αναφέροντας εσφαλμένως ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι, επειδή «η Del Monte είχε (από κοινού με τους ομόρρυθμούς εταίρους [...]), τη δυνατότητα να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της διαχειρίσεως των υποθέσεων Weichert», η Del Monte και η Weichert συναποτελούν ενιαία επιχείρηση, πλην όμως η τελευταία αυτή φράση δεν υπάρχει στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη.

82      Εξάλλου, σε κανένα σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αναφέρεται ότι η Del Monte και η Weichert συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, απλώς και μόνον επειδή η πρώτη ασκούσε, από κοινού με τους ετερόρρυθμους εταίρους, έλεγχο επί της δεύτερης.

83      Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί το κριτήριο στο πλαίσιο του οποίου απαιτείται να αποδειχθεί ότι η θυγατρική εφαρμόζει ως επί το πλείστον τις εντολές της μητρικής εταιρίας με την έννοια του «κοινού ελέγχου», διότι «η μητρική εταιρία που ασκεί κοινό έλεγχο ενδέχεται να κατέχει μόνο δικαιώματα αρνησικυρίας». Προβάλλει, επιπλέον, ότι η αρχή της προσωπικής ευθύνης τίθεται εν αμφιβόλω, αν γίνει δεκτό ότι σε ένα νομικό πρόσωπο το οποίο κατέχει μόνο περιορισμένα δικαιώματα αρνησικυρίας για ορισμένες μόνο πτυχές της πολιτικής μιας εταιρίας μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη για τη συμπεριφορά της εταιρίας αυτής, σε ζητήματα μη ευρισκόμενα υπό τον έλεγχό του.

84      Αυτές οι γενικής φύσεως εκτιμήσεις δεν στοιχειοθετούν, εν προκειμένω, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ λόγω του καταλογισμού της διαπραχθείσας από τη Weichert παραβάσεως στην Del Monte.

85      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ο καταλογισμός της διαπραχθείσας από τη Weichert παραβάσεως δεν στηρίζεται μόνο στις εξουσίες που η Del Monte αντλούσε από το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της εταιρικής συμβάσεως, εν προκειμένω τα δικαιώματα αρνησικυρίας κατά ορισμένων αποφάσεων σχετικά με τη λειτουργία της επιχειρήσεως, αλλά σε ένα ευρύτερο σύνολο στοιχείων, σχετικά με τους νομικούς, οργανωτικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ των Del Monte και Weichert, τα οποία αποδεικνύουν, κατά την Επιτροπή, την άσκηση γενικής επιρροής από την πρώτη επί της δεύτερης.

86      Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας είναι απορριπτέα και κατά το μέρος που έχει την έννοια ότι μόνο σε περίπτωση ασκήσεως αποκλειστικού ελέγχου από τη μητρική εταιρία επί της θυγατρικής μπορεί να διαπιστωθεί ότι τα δύο αυτά νομικά πρόσωπα συναποτελούν, ενιαία επιχείρηση, οπότε μπορεί να καταλογιστεί στην πρώτη παράβαση διαπραχθείσα από τη δεύτερη.

87      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους μητρικές εταιρίες ασκούν από κοινού έλεγχο στη θυγατρική τους δεν αναιρεί καταρχήν την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση ότι μία εκ των εν λόγω μητρικών εταιριών αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με την οικεία θυγατρική, καθώς και ότι τούτο ισχύει ακόμα και όταν το τμήμα του κεφαλαίου που ανήκει στη μητρική εταιρία περί της οποίας πρόκειται είναι μικρότερο από εκείνο που ανήκει στην άλλη μητρική εταιρία (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑480/09 P, AceaElectrabel Produzione κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑13355, σκέψη 64).

88      Με την απόφαση Avebe κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το βάσιμο της αποφάσεως της Επιτροπής να καταλογίσει στις δυο εταιρίες που μετείχαν με ποσοστό 50 % εκάστη στο κεφάλαιο της θυγατρικής και είχαν από κοινού εξουσία διοικήσεως όσον αφορά την εμπορική διαχείρισή της ευθύνη για παράβαση διαπραχθείσα από αυτήν. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με την απόφασή του εκείνη, ότι οι δύο εταίροι κατά 50 % της επίμαχης κοινής επιχειρήσεως μπορούσαν μόνον από κοινού να ενεργούν και να υπογράφουν έγγραφα για λογαριασμό της κοινής επιχειρήσεως, να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις στο όνομα της εταιρίας έναντι τρίτων και να δέχονται τις εκ μέρους τρίτων αναλήψεις υποχρεώσεων έναντι της εταιρίας, καθώς και να εισπράττουν και να καταβάλλουν χρήματα για λογαριασμό της εταιρίας. Επιπλέον, υπεύθυνοι για την καθημερινή διαχείριση ήταν δύο διευθυντές, που διορίζονταν αντιστοίχως από τις μητρικές εταιρίες. Τέλος, οι εν λόγω διευθυντές ήταν υπεύθυνοι για τις υποχρεώσεις της κοινής επιχειρήσεως απεριορίστως και εις ολόκληρον.

89      Οι διαφορές μεταξύ της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Avebe κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, και της υπό κρίση υποθέσεως, τις οποίες επισημαίνει η προσφεύγουσα, δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τον νομολογιακό αυτόν κανόνα που απορρέει από την συγκεκριμένη απόφαση.

90      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, τέλος, ότι η Επιτροπή ορθώς ερμήνευε το άρθρο 81 ΕΚ, όσον αφορά τον καταλογισμό παραβάσεως, έως το 2007 και ότι είναι εσφαλμένη η νυν προβαλλόμενη αντίθετη άποψη, ότι η άσκηση από κοινού ελέγχου δικαιολογεί τον καταλογισμό ευθύνης στη μητρική εταιρία.

91      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων (βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 205). Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 123).

 Επί του αν οι Del Monte και Weichert συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα

–       Επί της εταιρικής συμβάσεως

92      Επισημαίνεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως η Weichert είχε τη μορφή ετερόρρυθμης εταιρίας του γερμανικού δικαίου, το οποίο διακρίνει δύο τύπους εταίρων ενός νομικού προσώπου αυτής της μορφής, τους ομόρρυθμους και τους ετερόρρυθμους.

93      Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται με σαφήνεια (αιτιολογικές σκέψεις 399 και 400) ότι, κατά τις οικείες διατάξεις του Handelsgesetzbuch (εμπορικός κώδικας της Γερμανίας, στο εξής: HGB), οι ετερόρρυθμοι εταίροι κατά κανόνα δεν μετέχουν στη διαχείριση των υποθέσεων της ετερόρρυθμης εταιρίας και δεν μπορούν να αντιταχθούν στις αποφάσεις του ομόρρυθμου εταίρου, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις επί ζητημάτων πέραν των συνήθων.

94      Επομένως, η καθημερινή διαχείριση ανατίθεται συνήθως στον ομόρρυθμο εταίρο, ο οποίος ευθύνεται προσωπικά και απεριόριστα, σε αντίθεση με τον ετερόρρυθμο εταίρο, του οποίου η ευθύνη περιορίζεται στο ύψος της εισφοράς του. Στην αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι μεν εκπρόσωποι της οικογένειας W. ήταν οι εταίροι διαχειριστές και υπείχαν απεριόριστη προσωπική ευθύνη για τη Weichert, πλην όμως η Del Monte ήταν ο εταίρος που χρηματοδοτούσε ως επί το πλείστον την εταιρία, οπότε είχε αναλάβει τα σημαντικότερα οικονομικά διακυβεύματα σε συνδυασμό με περιορισμένη ευθύνη.

95      Η Επιτροπή επισήμανε, χωρίς η προσφεύγουσα να την αντικρούσει, ότι ο νόμος επέτρεπε την διά εταιρικής συμβάσεως παρέκκλιση από τις διατάξεις του HGB σχετικά με τη λειτουργία της ετερόρρυθμης εταιρίας, όπως συνέβη εν προκειμένω με την εταιρική σύμβαση της 12ης Μαρτίου 1992, η οποία τροποποιήθηκε στις 28 Μαρτίου 1996 και την 1η Ιουνίου 1999 (αιτιολογικές σκέψεις 381, 399 και 401 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

96      Η Επιτροπή και η προσφεύγουσα διαφωνούν, ωστόσο, όσον αφορά το περιεχόμενο της εταιρικής συμβάσεως.

97      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι εταιρική σύμβαση δεν μετέβαλε, αλλά μάλλον ενίσχυσε την κατανομή των εξουσιών μεταξύ των εταίρων, όπως αυτή καθορίζεται από τον HGB, με ειδικές διατάξεις που ενισχύουν τη δυνατότητα ελέγχου των ομόρρυθμων εταίρων. Η προσφεύγουσα κατείχε μόνο περιορισμένα δικαιώματα αρνησικυρίας, τα οποία της παρείχαν τη δυνατότητα να εμποδίζει τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων, οι οποίες δεν σχετίζονταν με τις τρέχουσες υποθέσεις της Weichert, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που απορρέουν από το άρθρο 164 του HGB, κατά το οποίο «[οι] ετερόρρυθμοι εταίροι δεν μετέχουν στη διαχείριση της επιχειρήσεως· δεν δύνανται να αντιταχθούν σε απόφαση των ομόρρυθμων εταίρων, εκτός αν η απόφαση αφορά ζήτημα που εκφεύγει των συνήθων δραστηριοτήτων της εταιρίας». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε καν ότι είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά της αρνησικυρίας, τα οποία στην πράξη ουδέποτε άσκησε.

98      Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εταιρικής συμβάσεως, «ο εταίρος που υπέχει προσωπική ευθύνη, ο D. W., εξουσιοδοτείται και υποχρεούται να εκπροσωπεί και να διαχειρίζεται την εταιρία», πλην όμως παραθέτει και άλλες διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως, οι οποίες τεκμηριώνουν τη θέση της ότι ο D. W. προδήλως παρείχε στον ετερόρρυθμο εταίρο, δηλαδή την Del Monte, μέσω της θυγατρικής της, της WAL, τα νομικά μέσα ασκήσεως επιρροής επί των υποθέσεων της Weichert.

99      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εταιρικής συμβάσεως, κατά το οποίο απαιτείται ομοφωνία των εταίρων για την υιοθέτηση των ετήσιων έγγραφων προτάσεων των ομόρρυθμων εταίρων, όσον αφορά τον προϋπολογισμό, καθώς και τα επενδυτικά σχέδια και τις προσλήψεις προσωπικού. Επομένως, τα προτεινόμενα από τους ομόρρυθμους εταίρους μέτρα δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν χωρίς ομοφωνία, οι δε ομόρρυθμοι εταίροι δεσμεύονταν από τις αποφάσεις αυτές. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εταιρικής συμβάσεως προβλέπει «τρία αυξημένης ισχύος δικαιώματα αρνησικυρίας».

100    Περαιτέρω, η Επιτροπή τονίζει ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της εταιρικής συμβάσεως, οι ομόρρυθμοι εταίροι, πριν προβούν σε ορισμένες ενέργειες, έπρεπε να λαμβάνουν την έγγραφη συναίνεση όλων των εταίρων (αιτιολογική σκέψη 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από την εταιρική σύμβαση προκύπτει ότι οι ενέργειες αυτές ήταν η αγορά και πώληση ακινήτων και η απόκτηση μεριδίου ή άλλης συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις, οι επενδύσεις άνω των 100 000 γερμανικών μάρκων (DEM), τα άνω των 10 000 DEM δάνεια προς τους εργαζομένους, τα δάνεια προς τη Weichert, εφόσον δεν ενέπιπταν στις τρέχουσες υποθέσεις, η έκδοση εγγυήσεων από την εταιρία αυτή, καθώς και η σύναψη, από τους εταίρους διαχειριστές, οποιασδήποτε συμφωνίας από την οποία απορρέουν για τη Weichert πάγιες υποχρεώσεις πληρωμής άνω των 10 000 DEM μηνιαίως, εξαιρουμένων των συμβάσεων εργασίας οι οποίες προέβλεπαν αμοιβές έως 60 000 DEM ετησίως.

101    Επομένως, για τη λήψη ενός συνόλου σημαντικών αποφάσεων, οι οποίες είναι βέβαιον ότι επηρεάζουν, έστω εμμέσως, τη διαχείριση της Weichert, είναι απαραίτητη η συναίνεση του ετερόρρυθμου εταίρου.

102    Όσον αφορά τη θέση της προσφεύγουσας ότι δεν ασκήθηκαν «δικαιώματα αρνησικυρίας» ετερόρρυθμου εταίρου, επισημαίνεται ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της συνήθους λειτουργίας της Weichert κατά τη διάρκεια της παραβάσεως και της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εταιρικής συμβάσεως, εκτός αν η προσφεύγουσα εννοεί ότι οι ομόρρυθμοι εταίροι δεν τηρούσαν του όρους της συμβάσεως και, ειδικότερα, το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, και ότι η διάταξη αυτή δεν είχε, στην πραγματικότητα, καμία πρακτική αποτελεσματικότητα.

103    Συναφώς, τονίζεται ότι, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι της ζητήθηκε να εγκρίνει προϋπολογισμούς, επενδυτικά σχέδια ή προσλήψεις προσωπικού, ο δε ομόρρυθμος εταίρος πραγματοποίησε, αντιθέτως, επενδύσεις οι οποίες απαιτούσαν, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, τη συγκατάθεσή της, χωρίς καν να την ενημερώσει ούτε, βέβαια, να ζητήσει τη συγκατάθεσή της.

104    Υπενθυμίζεται, συναφώς, η νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, έστω και αν το νόμιμο βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι η πρώτη πλευρά ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, C‑407/08 P, Knauf Gips κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑6371, σκέψη 80).

105    Εν προκειμένω, προς στήριξη της διαπιστώσεώς της ότι η Del Monte μπορούσε να ασκεί και όντως ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert, η Επιτροπή στηρίχθηκε, ως επί το πλείστον, στην εταιρική σύμβαση, της οποίας το περιεχόμενο και τα έννομα αποτελέσματα δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους.

106    Απόκειται, συνεπώς, στην προσφεύγουσα, η οποία προβάλλει έλλειψη πρακτικής αποτελεσματικότητας ορισμένων διατάξεων της εταιρικής συμβάσεως, να προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, διαπιστώνεται δε ότι παραθέτει συναφώς μία μόνον επενδυτική απόφαση, για την οποία δεν ενημερώθηκε και η οποία αφορούσε νέες εγκαταστάσεις στο Αμβούργο (Γερμανία), στις οποίες περιλαμβάνονταν ένα κέντρο διανομής το οποίο άνοιξε το 1997 και κόστισε πολλά εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Εκτός του ότι το συγκεκριμένο έργο ολοκληρώθηκε το 1997, δηλαδή πριν την έναρξη της παραβάσεως, τονίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο ομόρρυθμος εταίρος όντως παρέβη, στο συγκεκριμένο ζήτημα, τις διατάξεις της εταιρικής συμβάσεως, δεδομένου ότι το κόστος και ο χρόνος υλοποιήσεως μιας τέτοιας επενδύσεως αποκλείουν κάθε δυνατότητα αποκρύψεως. Από τα μηνύματα που απέστειλε η προσφεύγουσα στη Weichert, προκειμένου να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για ορισμένες αποφάσεις σχετικά με τις τιμές, δεν φαίνεται πιθανό η προσφεύγουσα να αποδέχθηκε, χωρίς να αντιδράσει, μια κατάφωρη παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, της εταιρικής συμβάσεως.

107    Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή παραθέτει και το άρθρο 7, παράγραφος 4, της εταιρικής συμβάσεως, κατά το οποίο «ο εταίρος που υπέχει προσωπική ευθύνη παρέχει στον εκπρόσωπο των εταίρων περιορισμένης ευθύνης, κατόπιν αιτήματός τους, πληροφορίες σχετικά με την εν γένει κατάσταση της επιχειρήσεως, τις διαχειριστικές πράξεις, καθώς και το σχέδιο διαχειρίσεως, τους επιτρέπει δε να εξετάζουν τα βιβλία της εταιρίας» (αιτιολογική σκέψη 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

108    Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της εταιρικής συμβάσεως, με το οποίο συμπληρώνονται τα οριζόμενα στο άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της συμβάσεως αυτής, εμφαίνει την άμεση σχέση μεταξύ των δικαιωμάτων του ετερόρρυθμου εταίρου και της διαχειρίσεως της Weichert. Προκύπτει, εξάλλου, ότι τα δικαιώματα ενημερώσεως και προσβάσεως σε έγγραφα της επιχειρήσεως, ώστε ο ετερόρρυθμος εταίρος να μπορεί να ελέγχει τα στοιχεία που του δίδονται, μπορούσαν να ασκηθούν οποτεδήποτε και δεν περιορίζονταν, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, στα παλαιότερα μόνο στοιχεία.

109    Η Επιτροπή επισήμανε ακόμη ότι από την εταιρική σύμβαση δεν προκύπτει ότι μόνον οι ομόρρυθμοι εταίροι είχαν το δικαίωμα να προτείνουν τη λήψη αποφάσεων από τους εταίρους, είτε επρόκειτο για συνήθη ζητήματα είτε για ζητήματα πέραν της τρέχουσας διαχείρισης. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της συμβάσεως αυτής, οι ομόρρυθμοι εταίροι συγκαλούν έκτακτη συνέλευση των εταίρων, εφόσον τούτο ζητηθεί εγγράφως από ετερόρρυθμο εταίρο, ο οποίος κατέχει ορισμένο ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου, και εφόσον προσδιορίζονται τα θέματα της ημερησίας διατάξεως. Η Del Monte, η οποία κατείχε το 80 % του εταιρικού κεφαλαίου της Weichert μέσω της θυγατρικής της WAL, μπορούσε να ζητήσει οποτεδήποτε τη σύγκληση έκτακτης συνελεύσεως των εταίρων, χωρίς να είναι απαραίτητο να επικαλεστεί «το συμφέρον της επιχειρήσεως», σε αντίθεση προς τους ομόρρυθμους εταίρους (αιτιολογική σκέψη 408 της προσβαλλομένης αποφάσεως), για οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με την πορεία της επιχειρήσεως. Η προσφεύγουσα δεν διατύπωσε καμία παρατήρηση σχετικά με τη διάταξη αυτή της εταιρικής συμβάσεως.

110    Η προσφεύγουσα προβάλλει άλλες διατάξεις της εταιρικής συμβάσεως που επιβεβαιώνουν την εξουσία διαχειρίσεως που αντλεί ο ομόρρυθμος εταίρος από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω συμβάσεως.

111    Καταρχάς, η προσφεύγουσα επικαλείται το άρθρο 9, παράγραφος 2, της εταιρικής συμβάσεως, από το οποίο προκύπτει ότι οι αποφάσεις της συνελεύσεως των εταίρων λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και ισχύουν μόνον εφόσον εγκρίνονται από τον ομόρρυθμο εταίρο.

112    Η Επιτροπή παραδέχεται ότι η διάταξη αυτή ισοδυναμεί με «δικαίωμα αρνησικυρίας των ομόρρυθμων εταίρων», τονίζοντας, ωστόσο, ότι δεν αποκλείει την άσκηση επιρροής από τον ετερόρρυθμο εταίρο κατά τη λήψη των συγκεκριμένων αποφάσεων. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εταιρικής συμβάσεως, ο αριθμός των ψήφων κάθε εταίρου αντιστοιχεί στο ύψος της εισφοράς του στο κεφάλαιο, με την αναλογία μία ψήφος ανά 1 000 DEM εισφοράς. Κατά την εταιρική σύμβαση, οι εισφορές εκάστου εταίρου στη Weichert έχουν ως εξής: 6,5 εκατομμύρια DEM για τη WAL, 1 000 DEM για την Interfrucht Beteiligungsgesellschaft και 1,5 εκατομμύριο DEM για τον D. W., διευκρινιζομένου ότι τον Μάρτιο του 1999 ο τελευταίος μοίρασε σε καθέναν από τους δύο γιους του, A. W. και H. W., το 25 % του μεριδίου του στη Weichert. Τούτο σημαίνει, στην πράξη, ότι για τη λήψη αποφάσεων κατά τη συνέλευση των εταίρων απαιτούνταν πάντα η συγκατάθεση του ετερόρρυθμου εταίρου (υποσημειώσεις 407, 411 και 439 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

113    Περαιτέρω, είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4, της εταιρικής συμβάσεως, η συνέλευση των εταίρων είχε σαφώς καθορισμένες αρμοδιότητες, δηλαδή, αφενός, όσον αφορά τις τροποποιήσεις της εταιρικής συμβάσεως, για τις οποίες απαιτούνταν οπωσδήποτε ομοφωνία, και, αφετέρου, όσον αφορά την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, την απαλλαγή του διαχειριστή ομόρρυθμου εταίρου και τον ορισμό ελεγκτή των λογαριασμών, οπότε δεν αποκλείεται να είχε η Del Monte δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της πολιτικής της Weichert στη συγκεκριμένη αγορά.

114    Υπό τις συνθήκες αυτές, από την εταιρική σύμβαση δεν προκύπτει ότι ο ομόρρυθμος εταίρος είχε δικαίωμα αρνησικυρίας σε «όλες» τις αποφάσεις της εταιρίας, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα.

115    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα επικαλείται το άρθρο 9, παράγραφος 5, της εταιρικής συμβάσεως, το οποίο προβλέπει ειδικό μηχανισμό διαιτησίας. Αν η πρόταση ενός εταίρου δεν γίνει δεκτή σε δύο διαδοχικές συνεδριάσεις, ο εταίρος αυτός είχε δικαίωμα να ζητήσει τη σύγκληση συμβουλίου διαιτησίας, το οποίο καλείται να αποφασίσει αντί των εταίρων σχετικά με τη συγκεκριμένη πρόταση. Κάθε εταίρος ορίζει ένα μέλος του συμβουλίου διαιτησίας, το οποίο εν συνεχεία ορίζει διαιτητή. Αν ένας εταίρος δεν ορίσει μέλος του συμβουλίου ή αν τα μέλη δεν συμφωνήσουν στον διορισμό διαιτητή, το συγκεκριμένο μέλος ή ο διαιτητής ορίζονται από τρίτο, ανεξάρτητο πρόσωπο, συγκεκριμένα από τον πρόεδρο του εμπορικού επιμελητηρίου του Αμβούργου (αιτιολογική σκέψη 409 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 442).

116    Η προσφεύγουσα ορθώς επισημαίνει ότι, δεδομένου, αφενός, του αριθμού και της ταυτότητας των εταίρων της Weichert και, αφετέρου, των κανόνων που διέπουν τη σύνθεση του συμβουλίου διαιτησίας, η οικογένεια W. ήταν βέβαιη ότι δεν θα βρεθεί σε θέση μειοψηφίας, πλην όμως δεν τεκμηριώνει τη θέση ότι οι αποφάσεις από το συμβούλιο λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, οπότε είναι πάντα ευνοϊκές για την οικογένεια αυτή. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για σχετικό μόνο πλεονέκτημα, δεδομένων των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων της συνελεύσεως των εταίρων.

117    Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται το άρθρο 9, παράγραφος 3, της εταιρικής συμβάσεως, προς στήριξη της θέσεώς της ότι η WAL δεν είχε τις απαραίτητες εξουσίες να διορίζει, να αντικαθιστά ή να εναντιώνεται στον διορισμό των διαχειριστών της εταιρίας. Αρκεί, ωστόσο, η διαπίστωση ότι κατά τη συγκεκριμένη διάταξη απαιτείται ομοφωνία των εταίρων για την τροποποίηση της εταιρικής συμβάσεως, περιλαμβανομένου του άρθρου 7, παράγραφος 1, με το οποίο ανατίθεται στον ομόρρυθμο εταίρο D. W. η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας.

118    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εταιρική σύμβαση αντικατοπτρίζει, όπως αναφέρει η ίδια η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της, «την εξισορρόπηση των εξουσιών» των ομόρρυθμων και των ετερόρρυθμων εταίρων και ότι είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η Weichert ήταν κοινή εταιρία της οικογένειας W. και της Del Monte, ευρισκόμενη υπό τον κοινό έλεγχο του ομόρρυθμου και του ετερόρρυθμου εταίρου. Η κατάσταση αυτή αποτελεί ένδειξη της δυνατότητας της Del Monte να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Weichert.

119    Σημειωτέον, επιπλέον, ότι, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ, διότι δεν παρέθεσε τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η παραδοχή ότι χάρη στα παθητικά δικαιώματα αρνησικυρίας η WAL μπορούσε να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Weichert στη συγκεκριμένη αγορά.

120    Η επιχειρηματολογία αυτή της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

121    Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, η Επιτροπή, κατόπιν αναλύσεως της εταιρικής συμβάσεως, κατέληξε μόνο στη διαπίστωση ότι η Weichert διέθετε «όλα τα απαραίτητα νόμιμα μέσα προς άσκηση επιρροής στις υποθέσεις της Weichert» (αιτιολογική σκέψη 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε σαφή και επαρκή ανάλυση των διατάξεων της εταιρικής συμβάσεως στις αιτιολογικές σκέψεις 387, 399 έως 403, 407 έως 410 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την υπόμνηση ότι το περιεχόμενο της εν λόγω συμβάσεως είναι ένα μόνον από τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή καταλόγισε στην Del Monte την παράβαση που διέπραξε η Weichert.

–       Επί των κεφαλαιουχικών δεσμών μεταξύ της Del Monte και της Weichert

122    Επισημαίνεται ότι η Del Monte κατείχε το 80 % του εταιρικού κεφαλαίου της Weichert και ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, της εταιρικής συμβάσεως, οι ζημίες και τα κέρδη κατανέμονταν μεταξύ των εταίρων βάσει της αντίστοιχης οικονομικής εισφοράς τους (αιτιολογική σκέψη 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που σημαίνει ότι στην Del Monte αναλογούσε το 80 % των ζημιών ή των κερδών.

123    Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς η συμμετοχή της στη Weichert και στα κέρδη και τις ζημίες αυτής αποτελεί ενδεχομένως ένδειξη ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από την προσφεύγουσα επί της επιχειρήσεως αυτής.

124    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει σαφώς ότι η κατοχή του «80 % των μεριδίων δεν αρκεί, από μόνη της, για να καταλογιστεί στην Del Monte ευθύνη για τη συμπεριφορά της Weichert», πλην όμως «το μέγεθος της συμμετοχής αποτελεί ένδειξη του συμφέροντος μιας επιχειρήσεως να ασκεί αποφασιστική επιρροή, καθώς της ικανότητάς της να εξασφαλίζει τα μέσα ασκήσεως τέτοιας επιρροής». Η Επιτροπή αναφέρει, επιπλέον, ότι «δεν είναι εύλογο μια μεγάλη πολυεθνική εταιρία να αποφύγει την άσκηση τέτοιας επιρροής επί [μιας επιχειρήσεως που συνεπάγεται] οικονομική δέσμευση δυνάμενη να αποδώσει κέρδη έως 80 %».

125    Επομένως, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, το οικονομικό συμφέρον της Del Monte όσον αφορά τις δραστηριότητες της Weichert αποτελεί προφανές κίνητρο ώστε η πρώτη να ασκεί επιρροή επί της δεύτερης, το δε ύψος της συμμετοχής της στο κεφάλαιο εμφαίνει οικονομική ισχύ, άρα και τη δυνατότητα ασκήσεως τέτοιας επιρροής. Οι προαναφερθέντες μηχανισμοί ελέγχου και παροχής πληροφοριακών στοιχείων, καθώς και η συμπεριφορά της προσφεύγουσας έναντι της Weichert, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, εξετάζονται με δεδομένο το συμφέρον και την ισχύ της Del Monte.

126    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επισήμανση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι εσφαλμένη, διότι, ακόμη και αν ένας ομόρρυθμος εταίρος κατέχει συμβολικό μόνο μέρος του κεφαλαίου ή ακόμη και κανένα μερίδιο και το σύνολο του κεφαλαίου ανήκει σε ετερόρρυθμο εταίρο, η διάρθρωση της ετερόρρυθμης εταιρίας αποτελεί ένδειξη περί της ασκήσεως αποκλειστικού ελέγχου από τους ομόρρυθμους εταίρους και της μη ασκήσεως ελέγχου από τον ετερόρρυθμο εταίρο, πράγμα που η Επιτροπή παραδέχεται με την κωδικοποιημένη ανακοίνωση για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού (EΚ) 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2008, C 95, σ. 1).

127    Εκτός του ότι η συζήτηση περί καταλογισμού της διαπραχθείσας παραβάσεως σε άλλο πρόσωπο έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, διαφορετικό από αυτό της προαναφερθείσας ανακοινώσεως, τονίζεται ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας στηρίζεται μόνο στη νομική μορφή της ετερόρρυθμης εταιρίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εταιρική σύμβαση με την οποία ρυθμίζεται η κατανομή των εξουσιών μεταξύ αυτής και της οικογένειας W.

128    Το επιχείρημα αυτό δεν αναιρεί την αιτιολογική σκέψη 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το κίνητρο της Del Monte να ασκεί επιρροή επί της Weichert, δεδομένου του οικονομικού συμφέροντός της στις δραστηριότητες της επιχειρήσεως αυτής και της δυνατότητάς της να ασκεί την επιρροή αυτή.

129    Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι μόνον οι ομόρρυθμοι εταίροι είχαν απεριόριστη προσωπική ευθύνη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα τροποποιήσεως της εταιρικής συμβάσεως ως προς τούτο, ενώ η συμμετοχή της WAL σε τυχόν ζημίες περιορίζονταν στο ύψος της συμμετοχής της στο κεφάλαιο.

130    Υπενθυμίζεται ότι η συμμετοχή κατά 80 % στο κεφάλαιο της Weichert αντιστοιχεί, κατά την εταιρική σύμβαση, σε 6,5 εκατομμύρια DEM, τα δε μερίδια της οικογένειας W. και της Interfrucht Beteiligungsgesellschaft ανέρχονταν αντιστοίχως σε 1,5 εκατομμύριο DEM και σε 1 000 DEM και ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, υπό τις περιστάσεις αυτές ο κίνδυνος απώλειας της εισφοράς του ετερόρρυθμου εταίρου, καθώς και ο κίνδυνος μη πραγματοποιήσεως κερδών παρά την επένδυση αυτή, αποτελούν επαρκές κίνητρο, ώστε μια σημαντική επιχείρηση στην αγορά, όπως η Del Monte, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, ανεξαρτήτως της απεριόριστης προσωπικής ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων.

131    Όσον αφορά την επίκληση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, της αποφάσεως Avebe κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, και, συγκεκριμένα, της του χωρίου «οι εταίροι είχαν κάθε συμφέρον να αποφεύγουν το ενδεχόμενο να συμπεριφέρεται η θυγατρική τους ανεξάρτητα από τις οδηγίες τους, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου να ασκηθεί δίωξη σε βάρος τους ή αγωγή αποζημιώσεως εκ μέρους τρίτων, σε περίπτωση παρανόμων πράξεων της θυγατρικής», τονίζεται ότι τούτο δεν ισχύει μόνο για τους εταίρους που υπέχουν απεριόριστη ευθύνη για τις υποχρεώσεις της εταιρίας τους.

–       Επί της συμβάσεως διανομής

132    Ο όμιλος Del Monte είχε συνάψει, μέσω της εταιρίας που ήταν προκάτοχος της DMFPI, την πρώτη σύμβαση διανομής με τη Weichert το 1971 και τη δεύτερη το 1986, η οποία, αφού αναδιατυπώθηκε και επεκτάθηκε, αποτέλεσε τη σύμβαση διανομής της 1ης Μαΐου 1988 (στο εξής: σύμβαση διανομής), η οποία τροποποιήθηκε στις 28 Αυγούστου 1990, στις 27 Μαΐου 1991 και στις 10 Φεβρουαρίου 1994.

133    Η τελευταία τροποποίηση της συμβάσεως διανομής, της 10ης Φεβρουαρίου 1994, επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 404/93, ο οποίος προέβλεπε, όσον αφορά τις εισαγωγές μπανανών στην Κοινότητα, σύστημα διοικητικών αδειών με ετήσιες ποσοστώσεις κατανεμημένες ανά τρίμηνο.

134    Η τροποποιημένη σύμβαση διανομής περιείχε ρήτρα αποκλειστικότητας (άρθρο 11), κατά την οποία η Del Monte αναλάμβανε την υποχρέωση να πωλεί και να παραδίδει, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβάσεως, μπανάνες, ανανάδες και παπάγιες αποκλειστικά στη Weichert, προς επαναπώληση στις ευρωπαϊκές αγορές και, συγκεκριμένα στη Νορβηγία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην πρώην Τσεχοσλοβακία, στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Δανία, στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο, στη Γερμανία και στην Αυστρία, εκ των οποίων οι οκτώ τελευταίες αποτελούν, από γεωγραφικής απόψεως, την αγορά την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Η Weichert αναλάμβανε την υποχρέωση να αγοράζει τα ίδια προϊόντα, προς επαναπώληση στις ως άνω αγορές, αποκλειστικά από την Del Monte, η δε μόνη και επουσιώδης εξαίρεση από τη ρήτρα αποκλειστικότητας αφορούσε τα προϊόντα που μεταφέρονται αεροπορικώς.

135    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς η προσφεύγουσα να την αντικρούσει, ότι η «Del Monte ήταν εν τοις πράγμασι αποκλειστικός προμηθευτής μπανανών για τη Weichert, με σκοπό τη διανομή τους στη Βόρεια Ευρώπη, η δε Weichert ήταν, κατά τη σύμβαση διανομής, ο αποκλειστικός διανομέας μπανανών μάρκας Del Monte στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή έως τις Δεκεμβρίου 2002» (αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

136    Με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της συμβάσεως διανομής καθορίζονταν οι ποσότητες των μπανανών που έπρεπε να αγοραστούν ή να πωληθούν ανά εβδομάδα: «τουλάχιστον ένα πλοίο ανά εβδομάδα, με φορτίο 100 000 έως 200 000 χαρτοκιβώτια, με 42 λίβρες μπανάνας Κόστα Ρίκα ή Γουατεμάλας». Κατά το άρθρο 5 της εν λόγω συμβάσεως, 25 ημέρες πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία κάθε εβδομαδιαίας εκφορτώσεως, η Monte έπρεπε να αποστείλει στη Weichert έγγραφη εκτίμηση σχετικά με τα φρούτα που μπορούσαν να αποσταλούν κατά προτεραιότητα. Στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται επίσης λόγος για το άρθρο 9, παράγραφος 3, της συμβάσεως διανομής, κατά το οποίο, σε περίπτωση ελλείψεων λόγω ανωτέρας βίας, η Del Monte είχε το δικαίωμα να μειώσει αναλογικά τις ποσότητες που παραδίδει και ότι, σε περίπτωση που οι εβδομαδιαίες παραδόσεις μειώνονταν κάτω από ένα ορισμένο όριο, δηλαδή τις 60 000 χαρτοκιβώτια, επίσης λόγω ανωτέρας βίας, η ισχύς της συμβάσεως αναστελλόταν αυτοδικαίως, εκτός αν οι συμβαλλόμενοι αποφάσιζαν εγγράφως διαφορετικά (αιτιολογική σκέψη 426 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

137    Ενώ στο άρθρο 3 της συμβάσεως διανομής αναφέρονται σταθερές τιμές για κάθε χαρτοκιβώτιο μπανανών των 42 λιβρών, ανάλογα με την ποικιλία το άρθρο 4 της εν λόγω συμβάσεως προέβλεπε μηχανισμό χρηματοοικονομικής προσαρμογής, ανάλογα με τα οικονομικά αποτελέσματα της Weichert, στο πλαίσιο του οποίου η Del Monte μετείχε, έως ορισμένο ποσοστό, στα καθαρά κέρδη, αλλά και σε ενδεχόμενες ζημίες της Weichert από τις πωλήσεις φρούτων σε μηνιαία βάση.

138    Η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι η Weichert είχε συμφέρον να πωλεί σε υψηλότερες τιμές, διότι έτσι οι πωλήσεις αυτές συνεπάγονταν αύξηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 4 της συμβάσεως διανομής μεταβλητού στοιχείου της τιμής και υψηλότερα κέρδη για τη Weichert, στα οποία η WAL μετείχε κατά 80 %. Η προσφεύγουσα δεν αρνείται ούτε τους κινδύνους από τυχόν ζημίες της Weichert, στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως, καθώς στο δικόγραφο της προσφυγής αναφέρει ότι η «DMFPI επωμιζόταν στην πράξη το 75 % των δυσμενών οικονομικών αποτελεσμάτων, δυνάμει του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, της [συμβάσεως διανομής], καθώς το υπόλοιπο 25 % βάρυνε εν τέλει, σε ποσοστό 80 %, τη WAL» (βλ. και αιτιολογική σκέψη 411 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

139    Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι η Del Monte είχε διττό συμφέρον να ελέγχει τις τιμές που καθόριζε η Weichert, διότι οι τιμές αυτές επηρέαζαν όχι μόνον τα αποτελέσματα της Weichert και, συνεπώς, τα κέρδη των μετόχων, αλλά και τις τιμές πωλήσεως μπανανών από την Del Monte στη Weichert βάσει της συμβάσεως διανομής (αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

140    Για να μπορεί η Del Monte να υπολογίσει την τιμή με την οποία θα τιμολογούσε τις παραδόσεις μπανανών, το άρθρο 4 της συμβάσεως διανομής προέβλεπε ότι δέκα ημέρες μετά την εκφόρτωση κάθε φορτίου προβλεπόμενου από τη σύμβαση, η Weichert αποδίδει στην Del Monte πλήρη λογαριασμό για τις πωλήσεις από το κάθε φορτίο, καταγράφοντας πλήρως τα κόστη, τις πωλήσεις, τις τιμές κ.λπ. (αιτιολογική σκέψη 413 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

141    Η Επιτροπή κάνει λόγο, βάσει των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται από τη σύμβαση διανομής, για συνεργασία χαρακτηριζόμενη από την αλληλεξάρτηση των συμβαλλομένων επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 418 και 425 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αλλά, πέραν τούτου, επισημαίνει, ακόμη, το γεγονός ότι η σύμβαση αυτή ενίσχυε, από οικονομικής και νομικής απόψεως, τη δυνατότητα της Del Monte να ασκεί επιρροή στη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων της Weichert (αιτιολογική σκέψη 402 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

142    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή και προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας, πέραν από τη συνήθη εμπορική επιρροή την οποία δύνανται να ασκούν όλοι οι σημαντικοί ή αποκλειστικοί προμηθευτές, και ότι έχει παραλείψει να συνεκτιμήσει πολλά ουσιώδη στοιχεία. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η σύμβαση διανομής τέθηκε σε ισχύ πολύ πριν αυτή αποκτήσει συμμετοχή στην ετερόρρυθμη εταιρία και ότι, μετά την απόκτηση της συμμετοχής αυτής, η σύμβαση δεν τροποποιήθηκε ούτε μεταβλήθηκε ο τρόπος λειτουργίας της στην πράξη. Περαιτέρω, η σύμβαση διανομής αφορούσε ορισμένα μόνο προϊόντα της Weichert και η επιχείρηση αυτή μπορούσε να την καταγγείλει και να στραφεί σε άλλον προμηθευτή, όπως έπραξε το 2002.

143    Πρώτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η σύμβαση είναι προγενέστερη και παρέμεινε αμετάβλητη από το 1994, όταν η προσφεύγουσα εξαγόρασε τη WAL, η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε, με τα δικόγραφά της, το περιεχόμενο του επιχειρήματός της, αρκούμενη στην επισήμανση ότι η διαπίστωση αυτή της Επιτροπής «έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως», όπου αναφέρεται ότι η εταιρική σύμβαση και η σύμβαση διανομής είχαν «κοινό σκοπό».

144    Στην αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι η εταιρική σύμβαση και η σύμβαση διανομής αποσκοπούσαν αμφότερες στην εισαγωγή και εμπορία μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη εντός του κανονιστικού πλαισίου που ίσχυε στην Κοινότητα. Αυτή η απλή αντικειμενική διαπίστωση ουδόλως έρχεται σε αντίθεση με τη διαπίστωση ότι η σύμβαση διανομής είναι προγενέστερη και παρέμεινε αμετάβλητη από το 1994.

145    Σε κάθε περίπτωση, χρονικής φύσεως επισημάνσεις της προσφεύγουσας δεν αναιρούν τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή βάσει του περιεχομένου της εν λόγω συμβάσεως.

146    Σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε και το άρθρο 14 της συμβάσεως διανομής, κατά το οποίο «οι συμβαλλόμενοι ενεργούν ανεξαρτήτως μεταξύ τους, καμία δε διάταξη της παρούσας δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόκειται για συνεργάτες, μέλη κοινής επιχειρήσεως ή εταίρους οποιασδήποτε μορφής ή φύσεως». Μολονότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η εν λόγω σύμβαση δεν έχει τροποποιηθεί από το 1994, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι η Del Monte, εξαγοράζοντας τη WAL και τη συμμετοχή της στη Weichert το 1994, κατέστη ετερόρρυθμος εταίρος της εταιρίας αυτής.

147    Δεύτερον, όσον αφορά το αντικείμενο της συμβάσεως διανομής, επισημαίνεται ότι αυτή αφορούσε όχι μόνο τις μπανάνες, αλλά και τους ανανάδες και τις παπάγιες, και ότι οι μπανάνες αποτελούσαν σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών που πραγματοποιούσε η Weichert, όπως προκύπτει από το σημείο 1 της απαντήσεώς της στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 10ης Φεβρουαρίου 2006, και η σύμβαση διανομής καλύπτει, μεταξύ άλλων χωρών, και τη Γερμανία, που είναι πολύ σημαντική ευρωπαϊκή αγορά με κριτήριο την κατανάλωση μπανανών.

148    Όσον αφορά τη δυνατότητα λύσεως της συμβάσεως διανομής, πρόκειται για συνήθη διάταξη σε τέτοιου είδους συμβάσεις, η οποία ευνοεί αμφότερους τους συμβαλλομένους, δεδομένου ότι, σε περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως αυτής, καθένας από τους συμβαλλομένους αντιμετωπίζει εξίσου το ζήτημα της αντικαταστάσεως του αντισυμβαλλομένου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες λύθηκε, εν προκειμένω, η σύμβαση διανομής και η επιρροή του γεγονότος αυτού στη σχέση μεταξύ Del Monte και Weichert εξετάζονται στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιχειρημάτων σχετικά με την εκ μέρους της Weichert διάψευση των προσδοκιών της Del Monte όσον αφορά την τιμολόγηση των μπανανών (βλ. σκέψεις 195 έως 198 κατωτέρω).

149    Τρίτον, όσον αφορά τη γενικότερη αξιολόγηση της συμβάσεως διανομής και της επισημάνσεως της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει ότι η προσφεύγουσα διέθετε εξουσίες πέραν της δυνατότητας ασκήσεως που διαθέτουν εν γένει όλοι οι προμηθευτές, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η «Del Monte διέθετε, βάσει της συμβάσεως, ευρύτατη ευχέρεια όσον αφορά τις ποσότητες, καθώς μπορούσε είτε να παραδίδει την ελάχιστη συμβατικά προβλεπόμενη ποσότητα (από 100 000 έως 200 000 χαρτοκιβώτια) είτε να υπερβαίνει τα όρια αυτά», δεδομένου ότι, βάσει της συμβάσεως, η Del Monte έπρεπε να παρέχει στοιχεία σχετικά με τα διαθέσιμα για τις επόμενες παραδόσεις φρούτα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει μεγάλη απόσταση μεταξύ ανώτατου και κατώτατου ορίου όσον αφορά την «ελάχιστη ποσότητα». Η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι, εφόσον η Weichert ήταν υποχρεωμένη να αγοράζει το σύνολο των ποσοτήτων μπανάνας της Del Monte στο πλαίσιο της δραστηριοποιήσεώς της σε πολλές ευρωπαϊκές αγορές, η δυνατότητά της να μειώνει έτσι τις προς παράδοση ποσότητες αποτελούσε σημαντικό μέσο πίεσης προς τη Weichert (αιτιολογική σκέψη 426 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η Del Monte όντως έκανε χρήση της ευχέρειας αυτής, όσον αφορά τον εφοδιασμό της Weichert, προκειμένου να έχει την εν λόγω εταιρία υπό τον έλεγχό της (βλ. έγγραφο που παρατίθεται στην υποσημείωση 456 και αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

150    Η τελευταία αυτή διαπίστωση σχετικά με το σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε η Del Monte, όσον αφορά τις ποσότητες που προορίζονταν για τη Weichert, δικαιολογεί τη θέση της Επιτροπής ότι η σύμβαση διανομής ενίσχυε, από οικονομικής και νομικής απόψεως, τη δυνατότητα της Del Monte να ασκεί επιρροή επί της διαχειρίσεως των τρεχουσών υποθέσεων της Weichert.

151    Επισημαίνεται, τέλος, ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψεις 541 και 542), και της 12ης Ιουλίου 1979, 32/78, 36/78 έως 82/78, BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 177), από τις οποίες προκύπτει ότι η ύπαρξη συμφωνίας αποκλειστικής διανομής δεν σημαίνει ότι οι συμβαλλόμενοι αποτελούν ενιαία επιχείρηση, είναι αλυσιτελής, διότι οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν διαφορετικά νομικά ζητήματα και περιστάσεις διαφορετικές από αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Η προπαρατεθείσα απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ σε συμφωνίες μεταξύ εμπορικών αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων. Η προπαρατεθείσα απόφαση BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής αφορά την άμεση ευθύνη σχετικά με πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή σε διανομείς αυτοκινήτων, λόγω συμφωνίας απαγορεύσεως των εξαγωγών. Σε αμφότερες τις αποφάσεις αυτές ο δικαστής δεν εξέτασε ούτε αποφάνθηκε αν πληρούνται οι προϋποθέσεις καταλογισμού σε μια επιχείρηση παραβάσεως διαπραχθείσας από άλλη.

–       Επί των στοιχείων που γνωστοποιούνταν στην Del Monte

152    Η Επιτροπή προβάλλει ότι, εκτός των στοιχείων που έπρεπε να της γνωστοποιούνται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της εταιρικής συμβάσεως και του άρθρου 4 της συμβάσεως διανομής, η Del Monte ζήτησε από τη Weichert, με τηλεομοιοτυπία της 5ης Μαΐου 2000 προς τον D. W., να της αποστέλλεται εβδομαδιαίως, το αργότερο τη Δευτέρα ή την Τρίτη, έκθεση με στοιχεία σχετικά με τη Γερμανία, την Αυστρία, τις χώρες της Μπενελούξ, τη Σκανδιναβία και τις χώρες εκτός της Ένωσης, διά του συνημμένου τυποποιημένου εντύπου. Η Weichert γνωστοποίησε την τηλεομοιοτυπία αυτή, καθώς και τα αντίγραφα των εκθέσεων που είχαν περιέλθει στην Del Monte σχετικά με την κατάσταση στην αγορά της μπανάνας από την «εβδομάδα 18» του 2000 έως την «εβδομάδα 3» του 2002 (αιτιολογική σκέψη 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι εκθέσεις αυτές περιείχαν δύο στήλες, που αντιστοιχούσαν σε δύο διαδοχικές εβδομάδες, στην πρώτη δε εξ αυτών, η οποία αντιστοιχούσε στην προηγούμενη εβδομάδα, αναγράφονταν, όσον αφορά τις Del Monte, Dole, Chiquita και «λοιπούς», καθώς και κάθε μία από τις οικείες γεωγραφικές αγορές, οι ποσότητες, οι επίσημες τιμές και οι πραγματικές τιμές. Τα ίδια στοιχεία αναγράφονταν και στη στήλη για την τρέχουσα εβδομάδα με μόνη διαφορά ότι αναγράφονταν η «προσπάθεια για επίτευξη καθαρής πραγματικής τιμής» αντί της καθαρής πραγματικής τιμής. Πέραν των αριθμητικών στοιχείων, οι εκθέσεις αυτές περιείχαν και σχόλια της Weichert σχετικά με την κατάσταση σε κάθε μία από τις αγορές.

153    Η Weichert ανέφερε επίσης ότι απέστελλε στην Del Monte εκθέσεις σχετικά με τις τιμές ανά εβδομάδα έως την 1η Ιανουαρίου 2003. Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής και περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με την «επίσημη» τιμή και το «εύρος διακυμάνσεως των πραγματικών τιμών» για τις μπανάνες μάρκας Del Monte και για τα ανταγωνιστικά προϊόντα (αιτιολογική σκέψη 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

154    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι λάμβανε συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία βάσει της συμβάσεως διανομής δεν σημαίνει ότι είχε δυνατότητα ασκήσεως επιρροής επί της μελλοντικής συμπεριφοράς της Weichert και ότι, εξάλλου, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε πώς η προσφεύγουσα μπορούσε να ασκεί αποφασιστική επιρροή, κάνοντας χρήση αναδρομικών στοιχείων.

155    Επισημαίνεται ότι το περιεχόμενο των επίμαχων εκθέσεων δεν συμπίπτει με αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 4 της συμβάσεως διανομής και ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν μια επιπλέον πηγή στοιχείων άμεσα σχετιζόμενων με το εμπόριο της μπανάνας και, συνεπώς, με την τρέχουσα διαχείριση της Weichert.

156    Όπως προαναφέρθηκε, οι εκθέσεις αυτές περιείχαν ειδικά κρίσιμα στοιχεία, και συγκεκριμένα τις επίσημες τιμές, αλλά και εκτιμήσεις για τις πραγματικές τιμές κάθε εβδομάδας, κυρίως με τη μορφή ενός εύρους διακυμάνσεως. Περαιτέρω, η τακτή, ανά εβδομάδα, αποστολή των εκθέσεων αυτών είχε ως συνέπεια να υπάρχει μια διαρκής ροή στοιχείων προς την Del Monte, η οποία σχημάτιζε έτσι πλήρη και ακριβή αντίληψη της καταστάσεως της αγοράς, περιλαμβανομένης της θέσεως της Weichert σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις, καθώς και της εξελίξεώς της.

157    Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι εκθέσεις αυτές συγκαταλέγονται σε αυτό που η Επιτροπή ονομάζει «μηχανισμοί πληροφόρησης», οι οποίοι, σε συνδυασμό με τους προβλεπόμενους από την εταιρική σύμβαση μηχανισμούς ελέγχου, παρείχαν στην Del Monte τουλάχιστον τη δυνατότητα να επηρεάζει την εμπορική πολιτική της Weichert ή, ακόμη, και την τρέχουσα διαχείρισή της. Η Επιτροπή προσθέτει ότι τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία εμφαίνουν επίσης ότι η Del Monte όντως ασκούσε τέτοια επιρροή (αιτιολογική σκέψη 393 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

158    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω εκθέσεις, οι οποίες αποστέλλονταν εβδομαδιαίως από τη Weichert στην Del Monte, περιείχαν στοιχεία τα οποία ζητούνταν και, κυρίως, δίδονταν εκτός του πλαισίου της συμβάσεως που ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων, δεδομένου ότι η Weichert ανέφερε σαφώς, κατά την ακρόασή της, ότι η αποστολή εβδομαδιαίων λεπτομερών εκθέσεων γινόταν κατ’ απαίτηση της Del Monte. Πρόκειται για προφανή ένδειξη ασκήσεως επιρροής από την Del Monte επί της Weichert.

159    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι οι προαναφερθείσες στη σκέψη 153 ανωτέρω εκθέσεις δεν περιείχαν συγκεκριμένα στοιχεία, προοριζόμενα αποκλειστικά γι’ αυτήν, αλλά γνωστοποιούνταν στο σύνολο της αγοράς. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η θέση αυτή δεν στηρίζεται σε κανένα συγκεκριμένο και αντικειμενικό αποδεικτικό στοιχείο και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

–       Επί των συζητήσεων σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική και τον εφοδιασμό της Weichert

160    Επισημαίνεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή, πρώτον, υπενθύμισε ορισμένες δηλώσεις της Weichert κατά τη διοικητική διαδικασία, όσον αφορά τις σχέσεις της με την Del Monte.

161    Η αιτιολογική σκέψη 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Weichert διατείνεται ότι είχαν σε εβδομαδιαία βάση πολλές συζητήσεις με την Del Monte σχετικά με την τρέχουσα διαχείριση, καθώς και με ζητήματα σχετικά με την τιμολόγηση και την εμπορία της μπανάνας. Η Weichert υποστηρίζει επίσης ότι καθόριζε την “επίσημη τιμή” κάθε Πέμπτη πρωί, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Del Monte. Διευκρινίζει, ακόμη, ότι η Del Monte, αν και δεν της έδινε επισήμως εντολή να ορίσει την ίδια επίσημη τιμή με την Dole, εντούτοις θεωρούσε δεδομένο ότι η επίσημη τιμή της Weichert θα είναι τουλάχιστον ίση με αυτή της Dole. Η Weichert αναφέρει ότι, για τους λόγους αυτούς, καθορίζει την επίσημη τιμή της στο ίδιο επίπεδο με την επίσημη τιμή της Dole.»

162    Στην αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρει δήλωση της Weichert κατά την οποία, «εκτός της επιρροής που ασκούσε η Del Monte ως πλειοψηφικός εταίρος, η Weichert επιδίωκε, ειδικότερα, να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της Del Monte, υπό τον φόβο ότι αυτή θα παύσει να την προμηθεύει ή, έστω, θα μειώσει σημαντικά τις ποσότητες, αν η επίσημη τιμή της Weichert δεν ήταν αυτή που ανέμενε η Del Monte».

163    Εν συνεχεία, η Επιτροπή παραθέτει διάφορα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία «επιβεβαιώνουν τις επαφές αυτές μεταξύ Weichert και Del Monte και εμφαίνουν ότι η Del Monte ασκούσε πίεση, προκειμένου να επηρεάσει ευθέως την τιμολογιακή πολιτική της Weichert» (αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

164    Η Επιτροπή παραθέτει, συγκεκριμένα:

–        τηλεομοιοτυπία της 28ης Ιανουαρίου 2000, με την οποία ο A., εργαζόμενος της Del Monte, ζήτησε από τον A. W. εξηγήσεις για τη διαφορά μεταξύ «τελικής τιμής» και «προϋπολογισμένης τιμής» ως εξής:

«Μετά τη χθεσινή τηλεφωνική μας συνομιλία, θα ήθελα να εκφράσω για μία ακόμη φορά τη δυσπιστία μου όσον αφορά την έκθεση πωλήσεων της Interfrucht για την εβδομάδα 3. Χρειάζομαι πλήρεις εξηγήσεις για τη διαφορά μεταξύ της τελικής σας τιμής […] και της “προϋπολογισμένης τιμής” […]. Εκπλήσσει έντονα το γεγονός ότι η Interfrucht μετείχε σε προωθητικές ενέργειες με ορισμένα σούπερ-μάρκετ, ενώ η αγορά της μπανάνας είχε τελικά επανέλθει στα συνήθη επίπεδα —για την εποχή! Τι είδους εμπορική στρατηγική είναι αυτή; Επιπλέον, είναι καιρός να συνειδητοποιήσετε ότι πουλάτε τα φρούτα μας. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι η Del Monte μετέχει σε ποσοστό […] % στα τελικά οικονομικά αποτελέσματα· πώς είναι δυνατόν να λαμβάνετε μια τέτοια απόφαση, δηλαδή να μετάσχετε σε προωθητική εκστρατεία, χωρίς να ζητήσετε την έγκριση των συνεταίρων σας; Και χωρίς καν να τους ενημερώσετε! […] Το χειρότερο είναι ότι μίλησα δύο φορές με τον συνεργάτη σας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εμπορία μπανάνας, για να συζητήσουμε σχετικά με τις συνθήκες και τις τιμές της αγοράς […] Πληροφορήθηκα ότι η [Weichert] θα διατηρήσει τις τιμές της “πολύ κοντά” στην επίσημη τιμή!!! […] Εν πάση περιπτώσει, [το γεγονός αυτό] είναι εντελώς απαράδεκτο. Το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί κατά προτεραιότητα κατά τη συνάντησή μας με τον [E.], την επόμενη εβδομάδα […] Θα θέλαμε να γνωρίζετε ότι, αν η εμπορικές σας επιδόσεις δεν βελτιωθούν, δηλαδή να είναι ανάλογες της καταστάσεως της αγοράς και συγκρίσιμες προς αυτές των άλλων επιχειρήσεων της Del Monte, η Del Monte θα προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την προστασία των συμφερόντων της» (αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως),

–        τηλεομοιοτυπία της ίδιας ημέρας, του A. W., ο οποίος, απαντώντας στον A., ζητούσε συγγνώμη για την παρεξήγηση κατά την τηλεφωνική συζήτηση μεταξύ αυτού και του εργαζομένου της Weichert και έδινε εξηγήσεις σχετικά με τα οικονομικά αποτελέσματα της Weichert, καταλήγοντας ως εξής: «Χαιρόμαστε που θα έχουμε τη δυνατότητα να διευκρινίσουμε την κατάσταση κατά τη συνάντησή μας την επόμενη εβδομάδα» (αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 424),

–        τηλεομοιοτυπίες των A. και A. W. της 6ης Απριλίου 2000, με τις οποίες ο πρώτος ζητούσε, επικαλούμενος έκθεση της Τρίτης, λεπτομερείς εξηγήσεις σχετικά με τη διαφορά μεταξύ πραγματικής τιμής και τιμής αναφοράς και ο δεύτερος απαντούσε ότι «η σχετικά σημαντική διαφορά μεταξύ επίσημης τιμής και πραγματικής τιμής οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατή η αύξηση από 33 DEM σε 35 DEM», συνάγοντας το συμπέρασμα ότι «οι τιμές [τους] κυμαίνονται από 33,00 DEM έως 30,00 DEM, μείον τις εκπτώσεις», και καταλήγει ως εξής: «Για οποιοδήποτε ζήτημα, παρακαλώ τηλεφωνήστε μας» (αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 424),

–        τηλεομοιοτυπία της Del Monte προς τη Weichert της 12ης Ιουνίου 2000, με την οποία η πρώτη, αφενός, επιβεβαιώνει τη θέση που είχε αναπτύξει κατά τη συνάντηση στο Μαϊάμι (ΗΠΑ) και σε τηλεφωνική συνομιλία της ίδιας ημέρας, δηλώνοντας σαφώς ότι οι τιμές έπρεπε να οριστούν εντός συγκεκριμένου εύρους διακυμάνσεως, με βάση τη γεωγραφική καταγωγή των μπανανών, και ότι οι τιμές αυτές δεν έπρεπε να είναι σε καμία περίπτωση χαμηλότερες από μια τιμή η οποία επίσης καθορίζεται με βάση τη γεωγραφική καταγωγή, και, αφετέρου, αναφέρονται τα εξής: «Όπως με σαφήνεια σας εκθέσαμε κατά τη συνάντηση της προηγούμενης εβδομάδας στο Μαϊάμι, αν δεν μπορείτε να επιτύχετε τις τιμές αυτές, θα μειώσουμε τις ποσότητες μπανανών που σας παραδίδουμε στο ύψος των ποσοτήτων των αδειών της Interfrucht, δηλαδή +/- 60 000 κιβώτια ανά εβδομάδα. Παρακαλώ να μας ενημερώνετε καθημερινά σχετικά με τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεών σας με τους πελάτες σας» (αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως),

–        τηλεομοιοτυπία της 12ης Δεκεμβρίου 2000 του A. προς τον A. W., η οποία είχε ως εξής:

«Δεν είναι στις προθέσεις μας να οδηγήσουμε την Interfrucht σε πτώχευση […]. Προσπαθούμε μόνο να περιορίσουμε τις ζημίες μας —Del Monte και Interfrucht— σε μια όχι ευνοϊκή συγκυρία για την αγορά. Το μήνυμά μας είναι σαφές και ξεκάθαρο: αν δεν μπορέσετε να επιτύχετε τιμή πωλήσεως εντός του εύρους των […] δολαρίων ΗΠΑ κατά το πρώτο τρίμηνο, δεν θα μπορέσετε να επιτύχετε ένα μικρό περιθώριο κέρδους, ώστε να αντισταθμιστούν οι χαμηλές τιμές των δύο τελευταίων τριμήνων του έτους, πράγμα που σημαίνει ότι τα αποτελέσματα του έτους 2001 θα είναι καταστροφικά στον κλάδο της μπανάνας. Εν κατακλείδι, η μείωση της ποσότητας θα είναι ο μόνος τρόπος τερματισμού της πτώσεως των τιμών […]» (αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 424),

–        ηλεκτρονική επιστολή της 23ης Ιουλίου 2002 του περιφερειακού εσωτερικού ελεγκτή της Del Monte προς τη Weichert, με την οποία αυτός ζητεί να πληροφορηθεί, αφενός, τους λόγους για τους οποίους οι τιμές ορισμένων παρτίδων ανά εβδομάδα εισαγωγής της Weichert το 2001 ήταν χαμηλότερες από αυτές των μπανανών μάρκας UTC που πώλησε η Del Monte στην Ολλανδία μέσω της Del Monte Belgium ή χαμηλότερες από αυτές που το εμπορικό ενημερωτικό έντυπο Sopisco ανέφερε ως «πραγματικές τιμές» τις χαμηλότερες προβλεπόμενες για ορισμένες εβδομάδες, και, αφετέρου, να εξετάσει συμβάσεις που ενδεχομένως υπήρχαν το 2001 και οι οποίες προέβλεπαν επιστροφές ή εκπτώσεις για ορισμένους πελάτες της Weichert (αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 424).

165    Κατά την Επιτροπή, τα περιστατικά αυτά εμφαίνουν ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, αφενός, η Del Monte θεωρούσε ότι έχει τη δυνατότητα ή το δικαίωμα να επηρεάζει την τιμολογιακή πολιτική της Weichert και να ασκεί επιρροή στη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων της Weichert, και, αφετέρου, ότι όντως ασκούσε τέτοια επιρροή (αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που η προσφεύγουσα αμφισβητεί στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

166    Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε δηλώσεις που είχε της Weichert, τις οποίες αυτή είχε διατυπώσει κατά τη διοικητική διαδικασία, με σκοπό τον επιμερισμό των ευθυνών, παρά το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές όχι μόνο δεν τεκμηριώνονται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά αναιρούνται από αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, και παρά τις αντίθετες νομολογιακές επιταγές. Θεωρεί χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Επιτροπή στηρίζει την άποψή της περί ευθύνης της μητρικής εταιρίας εξ ολοκλήρου σε μη επιβεβαιωμένες δηλώσεις της Weichert και, ταυτόχρονα, απορρίπτει τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει η εταιρία αυτή σχετικά με τις παραβάσεις αυτές καθαυτές.

167    Η θεώρηση αυτή, όπως και το επιχείρημα περί αντιφατικών εκτιμήσεων της Επιτροπής, στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή. Η Επιτροπή απλώς υπενθύμισε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 388 και 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις δηλώσεις της Weichert όσον αφορά τις σχέσεις της με την Del Monte, τονίζοντας, εν συνεχεία, ότι υπάρχουν έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ανάγονται στο χρονικό διάστημα της παραβάσεως και αφορούν τακτικές συζητήσεις με την Del Monte σχετικά με τις τιμές και τις πιέσεις που ασκούσε η εν λόγω επιχείρηση (αιτιολογικές σκέψεις 389 και 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

168    Όσον αφορά τα περί «αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων», η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Weichert περιγράφεται ως «θυγατρική εμμέσως ανήκουσα στον [όμιλο Del Monte]», παρά το γεγονός ότι από πολλές δηλώσεις της Weichert, προγενέστερες της έρευνας της Επιτροπής, προκύπτει ότι τα συμφέροντα της επιχειρήσεως αυτής δεν ταυτίζονταν με αυτά της Del Monte.

169    Πέραν της αντικειμενικής της διαπιστώσεως ότι η Del Monte κατέχει, μέσω της θυγατρικής της WAL, το 80 % του εταιρικού κεφαλαίου της Weichert, τονίζεται ότι αυτές οι προγενέστερες δηλώσεις της Weichert, οι οποίες περιλαμβάνονται σε διάφορα έγγραφα προς την Del Monte και εμφαίνουν τις διαμάχες με την επιχείρηση αυτή, δεν αναιρούν τις μεταγενέστερες εκτιμήσεις όσον αφορά την ύπαρξη τακτικών συζητήσεων σχετικά με τις τιμές με την ίδια επιχείρηση και τις πιέσεις που ασκούσε αυτή.

170    Η προσφεύγουσα επικαλείται, επίσης, απόσπασμα υπομνήματος αντικρούσεως που υπέβαλε η Weichert ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο αντιδικίας με τη WAL. Εκεί υποστηρίζεται ότι το σύνολο της προστιθέμενης οικονομικής αξίας της Weichert, δηλαδή οι αγορές, το μάρκετινγκ και η υποδομή μεταφοράς και αποθήκευσης, παράγεται αποκλειστικά από τους ομόρρυθμους εταίρους και ότι ο ρόλος της WAL εντός της εταιρίες περιοριζόταν στην οικονομική συμμετοχή. Αντικείμενο της δίκης, της οποίας την έκβαση δεν γνωστοποίησε η προσφεύγουσα, ήταν το ποιος έχει συμβάλει περισσότερο στην προστιθέμενη οικονομική αξία της Weichert, ζήτημα διαφορετικό από αυτό του καταλογισμού σε μια επιχείρηση της παραβάσεως που έχει διαπραχθεί από άλλη, το οποίο τίθεται ειδικά στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης.

171    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το υποστατό και την αυθεντικότητα των εγγράφων για τα οποία γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 389 και 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο των οποίων επιβεβαιώνεται από ορισμένες δηλώσεις της Weichert περί τακτικών συζητήσεων με την Del Monte σχετικά με τις τιμές και τις πιέσεις που ασκούσε η εν λόγω επιχείρηση.

172    Δεύτερον, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι ουδέποτε υπήρξαν συζητήσεις με τη Weichert σχετικά με τις τιμές αναφοράς ή τις πραγματικές τιμές ενόψει του καθορισμού των τιμών αυτών. Εκτός από την ενημέρωση που προβλέπεται από τη σύμβαση διανομής μεταξύ της DMFPI και της Weichert, οι συζητήσεις μεταξύ των δύο εταιριών ήταν ελάχιστες. Από την αλληλογραφία για την οποία γίνεται λόγος στην υποσημείωση 424 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν μόνον περιπτώσεις κατά τις οποίες η Weichert παρείχε εκ των υστέρων στην Del Monte στοιχεία και διευκρινίσεις σχετικά με τα αποτελέσματα που είχε επιτύχει ως διανομέας της Del Monte. Συναφώς, η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει ανακριβή τη θέση της Επιτροπής ότι «τα διευθυντικά στελέχη της Weichert έδιναν λογαριασμό στην Del Monte» (αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ισχυριζόμενη ότι οι ομόρρυθμοι εταίροι δεν είχαν ιεραρχικά ανώτερους και ουδείς μπορούσε να τους παύσει, καθώς οι εξουσίες τους καθορίζονταν απευθείας από την εταιρική σύμβαση και τον HGB.

173    Πρώτον, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα της Επιτροπής, το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της σκέψεως αυτής, καθώς πουθενά δεν υπονοείται ότι τα διευθυντικά στελέχη της Weichert ήταν ιεραρχικά υποδεέστεροι έναντι της Del Monte.

174    Δεύτερον, δεν ευσταθεί η θέση της προσφεύγουσας ότι αντικείμενο της αλληλογραφίας με τη Weichert ήταν απλώς και μόνον η εκ των υστέρων ενημέρωση σχετικά με την εφαρμογή της συμβάσεως διανομής.

175    Από την αλληλογραφία αυτή, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 389 και 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτουν επανειλημμένες παρεμβάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τις τιμές, συγκεκριμένες, αριθμητικά προσδιορισμένες, εντολές της προσφεύγουσας σχετικά με την ακολουθητέα τιμολογιακή πολιτική, συναντήσεις και τηλεφωνικές συζητήσεις σχετικά με το αντικείμενο αυτό, ρητή εντολή για καθημερινή ενημέρωση σχετικά με τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, σαφή άσκηση πιέσεων όσον αφορά τον εφοδιασμό και εξηγήσεις ή δικαιολογίες της Weichert σχετικά με τη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεών της. Υπενθυμίζεται ότι η αλληλογραφία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της υποβολής, από τη Weichert στην Del Monte, εκθέσεων με συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την υφιστάμενη κατάσταση στην αγορά της μπανάνας, καθώς και με την εξέλιξη της αγοράς αυτής.

176    Σημειωτέον ότι η ίδια η προσφεύγουσα αναλύει διαφορετικά την αλληλογραφία αυτή σε άλλα σημεία των δικογράφων της. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η Επιτροπή «παραθέτει λίγες περιπτώσεις κατά τις οποίες ήλθε εκ των υστέρων σε επαφή με τη Weichert, προκειμένου να της εκφράσει την επιθυμία της για υψηλότερες εν γένει τιμές» και εν τέλει παραδέχεται, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι «οι τέσσερις τηλεομοιοτυπίες αποτελούν αναμφισβήτητα απόπειρα [εκ μέρους της] να επηρεάσει την πολιτική της Weichert» και ότι «όντως διαμαρτυρόταν επειδή η Weichert δεν είχε ακολουθήσει τις εντολές της».

177    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι φόβοι που φέρεται να εκφράζει η Weichert όσον αφορά τον εφοδιασμό της σε μπανάνες δεν αποτελούν επιχείρημα υπέρ της απόψεως της Επιτροπής.

178    Η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι το δικαίωμα του προμηθευτή να λύει τη σχέση του με τον διανομέα δεν συνιστά άσκηση αποφασιστικής επιρροής, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να καταλογίζεται ευθύνη σε όλους τους σημαντικούς προμηθευτές για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού στις οποίες έχουν υποπέσει οι ανεξάρτητοι διανομείς, χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση που να καταλογίζει τέτοια ευθύνη.

179    Αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό, το περιεχόμενο του οποίου είναι γενικό και ασαφές, δεν αναιρεί τη διαπίστωση την οποία διατυπώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως και η οποία στηρίζεται σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των σχέσεων μεταξύ Weichert και Del Monte.

180    Στο δικόγραφο της προσφυγής αναφέρεται, περαιτέρω, ότι «η Del Monte αναφερόταν σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Weichert είχε αγοράσει επιπλέον άδειες εισαγωγής χωρίς να έχει προηγουμένως συμβουλευθεί την Del Monte και σε τιμές τόσο υψηλές, ώστε εν τέλει θα έπρεπε να πωλήσει τις μπανάνες με ζημία», και ότι ήταν λογικό να εκφράσει η Del Monte αντιρρήσεις για τη στρατηγική αυτή, καθώς είχε αρνητικές συνέπειες για τα προϊόντα της και τα οικονομικά αποτελέσματα της Weichert.

181    Η κατάσταση που περιγράφεται ανωτέρω δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση με το περιεχόμενο των επαφών μεταξύ Weichert και Del Monte. Περαιτέρω, η Del Monte δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η Weichert αγόραζε σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές επιπλέον άδειες εισαγωγής, με συνέπεια να πωλεί επί ζημία, πράγμα που προκάλεσε την παρέμβαση της προσφεύγουσας. Επιπλέον, το γεγονός ότι, με τις παρεμβάσεις της στην τρέχουσα διαχείριση της Weichert, η Del Monte επιδίωκε θεμιτό, όπως διατείνεται, σκοπό δεν αναιρεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον καταλογισμό ευθύνης.

182    Τέλος, προβάλλεται ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να παύσει η Del Monte να εφοδιάζει τη Weichert, όπως δήλωσε η τελευταία κατά τη διοικητική διαδικασία. Η διακοπή του εφοδιασμού της Weichert, εκτός του ότι θα ισοδυναμούσε με λύση της συμβάσεως, θα έβλαπτε και τη WAL, δεδομένου ότι αυτή θα επωμιζόταν σε ποσοστό 80 % τις οικονομικές επιπτώσεις. Εξάλλου, σε περίπτωση διακοπής του εφοδιασμού, θα αυξανόταν ο κίνδυνος να περιέλθει το συγκεκριμένο μερίδιο αγοράς σε ανταγωνιστή διανομέα μπανανών και θα επέρχονταν δυσμενείς συνέπειες για το σήμα Del Monte.

183    Η προσφεύγουσα προβάλλει επιπλέον ότι από την αλληλογραφία με τη Weichert «φαίνεται» να προκύπτει ότι η δεύτερη δεν είχε καμία υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες της όσον αφορά τις τιμές, κατά μείζονα λόγο επειδή από το 2000 έως το 2002 η σχέση μεταξύ προμηθευτή και διανομέα ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο μιας συμβάσεως διανομής η οποία είχε λυθεί από το 1997.

184    Το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας στηρίζεται σε μέρος μόνο των δηλώσεων της Weichert, οι οποίες παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες «η [Weichert] επιδίωκε ειδικότερα να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της Del Monte, καθώς φοβόταν ότι αυτή θα σταματήσει τον εφοδιασμό ή, τουλάχιστον, θα τον περιορίσει σημαντικά». Παραλείποντας τα περί μειώσεως του εφοδιασμού, η προσφεύγουσα παραμόρφωσε τις δηλώσεις της Weichert σχετικά με τους φόβους της όσον αφορά τον εφοδιασμό, φόβοι οι οποίοι επιβεβαιώνονται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η Επιτροπή, οι δε διευκρινίσεις της προσφεύγουσας δεν αποτυπώνουν τις σχέσεις και την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ αυτής και της Weichert, όπως αυτές προκύπτουν από τα εν λόγω έγγραφα.

185    Συγκεκριμένα, από τη σύμβαση διανομής και τις τηλεομοιοτυπίες προς τη Weichert προκύπτει ότι η Del Monte όντως διέθετε τη δυνατότητα να επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τον εφοδιασμό της Weichert και ότι στην πράξη ασκούσε έντονη πίεση στην επιχείρηση αυτή, κάνοντας χρήση της εν λόγω δυνατότητας, προκειμένου να επηρεάσει την τιμολογιακή πολιτική της.

186    Η αλληλογραφία μεταξύ Del Monte και Weichert εμφαίνει το πώς αντιλαμβανόταν τότε εκάστη εξ αυτών την κατάσταση, είναι δε, συναφώς, χαρακτηριστικό ότι η πρώτη απείλησε να μειώσει τις εβδομαδιαίες παραδόσεις μπανανών «σε ποσότητες αντίστοιχες προς αυτές για τις οποίες έχει άδεια η Interfrucht, δηλαδή +/- 60 000 κιβώτια ανά εβδομάδα», δηλαδή σε ποσότητα χαμηλότερη από την κατώτατη προβλεπόμενη από τη σύμβαση διανομής, η οποία δεν επέτρεπε στην Del Monte να μειώνει την προσφορά κάτω από ορισμένη ποσότητα (100 000 χαρτοκιβώτια), εκτός αν συνέτρεχε περίπτωση ανωτέρας βίας, και προέβλεπε αυτοδίκαιη αναστολή της συμβάσεως σε περίπτωση που η ποσότητα της εβδομαδιαίας παράδοσης ήταν χαμηλότερη από 60 000 χαρτοκιβώτια. Επομένως, η Del Monte δεν δίσταζε να παρεκκλίνει από τους όρους της συμβάσεως με τη Weichert, θεωρώντας ότι η κατώτατη ποσότητα αντιστοιχούσε όχι στην ποσότητα των μπανανών που έπρεπε να προμηθεύει βάσει της συμβάσεως διανομής, αλλά στην ποσότητα των μπανανών που προέβλεπαν οι άδειες της Weichert. Η Del Monte επιβεβαίωσε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο τη θέση της κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. σημείο 54 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 420 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

187    Περαιτέρω, η σύμβαση διανομής κάλυπτε όχι μόνο τα βόρεια κράτη μέλη της Κοινότητας, αλλά και άλλα κράτη στα οποία δεν ίσχυε το κοινοτικό σύστημα αδειών για τις μπανάνες, δηλαδή τη Νορβηγία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και την πρώην Τσεχοσλοβακία. Επομένως, η μείωση των ποσοτήτων στο επίπεδο των προβλεπόμενων από τις άδειες εισαγωγής, με σκοπό τον επηρεασμό της τιμής της μπανάνας, που αποτελούσε την κύρια μέριμνα της Del Monte όπως δήλωσε η ίδια, μπορούσε να δυσχεράνει τη θέση της Weichert έναντι των πελατών της στις προαναφερθείσες χώρες. Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του τότε ισχύοντος συστήματος αδειών, η μη χρήση των αδειών επί ένα έτος συνεπαγόταν μεγάλο κόστος για τις επιχειρήσεις, καθώς οι άδειες του επομένου έτους εξαρτιόνταν από τη χρήση του προηγούμενου έτους και οι κάτοχοι της άδειας έχαναν μέρος της εγγυήσεώς τους για τις μη χρησιμοποιηθείσες άδειες (βλ. αιτιολογική σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

188    Σημειωτέον, επίσης, ότι η Del Monte προέβη, με τα υπομνήματά της, σε διευκρινίσεις σχετικά με τη διανομή των εισαγόμενων μπανανών, οι οποίες είναι αποκαλυπτικές της οικονομικής ισχύος και της ανεξαρτησίας της επιχειρήσεως αυτής, η οποία εξ αυτού του λόγου βρισκόταν σε προδήλως διαφορετική κατάσταση από τη Weichert.

189    Η προσφεύγουσα αναφέρει στο δικόγραφο της προσφυγής (σημείο 76) τα εξής:

«Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν απαραίτητη η κατοχή αδειών εισαγωγής για την πώληση μπανανών στην Ένωση […]. Ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται από παλιά στη Βόρεια Ευρώπη, η Weichert κατείχε άδειες για εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων (περίπου 137 000 τόνους το 2002), τις οποίες ανανέωνε κάθε χρόνο [εμπιστευτικό] (1).»

190    Η περιγραφόμενη από την προσφεύγουσα ευελιξία στην αγορά της μπανάνας επιβεβαιώνεται από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τη διακίνηση σημαντικών ποσοτήτων από τη Βόρεια Ευρώπη προς άλλες περιοχές της Ένωσης, και αντιστρόφως, η οποία αποδεικνύεται από τα στοιχεία της Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), καθώς και από τις διαπιστώσεις σχετικά με τη μεταβολή, ανά εβδομάδα, των ποσοτήτων των μπανανών οι οποίες έφταναν στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης και εν συνεχεία κατανέμονταν σε διάφορες χώρες της Βόρειας Ευρώπης και σε άλλες περιοχές, όπως προκύπτει από την ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των εισαγωγέων σχετικά με τα φορτία μπανανών που έφταναν στα εν λόγω λιμάνια, ανταλλαγή η οποία δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης (αιτιολογικές σκέψεις 131 και 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατή η ενσωμάτωση [εμπιστευτικό] δεν διαφοροποιεί το σύστημα που είχε οργανώσει η προσφεύγουσα για τη διανομή των μπανανών της, περιλαμβανομένων αυτών που πωλούσε με το σήμα Del Monte, και την ευελιξία που το χαρακτηρίζει.

191    Στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει επίσης ότι ο όμιλος Del Monte δραστηριοποιείται στην πώληση και εμπορία στην Ευρώπη μέσω πολλών θυγατρικών που του ανήκουν εξ ολοκλήρου, ιδίως δε μέσω των DMFPI, Del Monte Germany, η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά της μπανάνας από 1ης Ιανουαρίου 2002, και Del Monte Holland. Εξάλλου, η δραστηριότητα της τελευταίας, η οποία συνίσταται στην επαναπώληση μπανανών με το σήμα UTC, αποτελεί την αιτία της διαμαρτυρίας της Weichert της 18ης Νοεμβρίου 1998, με την οποία η εταιρία αυτή ζητεί «έγγραφη επιβεβαίωση […] ότι η Del Monte θα παύσει αμέσως τις εν λόγω δραστηριότητες και θα τηρήσει τη σύμβαση διανομής». Τρία έτη μετά, με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2001, ένας ομόρρυθμος εταίρος της Weichert απευθυνόταν στην Del Monte τονίζοντας τα εξής: «Σχετικά με την παρούσα σύμβαση [διανομής], η ενέργειά σας να εφοδιάζετε τις εταιρίες σας στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο με τις ίδιες μπανάνες και ανανάδες με το σήμα UTC συνιστά διττή παραβίαση της συμβάσεως». Τα παραθέματα αυτά είναι χαρακτηριστικά της ανισορροπίας στις σχέσεις μεταξύ Del Monte και Weichert, υπό την έννοια ότι γίνεται λόγος για διανομή «των ίδιων μπανανών και ανανάδων» με άλλο σήμα, μέσω των θυγατρικών της Del Monte, σε περιοχές καλυπτόμενες από τη σύμβαση διανομής, πράγμα οπωσδήποτε βλαπτικό για τη Weichert, η οποία, όμως, αρκέστηκε στην έκφραση δυσαρέσκειας.

192    Όσον αφορά τη θέση της προσφεύγουσας ότι από την αλληλογραφία με τη Weichert «φαίνεται να προκύπτει ότι αυτή δεν είχε κανένα λόγο να λάβει υπόψη της τις επιθυμίες της Del Monte», τονίζεται ότι η προσφεύγουσα επικαλείται δύο έγγραφα του ομόρρυθμου εταίρου D. W. προς αυτή, εκ των οποίων το ένα, με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1997, είναι προγενέστερο της τηλεομοιοτυπίας με την οποία η Del Monte απειλούσε τη Weichert με μείωση του εφοδιασμού, στο δε έτερο, με ημερομηνία 23 Απριλίου 2001, ο εν λόγω εταίρος εκφράζει την αντίρρησή του για οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής μορφής της Weichert κατά τρόπον ώστε να περιέλθει στην Del Monte ο πλήρης έλεγχος.

193    Ωστόσο, το γεγονός ότι η βούληση της Del Monte να τροποποιήσει το νομικό καθεστώς της Weichert προσέκρουσε στην αντίδραση ενός ομόρρυθμου εταίρου ουδόλως αναιρεί τα οικονομικής φύσεως ζητήματα που απορρέουν από τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμβάσεως διανομής έως την 31η Δεκεμβρίου 2002, καθώς, βάσει της συμβάσεως αυτής και λόγω του μεγέθους της και, συνεπώς, της οικονομικής ισχύος της, η Del Monte ήταν σε ισχυρότερη θέση, πράγμα που δικαιολογεί τους φόβους της Weichert.

194    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η σχέση μεταξύ προμηθευτή και διανομέα ρυθμιζόταν από το 2000 έως το 2002 από σύμβαση διανομής η οποία είχε λυθεί από το 1997, πρέπει να υπομνηστούν οι διατάξεις της συμβάσεως αυτής σχετικά με τις δυνατότητες καταγγελίας εκάστου συμβαλλομένου.

195    Η σύμβαση διανομής του 1988 είχε αρχικώς συναφθεί για πέντε έτη, το δε άρθρο 1 αυτής όριζε ότι «η ισχύς της συμβάσεως λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1993, ήτοι πέντε έτη μετά τη λήξη της ισχύουσας συμβάσεως μεταξύ των συμβαλλομένων». Προβλεπόταν επίσης ότι στις 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, η ισχύς της συμβάσεως παρατείνεται κατά ένα έτος, εκτός αν ο ένας συμβαλλόμενος ειδοποιήσει εγγράφως τον άλλον, το αργότερο έως την 1η Οκτωβρίου εκάστου έτους, ότι αρνείται την ανανέωση. Επομένως, η σύμβαση διανομής προέβλεπε την αυτοδίκαιη ανανέωσή της σε ετήσια βάση, με δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας, η οποία πρέπει να κοινοποιείται τουλάχιστον τρεις μήνες πριν τη λήξη της ισχύος της.

196    Δεν αμφισβητείται ότι, με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1997, η Del Monte γνωστοποίησε στη Weichert ότι δεν επιθυμεί την παράταση της ισχύος ή την ανανέωση της συμβάσεως διανομής και ότι αυτή λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 431 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

197    Με τον τρόπο αυτό η Del Monte, χωρίς να τηρήσει τους όρους της συμβάσεως διανομής, κοινοποίησε καταγγελία της συμβάσεως αυτής, η οποία στην πράξη ισοδυναμεί με πενταετή παράταση της ισχύος της, χωρίς, πάντως, οι συμβαλλόμενοι να θεωρούν ότι η 31 Δεκεμβρίου 2002 αποτελεί την ημερομηνία οριστικής λύσεως της συμβάσεως. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από δηλώσεις της ίδιας της προσφεύγουσας και από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, παρά τη διαφωνία ως προς τη μεταβολή της νομικής μορφής της Weichert, η προσφεύγουσα είχε εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις με τους ομόρρυθμους εταίρους με σκοπό την ανανέωση της συμβάσεως διανομής. Συγκεκριμένα, σε έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2001, ο D. W., μολονότι εξέφραζε τη διαφωνία του σχετικά με τις προτάσεις ανανεώσεως που είχε διατυπώσει η Del Monte, της ζητούσε ωστόσο να επανεξετάσει τη θέση της υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που περιλαμβάνονται στο έγγραφο.

198    Εν πάση περιπτώσει, τονίζεται ότι η Del Monte και η Weichert συνέχισαν τις εμπορικές σχέσεις τους έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, όταν δηλαδή μεταβιβάστηκε στην JA Kahl Holding GmbH & Co. KG η συμμετοχή της Del Monte στη Weichert στο πλαίσιο συμβάσεως, καθώς δεν είχαν άλλη επιλογή, δεδομένων των οικονομικών δεσμεύσεων των επιχειρήσεων.

199    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι συναποτελεί με τη Weichert ενιαία οικονομική οντότητα στηρίζεται σε τέσσερις τηλεομοιοτυπίες των ετερόρρυθμων εταίρων προς την εταιρία αυτή, οι οποίες είναι προγενέστερες του 2000 και τις οποίες η Επιτροπή έχει παρερμηνεύσει.

200    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η στρατηγική της Weichert, όσον αφορά τη χονδρική πώληση, στηριζόταν στην πώληση μεγάλων ποσοτήτων, ώστε να χρησιμοποιεί όλες τις άδειες που διέθετε, και, για τον λόγο αυτό, όριζε την επίσημη τιμή αφού η Dole είχε καθορίσει τη δική της και σε αντίστοιχο ύψος, ενώ η στρατηγική της προσφεύγουσας συνίστατο στην επίτευξη τιμής που προσιδιάζει σε υψηλής ποιότητας προϊόντα, η δε τιμή αναφοράς προσέγγιζε αυτή της Chiquita, πράγμα που ήταν γνωστό και στις λοιπές επιχειρήσεις της αγοράς. Επισημαίνει, συναφώς, ότι οι συζητήσεις με τη Weichert, σχετικά με τον καθορισμό των τιμών αναφοράς ή των πραγματικών τιμών ήταν άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η Weichert ακολουθούσε παγίως τις τιμές της Dole.

201    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, με τις τέσσερις επίμαχες τηλεομοιοτυπίες αποδεικνύονται δύο πραγματικά περιστατικά, δηλαδή, αφενός, το γεγονός ότι η Del Monte επιχείρησε ορισμένες φορές να επηρεάσει ορισμένες αποφάσεις σχετικά με το εμπόριο μπανανών της Weichert, όχι όμως για άλλες δραστηριότητές της, και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Weichert δεν ακολούθησε τις εντολές της Del Monte, με συνέπεια αυτή να διαμαρτυρηθεί. Από τα στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή δεν προκύπτει ότι η Weichert ακολουθούσε τις εντολές της Del Monte. Το γεγονός ότι μια θυγατρική, η οποία μάλιστα ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, δεν συνεκτιμά τα συμφέροντα της μητρικής εταιρίας ή αγνοεί συστηματικά τις εντολές της δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι έχει την ευχέρεια να καθορίζει την εμπορική πολιτική της. Εν προκειμένω, όμως, η Weichert ενεργούσε αντίθετα προς τη «γενική εμπορική πολιτική» της Del Monte και, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή, «δεν ακολουθούσε οπωσδήποτε τις πολιτικές» που καθόριζε η Del Monte.

202    Σημειωτέον ότι τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 389 και 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνίστανται σε επτά μηνύματα, πέντε εκ των οποίων προέρχονταν από την Del Monte και δύο από τους ετερόρρυθμους εταίρους της Weichert.

203    Τα προερχόμενα από την Del Monte μηνύματα αποκαλύπτουν ευθείες αιτιάσεις προς τη Weichert όσον αφορά την πολιτική μάρκετινγκ και την τιμολογιακή πολιτική της, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται «απαράδεκτη», πολύ συγκεκριμένες, στηριζόμενες σε αριθμητικά στοιχεία, εντολές, όσον αφορά την ακολουθητέα τιμολογιακή πολιτική, συναντήσεις και τηλεφωνικές συζητήσεις με αυτό το αντικείμενο, ρητή εντολή για καθημερινή ενημέρωση σχετικά με τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, ευθείες πιέσεις σχετικά με τον εφοδιασμό, δεδομένου μάλιστα ότι η τελευταία φράση στην τηλεομοιοτυπία της 12ης Δεκεμβρίου 2000 εμπεριέχει κάτι περισσότερο από απειλή, καθώς προαναγγέλλεται μείωση των ποσοτήτων εφοδιασμού, πράγμα που μπορούσε να γίνει με απόφαση της Del Monte και μόνο, με σκοπό την ανακοπή της μειώσεως των τιμών και τη μη πραγματοποίηση «καταστροφικών αποτελεσμάτων» το 2001.

204    Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η Del Monte, όντας ενημερωμένη σε τακτική βάση μέσω των εβδομαδιαίων εκθέσεων της Weichert σχετικά με την κατάσταση στην αγορά, επόπτευε στενά την εμπορική πολιτική της Weichert και προέβαινε ακόμη και σε ευθείες παρεμβάσεις στον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής της.

205    Η Επιτροπή επικαλείται και δύο απαντητικά μηνύματα ενός εκ των ομόρρυθμων εταίρων της Weichert, με τα οποία ο ενδιαφερόμενος παραθέτει, την ίδια ημέρα κατά την οποία η Del Monte διατυπώνει τις αιτιάσεις της, τις εξηγήσεις που αυτή απαιτεί και εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δυνατότητα παροχής εξηγήσεων κατά την επερχόμενη συνάντηση με την Del Monte. Τα μηνύματα αυτά δεν εμφαίνουν έκπληξη, επιφύλαξη ή αντίρρηση από την πλευρά της Weichert, αλλ’ αντιθέτως αποκαλύπτουν ότι αυτή θεωρούσε ότι οφείλει να δίδει στην Del Monte εξηγήσεις για τις αποφάσεις της όσον αφορά τις τιμές και ότι επιδίωκε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της τελευταίας.

206    Η προσφεύγουσα προσκομίζει μεν έγγραφα τα οποία της είχαν απευθύνει οι ομόρρυθμοι εταίροι της Weichert και από τα οποία προκύπτουν οι αντιρρήσεις αυτής όσον αφορά τη μεταβολή της νομικής μορφής της ετερόρρυθμης εταιρίας και η δυσαρέσκειά της όσον αφορά τις δραστηριότητες της βελγικής και της ολλανδικής θυγατρικής της Del Monte, πλην όμως δεν έχει προσκομίσει κανένα έγγραφο της Weichert που να εμφαίνει αντίρρηση ή αντίδραση κατά της ευθείας παρεμβάσεως της Del Monte στην εμπορική διαχείριση της εταιρίας.

207    Η διαπίστωση αυτή συμπίπτει απολύτως με τις δηλώσεις της Weichert, ότι, δεδομένων των κινδύνων όσον αφορά τον εφοδιασμό της και τη μείωση των ποσοτήτων που της παραδίδονται, ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τις εντολές της Del Monte, προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία, ο δε προμηθευτής της εκμεταλλεύτηκε προδήλως τον φόβο αυτόν, όπως επιβεβαιώνεται από την αρχή της τηλεομοιοτυπίας της 12ης Δεκεμβρίου 2000 που απέστειλε η Del Monte στη Weichert.

208    Μολονότι, όπως παραδέχεται η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 424 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αποφάσεις της Weichert όσον αφορά τις τιμές ενδεχομένως δεν ικανοποιούσαν την Del Monte, εντούτοις από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή δεν προκύπτει ότι η Weichert δεν ακολουθούσε κατά κανόνα τις «εντολές της Del Monte», κατά την έκφραση που χρησιμοποιεί η προσφεύγουσα, και ότι ενεργούσε αυτοτελώς στην αγορά. Εκτός του ότι η Del Monte αναγνωρίζει έτσι ότι δεν ενεργούσε αποκλειστικά και μόνον ως εταιρία συμμετοχών, η ερμηνεία που προτείνει όσον αφορά την αλληλογραφία που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 389 και 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απόρροια θεωρητικής γενικεύσεως, χωρίς συνεκτίμηση των υπαρκτών οικονομικών δεσμών που τη συνδέουν με τη Weichert και της θέσεως ισχύος που κατέχει έναντι αυτής.

209    Όσον αφορά την ευθυγράμμιση των τιμών αναφοράς της Weichert με αυτές της Dole, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το γεγονός αυτό αποδεικνύει την απόλυτη αυτοτέλεια της Weichert, δεδομένου ότι η ίδια επιθυμούσε οι τιμές αναφοράς να προσεγγίζουν αυτές της Chiquita. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνει τη στρατηγική διαφωνία μεταξύ της Weichert και της Del Monte, καθώς η Weichert προτιμούσε την πώληση πολύ μεγάλων ποσοτήτων, σε αντίθεση με την επιδίωξη της Del Monte για τιμές που προσιδιάζουν σε υψηλής ποιότητας προϊόντα.

210    Η προσφεύγουσα, μολονότι κάνει λόγο για «ρητώς εκφραζόμενες επιθυμίες» όσον αφορά την εμπορική στρατηγική της, εντούτοις δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ποιες ακριβώς ήταν οι προσδοκίες της έναντι της Weichert. Η Weichert ανέφερε ότι η Del Monte, αν και ουδέποτε της έδωσε ρητή εντολή να ορίσει την ίδια τιμή με την Dole, εντούτοις ανέμενε από αυτή να καθορίζει την επίσημη τιμή σε ύψος αντίστοιχο προς τις τιμές της Dole, και όχι της Chiquita, καθώς η Del Monte θεωρούσε ότι το σήμα της Dole και το δικό της δεν διαφέρουν από άποψη ποιότητας και φήμης.

211    Η Del Monte παραθέτει στα δικόγραφά της αποσπάσματα από τις δηλώσεις άλλων εισαγωγέων, τα οποία υποτίθεται ότι επιβεβαιώνουν τις απόψεις της, αλλά, στην πραγματικότητα, τις αναιρούν, ιδίως όσον αφορά τις δηλώσεις της Dole.

212    Η Dole ανέφερε ότι, «λόγω των προσπαθειών της Del Monte να εμφανιστεί στην αγορά ως φημισμένος και ποιοτικός προμηθευτής, ήταν εν γένει γνωστό στον κλάδο ήταν ότι η Del Monte θεωρούσε τις επίσημες τιμές της Dole ως σημείο αναφοράς για τις δικές της επίσημες τιμές» (απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 24ης Νοεμβρίου 2006, σ. 9). Η Dole επανέλαβε την επισήμανση αυτή με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006 (σ. 3), αναφέροντας επιπλέον, παραπέμποντας ρητώς στην πρώτη απάντησή της, «ότι ήταν εν γένει γνωστό στον κλάδο ότι η Weichert, η οποία τότε είχε αναλάβει το μάρκετινγκ των μπανανών μάρκας Del Monte […] επιδίωκε να προωθήσει τη συγκεκριμένη μάρκα Del Monte […] ως ισάξια με τη μάρκα Dole όσον αφορά τις μπανάνες» (απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006). Η τελευταία αυτή δήλωση, την οποία η προσφεύγουσα παραθέτει στα δικόγραφά της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προηγούμενη διευκρίνιση.

213    Η Chiquita όντως δήλωσε ότι «οι Dole και Del Monte είχαν αρχίσει να διαφοροποιούν τις τιμές αναφοράς όταν άρχισε να λειτουργεί η ιδιόκτητη επιχείρηση της Del Monte στη Γερμανία το 2003», πλην όμως τούτο δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η στρατηγική της Del Monte πριν την ημερομηνία αυτή ήταν η προσέγγιση των τιμών αναφοράς με αυτές της Chiquita. Από τις δηλώσεις της Dole προκύπτει μάλιστα το αντίθετο. Εκτός των δηλώσεων που παρατίθενται στη σκέψη 212 ανωτέρω, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι διευκρινίσεις της Dole, κατά την οποία, στις αρχές του 2003, η Del Monte άρχισε να διαθέτει τις μπανάνες της στην αγορά μέσω της δικής της θυγατρικής, η οποία έδρευε στο Αμβούργο, και ότι, αφού ανέλαβε καθήκοντα ο νέος γενικός διευθυντής της Del Monte τον Απρίλιο του 2003, ασκούνταν τεράστιες πιέσεις στις ομάδες πωλήσεων του Αμβούργου, προκειμένου να δειχθεί ότι η Del Monte κατέχει ισχυρή θέση στη γερμανική αγορά. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, η Del Monte επιδίωξε να καλύψει τη διαφορά μεταξύ του δείκτη της τιμής αναφοράς της Chiquita, δηλαδή της υψηλότερης τιμής αναφοράς, και της τιμής αναφοράς της Del Monte. Η Dole διευκρίνισε, ακόμη, ότι η «στροφή» της Del Monte, δηλαδή η απόφασή της να χρησιμοποιεί την επίσημη τιμή της Chiquita ως τιμή αναφοράς εντασσόταν στο πλαίσιο της στρατηγικής που είχε χαράξει η νέα διεύθυνση της Del Monte, αποσκοπώντας στην καθιέρωση του σήματός της ως σήματος για μπανάνες ανώτερης ποιότητας.

214    Υπό το πρίσμα των επισημάνσεων αυτών της Dole, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 212 και 213 ανωτέρω, πρέπει να ερμηνευθεί το απόσπασμα δηλώσεων της επιχειρήσεως αυτής, το οποίο επισημαίνει η προσφεύγουσα, υποστηρίζοντας ότι, «κατά την εκτίμηση της Dole, η Del Monte ήταν δυσαρεστημένη με τα αποτελέσματα της Weichert» και «είναι προφανές ότι διέκοψε τις σχέσεις της με τη Weichert, προκειμένου να ακολουθήσει μια επιθετική στρατηγική μάρκετινγκ, η οποία αποσκοπούσε στην καθιέρωση των μπανανών μάρκας Del Monte ως μπανανών “ανώτερης ποιότητας” ή “υψηλότερης τιμής”». Το γεγονός ότι τα οικονομικά αποτελέσματα από το εμπόριο μπανάνας δεν ήταν στο ύψος που ανέμενε η Del Monte και ότι αυτή ήταν απογοητευμένη ή δυσαρεστημένη από τη συνεργασία της με τη Weichert δεν σημαίνει ότι η τελευταία ενεργούσε αυτοτελώς στην αγορά, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα.

215    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Weichert καθόριζε συστηματικά και μονομερώς τη δική της τιμή αναφοράς στο ύψος της τιμής αναφοράς της Dole, κρίνεται αβάσιμο και απορριπτέο το επιχείρημα ότι οι επαφές με τη Weichert σχετικά με τον καθορισμό των τιμών αναφοράς ή των πραγματικών τιμών δεν θα είχαν νόημα, επειδή η Weichert ακολουθούσε πάντα τις τιμές της Dole.

216    Επισημαίνεται, τέλος, ότι η προσφεύγουσα τόνισε το γεγονός ότι οι τέσσερις τηλεομοιοτυπίες στις οποίες η Επιτροπή στήριξε τις διαπιστώσεις της είναι του έτους 2000, ενώ η διάρκεια της παραβάσεως ήταν τριετής, από το 2000 έως το 2002.

217    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η προσφεύγουσα δεν λαμβάνει υπόψη της την ηλεκτρονική επιστολή του περιφερειακού εσωτερικού ελεγκτή της Del Monte προς τη Weichert, με την οποία αυτός ζητεί να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους οι τιμές ορισμένων παρτίδων ανά εβδομάδα εισαγωγής της Weichert το 2001 ήταν χαμηλότερες από αυτές των μπανανών μάρκας UTC που πώλησε η Del Monte στην Ολλανδία μέσω της Del Monte Belgium ή χαμηλότερες από αυτές που το εμπορικό ενημερωτικό έντυπο Sopisco ανέφερε ως χαμηλότερες προβλεπόμενες, για ορισμένες εβδομάδες, «πραγματικές τιμές». Το έγγραφο αυτό αποδεικνύει ότι η Del Monte δεν είχε παύσει να εποπτεύει τη Weichert και να παρεμβαίνει στη διαχείρισή της.

218    Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι η Weichert εξακολούθησε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 να αποστέλλει εβδομαδιαίως στην Del Monte εκθέσεις σχετικά με τις τιμές και ότι η εμπορική συνεργασία των δύο αυτών επιχειρήσεων συνεχίστηκε έως την ημερομηνία εκείνη υπό τους όρους της συμβάσεως διανομής, η οποία έθετε την Del Monte σε θέση ισχύος, η οποία ενισχυόταν λόγω του μεγέθους και της οικονομικής ευρωστίας της, δεδομένου μάλιστα του διττού οικονομικού συμφέροντός της να εποπτεύει και να παρεμβαίνει στην τιμολογιακή πολιτική της Weichert.

219    Ελλείψει διαρθρωτικών μεταβολών στη σχέση μεταξύ Del Monte και Weichert από το 2000 έως 2002, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το περιεχόμενο της σχέσεως αυτής, όπως αποτυπώνεται στα έγγραφα του 2000, ήταν ενδεχομένως διαφορετικό κατά τα επόμενα έτη.

220    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η παρατιθέμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 389 και 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως αλληλογραφία μεταξύ Del Monte και Weichert αποτελεί ένδειξη ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από την πρώτη επί της δεύτερης κατά τη διάρκεια της παραβάσεως.

–       Επί των επικουρικών αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η προσφεύγουσα

221    Ανεξαρτήτως του βάρους αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι υπάρχουν διάφορα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να της καταλογιστεί ευθύνη για τη συμπεριφορά της Weichert.

222    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν όντως ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert, θα εξασφάλιζε ότι [εμπιστευτικό]. Μη έχοντας πρόσβαση στις άδειες εισαγωγής της Weichert, αυτή [εμπιστευτικό], καθώς η Weichert χρησιμοποίησε τις άδειες αυτές στο πλαίσιο της στρατηγικής της, η οποία στηριζόταν στις ποσότητες, σε βάρος των συμφερόντων της Del Monte.

223    Τονίζεται, πρώτον, ότι το επιχείρημα αυτό, το οποίο καταλήγει στα περί μη ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής βάσει μιας απλής, μη τεκμηριωμένης επισημάνσεως, δεν είναι ικανό να ανατρέψει τις πραγματικές και αντικειμενικές διαπιστώσεις στις οποίες στηρίζονται τα πορίσματα της Επιτροπής.

224    Υπενθυμίζεται, περαιτέρω, ότι η προσφεύγουσα και η Weichert είχαν συνάψει σύμβαση διανομής, δεσμευτική για τους συμβαλλομένους, η οποία καθόριζε ρητώς τους όρους χρήσεως των αδειών εισαγωγής της Weichert.

225    Η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 10 Φεβρουαρίου 1994, συνεπεία της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 404/93, στο πλαίσιο του οποίου οι εισαγωγές μπανανών στην Κοινότητα καλύπτονται από σύστημα αδειών, με καθορισμένες ετήσιες ποσοστώσεις, οι οποίες κατανέμονται ανά τρίμηνο.

226    Κατά την τροποποιημένη σύμβαση διανομής, η Weichert, αν και δικαιούχος των αδειών αυτών, όφειλε να τις χρησιμοποιεί για να εισάγει μπανάνες μάρκας Del Monte και να τις διαθέτει στις περιοχές που όριζε η σύμβαση, χωρίς να μπορεί να μεταβιβάσει τις άδειές της σε άλλη επιχείρηση, χωρίς έγγραφη συγκατάθεση της Del Monte, όπως επιβεβαίωσε τη Weichert κατά την ακρόασή της.

227    Οι υπαρκτοί συμβατικοί δεσμοί μεταξύ Weichert και Del Monte εμφαίνουν ότι η δεύτερη είχε την εξουσία να ελέγχει τις άδειες εισαγωγής της πρώτης, πράγμα που αποτελεί επιπλέον ένδειξη της δυνατότητας της Del Monte να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Weichert.

228    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, αν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της Weichert, [εμπιστευτικό].

229    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή συνεκτίμησε την ιδιαιτερότητα της Weichert ως ετερόρρυθμης εταιρίας και ανέλυσε την κατανομή των εξουσιών μεταξύ των ομόρρυθμων και του ετερόρρυθμου εταίρου βάσει της εταιρικής συμβάσεως. Κατέληξε στην ορθή διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταίροι ασκούν από κοινού έλεγχο, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι απαιτούνταν ομοφωνία για την τροποποίηση της εταιρικής συμβάσεως (άρθρο 9, παράγραφος 3, της εταιρικής συμβάσεως).

230    Για τον λόγο αυτόν οι ομόρρυθμοι εταίροι και ο ετερόρρυθμος εταίρος άρχισαν συζητήσεις για την τροποποίηση της νομικής μορφής της εταιρίας, των οποίων η αποτυχία είχε εν τέλει ως συνέπεια τη λύση της συμβατικής σχέσεως.

231    Με το επιχείρημά της αυτό η προσφεύγουσα επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, να εξομοιώσει την άσκηση κοινού ελέγχου με την έλλειψη δυνατότητας ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής της Weichert, πράγμα εντελώς αβάσιμο. Η άσκηση τέτοιου ελέγχου δεν αποκλείει τη διαπίστωση της Επιτροπής περί καταλογισμού στην Del Monte ευθύνη για τη διαπραχθείσα από τη Weichert παράβαση.

232    Τρίτον, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η Weichert διαχειριζόταν αυτοτελώς τις νομικές υποθέσεις της, και μάλιστα έδωσε εντολή στους νομικούς συμβούλους της να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της εταιρίας κατά του ομίλου Del Monte, απειλώντας τον όμιλο, διά των νομικών συμβούλων της, με προσφυγή στη δικαιοσύνη. Η Επιτροπή συγχέει, στην αιτιολογική σκέψη 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικαίωμα του μεμονωμένου μετόχου να κινηθεί δικαστικώς με την αντίστοιχη δυνατότητα της Weichert. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν είχε τη δυνατότητα να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Weichert, δεν θα της επέτρεπε να αποτανθεί σε δικηγόρους, προκειμένου να στραφεί δικαστικώς εναντίον της.

233    Πρώτον, η προσφεύγουσα επικαλείται έγγραφο που της απέστειλε στις 27 Μαρτίου 1997, πριν την έναρξη της παραβάσεως, δικηγόρος που ενεργούσε εξ ονόματος της Weichert.

234    Διαπιστώνεται ότι το έγγραφο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με τη μεταβολή της νομικής μορφής της Weichert, την οποία επιδίωκε η Del Monte, και ότι δεν περιείχε καμία απειλή περί δικαστικών ενεργειών κατά της επιχειρήσεως αυτής.

235    Στο έγγραφο αυτό γίνεται αναφορά στο άρθρο 9, παράγραφος 2, της εταιρικής συμβάσεως, από το οποίο προκύπτει ότι οι αποφάσεις της συνελεύσεως των εταίρων λαμβάνονται με την πλειοψηφία των ψήφων και οπωσδήποτε κατόπιν εγκρίσεως του ομόρρυθμου εταίρου, και στο γεγονός ότι ο εν λόγω εταίρος δεν είχε δώσει, σιωπηρώς ή ρητώς, την συγκατάθεσή του στην τροποποίηση αυτή και ότι, «κατ’ αρχήν», δεν σκόπευε να συναινέσει στο μέλλον.

236    Στο πλαίσιο του κοινού ελέγχου επί της Weichert, το γεγονός ότι ένας εταίρος συμβουλεύεται δικηγόρο, ώστε να γνωρίζει τα δικαιώματά του και να αμυνθεί έναντι ενός προσώπου ως προς το οποίο έχει υποψίες ότι δεν τα σέβεται, δεν αποτελεί ένδειξη της αδυναμίας του έτερου εταίρου να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της κοινής επιχειρήσεως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

237    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται απόσπασμα του υπομνήματος αντικρούσεως που υπέβαλε η Weichert στις 15 Μαΐου 2002 ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ αυτής και της WAL. Κατά το απόσπασμα αυτό, το σύνολο της προστιθέμενης οικονομικής αξίας της Weichert, δηλαδή οι αγορές, το μάρκετινγκ και η υποδομή μεταφοράς και αποθήκευσης, παράγεται αποκλειστικά από τους ομόρρυθμους εταίρους και ο ρόλος της WAL εντός της εταιρίες περιοριζόταν στην οικονομική συμμετοχή. Αντικείμενο της δίκης ήταν το ποιος έχει συμβάλει περισσότερο στην προστιθέμενη οικονομική αξία της Weichert.

238    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στο δικαστήριο είχε προσφύγει η Del Monte, και όχι η Weichert, ενόψει της καταγγελίας της συμβάσεως διανομής στις 31 Δεκεμβρίου 2002 και ενώ διεξάγονταν παράλληλα διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων για παράταση της ισχύος της τροποποιημένης συμβάσεως. Το γεγονός ότι η Del Monte προσέφυγε προληπτικά στα δικαστήρια, σχετικά με την οικονομική αξία της επιχειρήσεως, στην οποία μετείχε από κοινού με την οικογένεια W., δεν αναιρεί τη διαπίστωση περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής.

239    Τρίτον, η προσφεύγουσα επικαλείται δύο έγγραφα που της είχαν αποστείλει οι ομόρρυθμοι εταίροι.

240    Με το πρώτο, το οποίο φέρει ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1999, γνωστοποιούνταν στην Del Monte ο διορισμός δικηγόρων προς υπεράσπιση των συμφερόντων της Weichert από τις «ενέργειες στις οποίες προέβη η Del Monte κατά παράβαση της συμβάσεως διανομής» και ζητούνταν από την εν λόγω επιχείρηση να τηρήσει τη σύμβαση.

241    Το έγγραφο αυτό, το οποίο έχει ασαφές περιεχόμενο και είναι προγενέστερο της ενάρξεως της παραβάσεως, δεν προέρχεται από νομικούς συμβούλους μη εργαζόμενους στην επιχείρηση. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι το έγγραφο αυτό είχε συνέπειες.

242    Αντιθέτως, το δεύτερο έγγραφο, το οποίο φέρει ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 2001, εμφαίνει ότι η Del Monte και οι ομόρρυθμοι εταίροι της Weichert συνέχισαν τις επαφές με αντικείμενο την παράταση της συμβατικής σχέσεώς τους στο πλαίσιο της τροποποιημένης συμβάσεως διανομής.

243    Επομένως, όλα τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα επιβεβαιώνουν τις εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων, κυρίως λόγω των προτεινόμενων μεταβολών στη νομική μορφή της Weichert και τροποποιήσεων της συμβάσεως διανομής. Η κατάσταση αυτή εμφαίνει ότι η Del Monte δεν ασκούσε αποκλειστικό έλεγχο, πράγμα που δεν προσκρούει στη διαπίστωση της Επιτροπής περί ασκήσεως κοινού ελέγχου επί της Weichert. Η κατάσταση αυτή δεν αναιρεί τις πραγματικές αντικειμενικές διαπιστώσεις στις οποίες στηρίζεται ο καταλογισμός εις ολόκληρον ευθύνης στην Del Monte.

244    Τέταρτον, η προσφεύγουσα κάνει λόγο για διάφορα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, προγενέστερα της έρευνας της Επιτροπής, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert. Η Επιτροπή δεν εξέτασε κανένα από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, τα οποία προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, πράγμα που συνιστά παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ.

245    Όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 61 έως 76 ανωτέρω, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τον καταλογισμό ευθύνης στην Del Monte για την παράβαση στην οποία υπέπεσε η Weichert.

246    Σημειωτέον ότι η Επιτροπή εξέτασε και απέρριψε τα επιχειρήματα της Del Monte, τα οποία, αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα προνόμια των εταίρων της ετερόρρυθμης εταιρίας, το περιεχόμενο της εταιρικής συμβάσεως, τη σημασία των στοιχείων που διαβίβαζε η Weichert στην Del Monte, το περιεχόμενο της συμβάσεως διανομής, την θέση ισχύος που κατείχε η Del Monte έναντι της Weichert ως προς τον εφοδιασμό και τα περί ελλείψεως συμβατότητας της τιμολογιακής πολιτικής της Weichert με τις προσδοκίες της Del Monte (αιτιολογικές σκέψεις 394 έως 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

247    Η Επιτροπή ανέφερε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 419 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Del Monte δεν συμπεριελάμβανε τη Weichert στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι η Del Monte δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή της Weichert ή ότι η Del Monte και η Weichert δεν είχαν συστήσει επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και στο πλαίσιο της προσδιοριζόμενης με την παρούσα απόφαση παραβάσεως ή ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Del Monte ευθύνη για τη συμπεριφορά της Weichert στην αγορά».

248    Επισημαίνεται ότι [εμπιστευτικό], καθώς και το έγγραφο που απέστειλε στην Del Monte ένας εκ των ομόρρυθμων εταίρων στις 10 Ιανουαρίου 1997, έγγραφα τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της, αφορούν τη λειτουργία της Weichert και τον ρόλο εκάστου εταίρου και ότι η Επιτροπή προδήλως συμπεριέλαβε την επιχειρηματολογία αυτή στην ανάλυσή της όσον αφορά τις διατάξεις του HGB και της εταιρικής συμβάσεως.

249    Η έκθεση των ελεγκτών της Weichert και οι ετήσιες εκθέσεις της Del Monte, τις οποίες επικαλείται προσφεύγουσα, αφορούν το ζήτημα της ενοποιήσεως των λογαριασμών, ζήτημα ως προς το οποίο η Επιτροπή τοποθετήθηκε ρητώς με την αιτιολογική σκέψη 419 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

250    Όσον αφορά τα λοιπά έγγραφα που επικαλείται η προσφεύγουσα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είχαν γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως. Ειδικότερα, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί στοιχείων που δεν είναι συναφή, δεν ασκούν επιρροή ή είναι προδήλως δευτερεύοντα (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 64, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 64, και L’Air liquide κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 64).

251    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα ειδικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας, που παρατίθενται στη σκέψη 244 ανωτέρω, δεν αναιρούν την ορθότητα του συμπεράσματος ότι εν προκειμένω η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τα περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεώς της και ότι δεν έχει παραβιάσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

252    Όσον αφορά τη σημασία των αποδεικτικών εγγράφων, η προσφεύγουσα επικαλείται, καταρχάς, την αρνητική γνωμοδότηση δικηγορικού γραφείου, η οποία ζητήθηκε το 1994, όσον αφορά τη δυνατότητα της WAL να ασκεί επιρροή επί της Weichert, επισημαίνοντας ότι αυτή την άποψη διατύπωσε και ο D. W. με έγγραφο που της απεύθυνε στις 10 Ιανουαρίου 1997.

253    Το γεγονός ότι [εμπιστευτικό] και ότι τονίστηκε η μη ύπαρξη διοικητικού συμβουλίου στη Weichert, με δικαιώματα ψήφου υπέρ της Del Monte δεν ανατρέπει την ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά την απορρέουσα από την εταιρική σύμβαση δυνατότητα της Del Monte να ασκεί επιρροή, η οποία σύμβαση αποτελεί, άλλωστε, ένα μόνον από τα στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμα ότι η Del Monte ασκούσε αποφασιστικής επιρροή επί της Weichert.

254    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή παρέθεσε με σαφήνεια και συνεκτίμησε τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εταιρικής συμβάσεως, κατά τις οποίες «ο εταίρος που υπέχει προσωπική ευθύνη, [ο D. W.], εξουσιοδοτείται και υποχρεούται να εκπροσωπεί και να διαχειρίζεται την εταιρία», και οι εκπρόσωποι της οικογένειας W. χαρακτηρίζονται ως «εταίροι γενικοί διαχειριστές» (αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι υπήρχε διοικητικό συμβούλιο στη Weichert, αλλά διαπίστωσε, ορθώς, ότι δεν ήταν δυνατή η λήψη σημαντικών αποφάσεων, οι οποίες είχαν οπωσδήποτε, έστω έμμεσες, συνέπειες για τη Weichert, χωρίς τη συγκατάθεση του ετερόρρυθμού εταίρου, βάσει του περιεχομένου του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της εταιρικής συμβάσεως.

255    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται απόσπασμα υπομνήματος αντικρούσεως που υπέβαλε η Weichert ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου το 2002, κατά την εκδίκαση διαφοράς της με τη WAL. Το έγγραφο αυτό η προσφεύγουσα το επικαλέστηκε ως αποδεικτικό στοιχείο αντίθετο προς τις δηλώσεις της Weichert σε βάρος της (βλ. σκέψη 170 ανωτέρω).

256    Τονίζεται ότι τα όσα υποστηρίζει η Weichert με ένα υπόμνημα αντικρούσεως, στο πλαίσιο της επιδιώξεως να υποβαθμίσει τη συμβολή της Del Monte, δεν αποδεικνύουν ότι η πρόσθετη οικονομική αξία της Weichert είναι αποκλειστικά απόρροια της συμβολής των ομόρρυθμων εταίρων και ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο συμβαίνει, δεν αρκεί προς αμφισβήτηση της συνολικής εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά το ειδικό ζήτημα της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από μια επιχείρηση επί μιας άλλης.

257    Τρίτον, η προσφεύγουσα επικαλείται δηλώσεις των ελεγκτών της Weichert, κατά τις οποίες το 2000 «η [Weichert] δεν συμπεριλαμβανόταν στην ενοποιημένη διαχείριση του ετερόρρυθμου εταίρου [WAL] και, συνεπώς, δεν ήταν συνδεδεμένη εταιρία», διαπίστωση η οποία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ίδια δεν ενσωμάτωνε τη Weichert στους λογαριασμούς της. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η θέση που διατυπώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 419 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι η εξαίρεση της Weichert από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της, συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι τα αποτελέσματα των θυγατρικών πρέπει να ενσωματώνονται.

258    Το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο.

259    Όπως ορθώς διευκρίνισε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Weichert δεν ήταν θυγατρική, αλλά κοινή εταιρία της Del Monte, η οποία ήταν ετερόρρυθμος εταίρος αυτής, και της οικογένειας W., τα μέλη της οποίας είχαν την ιδιότητα ομόρρυθμου εταίρου. Επομένως, στερούνται παντελώς σημασίας τα περί ενοποιήσεως των αποτελεσμάτων της θυγατρικής με τα αποτελέσματα της μητρικής εταιρίας και τα συμπεράσματα που συνάγει η προσφεύγουσα από τη μη ενοποίηση.

260    Εν πάση περιπτώσει, ο δικαστής της Ένωσης έχει όντως κρίνει ότι η ενοποίηση των λογαριασμών της θυγατρικής από τη μητρική εταιρία «αποτελεί ένδειξη ότι πρόκειται για ενιαία οικονομική οντότητα» (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, T‑85/06, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 66, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2011, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω), πλην όμως η απουσία ενοποιήσεως δεν σημαίνει οπωσδήποτε, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατόν να διαπιστωθεί άσκηση αποφασιστικής επιρροής.

261    Τέταρτον, η προσφεύγουσα επικαλείται άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 10 Οκτωβρίου 2002, το οποίο επιβεβαιώνει ότι, έως την πώληση της συμμετοχής της στη Weichert, δεν είχε τον έλεγχο επί των πωλήσεων των προϊόντων της στις αγορές της Βόρειας Ευρώπης.

262    Διαπιστώνεται ότι η θέση αυτή της προσφεύγουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη γενίκευση του περιεχομένου ενός άρθρου όπου κατ’ ουσίαν παρατίθενται οι δηλώσεις της κατά τις οποίες, μετά την εν λόγω μεταβίβαση, θα είναι σε θέση να ελέγχει «απευθείας» τη διάθεση των προϊόντων της στις αγορές της Βόρειας Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, ένα γενικό δημοσιογραφικό σχόλιο δεν αρκεί προς αντίκρουση των πραγματικών και αντικειμενικών διαπιστώσεων στις οποίες στήριξε η Επιτροπή τον καταλογισμό ευθύνης στην Del Monte για παράβαση διαπραχθείσα από τη Weichert.

263    Πέμπτον, η προσφεύγουσα επικαλείται δηλώσεις εκπροσώπου της Επιτροπής, στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), ο οποίος, αναφερόμενος στην ετήσια έκθεσή της για το 2002, δήλωσε ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη Weichert δεν συνεπαγόταν «άσκηση ελέγχου», καθώς και αποσπάσματα από την έκθεση αυτή, την οποία η Επιτροπή έλαβε υπόψη της.

264    Μολονότι δεν τεκμηριώνεται το υποστατό των δηλώσεων του εκπροσώπου της Επιτροπής, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η ετήσια έκθεση της Del Monte για το 2002 αποτελεί ένα από τα έγγραφα που συμπεριέλαβε στην ανακοίνωσή της στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΠΟΕ.

265    Η Επιτροπή ορθώς υπογραμμίζει ότι η ανακοίνωση αυτή δεν αφορούσε το αν η Del Monte ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της Weichert και ότι το απόσπασμα της συγκεκριμένης εκθέσεως, κατά το οποίο, μετά τη μεταβίβαση της συμμετοχής στη Weichert, η Del Monte θα είναι σε θέση να ελέγχει «απευθείας» την διάθεση των προϊόντων της στις αγορές της Βόρειας Ευρώπης, δεν είναι ασύμβατο με τη θέση που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η Επιτροπή ουδέποτε υποστήριξε ότι η Del Monte ασκεί αποκλειστικό έλεγχο επί της Weichert.

266    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα έγγραφα που επικαλείται η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert, εξεταζόμενα είτε μεμονωμένα είτε συνολικά, δεν αναιρούν την απόφαση της Επιτροπής να καταλογίσει στην προσφεύγουσα ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η Weichert.

–       Επί του παραδεκτού του παραρτήματος C.1 του υπομνήματος απαντήσεως

267    Η Επιτροπή θεωρεί απαράδεκτο το παράρτημα C.1 του υπομνήματος απαντήσεως, βάσει της νομολογίας σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

268    Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να μνημονεύει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 2007, T‑340/03, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑107, σκέψη 166, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 2009, C‑202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2369).

269    Κατά πάγια νομολογία, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1992, C‑52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. I‑2187, σκέψη 17, και διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 1993, T‑56/92, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1267, σκέψη 21, και της 21ης Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1703, σκέψη 49). Τα παραρτήματα λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνουν ή συμπληρώνουν λόγους ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν ρητώς με τα δικόγραφα των υπομνημάτων τους και εφόσον το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καθορίσει με ακρίβεια τα στοιχεία των υπομνημάτων αυτών που θεμελιώνουν ή συμπληρώνουν αυτούς τους λόγους ή επιχειρήματα (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 99).

270    Δεν απόκειται, εξάλλου, στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς που ενδεχομένως καθιστούν βάσιμη την προσφυγή, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 1997, Τ-84/96, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2081, σκέψη 34, και της 21ης Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 154).

271    Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου αφορά και το υπόμνημα απαντήσεως (απόφαση Microsoft κατά Επιτροπής, σκέψη 269 ανωτέρω, σκέψη 95), καθώς και τους λόγους και τις αιτιάσεις που αναπτύσσονται με τα υπομνήματα (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68, και της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 268 ανωτέρω, σκέψη 166, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 268 ανωτέρω).

272    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα αρκείται στον γενικό ισχυρισμό ότι οι προσπάθειες της Επιτροπής να αντικρούσει τα παραδείγματα που παραθέτει, προς απόδειξη του ότι δεν είχε τη δυνατότητα να επηρεάζει τη Weichert στον βαθμό που επιθυμούσε, «είναι εν γένει ελάχιστα πειστικές». Με το υπόμνημα απαντήσεως διατυπώνει παρατηρήσεις σε απάντηση δύο επιχειρημάτων της Επιτροπής, παραπέμποντας, κατά τα λοιπά, στο παράρτημα C.1 του υπομνήματος απαντήσεως για αναλυτικότερες διευκρινίσεις, τις οποίες, λόγω «περιορισμών στον αριθμό των σελίδων», δεν ήταν δυνατόν να ενσωματώσει στα υπομνήματά της.

273    Επισημαίνεται ότι μια τόσο λακωνική διατύπωση δεν μπορεί να παράσχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί, ενδεχομένως χωρίς άλλες πληροφορίες, θα αντέβαινε δε προς την καθαρώς αποδεικτική λειτουργία τους να μπορούν τα παραρτήματα να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αποδειχθεί λεπτομερώς ένας ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής χωρίς την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 268 ανωτέρω, σκέψη 204).

274    Μολονότι οι παρατηρήσεις που ανέπτυξε η προσφεύγουσα, απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τη συμπεριφορά της Weichert κατά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, δεδομένων των προσδοκιών της Del Monte και του διορισμού δικηγόρων προς άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά της επιχειρήσεως αυτής, έπρεπε να ληφθούν και όντως ελήφθησαν υπόψη κατά την εκτίμηση της συμπεριφοράς της Weichert, δεν μπορεί εντούτοις να ισχύσει το ίδιο όσον αφορά το παράρτημα C.1 του υπομνήματος απαντήσεως, το οποίο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως απαράδεκτο.

275    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι ο χαρακτηρισμός των απλών έγγραφων συμπληρωματικών παρατηρήσεων της προσφεύγουσας, οι οποίες αποτελούν προέκταση μόνον των υπομνημάτων της, ως παραρτημάτων δεν είναι συμβατός με το κύριο χαρακτηριστικό ενός παραρτήματος, που είναι η αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία.

276    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι οι Del Monte και Weichert συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, καταλογίζοντας στην πρώτη ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η δεύτερη.

 Επί του σφάλματος στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως

277    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 1, στοιχείο η΄, και το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραβαίνουν το άρθρο 81 ΕΚ στον βαθμό που η Επιτροπή τής καταλογίζει ότι παρέβη τη διάταξη αυτή, «συμμετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική», και όχι μόνον ότι ευθύνεται «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» για την καταβολή του επιβληθέντος στη Weichert προστίμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πρόδηλη υπέρβαση των εξουσιών που αντλεί η Επιτροπή από το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003, στον βαθμό που η Επιτροπή διατάσσει την προσφεύγουσα να παύσει μια παράβαση στην οποία αυτή ουδέποτε μετέσχε. Οι εν λόγω διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως παραβιάζουν και το άρθρο 253 ΕΚ, δεδομένης της πρόδηλης αντιφάσεως μεταξύ του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως και του «προοιμίου», όπου η Επιτροπή αναφέρει ότι δεν διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ από την προσφεύγουσα. Λόγω του σφάλματος στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα αντιμετωπίζει κίνδυνο να ασκηθεί σε βάρος της αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

278    Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να παρουσιάζει λογική συνοχή και να μην εμπεριέχει αντιφάσεις που να εμποδίζουν την ορθή κατανόηση των λόγων εκδόσεως της πράξεως (βλ., συναφώς, απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 151).

279    Τυχόν αντίφαση στην αιτιολογία αποφάσεως συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ, ικανή να θίξει το κύρος της σχετικής πράξεως, αν αποδειχθεί ότι, λόγω της αντιφάσεως αυτής, ο αποδέκτης της πράξεως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, εν όλω ή εν μέρει, την πραγματική αιτιολογία της αποφάσεως και ότι, ως εκ τούτου, οι ουσιαστικές διατάξεις της πράξεως στερούνται, εν όλω ή εν μέρει, παντός νομικού ερείσματος (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 1995, T‑5/93, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑185, σκέψη 42, και της 30ής Μαρτίου 2000, T‑65/96, Kish Glass κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑1885, σκέψη 85).

280    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέλυσε, καταρχάς, τις επαφές μεταξύ, αφενός, των Chiquita και Dole και, αφετέρου, των Dole και Weichert, βάσει της απαγορεύσεως του άρθρου 81 ΕΚ. Με την αιτιολογική σκέψη 359 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

«[Οι] επιχειρήσεις Chiquita, Dole και Weichert διέπραξαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ], η οποία συνίσταται στον καθορισμό των τιμών και στην αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς όσον αφορά τις νωπές μπανάνες [στην αγορά της] Βόρειας Ευρώπης. Οι επιχειρήσεις στις οποίες καταλογίζεται ευθύνη για την παράβαση αυτή απαριθμούνται στο κεφάλαιο 6 της παρούσας.»

281    Εν συνεχεία, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, η Επιτροπή εφαρμόζει την πάγια νομολογία, κατά την οποία η αντίθετη στους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως μπορεί να καταλογιστεί σε άλλη, εφόσον η πρώτη δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά ακολουθεί ουσιαστικά τις εντολές της δεύτερης, ενόψει ιδίως των οικονομικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, αν μια θυγατρική δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, η επιχείρηση που διευθύνει την εμπορική στρατηγική της συναποτελεί με αυτή ενιαία οικονομική οντότητα και μπορεί να της καταλογιστεί ευθύνη ως ανήκουσα στην ίδια επιχείρηση (αιτιολογικές σκέψεις 362 και 363 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

282    Αφού ανέλυσε και συνεκτίμησε διάφορα στοιχεία όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Del Monte και Weichert, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Weichert συναποτελεί με την Del Monte ενιαία οικονομική οντότητα στον βαθμό που η πρώτη επιχείρηση δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 432 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν κατακλείδι, θεώρησε ότι οι «[Del Monte] και [Weichert] ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως για τη συμμετοχή της Weichert στην παράβαση που διαπράχθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002» (αιτιολογική σκέψη 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

283    Με το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εκτιμά ότι η Del Monte είναι μία από τις επιχειρήσεις που «παρέβησαν το άρθρο 81 [ΕΚ], μετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική η οποία συνίστατο στον συντονισμό των τιμών αναφοράς για τις μπανάνες». Με το άρθρο 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο η΄, η Επιτροπή ζητεί από την Del Monte να παύσει «αμέσως την παράβαση [που περιγράφεται στο άρθρο 1], εφόσον δεν το [έχει] ήδη πράξει».

284    Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει καμία εσωτερική αντίφαση, ικανή να εμποδίσει την πλήρη κατανόηση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή και, ειδικότερα, του εκ μέρους της Επιτροπής καταλογισμού ευθύνης στην Del Monte.

285    Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ είναι απορριπτέα.

286    Όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας περί παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, η αιτίαση αυτή στηρίζεται στην ίδια επιχειρηματολογία με αυτή που αναπτύσσεται προς στήριξη της αιτιάσεως περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου, ότι δηλαδή η Επιτροπή ανέφερε στο διατακτικό ότι η Del Monte παρέβη τη διάταξη αυτή, ενώ προηγουμένως είχε δηλώσει ότι δεν διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ από την επιχείρηση αυτή. Η προσφεύγουσα προβάλλει ακόμη ότι η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τις εξουσίες που αντλεί από το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003, στον βαθμό που τη διατάζει να παύσει παράβαση στην οποία ουδέποτε μετέσχε.

287    Αρκεί η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή.

288    Συγκεκριμένα, στην προσφεύγουσα καταλογίστηκε ευθύνη για παράβαση την οποία διέπραξε η ίδια, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και νομικών δεσμών της με τη Weichert, διά των οποίων ήταν σε θέση να καθορίζει τη συμπεριφορά της δεύτερης στην αγορά (βλ., συναφώς, αποφάσεις Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 141, και Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψεις 28 και 34).

289    Είναι, εξάλλου, απολύτως βέβαιον ότι η προσφεύγουσα γνωρίζει την ερμηνεία αυτή, καθώς παραθέτει στα δικόγραφά της τη σχετική νομολογία, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 288 ανωτέρω.

290    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να τηρήσει το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν μπορεί να παύσει τις παραβάσεις που έχουν ενδεχομένως διαπραχθεί από τη Weichert.

291    Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν την υποχρεώνει να παύσει παραβάσεις ενδεχομένως διαπραχθείσες από τη Weichert, εφόσον αυτή δεν βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχό της. Συγκεκριμένα, υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη να μην επαναλάβουν πράξη ή συμπεριφορά προβλεπόμενη από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απλώς προσδιόρισε τις συνέπειες που απορρέουν, όσον αφορά τη διαπιστωθείσα με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης απόφασης παρανομία (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 193).

292    Επιπλέον, με το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται ότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να παύσουν την παράβαση μόνον εφόσον δεν την έχουν ακόμη παύσει. Συνεπώς, εφόσον κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως η προσφεύγουσα δεν μετείχε πλέον στην εναρμονισμένη πρακτική που συνίσταται στον συντονισμό των τιμών αναφοράς των μπανανών, δεν την αφορά η συγκεκριμένη επιταγή της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού

293    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 81 ΕΚ, καθώς διαπίστωσε την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού.

 Επί της έννοιας της εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού

294    Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι, κατά τη νομολογία και τις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής, δεν απαγορεύεται αυτή καθαυτή η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ ανταγωνιστών. Επικαλούμενη απόφαση του γαλλικού ακυρωτικού δικαστηρίου, η Weichert υποστηρίζει ότι απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ποιες συγκεκριμένες επιπτώσεις είχε η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων στον ανταγωνισμό, πράγμα που δεν έπραξε εν προκειμένω. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι συμμετείχε, με την Dole, σε εναρμονισμένη πρακτική, καθώς στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται τίποτα περί συμπτώσεως των βουλήσεων αυτής και της Dole ή περί κοινής γραμμής των δυο αυτών επιχειρήσεων.

295    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή προσάπτει στις επιχειρήσεις προς τις οποίες η απόφαση αυτή απευθύνεται ότι συντόνιζαν τις τιμές αναφοράς των μπανανών, ανταλλάσσοντας πληροφοριακά στοιχεία, στο πλαίσιο διμερών επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, πράγμα που συνιστά εναρμονισμένη πρακτική με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, η οποία, ως εκ τούτου, αποσκοπεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 1, 54, 261 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

296    Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι οι έννοιες «συμφωνία», «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» και «εναρμονισμένη πρακτική» καταλαμβάνουν, από υποκειμενική άποψη, μορφές συμπαιγνίας που μοιράζονται την ίδια φύση και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 131).

297    Όσον αφορά τον ορισμό της εναρμονισμένης πρακτικής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτή αποτελεί μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς να φτάνουν έως τη σύναψη κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστούν ενσυνείδητα τους εκ του ανταγωνισμού κινδύνους με μεταξύ τους συνεργασία στην πράξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψη 26, της 31ης Μαρτίου 1993, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψη 63, και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 26).

298    Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής καλύπτει, πέραν της συνεννοήσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά, διαμορφωμένη βάσει της συνεννοήσεως αυτής και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων. Συναφώς, τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη σύμπραξη και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η συνεννόηση είναι πραγματοποιείται ανά τακτά διαστήματα και επί μακρόν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 161 έως 163, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 51).

299    Κατά τη νομολογία, συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ υφίσταται εφόσον οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εκδηλώσουν την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά κατά ορισμένο τρόπο (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψη 130).

300    Δεδομένων των ορισμών αυτών, η αιτίαση της προσφεύγουσας, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται λόγος για σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ αυτής και της Dole ή για καθορισμό κοινής γραμμής, είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά της έχει χαρακτηριστεί νομικά ως εναρμονισμένη πρακτική και όχι ως συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

301    Δεύτερον, όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ ανταγωνιστών μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας, τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εναρμονισμένης πρακτικής, πρέπει να νοούνται υπό το φως της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία αντίληψη κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψη 173· της 14ης Ιουλίου 1981, 172/80, Züchner, Συλλογή 1981, σ. 2021, σκέψη 13, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 63, της 28ης Μαΐου 1998, C‑7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3111, σκέψη 86, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 32).

302    Η εν λόγω απαιτούμενη αυτοτέλεια δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενομένη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, πλην όμως, απαγορεύει αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που προτίθενται να ακολουθήσουν έναντι αυτού, οσάκις οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίδικης αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της συγκεκριμένης αγοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψη 174· Züchner, σκέψη 301 ανωτέρω, σκέψη 14· Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 301 ανωτέρω, σκέψη 87, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 33).

303    Κατά συνέπεια, η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται στους κανόνες περί ανταγωνισμού, εφόσον μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς με αποτέλεσμα περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 301 ανωτέρω, σκέψη 90, της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 81, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 35).

304    Όσον αφορά την οριοθέτηση μεταξύ των εναρμονισμένων πρακτικών που έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και εκείνων που έχουν αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες αυτούς, υπενθυμίζεται ότι το αντικείμενο και το αποτέλεσμα δεν αποτελούν σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά τη νομολογία, η οποία έχει παγιωθεί μετά την απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, 56/65, LTM (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 313, συγκεκριμένα σ. 321), ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋποθέσεως, η οποία εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει καταρχάς να εξεταστεί το αντικείμενο της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται. Αν από την εξέταση των ρητρών της συμφωνίας αυτής δεν προκύψει ότι είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της, προς επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύτηκε αισθητά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, Συλλογή 2008, σ. I‑8637, σκέψη 15, και απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 28).

305    Για να εκτιμηθεί αν μια εναρμονισμένη πρακτική απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της όταν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363, της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 125, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, σκέψη 304 ανωτέρω, σκέψη 16). Η διάκριση μεταξύ «παραβάσεων λόγω του αντικειμένου» της συμφωνίας και «παραβάσεων λόγω των αποτελεσμάτων» αυτής εξηγείται από το ότι ορισμένες μορφές συμπράξεως μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, ως θίγουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (απόφαση Beef Industry Development Society και Barry Brothers, σκέψη 304 ανωτέρω, σκέψη 17, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 29).

306    Για να είναι η εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρέπει να συνεπάγεται αρνητικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό. Πρέπει, δηλαδή, να είναι εκ των πραγμάτων ικανή, λαμβανομένου υπόψη του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται, να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς. Το αν και κατά πόσον όντως επέρχονται τέτοιες συνέπειες έχει σημασία μόνο για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων και την αποτίμηση των δικαιωμάτων αποζημιώσεως (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 31).

307    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, εφόσον διαπίστωσε ότι από τις επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών προέκυψε εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού, δεν ήταν υποχρεωμένη, βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, να εξετάσει τις συνέπειες της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

308    Είναι, συνεπώς, απορριπτέα η θέση της παρεμβαίνουσας ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει τις επιπτώσεις που είχε στον ανταγωνισμό η προσαπτόμενη ανταλλαγή πληροφοριών, δεδομένου ότι δεν ασκεί επιρροή η επίκληση αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, η οποία άλλωστε δεν προσκομίστηκε.

309    Απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αν οι διμερείς επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών αναφοράς για τις μπανάνες σχετίζονται με καθορισμό τιμών και συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

 Επί του περιεχομένου των επίμαχων επαφών

310    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «εκτίμησε το αντικείμενο της συμπράξεως, βάσει του αντικειμένου της και του περιεχομένου της», πλην όμως δεν διατυπώνει καμία συγκεκριμένη παρατήρηση. Επιπλέον, δεν ευσταθεί η θέση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες επαφές αποσκοπούσαν στη νόθευση των τιμών, διότι οι συζητήσεις μεταξύ της Weichert και της Dole δεν μπορούσαν, από τη φύση τους, να έχουν ως συνέπεια τον συντονισμό σε εβδομαδιαία βάση, καθώς αφορούσαν «ενίοτε» ή «σπανίως» τις τάσεις της τιμής αναφοράς και ως επί το πλείστον «τις εν γένει συνθήκες της αγοράς» ή «τις συνθήκες της αγοράς», μπορούσαν δηλαδή να αφορούν οποιοδήποτε θέμα, από τις ατμοσφαιρικές συνθήκες στην Ευρώπη έως διάφορα επουσιώδη ζητήματα του συγκεκριμένου κλάδου.

311    Εκτός του ότι η Επιτροπή δεν διαχωρίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Chiquita και Dole από αυτές της προσφεύγουσας με την Dole, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία αναγόμενα στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σχετικά με το περιεχόμενο των επαφών αυτών, οι οποίες συνίσταντο απλώς σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις γενικές συνθήκες της αγοράς, βάσει γενικών και δημοσιοποιημένων πληροφοριακών στοιχείων, χωρίς ανταλλαγή εμπιστευτικών, ευαίσθητων ή συγκεκριμένων στοιχείων. Η Επιτροπή χαρακτηρίζει τις επαφές αυτές ως εναρμονισμένη πρακτική απλώς και μόνον επειδή αφορούσαν «στοιχεία σχετικά με την τιμολόγηση», εξομοιώνοντας οποιαδήποτε σύννομη ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων με εναρμονισμένη πρακτική.

312    Πρώτον, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το παραδεκτό της αιτιάσεως ότι δεν πραγματοποιήθηκε ειδική ανάλυση των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Weichert και Dole, την οποία η Επιτροπή θεωρεί απαράδεκτη, υποστηρίζοντας ότι τροποποιεί το πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτό έχει καθοριστεί από τα δικόγραφα των κύριων διαδίκων, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 155).

313    Στο σημείο 4.4.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιγράφει και διαχωρίζει το περιεχόμενο των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ, αφενός, των Dole και Chiquita (αιτιολογικές σκέψεις 149 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, των Weichert και Dole (αιτιολογικές σκέψεις 183 έως 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

314    Η Επιτροπή τονίζει ότι οι συγκεκριμένες διμερείς επαφές διενεργούνταν τηλεφωνικώς και ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις της ανέφεραν ότι δεν υπήρχαν σημειώσεις ή πρακτικά σχετικά με τις επαφές αυτές, διευκρινίζοντας, εν συνεχεία, ότι στηρίχθηκε στις δηλώσεις των εν λόγω επιχειρήσεων και σε έγγραφα σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να περιγράψει με επαρκή ακρίβεια το περιεχόμενο των επίμαχων διμερών επαφών.

315    Όσον αφορά τις διμερείς επαφές μεταξύ Dole και Weichert, η πρώτη δηλώνει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως και την απάντηση της Dole σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 30ής Μαρτίου 2006, ότι αυτές συνίσταντο σε «γενική συζήτηση σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς (τρέχουσες και αναμενόμενες εξελίξεις), καθώς και τα γενικά μεγέθη της αγοράς» και ότι τα απογεύματα της Τετάρτης γινόταν συζήτηση σχετικά με το πώς αυτή και η Weichert «έβλεπαν την αγορά την τρέχουσα εβδομάδα και το πώς εκτιμούσαν ότι θα κινηθεί η αγορά την επόμενη εβδομάδα». Η Dole ανέφερε επιπλέον τα εξής:

«Γινόταν εκτίμηση της αναμενόμενης ζήτησης στην αγορά, στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς (π.χ. αν υπάρχουν πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια ή για την έλλειψη παραγγελιών από τα σούπερ-μάρκετ για τα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως των κίτρινων μπανανών, λόγω μειώσεως της ζήτησης από την πλευρά των καταναλωτών.»

316    Στις αιτιολογικές σκέψεις 184 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλείται και άλλες συναφείς δηλώσεις της Dole και της Weichert, ως εξής:

«(184) Η Dole διευκρινίζει ότι “στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, συζητούσαν και για το ενδεχόμενο γενικής αυξήσεως ή μειώσεως της τιμής της μπανάνας ή σχετικά με το αν οι τιμές αυτές παραμένουν εν γένει αμετάβλητες. Εκτός αυτού, συζητούσαν και τις απόψεις τους όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να μεταβληθεί η ‘τιμή Aldi’ […]”

[…]

(186)  Η Dole δηλώνει ότι οι ανταγωνιστές της έρχονταν κατά καιρούς σε επαφή μαζί της, προκειμένου να πληροφορηθούν σχετικά με τις απαιτήσεις των πελατών όσον αφορά τις εξελίξεις στην αγορά. “Επί παραδείγματι, […] αν η Dole επρόκειτο πράγματι να διοργανώσει προωθητική εκστρατεία σε συγκεκριμένη χώρα”.

(187)       Με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Dole παραδέχεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αποκάλυψε ειδικά στη Weichert την “τις προθέσεις όσον αφορά την προσφορά”. Η Dole δηλώνει ότι, όταν ο [S.] (Dole) επικοινωνούσε με τις επαφές του στη Weichert, “η Weichert ζητούσε επίσης να πληροφορηθεί, ανά τακτά διαστήματα, αν και όχι κάθε εβδομάδα, τις τάσεις της προσφοράς για την επόμενη εβδομάδα. Η Dole απαντούσε στο αίτημα αυτό, εφόσον γνώριζε κάτι σχετικά με την εξέλιξη της τιμής αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα”.

(188) Η Weichert αναφέρει, στην απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι οι διμερείς επαφές με την Dole, “σχετικά με τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά”, συνίσταντο σε “συζητήσεις εντελώς γενικής φύσεως, χωρίς διαρθρωμένη ή προκαθορισμένη ημερήσια διάταξη, οι οποίες αφορούσαν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα ζητήματα” και εν συνεχεία προβαίνει στην εξής απαρίθμηση: εκτίμηση σχετικά με την αγορά, τάσεις της αγοράς, ατμοσφαιρικές συνθήκες στην Ευρώπη, ατμοσφαιρικές συνθήκες στις χώρες παραγωγούς μπανανών, εισαγωγές μπανανών στον ΕΟΧ, επίπεδο της ζήτησης στην αγορά, εξέλιξη της ζήτησης στην αγορά, κατάσταση των λιανικών πωλήσεων, κατάσταση των πωλήσεων προς επιχειρήσεις ωριμάνσεως, ζητήματα κανονιστικής φύσεως, όπως οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις του ισχύοντος για τις μπανάνες καθεστώτος στην Κοινότητα ή επουσιώδη ζητήματα του κλάδου (αποχωρήσεις ή προσλήψεις εργαζομένων, κοινές επιχειρήσεις, αναγγελθείσες εξαγορές κ.λπ.) […]

(189) Η Weichert δηλώνει, ακόμη, ότι, “σε ορισμένες περιπτώσεις, η Dole ερχόταν σε επαφή με τη Weichert με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά […] και, σπανίως, σχετικά με την πιθανή εξέλιξη των επίσημων τιμών ενόψει της ανακοινώσεως των επίσημων τιμών μεταξύ των εισαγωγέων μπανανών κάθε Πέμπτη”.

(190)  […] Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Dole αναφέρει ότι “η Weichert ενίοτε ζητούσε να πληροφορηθεί την πιθανή εξέλιξη της ζήτησης για την ερχόμενη εβδομάδα, ως μέτρο σύγκρισης, προκειμένου η [Weichert] να μπορεί να διατυπώσει με ακρίβεια στις δικές της εκτιμήσεις” […]

[…]

(195) […] η Dole δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι “σκοπός των επαφών ήταν η ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε κάθε εισαγωγέας να μπορεί ευχερέστερα να αξιολογεί τις συνθήκες της αγοράς. Χρησιμοποιώντας τις γενικής φύσεως πληροφορίες και εκτιμήσεις που αποκόμιζε από τις επαφές αυτές, η Dole προέβαινε σε εκτιμήσεις όσον αφορά τη ζήτηση στην αγορά, τη διαθέσιμη προσφορά προς κάλυψη της ζήτησης και το αν η αρχική εκτίμησή της όσον αφορά τις τιμές συνέπιπτε με τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς” […]».

317    Βάσει των δηλώσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι Dole και Weichert, όπως επίσης οι Dole και Chiquita, συζητούσαν, στο πλαίσιο των επαφών τους, για τις συνθήκες που επικρατούν ως προς την προσφορά και τη ζήτηση, δηλαδή για τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση, ήτοι τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονταν οι τιμές αναφοράς της επόμενης εβδομάδας, καθώς και ότι συζητούσαν ή αποκάλυπταν τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών αναφοράς για την επόμενη εβδομάδα, πριν τον καθορισμό των εν λόγω τιμών αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 148, 182 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

318    Η Επιτροπή χαρακτήρισε εν γένει τις ανταλλαγές αυτές εκτιμήσεων και στοιχείων ως επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι αυτές αφορούσαν «ενίοτε» τις τάσεις των τιμών και τους δείκτες των τιμών για την επόμενη εβδομάδα (αιτιολογική σκέψη 266 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, μια επαφή με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών ισοδυναμεί με ανταλλαγές στοιχείων είτε της μιας είτε της άλλης κατηγορίας, κατά μείζονα δε λόγο, και της μιας και της άλλης κατηγορίας.

319    Συναφώς, υπενθυμίζεται και η εξής δήλωση της Dole: «[…] στο πλαίσιο των συζητήσεών τους σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, [οι εμπλεκόμενοι εργαζόμενοι] συζητούσαν και για το ενδεχόμενο γενικής ανόδου της αγοράς ή για το ενδεχόμενο μειώσεως της τιμής της μπανάνας ή για το αν οι τιμές παραμένουν εν γένει σταθερές. Επιπλέον [αυτού], συζητούσαν και για το πώς θα μπορούσε να μεταβληθεί η τιμή Aldi […]» (αιτιολογική σκέψη 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βάσει της δηλώσεως αυτής, η οποία εμφαίνει τη σχέση μεταξύ των συζητήσεων σχετικά με τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση και των συζητήσεων σχετικά με την εξέλιξη των τιμών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι μετέχοντες σε όλες αυτές τις επαφές γνώριζαν ότι ενδέχεται να καταλήξουν σε συζητήσεις ή αποκαλύψεις τέτοιας φύσεως και, παρά ταύτα, δέχονταν να μετάσχουν σε αυτές (αιτιολογική σκέψη 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

320    Δεύτερον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 136, 149 και 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα στοιχεία σχετικά με τις αναμενόμενες εισαγωγές στη Βόρεια Ευρώπη είχαν γνωστοποιηθεί πριν τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών. Επομένως, κατά τις επαφές αυτές, δεν γινόταν συζήτηση σχετικά με τις ποσότητες των εισαγωγών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, εκτός αν αναμενόταν κάποια σημαντική μεταβολή όσον αφορά τις εισαγωγές, ιδίως λόγω της ακινητοποιήσεως πλοίου. Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν τη διαπίστωση αυτή της Επιτροπής.

321    Τρίτον, τονίζεται ότι στα θέματα που συζητούνταν μεταξύ των Dole και Weichert περιλαμβάνονταν, σύμφωνα με τη Weichert, το ύψος της ζήτησης στην αγορά, η εξέλιξη της ζήτησης, η κατάσταση των λιανικών πωλήσεων και η κατάσταση των πωλήσεων όσον αφορά τις επιχειρήσεις ωριμάνσεως. Η Dole επίσης ανέφερε ότι οι επαφές με τη Weichert αφορούσαν τις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή τις τρέχουσες και αναμενόμενες εξελίξεις, διευκρινίζοντας ότι «η αναμενόμενη ζήτηση στην αγορά αξιολογούνταν στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση της αγοράς (π.χ. αν υπάρχουν πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια ή για την έλλειψη παραγγελιών από τα σούπερ-μάρκετ για τα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως των κίτρινων μπανανών, λόγω μειώσεως της ζήτησης από την πλευρά των καταναλωτών)» (αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα δεν απέδειξαν ότι οι επαφές αυτές αφορούσαν στοιχεία που είχαν καταστεί γνωστά στην αγορά. Το ίδιο ισχύει και για τις συζητήσεις σχετικά με τις εκστρατείες προώθησης ή τα περιστατικά που επηρέαζαν τη μεταφορά εμπορευμάτων προς τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης.

322    Απαντώντας σε παρατηρήσεις της Dole και της Weichert, η Επιτροπή παραδέχθηκε, βεβαίως, ότι τα στοιχεία που συζητούνταν «μπορούσαν να εξευρεθούν από άλλες πηγές» (αιτιολογικές σκέψεις 160 και 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όπως, π.χ., οι μετεωρολογικές συνθήκες για τις οποίες κάνουν λόγο οι Dole και Weichert κατά την περιγραφή των διμερών επαφών.

323    Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι η άποψη της Dole ή της Weichert όσον αφορά κάποιο σημαντικό στοιχείο σχετικά με τις συνθήκες της προσφοράς και της ζήτησης, το οποίο θα μπορούσε να προκύψει μόνον από συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, καθώς και η επιρροή της απόψεως αυτής στην εξέλιξη της αγοράς, εξ ορισμού δεν αποτελεί δημοσιοποιημένο πληροφοριακό στοιχείο.

324    Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση στην οποία καταλήγει η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 160 και 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αντιφάσκει προς τη διαπίστωση ότι σκοπός της συγκεκριμένης πρακτικής ήταν η νόθευση του ανταγωνισμού, διαπίστωση η οποία στηρίζεται σε μια γενική θεώρηση της πρακτικής αυτής.

325    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας σχετικά με το περιεχόμενο των προσαπτόμενων επαφών δεν αποδεικνύει έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι απορριπτέα.

 Επί των μετεχόντων στις επαφές και επί του βαθμού δημοσιοποιήσεως των επαφών αυτών

326    Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι οι επαφές της ήταν γνωστές στην αγορά, τόσο στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως όσο και στα μεγάλα καταστήματα, και ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι κοινοποιούσε στους πελάτες της τα στοιχεία σχετικά με την αγορά. Επομένως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι τα πληροφοριακά στοιχεία «γνωστοποιούνταν σε πρόσωπα πολύ περισσότερα από τους εμπλεκόμενους», ενώ, κατά τη νομολογία, η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων στα οποία έχουν πρόσβαση και οι πελάτες, μάλλον ενισχύει, παρά αποδυναμώνει τον ανταγωνισμό.

327    Πρώτον, η παρεμβαίνουσα παραπέμπει στο σημείο 64 της απαντήσεώς της στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2006, όπου αναφέρεται η ανακοίνωση της τιμής αναφοράς πριν το μεσημέρι της Πέμπτης στους λοιπούς εισαγωγείς, πράγμα που η Επιτροπή έλαβε υπόψη της με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην όμως δεν πρέπει το γεγονός αυτό να συγχέεται με τις επαφές της Τετάρτης, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, ενόψει του καθορισμού των εν λόγω τιμών.

328    Δεύτερον, η παρεμβαίνουσα επικαλείται έγγραφα πελατών καταρτισθέντα και προσκομισθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία ή καταρτισθέντα μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, των οποίων το παραδεκτό αμφισβητεί η Επιτροπή βάσει της νομολογίας κατά την οποία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η νομιμότητα της πράξεως εξετάζεται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως.

329    Όσον αφορά έγγραφα που προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι είναι πανομοιότυπα, εκτός αυτού που προσκόμισε ο D., εξ ονόματος της εταιρίας I., και χαρακτηρίζονται από ασάφεια.

330    Αφενός, οι εν λόγω πελάτες αναφέρουν ότι γνώριζαν ότι η Weichert και οι λοιποί εισαγωγείς μπανανών αντάλλασσαν επί πολλά έτη μεταξύ τους πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις εισαγόμενες ποσότητες μπανανών και τις επίσημες τιμές.

331    Εκτός του ότι τα περί επαφών στηρίζονται σε φήμες και δεν έχουν ευθέως διαπιστωθεί, από τα έγγραφα των πελατών που επικαλείται η παρεμβαίνουσα προκύπτει ότι οι επαφές αυτές είχαν ως αντικείμενο τις επίσημες τιμές, εννοώντας, ενδεχομένως, τη γνωστοποίηση των εν λόγω τιμών κάθε Πέμπτη πρωί, μετά τον καθορισμό τους από τους εισαγωγείς την προηγουμένη.

332    Αφετέρου, οι εν λόγω πελάτες υποστηρίζουν ότι «είχαν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά», χωρίς να κάνουν λόγο για συζητήσεις με τους εισαγωγείς και αναφέροντας, ως μόνο τέτοιο παράδειγμα, την πρόσβαση στον εβδομαδιαίο κατάλογο με τις αφίξεις φορτίων μπανανών, ο οποίος αναρτώνταν στον διαδικτυακό τόπο της Weichert.

333    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, με την αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις προς τις οποίες η απόφαση αυτή απευθύνεται είχαν δηλώσει ότι κάθε Πέμπτη πρωί ανακοίνωναν στους πελάτες τους τις τιμές αναφοράς, οι οποίες γίνονταν ταχύτατα γνωστές στον κλάδο και στη συνέχεια γνωστοποιούνταν στον επαγγελματικό τύπο, πράγμα που ούτε η προσφεύγουσα ούτε η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησαν.

334    Όσον αφορά το έγγραφο που προέρχεται από τον D., εξ ονόματος της εταιρίας I., το έγγραφο αυτό δεν περιέχει καμία αναφορά σε συζητήσεις με τη Weichert σχετικά με την τιμή αναφορά, καθώς ο ενδιαφερόμενος απλώς αναφέρει ότι τα στοιχεία σχετικά με τα φορτία μπανανών που αναμένονταν κάθε εβδομάδα στην Ευρώπη, τα οποία στο παρελθόν αναρτώνταν στον διαδικτυακό τόπο της Weichert, δεν του ήταν απαραίτητα, καθώς τα χρησιμοποιούσε μόνο για να πληροφορείται τα «ονόματα των πλοίων» που έφταναν στα ευρωπαϊκά λιμάνια, και ότι τα στοιχεία αυτά μπορούσε πλέον να τα αποκτά επικοινωνώντας με τους προμηθευτές.

335    Εκτός του ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των αναζητούμενων στοιχείων, η συγκεκριμένη δήλωση είναι μειωμένης αξιοπιστίας, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζει ότι η συνολική ποσότητα ή η ποσότητα που παραλάμβανε κάθε εταιρία δεν είχαν καμία σημασία όσον αφορά την ανάπτυξη της αγοράς, παρά το γεγονός ότι όλοι οι υπόλοιποι πελάτες αναφέρουν ότι χρησιμοποιούσαν τις πληροφορίες σχετικά με τις εβδομαδιαίες αφίξεις φορτίων μπανανών «προκειμένου να μπορούν ευχερέστερα να αξιολογούν και να συγκρίνουν τις τιμές των προμηθευτών, της Weichert περιλαμβανομένης».

336    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι ένας από τους μάρτυρες, συγκεκριμένα ο M., ο οποίος εργάζεται στη Weichert από 1ης Οκτωβρίου 2002, μετείχε σε επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών (αιτιολογική σκέψη 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πολλά δε από τα προσκομισθέντα έγγραφα των πελατών απευθύνονταν σε αυτόν.

337    Όσον αφορά τα μεταγενέστερα της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως έγγραφα, διαπιστώνεται ότι έχουν καταρτιστεί από τα πρόσωπα που κατάρτισαν και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, περιλαμβανομένου του M., και έχουν όλα το ίδιο περιεχόμενο, είναι δε εμφανές ότι οι μαρτυρίες έχουν τροποποιηθεί, ούτως ώστε να είναι σαφέστερη η αμφισβήτηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής.

338    Οι ως άνω πελάτες κάνουν λόγο για ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των εισαγωγέων σχετικά με τις «τάσεις και τις γενικές συνθήκες της αγοράς», η οποία λάμβανε χώρα «ενίοτε», σε διάφορα «χρονικά σημεία εντός της εβδομάδας, περιλαμβανομένου του απογεύματος της Τετάρτης». Υποστηρίζουν ότι οι συζητήσεις αυτές δεν είχαν επιρροή επί των πραγματικών τιμών και δεν ήταν επιζήμιες για τους πελάτες.

339    Οι μάρτυρες αναφέρουν επίσης ότι η Weichert συζητούσε μαζί τους για τις «τάσεις και τις γενικές συνθήκες της αγοράς», «σε διαφορετικά χρονικά σημεία εντός της εβδομάδας, περιλαμβανομένου του απογεύματος της Τετάρτης», και διαβεβαιώνουν ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Weichert πάντα τους ενημέρωνε σχετικά με τις εκτιμήσεις της όσον αφορά την αγορά, περιλαμβανομένων των εκτιμήσεων που σχημάτιζε κατόπιν των επαφών της με τους άλλους εισαγωγείς.

340    Πέραν του ότι οι δηλώσεις περί μη αρνητικών συνεπειών των επαφών μεταξύ των εισαγωγέων στην αγορά αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, έκφραση απλών πεποιθήσεων, τονίζεται ότι οι μάρτυρες αναφέρουν ότι η Weichert τους γνωστοποιούσε πληροφοριακά στοιχεία που αποκόμιζε από τις συζητήσεις της με τους άλλους εισαγωγείς, ενώ υποτίθεται ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ήδη γνωστά.

341    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα συνημμένα στο υπόμνημα παρεμβάσεως έγγραφα των πελατών της Weichert δεν χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και κρίνονται απορριπτέα χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο προβαλλόμενος από την Επιτροπή λόγος απαραδέκτου.

342    Εν πάση περιπτώσει, από το επιχείρημα ότι οι εισαγωγείς συζητούσαν ενίοτε μεταξύ τους για τις συνθήκες της αγοράς, το οποίο στηρίζεται σε γενικόλογες δηλώσεις των πελατών, μη βασιζόμενες σε πραγματικές διαπιστώσεις, αλλά μόνο σε φήμες, δεν συνάγεται ότι όλοι οι επιχειρηματίες γνώριζαν το ακριβές περιεχόμενο των αποδεδειγμένων από την Επιτροπή επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών και ότι οι λοιποί προμηθευτές μπανανών, εκτός των Chiquita, Dole και Weichert, μετείχαν στις επαφές αυτές. Σημειωτέον ότι η παρεμβαίνουσα παραδέχεται, με το υπόμνημα παρεμβάσεως, ότι στις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών δεν μετείχαν όλοι οι εισαγωγείς μπανανών.

343    Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, βάσει των προσκομισθέντων εγγράφων, ότι η Weichert γνωστοποιούσε στους πελάτες της στοιχεία σχετικά με τις προθέσεις των ανταγωνιστών της όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών, την κατάσταση των λιανικών πωλήσεων, τις πλεονάζουσες ποσότητες προς εισαγωγή στα λιμάνια, τα αποθέματα των επιχειρήσεων ωριμάνσεως, τις προωθητικές ενέργειες ή τα περιστατικά που επηρέαζαν τη μεταφορά εμπορευμάτων προς τα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης (βλ. σκέψη 321 ανωτέρω).

344    Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός των ανταγωνιστών οι οποίοι συγκεντρώνουν πληροφοριακά στοιχεία από ανεξάρτητες πηγές ή συζητούν τις τιμές που πρόκειται να ορίσουν με πελάτες και τρίτους από εκείνους οι οποίοι, ενόψει του καθορισμού της τιμής αναφοράς, συζητούν τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση και την εξέλιξη των τιμών με άλλους ανταγωνιστές (αιτιολογική σκέψη 305 της αποφάσεως).

345    Ενώ η συμπεριφορά των πρώτων δεν προκαλεί κανένα περιορισμό στον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό, δεν ισχύει το ίδιο για τη συμπεριφορά των δεύτερων, καθώς αυτή δεν συμβαδίζει με την υποχρέωση του επιχειρηματία να καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή την πολιτική που σκέπτεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά, απαίτηση η οποία εμποδίζει αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σ’ έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ένας επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει ο ίδιος στην αγορά (απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψεις 173 και 174, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑61/99, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5349, σκέψη 89).

346    Η εκτίμηση στην οποία καταλήγει ένας εισαγωγέας μπανανών σχετικά με ένα κλιματικό γεγονός που επηρεάζει μια περιοχή παραγωγής, στοιχείο γνωστό και διαθέσιμο στο κοινό, δεν πρέπει να συγχέεται με την εκτίμηση του εν λόγω γεγονότος, στην οποία καταλήγουν από κοινού, λίγο πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, δύο ανταγωνιστές, αν, μάλιστα, αυτή συνοδεύεται από άλλα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της αγοράς, καθώς και των συνεπειών στην εξέλιξη του κλάδου, λίγο πριν τον καθορισμό τιμής αναφοράς.

347    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν ευσταθεί η θέση της προσφεύγουσας ότι υπήρχε ένα ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό σύστημα γενικευμένης ενημερώσεως, το οποίο ήταν γνωστό σε όλες τις δραστηριοποιούμενες στην αγορά της μπανάνας επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα μετείχαν σε αυτό.

348    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της παρεμβαίνουσας σχετικά με τους μετέχοντες στις επαφές και τον βαθμό δημοσιοποιήσεως των επαφών αυτών δεν αποδεικνύει έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι απορριπτέα.

 Επί του χρονοδιαγράμματος και της συχνότητας των επαφών

349    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επαφές μεταξύ Weichert και Dole δεν ήταν δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα τον συντονισμό τους σε εβδομαδιαία ή σε γενικότερη βάση, προβάλλει δε, συναφώς, ότι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που παραθέτει η Επιτροπή, όσον αφορά τη συχνότητα των επαφών αυτών κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, είναι αυτό που προσκόμισε η Weichert και από το οποίο προκύπτει οι εν λόγω επαφές διεξάγονταν το πολύ δύο φορές μηνιαίως. Προκειμένου να αποδείξει ότι οι επαφές αυτές διεξάγονταν με μεγαλύτερη συχνότητα, η Επιτροπή επικαλείται, εσφαλμένως, στοιχεία που αφορούν όλο το ερευνώμενο διάστημα, ήτοι από το 2000 έως το 2005.

350    Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι οι επαφές με την Dole συνίσταντο σε ευκαιριακές συζητήσεις γενικού περιεχομένου, χωρίς προκαθορισμένη ημερήσια διάταξη, και ότι οι επαφές με αντικείμενο την πιθανή εξέλιξη των επίσημων τιμών γενικά, και όχι των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, ήταν σπάνιες.

351    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις διαπιστώσεως παράνομης συνεννοήσεως με κριτήριο τον αριθμό και τη συχνότητα των επαφών μεταξύ των ανταγωνιστών, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της συνεννοήσεως όσο και οι προσιδιάζουσες στην αγορά περιστάσεις αποτελούν τα στοιχεία που εξηγούν τη συχνότητα, τον τρόπο και τις χρονικές αποστάσεις μεταξύ των επαφών που πραγματοποιούν οι ανταγωνιστές, προς εναρμόνιση της συμπεριφοράς τους στην αγορά. Συγκεκριμένα, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις που συνάπτουν συμφωνία στηριζόμενη σε ένα σύνθετο σύστημα συνεννοήσεως επί πολλών πτυχών της συμπεριφοράς τους στην αγορά χρειάζονται τακτικές επαφές επί μακρόν. Αντιθέτως, αν η συνεννόηση έχει στιγμιαίο χαρακτήρα και σκοπεί αποκλειστικά σε εναρμόνιση της συμπεριφοράς στην αγορά σχετικά με μεμονωμένη παράμετρο του ανταγωνισμού, τυχόν επαφή απλώς και μόνον αρκεί ενδεχομένως για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τις οικείες επιχειρήσεις σκοπού που είναι αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 60).

352    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι εκείνο που προέχει δεν είναι τόσο ο αριθμός των συσκέψεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, όσο το γεγονός αν χάρη στις πραγματοποιηθείσες επαφές οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις ανταλλαγείσες με τους ανταγωνιστές τους πληροφορίες προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην οικεία αγορά και να υποκαταστήσουν συνειδητά με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Εφόσον αποδεικνύεται ότι οι επιχειρήσεις αυτές κατέληξαν σε συνεννόηση και παρέμειναν ενεργές στην αγορά, δικαιολογείται να απαιτείται να αποδείξουν αυτές ότι η εν λόγω συνεννόηση δεν είχε ως συνέπεια τον επηρεασμό της συμπεριφοράς τους στην εν λόγω αγορά (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 61).

353    Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις των Dole και Weichert, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μεταξύ τους επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών πραγματοποιούνταν τα απογεύματα της Τετάρτης, δηλαδή λίγο πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς από εκάστη εξ αυτών το πρωί της Πέμπτης. Η διαπίστωση αυτή της Επιτροπής δεν αμφισβητείται ούτε από την προσφεύγουσα ούτε από την παρεμβαίνουσα.

354    Όσον αφορά τη συχνότητα των επαφών, η Dole ανέφερε, καταρχάς, με την απάντησή της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ότι οι επαφές της με τη Weichert «ήταν σχεδόν εβδομαδιαίες». Διευκρίνισε ότι δύο εργαζόμενοί της, οι G. και H., επικοινωνούσαν με εργαζομένους της Weichert περίπου σαράντα φορές κατ’ έτος, με συχνότητα μία φορά την εβδομάδα, ένας τρίτος δε εργαζόμενος, ο S., επικοινωνούσε με τους εργαζομένους της Weichert τρεις έως πέντε φορές κατ’ έτος, όταν οι δύο συνάδελφοί του δεν ήταν διαθέσιμοι (αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

355    Απαντώντας στην ανακοίνωση αιτιάσεων, κατά την οποία οι επαφές με αντικείμενο τις ποσότητες διαχωρίζονται ρητώς από αυτές με αντικείμενο «τις συνθήκες της αγοράς, τις τάσεις των τιμών και τις ενδείξεις των τιμών αναφοράς», η Dole ανέφερε ότι «επαφή με αντικείμενο τις συνθήκες της αγοράς πραγματοποιούνταν περίπου μια φορά ανά δύο εβδομάδες, λόγω ταξιδιών ή άλλων υποχρεώσεων», το ίδιο δε ανέφερε και στην απάντησή της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, προκειμένου να δικαιολογήσει τον αριθμό των επαφών (αιτιολογικές σκέψεις 88 και 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

356    Με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006, η ίδια η Weichert, αφενός, διαχωρίζει τις συζητήσεις με αντικείμενο τις ποσότητες από τις συζητήσεις σχετικά με τις γενικές συνθήκες της αγοράς και την εξέλιξη των επίσημων τιμών και, αφετέρου, δήλωσε ότι οι συζητήσεις αυτές πραγματοποιούνταν με την Dole τις Τετάρτες, αλλά μία με δύο φορές μηνιαίως κατά μέσο όρο. Όταν η Επιτροπή της ζήτησε, στις 5 Φεβρουαρίου 2007, να διευκρινίσει πόσες εβδομάδες κατ’ έτος πραγματοποιούνταν αυτές οι επαφές, η Weichert ανέφερε ότι οι εργαζόμενοί της επικοινωνούσαν με την Dole περίπου 20 έως 25 εβδομάδες κατ’ έτος (αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

357    Η Weichert ανέφερε περαιτέρω, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι οι επαφές με την Dole πραγματοποιούνταν «κατά μέσο όρο μία ή δύο φορές μηνιαίως», χωρίς να αναθεωρήσει ρητώς την αρχική θέση της περί εβδομαδιαίων επαφών, με συνέπεια η Επιτροπή να δεχθεί τον αριθμό των 20 έως 25 εβδομάδων κατ’ έτος που ανέφερε η Dole (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

358    Βάσει των ως άνω στοιχείων, η Επιτροπή κατέληξε ότι οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert ήταν αρκούντως συνεκτικές, ώστε να σχηματιστεί ένα ενιαίο σύστημα ή μηχανισμός επικοινωνίας, που οι επιχειρήσεις μπορούσαν να χρησιμοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες τους (αιτιολογικές σκέψεις 91, 269 και 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

359    Πρώτον, τονίζεται ότι, με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Weichert δεν αμφισβητεί καθόλου την αριθμητική εκτίμηση που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τη συχνότητα των επαφών της με την Dole. Αρκείται στην επισήμανση ότι οι επαφές με αντικείμενο την πιθανή εξέλιξη των επίσημων τιμών εν γένει, και όχι μόνον των τιμών των εν λόγω επιχειρήσεων, ήταν σπάνιες, απομονώνοντας έτσι το συγκεκριμένο στοιχείο και μη λαμβάνοντας υπόψη τις επαφές σχετικά με παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση, ενώ αυτά τα δύο είδη πληροφοριακών στοιχείων αποτελούν το αντικείμενο των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή βάσει των ανεπιφύλακτων δηλώσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

360    Οι μετεωρολογικές συνθήκες, τόσο στις χώρες παραγωγής όσο και στις χώρες προορισμού των φρούτων προς κατανάλωση, τα αποθέματα στα λιμάνια και στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, η κατάσταση των πωλήσεων σε επίπεδο λιανικής και σε επίπεδο επιχειρήσεων ωριμάνσεως, η ύπαρξη προωθητικών εκστρατειών αποτελούν προδήλως πολύ σημαντικές παραμέτρους για τον καθορισμό του ύψους της προσφοράς, σε σχέση με τη ζήτηση, η δε επίκλησή τους κατά τις διμερείς συζητήσεις μεταξύ των ενημερωμένων επιχειρηματιών συνεπάγεται αναγκαστικά τη διαμόρφωση κοινής αντίληψης όσον αφορά την αγορά και την εξέλιξή της από πλευράς τιμών.

361    Επιβάλλεται, προς το παρόν, η υπόμνηση των δηλώσεων τις οποίες προέβη η Dole κατά τη διοικητική διαδικασία, σχετικά με το περιεχόμενο και τον σκοπό των διμερών επαφών. Συγκεκριμένα, η Dole διευκρίνισε, καταρχάς, ότι, «στο πλαίσιο των συζητήσεών τους σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, [οι εμπλεκόμενοι εργαζόμενοι] συζητούσαν και για το ενδεχόμενο γενικής ανόδου της αγοράς ή για το ενδεχόμενο μειώσεως της τιμής της μπανάνας ή για το αν οι τιμές παραμένουν εν γένει σταθερές», και ότι, «[επιπλέον αυτού], συζητούσαν και για το πώς θα μπορούσε να μεταβληθεί η τιμή Aldi […]» (αιτιολογική σκέψη 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον ότι «σκοπός των επαφών ήταν η ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε κάθε εισαγωγέας να μπορεί ευχερέστερα να αξιολογεί τις συνθήκες της αγοράς» και ότι, «χρησιμοποιώντας τις γενικής φύσεως πληροφορίες και εκτιμήσεις που αποκόμιζε από τις επαφές αυτές, η Dole προέβαινε σε εκτιμήσεις όσον αφορά τη ζήτηση στην αγορά, τη διαθέσιμη προσφορά προς κάλυψη της ζήτησης και το αν η αρχική εκτίμησή της όσον αφορά τις τιμές συνέπιπτε με τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και τρίτον ότι, «δεν αρνείται ότι, για τον καθορισμό των δικών της τιμών αναφοράς, λάμβανε υπόψη τα στοιχεία που πληροφορούνταν από τους ανταγωνιστές της, σε συνδυασμό με πολλές άλλες παραμέτρους της αγοράς», η δήλωση δε αυτή της Dole αφορά τόσο τις επαφές της με την Chiquita όσο και με τη Weichert (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

362    Επομένως, όλες οι επαφές αυτές εντάσσονταν στο ίδιο σύστημα, οι δε επαφές με αντικείμενο τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση κατέτειναν στον ίδιο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, σκοπό, όπως και οι επαφές με αντικείμενο τις τάσεις των τιμών ή τους δείκτες των τιμών αναφοράς. Είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, συζητώντας ή δημοσιοποιώντας την άποψή τους σχετικά με τις παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμολόγηση, αποκάλυπταν την τακτική που σκόπευαν να ακολουθήσουν ή, τουλάχιστον, παρείχαν στους μετέχοντες στις επαφές αυτές τη δυνατότητα να αξιολογούν τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς ή να περιορίζουν την αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα αυτό (αιτιολογική σκέψη 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

363    Βάσει του συνόλου των δηλώσεων της Dole σχετικά με το περιεχόμενο και τον σκοπό των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, αποκλείεται το ενδεχόμενο μια διμερής επαφή να περιοριζόταν σε αθώες γενικές συζητήσεις σχετικά με τον κλάδο, έστω και αν οι εργαζόμενοι των εμπλεκομένων επιχειρήσεων συζητούσαν ενίοτε, πέραν των παραμέτρων καθορισμού των τιμών αναφοράς, των τάσεων των τιμών ή των δεικτών των τιμών, και για ζητήματα ανώδυνα, όπως το ανθρώπινο δυναμικό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά.

364    Σημειωτέον, συναφώς, ότι αυξημένη αποδεικτική αξία έχουν οι δηλώσεις εκείνες οι οποίες, πρώτον, είναι αξιόπιστες, δεύτερον, πραγματοποιούνται στο όνομα μιας επιχειρήσεως, τρίτον, προέρχονται από άτομο που έχει την επαγγελματική υποχρέωση να ενεργεί προς το συμφέρον της επιχειρήσεως αυτής, τέταρτον, θίγουν τα συμφέροντα του δηλούντος, πέμπτον, προέρχονται από άμεσο μάρτυρα των εκτιθέμενων περιστατικών και, έκτον, παρασχέθηκαν εγγράφως, οικειοθελώς και κατόπιν ωρίμου σκέψεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2011, T‑348/08, Aragonesas Industrias y Energía κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-7583, σκέψη 104). Το ίδιο ισχύει και για τις έγγραφες δηλώσεις της Dole, σε απάντηση αιτήσεων παροχής πληροφοριών ή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οι οποίες θίγουν τα συμφέροντα της επιχειρήσεως αυτής, η οποία αρνείται ότι έχει παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ και άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία της επιβλήθηκε, όπως στις Del Monte και Weichert, πρόστιμο για τον λόγο αυτό (υπόθεση T‑588/08).

365    Δεύτερον, τονίζεται ότι η προσφεύγουσα επικρίνει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι επαφές διεξάγονταν περίπου 20 έως 25 φορές κατ’ έτος, υποστηρίζοντας ότι η διαπίστωση αυτή αφορά το ερευνώμενο διάστημα από το 2000 έως το 2005.

366    Δεν αμφισβητείται, ωστόσο, ότι το ερώτημα που διατυπώθηκε προς τη Weichert, με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 7ης Φεβρουαρίου 2007, είναι απολύτως σαφές, καθώς αφορά τον αριθμό των εβδομαδιαίων διμερών επαφών με την Dole κατ’ έτος, το δε χρονικό διάστημα μεταξύ 2000 και 2005 προδήλως περιλαμβάνει το διάστημα μεταξύ 2000 έως 2002, κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση, σύμφωνα με την εκτίμηση της Επιτροπής.

367    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο μεγάλος αριθμός των επαφών, όπως έχουν παραδεχθεί οι Dole και Weichert, το πανομοιότυπο περιεχόμενό τους, το γεγονός ότι σε αυτές μετείχαν τακτικά τα ίδια πρόσωπα και ήταν πανομοιότυπα οργανωμένες, από πλευράς χρονοδιαγράμματος και τρόπου επαφής, το γεγονός ότι συνεχίζονταν επί τουλάχιστον τρία έτη, χωρίς οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να ισχυριστούν ότι υπήρξε κάποια διακοπή, και οι δηλώσεις της Dole όσον αφορά τη σημασία των πληροφοριακών στοιχείων που ανταλλάσσονταν σχετικά με τον καθορισμό των τιμών αναφοράς αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι υπήρχε ενιαίο σύστημα ή μηχανισμός επικοινωνίας, που οι επιχειρήσεις μπορούσαν να χρησιμοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες τους.

368    Ο μηχανισμός αυτός δημιούργησε κλίμα αμοιβαίας βεβαιότητας ως προς τις μελλοντικές πολιτικές τους περί καθορισμού τιμών (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 60), κλίμα το οποίο ενισχυόταν με τις ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων μετά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς το πρωί της Πέμπτης.

369    Μολονότι ορισμένα από τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να εξευρεθούν και από άλλες πηγές, το σύστημα ανταλλαγής παρείχε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των εν λόγω στοιχείων ευχερέστερα, ταχύτερα και αμεσότερα (απόφαση Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 368 ανωτέρω, σκέψη 60) και να τα αξιολογούν από κοινού.

370    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία που ανταλλάσσονταν είχαν επαρκές στρατηγικό ενδιαφέρον, λόγω του όλως επίκαιρου χαρακτήρα των στοιχείων αυτών και της συχνότητας των επαφών αυτών επί μακρό χρονικό διάστημα.

371    Αυτή η τακτική και συνεκτική ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις μελλοντικές τιμές αναφοράς είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της διαφάνειας σε μια αγορά όπου, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 380 έως 391 κατωτέρω, ο ανταγωνισμός ήταν ήδη πολύ εξασθενημένος, λόγω του ειδικού κανονιστικού πλαισίου και της εκ των προτέρων ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τα φορτία μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 281).

372    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, από το ευρύτερο πλέγμα των επαφών μεταξύ των εμπλεκομένων, η Επιτροπή παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση ορισμένες μεμονωμένες επαφές, υποστηρίζοντας ότι, εφόσον αυτές αφορούσαν, κατ’ αυτήν, στοιχεία καθορισμού των τιμών και, σπανίως, τις τάσεις των τιμών, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποσκοπούσε στον επηρεασμό των τιμών.

373    Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το γεγονός ότι οι επαφές μεταξύ των ανταγωνιστών, σχετικά με τον προκαθορισμό των τιμών, αποτελούσαν ενδεχομένως το κύριο αντικείμενο της μεταξύ τους επικοινωνίας ή εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανταλλαγής γενικής φύσεως πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ προμηθευτών μπανανών δεν ασκεί επιρροή (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 64) και δεν δικαιολογεί τις παράνομες συνεννοήσεις.

374    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας σχετικά με τη συχνότητα των προσαπτόμενων επαφών δεν αποδεικνύει έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι απορριπτέα.

 Επί του νομικού και οικονομικού πλαισίου

375    Η Del Monte προβάλλει ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά πρέπει να εκτιμηθεί εντός του οικείου οικονομικού πλαισίου και βάσει του γεγονότος ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η αγορά της μπανάνας είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, λόγω των οποίων περιορίζεται η πειστικότητα των επιχειρημάτων της Επιτροπής περί εναρμονισμένης πρακτικής.

376    Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της τη φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριακών στοιχείων και το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιούνταν η ανταλλαγή αυτή, πράγμα που η Επιτροπή δεν έπραξε, παρά το γεγονός ότι, λόγω των χαρακτηριστικών της αγοράς της μπανάνας, οι εκτιμήσεις περί παραβάσεως καθίστανται εντελώς αβάσιμες.

–       Επί του κανονιστικού πλαισίου και της προσφοράς στην αγορά

377    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η αγορά της μπανάνας λειτουργούσε με απόλυτη διαφάνεια, διότι όλοι οι παραγωγοί και οι καταναλωτές ήταν σε θέση να γνωρίζουν τις αφικνούμενες ποσότητες κάθε εβδομάδα και διότι η αγορά ήταν αυστηρά ρυθμισμένη, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του συστήματος των αδειών, οι ποσότητες μπανανών που εισάγονταν κάθε τρίμηνο στην Ευρώπη ήταν προκαθορισμένες. Κατ’ αυτήν, «τα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων καθορίζονταν ουσιαστικά διά των συμφωνιών αυτών».

378    Η παρεμβαίνουσα διευκρινίζει ότι δεν ήταν δυνατόν να επηρεαστούν οι τιμές, χωρίς περιορισμό της παραγωγής μπανανών που πωλούνταν στη Βόρεια Ευρώπη, περιορισμός ο οποίος δεν υπήρξε ούτε ήταν δυνατόν να υπάρξει, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ισχύοντος για τις μπανάνες κοινοτικού καθεστώτος, καθώς οι ποσοστώσεις και οι υψηλές τιμές κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα αποτελούσαν κίνητρο για την πώληση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων στην Ένωση. Προς στήριξη των όσων υποστηρίζει, η παρεμβαίνουσα επικαλείται οικονομική έκθεση.

379    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 40, 129 έως 137, 278 και 279 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της συμπεριφοράς της Dole με το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή εξέτασε και έλαβε υπόψη της το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε στον κλάδο της μπανάνας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ήτοι τον κανονισμό 404/93.

380    Δεν αμφισβητείται ότι, κατά επίμαχο χρονικό διάστημα, για τις εισαγωγές μπανανών στην Κοινότητα ίσχυε το σύστημα των αδειών. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά την υποβολή αιτήσεων χορηγήσεως άδειας, οι επιχειρήσεις ήταν υποχρεωμένες να συστήνουν εγγύηση και ότι οι ποσότητες για τις οποίες είχε χορηγηθεί άδεια κατέληγαν ως επί το πλείστον στις παραδοσιακές επιχειρήσεις του κλάδου, και όχι στις «νέες επιχειρήσεις» ή στις «μη παραδοσιακές επιχειρήσεις» (από 1ης Ιουλίου 2001), πράγμα που εμφαίνει την ύπαρξη εμποδίων για την είσοδο στη συγκεκριμένη αγορά.

381    Οι ποσοστώσεις εισαγωγής μπανανών καθορίζονταν σε ετήσια βάση και κατανέμονταν ανά τρίμηνο, με κάποια ελαστικότητα όσον αφορά τα όρια των τριμήνων ενός ημερολογιακού έτους. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, λόγω του συστήματος των ποσοστώσεων, η συνολική ποσότητα μπανανών που εισάγονταν σε όλη την Κοινότητα εντός ενός τριμήνου ήταν προκαθορισμένη, με την επιφύλαξη της ελαστικότητας των ορίων των τριμήνων, καθώς υπήρχαν ισχυροί λόγοι ώστε οι κάτοχοι των αδειών να εξασφαλίζουν τη χρησιμοποίησή τους εντός του αντίστοιχου τριμήνου (αιτιολογική σκέψη 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

382    Η σημασία της ρυθμίσεως αυτής, η οποία ίσχυε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, όσον αφορά το ύψος της προσφοράς και η συμβολή της στην επίτευξη ορισμένου βαθμού διαφάνειας στην αγορά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι τιμές στην αγορά της μπανάνας δεν καθορίζονταν απολύτως ελεύθερα, βάσει της προσφοράς και της ζήτησης.

383    Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η επίμαχη πρακτική ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

384    Πρώτον, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τον εβδομαδιαίο ρυθμό λειτουργίας, που αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό του κλάδου της μπανάνας.

385    Είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι, στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών, δεν είναι προκαθορισμένες οι ποσότητες μπανανών που εισάγονται και διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης ή στην επίμαχη γεωγραφική περιοχή κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης εβδομάδας.

386    Δεδομένου ότι η αγορά λειτουργούσε σε εβδομαδιαίους κύκλους, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι ποσότητες μπανανών που αποστέλλονταν στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης καθορίζονταν ανά εβδομάδα, στο πλαίσιο των σχετικών με την παραγωγή και τα φορτία αποφάσεων των παραγωγών και των εισαγωγέων (αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι οποίοι, συνεπώς, διέθεταν ορισμένη ευχέρεια όσον αφορά τις ποσότητες που διέθεταν στην αγορά.

387    Δεύτερον, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη της μια συγκεκριμένη περίσταση σχετικά με την ποσότητα μπανανών που διοχετεύονταν ανά εβδομάδα στην αγορά της Βόρειας Ευρώπης, περίσταση για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«Από διάφορα έγγραφα που έχουν περιέλθει στην Επιτροπή προκύπτει ότι, ενόψει του καθορισμού των εβδομαδιαίων τιμών αναφοράς, από τη Δευτέρα έως την Τετάρτη, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντάλλασσαν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα φορτία μπανανών που έφταναν στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης. Τα στοιχεία αυτά αφορούσαν τις προβλεπόμενες ανά εβδομάδα αφίξεις φορτίων εκάστης επιχειρήσεως. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παραδέχονται ότι η ανταλλαγή αυτή στοιχείων είχε συμπληρωματικό ή εναλλακτικό χαρακτήρα, καθώς οι εισαγωγείς στηρίζονταν σε στοιχεία σχετικά με τα φορτία μπανανών που αντλούσαν από διάφορες πηγές, δημόσιες και ιδιωτικές, μέσω υπηρεσιών εμπορικής ενημέρωσης. Επομένως, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, κατά τις επαφές τους με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, συνήθως γνώριζαν τις ποσότητες μπανανών των ανταγωνιστών που επρόκειτο να φτάσουν αργότερα, κατά την ερχόμενη εβδομάδα, στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης.»

388    Η Επιτροπή διευκρίνισε ακόμη ότι, μολονότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν αμφισβήτησαν τη διαπίστωση που διατυπώνεται με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες πραγματοποιούνταν τακτικά στην αρχή εκάστης εβδομάδας (από τη Δευτέρα έως το πρωί της Τετάρτης) (υποσημείωση 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εντούτοις εκείνη εκτίμησε, έχοντας λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που οι εν λόγω επιχειρήσεις προέβαλαν, απαντώντας στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων με αντικείμενο τις ποσότητες είχαν ως σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού ή ότι αποτελούν μέρος της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

389    Αντιθέτως, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι μετέχοντες στις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών επικοινωνούσαν μεταξύ τους έχοντας περιορισμένη αβεβαιότητα όσον αφορά την κατάσταση των ανταγωνιστών τους, όσον αφορά τις παραδιδόμενες ποσότητες, και ότι το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διαφανή λειτουργία της αγοράς, λόγω του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου, είχε ως συνέπεια να επικρατεί περιορισμένη αβεβαιότητα στον συγκεκριμένο κλάδο στη Βόρεια Ευρώπη, οπότε ήταν κατά μείζονα λόγο σημαντικό να προστατευθεί η εναπομένουσα αβεβαιότητα όσον αφορά τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών σχετικά με τις τιμές (αιτιολογική σκέψη 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

390    Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς αντίκρουση των διαπιστώσεων της Επιτροπής σχετικά με το περιθώριο εκτιμήσεως των δραστηριοποιούμενων στον κλάδο της μπανάνας επιχειρήσεων όσον αφορά τις ανά εβδομάδα διαθέσιμες ποσότητες στην αγορά και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές γνώριζαν τα αναμενόμενα φορτία μπανανών, πριν τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, διαπιστώσεων οι οποίες καθιστούν εντελώς αβάσιμη τη θέση της προσφεύγουσας περί προκαθορισμένων μεριδίων αγοράς. Αντιθέτως, οι δηλώσεις της προσφεύγουσας στηρίζουν ορισμένες από τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο.

391    Περαιτέρω, η Επιτροπή ανέφερε, με το υπόμνημα αντικρούσεως και χωρίς η προσφεύγουσα να την αντικρούσει, ότι η προσφεύγουσα, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, διευκρίνισε τον τρόπο με τον οποίο η Del Monte, το 2003, μετά τη λήξη των συμβάσεών της με τη Weichert, είχε [εμπιστευτικό], παραδεχόμενη ότι υπήρχε ορισμένη ελαστικότητα στην αγορά.

392    Όσον αφορά την παρεμβαίνουσα, αυτή διατυπώνει μια συγκεκριμένη αιτίαση, υποστηρίζοντας ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε περιορισμό του ανταγωνισμού, στον βαθμό που «δεν ήταν δυνατόν να επηρεαστούν οι τιμές, χωρίς περιορισμό της παραγωγής μπανανών», περιορισμός ο οποίος δεν μπορούσε καν να υπάρχει λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κοινοτικού καθεστώτος της μπανάνας.

393    Πέραν του ότι η προσφεύγουσα δεν διατύπωσε στα δικόγραφά της τη θέση ότι, για να είναι αποτελεσματική η σύμπραξη, έπρεπε εν προκειμένω να επιτευχθεί μείωση της διαθέσιμης προσφοράς, επισημαίνεται ότι η παρεμβαίνουσα, αφού ανέφερε ότι «δεν ήταν δυνατόν να επηρεαστούν οι τιμές, χωρίς περιορισμό της παραγωγής μπανανών», αρκέστηκε στη διευκρίνιση ότι «[τούτο] εξηγείται λεπτομερέστερα [σε οικονομική ανάλυση συνημμένη στο υπόμνημα παρεμβάσεως]».

394    Υπενθυμίζεται ότι η παρατιθέμενη στις σκέψεις 268 έως 271 ανωτέρω νομολογία σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας ισχύει, κατ’ αναλογία, και για το υπόμνημα παρεμβάσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑227/01 έως T‑229/01, T‑265/01, T‑266/01 και T‑270/01, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3029, σκέψη 94). Περαιτέρω, η παράβαση του εν λόγω άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, συγκαταλέγεται στους λόγους απαραδέκτου που το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη σε κάθε στάδιο της δίκης, δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, T‑481/93 και T‑484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2941, σκέψη 75, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψη 54).

395    Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα απλώς προβάλλει την αιτίασή της και παραπέμπει γενικώς σε παράρτημα του υπομνήματος παρεμβάσεως. Το εν λόγω υπόμνημα παρεμβάσεως περιλαμβάνει διευκρινίσεις όσον αφορά τη θέση ότι δεν ήταν αδύνατον να υπάρξουν ή ότι δεν υπήρξαν περιορισμοί στις ποσότητες μπανανών που ήταν διαθέσιμες στη Βόρεια Ευρώπη και όχι όσον αφορά την παραδοχή στην οποία στηρίζεται η αιτίαση, ότι δηλαδή προϋπόθεση για να υπάρχει σύμπραξη ως προς τις τιμές είναι ο περιορισμός των ποσοτήτων. Η διατύπωση της αιτιάσεως είναι τόσο λακωνική ώστε ούτε η Επιτροπή δύναται να προετοιμάσει την άμυνά της ούτε το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί, ενδεχομένως χωρίς άλλες πληροφορίες, θα αντέβαινε δε προς την καθαρώς αποδεικτική λειτουργία τους να μπορούν τα παραρτήματα να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αποδειχθεί λεπτομερώς ένας ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής χωρίς την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 268 ανωτέρω, σκέψη 204).

396    Επομένως, η συγκεκριμένη αιτίαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

397    Η αιτίαση αυτή, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί παραδεκτή, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα.

398    Πρώτον, τονίζεται ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την ύπαρξη συμπαιγνίας με σκοπό την κατανομή των αγορών ή τον περιορισμό των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά.

399    Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, δεν είναι απαραίτητο, για τη διαπίστωση συμπράξεως ως προς τις τιμές, να διαπιστωθεί επιπλέον η ύπαρξη συμπράξεως με σκοπό τον περιορισμό των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 133 και 292 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

400    Δεύτερον, η προβαλλόμενη από την παρεμβαίνουσα αιτίαση θέτει το ζήτημα των συνεπειών της συμπαιγνίας επί των πραγματικών τιμών και στηρίζεται σε μια μελέτη των οικονομικών επιπτώσεων της προσαπτόμενης συμπεριφοράς στην αγορά της μπανάνας στην Ευρώπη. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε στη σκέψη 304 ανωτέρω, ο αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπός και τα αντίθετα προς τους εν λόγω κανόνες αποτελέσματα αποτελούν όχι σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις της θεσπισθείσας με το άρθρο 81 ΕΚ απαγορεύσεως. Προκειμένου να εκτιμηθεί αν εναρμονισμένη πρακτική απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της, εφόσον προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

401    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η θέση της Weichert περιέχει αντιφάσεις.

402    Στην οικονομική ανάλυση που προσκόμισε η Weichert αναφέρεται ότι η αγορά της μπανάνας στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από σημαντικές και ως επί το πλείστον απρόβλεπτες διακυμάνσεις των τιμών σε «εβδομαδιαία βάση», λόγω αντίστοιχων διακυμάνσεων της ζήτησης και της «προσφοράς».

403    Εξάλλου, η ίδια η Weichert δηλώνει ότι, «εκτός της επιρροής που ασκούσε η Del Monte ως πλειοψηφικός εταίρος, η Weichert επιδίωκε, ειδικότερα, να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της Del Monte, υπό τον φόβο ότι αυτή θα παύσει να την προμηθεύει ή, έστω, θα μειώσει σημαντικά τις ποσότητες, αν η επίσημη τιμή της Weichert δεν ήταν αυτή που ανέμενε η Del Monte» (αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

404    Η δήλωση αυτή τεκμηριώνεται από αδιάσειστα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.

405    Σε υπόμνημα της 12ης Ιουνίου 2000, το οποίο εστάλη από τον A. της εταιρίας Del Monte προς τους A. W. και H. W., αναφέρονται τα εξής (αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως): «[…] όπως με σαφήνεια σας εκθέσαμε κατά τη συνάντηση της προηγούμενης εβδομάδας στο Μαϊάμι, αν δεν μπορείτε να επιτύχετε τις τιμές αυτές, θα μειώσουμε τις ποσότητες μπανανών που σας παραδίδουμε στο ύψος των ποσοτήτων των αδειών της Interfrucht, δηλαδή +/- 60 000 κιβώτια ανά εβδομάδα. Παρακαλώ να μας ενημερώνετε καθημερινά σχετικά με τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεών σας με τους πελάτες σας» (αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από την εξέταση του εγγράφου προκύπτει ότι η Del Monte απειλεί να μειώσει τις ποσότητες που παραδίδει σε 60 000 κιβώτια ανά εβδομάδα, ενώ το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της συμβάσεως διανομής μεταξύ Del Monte και Weichert προέβλεπε την παράδοση 100 000 έως 200 000 κιβωτίων ανά εβδομάδα.

406    Στις 12 Δεκεμβρίου 2000, η Del Monte απέστειλε το εξής μήνυμα στη Weichert (υποσημείωση 424 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«Το μήνυμά μας είναι σαφές και ξεκάθαρο: αν δεν μπορέσετε να επιτύχετε τιμή πωλήσεως εντός του εύρους των […] κατά το πρώτο τρίμηνο, δεν θα μπορέσετε να επιτύχετε ένα μικρό περιθώριο κέρδους, ώστε να αντισταθμιστούν οι χαμηλές τιμές των δύο τελευταίων τριμήνων του έτους, πράγμα που σημαίνει ότι τα αποτελέσματα του έτους 2001 θα είναι καταστροφικά στον κλάδο της μπανάνας. Εν κατακλείδι, η μείωση της ποσότητας θα είναι ο μόνος τρόπος τερματισμού της πτώσεως των τιμών […]».

407    Η δυνατότητα των προμηθευτών να επηρεάζουν τις τιμές, ελέγχοντας τις ποσότητες, επιβεβαιώνεται περαιτέρω από εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της Chiquita της 21ης Ιουνίου 2000, η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 113 και 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με απόφαση της επιχειρήσεως αυτής να αντισταθμίσει μια απρόσμενη μείωση της τιμής αναφοράς διά της αυξήσεως των ποσοτήτων. Ο συντάκτης της επιστολής αναφέρει, συγκεκριμένα, τα εξής:

«[…] η αύξηση των ποσοτήτων δεν θα αντισταθμίσει κατά 100 % τη μείωση της τιμής, αλλά χρειαζόμαστε κάθε επιπλέον ποσότητα, εφόσον τούτο δεν θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις σε βάρος μας.»

408    Η Weichert δεν αμφισβήτησε ότι αντάλλασσε, με τις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα φορτία μπανανών στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης ούτε διατύπωσε παρατηρήσεις επί της συμπληρωματικής διαπιστώσεως της Επιτροπής ότι τα στοιχεία αυτά εμφαίνουν ότι οι ποσότητες μπανανών που έφταναν στα εν λόγω λιμάνια διέφεραν από εβδομάδα σε εβδομάδα (αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

409    Τα υποστηριζόμενα από την παρεμβαίνουσα, προς απόδειξη του ότι οι εισαγωγείς μπανανών δεν είχαν τη δυνατότητα να μειώνουν τις διαθέσιμες στη Βόρεια Ευρώπη ποσότητες μπανανών, είναι απορριπτέα κατά το μέτρο που στρέφονται κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής σχετικά με το περιθώριο εκτιμήσεως των επιχειρήσεων του κλάδου όσον αφορά τις ανά εβδομάδα διαθέσιμες ποσότητες στην αγορά της συγκεκριμένης περιοχής.

410    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν αναιρεί το γεγονός της μετακινήσεως σημαντικών ποσοτήτων από τη Βόρεια Ευρώπη προς άλλες περιοχές της Ένωσης, και αντιστρόφως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat, καθώς και τις διακυμάνσεις, από εβδομάδα σε εβδομάδα, των ποσοτήτων μπανανών που έφταναν στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίες εν συνεχεία κατανέμονταν στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης και σε άλλες περιοχές, όπως προκύπτει από τις ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τα φορτία μπανανών στα εν λόγω λιμάνια, ανταλλαγές τις οποίες η Weichert παραδέχθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να τις αρνηθεί στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

411    Τα παρατιθέμενα στις σκέψεις 405 έως 408 ανωτέρω έγγραφα αποδεικνύουν ότι η προσφορά στην αγορά δεν ήταν ανελαστική, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις τόσο της Weichert όσο και της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας με την οποία επιχειρεί να αποδείξει ότι δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, αν είχε τέτοια δυνατότητα, θα επιδίωκε να εξασφαλίσει τη χρησιμοποίηση των αδειών εισαγωγής της Weichert, στο πλαίσιο των τριμηνιαίων ή εβδομαδιαίων διαπραγματεύσεων, προκειμένου αυτές να διοχετεύονται σε αγορές με καλύτερες τιμές, προς μεγιστοποίηση των κερδών του ομίλου Del Monte, πράγμα που δεν συνέβαινε.

412    Η Weichert κάνει λόγο για συγκεκριμένες δυσχέρειες, τονίζοντας ότι υπείχε τη συμβατική υποχρέωση να ικανοποιεί τους πελάτες της, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη και να εφοδιάζει τις περιοχές τις οποίες κάλυπτε η σύμβαση διανομής μεταξύ αυτής και της Del Monte, δηλαδή, «ως επί το πλείστον», τη Βόρεια Ευρώπη.

413    Επισημαίνεται ότι, με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι είχε πελάτες και σε άλλες περιοχές εκτός της Βόρειας Ευρώπης και υποστηρίζει ότι «αντιστοιχούσαν σε πολύ χαμηλή αξία πωλήσεων», χωρίς, ωστόσο, να προβάλλει συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία προς στήριξη της θέσεως αυτής.

414    Όσον αφορά τη γεωγραφική εμβέλεια της συμβάσεως αποκλειστικής διανομής μεταξύ αυτής και της Del Monte, αρκεί η διαπίστωση ότι η ίδια η Weichert διευκρινίζει ότι η σύμβαση κάλυπτε τη Νορβηγία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την πρώην Τσεχοσλοβακία, οι οποίες δεν ήταν εκτός των γεωγραφικών ορίων της συγκεκριμένης αγοράς.

415    Εξάλλου, η Weichert δεν προέβαλε καμία παρατήρηση όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη δευτερογενούς αγοράς αδειών, μέσω της οποίας οι εισαγωγείς είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν άδειες, αυξάνοντας έτσι τις ποσότητες μπανανών που αντιστοιχούσαν σε αυτούς (αιτιολογική σκέψη 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

416    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη της, κατά την εκτίμηση της συμπεριφοράς της Dole, τον περιορισμένο βαθμό αβεβαιότητας που επικρατούσε στον κλάδο της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη, καθώς και τη συνυφασμένη με το γεγονός αυτό ανάγκη προστασίας της υφιστάμενης αβεβαιότητας όσον αφορά τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών σχετικά με τις τιμές (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95 και T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 1088 και 1856).

417    Περαιτέρω, στο πλαίσιο μιας αγοράς η οποία χαρακτηρίζεται και από ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ των εισαγωγέων με αντικείμενο τις ποσότητες μπανανών που έφταναν ανά εβδομάδα στα λιμάνια, οι επισημάνσεις που περιλαμβάνονται στην οικονομική ανάλυση που προσκόμισε η Weichert σχετικά με την εβδομαδιαία διακύμανση της ζήτησης και της προσφοράς, διακύμανση στην οποία οφείλονται οι διακυμάνσεις των τιμών, δικαιολογούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά, αφενός, με το γεγονός ότι η τιμή αποτελούσε βασικό εργαλείο ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο κλάδο (αιτιολογική σκέψη 261 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, με την επιτακτική ανάγκη προστασίας της αβεβαιότητας που εξακολουθεί να υφίσταται στην αγορά της μπανάνας όσον αφορά τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών ως προς τις τιμές (αιτιολογική σκέψη 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

418    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο και την προσφορά στη συγκεκριμένη αγορά δεν αποδεικνύει έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι απορριπτέα.

–       Επί της ιδιαίτερης φύσεως του συγκεκριμένου προϊόντος

419    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, επειδή η μπανάνα είναι εξαιρετικά ευπαθές προϊόν, «όλοι οι εισαγωγείς έχουν ισχυρό κίνητρο να διαθέτουν τα αποθέματά τους στην αγορά κατά τη διάρκεια της εβδομάδας και ότι, ως εκ τούτου, […] αναζητούν όσο το δυνατόν περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, μέσω δικών τους πηγών πληροφόρησης, μέσω των πελατών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσω άλλων προμηθευτών, προκειμένου να ορίζουν τις τιμές τους στο κατάλληλο για την ταχεία πώληση του εμπορεύματος ύψος».

420    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 278, 279, 290, 300, 303, 341 έως 343 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα των αποδεκτών της αποφάσεως αυτής περί ιδιαίτερης φύσεως του συγκεκριμένου προϊόντος, δηλαδή το γεγονός ότι πρόκειται για προϊόν εξαιρετικά ευπαθές.

421    Με την επιχειρηματολογία της η προσφεύγουσα επιχειρεί να πείσει ότι, λόγω της ιδιαίτερης φύσεως του συγκεκριμένου προϊόντος, ήταν σύννομος ο επιδιωκόμενος με τις επαφές μεταξύ των εισαγωγέων σκοπός, ο οποίος συνίστατο στην ενίσχυση της αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς.

422    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 303 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλομένη απόφαση, υποστηρίζοντας ότι σκοπός των επαφών ήταν η αποτελεσματική διάθεση των αποθεμάτων ενός εξαιρετικά ευπαθούς προϊόντος, όπως οι μπανάνες, στην αγορά και ο καθορισμός των κατάλληλων προς τούτο τιμών, ουσιαστικά παραδέχονται ότι οι επαφές τους επηρέαζαν τις σχετικές με τις τιμές αποφάσεις. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει ότι η επίμαχη πρακτική είχε σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

423    Στην αιτιολογική σκέψη 303 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε επίσης τα εξής:

«Εφόσον έχει αποδειχθεί ότι οι επαφές τους είχαν σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, οι μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους, προβάλλοντας ότι αποσκοπούσαν σε “μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα”. Για να μπορεί μια αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εναρμονισμένη πρακτική να εξαιρεθεί από την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ], πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, [ΕΚ]. Επιπλέον, δεν αρκεί η “έλλειψη πνεύματος αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού” κατά τις επαφές με τους ανταγωνιστές, κατά τις οποίες αποκαλύπτονταν ή συζητιόνταν προθέσεις και παράμετροι σχετικά με τον καθορισμό των τιμών.»

424    Η Επιτροπή διαπίστωσε, εξάλλου, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 339 έως 343 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

425    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, μικρή σημασία έχει το αν υπάρχουν και θεμιτοί λόγοι που δικαιολογούν τις συνεννοήσεις των επιχειρήσεων. Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια συμφωνία μπορεί έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ακόμη και αν αυτό δεν είναι το μοναδικό της αντικείμενο, αλλά επιδιώκει και άλλους θεμιτούς σκοπούς (απόφαση Beef Industry Development Society και Barry Brothers, σκέψη 304 ανωτέρω, σκέψη 21).

426    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, η οποία αρνείται ότι έχει υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να ανατρέψει την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου προϊόντος.

–       Επί της δομής της αγοράς

427    Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη δομή της αγοράς και τη δυναμική της αγοράς και παρέλειψε να συνεκτιμήσει το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιούνταν η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων και το γεγονός ότι πολλοί εισαγωγείς δεν μετείχαν στις λεγόμενες «επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών». Προβάλλει, επίσης, πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι το επίπεδο του ανταγωνισμού στην αγορά αποτελεί σημαντικό στοιχείο όταν εξετάζεται ο νόμιμος χαρακτήρας των ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων υπό το πρίσμα του άρθρου 81 ΕΚ.

428    Το ζήτημα της δομής της αγοράς και του επιπέδου του ανταγωνισμού σε αυτή εξετάστηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 31, 280, 281 και 324 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την εκτίμηση της Επιτροπής:

–        η δομή της αγοράς δεν αποτελεί, εν προκειμένω, στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη διαπίστωση της παραβάσεως, όπως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 368 ανωτέρω (σκέψη 113),

–        σε περίπτωση συμπράξεως με αντικείμενο τις τιμές, η δομή της αγοράς έχει διαφορετική σημασία απ’ ό,τι στην περίπτωση συμπράξεως με αντικείμενο την κατανομή των αγορών· εν πάση περιπτώσει, οι εμπλεκόμενοι κατείχαν το σημαντικότερο μερίδιο αγοράς και ήταν οι προμηθευτές των τριών σημαντικότερων σημάτων μπανανών,

–        οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την εμπλοκή τους στις συνεννοήσεις στο πλαίσιο συμπράξεως, με το επιχείρημα ότι υπάρχει ανταγωνισμός στην αγορά και ότι, για τη διαπίστωση παραβάσεως βάσει του αντικειμένου της, απαιτείται οι συνεννοήσεις να εξαλείφουν εντελώς τον ανταγωνισμό.

429    Επισημαίνεται ότι η θέση της Επιτροπής ότι η δομή της αγοράς δεν αποτελεί, εν προκειμένω, ουσιώδες στοιχείο όσον αφορά τη διαπίστωση παραβάσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 368 ανωτέρω, υπό την έννοια ότι τα χωρία της αποφάσεως αυτής, που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αφορούν τη διαπίστωση της παραβάσεως, αλλά το ύψος του επιβληθέντος προστίμου.

430    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά και ότι η εν λόγω απαιτούμενη αυτοτέλεια δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, πλην όμως, απαγορεύεται αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, η οποία θα ήταν ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που προτίθενται να ακολουθήσουν έναντι αυτού, οσάκις οι εν λόγω επαφές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μη ανταποκρινόμενων στις κανονικές συνθήκες της επίδικης αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του μεγέθους της συγκεκριμένης αγοράς (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψεις 32 και 33).

431    Αν η προσφορά σε μια αγορά παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή ορισμένων πληροφοριακών στοιχείων μπορεί, ανάλογα ιδίως με το είδος των ανταλλασσομένων στοιχείων, να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωρίζουν τη θέση και την εμπορική στρατηγική των ανταγωνιστών τους στην αγορά, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή και αυξάνοντας την πιθανότητα συμπράξεως ή και διευκολύνοντάς την. Αντιθέτως, αν η προσφορά πραγματοποιείται υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς, η διάδοση και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορούν να είναι ουδέτερες ή και θετικές για την ανταγωνιστική φύση της αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 58).

432    Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να συνιστά παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ακόμη και αν η επίδικη αγορά δεν είναι μια ολιγοπωλιακή αγορά, με υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως (απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, σκέψη 303 ανωτέρω, σκέψη 86).

433    Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα προβάλλει μόνον ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι πολλοί εισαγωγείς δεν μετείχαν στις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, χωρίς άλλες διευκρινίσεις ή στοιχεία προς τεκμηρίωση της θέσεως αυτής.

434    Σημειωτέον ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρει ότι, εκτός των Chiquita, Weichert και Dole, Del Monte (όσον αφορά τη δική της δραστηριότητα του προμηθευτή μπανανών), οι Fyffes και Van Parys πραγματοποιούσαν σημαντικές πωλήσεις μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη και ότι, πέραν των επιχειρήσεων αυτών, στη Βόρεια Ευρώπη δραστηριοποιούνταν πολλές άλλες επιχειρήσεις πωλήσεως μπανανών. Επρόκειτο, ως επί το πλείστον για μικρές επιχειρήσεις, εγκατεστημένες σε περιορισμένη γεωγραφική περιοχή (συγκεκριμένα, στη Γερμανία) (αιτιολογικές σκέψεις 21 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

435    Η Επιτροπή διευκρινίζει, ωστόσο, ότι οι εμπλεκόμενοι είχαν πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς και ότι προμήθευαν μπανάνες των τριών σημαντικότερων σημάτων.

436    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο προσδιόρισε το συνολικό μερίδιο που κατείχαν στον κλάδο της μπανάνας οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση.

437    Η Επιτροπή εκτίμησε το συνολικό μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά την αξία των πωλήσεων μπανάνας, βάσει στοιχείων προερχόμενων από τις ως άνω επιχειρήσεις, καθώς και από τις Fyffes και LVP, καταλήγοντας ότι η συνολική αξία των πωλήσεων της Chiquita, της Dole και της Weichert αντιστοιχούσε το 2002 σε 45 έως 50 % περίπου των πωλήσεων μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη (αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

438    Η Επιτροπή προσδιόρισε επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το μερίδιο των πωλήσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στη Βόρεια Ευρώπη, βάσει δημοσιευμένων από τη Eurostat στατιστικών στοιχείων σχετικά με τη φαινόμενη κατανάλωση μπανανών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πωλήσεις νωπών μπανανών το 2002 από την Chiquita, την Dole και τη Weichert, αντιστοιχούσαν, κατ’ όγκο, σε 40 έως 45 % της φαινόμενης καταναλώσεως νωπών μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη, εκτίμηση κατά τι χαμηλότερη σε σχέση με το ποσοστό που προσδιορίστηκε όσον αφορά τη αξία των πωλήσεων αυτών (αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

439    Η παρεμβαίνουσα δεν διατύπωσε, με το υπόμνημά της, καμία παρατήρηση σχετικά με τις εκτιμήσεις αυτές της Επιτροπής.

440    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή όντως έλαβε υπόψη της, κατά την ανάλυση της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, τη δομή της αγοράς και ότι αξιολόγησε και εκτίμησε ορθώς το γεγονός ότι οι Dole, Chiquita και Weichert κατείχαν σημαντικό, και όχι περιορισμένο, όπως διατείνεται η Weichert, μερίδιο της επίμαχης αγοράς, η οποία, ακόμη και αν δεν χαρακτηριστεί ολιγοπωλιακή, πάντως δεν χαρακτηρίζεται από εξατομικευμένο καθορισμό της προσφοράς.

–       Επί του ειδικού ρόλου της Weichert

441    Η προσφεύγουσα προβάλλει, ως παρεμπίπτον στοιχείο που μειώνει την αξιοπιστία της αναλύσεως της Επιτροπής περί αντιθέσεως της επίδικης πρακτικής στους κανόνες του ανταγωνισμού, ότι η Weichert είχε ιδιαίτερο ρόλο στην αγορά αυτή, έχοντας αναλάβει τη συγκέντρωση πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες και τις τιμές αναφοράς και την εβδομαδιαία αποστολή των στοιχείων αυτών στον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία (FAO) και στην Επιτροπή, μαζί με σύντομο σχολιασμό της καταστάσεως στην αγορά.

442    Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι είναι παραπλανητική η προσπάθεια της Επιτροπής να χαρακτηρίσει την προσαπτόμενη πρακτική ως εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού. Προβάλλει, συναφώς, ότι η Επιτροπή δεν παραθέτει τους λόγους για τους οποίους της γνωστοποιούνταν οι τιμές αναφοράς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

443    Σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα δεν διευκρινίζουν γιατί το γεγονός ότι η δεύτερη είχε αναλάβει τη συλλογή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με την επίμαχη αγορά και τη διαβίβαση των στοιχείων αυτών σε δημόσιους φορείς αναιρεί τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού.

444    Το ζήτημα της ενημερώσεως του FAO και της Επιτροπής εξετάστηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 307, 308 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

445    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα επιχειρήματα των επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεικνύουν ότι οι δημόσιοι φορείς γνώριζαν για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών και το περιεχόμενό τους. Το γεγονός ότι η Weichert αντάλλασσε με τις λοιπές επιχειρήσεις, χωρίς καμία μυστικότητα, τις επίσημες τιμές, μετά τον καθορισμό τους το πρωί της Πέμπτης και τις γνωστοποιούσε στην Επιτροπή δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, οι οποίες πραγματοποιούνταν το απόγευμα της Τετάρτης, πριν τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, παραβίαζαν τους κανόνες του ανταγωνισμού.

446    Διαπιστώνεται ότι ούτε η προσφεύγουσα ούτε η παρεμβαίνουσα παρέχουν κάποιο στοιχείο ικανό να ανατρέψει την ως άνω διαπίστωση της Επιτροπής.

447    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας περί ιδιαίτερου ρόλου της δεύτερης δεν αποδεικνύει έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι απορριπτέα.

 Επί της σημασίας των τιμών αναφοράς

448    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η διαπίστωση περί εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού στηρίζεται στη σχέση μεταξύ τιμών συναλλαγής και τιμών αναφοράς, σχέση την οποία η μεν Weichert αμφισβητεί κατ’ απόλυτο τρόπο καθ’ όλη τη διαδικασία, η δε Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει με την προσβαλλόμενη απόφαση.

449    Η παρεμβαίνουσα διατείνεται ότι η καθοριζόμενη από αυτή τιμή αναφοράς δεν ήταν η τιμή που ανέμενε ότι θα επιτύχει στην αγορά, σημείο αφετηρίας για τις διαπραγματεύσεις, τιμή που να ενδιέφερε τους πελάτες ή τιμή βάσει της οποίας καθορίζονταν οι πραγματικές τιμές. Επομένως, η αγορά δεν θα μπορούσε να εκλάβει την επίσημη τιμή της Weichert ως ένδειξη για την πραγματική τιμή.

450    Καταρχάς, το ζήτημα του καθορισμού και της σημασίας της τιμής αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας εξετάστηκε, κατ’ ουσίαν, με τις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

451    Δεν αμφισβητείται ότι οι Chiquita, Dole και Weichert καθόριζαν τις τιμές αναφοράς εβδομαδιαίως, συγκεκριμένα κάθε Πέμπτη πρωί, και τις ανακοίνωναν τους πελάτες τους. Οι εισαγωγείς ανέφεραν ότι οι τιμές αναφοράς γίνονταν ταχέως γνωστές στο σύνολο του κλάδου και εν συνεχεία γνωστοποιούνταν στον επαγγελματικό τύπο (αιτιολογικές σκέψεις 34, 104 και 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

452    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι τιμές συναλλαγής είτε αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε εβδομαδιαία βάση, κάθε Πέμπτη απόγευμα και Παρασκευή (ή αργότερα εντός της τρέχουσας εβδομάδας ή στις αρχές της ερχόμενης), είτε ορίζονταν διά της εφαρμογής προκαθορισμένου μαθηματικού τύπου, σε σχέση με μια σταθερή τιμή ή σε σχέση με την τιμή αναφοράς του πωλητή, την τιμή αναφοράς ενός ανταγωνιστή ή άλλον δείκτη, όπως η «τιμή Aldi». Η Chiquita, ειδικότερα, σύναπτε συμβάσεις οι οποίες βασίζονταν στον «τύπο Dole plus», στο πλαίσιο του οποίου η τιμή συναλλαγής εξαρτιόνταν ουσιαστικά από την εβδομαδιαίως καθοριζόμενη τιμής αναφοράς της Dole ή από τις δικές της τιμές αναφοράς. Για τους ενδιαφερόμενους πελάτες, υπήρχε άμεση σχέση μεταξύ πραγματικών τιμών και τιμών αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 104 και 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

453    Με την αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διευκρινίζει, επιπλέον, τα εξής:

«[…] Οι προμηθευτές που πωλούσαν μπανάνες στην Aldi συνήθως υπέβαλαν τις προσφορές τους στην Aldi το πρωί της Πέμπτης. Η “τιμή Aldi” καθοριζόταν, κατά κανόνα, έως τις 14:00. Η “τιμή Aldi” ήταν η τιμή που πλήρωνε η Aldi στους προμηθευτές της. Η Aldi διευκρινίζει ότι λάμβανε κάθε Πέμπτη από τις 11:00 έως τις 11:30 τις προσφορές των προμηθευτών της. Η Aldi διευκρινίζει ότι η απόφασή της σχετικά με την εβδομαδιαία προσφορά της προς τους προμηθευτές της στηριζόταν στις υποβληθείσες προσφορές, στις τιμές της προηγούμενης εβδομάδας και στην τιμή της ίδιας εβδομάδας του προηγούμενου έτους. Περίπου 30 λεπτά μετά τις προσφορές των προμηθευτών της, η Aldi αποστέλλει αντιπρόταση, συνήθως την ίδια για όλους τους προμηθευτές. Η Aldi δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τα περί “τιμής Aldi” και ότι, συνεπώς, δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τη σημασία που είχε η δική της τιμή για τις συναλλαγές μεταξύ τρίτων. Από το δεύτερο τρίμηνο του 2002, η “τιμή Aldi” άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως δείκτης για τον υπολογισμό της τιμής της μπανάνας για ορισμένες άλλες συναλλαγές, ιδίως τις συναλλαγές με αντικείμενο επώνυμες μπανάνες.»

454    Η Επιτροπή καταλήγει ότι, για την αγορά, οι τιμές αναφοράς χρησίμευαν ως ενδείξεις, τάσεις ή δείκτες για την πρόβλεψη της εξέλιξης της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών. Περαιτέρω, σε ορισμένες συναλλαγές, η πραγματική τιμή συνδεόταν ευθέως με την τιμή αναφοράς. Η Επιτροπή εκτιμά ότι υπήρχαν επαρκή μέσα για την επίτευξη του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπού (αιτιολογικές σκέψεις 115 και 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

455    Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η παρεμβαίνουσα, η Επιτροπή ουδέποτε ανέφερε ότι «οι τιμές αναφοράς ήταν […] που αναμενόταν να επιτευχθούν». Η θέση αυτή της προσφεύγουσας στηρίζεται σε πλημμελή κατανόηση του τελευταίου εδαφίου της αιτιολογικής σκέψεως 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «από τα έγγραφα του φακέλου προκύπτει ότι οι τιμές αναφοράς ήταν σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και για τις τιμές που μπορούσαν να επιτευχθούν».

456    Εξάλλου, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι δεν είχε συνάψει συμβάσεις στηριζόμενες σε επίσημες τιμές, καθώς οι συμβάσεις αυτές είτε στηρίζονταν σε ετήσια σταθερή τιμή είτε συνδέονταν με την «τιμή Aldi». Με την αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Weichert είχε συνάψει είτε συμβάσεις προσφοράς που περιείχαν σταθερό μαθηματικό τύπο για τον καθορισμό της τιμής είτε συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων γινόταν διαπραγμάτευση επί των τιμών σε εβδομαδιαία βάση.

457    Βάσει της όλης επιχειρηματολογίας της παρεμβαίνουσας, η θέση που διατυπώνει σχετικά με τη διάθεση των μπανανών στο εμπόριο έχει την έννοια ότι η δική της τιμή συναλλαγής ήταν απόρροια συμβάσεων που προέβλεπαν τον καθορισμό σταθερής τιμής επί ένα έτος και εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις, οι οποίες στηρίζονταν όχι στις δικές της τιμές αναφοράς, αλλά στην «τιμή Aldi».

458    Η Επιτροπή δεν υποστηρίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση ή με τα δικόγραφά της, ότι η Weichert πωλούσε τις μπανάνες της βάσει συμβάσεων οι οποίες περιείχαν μαθηματικούς τύπους για τον καθορισμό των τιμών, οι οποίοι στηρίζονταν ευθέως στην τιμή αναφοράς, είτε τη δική της είτε ενός ανταγωνιστή.

459    Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, μολονότι δεν συνδέεται ευθέως με τις τιμές καταναλωτή, η διατύπωση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν επιτρέπει να εκληφθεί ότι απαγορεύονται μόνον οι εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν άμεσο αποτέλεσμα επί της τιμής που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής» (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψεις 36 και 37).

460    Το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, με τον τρόπο αυτό, του ίδιου του ανταγωνισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο στους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της υπάρξεως άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψεις 38 και 39).

461    Δεύτερον, τονίζεται ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας στηρίζονται σε πολλά έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.

462    Πρώτον, στην αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή παραθέτει ηλεκτρονική επιστολή του B. προς τον P. (αμφότεροι διευθυντικά στελέχη της Chiquita), της 30ής Απριλίου 2001, η οποία έχει ως εξής:

«Είναι βέβαιον ότι, αν [οι Dole/Del Monte/Tuca] ανεβάσουν την τιμή στα 36,00 DEM, οι πελάτες τους (της λιανικής) θα αντιδράσουν, διότι, με τόσο υψηλή τιμή προσφοράς, η τιμή καταναλωτή πρέπει να υπερβεί το φράγμα των 3,00 DEM/kg. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το “φαινόμενο” αυτό θα μας επηρεάσει για ένα διάστημα. [Τούτο] σημαίνει ότι η ανώτατη προσφορά μας δεν θα υπερβεί τα 40,00 DEM (για τις πράσινες μπανάνες).»

463    Η παρεμβαίνουσα διατείνεται ότι αυτή η ηλεκτρονική επιστολή αποτελεί εκτίμηση ορισμένων εργαζομένων της Chiquita και δεν αποδεικνύει τη σημασία της τιμής προσφοράς για τις μπανάνες της Del Monte.

464    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στο συγκεκριμένο έγγραφα γίνεται ρητή αναφορά στους αγοραστές μπανανών μάρκας Del Monte, τις οποίες εμπορεύονταν η Weichert, και μπανανών μάρκας Dole, πράγμα που η παρεμβαίνουσα δεν αμφισβητεί. Το γεγονός ότι η ηλεκτρονική επιστολή προέρχεται από μία από τις κύριες επιχειρήσεις της αγοράς της μπανάνας, η οποία γνωρίζει απολύτως τη λειτουργία της, απλώς ενισχύει την αποδεικτική ισχύ της.

465    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το έγγραφο αυτό εμφαίνει ότι οι πραγματικές τιμές εξαρτιόταν από τις τιμές αναφοράς και ότι οι πελάτες παρακολουθούσαν την εξέλιξή της. Αποδεικνύει ότι οι πελάτες αντιδρούσαν όταν οι τιμές αναφοράς υπερέβαιναν ορισμένο ύψος, καθώς και ότι είχαν αντιληφθεί τη σχέση μεταξύ τιμών αναφοράς και πραγματικών τιμών. Το έγγραφο εμφαίνει, επίσης, με ενάργεια ότι, όταν οι προσφορές της Dole, της Del Monte και της Tuca έφταναν στο ύψος των «36,00 DEM», «οι τιμές καταναλωτή έπρεπε να υπερβαίνουν τα 3,00 DEM/kg». Αποκαλύπτει, επίσης, ότι υπήρξε κάποια αλληλεξάρτηση μεταξύ των τιμών αναφοράς των μπανανών μάρκας Chiquita, Dole και Del Monte και των ορίων όσον αφορά τις επιτρεπόμενες αποκλίσεις. Η θέση της παρεμβαίνουσας ότι «ενδέχεται ο B. να επιδιώκει να δικαιολογηθεί στον P. όσον αφορά τον μη καθορισμό υψηλότερης επίσημης τιμής» απλώς επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή.

466    Η παρεμβαίνουσα διατυπώνει και την εξής εναλλακτική ερμηνεία του νοήματος της ηλεκτρονικής επιστολής της Chiquita:

«Εφόσον υποστηρίζεται ότι οι συμβάσεις της Chiquita με ορισμένους πελάτες της στηρίζονταν στις επίσημες τιμές, είναι πιθανό ορισμένοι πελάτες να παραπονέθηκαν για την επίσημη τιμή της Chiquita. Ο B. ενδεχομένως υπέθεσε ότι οι Weichert και Dole συναντούσαν τα ίδια προβλήματα ή ενδεχομένως αναζητούσε τρόπο για δικαιολογήσει, στον προϊστάμενό του γιατί δεν ήταν σε θέση να ορίσει υψηλότερη επίσημη τιμή. Σε αυτή την περίπτωση, είναι σαφές ότι ο B. επέκρινε τον τρόπο με τον οποίο η Weichert διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, δηλαδή διαφορετικά από τον τρόπο που θα επέλεξε η Chiquita για τις δικές της υποθέσεις.»

467    Διαπιστώνεται ότι Weichert στηρίζει τη δήλωσή της στον συνδυασμό της παραδοχής περί διαμαρτυριών των πελατών της Chiquita και της εικασίας περί του τρόπου σκέψεως και της συμπεριφοράς ενός εργαζομένου της Chiquita, καταλήγοντας στο αυθαίρετο και ανακριβές συμπέρασμα περί διαφορών μεταξύ Weichert και Chiquita ως προς τη διαχείριση των υποθέσεών τους. Η δήλωση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι παραμορφώνει το σαφές περιεχόμενο του επίμαχου μηνύματος, καθώς και τις αντικειμενικές διαπιστώσεις της Επιτροπής, ότι η Weichert όριζε και ανακοίνωνε την τιμή αναφοράς κάθε εβδομάδα, κατόπιν εμπορικών διαπραγματεύσεων.

468    Σημειωτέον, τέλος, ότι η ίδια η Weichert επισήμανε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η συγκεκριμένη ηλεκτρονική επιστολή αποδεικνύει εμμέσως ότι οι έμποροι λιανικής έδιναν σημασία στην τιμή αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

469    Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 112, 126 και 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τηλεομοιοτυπία της 28ης Ιανουαρίου 2000, με την οποία ο A., εργαζόμενος της Del Monte, ζήτησε από τον A. W. εξηγήσεις για τη διαφορά μεταξύ «τελικής τιμής» και «προϋπολογισμένης τιμής» ως εξής:

«Ακόμη χειρότερα, μίλησα δύο φορές με τον συνεργάτη σας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εμπορία μπανάνας, για να συζητήσουμε σχετικά με τις συνθήκες και τις τιμές της αγοράς […] Πληροφορήθηκα ότι η [Weichert] θα διατηρήσει τις τιμές της “πολύ κοντά” στην επίσημη τιμή!!! […] Εν πάση περιπτώσει, [το γεγονός αυτό] είναι εντελώς απαράδεκτο.»

470    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το μόνο που προκύπτει από το συγκεκριμένο έγγραφο είναι η επιθυμία της να πωλεί η Weichert στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι το έγγραφο αυτό δεν αποδεικνύει ότι η επίσημη τιμή ήταν αυτή που οι εισαγωγείς προσδοκούσαν, αλλά μάλλον εμφαίνει την απογοήτευση της Del Monte για το γεγονός ότι οι πραγματικές τιμές της δεν είχαν καμία σχέση με τις επίσημες.

471    Εκτός του ότι η Επιτροπή δεν υποστηρίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι «η επίσημη τιμή ήταν αυτή που οι εισαγωγείς προσδοκούσαν», το συγκεκριμένο έγγραφο εμφαίνει τη σχέση μεταξύ επίσημης και πραγματικής τιμής και την εμφανή προσδοκία της Del Monte ότι η Weichert θα επιτύχει μια τελική τιμή όσον το δυνατόν εγγύτερα στην τιμή αναφοράς, πράγμα που, εν προκειμένω, δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί.

472    Τρίτον, η Επιτροπή επικαλείται εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της Chiquita που εστάλη στις 8 Αυγούστου 2002 στον P. (πρόεδρο-γενικό διευθυντή της Chiquita) από τον K., ο οποίος εκθέτει τις σκέψεις του σχετικά με την αύξηση της τιμής αναφοράς της Dole κατά 2 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 111, 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

473    Ο εργαζόμενος της Chiquita αναφέρει τα εξής:

«Γιατί εμείς αυξήσαμε την τιμή μόνο κατά 1,5, ενώ η Dole κατά 2,0;

Χθες είχαμε την εντύπωση ότι η αγορά θα κινηθεί ανοδικά, μάλλον κοντά στο 1,00 ευρώ.

Σήμερα το πρωί η Dole δεν απάντησε και, χωρίς να το συζητήσει μαζί μας, ανακοίνωσε 2,00 (μέσω του J, για την αποφυγή ερωτήσεων). Ποια θα μπορούσαν να είναι τα κίνητρά τους;

1)      […] η προωθητική καμπάνια της Edeka: Η Edeka διοργάνωσε προωθητική εκστρατεία για μια εβδομάδα για μπανάνες τρίτης κατηγορίας, “κάτω από την τιμή Aldi” (συνήθως, προσφέρουν 60 Dole, 30 CB, 20 DM και ορισμένες 3ης κατηγορίας). Υποχρέωσαν τους προμηθευτές τους να τους βοηθήσουν, η Edeka δέχθηκε να αγοράσει 80χιλ κιβώτια σε τιμή Aldi. Με την αύξηση της πραγματικής τιμής και της τιμής Aldi, [η Dole] επιτυγχάνει, καταρχάς, καλύτερη τιμή για τις 80χιλ […]. Εμείς μετέχουμε με 50χιλ CS, οπότε θα αποκομίσουμε κάποιο κέρδος.

2)      Η Dole γνωρίζει ότι εμείς [η Chiquita] έχουμε συνάψει πολλές συμφωνίες σε τιμή Dole plus και χρησιμοποιεί το γεγονός αυτό για να πιέσει τις τιμές μας προς τα πάνω, ενώ αυτοί παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Αργότερα, η Dole μου τηλεφώνησε, επανέλαβε την προτροπή της και ανέφερε: “και η τιμή Aldi θα αυξηθεί σίγουρα κατά 2”.

Από τη Weichert […], γνωρίζουμε ότι θεωρούσαν κάπως υπερβολική την αύξηση της Dole.

Όλα αυτά μου δίνουν την εντύπωση ότι η Dole ανεβάζει την τιμή για δικούς της λόγους. Επειδή δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε πρόθυμοι να ακολουθήσουμε, επιλέξαμε το 1,50, ώστε να απέχουμε κατά 2 από την Dole και κατά 4,50/5,00 από τους λοιπούς.»

474    Το έγγραφο αυτό εμφαίνει, αφενός, ότι η Chiquita θεωρούσε ασύνηθες να λαμβάνει η Dole τέτοια απόφαση για τον καθορισμό των τιμών «χωρίς να το συζητήσει μαζί τους» και ότι η Chiquita ανέμενε ότι θα προηγηθεί διαβούλευση μεταξύ τους πριν τη λήψη της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, ότι η Dole είχε αρχικώς επικοινωνήσει με εργαζόμενο χαμηλότερα στην ιεραρχία της Chiquita, αναμφίβολα προς αποφυγή ερωτήσεων, και ότι ακολούθησε δεύτερη τηλεφωνική επικοινωνία από ανώτερο στέλεχος της Dole, ο οποίος έδωσε διευκρινίσεις για τη μεταβολή της τιμής και ενθάρρυνε την Chiquita να προβεί στην ίδια κίνηση (αιτιολογικές σκέψεις 173 και 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

475    Το μήνυμα αυτό της 8ης Αυγούστου 2002 αποδεικνύει επίσης τη σημασία που είχε η τιμή αναφοράς της Dole για την αγορά, καθώς και για τις πραγματικές τιμές που επιτύγχαναν οι Dole και Chiquita. Επιπλέον, η τιμή αναφοράς της Dole επηρέαζε, εν προκειμένω, την τιμή αναφοράς της Chiquita. Από την ηλεκτρονική επιστολή προκύπτει ότι η Chiquita σχεδίαζε την προηγούμενη μέρα αύξηση «κατά περίπου 1 [ευρώ]», αλλά εκείνο το πρωί αποφάσισε να αυξήσει την τιμή αναφοράς κατά 1,5 ευρώ. Συγκεκριμένα, η Chiquita αναφέρει, στη δήλωσή της, ότι, κατόπιν της αυξήσεως της τιμής αναφοράς της Dole κατά 2 ευρώ, αύξησε τη δική της τιμή αναφοράς κατά 1,5 ευρώ, «αντί να την αυξήσει μόνο κατά 1 ευρώ, όπως σχεδίαζε την προηγουμένη» (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

476    Η Επιτροπή αναφέρει επίσης το γεγονός ότι την Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2003, ένας εργαζόμενος της επιχειρήσεως ωριμάνσεως και διανομής Atlanta απέστειλε σε δύο στελέχη της Chiquita, τους P. και K., ηλεκτρονική επιστολή όπου γίνεται αναφορά σε απόφαση της Chiquita να αυξήσει κατά 0,5 ευρώ την τιμή αναφοράς που είχε ήδη γνωστοποιήσει στους πελάτες της, κατόπιν αυξήσεως της τιμής αναφοράς στην οποία προέβη η Dole το πρωί της ημέρας κατά την οποία εστάλη το εν λόγω μήνυμα. Με την ηλεκτρονική αυτή επιστολή, ο εργαζόμενος της Atlanta απεύθυνε στα διευθυντικά στελέχη της Chiquita «μια έντονα επικριτική παρατήρηση» σχετικά με την ως άνω απόφασή τους. Ο K. απάντησε ως εξής: «Πιστεύουμε ότι έτσι θα ανακοπεί η αυξητική τάση, εφόσον παραμείνουμε στο ίδιο επίπεδο, και θα επανεξεταστεί η εξέλιξη κατά τις επόμενες εβδομάδες». Την ίδια ημέρα, στις 2 Ιανουαρίου 2003, και σχετικά με το ίδιο ζήτημα, ένας εργαζόμενος της Chiquita έγραψε στον K. ότι αντιμετωπίζει προβλήματα, λόγω της αυξήσεως, επειδή η τιμή είχε ήδη ανακοινωθεί στους πελάτες. Ο K. απάντησε στην παρατήρηση αυτή στις 6 Ιανουαρίου ως εξής (αιτιολογικές σκέψεις 110 και 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«[Ο P.] [πρόεδρος-γενικός διευθυντής της Chiquita για την Ευρώπη] δεν ήθελε να σχηματίσουν οι Dole και Del Monte την εντύπωση ότι τις εγκαταλείπουμε, διατηρώντας την υφιστάμενη κατάσταση. Καταλαβαίνω.»

477    Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα έγγραφα της 2ας Ιανουαρίου 2003 εμφαίνουν ότι οι πελάτες ήταν προδήλως πεπεισμένοι ότι η μεταβολή της τιμής αναφοράς είχε σημασία όσον αφορά τις τιμές που ανέμεναν ότι θα πληρώσουν ή θα τους προταθούν. Η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της Chiquita να αυξήσει την τιμή αναφοράς, ενώ αυτή είχε ήδη ανακοινωθεί στους πελάτες, «προκειμένου να μην εγκαταλείψουν» τις Dole και Del Monte αποτυπώνει την πραγματική βούληση της Chiquita να στηρίξει τις αυξήσεις των τιμών των κύριων ανταγωνιστών της, μολονότι απαιτούνταν προς τούτο μια εντελώς ασυνήθιστη ενέργεια της, ήτοι η αύξηση μιας ήδη ανακοινωθείσας τιμής, και παρά τις δυσχέρειες που η ενέργεια αυτή θα προκαλούσε στις σχέσεις της με τους πελάτες, προκειμένου να μην ανακόψει τη διαφαινόμενη αύξηση των τιμών κατά τις επόμενες εβδομάδες (αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

478    Δεν αμφισβητείται, βεβαίως, ότι η απόφαση καθορισμού τιμών για την οποία γίνεται λόγος στο συγκεκριμένο απόσπασμα ελήφθη στις 2 Ιανουαρίου 2003, ήτοι αμέσως μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο πραγματοποιούνταν επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το έγγραφο αυτό, μολονότι δεν αποδεικνύει από μόνο του την ύπαρξη της προσαπτόμενης, αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, συμπεριφοράς, εντούτοις επιβεβαιώνει τα στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή σχετικά με τη σημασία της τιμής αναφοράς.

479    Η παρεμβαίνουσα διατείνεται ότι τα έγγραφα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελούν εσωτερικά έγγραφα της Chiquita και δεν προκύπτει από αυτά οτιδήποτε σχετικό με τις προθέσεις της ή τις προσδοκίες της όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι από την ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Ιανουαρίου 2003 προκύπτει ότι οι επίσημες τιμές είναι αυτές που η Weichert προσδοκούσε να επιτύχει.

480    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν υποστήριξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι «οι επίσημες τιμές είναι αυτές που η Weichert προσδοκούσε να επιτύχει», επισημαίνεται δε ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα αποδεικνύουν τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, στον οποίο δραστηριοποιούνταν η Weichert κατά τη διάρκεια της παραβάσεως.

481    Σημειωτέον ότι η παράβαση αφορά ένα μόνον προϊόν, τις νωπές μπανάνες, τριών επιπέδων ποιότητας με αντίστοιχες τιμές, το οποίο κατατάσσεται σε τρία επίπεδα διαλογής, με αντίστοιχες τιμές, και διακινείται σε μία μόνον αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από μια διαδικασία καθορισμού των τιμών, στο πλαίσιο της οποίας οι Dole, Chiquita και Weichert ανακοινώνουν στους πελάτες τους τις τιμές αναφοράς κάθε Πέμπτη, η ανακοίνωση δε αυτή αποτελεί το πρώτο μήνυμα προς την αγορά όσον αφορά τις προσδοκίες των εισαγωγέων σχετικά με τις τιμές. Μολονότι οι εν λόγω τιμές αναφοράς αφορούσαν μόνο τις μπανάνες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας που πωλούν οι επιχειρήσεις αυτές, υπάρχει σχέση μεταξύ των τιμών αυτών και των τιμών των υπολοίπων μπανανών ή των μη επώνυμων μπανανών, στον βαθμό που κάθε εβδομάδα οι τιμές των μπανανών κάθε κατηγορίας διαμορφώνονταν σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες. Η αλληλεξάρτηση των τιμών αναφοράς των μπανανών μάρκας Chiquita, Dole και Del Monte αποδεικνύεται από τις εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές της Chiquita της 30ής Απριλίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της 8ης Αυγούστου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 111, 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

482    Συναφώς, πρέπει να ληφθεί επιπλέον υπόψη η ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε ο γενικός διευθυντής της Chiquita για την Ευρώπη (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως) στις 21ης Ιουνίου 2000, σε πολλούς συναδέλφους του, ο οποίος σχολίασε τη μείωση της τιμής αναφοράς της Chiquita, κατόπιν μειώσεως της αντίστοιχης τιμής της Dole κατά 2 DEM ως εξής: «Δεδομένου ότι η διαφορά τιμής, σε σχέση με την Dole μπορούσε να ανέλθει στα 9 DEM δεν είχαμε άλλη επιλογή. Πρόκειται για δυσάρεστη έκπληξη, καθώς οι πιθανότητες αυξήσεως των τιμών το καλοκαίρι, υπό κανονικές συνθήκες παραγωγής και αγοράς, είναι πολύ περιορισμένες, αν όχι ανύπαρκτες». Στην ίδια ηλεκτρονική επιστολή, ο P. γράφει ακόμη τα εξής:

«[…] για τον λόγο αυτό σας ζητώ, για μία ακόμη φορά, να εξετάσετε κάθε δυνατότητα αυξήσεως των ποσοτήτων. Η αύξηση των ποσοτήτων δεν θα αντισταθμίσει κατά 100 % τη μείωση της τιμής, αλλά χρειαζόμαστε κάθε επιπλέον ποσότητα, εφόσον τούτο δεν θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις σε βάρος μας.»

483    Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, η συγκεκριμένη επιστολή εμφαίνει τον βαθμό ανησυχίας της Chiquita για τη μείωση των τιμών αναφοράς, η οποία χαρακτηρίζεται ως «δυσάρεστη έκπληξη», καθώς οι «πιθανότητες αυξήσεως των τιμών το καλοκαίρι ήταν ελάχιστες/ανύπαρκτες» και αναζητούνταν λύση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στο επίπεδο των τιμών, η οποία, εν προκειμένω, συνίστατο στην αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων. Αποδεικνύεται, εκ νέου, η σημασία των αποκλίσεων μεταξύ των τιμών αναφοράς των εισαγωγέων και των αποδεκτών για τέτοιες αποκλίσεις ορίων.

484    Πρόκειται για ένα ακόμη έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο, όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, ως προς το οποίο η παρεμβαίνουσα δεν διατύπωσε καμία παρατήρηση.

485    Τέταρτον, η Επιτροπή επικαλείται επιστολή που απέστειλε η Deutscher Fruchthandelsverband eV (DFHV, γερμανική ομοσπονδία εμπορίου) σε μέλος της Επιτροπής στις 21 Ιανουαρίου 2005, όπου δηλώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «οι εν λόγω “επίσημες” τιμές απλώς αποτυπώνουν το σημείο εκκινήσεως των επιχειρήσεων κατά τις εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις τους σχετικά με τις τιμές» και ότι «είναι έως 50 % υψηλότερες από τις τιμές που συμφωνούνται» (αιτιολογικές σκέψεις 112 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

486    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η επιστολή αυτή είναι του 2005, ενώ η προσαπτόμενη παράβαση περατώθηκε το 2002. Η παρεμβαίνουσα διατείνεται ότι η εν λόγω επιστολή δεν έχει καμία αποδεικτική αξία ως προς αυτή. Στην επιστολή δεν αναφέρεται ότι οι δικές της επίσημες τιμές, καθώς και αυτές της Dole και της Chiquita αποτελούσαν το σημείο αφετηρίας των διαπραγματεύσεων σχετικά με τις τιμές. Συγκεκριμένα, η DFHV επιβεβαίωσε ότι η παρεμβαίνουσα δεν γνώριζε αν οι επίσημες τιμές αποτελούν την αφετηρία των διαπραγματεύσεων αυτών.

487    Το έγγραφο αυτό, μολονότι είναι αναμφισβήτητα μεταγενέστερο της λήξεως της διάρκειας της παραβάσεως και δεν αρκεί προς απόδειξη της προσαπτομένης παραβάσεως, εντούτοις εμφαίνει ότι τρία έτη μετά την παράβαση και ενώ δεν αποδείχθηκε η επέλευση μεταβολής στη δομή της αγοράς της μπανάνας, οι τιμές αναφοράς θεωρούνταν εν γένει ως το σημείο αφετηρίας των εβδομαδιαίων διαπραγματεύσεων για τις τιμές.

488    Η αποδεικτική ισχύς του εγγράφου αυτού δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, σε έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2008, η DFHV ανέφερε ότι δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι η Weichert χρησιμοποιούσε τις επίσημες τιμές της ως σημείο αφετηρίας για τις εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις σχετικά με τις τιμές, καθώς η δήλωση αυτή εκφράζει απλώς ορισμένη αβεβαιότητα ως προς τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου προμηθευτή μπανανών.

489    Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η παρεμβαίνουσα επικαλείται και αυτή την ως άνω επιστολή της DFHV της 21ης Ιανουαρίου 2005, προκειμένου να επισημάνει ότι οι επίσημες τιμές ήταν έως 50 % υψηλότερες από τις πραγματικές τιμές και ότι το μέγεθος της διαφοράς αυτής εμφαίνει ότι κανένας εισαγωγέας δεν μπορούσε να προσδοκά ότι θα επιτύχει τέτοιο στόχο, πλην όμως η Επιτροπή δεν υποστηρίζει, εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο.

490    Τρίτον, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία» δείχνουν ότι δεν επικαλούνταν την επίσημη τιμή κατά τις διαπραγματεύσεις για τις τιμές, επικαλείται δε, μεταξύ άλλων, δικές της δηλώσεις κατά τη διοικητική διαδικασία.

491    Δεν αμφισβητείται ότι η παρεμβαίνουσα, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2006, ανέφερε ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ επίσημων και πραγματικών τιμών και ότι οι αποκλίσεις μεταξύ επίσημης και πραγματικής τιμής ήταν σημαντικές. Η επίκληση του σημείου 287 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων στερείται, ωστόσο, σημασίας, διότι το εν λόγω σημείο αφορά το ζήτημα των ποσοτήτων.

492    Σημειωτέον, ωστόσο, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι, μεταξύ 2000 και 2002, η Weichert πωλούσε μπανάνες μάρκας Del Monte και ότι τις εβδομαδιαίες τιμές αναφοράς για τις μπανάνες αυτές τις όριζε κάθε Πέμπτη, κατόπιν διαβουλεύσεως, όπως η ίδια αναφέρει, με την Del Monte. Η Επιτροπή επισήμανε, ακόμη, ότι, κατά το επίμαχο διάστημα, οι τιμές αναφοράς της μπανάνας ήταν σχεδόν ίδιες για την Dole και την Del Monte (της οποίας τις μπανάνες διέθετε στην αγορά η Weichert). Προς τεκμηρίωση της διαπιστώσεως αυτής, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη δήλωση της Weichert ότι «η Del Monte, αν και δεν της έδινε επισήμως εντολή να ορίσει την ίδια επίσημη τιμή με την Dole, εντούτοις θεωρούσε δεδομένο ότι η επίσημη τιμή της Weichert θα είναι τουλάχιστον ίση με αυτή της Dole» (αιτιολογική σκέψη 104 και υποσημείωση 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

493    Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 2007, η Weichert διευκρίνισε τα εξής:

«H Del Monte μετείχε τακτικά σε συζητήσεις σχετικά με τις τιμές με τη Weichert. Η Del Monte ζητούσε από τη Weichert να της γνωστοποιεί κάθε εβδομάδα την επίσημη τιμή. Συχνά, η Del Monte δεν ήταν ικανοποιημένη με την επίσημη τιμή που όριζε η Weichert, διότι θεωρούσε ότι η μάρκα Dole προσέγγιζε περισσότερο τη μάρκα Del Monte από πλευράς ποιότητας και φήμης. Κατά συνέπεια, προσδοκούσε ότι η Weichert θα διέθετε τις μπανάνες μάρκας Del Monte στην αγορά με όρους ανάλογους και τιμή αντίστοιχη της επίσημης τιμής της Dole. Μετά την εβδομαδιαία αποστολή των αριθμητικών στοιχείων, η Del Monte ζητούσε συχνά από τη Weichert εξηγήσεις όσον αφορά τον μη καθορισμό υψηλότερης επίσημης τιμής ή τη μη επίτευξη υψηλότερης πραγματικής τιμής. Υπήρξε μάλιστα περίπτωση κατά την οποία η Del Monte επικαλέστηκε την επίσημη τιμή της Dole, η οποία ήταν υψηλότερη από αυτή της Weichert και ζήτησε από τη Weichert να δικαιολογήσει την απόκλιση.»

494    Η Weichert διευκρίνισε, ακόμη, ότι παρέδιδε στην Del Monte εβδομαδιαίες εκθέσεις σχετικά με την κατάσταση στην αγορά της μπανάνας κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, εκθέσεις οι οποίες περιείχαν τις επίσημες τιμές, καθώς και εκτιμήσεις σχετικά με το εύρος διακυμάνσεως των πραγματικών τιμών για τη συγκεκριμένη εβδομάδα για τις μπανάνες μάρκας Del Monte (τις οποίες εμπορεύονταν η Weichert) και τα προϊόντα των ανταγωνιστών (αιτιολογική σκέψη 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επισημαίνεται ότι κατά κανόνα η ανώτατη πραγματική τιμή αντιστοιχεί στην αναγραφόμενη τιμή αναφοράς.

495    Οι δηλώσεις αυτές, της Weichert, επιβεβαιώνονται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και αντικρούουν τη θέση ότι οι τιμές αναφορές της Weichert δεν είχαν καμία σημασία.

496    Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Del Monte προέβαλε ότι οι τιμές αναφοράς δεν επηρέαζαν καθόλου τις πραγματικές τιμές, αναφέροντας επίσης ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις τιμές αναφοράς αποτελούσε, για τους εισαγωγείς, τρόπο «συγκεντρώσεως πρόσφορων πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τη ζήτηση, τις αφικνούμενες ποσότητες και τα αποθέματα υπό μορφή κατανοητή για την αγορά» (αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην απάντηση αυτή η Del Monte επισύναψε οικονομική ανάλυση μιας ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες μπανανών που διατίθενται στην αγορά της Βόρειας Ευρώπης (CRA International, 13/11/07), όπου διευκρινίζεται ότι, «με την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων και τη γνωστοποίηση των επίσημων τιμών στις επιχειρήσεις της αγοράς, οι εισαγωγείς μπορούσαν, στη χειρότερη περίπτωση, να εκπέμπουν ένα “κοινό” μήνυμα προς την αγορά (υπό τη μορφή των συντονισμένων επίσημων τιμών)». Η αναφορά αυτή, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπληρώνεται από την εξής παρατήρηση:

«Αντιθέτως, είναι τουλάχιστον πιθανό ότι, με τη χρήση των επίσημων τιμών ως συνοπτικού μηνύματος σχετικά με την κατάσταση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά, ενισχύει την αποτελεσματική λειτουργία της. […] Επομένως, η σύνοψη όλων των σημαντικών για τους παράγοντες της αγοράς πληροφοριακών στοιχείων σε ένα ενιαίο μήνυμα, υπό τη μορφή των συντονισμένων επίσημων τιμών, αποτελεί έναν απλό και αποτελεσματικό τρόπο ενισχύσεως της αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς.»

497    Περαιτέρω, με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 5ης Φεβρουαρίου 2007, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι «οι τιμές αναφοράς γίνονταν γρήγορα γνωστές στην αγορά» και ότι [εμπιστευτικό]. Διευκρίνισε επίσης ότι «οι πελάτες μάς γνωστοποιούσαν συχνά τις τιμές αναφοράς των ανταγωνιστών χωρίς να τους ζητηθεί, ιδιαίτερα όταν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις τιμές αυτές ως επιχείρημα για την επίτευξη χαμηλότερης τιμής, δεδομένου ότι οι τιμές αναφοράς χρησιμοποιούνταν από τους εισαγωγείς μπανανών ως ένδειξη της εξελίξεως της τιμής Aldi, η οποία γνωστοποιούνταν το απόγευμα».

498    Υπενθυμίζεται, ακόμη ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Dole ανέφερε ότι οι τιμές αναφοράς αποτελούσαν απλώς ενδείξεις όσον αφορά την αγορά, μια από τις πολλές παραμέτρους που λάμβαναν υπόψη οι καταναλωτές, καθώς και κατευθυντήρια γραμμή μόνο στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους πελάτες. Η Dole διευκρίνισε ότι οι τιμές αναφοράς «βοηθούν, τρόπον τινά, τους εισαγωγείς και τους πελάτες να αξιολογούν την τρέχουσα κατάσταση της αγοράς και το πώς αυτή θα εξελιχθεί» (αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι «οι πελάτες […] επιδίωκαν να διαπραγματευτούν, προς επίτευξη καλύτερης προσφοράς, προβαίνοντας σε δημόσια σύγκριση των τιμών των ανταγωνιστικών προσφορών» (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

499    Επομένως, οι πελάτες είχαν υπόψη τους ότι οι υψηλές τιμές αναφοράς συνεπάγονται υψηλότερες τιμές συναλλαγής, οπότε χρησιμοποιούσαν τις τιμές αναφοράς ως μέσο διαπραγμάτευσης για τις πραγματικές τιμές, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι εισαγωγείς είχαν συμφέρον από τη συνεννόηση με αντικείμενο τις τιμές αναφοράς. Οι σαφείς και συνεκτικές αυτές δηλώσεις των Dole και Del Monte, στις οποίες οι εν λόγω εταιρίες προέβησαν εγγράφως, οικειοθελώς και κατόπιν ωρίμου σκέψεως, έχουν ισχυρή αποδεικτική αξία (βλ., συναφώς, απόφαση Aragonesas Industrias y Energía κατά Επιτροπής, σκέψη 364 ανωτέρω, σκέψη 104) όσον αφορά τον ρόλο των τιμών αναφοράς εν γένει, καθώς αυτές ήταν οι πρώτες τιμές που ζητούσαν οι εισαγωγείς, και τη σημασία τους κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις.

500    Η Dole δήλωσε επίσης, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για το διάστημα από το 2000 έως το 2002, ότι «η Del Monte θεωρούσε τις δικές της μπανάνες συγκρίσιμες προς τις μπανάνες μάρκας Dole, στον δε κλάδο επικρατούσε η αντίληψη ότι η Del Monte θεωρούσε την τιμή αναφοράς της Dole ως μέσο για την προώθηση της εξομοιώσεως αυτής στους πελάτες» (αιτιολογική σκέψη 104 και υποσημείωση 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από τη δήλωση αυτή προκύπτει ότι η τιμή αναφοράς της Dole αποτελούσε εμπορικό εργαλείο, το οποίο η Del Monte χρησιμοποιούσε προκειμένου να επιτυγχάνει για τις μπανάνες της τιμές αντίστοιχες με αυτές της Dole.

501    Η προσφεύγουσα δεν προέβαλε, με τα δικόγραφά της, καμία παρατήρηση σχετικά με τις δηλώσεις κατά τη διοικητική διαδικασία, οι οποίες αναιρούν τη θέση της ότι δεν υπήρχε σχέση μεταξύ τιμών αναφοράς και πραγματικών τιμών.

502    Πρέπει, αντιθέτως, να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει, αμφισβητώντας την άσκηση αποφασιστικής επιρροής επί της Weichert, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι [εμπιστευτικό], ενώ η Weichert ακολουθούσε την αντίθετη στρατηγική, που συνίστατο στην πώληση μεγάλων ποσοτήτων, προκειμένου να χρησιμοποιεί τις άδειές της και να διατηρεί τις σχέσεις της, ως προμηθευτής, με όσον το δυνατόν περισσότερους πελάτες. Η στρατηγική της Weichert, η οποία συνίστατο παγίως στον καθορισμό τιμών αντίστοιχων αυτών της Dole, δεν ήταν προς το συμφέρον της Del Monte, η οποία επιθυμούσε πωλήσεις σε «υψηλότερες τιμές», με συνέπεια την αύξηση του προβλεπόμενου από τη σύμβαση διανομής μεταβλητού στοιχείου της τιμής. Επομένως, η Del Monte «προτιμούσε τιμές αναφοράς που προσιδιάζουν σε υψηλής ποιότητας προϊόντα, αντίστοιχες αυτών της Chiquita», πράγμα ευρύτερα γνωστό, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις της Chiquita κατά τις οποίες «οι Dole και Del Monte διαφοροποίησαν τις τιμές αναφοράς όταν άρχισε να λειτουργεί η ιδιόκτητη επιχείρηση της Del Monte στη Γερμανία το 2003» και τις αντίστοιχες δηλώσεις της Dole, κατά τις οποίες «η Del Monte επιχείρησε να μειώσει την απόσταση μεταξύ του δείκτη της τιμής αναφοράς της Chiquita (δηλαδή της υψηλότερης τιμής αναφοράς) και της τιμής αναφοράς της Del Monte».

503    Οι διευκρινίσεις αυτές της προσφεύγουσας, καθώς και οι δηλώσεις της Chiquita και της Dole που παρατίθενται στη σκέψη 502 ανωτέρω απλώς επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή και το βάσιμο της διαπιστώσεώς της όσον αφορά τη σημασία των τιμών αναφοράς, αυτών της Weichert συμπεριλαμβανομένων, στην αγορά της μπανάνας.

504    Τέταρτον, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η έλλειψη σημασίας των τιμών αναφοράς αποδεικνύεται από έγγραφα των σημαντικότερων πελατών της, τα οποία προσκομίστηκαν κατά τις συζητήσεις. Κατ’ αυτήν, οι πελάτες της επιβεβαίωσαν ότι δεν ενδιαφέρονταν για τις επίσημες τιμές της, οι οποίες δεν είχαν καμία σημασία κατά τις διαπραγματεύσεις για τις πραγματικές τιμές, καθώς οι πελάτες αυτοί ενδιαφέρονταν για την «τιμή Aldi».

505    Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 341, οι μαρτυρίες αυτές δεν χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και είναι απορριπτέες. Πέραν των διαπιστώσεων σχετικά με τους εμπορικούς δεσμούς και τους δεσμούς εξάρτησης που συνδέουν τις επιχειρήσεις αυτές με τη Weichert, τη μορφή και το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επισημαίνεται ακόμη, όσον αφορά τις επίσημες τιμές, ότι οι συγκεκριμένοι πελάτες αναφέρουν μεν ότι οι τιμές αυτές δεν αποτελούσαν σημαντική παράμετρο στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεών τους με τη Weichert, πλην όμως ισχυρίζονται επιπλέον ότι γνώριζαν, χωρίς άλλες διευκρινίσεις, ότι «η Weichert θεωρούσε ότι η επίσημη τιμή που αυτή όριζε στερείται σημασίας».

506    Εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα αυτά, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη, δεν θα αρκούσαν εν προκειμένω για να γίνει δεκτό ότι οι τιμές αναφοράς της Weichert στερούνταν σημασίας.

507    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, σε όλα τα έγγραφα, τα οποία καταρτίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, πλην αυτού που προέρχεται από τον D., εξ ονόματος της εταιρίας I., οι εν λόγω πελάτες αναφέρουν ότι είχαν πρόσβαση στον εβδομαδιαίο κατάλογο των φορτίων μπανανών, τον οποίον χρησιμοποιούσαν «προκειμένου να μπορούν ευχερέστερα να αξιολογούν και να συγκρίνουν τις τιμές των προμηθευτών, της Weichert περιλαμβανομένης», πράγμα που ισχύει οπωσδήποτε και για την τιμή αναφοράς, δεδομένης της χρονολογικής εξελίξεως της εβδομαδιαίας διαδικασίας διαθέσεων των μπανανών στο εμπόριο. Κατά τα λοιπά, οι δηλώσεις αυτές επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις της προσφεύγουσας και της Dole, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 497 και 498 ανωτέρω.

508    Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι κανένας από τους πελάτες αυτούς δεν αναφέρεται στην «τιμή Aldi» ως μόνο πρόσφορο στοιχείο για τον καθορισμό των τιμών των μπανανών κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, παρά το γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα διατείνεται ότι οι πελάτες της ενδιαφέρονταν μόνο για την τιμή αυτή.

509    Τέλος και κυρίως, τα προσκομισθέντα από τη Weichert έγγραφα των πελατών, τα οποία καταρτίστηκαν μετά την έρευνα ή, ορισμένα, ακόμη και μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μειώνουν την αποδεικτική ισχύ των έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη σημασία των τιμών αναφοράς, τα οποία είναι προγενέστερα της έρευνας και επιβεβαιώνονται από τις δηλώσεις της Dole και της προσφεύγουσας, οι οποίες, μεταξύ άλλων, περιέγραψαν λεπτομερώς τη συμπεριφορά των πελατών που χρησιμοποιούσαν εν γένει τις τιμές αναφοράς ως εργαλείο κατά τις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των τιμών συναλλαγής (βλ. σκέψεις 462 έως 502 ανωτέρω).

510    Πέμπτον, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραμόρφωσε τη σημασία των επίσημων τιμών, υποβαθμίζοντας τη σημασία της «τιμής Aldi», η οποία αποτελούσε το μόνο στοιχείο αναφοράς για τον καθορισμό των τιμών κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς διαπίστωσε ότι «τιμή Aldi» είχε λιγότερη σημασία μεταξύ 2000 και 2003.

511    Προς στήριξη των θέσεων αυτών, η παρεμβαίνουσα παραπέμπει απλώς σε δηλώσεις της στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, όπου αναφέρει ότι τόσο αυτή όσο και οι λοιποί αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν πεπεισμένοι για τη σημασία της τιμής που καθόριζε η Aldi, που ήταν ο μεγαλύτερος αγοραστής μπανανών στην Ένωση. Η Weichert διευκρινίζει ότι η Aldi «εξελίχθηκε» σε σημαντικό παράγοντα της αγοράς της μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, λόγω της διαρκούς αυξήσεως του μεριδίου της αγοράς στη Γερμανία, από 21,5 σε 28,1 % το 2005.

512    Ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά είναι ακριβή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, βάσει αυτών, ότι η «τιμή Aldi» αποτελούσε «το μόνο στοιχείο αναφοράς για τον καθορισμό των τιμών» κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 2000 και 2002, δεδομένου ότι η Επιτροπή παραδέχεται την αυξανόμενη σημασία της τιμής αυτής στην εν λόγω αγορά.

513    Δεύτερον, η παρεμβαίνουσα προβάλλει, ακόμη, ότι, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, ο καθορισμός της «τιμής Aldi» μετά την ανακοίνωση των επίσημων τιμών δεν μειώνει τη σημασία της, διότι τόσο οι εισαγωγείς όσο και η ίδια ανέμεναν την ανακοίνωση της «τιμής Aldi» για να αρχίσουν τις εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των τιμών, και ότι η εν λόγω τιμή αποτελούσε το κεντρικό στοιχείο αναφοράς για τον υπολογισμό των πραγματικών τιμών στο πλαίσιο μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας.

514    Εκτός του ότι η Weichert δεν απέδειξε ότι είχε συνάψει μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας, που να προβλέπουν τον καθορισμό των τιμών βάσει της «τιμής Aldi», η Επιτροπή υπενθύμισε την αντικειμενική διαπίστωσή της σχετικά με την εμπορία μπανανών, δηλαδή το γεγονός ότι οι εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις άρχιζαν παγίως με την ανακοίνωση, εκ μέρους των Chiquita, Dole και Weichert, των τιμών αναφοράς σε όλους τους πελάτες τους, επιχειρήσεις ωριμάνσεως και επιχειρήσεις λιανικής, νωρίς το πρωί της Πέμπτης, πριν την ανακοίνωση της «προσφοράς Aldi».

515    Επομένως, από χρονολογικής απόψεως, η ανακοίνωση των τιμών αναφοράς σηματοδοτούσε την έναρξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Οι δηλώσεις της προσφεύγουσας και της Dole κατά τη διοικητική διαδικασία, σχετικά με τη συμπεριφορά των πελατών έναντι των προσφορών των εισαγωγέων, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της επισημάνσεως αυτής.

516    Προκύπτει, συνεπώς, ότι η «τιμή Aldi» καθοριζόταν μόνον αφού, πρώτον, οι εισαγωγείς είχαν καθορίσει και ανακοινώσει τις τιμές αναφοράς, σηματοδοτώντας έτσι την προβλεπόμενη εξέλιξη της τιμής της μπανάνας, και, δεύτερον, αφού οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως, έχοντας διαμορφώσει την εκτίμησή τους σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς, είχαν υποβάλει τις προσφορές τους στην Aldi (αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

517    Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις εξής δηλώσεις της Dole:

«[…] οι αρχικές τιμές αναφοράς που ανακοίνωναν ορισμένες εταιρίες την Πέμπτη το πρωί, μετά τις συναντήσεις για τον καθορισμό των τιμών, απεικόνιζαν μια τάση —την προσδοκία τους ότι η αγορά θα κινηθεί ανοδικά κατά 1 ή κατά 0,50 ευρώ (πάντα ανά χαρτοκιβώτιο, ανά χαρτοκιβώτιο των 18 κιλών), και […] ότι οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως, οι οποίες έχουν κεφαλαιώδη σημασία για την προμήθεια κίτρινων μπανανών, θα δώσουν προσφορά στην Aldi (τον μεγαλύτερο αγοραστή μπανανών) το πρωί της Πέμπτης και θα σχηματίζουν εκτίμηση σχετικά με την πιθανή εξέλιξη της τιμής αγοράς κατά τη διάρκεια του πρωινού, κάποια στιγμή από τις [9:00 έως τις 11:00], κατόπιν θα αποστείλουν με τηλεομοιοτυπία την προσφορά τους στην Aldi, η οποία θα απαντήσει λίγο μετά τις [13:00]· συχνά, οι επιχειρήσεις προσδοκούν ότι η τιμή ανά χαρτοκιβώτιο μπανανών θα αυξηθεί κατά ένα ευρώ, πλην όμως η Aldi απαντά “Εντάξει, η αγορά πηγαίνει καλύτερα, οι πωλήσεις από τα καταστήματά μας εξελίσσονται θετικά, αλλά εμείς δεν μπορούμε να αποδεχθούμε αύξηση κατά ένα ευρώ, δεχόμαστε αύξηση κατά 0,36 ευρώ” […] Τότε […] οι εισαγωγείς, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για την αγορά, θεωρούν ότι αποτυπώνεται μια τάση της αγοράς και ότι η τιμή μπορεί να ανέλθει έως 1 ευρώ (αυτό ανακοινώνουν στην αγορά), πλην όμως, αυτό που μετράει στην πράξη είναι η γνώμη της Aldi.»

518    Η τελευταία αυτή εκτίμηση της Dole, η οποία παγίως αρνείται ότι έχει υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, δεν αναιρεί τη σημασία της περιγραφής της διαδικασίας που λάμβανε χώρα τις Πέμπτες και την επισήμανση της σχέσεως μεταξύ των τιμών αναφοράς και της «προσφοράς Aldi».

519    Στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή υπενθυμίζει τις δηλώσεις που περιλαμβάνονται στην απάντηση της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις τιμές αναφοράς αποτελεί, για τους εισαγωγείς, «τρόπο συγκεντρώσεως πρόσφορων πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τη ζήτηση, τις αφικνούμενες ποσότητες και τα αποθέματα υπό μορφή κατανοητή για την αγορά». Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα ανέφερε, στην απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 5ης Φεβρουαρίου 2007, τα εξής:

«οι πελάτες μάς γνωστοποιούσαν συχνά τις τιμές αναφοράς των ανταγωνιστών χωρίς να τους ζητηθεί, ιδιαίτερα όταν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις τιμές αυτές ως επιχείρημα για την επίτευξη χαμηλότερης τιμής, δεδομένου ότι οι τιμές αναφοράς χρησιμοποιούνταν από τους εισαγωγείς μπανανών ως ένδειξη της εξελίξεως της τιμής Aldi, η οποία γνωστοποιούνταν το απόγευμα […]».

520    Οι δηλώσεις αυτές συμπίπτουν με το περιεχόμενο εσωτερικής ηλεκτρονικής επιστολής της Chiquita, της 8ης Αυγούστου 2002, με την οποία ένας εργαζόμενος της επιχειρήσεως αυτής εκθέτει τις σκέψεις του σχετικά με την αύξηση της τιμής αναφοράς της Dole κατά 2 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 111 και 172 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως) ως εξής:

«[…] Με την αύξηση της πραγματικής τιμής και της τιμής Aldi, [η Dole] επιτυγχάνει, καταρχάς, καλύτερη τιμή […]».

521    Απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η Aldi διευκρίνισε ότι η απόφασή της σχετικά με την εβδομαδιαία προσφορά της προς τους προμηθευτές της στηριζόταν στις προσφορές που είχε λάβει κατά την προηγούμενη εβδομάδα και την τιμή της ίδιας εβδομάδας του προηγούμενου έτους. Η Aldi προσέθεσε ότι «από τις τιμές που ανέφεραν οι προμηθευτές στις αρχικές προσφορές τους διαφαινόταν τουλάχιστον μια τάση εξελίξεως των τιμών, χωρίς όμως να διατυπώνεται πάντα ανάλογη αντιπροσφορά» (αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

522    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει η παρεμβαίνουσα, η Επιτροπή δεν συνήγαγε από την προαναφερθείσα χρονική αλληλουχία ότι η «τιμή Aldi» δεν είχε σημασία, αλλά επικαλέστηκε την τιμή αυτή προς τεκμηρίωση του συμπεράσματός της σχετικά με τη σημασία τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας.

523    Τρίτον, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι δεν μπορεί να αντληθεί κανένα ουσιώδες συμπέρασμα από τις σπάνιες προσαρμογές της τιμής που προσέφερε μετά την ανακοίνωση της «τιμής Aldi» και ότι η συχνότητα των προσαρμογών αυτών κατά το διάστημα 2000 έως 2002 παρέμεινε αμετάβλητη μετά το 2002.

524    Υπενθυμίζεται η επισήμανση της Επιτροπής ότι, από το δεύτερο τρίμηνο του 2002, η «τιμή Aldi» άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως δείκτης για τον υπολογισμό της τιμής της μπανάνας για ορισμένες άλλες συναλλαγές, ιδίως τις συναλλαγές με αντικείμενο επώνυμες μπανάνες (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

525    Εκτός από τις δηλώσεις των προμηθευτών σχετικά με την «αυξανόμενη» σημασία της «τιμής Aldi», τη διαπίστωση περί συχνότερης συνάψεως, από την Dole, συμβάσεων «Aldi plus», ήτοι μακροχρόνιων συμβάσεων εφοδιασμού, στο πλαίσιο των οποίων η τιμή καθοριζόταν βάσει της τιμής αγοράς της Aldi, η Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι μόνο μετά το τέλος του 2002 άρχισαν οι Dole και Weichert να προσαρμόζουν τις τιμές αναφοράς μετά την ανακοίνωση της «τιμής Aldi».

526    Η Επιτροπή διευκρινίζει τη θέση της με την αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Από τα έγγραφα του φακέλου προκύπτει ότι, μετά το τέλος του 2002, οι Dole και Weichert, η οποία εμπορευόταν τότε μπανάνες Del Monte, προσάρμοζαν την τιμή αναφοράς μετά την ανακοίνωση της τιμής Aldi το απόγευμα της Πέμπτης. Ωστόσο, η αναθεώρηση αυτή δεν είναι συνήθης από το 2000 έως το δεύτερο ήμισυ του 2002. Εν συνεχεία, οι Dole και Weichert αναθεωρούσαν προς τα κάτω τις τιμές αναφοράς, σε σχέση με την αρχική προσφορά, πράγμα που συνέβη, μεταξύ άλλων, κατά τις εβδομάδες 41, 44, 45, 47, 48, 49, 51 και 52 του 2002. Ωστόσο, οι εμπλεκόμενοι εξακολούθησαν να καθορίζουν τις τιμές αναφοράς την Πέμπτη το πρωί, πριν τον καθορισμό της τιμής Aldi και να συνεννοούνται, στο πλαίσιο διμερών επαφών, πριν τον καθορισμό των (αρχικών) τιμών αναφοράς. Η Chiquita δεν αναθεωρούσε, κατά κανόνα, τη δική της τιμή αναφοράς μετά τον καθορισμό της (πλην λίγων εξαιρέσεων). Οι ως άνω εμπλεκόμενοι δεν εξήγησαν γιατί εξακολούθησαν να καθορίζουν τιμές αναφοράς, οι οποίες, όπως υποστηρίζουν, “δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον”, ενώ τις αναθεωρούσαν μετά τον καθορισμό της τιμής Aldi.»

527    Οι δηλώσεις της παρεμβαίνουσας, που παρατίθενται στη σκέψη 523 ανωτέρω, δεν είναι τεκμηριωμένες και δεν αναιρούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής.

528    Περαιτέρω και κυρίως, η Weichert δεν παρέθεσε, με τα δικόγραφά της, καμία διευκρίνιση σχετικά με τους λόγους διατηρήσεως των τιμών αναφοράς, τόσο αυτών που καθορίζονταν το πρωί της Πέμπτης όσο και αυτών που τροποποιούνταν το απόγευμα, μετά την ανακοίνωση της «τιμής Aldi», παρά το γεγονός ότι η ίδια ισχυρίζεται ότι η «τιμή Aldi» ήταν η «μόνη» τιμή αναφοράς που λαμβάνονταν υπόψη για τον καθορισμό των τιμών στον κλάδο της μπανάνας.

529    Εν γένει, τόσο η προσφεύγουσα όσο και η Weichert δεν προέβαλαν καμία άλλη εξήγηση, διαφορετική από την τεκμηριωμένη εξήγηση της Επιτροπής, όσον αφορά τους λόγους υπάρξεως τιμών αναφοράς, του καθορισμού τους κάθε Πέμπτη πρωί, της ανακοινώσεώς τους στους πελάτες, της ταχείας γνωστοποιήσεώς τους σε όλο τον κλάδο, της δημοσιοποιήσεώς τους στον επαγγελματικό τύπο και σε δημόσιους οργανισμούς, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, τις οποίες οι δύο αυτές επιχειρήσεις δεν αμφισβητούν.

530    Με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 10ης Φεβρουαρίου 2006, η προσφεύγουσα ανέφερε, μάλιστα, ότι, πριν το 1993, οι τιμές αναφοράς των εισαγωγέων μπανανών συγκρίνονταν με κατάλογο πάγιων τιμών και αποτελούσαν τη βάση των διαπραγματεύσεων εκάστου με τους πελάτες. Μετά τη θέσπιση της κοινής οργανώσεως των αγορών, οι τιμές αναφοράς έπαυσαν να έχουν αυτόν τον ρόλο, καθώς και τη σημασία που είχαν στον κλάδο.

531    Εκτός του ότι δεν διευκρινίστηκε το πώς συνδέεται η κοινή οργάνωση των αγορών στον κλάδο της μπανάνας και με το γεγονός ότι οι τιμές αναφοράς έπαυσαν να αποτελούν τη βάση των εμπορικών διαπραγματεύσεων, διαπιστώνεται ότι, επί δέκα τουλάχιστον έτη, οι εν λόγω τιμές καθορίζονταν κάθε εβδομάδα από τους εισαγωγείς και ανακοινώνονταν στους πελάτες.

532    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα χαρακτήρισε τις τιμές αναφοράς ως άνευ σημασίας «κατάλοιπο του παρελθόντος».

533    Δεν είναι, όμως, πιθανό η τιμολογιακή πολιτική μιας επιχειρήσεως να καθορίζεται με μόνο κριτήριο τη διατήρηση μιας απαρχαιωμένης πρακτικής, και όχι με γνώμονα την επίτευξη κέρδους, και μάλιστα σε μια αγορά η οποία χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας της προσφεύγουσας, από πολύ σύντομη περίοδο εμπορίας, λόγω της ευπάθειας του συγκεκριμένου προϊόντος, και την αναζήτηση της μέγιστης εμπορικής αποτελεσματικότητας.

534    Τέταρτον, η παρεμβαίνουσα χαρακτηρίζει εσφαλμένες τις επικρίσεις που διατυπώνει η Επιτροπή όσον αφορά την οικονομική μελέτη της 20ής Νοεμβρίου 2007, με την οποία αποδεικνύεται η έλλειψη ουσιώδους σχέσεως μεταξύ των επίσημων και των πραγματικών τιμών, επικαλείται δε προς διευκρίνιση της θέσεως αυτής νέα έκθεση, της 2ας Απριλίου 2010.

535    Η Επιτροπή προβάλλει ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως δεν περιέχει κανέναν ισχυρισμό περί σφάλματος στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την οικονομική μελέτη της 20ής Νοεμβρίου 2007, και ότι, ως εκ τούτου, τα σχετικά επιχειρήματα της παρεμβαίνουσας είναι απαράδεκτα, ως μη σχετιζόμενα με το αντικείμενο της διαφοράς.

536    Κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μόνο αντικείμενο της παρεμβάσεως είναι η υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων. Το άρθρο 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει, μεταξύ άλλων, τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος, με τα οποία υποστηρίζονται τα αιτήματα ενός των διαδίκων ή ζητείται η μερική ή ολική απόρριψή τους, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο παρεμβαίνων.

537    Οι διατάξεις αυτές παρέχουν στον παρεμβαίνοντα το δικαίωμα να προβάλει αυτοτελώς όχι μόνον επιχειρήματα, αλλά και λόγους ακυρώσεως, καθόσον αυτοί προβάλλονται προς υποστήριξη αιτημάτων ενός από τους κύριους διαδίκους και δεν είναι εντελώς ξένοι προς τη βάση της ένδικης διαφοράς όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού, πράγμα το οποίο θα κατέληγε σε τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 312 ανωτέρω, σκέψη 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

538    Επομένως, για να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού των λόγων που προβάλλει ο παρεμβαίνων, πρέπει να εξακριβώσει αν οι ως άνω λόγοι συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως τούτο καθορίστηκε από τους κύριους διαδίκους.

539    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ρητώς ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη σχέση μεταξύ τιμών συναλλαγής και τιμών αναφοράς της Weichert και επικρίνει την εκ μέρους της Επιτροπής συναφή ανάλυση δύο εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή της επιστολής που απέστειλε η DFHV σε μέλος της Επιτροπής στις 21 Ιανουαρίου 2005 και της τηλεομοιοτυπίας της 28ης Ιανουαρίου 2000, με την οποία ο A., εργαζόμενος της Del Monte, ζήτησε από τον A. W. εξηγήσεις σχετικά με τη διαφορά μεταξύ «τελικής τιμής» και «προϋπολογισμένης τιμής».

540    Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων της Επιτροπής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προβαλλόμενη από την παρεμβαίνουσα αιτίαση είναι εκ φύσεως εντελώς ξένη προς τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής και ότι είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

541    Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας σχετικά με παράβαση του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η οποία συγκαταλέγεται στους λόγους απαραδέκτου που το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας (αποφάσεις Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 394 ανωτέρω, σκέψη 75, και Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 394 ανωτέρω, σκέψη 54), νομολογία η οποία εφαρμόζεται κατ’ αναλογία ως προς το υπόμνημα παρεμβάσεως (απόφαση Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 394 ανωτέρω, σκέψη 94).

542    Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι, εκτός ορισμένων γενικής φύσεως εκτιμήσεων σχετικά με το χρονικό διάστημα που καλύπτει η αρχική οικονομική μελέτη και τη στάση της Επιτροπής, η παρεμβαίνουσα προβάλλει μόνον ότι «οι επικρίσεις της Επιτροπής είναι εσφαλμένες» και ότι «όλα [αυτά] διευκρινίζονται στο τμήμα 4 της εκθέσεως της RBB της 2ας Απριλίου 2010». Η αιτίαση είναι τόσο λακωνικά διατυπωμένη, ώστε ούτε η Επιτροπή δύναται να προετοιμάσει την άμυνά της ούτε το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί, ενδεχομένως χωρίς άλλες πληροφορίες, θα αντέβαινε δε προς την καθαρώς αποδεικτική λειτουργία τους να μπορούν τα παραρτήματα να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αποδειχθεί λεπτομερώς ένας ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής χωρίς την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 268 ανωτέρω, σκέψη 204).

543    Σε κάθε περίπτωση, η επιχειρηματολογία της παρεμβαίνουσας θα απορρίπτονταν ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη.

544    Η Weichert επικαλείται μελέτες με αντικείμενο τις οικονομικές επιπτώσεις της προσαπτόμενης συμπεριφοράς στην αγορά της μπανάνας στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, αν οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ορθές, θα έπρεπε οι τιμές αναφοράς και οι πραγματικές τιμές να είναι στενά συνδεδεμένες. Ωστόσο, κατά την παρεμβαίνουσα, από την εμπειρική παρατήρηση προκύπτει ότι οι πραγματικές τιμές διέφεραν σε τέτοιο βαθμό από τις επίσημες τιμές, ώστε δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί ότι οι επίσημες τιμές αποτελούν ένδειξη παράνομης συνεννόησης.

545    Με τις μελέτες αυτές επιδιώκεται να δειχθεί ότι οι επαφές για τις οποίες γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχαν επιπτώσεις στην αγορά, δηλαδή στις πραγματικές τιμές, και ότι, ως εκ τούτου και αναδρομικά εξεταζόμενες, οι εν λόγω επαφές δεν είχαν ως αποτέλεσμα την παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

546    Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι ο αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπός και τα αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα αποτελούν όχι σωρευτικές, αλλά εναλλακτικές προϋποθέσεις της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Προκειμένου να εκτιμηθεί αν εναρμονισμένη πρακτική απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της όταν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

547    Μια εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού δεν παράγει οπωσδήποτε αποτελέσματα αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αυτή καθεαυτή η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει μεν ορισμένη συμπεριφορά των μετεχουσών επιχειρήσεων στην αγορά, πλην όμως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι η συμπεριφορά αυτή έχει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα να περιορίσει, να παρεμποδίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψεις 122 έως 124, Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 298 ανωτέρω, σκέψεις 163 έως 165, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψεις 123 έως 125).

548    Υπενθυμίζεται ότι, για να έχει αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο, αρκεί η εναρμονισμένη πρακτική να είναι ικανή να παράγει αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται ενδεχομένως στους κανόνες περί ανταγωνισμού εφόσον μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς με αποτέλεσμα περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Περαιτέρω, το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και με τον τρόπο αυτό του ίδιου του ανταγωνισμού (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψεις 31, 35 και 38).

549    Ειδικότερα, το γεγονός ότι μια εναρμονισμένη πρακτική δεν έχει άμεση επίπτωση στο επίπεδο των τιμών δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ότι περιόρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑21/99, Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1681, σκέψη 140).

550    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι πραγματικές τιμές της αγοράς μπορούν να επηρεαστούν από εξωτερικές παραμέτρους, μη ελεγχόμενες από τους μετέχοντες σε σύμπραξη, όπως η γενική εξέλιξη της οικονομίας, η εξέλιξη της ζήτησης στον συγκεκριμένο κλάδο ή η διαπραγματευτική ισχύς των πελατών.

551    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από σκέψεις 313 έως 533 ανωτέρω, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη σημασία των τιμών αναφοράς στον κλάδο της μπανάνας, στοιχείο το οποίο, συνδυαζόμενο με άλλες περιστάσεις που συνεκτίμησε η Επιτροπή, οδηγεί στη διαπίστωση εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού.

552    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι Chiquita, Dole και Weichert, οι οποίες κατείχαν σημαντικό μερίδιο της αγοράς, καθόριζαν παγίως κάθε Πέμπτη πρωί, επί τουλάχιστον τρία έτη, μια τιμή αναφοράς, ανακοίνωναν την τιμή αυτή στους πελάτες τους, ήτοι στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως και λιανικής πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων και γνωστοποιούσαν, στο πλαίσιο διμερών επαφών, τις τιμές αναφοράς που είχε καθορίσει η κάθε μία, προκειμένου να εποπτεύουν και να ελέγχουν ευθέως τις αποφάσεις των ανταγωνιστών τους, πράγμα που συνιστά σύμπραξη και καθιστά αβάσιμη την επιχειρηματολογία της Weichert σχετικά με το ύψος των δικών της τιμών συναλλαγής.

553    Η ανάλυση με βάση το ύψος της τιμής συναλλαγής της Weichert και το γεγονός ότι οι πραγματικές τιμές και οι τιμές αναφοράς δεν συνδέονται «στενά», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποδυναμώνουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, βάσει των οποίων διαπίστωσε ότι οι τιμές αναφοράς θεωρούνταν, από την αγορά, τουλάχιστον ως σημεία, τάσεις ή ενδείξεις σχετικά με την εξέλιξη της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών.

554    Οι διαπιστωθείσες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αναφοράς, οι οποίες καθορίζονταν στο πλαίσιο παράνομης συνεννοήσεως, και των τιμών συναλλαγής δεν αναιρούν το συμπέρασμα ότι οι πρώτες επηρέαζαν το ύψος των δεύτερων. Οι τιμές αναφοράς συνήθως έλκουν προς τα πάνω τις τιμές της αγοράς, έστω και αν οι τιμές της αγοράς παραμένουν εν τέλει χαμηλότερες από τις ανακοινωθείσες. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας υπόψη του ότι οι συνιστώμενες τιμές μιας επιχειρήσεως ήταν υψηλότερες από τις τιμές της αγοράς, αποφάνθηκε ότι το σύστημα τιμών της συγκεκριμένης επιχειρήσεως είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στην αγορά (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1997, T‑213/95 και T‑18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1739, σκέψη 163).

555    Δεν έχει, συνεπώς, ιδιαίτερη σημασία το αν η τιμή αναφοράς αποτελούσε την πιο σημαντική παράμετρο καθορισμού της πραγματικής τιμής της Weichert ή το κατά πόσον οι τιμές αναφοράς και οι πραγματικές τιμές της επιχειρήσεως αυτής συνδέονταν μεταξύ τους, δεδομένου ότι οι τιμές αναφοράς ήταν αυτές που ανακοινώνονταν και δεν υποστηρίζεται ότι οι τιμές αυτές επιτυγχάνονταν στο πλαίσιο των εβδομαδιαίων διαπραγματεύσεων ούτε ότι αποτελούσαν τη βάση υπολογισμού των τιμών που εν τέλει χρεώνονταν.

556    Τονίζεται, ακόμη, ότι τα οικονομικής φύσεως επιχειρήματα της Weichert αφορούν μόνον τις τιμές που χρέωνε αυτή, η δε πραγματική συμπεριφορά την οποία ισχυρίζεται ότι ακολούθησε μια επιχείρηση δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά, καθώς συνεκτιμώνται μόνον οι συνέπειες της συμπράξεως συνολικά (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψεις 150 και 152). Με την επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι, λόγω της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν πέτυχαν τιμή συναλλαγής υψηλότερη από αυτή που θα προέκυπτε στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, δεδομένου ότι, για να εκτιμηθούν οι συγκεκριμένες επιπτώσεις παραβάσεως στην αγορά, πρέπει να γίνει σύγκριση με το επίπεδο του ανταγωνισμού που θα υφίστατο αν δεν υπήρχε η παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψεις 150 και 151).

557    Όσον αφορά, ειδικότερα, τη σημασία των οικονομικών μελετών που προσκόμισε η Weichert, η Weichert δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των τιμών αναφοράς και των πραγματικών τιμών, υπό την έννοια ότι αμφότερες οι τιμές αυτές εξελίσσονται παράλληλα, αλλά αποδίδει την παράλληλη αυτή σχέση αποκλειστικά στις εποχιακές μεταβολές που επηρεάζουν την αγορά της μπανάνας, χωρίς, ωστόσο, να αποδεικνύει τη θέση της αυτή, καθώς τα στοιχεία του πίνακα 7 της οικονομικής μελέτης της 2ας Απριλίου 2010, σχετικά με τις διαφορές μεταξύ τιμής αναφοράς και «μέσης πραγματικής τιμής της Weichert» είναι ανεπαρκή. Δεδομένου ότι οι μεταβολές αυτές, περιλαμβανομένων αυτών των μετεωρολογικών συνθηκών, επηρεάζουν ομοίως αμφότερες τις επίμαχες τιμές, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για ουδέτερο στοιχείο, το οποίο δεν αρκεί για να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ των τιμών αναφοράς και των πραγματικών τιμών της Weichert.

558    Περαιτέρω, η εξέταση των πινάκων 1, 2 και 7 της οικονομικής μελέτης της 2ας Απριλίου 2010 αναιρεί τη θέση της Weichert ότι οι «μεγάλες διαφορές των τιμών αποτελούν μάλλον τον κανόνα, παρά την εξαίρεση» και εμφαίνει ότι οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ τιμών αναφοράς και πραγματικών τιμών εμφανίζονται μετά το δεύτερο ήμισυ του 2002, όταν πλέον οι Dole και Weichert άρχισαν να προσαρμόζουν τις αρχικές τιμές αναφοράς μετά την ανακοίνωση της «τιμής Aldi».

559    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι εσφαλμένη η θέση της παρεμβαίνουσας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη σχέση μεταξύ πραγματικών και επίσημων τιμών εν γένει, καθώς και μεταξύ των δικών της πραγματικών και επίσημων τιμών, και ότι, αντιθέτως, είναι ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με τη σημασία των τιμών αναφοράς, περιλαμβανομένων αυτών της παρεμβαίνουσας, στον κλάδο της μπανάνας, οι οποίες αποτελούσαν τουλάχιστον σημεία, τάσεις ή ενδείξεις σχετικά με την εξέλιξη της τιμής της μπανάνας και ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το εμπόριο της μπανάνας και τον καθορισμό των τιμών.

560    Μολονότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πραγματικές τιμές ήταν ευθέως συνδεδεμένες με τις τιμές αναφοράς δεν ισχύει για τη Weichert, εντούτοις ούτε η Weichert ούτε η προσφεύγουσα αμφισβήτησαν ότι η διαπίστωση αυτή ισχύει ως προς την Dole.

561    Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, ακόμη και αν μια επιχείρηση προσέδιδε στις τιμές αναφορές λιγότερη σημασία απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές της, και μάλιστα οι κύριοι ανταγωνιστές της, δεν δικαιολογείται η συμμετοχή της επιχειρήσεως αυτής σε συζητήσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τον συντονισμό των τιμών αυτών (αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

562    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας σχετικά με τη σημασία των τιμών αναφοράς δεν αποδεικνύει έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι απορριπτέα.

 Επί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς της Weichert στην αγορά

563    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το χρησιμοποιούμενο από την Επιτροπή τεκμήριο περί αναγκαίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς της Weichert ανατρέπεται από το γεγονός ότι πάγια στρατηγική της επιχειρήσεως αυτής, σε αντίθεση με τις επιθυμίες της προσφεύγουσας, ήταν να ορίζει τη δική της τιμή αναφοράς στο ίδιο ύψος με την τιμή αναφοράς της Dole, με συνέπεια να ακολουθεί κάθε εβδομάδα την τιμή της Dole. Η συμπεριφορά αυτή αποδεικνύεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 104 και 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

564    Το γεγονός ότι η Weichert συνήθως ακολουθούσε, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, την ίδια στρατηγική κάθε εβδομάδα, ενώ οι συζητήσεις με την Dole δεν γίνονταν με την ίδια συχνότητα, αλλά μόνο μία ή δύο φορές τον μήνα και σπανίως αφορούσαν στοιχεία καθορισμού των τιμών, αποτελεί επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με το γεγονός ότι οι συζητήσεις αυτές δεν είχαν καμία επίπτωση επί της Weichert στην αγορά.

565    Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει, πέρα από τη διαβούλευση μεταξύ επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς αυτή τη διαβούλευση και σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Συναφώς, τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη σύμπραξη και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση λαμβάνει χώρα σε τακτά διαστήματα επί μακρό χρονικό διάστημα (απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 298 ανωτέρω, σκέψεις 161 έως 163)

566    Επομένως, απόκειται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να αποδείξουν ότι η συνεννόηση δεν επηρέασε καθόλου τη συμπεριφορά τους στην αγορά (απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 298 ανωτέρω, σκέψη 167).

567    Η προσφεύγουσα επισημαίνει τη ρητή διαπίστωση της Επιτροπής ότι, «κατά το κρίσιμο διάστημα, οι Dole και Del Monte ([τις μπανάνες της δεύτερης] τις εμπορευόταν η Weichert) καθόριζαν [σχεδόν] ίδιες τιμές» (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι «[από] το 2000 [έως] το 2002, η Weichert συνήθως καθόριζε τη δική της τιμής αναφοράς αφού είχε πληροφορηθεί την τιμή αναφοράς της Dole, την οποία αυτή καθόριζε επίσης κάθε Πέμπτη πρωί» (αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

568    Εκτός του ότι από το πρώτο απόσπασμα προκύπτει η ύπαρξη παράλληλων συμπεριφορών της Dole και της Weichert, στοιχείο που μάλλον καθιστά πειστικότερα τα περί συνεκτιμήσεως των ανταλλασσόμενων μεταξύ των ανταγωνιστών πληροφοριακών στοιχείων, παρά το αντίθετο, τονίζεται ότι το δεύτερο απόσπασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν στηρίζει τη θέση της προσφεύγουσας, καθώς έχει αποκοπεί από το πλαίσιό του.

569    Η αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως εντάσσεται στο τμήμα αυτής σχετικά με την αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς, μετά τον καθορισμό τους, κάθε Πέμπτη πρωί, γνωστοποίηση η οποία αποτελούσε στοιχείο των συνεννοήσεων των επιχειρήσεων, διότι χρησίμευε για τον έλεγχο των αποφάσεων εκάστης επιχειρήσεως, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών, αποφάσεων οι οποίες λαμβάνονταν βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που ανταλλάσσονταν στο πλαίσιο των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά χωριστή παράβαση, αλλά αποτελεί μηχανισμό ελέγχου του αποτελέσματος προς επίτευξη του ίδιου σκοπού.

570    Αφού εξέθεσε την άποψή της με την αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε, στις επόμενες αιτιολογικές σκέψεις, τις σχετικές δηλώσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

571    Τονίζει ότι, με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 6ης Ιουνίου 2006, η Weichert παρέθεσε τα ονόματα των εργαζομένων της, οι οποίοι προέβαιναν σε αμοιβαίες γνωστοποιήσεις των τιμών αναφοράς τόσο με την Dole όσο και με την Chiquita (αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

572    Η αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Weichert αναφέρει ότι οι επαφές με τους μετέχοντες στη σύμπραξη δεν πραγματοποιούνταν σε κάποιο προκαθορισμένο χρονικό σημείο, κάθε Πέμπτη πρωί, αλλά κατά κανόνα οποτεδήποτε, από τις [9:00] έως το μεσημέρι. [Από] το 2000 [έως] το 2002, η Weichert συνήθως καθόριζε τη δική της τιμή αναφοράς αφού είχε πληροφορηθεί την τιμή αναφοράς της Dole, την οποία αυτή καθόριζε επίσης κάθε Πέμπτη πρωί. Όσον αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την τιμή αναφοράς της Dole από το 2000 [έως] το 2002, η Weichert δηλώνει ότι συνέλεξε τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία από τους πελάτες, από άλλους εισαγωγείς ή από εργαζομένους της Dole. Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Weichert αναφέρει ότι μπορούσε να συλλέξει τα στοιχεία αυτά από διάφορες πηγές. [Τούτο] δεν αναιρεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής.»

573    Επομένως, το απόσπασμα που επικαλείται η προσφεύγουσα είναι τοποθετημένο ανάμεσα σε φράσεις, σχετικά με τις δηλώσεις της Weichert, και παραπέμπει σε υποσημείωση, με τη διευκρίνιση ότι αντιστοιχεί σε απάντηση της Weichert σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 5ης Φεβρουαρίου 2007.

574    Περαιτέρω, η Επιτροπή, αφού επισήμανε ότι, «κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση επαφών με αντικείμενο τη μελλοντική πολιτική τιμών, γίνεται δεκτό ότι ο συμμετέχων λαμβάνει υπόψη του, ευθέως ή εμμέσως, τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει συλλέξει, προκειμένου να καθορίσει την εμπορική πολιτική του», ανέφερε ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «ότι ουδείς από τους αποδέκτες απέδειξε ότι δεν έλαβε υπόψη του τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία κατά τον καθορισμό των δικών του τιμών αναφοράς». Ομοίως, με την αιτιολογική σκέψη 268 της προσβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνει με σαφήνεια ότι, η Weichert δεν παραδέχεται «ότι, κατά τον καθορισμών των δικών της τιμών αναφοράς, έλαβε υπόψη της πληροφοριακά στοιχεία προερχόμενα από τους ανταγωνιστές της», πλην όμως «η παραδοχή αυτή δεν κρίνεται απαραίτητη», βάσει της προαναφερθείσας νομολογίας.

575    Υπό τις συνθήκες αυτές, από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις 104 και 203 της εν λόγω αποφάσεως, δεν αποδεικνύεται ότι η Weichert ανέμενε κάθε εβδομάδα να ορίσει πρώτα η Dole την τιμή αναφοράς της, ώστε κατόπιν να ορίσει τη δική της τιμή αναφοράς στο ίδιο ύψος, οπότε δεν λάμβανε υπόψη τα πληροφοριακά στοιχεία που συνέλεγε από τις προσαπτόμενες ανταλλαγές στοιχείων, προκειμένου να καθορίσει ανά εβδομάδα τη συμπεριφορά της στην αγορά.

576    Το ίδιο ισχύει και για τη θέση της προσφεύγουσας σχετικά με τη συχνότητα των επαφών μεταξύ Dole και Weichert και το ότι δεν ήταν συχνές οι συζητήσεις με αντικείμενο τα στοιχεία καθορισμού των τιμών. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 367 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, λαμβανομένης υπόψη της συχνότητας των διμερών επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, την ύπαρξη συστήματος επαφών το οποίο οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ανάλογα με τις ανάγκες τους. Η διαπίστωση αυτή είναι απολύτως συμβατή με τη νομολογία σχετικά με την τεκμαιρόμενη αιτιώδη σχέση μεταξύ της συνεννοήσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και της συμπεριφοράς που διαμορφώνεται μετά τη συνεννόηση, στην οποία η Επιτροπή αναφέρεται εν προκειμένω.

577    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο και αντικειμενικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η συμπεριφορά της Weichert είχε μιμητικό χαρακτήρα.

578    Συναφώς, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της προς αμφισβήτηση της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της Weichert, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Weichert ακολουθούσε μια στρατηγική πωλήσεως μεγάλων ποσοτήτων, ώστε να χρησιμοποιεί όλες τις άδειές της, και, για τον λόγο αυτό, όριζε παγίως την επίσημη τιμή αφού η Dole είχε ορίσει τη δική της και σε αντίστοιχο ύψος, ενώ η στρατηγική της προσφεύγουσας συνίστατο στην επίτευξη τιμής που προσιδιάζει σε υψηλής ποιότητας προϊόντα, η δε τιμή αναφοράς προσέγγιζε αυτή της Chiquita, πράγμα που ήταν γνωστό και στις λοιπές επιχειρήσεις της αγοράς.

579    Προς στήριξη των απόψεών της η προσφεύγουσα επικαλείται δηλώσεις της Weichert, που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 572 ανωτέρω, καθώς και δηλώσεις της Chiquita και της Dole, σε απάντηση αιτήσεων παροχής πληροφοριών της Επιτροπής.

580    Η Chiquita αναφέρει μόνον ότι, «κατά τις συζητήσεις με αντικείμενο τις τιμές για την επόμενη εβδομάδα, η Dole επικαλούνταν ενίοτε την τιμή της Del Monte», διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι «η τιμή της Del Monte δεν ήταν σημαντική για την Chiquita, καθώς τότε οι Dole και Del Monte όριζαν κάθε εβδομάδα τις ίδιες τιμές», και τονίζοντας ότι «η Dole διευκρίνισε ότι ήταν ευρέως γνωστό στον κλάδο ότι η Del Monte θεωρούσε τις επίσημες τιμές της Dole ως σημείο αναφοράς για τις δικές της επίσημες τιμές». Ωστόσο, οι δηλώσεις αυτές δεν τεκμηριώνουν τη θέση της προσφεύγουσας ότι κάθε εβδομάδα η Weichert ανέμενε να ορίσει πρώτα η Dole την τιμή αναφοράς της, ώστε κατόπιν να ορίσει τη δική της τιμή αναφοράς στο ίδιο ύψος.

581    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη συνεννόηση δεν επηρέασε καθόλου τη συμπεριφορά της Weichert στην αγορά, είναι δε επίσης απορριπτέες οι εκτιμήσεις της περί «αποδυναμώσεως» της θέσεως της Επιτροπής όσον αφορά την ανάλυση της αμοιβαίας γνωστοποιήσεως των τιμών αναφοράς.

582    Τέλος, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε «κυρίως» στο τεκμήριο περί αιτιώδους σχέσεως μεταξύ παράνομης συνεννοήσεως και συμπεριφοράς στην αγορά, προκειμένου να διαπιστώσει, εν προκειμένω, την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού, καθώς η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε εκτίμηση των χαρακτηριστικών των προσαπτόμενων ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων και του νομικού και οικονομικού πλαισίου τους, σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας.

583    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβαιναν σε διμερείς επαφές, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, κατά τις οποίες συζητούσαν τις παραμέτρους καθορισμού της τιμής της μπανάνας, δηλαδή τις παραμέτρους που σχετίζονταν με την τιμή αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα, ή συζητούσαν ή αποκάλυπταν τις τάσεις των τιμών ή παρείχαν στοιχεία σχετικά με τις τιμές αναφοράς για την ερχόμενη εβδομάδα.

584    Μέσω των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, οι Dole και Weichert, οι οποίες συγκαταλέγονταν στους κύριους προμηθευτές μπανανών, καθόριζαν συντονισμένα τις τιμές αναφοράς, αντί να τις καθορίζουν με πλήρη αυτοτέλεια. Κατά τις διμερείς συζητήσεις, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αποκάλυπταν την τακτική που σκόπευαν να ακολουθήσουν ή, τουλάχιστον, παρείχαν στους μετέχοντες στις επαφές αυτές τη δυνατότητα να αξιολογούν τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών αναφοράς, και να καθορίζουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους. Συνεπώς, περιόριζαν την αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές αποφάσεις των ανταγωνιστών όσον αφορά τις τιμές αναφοράς, με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων.

585    Είναι, συνεπώς, ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών αποσκοπούσαν στον καθορισμό των τιμών της αγοράς, πράγμα που συνιστά εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

 Επί της ενιαίας παραβάσεως

586    Η προσφεύγουσα υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, προβάλλει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς διαπίστωσε ενιαία και διαρκή παράβαση, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή, αφενός, παραδέχεται ότι η Weichert δεν γνώριζε για τις επαφές μεταξύ των Dole και Chiquita ούτε μπορούσε να τις προβλέψει και, αφετέρου, καταλογίζει στη Weichert ευθύνη μόνο για το μέρος κατά το οποίο μετείχε στην παράβαση, πλην όμως τούτο δεν συνάδει με τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας και διαρκούς.

587    Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της, εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψη 203).

588    Επομένως, η έννοια της ενιαίας παραβάσεως μπορεί να αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών που συνίστανται σε συμφωνίες, σε εναρμονισμένες πρακτικές και σε αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, αλλά και τον προσωπικό χαρακτήρα της ευθύνης για τις παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψεις 159 και 160).

589    Επομένως, η εκτίμηση της Επιτροπής πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των δύο αυτών στοιχείων, δηλαδή των εκδηλώσεων της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και της ευθύνης τους για τις συμπεριφορές αυτές.

 Επί των προσαπτόμενων εκδηλώσεων της συμπεριφοράς

590    Όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή τις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, επισημαίνεται ότι παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη ενέργεια, αλλά και από σειρά ενεργειών ή ακόμη από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψη 81, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψη 258).

591    Τονίζεται ότι η έννοια της «ενιαίας συμφωνίας» ή της «ενιαίας παραβάσεως» προϋποθέτει σύνολο ενεργειών στις οποίες προβαίνουν διάφορα μέρη επιδιώκοντας τον ίδιο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οικονομικό σκοπό (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑1/89, Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑867, σκέψεις 125 και 126, και Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψη 3699). Το γεγονός ότι οι διάφορες ενέργειες των επιχειρήσεων εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, έχει καθοριστική σημασία για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας (βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψεις 258 και 260).

592    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι όλες οι διμερείς επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, τόσο αυτές μεταξύ των Dole και Chiquita όσο και εκείνες μεταξύ των Dole και Weichert, περιόριζαν την αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές τιμές αναφοράς, είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και επιδίωκαν τον ίδιο οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση της ομαλής εξελίξεως της τιμής μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη. Η Επιτροπή αναφέρει ότι η αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς, διά των οποίων οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν τις αποφάσεις εκάστης εξ αυτών σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, συνέτειναν στην επιδίωξη του ως άνω οικονομικού σκοπού (αιτιολογική σκέψη 247 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

593    Η Επιτροπή δεν αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι οι διμερείς επαφές είχαν τον ίδιο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, σκοπό, αλλά απέδειξε επιπλέον ότι οι εν λόγω επαφές μεταξύ των Dole και Chiquita, καθώς και εκείνες μεταξύ των Dole και Weichert συνδέονταν και λειτουργούσαν συμπληρωματικά μεταξύ τους (βλ., συναφώς, απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 588 ανωτέρω, σκέψη 181).

594    Αφενός, η Επιτροπή ανέφερε ότι όλες οι διμερείς επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών αποτελούσαν μέρος του ίδιου συστήματος. Κατ’ αυτήν, το όμοιο περιεχόμενό τους, το γεγονός ότι σε αυτές μετείχαν τακτικά τα ίδια πρόσωπα και ήταν πανομοιότυπα οργανωμένες, από πλευράς χρονοδιαγράμματος και τρόπου επαφής, το γεγονός ότι συνεχίζονταν επί μακρό και αδιάκοπο χρονικό διάστημα εμφαίνουν ότι επρόκειτο για μηχανισμό επικοινωνίας, πράγμα που αποδεικνύει τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

595    Είναι σημαντικό να τονιστεί, συναφώς, η ιδιαιτερότητα των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, στον βαθμό που η παραβατική συμπεριφορά στοιχειοθετείται από δύο διμερείς ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων, στις οποίες μετείχε η ίδια επιχείρηση, δηλαδή η Dole. Η θέση ότι οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert αποτελούν χωριστή παράβαση δεν είναι συμβατή με την αντικειμενική διαπίστωση της συμμετοχής της Dole στην όλη σύμπραξη, ακριβώς λόγω των διμερών επαφών με τη Weichert.

596    Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι η αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς γινόταν στο πλαίσιο ενός συνεκτικού συστήματος, όμοιου με αυτό των διμερών επαφών (αιτιολογική σκέψη 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και δεν αμφισβητείται ότι η Weichert γνωστοποιούσε αμοιβαίως τις τιμές αναφορά κάθε Πέμπτη πρωί τόσο στην Dole όσο και στην Chiquita (αιτιολογικές σκέψεις 200 και 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

597    Το γεγονός ότι η αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς κάθε Πέμπτη πρωί δεν χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή ως χωριστή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν σημαίνει, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να τη λάβει υπόψη της ως μηχανισμό που διευκόλυνε τη λειτουργία της συμπράξεως, διαπιστώνοντας, εν προκειμένω, ενιαία παράβαση.

598    Αφετέρου, η Επιτροπή τόνισε ότι οι Chiquita, Dole και Weichert συγκαταλέγονταν στις σημαντικότερες επιχειρήσεις εμπορίας μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη. Κατά την Επιτροπή, οι συνεννοήσεις για τον καθορισμό των τιμών αφορούσαν τις τιμές αναφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, η εν γένει, αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, συμπεριφορά αποτελούσε μέρος της ίδιας παραβάσεως, ο δε διαχωρισμός μιας τέτοιας ενιαίας συμπεριφοράς ή μιας σειράς συμπεριφορών, χαρακτηριζόμενων από την επιδίωξη ενός μόνο σκοπού, ανεξαρτήτως του ότι κάθε επαφή με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών είχε σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, θα ήταν τεχνητός, καθώς οι συμπεριφορές αυτές εντάσσονται σε ενιαία παράβαση με ένα μόνο οικονομικό σκοπό (αιτιολογικές σκέψεις 247 και 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

599    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι οι διμερείς επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Dole και Chiquita και εκείνες μεταξύ Dole και Weichert κατέτειναν στον ίδιο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, σκοπό (βλ., συναφώς, απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψη 3705).

600    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλες οι αθέμιτες ενέργειες στοιχειοθετούν ενιαία και συνεχή παράβαση, η οποία κατέτεινε σε ένα μόνο οικονομικό σκοπό, τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

601    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη θέση της προσφεύγουσας ότι η Weichert δεν ανταγωνίζονταν την Chiquita ως προς το προϊόν για το οποίο είχε γνωστοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στην Dole.

602    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι τιμές αναφοράς της Chiquita αφορούσαν τις κίτρινες μπανάνες, δηλαδή ενσωμάτωναν τα έξοδα ωριμάνσεως, ενώ οι τιμές αναφοράς της Weichert και της Dole αφορούσαν τις λεγόμενες «πράσινες» τιμές, για τις πράσινες άγουρες μπανάνες, οι οποίες διετίθεντο κίτρινες στην αγορά μιάμιση μόνο εβδομάδα αργότερα. Προς στήριξη των απόψεών της, η προσφεύγουσα επικαλείται το περιεχόμενο ηλεκτρονικής επιστολής που απέστειλε στις 2 Ιανουαρίου 2003 εργαζόμενος της επιχειρήσεως ωριμάνσεως και διανομής Atlanta σε εργαζόμενο της Chiquita, η οποία έχει ως εξής:

«Αντιλαμβάνομαι ότι η Chiquita παγίως ακολουθεί την τιμή που καθόριζε η Dole κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες (μείωνε, δηλαδή, τις τιμές της), στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι δυνατόν και δεν πρέπει να ακολουθήσει τη σύσταση της Dole. Συγκεκριμένα, η τιμή της Chiquita αφορά τις κίτρινες μπανάνες και παραδόσεις για τη Δευτέρα της επόμενης εβδομάδας. Η τιμής αναφοράς της Dole, η οποία σήμερα το πρωί αυξήθηκε αρχικώς κατά 0,50 ευρώ, αφορά, αντιθέτως, τις πράσινες μπανάνες, οι οποίες θα γίνουν κίτρινες δυο εβδομάδες αργότερα.»

603    Η επιχειρηματολογία αυτή της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι στηρίζεται στην αστήρικτη και εσφαλμένη παραδοχή ότι οι πράσινες και οι κίτρινες μπανάνες αποτελούν εντελώς διαφορετικά προϊόντα, που ανήκουν σε δύο εντελώς χωριστές αγορές, στις οποίες δραστηριοποιούνται, κατ’ αποκλειστικότητα, οι Weichert και Dole, αφενός, και η Chiquita, αφετέρου.

604    Βάσει των απαντήσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή καθόρισε με σαφήνεια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον επίμαχο κλάδο και το προϊόν, δεχόμενη, μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για τις νωπές μπανάνες, πράγμα που είχε ήδη αναφέρει στην εν λόγω ανακοίνωση, διευκρινίζοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει τόσο τις άγουρες (πράσινες) όσο και τις ώριμες (κίτρινες) μπανάνες (αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

605    Η Επιτροπή αναφέρει ότι οι μπανάνες αποστέλλονταν πράσινες και έφταναν πράσινες στα λιμάνια, για τη δε κατανάλωσή τους απαιτούνταν διαδικασία ωριμάνσεως. Οι μπανάνες παραδίδονταν απευθείας στους αγοραστές (πράσινες μπανάνες), ή υποβάλλονταν σε ωρίμανση και εν συνεχεία παραδίδονταν περίπου μια εβδομάδα αργότερα (κίτρινες μπανάνες), πράγμα που σημαίνει ότι η ωρίμανση πραγματοποιούνταν είτε με μέριμνα του αγοραστή είτε από τον εισαγωγέα ή εξ ονόματος αυτού. Πελάτες των εισαγωγέων ήταν εν γένει οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως ή οι αλυσίδες λιανικής (αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, οι Chiquita, Dole και Weichert καθόριζαν την τιμή αναφοράς κάθε εβδομάδα, συγκεκριμένα κάθε Πέμπτη πρωί, και την ανακοίνωναν στους πελάτες τους (αιτιολογικές σκέψεις 34 και 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο όρος «τιμή αναφοράς» αντιστοιχεί εν γένει στην τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες. Η τιμή αναφοράς για τις κίτρινες μπανάνες αντιστοιχούσε στην τιμή της πράσινης μπανάνας πλέον τα έξοδα ωριμάνσεως (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που σημαίνει ότι οι τιμές αναφοράς των κίτρινων μπανανών καθορίζονταν με βάση τις τιμές των πράσινων μπανανών (αιτιολογική σκέψη 287 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

606    Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα δεν προσκόμισαν στη δίκη κανένα στοιχείο ικανό να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω περιγραφόμενη λειτουργία της αγοράς της μπανάνας.

607    Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς την άποψη, χωρίς να την τεκμηριώσει, ότι η Weichert εμπορευόταν μόνο πράσινες μπανάνες. Η επιχειρηματολογία της παρουσιάζει ακόμη και αντιφάσεις, καθώς υποστηρίζει, αφενός, ότι η Chiquita μετείχε σε συζητήσεις και σε ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων με την Dole όσον αφορά τις κίτρινες μπανάνες και, αφετέρου, ότι η εν λόγω επιχείρηση, όπως και η Weichert, καθόριζε τιμές αναφοράς μόνο για τις πράσινες μπανάνες.

608    Δεν αμφισβητείται ότι η Dole, μέσω της γερμανικής θυγατρικής της, πωλούσε πράσινες μπανάνες σε γερμανικές επιχειρήσεις λιανικής, οι οποίες είχαν δικές τους εγκαταστάσεις ωριμάνσεως, και σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ωριμάνσεως (αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

609    Περιγράφοντας τη δραστηριότητά της, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η Chiquita δήλωσε ότι, «στην Ευρώπη, το φρούτο διανέμεται είτε σε επιχειρήσεις χονδρικής/ωριμάνσεως, όπως η Atlanta (Γερμανία), είτε απευθείας σε επιχειρήσεις λιανικής (με δικές τους εγκαταστάσεις ωριμάνσεως)», οπότε η δήλωση αυτή αφορά τις πωλήσεις πράσινων μπανανών (δήλωση επιχειρήσεως αριθ. 13, παράρτημα I 3).

610    Πάντως, από τις δηλώσεις της Dole και της Chiquita σχετικά με τη σημασία των δικών τους τιμών αναφοράς, οι οποίες επιβεβαιώνονται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και από την περιγραφή τους όσον αφορά το περιεχόμενο των επαφών τους (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 104, 140 έως 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως), προκύπτει ότι επρόκειτο για δύο επιχειρήσεις, οι οποίες επικοινωνούσαν μεταξύ τους, υπό συνθήκες απόλυτης αμοιβαίας κατανόησης, σχετικά με την τιμή πράσινων μπανανών για τη Βόρεια Ευρώπη.

611    Εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της Chiquita, της 30ής Απριλίου 2001, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποδεικνύει την πώληση πράσινων μπανανών από την επιχείρηση αυτή. Η εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή έχει ως εξής:

«Είναι βέβαιον ότι, αν [οι Dole/Del Monte/Tuca] ανεβάσουν την τιμή στα 36,00 DEM, οι πελάτες τους (της λιανικής) θα αντιδράσουν, διότι, με τόσο υψηλή τιμή προσφοράς, η τιμή καταναλωτή πρέπει να υπερβεί το φράγμα των 3,00 DEM/kg. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το “φαινόμενο” αυτό θα μας επηρεάσει για ένα διάστημα. [Τούτο] σημαίνει ότι η ανώτατη προσφορά μας δεν θα υπερβεί τα 40,00 DEM (για τις πράσινες μπανάνες).»

612    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αντέκρουσε, ούτε με το υπόμνημα απαντήσεως ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τη θέση της Επιτροπής ότι από εσωτερικές εκθέσεις της Chiquita με αντικείμενο τις τιμές, οι οποίες περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας και στις οποίες η Del Monte είχε πρόσβαση, προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Chiquita καθόριζε τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες.

613    Δεύτερον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η τιμή αναφοράς για τις πράσινες μπανάνες έχει καθοριστική σημασία για την τιμή των κίτρινων μπανανών.

614    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 10ης Φεβρουαρίου 2006, η Weichert διευκρίνισε ότι «η τιμή των κίτρινων μπανανών καθοριζόταν βάσει της μέσης τιμής για την πράσινη μπανάνα, προσαυξημένης κατά τα έξοδα ωριμάνσεως και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα έξοδα μεταφοράς».

615    Η Del Monte παραδέχθηκε, επίσης, κατά τη διοικητική διαδικασία τη σχέση μεταξύ πράσινης και κίτρινης τιμής. Διευκρίνισε, συγκεκριμένα, ότι στην πράξη η τιμή των κίτρινων μπανανών καθοριζόταν με βάση την «τιμή Aldi», η οποία ήταν η τιμή για τις πράσινες μπανάνες, προσαυξημένη κατά τα έξοδα ωριμάνσεως, τη διακίνηση και τη μεταφορά, ποσό το οποίο τα τελευταία έτη παρέμεινε αμετάβλητο στα 3,07 ευρώ. Η Del Monte ανέφερε επιπλέον τα εξής:

«Κατά την πώληση κίτρινων μπανανών σε άλλους πελάτες, οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως διαπραγματεύονται μεμονωμένα το ποσό αυτό, βάσει της τιμής της πράσινης μπανάνας, προσαυξημένης κατά το κόστος ωριμάνσεως, διακινήσεως και μεταφοράς. Η τιμή Aldi χρησιμοποιείται και στην περίπτωση αυτή ως σημείο αναφοράς.»

616    Εκτός της αιτιάσεως σε σχέση με τη σύνθεση της τιμής αναφοράς της κίτρινης μπανάνας, η Del Monte επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι επιχειρήσεις ωριμάνσεως, κατά τον υπολογισμό της τιμής που ζητούν από τις επιχειρήσεις λιανικής, συνυπολογίζουν, μεταξύ άλλων, το κόστος αγοράς της πράσινης μπανάνας και ότι υπάρχει, συνεπώς, σχέση μεταξύ της πράσινης μπανάνας που πωλείται σε μια συγκεκριμένη εβδομάδα και της ίδιας κίτρινης μπανάνας που μεταπωλείται από άλλη επιχείρηση μια εβδομάδα αργότερα.

617    Τρίτον, η προσφεύγουσα διατείνεται, χωρίς άλλες διευκρινίσεις, ότι οι πράσινες μπανάνες τις οποίες εμπορεύονται οι Weichert και Dole διοχετεύονταν στην αγορά «κίτρινες αγορά μιάμιση μόνο εβδομάδα αργότερα» και πωλούνταν από την Chiquita.

618    Μόνη η ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Ιανουαρίου 2003 δεν αρκεί για να γίνει δεκτή η θέση της προσφεύγουσας ότι, εφόσον η διάθεση των μπανανών της Dole και της Weichert στο εμπόριο δεν γινόταν ταυτόχρονα με αυτή των μπανανών της Chiquita, οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών δεν συνέπιπταν.

619    Η κατάσταση που περιγράφεται στην εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή εντάσσεται οπωσδήποτε στην ενιαία χρονική αλληλουχία βάσει της οποίας λειτουργεί η αγορά ενός συγκεκριμένου προϊόντος, της νωπής μπανάνας, η οποία λειτουργεί σε εβδομαδιαίους κύκλους όπως έχει τονίσει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς οι λοιποί διάδικοι να την αντικρούσουν.

620    Η Chiquita (δήλωση επιχειρήσεως αριθ. 13, παράρτημα I 3) περιγράφει το χρονοδιάγραμμα της διαθέσεως των μπανανών στο εμπόριο, σε διάστημα τριών εβδομάδων, το οποίο περιλαμβάνει τον καθορισμό και την ανακοίνωση των τιμών αναφοράς στους πελάτες την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας, την άφιξη των πλοίων στα ευρωπαϊκά λιμάνια, την εκφόρτωση των μπανανών και τη μεταφορά τους στις εγκαταστάσεις ωριμάνσεως στις αρχές της δεύτερης εβδομάδας ή ενίοτε στο τέλος της πρώτης εβδομάδας και τη διανομή των κίτρινων μπανανών στις επιχειρήσεις λιανικής στις αρχές της τρίτης εβδομάδας ή ενίοτε στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας.

621    Το χρονοδιάγραμμα αυτό αντιστοιχεί στη διαπίστωση που διατυπώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μπανάνες είτε παραδίδονταν απευθείας στους αγοραστές, όσον αφορά τις πράσινες μπανάνες, είτε υποβάλλονταν σε ωρίμανση και παραδίδονταν περίπου μια εβδομάδα αργότερα, όσον αφορά τις κίτρινες μπανάνες, διαπίστωση με την οποία αποτυπώνεται ο ενιαίος χαρακτήρας της διαδικασίας διανομής και τονίζεται η ανελαστική σχετικώς διάρκεια της ωριμάνσεως για όλες τις μπανάνες.

622    Η αντικειμενική αυτή διαπίστωση όσον αφορά τον ενιαίο χαρακτήρα της διαδικασίας ωριμάνσεως αποκλείει κάθε δυνατότητα απόλυτου διαχωρισμού των δραστηριοτήτων της Dole και της Weichert από αυτές της Chiquita.

623    Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων η Del Monte δήλωσε ότι η ιδανική διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας ήταν 5 έως 6 ημέρες και ότι μπορούσε να καθυστερήσει έως 8 ημέρες το πολύ. Ανέφερε επιπλέον ότι η διαδικασία ωριμάνσεως δεν ήταν «αρκετά ελαστική, ώστε ένα φρούτο που επρόκειτο να πωληθεί ως κίτρινη μπανάνα την εβδομάδα B να πωληθεί την εβδομάδα A ή την εβδομάδα Γ» (παράρτημα Α 5). Απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Weichert ανέφερε ότι, λόγω της ευπάθειας μπανανών και της αφίξεως νέων ποσοτήτων κάθε εβδομάδα, οι εισαγωγείς ήταν υποχρεωμένοι να πωλούν τις μπανάνες γρήγορα, πριν την άφιξή τους στην Ευρώπη (παράρτημα Ι 6).

624    Οι εκτιμήσεις αυτές, όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα της διαθέσεως των μπανανών στο εμπόριο και τη διαδικασία ωριμάνσεως, πρέπει να συνδυαστούν με τους διαφόρους τρόπους διανομής των μπανανών, τους οποίους παραθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τη διευκρίνιση ότι η ωρίμανση πραγματοποιούνταν είτε από τον εισαγωγέα ή εξ ονόματός του είτε από τον αγοραστή.

625    Η τιμή που ανακοινώνει ο εισαγωγέας εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει την πώληση μπανανών: αν πωλεί πράσινες μπανάνες στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως ή σε επιχειρήσεις λιανικής, οι οποίες αναλαμβάνουν την ωρίμανση των φρούτων, ανακοινώνει τιμή αναφοράς για πράσινες μπανάνες· αν αναλαμβάνει ο ίδιος την ωρίμανση, είτε προσφεύγοντας στις υπηρεσίες επιχειρήσεως ωριμάνσεως είτε πραγματοποιώντας την σε εγκαταστάσεις θυγατρικών επιχειρήσεων, και τις πωλεί ώριμες στις επιχειρήσεις λιανικής, χρησιμοποιεί τιμή αναφοράς για κίτρινες μπανάνες.

626    Η ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Ιανουαρίου 2003 αφορά την κατάσταση κατά την οποία η Chiquita εμπορεύεται φρούτα, οργανώνοντας την ωρίμανσή τους μέσω της επιχειρήσεως ωριμάνσεως/διανομής Atlanta, της οποίας οι σχέσεις με την Chiquita προκύπτουν από το ίδιο το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής επιστολής.

627    Ο συντάκτης της ηλεκτρονικής επιστολής κάνει λόγο για αυξητικές τάσεις της τιμής αναφοράς των διακινούμενων από την Atlanta κίτρινων μπανανών μάρκας Chiquita, η οποία καθορίζεται και ανακοινώνεται την Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας για φρούτα υπό ωρίμανση, τα οποία έχουν φτάσει πράσινα τη Δευτέρα της δεύτερης εβδομάδας και πρέπει να παραδοθούν κίτρινα στην αρχή της τρίτης εβδομάδας, κατόπιν αυξήσεως της τιμής αναφοράς των πράσινων μπανανών της Dole, η οποία καθορίζεται και ανακοινώνεται επίσης την Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας, για φρούτα που πρόκειται να φτάσουν πράσινα τη Δευτέρα της τρίτης εβδομάδας και να παραδοθούν κίτρινα δύο εβδομάδες αργότερα, στις αρχές της τέταρτης εβδομάδας.

628    Η ως άνω περιγραφόμενη κατάσταση πρέπει να εκτιμηθεί όχι μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο μιας αγοράς η οποία λειτουργεί συνεχώς, με την άφιξη στην αρχή της εβδομάδας φορτίου πράσινων μπανανών στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης, μπανανών οι οποίες στη συνέχεια αποστέλλονται σε εγκαταστάσεις ωριμάνσεως επίσης για μία εβδομάδα και κατόπιν διατίθενται στην αγορά των κίτρινων μπανανών μάρκας Dole, Del Monte και Chiquita. Τόσο οι μπανάνες μάρκας Dole και Del Monte όσο και οι μπανάνες μάρκας Chiquita ήταν αρχικά πράσινες και έγιναν στη συνέχεια, μετά την ωρίμανση, κίτρινες, και τοποθετήθηκαν στα ίδια τμήματα των σούπερ-μάρκετ, ή άλλων επιχειρήσεων λιανικής, προς κατανάλωση από τους τελικούς καταναλωτές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και με βάση το ίδιο χρονοδιάγραμμα.

629    Επομένως, οι κίτρινες μπανάνες της Chiquita, για τις οποίες γίνεται λόγος στην ηλεκτρονική επιστολή του εργαζομένου της Atlanta, αποτελούσαν μέρος φορτίου πράσινων μπανανών που είχε φτάσει στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης στην αρχή της δεύτερης εβδομάδας και για το οποίο είχε οριστεί τιμή αναφοράς για πράσινες μπανάνες την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, είχε φτάσει φορτίο πράσινων μπανανών της Dole, για τις οποίες καθορίστηκε τιμή αναφοράς.

630    Όλες αυτές οι μπανάνες επρόκειτο να διοχετευθούν στην αγορά, προς κατανάλωση, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή περίπου μια εβδομάδα μετά την εκφόρτωσή τους και τη μεταφορά τους στις εγκαταστάσεις ωριμάνσεως, ανάλογα με την περίπτωση, δηλαδή στην αρχή της τρίτης εβδομάδας.

631    Η διαπίστωση αυτή πρέπει να συσχετιστεί με άλλη επισήμανση του εργαζομένου της Atlanta.

632    Με την ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Ιανουαρίου 2003 ο εν λόγω εργαζόμενος επικρίνει την αύξηση της ήδη ανακοινωθείσας στους πελάτες τιμής αναφοράς της κίτρινης μπανάνας. Χαρακτηρίζει την απόφαση αυτή «εμπορικά εσφαλμένη», διότι «αυξήθηκε η διαφορά τιμής στην αγορά» και «θα είναι δυσχερέστερο για την Chiquita να διατηρήσει τους πελάτες της την επόμενη εβδομάδα».

633    Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει, εκτός της σημασίας των αποκλίσεων των τιμών μεταξύ των μπανανών διαφορετικής μάρκας, την ύπαρξη ανταγωνιστικής προσφοράς για τις κίτρινες μπανάνες κατά την τρίτη εβδομάδα. Κατά το ίδιο, όμως, χρονικό σημείο διοχετεύονται στην αγορά λιανικής οι μπανάνες μάρκας Dole και Del Monte, οι οποίες είχαν φτάσει στα λιμάνια στην αρχή της δεύτερης εβδομάδας και διανεμήθηκαν κίτρινες από τις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, είτε ανεξάρτητες είτε θυγατρικές των επιχειρήσεων αυτών.

634    Σε συνδυασμό με αυτές τις χρονολογικής φύσεως εκτιμήσεις, οι οποίες απορρέουν από την ανάλυση του εγγράφου που επικαλείται η προσφεύγουσα, πρέπει επιπλέον να αναφερθεί και να υπομνηστεί ότι το πρώτο στάδιο εμπορίας ενός φορτίου μπανανών σε μια συγκεκριμένη εβδομάδα συνίστατο στον καθορισμό τιμής αναφοράς για πράσινες μπανάνες από όλους τους εισαγωγείς την ίδια ημέρα, την Πέμπτη, η οποία αποτελούσε τόσο την τιμή προσφοράς για πράσινες μπανάνες προς τις επιχειρήσεις ωριμάνσεως-διανομής ή σε επιχειρήσεις λιανικής που αναλαμβάνουν την ωρίμανση των φρούτων όσο και τη βάση της τιμής για τις κίτρινες μπανάνες που ανακοινώνεται στις επιχειρήσεις λιανικής.

635    Επισημαίνεται, τέλος, ότι η συγκεκριμένη ηλεκτρονική επιστολή επιβεβαιώνει ότι η δραστηριότητα της Chiquita ήταν πολυσχιδής και ότι η εν λόγω εταιρία πωλούσε και πράσινες μπανάνες. Συγκεκριμένα, ο εργαζόμενος της Atlanta αναφέρει ότι οι επικρίσεις για την αύξηση της τιμής αναφοράς της Dole είναι άνευ σημασίας σε περίπτωση μειώσεως των τιμών. Επισημαίνει ότι οι μειώσεις των τιμών ισχύουν πάντα όχι μόνο «για την επόμενη πράσινη εβδομάδα», αλλά και για τα φρούτα που βρίσκονται στους θαλάμους ωριμάνσεως.

636    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, σύμφωνα με την οποία η Weichert δεν ανταγωνιζόταν την Chiquita, οπότε δεν ευσταθεί ο χαρακτηρισμός των προσαπτόμενων συμπεριφορών ως ενιαίας παραβάσεως, είναι απορριπτέα.

 Επί του υποκειμενικού στοιχείου

637    Όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης των επιχειρήσεων, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που η παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ απορρέει από μια σειρά πράξεων ή από συνεχείς ενέργειες εντασσόμενες σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του ίδιου σκοπού σε βάρος του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δύναται να καταλογίσει την ευθύνη για τις ενέργειες αυτές σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στην παράβαση στο σύνολό της (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψη 258), έστω και αν αποδεικνύεται ότι μια συγκεκριμένη επιχείρηση μετείχε μόνο σε ένα ή σε μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την παράβαση (απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 588 ανωτέρω, σκέψη 161).

638    Η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι σε μια επιχείρηση που μετέχει σε ένα μόνο ή μερικά στοιχεία της παραβάσεως μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη για το σύνολο της παραβάσεως.

639    Όσον αφορά την απόδειξη της συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου στο πρόσωπο εκάστης μετέχουσας επιχειρήσεως, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι είχε λογικά τη δυνατότητα να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψη 87, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψη 291).

640    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προσάπτεται στις επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβανομένης της Weichert, ότι, κατά διαφορετικά χρονικά διαστήματα, μετείχαν σε εναρμονισμένη πρακτική, η οποία συνίστατο στον συντονισμό των τιμών αναφοράς για τις μπανάνες και ότι η παράβαση κάλυπτε την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, καθώς και τη Σουηδία.

641    Κατά το μέρος που με τη διατύπωση αυτή εννοείται ότι η Επιτροπή σκόπευε να καταλογίσει σε κάθε μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ευθύνη για το σύνολο της παραβάσεως, ως προς όλα τα στοιχεία αυτής, η ερμηνεία αυτή δεν τεκμηριώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως.

642    Η Επιτροπή εξέτασε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 252 έως 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα του καταλογισμού ευθύνης για συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση στην Chiquita και στη Weichert, με την υπόμνηση ότι η Dole είχε επαφές με αυτές.

643    Η Επιτροπή ανέφερε ότι, μολονότι η Chiquita γνώριζε για τις συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας μεταξύ των Dole και Weichert ή εφόσον, τουλάχιστον, μπορούσε να τις προβλέψει, ήταν έτοιμη να αποδεχθεί τον κίνδυνο και γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να προβλέψει τη συμπεριφορά ως προς τη σύμπραξη στο σύνολό της και τον κοινό σκοπό της, εντούτοις η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκή στοιχεία ώστε να διαπιστώσει ότι η Weichert γνώριζε για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Chiquita και Dole ή να αποδείξει ότι η Weichert μπορούσε ευλόγως να προβλέψει την ύπαρξή τους (αιτιολογικές σκέψεις 253 έως 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

644    Η Επιτροπή ολοκλήρωσε την ανάλυσή της ως εξής (αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«Η Επιτροπή εκτιμά ότι όλες οι περιγραφόμενες στο κεφάλαιο 4 της παρούσας συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση, ως σκοπούσες τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Στις Chiquita και Dole καταλογίζεται ευθύνη για συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση, στο σύνολό της, ενώ στη Weichert, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, καταλογίζεται ευθύνη μόνο για το μέρος της παραβάσεως στο οποίο μετείχε, δηλαδή για τις συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας με την Dole.»

645    Υπενθυμίζεται ότι το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένου υπόψη του αιτιολογικού επί του οποίου εκδόθηκε η πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C‑355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-2549, σκέψη 21).

646    Βάσει του γράμματος της αιτιολογικής σκέψεως 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως και όπως ανέφερε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με την εν λόγω απόφαση δεν καταλογίζεται στη Weichert ευθύνη για το σύνολο παραβάσεως, σε αντίθεση με τις Dole και Chiquita.

647    Υπό τις συνθήκες αυτές, και αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε εσφαλμένα την έννοια της ενιαίας παραβάσεως, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία.

648    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση, όπως εν προκειμένω η επιχείρηση την οποία αποτελούσαν οι Weichert και Del Monte, δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο στα στοιχεία στα οποία συμμετείχε δεν έχει σημασία όσον αφορά τον καταλογισμό παραβάσεως σε αυτήν. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψεις 86 και 292).

649    Σημειωτέον ότι, βάσει ελαφρυντικών περιστάσεων, η Επιτροπή μείωσε το βασικό ποσό του προστίμου κατά 10 % ως προς Weichert, λόγω του ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν γνώριζε για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Chiquita και Dole ή ότι δεν μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει (αιτιολογική σκέψη 476 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

650    Κατά συνέπεια, η αιτίαση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 586 ανωτέρω είναι απορριπτέα.

651    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ.

2.     Επί του λόγου ακυρώσεως σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

 Επί της παραλείψεως γνωστοποιήσεως αποδεικτικών στοιχείων

652    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να της γνωστοποιήσει τις απαντήσεις άλλων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων και ότι, λόγω της αρνήσεως αυτής της γνωστοποιήσεως κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί δεόντως έναντι των διαπιστώσεων της Επιτροπής, κατά τις οποίες, αφενός, ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert και, αφετέρου, παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ.

653    Δεν αμφισβητείται ότι, αφού επιτράπηκε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στον φάκελο στις 30 Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 27 Ιουνίου 2008, αίτηση προσβάσεως σε διάφορα έγγραφα, μεταξύ αυτών και στις «απαντήσεις των λοιπών εμπλεκομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων», η οποία απορρίφθηκε με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2008. Η προσφεύγουσα επανέφερε την αίτησή της με έγγραφο που απέστειλε στις 21 Αυγούστου 2008 στον σύμβουλο ακροάσεων, ο οποίος την απέρριψε στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, και εν συνεχεία, στις 26 Σεπτεμβρίου 2008, του ζήτησε να επανεξετάσει την απόφασή του, αίτημα το οποίο αυτός επίσης απέρριψε στις 6 Οκτωβρίου 2008.

 Επί της απώλειας του δικαιώματος

654    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση προσβάσεως δεν ήταν αρκούντως σαφής, διότι δεν αναφερόταν ειδικά στην απάντηση της Dole, σχετικά με τα «ελαφρυντικά», κατ’ αυτήν, στοιχεία ούτε αναφερόταν στην απάντηση της Weichert, και ότι η παράλειψη υποβολής μιας τέτοιας αιτήσεως κατά τη διοικητική διαδικασία συνεπάγεται, κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, απώλεια του σχετικού δικαιώματος, όσον αφορά προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται αργότερα.

655    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση λαμβάνει μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας γνώση, μέσω της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, ώστε να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά της άμυνας. Συνεπώς, η απάντηση των λοιπών εμπλεκομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, καταρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι (απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 291 ανωτέρω, σκέψη 163).

656    Στην παράγραφο 8 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, C 325, σ. 7), διευκρινίζεται, κατά τα λοιπά, ότι «ο φάκελος της Επιτροπής» σε μια έρευνα ανταγωνισμού αποτελείται από όλα τα έγγραφα που ελήφθησαν, υπεβλήθησαν και/ή συγκεντρώθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έρευνας.

657    Περαιτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παράσχει πρόσβαση, με δική της πρωτοβουλία, σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελο της έρευνας της υποθέσεως και τα οποία δεν έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει στην οριστική απόφαση εις βάρος των εμπλεκομένων μερών. Επομένως, η προσφεύγουσα επιχείρηση, η οποία πληροφορείται κατά τη διοικητική διαδικασία ότι η Επιτροπή διαθέτει έγγραφα δυνάμενα να χρησιμεύσουν για την άμυνά της και η οποία επιθυμεί να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών, υποχρεούται να υποβάλει στο κοινοτικό όργανο ρητή αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα αυτά. Η παράλειψη υποβολής τέτοιας αιτήσεως κατά τη διοικητική διαδικασία συνεπάγεται συναφώς απώλεια του δικαιώματος όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως που θα ασκηθεί ενδεχομένως κατά της οριστικής αποφάσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψη 383, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 340).

658    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία και ειδικότερα στις 27 Ιουνίου 2008, η προσφεύγουσα ζήτησε ρητώς πρόσβαση στις «απαντήσεις των λοιπών εμπλεκομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων», έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας και περιλαμβάνουν αυτές καθαυτές τις απαντήσεις της Dole και της Weichert, καθώς και τα έγγραφα που προσκόμισε η δεύτερη στις 28 Φεβρουαρίου 2008, προς συμπλήρωση της απαντήσεώς της.

659    Στο πλαίσιο αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα μη περιλαμβανόμενα στον φάκελο της έρευνας, τα οποία ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνονται στον λεπτομερή και ανακεφαλαιωτικό κατάλογο που δόθηκε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση της προσφεύγουσας ήταν αρκούντως σαφής (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1999, T‑175/95, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1581, σκέψεις 49 έως 51), δεδομένου ότι τα ζητηθέντα έγγραφα ήταν σαφώς προσδιορισμένα ή εντοπίσιμα.

660    Επιπλέον, με το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2008, η προσφεύγουσα υπέμνησε την παράγραφο 27 της ανακοινώσεως που παρατίθεται στη σκέψη 656 ανωτέρω, κατά την οποία παρέχεται στο εμπλεκόμενο μέρος πρόσβαση σε έγγραφα λαμβανόμενα μετά την κοινοποίηση των αιτιάσεων σε μεταγενέστερη φάση της διοικητικής διαδικασίας, οσάκις τα έγγραφα αυτά μπορούν να περιέχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία, «είτε ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά», αναφερόμενα στους ισχυρισμούς που διατυπώνονται κατά του εν λόγω μέρους στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής.

661    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να αντιταχθεί την προσφεύγουσα απώλεια δικαιώματος λόγω παραλείψεώς της να ενεργήσει κατά τη διοικητική διαδικασία.

 Επί της μη γνωστοποιήσεως επιβαρυντικών αποδεικτικών στοιχείων

662    Όσον αφορά τη μη γνωστοποίηση των φερόμενων επιβαρυντικών στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, υπενθυμίζεται ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, ιδίως στις διαδικασίες που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή κυρώσεων, έστω και αν πρόκειται για διοικητικές διαδικασίες. Ο σεβασμός αυτός επιβάλλει να παρέχεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των συνθηκών που επικαλείται η Επιτροπή (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1978, 102/77, Hoffmann-La Roche, Συλλογή τόμος 1978, σ. 351, σκέψη 11, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑757, σκέψη 39).

663    Το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα εξής:

«Πριν από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8 και 23 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία που έχει κινήσει η Επιτροπή τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Οι καταγγέλλοντες μετέχουν στενά στη διαδικασία.»

664    Υπενθυμίζεται, περαιτέρω, ότι, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απαντήσεως σε ανακοίνωση των αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκομένες στη διαδικασία επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εν λόγω στοιχείο συνιστά πράγματι επιβαρυντικό στοιχείο κατά των διαφόρων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση (βλ. αποφάσεις Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψη 386, και Avebe κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι αρχές αυτές ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή καταλογίζει παράβαση σε επιχείρηση, βάσει χωρίου απαντήσεως σε ανακοίνωση αιτιάσεων (απόφαση Avebe κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 51).

665    Ειδικότερα, ένα έγγραφο αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο μόνον εφόσον η Επιτροπή το χρησιμοποιεί για να στηρίξει τη διαπίστωση παραβάσεως επιχειρήσεως. Προκειμένου να αποδειχθεί η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της επιχειρήσεως, δεν αρκεί αυτή να αποδείξει ότι δεν μπόρεσε να εκφράσει την άποψή της κατά τη διοικητική διαδικασία επί εγγράφου που χρησιμοποιήθηκε σε οποιοδήποτε σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει να αποδείξει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως αποδεικτικό στοιχείο για να διαπιστώσει παράβαση της επιχειρήσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψη 158).

666    Δεδομένου ότι έγγραφα τα οποία δεν γνωστοποιήθηκαν στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αποτελούν αντιτάξιμα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει, αν αποδειχθεί ότι στην απόφαση η Επιτροπή στηρίχθηκε σε έγγραφα τα οποία δεν υπήρχαν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και δεν γνωστοποιήθηκαν στους προσφεύγοντες, τα εν λόγω έγγραφα να μη γίνουν δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψη 382).

667    Αν υπάρχουν άλλες έγγραφες αποδείξεις των οποίων οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έλαβαν γνώση κατά τη διοικητική διαδικασία και επί των οποίων μπορούν να στηριχθούν ειδικά τα συμπεράσματα της Επιτροπής, η απάλειψη, ως αποδεικτικού στοιχείου, του μη γνωστοποιηθέντος ενοχοποιητικού εγγράφου δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την αμφισβητούμενη απόφαση (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψη 72).

668    Συνεπώς, απόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη γνωστοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψη 73).

669    Εν προκειμένω, πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 90, 98, 396, 412 και 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τής καταλόγισε ευθύνη για την παράβαση, λαμβάνοντας υπόψη της δηλώσεις στις οποίες προέβη η Weichert με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

670    Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα απλώς απαριθμεί τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες γίνεται αναφορά στην απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Weichert και παραθέτει εν μέρει το περιεχόμενό τους. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν αρκεί προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχει η προσφεύγουσα να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την τελική απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν τα επίμαχα έγγραφα δεν είχαν ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 49, η οποία επιβεβαιώθηκε ως προς το ζήτημα αυτό με την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 14).

671    Εν πάση περιπτώσει, από την εξέταση των αιτιολογικών σκέψεων 90, 98, 396, 412 και 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνάγεται ότι η απάντηση της Weichert στην ανακοίνωση αιτιάσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο.

672    Η αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως εντάσσεται στο τμήμα αυτής που αφορά την περιγραφή της οργανώσεως της συμπράξεως και, ειδικότερα, το ζήτημα της συχνότητας των επαφών μεταξύ Dole και Weichert. Εκεί διευκρινίζεται ότι, «με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Weichert αναφέρει ότι οι επαφές με την Dole πραγματοποιούνταν κατά μέσο όρο μία ή δύο φορές μηνιαίως, όταν η Weichert αποτελούσε μέρος του ομίλου Del Monte». Εκτός του ότι η δήλωση αυτή της Weichert αφορά την ίδια την παράβαση και όχι τον καταλογισμό της στην προσφεύγουσα, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στη δήλωση αυτή, αλλά έλαβε υπόψη της ότι οι επαφές πραγματοποιούνταν με συχνότητα 20 ή 25 εβδομάδων κατ’ έτος (βλ. αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που είχε αναφέρει αρχικώς η Weichert με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η οποία αποτελεί μέρος του φακέλου της Επιτροπής, στον οποίο η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση (βλ. υποσημείωση 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

673    Στην αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη διάρκεια της συμπράξεως, αναφέρεται ότι «με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Weichert διατείνεται ότι δυνατότητα για ανταλλαγή απόψεων με την Dole “όσον αφορά την πιθανή εξέλιξη των επίσημων τιμών” είχε μόνον όταν αποτελούσε μέρος του ομίλου Del Monte (2000‑2002)», δήλωση η οποία δεν έχει ως σκοπό τον καταλογισμό της παραβάσεως στην προσφεύγουσα, αλλά τη διευκρίνιση ενός εκ των συστατικών της στοιχείων. Από την αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αναφορά αυτή επιβεβαιώνει τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η Weichert, με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, στις οποίες η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση και σύμφωνα με τις οποίες οι επαφές με την Dole άρχισαν το 2000 και έπαυσαν εντελώς μετά τη συνταξιοδότηση ενός εργαζομένου της Dole τον Δεκέμβριο του 2002.

674    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή τροποποίησε μεν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την εκτίμησή της ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων, όπου δεχόταν ότι η παράβαση διήρκεσε από το 2000 έως το 2005, πλην όμως δέχθηκε ότι η διάρκεια αυτή ήταν μικρότερη, ήτοι από το 2000 έως το 2002, και περιλαμβανόταν εξ ολοκλήρου σε αυτή που αναφέρεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

675    Οι αιτιολογικές σκέψεις 396, 412 και 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνονται στο τμήμα αυτής που αφορά την παρουσίαση και την αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, απαντώντας στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

676    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι στην αιτιολογική σκέψη 396 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι «η Weichert θεωρεί ότι η Επιτροπή καλώς έλαβε υπόψη της, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η Del Monte ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Weichert από το 2000 [έως] 2002».

677    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, χωρίς ουσιαστική αντίρρηση εκ μέρους της προσφεύγουσας, η αναφορά στην απάντηση της Weichert στην ανακοίνωση αιτιάσεων απλώς επιβεβαιώνει τις δηλώσεις της επιχειρήσεως αυτής κατά τη διοικητική διαδικασία, σχετικά με την επιρροή που ασκούσε η προσφεύγουσα επ’ αυτής, οι οποίες έχουν καταχωριστεί στον φάκελο της έρευνας της Επιτροπής, στον οποίο είχε πρόσβαση η προσφεύγουσα, και διατυπώθηκαν κατά την ακρόαση της Weichert, παρουσία της προσφεύγουσας. Η Weichert δήλωσε, συγκεκριμένα, ότι «εξαρτιόταν» από την προσφεύγουσα, όσον αφορά τον εφοδιασμό της, και «ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τις απαιτήσεις» της επιχειρήσεως αυτής (βλ. αιτιολογική σκέψη 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

678    Το ίδιο ισχύει και για τις αναφορές στην απάντηση της Weichert στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 412 και 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά, αφενός, με τη δραστηριότητα της Weichert, η οποία συνίστατο στην κατάρτιση εκθέσεων υπόψιν και κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας και την οποία είχε ήδη περιγράψει η Weichert κατά τη διοικητική διαδικασία, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και, αφετέρου, με την ιδιότητα της προσφεύγουσας ως αποκλειστικού προμηθευτή της Weichert, γεγονός που είχε ήδη επισημανθεί με την αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των δηλώσεων της Weichert και της ίδιας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο απαντήσεως σε αίτηση παροχής πληροφοριών.

679    Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι ο εκπρόσωπος της Weichert ανέφερε κατά την ακρόαση, στην οποία παρίστατο και η προσφεύγουσα, ότι «η Del Monte είχε συνάψει σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας με τη Weichert και η Weichert ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τις απαιτήσεις της Del Monte» (βλ. υποσημείωση 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

680    Τέλος, από την αιτιολογική σκέψη 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, δεδομένων των αντιφάσεων μεταξύ των δηλώσεων της προσφεύγουσας και της Weichert, η Επιτροπή στήριξε τις διαπιστώσεις της ως επί το πλείστον σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών.

681    Δεύτερον, εκτός της αναφοράς στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής, που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβανομένης της αναλύσεως των σχετικών διατάξεων του γερμανικού εμπορικού δικαίου, «φαίνεται» επηρεασμένη από τα επιχειρήματα της Weichert, έναντι των οποίων δεν είχε τη δυνατότητα να ακουστεί ή να αμυνθεί.

682    Αυτή η γενική και υποθετική θέση δεν αρκεί για να αποδειχθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία πρέπει να εξετάζεται με βάσει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εκάστης περιπτώσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 657 ανωτέρω, σκέψη 354, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 33). Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 387, 399 έως 410 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την άσκηση αποφασιστικής επιρροής από την προσφεύγουσα επί της Weichert με κριτήριο τη νομική μορφή της δεύτερης και τις διατάξεις του HGB, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην απάντηση της Weichert στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η δε σχετική ανάλυση εντάσσεται στο πλαίσιο της νομικής αναλύσεως που διενήργησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής.

683    Τρίτον, όσον αφορά συγκεκριμένα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε καθόλου υπόψη της το γεγονός ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, βρισκόταν σε μια εντελώς ιδιάζουσα κατάσταση, καθώς της καταλογιζόταν ευθύνη για τη συμπεριφορά επιχειρήσεως με την οποία είχε διακόψει κάθε σχέση πολύ πριν την έναρξη της έρευνας.

684    Η περίσταση αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας έγιναν σεβαστά. Υπενθυμίζεται, συγκεκριμένα, ότι, βάσει του γενικού καθήκοντος σύνεσης που υπέχει κάθε επιχείρηση, η προσφεύγουσα όφειλε να μεριμνά, ακόμη και υπό συνθήκες μεταβιβάσεως της συμμετοχής της στη Weichert, για την άρτια ενημέρωση των εμπορικών βιβλίων και αρχείων της με στοιχεία που εξυπηρετούν την άσκηση της δραστηριότητάς της, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να έχει στη διάθεσή της τις αναγκαίες αποδείξεις στην περίπτωση ένδικων ή διοικητικών διαδικασιών (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2003, T‑5/00 και T‑6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5761, σκέψη 87, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 291 ανωτέρω, σκέψεις 170 και 171).

685    Άνευ σημασίας είναι και η θέση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την ιδιαιτερότητα της καταστάσεως στην οποία ευρίσκεται, κατόπιν της απορρίψεως, ως απαράδεκτης, της ασκηθείσας από τη Weichert προσφυγής ακυρώσεως και του γεγονότος ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει στο Γενικό Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά της. Η περίσταση αυτή, η οποία είναι μεταγενέστερη της διοικητικής διαδικασίας, δεν μπορεί να θεμελιώσει αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, στην οποία φέρεται να έχει υποπέσει η Επιτροπή κατά την εν λόγω διαδικασία.

686    Σημειωτέον, τέλος, ότι η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η Weichert, προκειμένου να επιρρίψει σε αυτή την ευθύνη για την παράβαση, ενώ η ίδια αναφέρει στο δικόγραφο της προσφυγής ότι, από την αρχή της έρευνας της Επιτροπής, «η Weichert επιχείρησε να επιμερίσει το βάρος της ευθύνης» και αφιερώνει τις σελίδες 34 έως 58 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων στην αμφισβήτηση του καταλογισμού ευθύνης σε αυτή για τη συμπεριφορά της Weichert.

 Επί της μη γνωστοποιήσεως απαλλακτικών στοιχείων

687    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την κρίση που διατυπώνεται με την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω (σκέψη 126), κατά την οποία δεν μπορεί η Επιτροπή να είναι η μόνη που καθορίζει τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. Η εν λόγω εκτίμηση, σχετικά με τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε απαντήσεις που έδωσαν άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στις αιτιάσεις που ανακοίνωσε η Επιτροπή. Υπενθυμίζεται η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παράσχει πρόσβαση, με δική της πρωτοβουλία, σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελο της έρευνας της υποθέσεως και τα οποία δεν έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει στην οριστική απόφαση εις βάρος των εμπλεκομένων μερών.

688    Όσον αφορά τη μη γνωστοποίηση απαλλακτικού αποδεικτικού στοιχείου, κατά πάγια νομολογία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει απλώς και μόνον ότι η μη αποκάλυψή του επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί, ως εκ τούτου, η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να στηριχθεί σ’ αυτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, οπότε θα μπορούσε να επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην ενδεχομένως εκδοθησόμενη απόφαση εκτιμήσεις της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της προσαπτομένης συμπεριφοράς, και, επομένως, το ύψος του προστίμου. Στο πλαίσιο αυτό, το αν ένα μη γνωστοποιηθέν έγγραφο ασκεί επιρροή επί της εξελίξεως της διαδικασίας και επί του περιεχομένου της αποφάσεως της Επιτροπής μπορεί να διαπιστωθεί μόνο μετά από προσωρινή εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν —σε σχέση με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία— μια καθόλου αμελητέα σημασία (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, σκέψεις 74 έως 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

689    Συναφώς, δεν πρέπει να υποχρεώνονται οι προσφεύγοντες που προέβαλαν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από την προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας να αναπτύσσουν, στο δικόγραφο της προσφυγής τους, διεξοδική επιχειρηματολογία ή να εκθέτουν λεπτομερώς δέσμη ενδείξεων για να αποδείξουν ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν είχαν πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία τα οποία όντως ουδέποτε τους γνωστοποιήθηκαν. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με τον εξαναγκασμό τους σε probatio diabolica (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψη 161).

690    Ο προσφεύγων οφείλει, ωστόσο, να παραθέσει ορισμένες πρώτες ενδείξεις, όσον αφορά τη λυσιτέλεια των μη γνωστοποιηθέντων εγγράφων για την άμυνά του (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψεις 409, 415 και 421).

691    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λόγω της μη γνωστοποιήσεως των συγκεκριμένων εγγράφων, δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά έναντι των διαπιστώσεων της Επιτροπής περί παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ από τη Weichert. Προβάλλει ότι, εφόσον η Επιτροπή καταλήγει ότι η Weichert μετείχε σε ενιαία παράβαση λόγω των επαφών της με την Dole, το έγγραφο που κατά πάσα πιθανότητα περιέχει απαλλακτικά γι’ αυτήν αποδεικτικά στοιχεία είναι η απάντηση της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η δε προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει εξάλλου πολλές ενδείξεις περί της υπάρξεως τέτοιων στοιχείων, στα οποία αυτή δεν είχε πρόσβαση. Τονίζει, συγκεκριμένα, ότι η Επιτροπή επικαλείται τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απάντηση της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τη συχνότητα των επαφών με τη Weichert (αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τη φύση των τιμών αναφοράς και το γεγονός ότι δεν σχετίζονταν με τις πραγματικές τιμές (αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

692    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, προκειμένου η Επιτροπή να προσκομίσει τις απαντήσεις της Dole και της Weichert στην ανακοίνωση αιτιάσεων, καθώς και τα έγγραφα που προσκόμισε η Weichert στις 28 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να τα εξετάσει και να υποβάλει στο Γενικό Δικαστήριο τις απαιτούμενες συμπληρωματικές παρατηρήσεις προς τεκμηρίωση του λόγου ακυρώσεως σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

693    Απαντώντας, η Επιτροπή υποστηρίζει, γενικώς, ότι, όταν η Weichert αμφισβήτησε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, την ύπαρξη της παραβάσεως και τη συμμετοχή της σε αυτή, η εν λόγω επιχείρηση είχε στη διάθεσή της όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε ζητήσει η προσφεύγουσα και ότι, εφόσον τα επιχειρήματα της Weichert έχουν αντικρουστεί με πειστικό τρόπο, απόκειται στην προσφεύγουσα να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το θεσμικό όργανο θα κατέληγε σε διαφορετικό συμπέρασμα, αν η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα, προκειμένου να προβάλει παρόμοια επιχειρήματα.

694    Η δήλωση αυτή της Επιτροπής είναι απόρροια πλημμελούς αναλύσεως, διότι η απάντηση της Weichert δεν αποτελεί το μόνο έγγραφο που επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη της αιτιάσεώς της περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, δεδομένου ότι η απάντηση της Dole θεωρείται πιθανότερο να περιέχει απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία. Πάντως, όταν η Weichert υπέβαλε την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, δεν είχε στη διάθεσή της την απάντηση της Dole σε αυτή, οπότε δεν είχε στη διάθεσή της όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε ζητήσει η προσφεύγουσα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή. Επομένως, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και είναι απορριπτέα.

695    Όσον αφορά ειδικότερα τη συχνότητα των επαφών με τη Weichert, καθώς και τη φύση και τον ρόλο των τιμών αναφοράς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν είναι πιθανό η απάντηση της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων να περιέχει απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένων των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στη διάθεσή της και των συγκεκριμένων πορισμάτων στα οποία στηρίχθηκε η διαπίστωση της παραβάσεως. Παραπέμπει, συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

696    Στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται αναφορά στην απάντηση της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων, με την οποία η εν λόγω επιχείρηση τροποποίησε τα λεγόμενά της όσον αφορά τη συχνότητα των διμερών επαφών με τη Weichert, προβάλλοντας ότι οι επίμαχες επαφές πραγματοποιούνται «μία εβδομάδα στις δύο», και όχι «σχεδόν κάθε εβδομάδα», όπως είχε αναφέρει αρχικώς.

697    Η Επιτροπή όντως έλαβε υπόψη της τη διόρθωση στην οποία προέβη η Dole και εν τέλει δέχθηκε ότι η συχνότητα των διμερών επαφών ήταν 20 έως 25 εβδομάδες κατ’ έτος, διαπίστωση η οποία συμπίπτει με τις δηλώσεις της Dole και της Weichert (αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert ήταν αρκούντως συνεκτικές, ώστε να αποτελούν ένα σύστημα επαφών (αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

698    Όσον αφορά τη φύση και τον ρόλο των τιμών αναφοράς, στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνοψίζεται η θέση της Dole ότι οι τιμές αναφοράς δεν είχαν καμία σημασία όσον αφορά τις πραγματικές τιμές της αγοράς και, επομένως, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο παράνομου συντονισμού.

699    Διαπιστώνεται, όμως, αφενός, ότι η προσφεύγουσα αναπτύσσει την επιχειρηματολογία αυτή με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή απέρριψε ρητώς την επιχειρηματολογία αυτή της Dole και της προσφεύγουσας, με τις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επικαλούμενη ειδικότερα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία από τον φάκελο που τηρεί. Το γεγονός ότι η Dole προέβαλε, κατ’ ουσίαν, τα ίδια επιχειρήματα με την προσφεύγουσα, περί μη σημασίας των τιμών αναφοράς στην αγορά της μπανάνας, επιχειρήματα που η Επιτροπή έλαβε υπόψη της με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να συνιστά απαλλακτικό στοιχείο (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Δεκεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 353 έως 355).

700    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε καμία ένδειξη περί της λυσιτέλειας της απαντήσεως της Dole στην ανακοίνωση αιτιάσεων, όσον αφορά την άμυνά της.

701    Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε καμία επισήμανση σχετικά με την απάντηση της Weichert στην ανακοίνωση αιτιάσεων όσον αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω μη γνωστοποιήσεως απαλλακτικών γι’ αυτήν αποδεικτικών στοιχείων.

702    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν η προσφεύγουσα μπορούσε να επικαλεστεί τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν θα επηρεάζονταν οι εκτιμήσεις της Επιτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση της 1 Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 25), οπότε ο λόγος ακυρώσεως σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί.

703    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε καμία ένδειξη που να πιστοποιεί τη λυσιτέλεια των επίμαχων εγγράφων όσον αφορά την άμυνά της, είναι απορριπτέο και το αίτημά της να διαταχθεί η προσκόμισή τους στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 416 ανωτέρω, σκέψη 415).

 Επί της αιτιάσεως περί διαστάσεως μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως

704    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή διακρίνει τρία είδη ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων και η κύρια θέση που προβάλλει η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων δεν ήταν ότι ορισμένες από τις περιγραφόμενες επαφές συνιστούν, μεμονωμένα, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, αλλά ότι οι επαφές αυτές, συνολικά εξεταζόμενες, ήταν αρκούντως πυκνές ώστε να ισοδυναμούν με καθορισμό τιμών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εγκατέλειψε τη θέση αυτή, υιοθετώντας μια θέση πόρρω απέχουσα από την ανακοίνωση αιτιάσεων.

705    Η προσφεύγουσα στερήθηκε, πάντως, τη δυνατότητα να προβάλει την άποψή της επί της νέας αυτής θέσεως της Επιτροπής, πράγμα που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Περαιτέρω, η θέση της Επιτροπής ότι απλώς περιόρισε το αντικείμενο της παραβάσεως δεν συμβαδίζει με το γεγονός ότι δεν συνέχισε τη διαδικασία έναντι τριών εκ των έξι επιχειρήσεων στις οποίες απευθυνόταν η ανακοίνωση αιτιάσεων, πράγμα που επιβεβαιώνει και την ύπαρξη ποιοτικών και όχι μόνο ποσοτικών διαφορών μεταξύ της θέσεως που διατυπώνεται με την ανακοίνωση αιτιάσεων και αυτής που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

706    Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι, κατά τη νομολογία, η απόφαση δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί ακριβές αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 68). Η Επιτροπή πρέπει, συγκεκριμένα, να λαμβάνει υπόψη, με την απόφασή της, τις απαντήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συναφώς, πρέπει να μπορεί τόσο να δεχθεί ή να απορρίψει τα επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, αλλά και να προβαίνει σε ιδία ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που αυτές προβάλλουν, είτε για να παραιτηθεί από τις αιτιάσεις που αποδεικνύονται αβάσιμες είτε για να αναπροσαρμόσει ή να συμπληρώσει, στο πραγματικό ή στο νομικό πλαίσιο, τα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 92· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψεις 437 και 438). Επομένως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να διαπιστώνεται μόνον αν η τελική απόφαση καταλογίζει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες στις οποίες αναφέρεται η ανακοίνωση αιτιάσεων ή δέχεται διαφορετικά πραγματικά περιστατικά (απόφαση ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 94· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T‑39/92 και T‑40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑49, σκέψεις 49 έως 52).

707    Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει οσάκις, όπως εν προκειμένω, οι προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ ανακοινώσεως αιτιάσεων και τελικής αποφάσεως δεν αφορούν άλλες συμπεριφορές πλην εκείνων επί των οποίων έδωσαν ήδη εξηγήσεις οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και οι οποίες, ως εκ τούτου, ουδεμία σχέση έχουν με οποιαδήποτε νέα αιτίαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 103).

708    Διαπιστώνεται, συγκεκριμένα, ότι στην ανακοίνωση αιτιάσεων γίνεται λόγος για τρεις πρακτικές στο πλαίσιο συμπαιγνίας, και συγκεκριμένα:

–        για ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων με αντικείμενο τα φορτία μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη,

–        τις διμερείς επαφές όσον αφορά τις συνθήκες στην αγορά της μπανάνας, τις τάσεις των τιμών και/ή την παροχή ενδείξεων όσον αφορά τις τιμές αναφοράς πριν τον καθορισμό τους,

–        την αμοιβαία γνωστοποίηση των τιμών αναφοράς μπανανών.

709    Στην παράγραφο 429 της ανακοινώσεως αιτιάσεων η Επιτροπή καταλήγει σαφώς στο συμπέρασμα ότι «κάθε δέσμη διμερών επαφών» και το σύνολο των συνεννοήσεων αυτών συνιστούν παράβαση με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην Κοινότητα και στον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

710    Το συμπέρασμα αυτό είναι απόρροια χωριστής εξετάσεως κάθε μιας από τις προσαπτόμενες συμπεριφορές, ιδίως με τις παραγράφους 404 και 412 έως 416 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, όπου η Επιτροπή κάνει λόγο για «σύνολο διμερών επαφών με αντικείμενο την κατάσταση στην αγορά της μπανάνας, τις τάσεις των τιμών και/ή ενδείξεις σχετικά με τις τιμές αναφοράς πριν τον καθορισμό τους, διά των οποίων οι εμπλεκόμενοι επηρέαζαν τις τιμές, πράγμα που συνιστά εν τέλει παράνομο καθορισμό των τιμών» και εκτιμά ότι «οι συνεννοήσεις αυτές είχαν σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού».

711    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, αφού ανέλυσε τις απαντήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων και τις δηλώσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την ακρόασή τους, εν τέλει θεώρησε, αφενός, ότι οι αιτιάσεις περί ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων με αντικείμενο τις ποσότητες και οι αιτιάσεις περί αμοιβαίας γνωστοποιήσεως των τιμών αναφοράς δεν στοιχειοθετούν χωριστές παραβάσεις, δεχόμενη ότι η μόνη εναρμονισμένη πρακτική είναι αυτή που ονομάζει επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, και εγκατέλειψε, αφετέρου, τις αιτιάσεις κατά των Fyffes, Van Parys και Del Monte, υπό την ιδιότητά της ως προμηθευτή μπανανών.

712    Από την τελευταία αυτή διαπίστωση προκύπτει μόνο διαφορά ως προς τους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων και εκείνους της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, νέα αιτίαση επί της οποίας αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει την άποψή της.

713    Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν ευσταθεί η θέση της προσφεύγουσας περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

714    Τέλος, βάσει των προεκτεθέντων, η επιχειρηματολογία περί διαστάσεως μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της ανακοινώσεως αιτιάσεων κρίνεται απορριπτέα και κατά το μέρος που προβάλλεται προς αμφισβήτηση της υπάρξεως της παραβάσεως, διά του χαρακτηρισμού της προσεγγίσεως της Επιτροπής ως «παράλογης».

 Επί της επιχειρηματολογίας της παρεμβαίνουσας

715    Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι υποστηρίζει την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, κατά το μέρος που η προσφεύγουσα επιχειρεί να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έρευνα και διαπιστώνοντας παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

716    Η παρεμβαίνουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν τηρούσε πρακτικά, δυνάμενα να δημοσιευθούν, των ακροάσεων σημαντικών για την έρευνα μαρτύρων και ότι ανέθεσε στην Chiquita να διεξαγάγει συζητήσεις με τους εν λόγω βασικούς μάρτυρες και να προσκομίσει πρακτικά με τις δηλώσεις τους.

717    Το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει ότι η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων. Το άρθρο 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει, μεταξύ άλλων, τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος, με τα οποία υποστηρίζονται τα αιτήματα ενός των διαδίκων ή ζητείται η μερική ή ολική απόρριψή τους, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο παρεμβαίνων.

718    Οι διατάξεις αυτές παρέχουν στον παρεμβαίνοντα το δικαίωμα να προβάλει αυτοτελώς όχι μόνον επιχειρήματα, αλλά και λόγους ακυρώσεως, καθόσον αυτοί προβάλλονται προς υποστήριξη αιτημάτων ενός από τους κύριους διαδίκους και δεν είναι εντελώς ξένοι προς τη βάση της ένδικης διαφοράς όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού, πράγμα το οποίο θα κατέληγε σε τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 312 ανωτέρω, σκέψη 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

719    Επομένως, για να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού των λόγων που προβάλλει ένας παρεμβαίνων, πρέπει να εξακριβώσει αν οι ως άνω λόγοι συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως τούτο καθορίστηκε από τους κύριους διαδίκους.

720    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προβαλλόμενη από την παρεμβαίνουσα αιτίαση αφορά την εξέλιξη της έρευνας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ζήτημα ως προς το οποίο η προσφεύγουσα ουδέν αναφέρει στα δικόγραφά της, καθώς ο λόγος ακυρώσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας στηρίζεται, αφενός, σε μη γνωστοποίηση εγγράφων μετά την παροχή, στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, προσβάσεως στον φάκελο και, αφετέρου, σε αντιφάσεις μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως.

721    Επομένως, η προβληθείσα από την παρεμβαίνουσα αιτίαση είναι εντελώς ξένη προς τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται προς στήριξη του λόγου που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής και, ως εκ τούτου, μπορεί να επηρεάσει το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό έχει καθοριστεί από την προσφεύγουσα και την καθής. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως ζητεί η Επιτροπή.

722    Ως εκ περισσού, ακόμη και αν η εν λόγω αιτίαση ήταν παραδεκτή, θα απορριπτόταν ως αβάσιμη.

723    Καταρχάς, δεν αμφισβητείται ότι στον φάκελο της έρευνας της Επιτροπής, στον οποίον είχαν πρόσβαση οι Del Monte και Weichert, περιλαμβάνονταν όλες οι δηλώσεις στις οποίες προέβη η Chiquita, προς στήριξη της αιτήσεώς της περί επιείκειας, σύμφωνα με την παράγραφο 11, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, και στις οποίες στηρίχθηκε ως επί το πλείστον η Επιτροπή προς απόδειξη της παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ.

724    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τηρεί πρακτικά των συζητήσεων που διεξάγει με άλλους εμπλεκόμενους σε διαδικασία εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης, κατά τις συναντήσεις που πραγματοποιεί με αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, αν η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει, στην απόφασή της, ένα επιβαρυντικό στοιχείο το οποίο της διαβιβάστηκε προφορικώς από άλλη επιχείρηση, πρέπει να παράσχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στο στοιχείο αυτό, ώστε να μπορεί να εκφέρει λυσιτελώς τη γνώμη της επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή βάσει του στοιχείου αυτού. Ενδεχομένως, πρέπει να συντάξει προς τούτο έγγραφο προκειμένου να το συμπεριλάβει στον φάκελό της (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψεις 66 και 67).

725    Διαπιστώνεται, πάντως, ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, η επιχειρηματολογία της παρεμβαίνουσας κρίνεται αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, η Weichert υποστηρίζει μόνον ότι, λόγω της μη τηρήσεως πρακτικών, δεν είχε, ούτε αυτή ούτε η Del Monte, πρόσβαση σε ενδεχομένως απαλλακτικά γι’ αυτήν στοιχεία, πράγμα που επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

726    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

727    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το αίτημα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέο.

 Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

728    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, προβάλλει δύο λόγους, σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του προστίμου και με παράβαση του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, καθώς και με προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της Weichert.

729    Από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας προκύπτει ότι αυτές προέβαλαν διάφορες αιτιάσεις όσον αφορά την ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, το επιπρόσθετο ποσό, τις ελαφρυντικές περιστάσεις, τη συνεκτίμηση της συνεργασίας της Weichert, καθώς και μια συγκεκριμένη αιτίαση περί παραβιάσεως, από την Επιτροπή, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

1.     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

730    Δεν αμφισβητείται ότι, για τον καθορισμό του επιβληθέντος στις Del Monte και Weichert προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές (αιτιολογική σκέψη 446 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι οποίες προβλέπουν μέθοδο υπολογισμού σε δύο στάδια (παράγραφος 9 των κατευθυντήριων γραμμών).

731    Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, στο πρώτο στάδιο η Επιτροπή υπολογίζει το βασικό ποσό του προστίμου για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, βάσει των κατωτέρω διατάξεων:

«12. Το βασικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων, σύμφωνα με την ακόλουθη μεθοδολογία.

[…]

13. Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση.

[…]

19. Το βασικό ποσό του προστίμου θα συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παράβασης.

20. Η εκτίμηση της σοβαρότητας θα γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες της υπόθεσης.

21. Κατά γενικό κανόνα, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων.

22. Για να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.

23. Οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού. Ως ζήτημα πολιτικής θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα. Κατά συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις κατά κανόνα θα ορίζεται στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας.

24. Για να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχείρησης στην παράβαση, το ποσό που θα καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων (βλέπε παραπάνω τα σημεία 20 έως 23) θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση. Περίοδοι μικρότερες του ενός εξαμήνου θα υπολογίζονται ως μισό έτος· περίοδοι που θα υπερβαίνουν το εξάμηνο αλλά θα είναι μικρότερες του έτους θα υπολογίζονται ως ένα πλήρες έτος.

25. Επιπρόσθετα, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων όπως αυτή ορίζεται παραπάνω στην Ενότητα Α, προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής. Η Επιτροπή θα μπορεί επίσης να επιβάλει ένα τέτοιο επιπρόσθετο ποσό και σε περιπτώσεις άλλων παραβάσεων. Για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που θα ληφθεί υπόψη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη της διάφορους παράγοντες και ιδίως εκείνους που προβλέπονται [στην παράγραφο] 22.

[…]»

732    Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο του υπολογισμού, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι η Επιτροπή δύναται να αυξάνει ή να μειώνει το βασικό ποσό, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις (παράγραφοι 11 και 27 των κατευθυντήριων γραμμών).

733    Ως προς τις περιστάσεις αυτές, η παράγραφος 29 των κατευθυντήριων γραμμών ορίζει τα εξής:

«Το βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί όταν η Επιτροπή θα διαπιστώνει την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως:

–        όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι έπαυσε την παράβαση αμέσως μετά την πρώτη παρέμβαση της Επιτροπής. Αυτό δεν θα εφαρμόζεται στις μυστικές συμφωνίες ή πρακτικές (ιδίως στην περίπτωση καρτέλ)·

–        όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η παράβαση διαπράχθηκε από αμέλεια·

–        όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά· το γεγονός ότι μια επιχείρηση συμμετείχε σε παράβαση για μικρότερη διάρκεια από τις λοιπές επιχειρήσεις δεν θα θεωρείται ελαφρυντική περίσταση, καθώς η περίσταση αυτή ήδη θα έχει ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού·

–        όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί επιείκειας και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί·

–        όταν η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα.»

2.     Η προσβαλλόμενη απόφαση

734    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το βασικό ποσό του προστίμου περιλαμβάνει ποσό έως το 30 % των πωλήσεων της οικείας επιχειρήσεως, σε συνάρτηση με τον βαθμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση, και ένα επιπρόσθετο ποσό, που αντιστοιχεί στο 15 έως 25 % της αξίας των πωλήσεων, ανεξαρτήτως της διάρκειας (αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

735    Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η αξία των πωλήσεων νωπών μπανανών που πραγματοποίησε η Weichert το 2002 εκτιμάται σε 82 571 574 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 451 και 453).

736    Κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 20 και 22 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή, ενόψει του καθορισμού του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων σε συνάρτηση με τον βαθμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, εξέτασε και συνεκτίμησε, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 454 έως 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διάφορες παραμέτρους όσον αφορά τη φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και τον τρόπο πραγματοποιήσεως της παραβάσεως.

737    Η Επιτροπή τονίζει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση, η οποία συνίστατο σε εναρμονισμένη πρακτική, διά της οποίας συντόνιζαν τις τιμές αναφοράς των μπανανών στη Βόρεια Ευρώπη και η οποία είχε, συνεπώς, ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, οι δε πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο της τιμές συγκαταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, στις πλέον σοβαρές παραβάσεις του ανταγωνισμού, καθώς νοθεύουν μια από τις σημαντικότερες πτυχές του (αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

738    Η Επιτροπή συνεκτίμησε, επίσης, το συνολικό μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων που διαπιστώθηκε ότι διέπραξαν την παράβαση, το οποίο εκτιμάται σε 40 έως 45 % (αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως, η οποία κάλυπτε την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φιλανδία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, καθώς και τη Σουηδία (αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

739    Βάσει των στοιχείων αυτών και της διαπιστώσεως ότι η παράβαση όντως λειτούργησε, η Επιτροπή προσδιόρισε το ίδιο ποσοστό επί των πωλήσεων, δηλαδή 15 %, για όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, με κριτήριο τη σοβαρότητα της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

740    Δεδομένης της διάρκειας της παραβάσεως, από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, και κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 24 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή όρισε συντελεστή προσαυξήσεως 3 λόγω της διάρκειας της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 461 και 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

741    Για τον καθορισμό του επιπρόσθετου ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή επικαλείται, διά παραπομπής στο σημείο 8.3.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την εκτίμησή της όσον αφορά τις ως άνω παραμέτρους. Θεώρησε ότι το ποσοστό για το επιπρόσθετο ποσό πρέπει να οριστεί σε 15 % (αιτιολογικές σκέψεις 463 και 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

742    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη σε συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή συνεκτιμά διάφορες παραμέτρους, ιδίως εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 22.

743    Κατά το πέρας του πρώτου σταδίου, η Επιτροπή καθόρισε τα εξής βασικά ποσά (αιτιολογική σκέψη 465 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

–        208 000 000 ευρώ για την Chiquita,

–        114 000 000 ευρώ για την Dole,

–        49 000 000 ευρώ για τις Del Monte και Weichert.

744    Το βασικό ποσό του προστίμου μειώθηκε, λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, κατά 60 % για όλους τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού καθεστώτος που ίσχυε στον κλάδο της μπανάνας και διότι αντικείμενο του συντονισμού ήταν οι τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το επιβληθέν στη Weichert πρόστιμο μειώθηκε κατά 10 %, καθώς ελήφθη υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, το γεγονός ότι δεν γνώριζε για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Dole και Chiquita (αιτιολογική σκέψη 476 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

745    Εξάλλου, η Επιτροπή εκτίμησε ότι ο βαθμός συνεργασίας της Weichert δεν υπερέβη αυτόν που επιβάλλει ο νόμος, τονίζοντας, συναφώς, ότι οι εμπρόθεσμες απαντήσεις της στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών ήταν στο πλαίσιο της υποχρεώσεως της επιχειρήσεως να συνεργάζεται κατά τρόπο ενεργό, δηλαδή της υποχρεώσεώς της να θέτει υπόψη της Επιτροπής όλα τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας. Η Επιτροπή αποφάσισε να μην εφαρμόσει την παράγραφος 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, εκτιμώντας ότι στην υπό κρίση υπόθεση η παράβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3.     Επί της σοβαρότητας της παραβάσεως

746    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, ενώ ορθώς παραδέχεται ότι ο εξαιρετικά περιορισμένος ρόλος της Weichert συνιστά ελαφρυντική περίσταση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, εντούτοις δεν έλαβε υπόψη της, κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, ότι η παράβαση στην οποία φέρεται να έχει υποπέσει η Weichert ήταν λιγότερο σοβαρή από αυτή που καταλογίστηκε στις Dole και Chiquita, με συνέπεια να καθορίσει το ίδιο ποσό για τις τρεις αυτές επιχειρήσεις, κατ’ αντίθεση προς τη νομολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και προς τις παραγράφους 20 έως 23 των κατευθυντήριων γραμμών. Το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου είναι απόρροια της εσφαλμένης εκτιμήσεώς της ότι, εν προκειμένω, υπάρχει ενιαία παράβαση.

747    Κατά την παρεμβαίνουσα, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, παραμορφώνοντας τη σοβαρότητα της παραβάσεως, διότι, πρώτον, δέχθηκε ότι η εναρμονισμένη πρακτική έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών (αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ παραδέχεται ότι «αντικείμενο της συμπράξεως ήταν οι τιμές της προσφοράς» (αιτιολογική σκέψη 456 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και όχι οι πραγματικές τιμές, δεύτερον, εκτίμησε, χωρίς να παραθέσει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της συνιστά τον πλέον βλαπτικό περιορισμό του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως), παρά τα περί του αντιθέτου στοιχεία, και, τρίτον, δεν έλαβε υπόψη της ότι η προσαπτόμενη παράβαση δεν αφορούσε πολλούς εισαγωγείς ούτε σημαντικό τμήμα της αγοράς, δηλαδή 40 έως 45 % ή, ακόμη, και 20 έως 30 %, λαμβανομένου υπόψη του ότι η Επιτροπή δεν καταλόγισε σε αυτή και στην Del Monte ευθύνη για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Chiquita και Dole.

748    Καταρχάς, η αιτίαση της προσφεύγουσας, καθώς και το τρίτο προαναφερθέν επιχείρημα της παρεμβαίνουσας πρέπει να εξεταστούν από κοινού, όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής διαπιστώσεως της υπάρξεως ενιαίας παραβάσεως.

749    Κατά πάγια νομολογία, η σοβαρότητα μιας παραβάσεως καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη πολλά στοιχεία, ως προς τα οποία η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 43), όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 241, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 68).

750    Όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή καθόρισε, εν προκειμένω, το ύψος των προστίμων εφαρμόζοντας τη μέθοδο που καθορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές.

751    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ναι μεν οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, πλην όμως περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 209 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

752    Από τις παραγράφους 19 έως 26 των κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει, καταρχάς, ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αξίας των πωλήσεων και, κατόπιν, του βασικού ποσού του προστίμου.

753    Περαιτέρω, τα σημεία 27 και 29 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπουν διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου ανάλογα με ορισμένες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, που αφορούν κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση χωριστά.

754    Στις διατάξεις αυτές έχει ενσωματωθεί η νομολογία κατά την οποία, άπαξ μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς απ’ αυτές (αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψη 623, και Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψη 150, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 184), για να καθοριστεί αν υφίστανται, ως προς αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

755    Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και κυρώσεων δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς, αρχή η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., όσον αφορά τον καταλογισμό προστίμου, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Τ-13/98 και Τ-98/63, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-754, σκέψη 185, και Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 754 ανωτέρω, σκέψη 185).

756    Εν προκειμένω, η Επιτροπή τήρησε απολύτως τις κατευθυντήριες γραμμές και την προπαρατεθείσα νομολογία κατά τον καθορισμό του επιβληθέντος στη Weichert προστίμου.

757    Αρχικώς, η Επιτροπή εκτίμησε αντικειμενικά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για ενιαία παράβαση με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, στην οποία εμπλέκονται επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ του κλάδου και η οποία καλύπτει οκτώ κράτη μέλη, που αντιστοιχούν σε μεγάλο και ενιαίο μέρος της Ένωσης, μεταξύ των οποίων και τη Γερμανία, που αποτελεί πολύ σημαντική αγορά για τις μπανάνες στη Βόρεια Ευρώπη.

758    Όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 590 έως 650 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι όλες οι επίμαχες πρακτικές στο πλαίσιο συμπαιγνίας συνιστούν ενιαία παράβαση. Ο χαρακτηρισμός αυτός απορρέει από τη συλλογική συμπεριφορά όλων των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες συνέβαλαν όλες, περιλαμβανομένης αυτής που αποτελείται από τη Weichert και την προσφεύγουσα, στη διάπραξη της παραβάσεως.

759    Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η επιχείρηση που συνιστάται από τη Weichert και την προσφεύγουσα δεν συνετέλεσε στη σύμπραξη στον ίδιο βαθμό, όπως η Dole ή η Chiquita.

760    Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή εκτίμησε, εν συνεχεία, τη σοβαρότητα της συμμετοχής της Weichert στην παράβαση, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη το γεγονός ότι αυτή μετείχε σε μία μόνον από τις δύο πτυχές της παραβάσεως, πράγμα που δικαιολογεί την κατά 10 % μείωση του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

761    Επομένως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της ότι η παραβατική συμπεριφορά της επιχειρήσεως που αποτελείται από τη Weichert και την προσφεύγουσα ήταν λιγότερο σοβαρή από αυτή της Dole και της Chiquita και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή δυσμενής μεταχείριση της επιχειρήσεως αυτής.

762    Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται απορριπτέα η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας κατά την οποία η Επιτροπή κακώς όρισε το ίδιο βασικό ποσό για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, επειδή είναι εσφαλμένη η διαπίστωση περί ενιαίας παραβάσεως.

763    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι τα παρατιθέμενα στη σκέψη 747 ανωτέρω επιχειρήματα που προβάλλει η παρεμβαίνουσα προς στήριξη της θέσεώς της ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αλλοιώνοντας τον βαθμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, είναι απολύτως αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

764    Όσον αφορά το γεγονός ότι η εναρμονισμένη πρακτική αφορούσε τις τιμές που ανακοινώνονταν και όχι τις πραγματικές, οπότε, κατά την παρεμβαίνουσα, δεν στοιχειοθετείται καθορισμός τιμών, διαπιστώνεται ότι με το επιχείρημα αυτό ουσιαστικά επιδιώκεται η αμφισβήτηση της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

765    Πάντως, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 585 ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών αποσκοπούσαν στον καθορισμό των τιμών της αγοράς, πράγμα που συνιστά εναρμονισμένη πρακτική με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

766    Κατά το μέρος που η προσφεύγουσα επιχειρεί να προβάλει ότι η παράβαση δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρή, επειδή αφορούσε τις αναγγελλόμενες τιμές και όχι τις τιμές συναλλαγής, τονίζεται ότι η Επιτροπή δέχθηκε τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων και μείωσε δύο φορές το πρόστιμο της Weichert, τη μία κατά 60 % λόγω του ειδικού ρυθμιστικού πλαισίου και του ότι η σύμπραξη είχε ως αντικείμενο τις τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το μέγεθος της μειώσεως αυτής αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας από την Επιτροπή.

767    Τόσο η προσφεύγουσα όσο και η παρεμβαίνουσα δεν διατύπωσαν συγκεκριμένες παρατηρήσεις ούτε όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα δύο προαναφερθέντα στοιχεία κατά τον υπολογισμό του προστίμου ούτε όσον αφορά ειδικά το ποσοστό μειώσεως που δέχθηκε η Επιτροπή.

768    Όσον αφορά τη θέση ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η συμπεριφορά της Weichert συνιστά την πλέον βλαπτική μορφή περιορισμού του ανταγωνισμού, ενώ ακόμη και οι πελάτες της επιχειρήσεως αυτής επιβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε βλάβη του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι το πρώτο παράδειγμα συμπράξεως που παρατίθεται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, η οποία χαρακτηρίζεται ρητώς ως μη συμβατή με την κοινή αγορά, είναι ακριβώς η παράβαση που συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής». Η πρακτική που αποτέλεσε αντικείμενο της συμπράξεως απαγορεύεται ρητώς από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι περιορίζει εκ φύσεως τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά.

769    Το άρθρο 81 ΕΚ αποσκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι αποκλειστικά των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά της δομής της αγοράς και με τον τρόπο αυτό του ίδιου του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση ότι μια πρακτική έχει σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν προϋποθέτει άμεση σχέση της πρακτικής αυτής με τις τιμές που καταβάλλουν οι καταναλωτές (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψεις 38 και 39).

770    Από το σύστημα κυρώσεων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, όπως έχει καθιερωθεί με τους κανονισμούς 17 και 1/2003 και ερμηνεύεται από τη νομολογία, προκύπτει ότι οι συμπράξεις, λόγω της ίδιας τους της φύσης, είναι ορθό να συνεπάγονται την επιβολή των αυστηρότερων προστίμων. Το αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής δεν έχει καθοριστική σημασία όσον αφορά το ύψος του προστίμου (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑189, σκέψη 44).

771    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων πρέπει να ερμηνευθεί η παράγραφος 23 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία έχει ως εξής:

«Οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού. Ως ζήτημα πολιτικής θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα. Κατά συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις κατά κανόνα θα ορίζεται στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας.»

772    Επισημαίνεται, αφενός, ότι ο όρος «οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών» περιλαμβάνει τις εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και, αφετέρου, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν επιβάλλουν να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

773    Όπως προβλέπεται στις παραγράφους 20 και 22 των κατευθυντήριων γραμμών, για τον καθορισμό του ποσοστού αυτού, η Επιτροπή, εν προκειμένω, εξέτασε και συνεκτίμησε διάφορες παραμέτρους σχετικά με τη φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και την εφαρμογή της παραβάσεως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 454 έως 459 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να λάβει υπόψη της τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα της επίμαχης πρακτικής.

774    Απαντώντας σε επιχείρημα της Weichert, ότι δεν υπήρχαν πραγματικές επιπτώσεις στην αγορά, η Επιτροπή όντως αρκέστηκε στην επισήμανση, στην αιτιολογική σκέψη 472 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράβαση τέθηκε σε εφαρμογή και ότι η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά «αναμενόταν να έχει συνέπειες», στον βαθμό που «ο συντονισμός για τον καθορισμό τιμών μπορούσε, εκ φύσεως, να έχει συνέπειες για την αγορά, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως». Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή με την ίδια αιτιολογική σκέψη, «οι πραγματικές συνέπειες της συμπεριφοράς θα μπορούσαν να έχουν σημασία μόνο στο πλαίσιο της παραγράφου 31 των κατευθυντήριων γραμμών […], κατά την οποία η Επιτροπή δύναται να προσαυξάνει το πρόστιμο, ώστε αυτό να υπερβεί το ποσό των παράνομων κερδών που οι επιχειρήσεις αποκόμισαν από την παράβαση». Δεν αμφισβητείται, ωστόσο, ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τη διάταξη αυτή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

775    Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται άνευ σημασίας η επίκληση εγγράφων των πελατών της Weichert, τα οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε βλάβη του ανταγωνισμού, συνεπεία της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς της επιχειρήσεως που είχαν σχηματίσει η εταιρία αυτή και η προσφεύγουσα.

776    Τονίζεται ότι το 15 % που όρισε η Επιτροπή ως ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων της Weichert είναι μικρότερο από το ήμισυ που θα μπορούσε εν γένει να επιβάλει σε περίπτωση οριζόντιων συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών καθορισμού τιμών, ήτοι 30 %. Στην παράγραφο 23 των κατευθυντήριων γραμμών αναφέρεται ρητώς ότι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιες οριζόντιες συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές ορίζεται κατά κανόνα «στα υψηλότερα όρια της […] κλίμακας», οπότε το ποσοστό 15 % που όρισε η Επιτροπή είναι στο κατώτερο τμήμα των «υψηλότερων ορίων της κλίμακας».

777    Το ποσοστό αυτό, 15 % της αξίας των πωλήσεων της Weichert, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο για μια παράβαση με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών, στην οποία εμπλέκονται επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του κλάδου και η οποία καλύπτει οκτώ κράτη μέλη, που αντιστοιχούν σε μεγάλο και ενιαίο μέρος της Ένωσης, μεταξύ των οποίων και τη Γερμανία, που αποτελεί πολύ σημαντική αγορά για τις μπανάνες στη Βόρεια Ευρώπη.

778    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας κατά την οποία η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο της σοβαρότητας κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

4.     Επί του επιπρόσθετου ποσού

779    Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, επιβάλλοντας «ποινή εισόδου», σύμφωνα με την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, που αφορά μόνον τις «συμφωνίες», χαρακτηρισμό ο οποίος όμως δεν απαντά στην προσβαλλόμενη απόφαση.

780    Το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο, διότι στηρίζεται σε αποσπασματική ερμηνεία των κατευθυντήριων γραμμών.

781    Η παράγραφος 25 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι το βασικό ποσό περιλαμβάνει ένα ποσό που κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων, προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις από το να εισέρχονται σε «οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής», φράση που απαντά και στην παράγραφο 23 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία παραπέμπει στην υποσημείωση 7, όπου διευκρινίζεται ότι στις συμφωνίες περιλαμβάνονται «οι εναρμονισμένες πρακτικές και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων δυνάμει του άρθρου 81 της Συνθήκης».

782    Από τη συστηματική και συνεκτική ερμηνεία των κατευθυντήριων γραμμών συνάγεται ότι η διευκρίνιση στην υποσημείωση 7 αφορά τον όρο «συμφωνίες», όπως αυτός χρησιμοποιείται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών.

783    Το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας στηρίζεται σε μεμονωμένη ερμηνεία της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών και αναιρείται από το γράμμα της διατάξεως αυτής. Το εκεί προβλεπόμενο επιπρόσθετο ποσό αποτελεί ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων της επιχειρήσεως, όπως αυτή καθορίζεται υπό τον τίτλο «A. Προσδιορισμός της αξίας των πωλήσεων» των κατευθυντήριων γραμμών, όπως το ποσό που ορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, το δε ποσοστό που λαμβάνεται υπόψη εξαρτάται από την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση ορισμένων παραμέτρων, «ειδικότερα εκείνων που προβλέπονται [στην παράγραφο] 22», οι οποίες σχετίζονται με τον προσδιορισμό του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

784    Σημειωτέον ότι η φράση «[η] Επιτροπή θα μπορεί επίσης να επιβάλει ένα τέτοιο επιπρόσθετο ποσό και σε περιπτώσεις άλλων παραβάσεων», στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, καθιστά, εν πάση περιπτώσει, δυνατό να περιλαμβάνονται και άλλες εναρμονισμένες πρακτικές στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

785    Επισημαίνεται, τέλος, ότι, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως ενιαίας για το ύψος του προστίμου, η παρεμβαίνουσα προέβαλε δύο αιτιάσεις σχετικά με το επιπρόσθετο ποσό που ορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

786    Πρώτον, η παρεμβαίνουσα υποστήριξε ότι δεν υπήρχε λόγος προσαυξήσεως του προστίμου, διότι μια «διμερής» παράβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οριζόντια συμφωνία καθορισμού τιμών ή ως παράβαση με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών.

787    Η παρεμβαίνουσα επαναφέρει, μεταξύ άλλων, την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα προς αμφισβήτηση της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ.

788    Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι ήταν ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Dole και Weichert είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και συνιστούσαν μία από τις δύο πτυχές της συμπράξεως στην οποία συνέβαλαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

789    Επομένως, η αιτίαση που παρατίθεται στη σκέψη 786 ανωτέρω είναι απορριπτέα.

790    Δεύτερον, η παρεμβαίνουσα προέβαλε ότι δεν δικαιολογείται προσαύξηση σε ποσοστό 15 % της αξίας των πωλήσεων. Το γεγονός ότι επιβλήθηκε χαμηλό ποσοστό προσαυξήσεως, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

791    Η νέα αυτή αιτίαση κρίνεται απαράδεκτη, ως ξένη προς το αντικείμενο της συγκεκριμένης ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με την έννοια της ενιαίας παραβάσεως και των συνεπειών της όσον αφορά το ύψος του προστίμου. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, αφού εξέθεσε την επιχειρηματολογία της απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η παρεμβαίνουσα ανέφερε ότι, «ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο δεν δεχθεί το επιχείρημα αυτό», δεν δικαιολογείται η επιβολή επιπρόσθετου ποσού σε ποσοστό 15 %, καθώς είναι άνευ σημασίας το γεγονός και μόνον ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ένα τέτοιο ποσοστό.

792    Επιπλέον, η παρεμβαίνουσα προέβαλε νέα αιτίαση κατά τη διάρκεια της δίκης, παραβιάζοντας το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Η αιτίαση αυτή δεν στηρίζεται σε νέα στοιχεία που προέκυψαν κατά τη δίκη ούτε αποτελεί ανάπτυξη λόγου προεκτεθέντος, ευθέως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο, και άμεσα συνδεόμενη με τον λόγο αυτόν. Είναι, συνεπώς, απαράδεκτη (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψεις 156 και 157, η οποία επιβεβαιώθηκε με διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑204/02 P, Joynson κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

793    Ως εκ περισσού, η αιτίαση αυτή κρίνεται απορριπτέα ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη παραδοχή.

794    Διαπιστώνεται ότι, για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τις παραγράφους 20 και 22 των κατευθυντήριων γραμμών, εξέτασε και συνεκτίμησε διάφορες παραμέτρους σχετικά με τη φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και την εφαρμογή της παραβάσεως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 454 έως 459 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για τον καθορισμό του επιπρόσθετου ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή επικαλείται, διά παραπομπής στο σημείο 8.3.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την εκτίμησή της όσον αφορά τις ως άνω παραμέτρους, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

795    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της διάφορες παραμέτρους, και ιδίως εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 22 των κατευθυντήριων γραμμών.

796    Επομένως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της διάφορες παραμέτρους της προσαπτόμενης, αντίθετης προς του κανόνες του ανταγωνισμού, συμπεριφοράς, η δε παρεμβαίνουσα, προβάλλοντας μόνο τη θέση ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η προσαύξηση κατά 15 %, δεν παραθέτει κανένα στοιχείο ικανό να αναιρέσει τις εκτιμήσεις της Επιτροπής.

5.     Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

797    Πρώτον, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι η μείωση κατά 10 %, την οποία δέχθηκε η Επιτροπή, δεν επαρκεί σε σχέση με την περιορισμένη συμμετοχή της στην παράβαση, συμμετοχή η οποία είχε τα εξής στοιχεία: πρώτον, συγκρινόμενες με τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Chiquita και Dole, εκείνες μεταξύ της Dole και της προσφεύγουσας δεν ήταν τόσο σημαντικές, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 76 επ., 93 έως 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεύτερον, είχε παθητικό ρόλο, καθώς ήταν πάντα ο ίδιος εργαζόμενος της Dole που ερχόταν σε επαφή μαζί της, και, τρίτον, η Επιτροπή δεν καταλογίζει σε αυτή και στην Del Monte ευθύνη για τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Chiquita και Dole.

798    Η προσφεύγουσα προβάλλει, επίσης, ότι η ένταση και η συχνότητα των επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Weichert και Dole ήταν περιορισμένη σε σχέση με τις επαφές μεταξύ των Dole και Chiquita.

799    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βάσει της τρίτης περιπτώσεως της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών μείωση προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων χωρεί μόνον εάν η οικεία επιχείρηση «αποδε[ίξει] ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά».

800    Μόνον το γεγονός ότι η Weichert είχε ενδεχομένως ελάσσονα ή παθητικό ρόλο δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η επιχείρηση αυτή ακολουθούσε ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά. Επομένως, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 29, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών.

801    Τούτο δεν σημαίνει ότι, αν αποδειχθεί ότι ο ρόλος της Weichert ήταν ελάσσων ή παθητικός, δεν πρέπει να μειωθεί το πρόστιμο. Η απαρίθμηση των περιστάσεων στην παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών είναι, όντως, ενδεικτική, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξεως «όπως». Περαιτέρω, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια που αυτή επέβαλε στο εν λόγω περιθώριο δεν προδικάζουν την άσκηση, από τον δικαστή της Ένωσης, της πλήρους δικαιοδοσίας του (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 226 και 227, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω).

802    Κατά πάγια νομολογία, ο παθητικός ρόλος συνεπάγεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση υιοθέτησε «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή ότι δεν υπήρξε ενεργός συμμετοχή στην εκπόνηση της ή των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή συμφωνιών (αποφάσεις Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 754 ανωτέρω, σκέψη 167, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 749 ανωτέρω, σκέψη 163, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2009, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 770 ανωτέρω).

803    Μεταξύ των στοιχείων από τα οποία μπορεί να προκύψει ο παθητικός ρόλος μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο συμπράξεως, μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικότερος χαρακτήρας των συμμετοχών της στις συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της συμπράξεως, καθώς και η όψιμη είσοδός της στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διαρκείας της συμμετοχής της σ’ αυτήν, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών συναφώς δηλώσεων εκπροσώπων τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση (βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 749 ανωτέρω, σκέψη 164 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

804    Καταρχάς, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επαφές μεταξύ του B., εργαζόμενου της Chiquita, και του H., εργαζόμενου της Dole, αποτελούσαν τον κεντρικό άξονα της παραβάσεως. Το επιχείρημα αυτό είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι οι προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις αφορούν μόνο τη διάρκεια της παραβάσεως, η οποία είναι η ίδια για τις Dole και Weichert, από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, και ένα μήνα συντομότερη για την Chiquita.

805    Περαιτέρω, οι Weichert και Del Monte διατείνονται ότι οι επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ Chiquita και Dole ήταν συχνότερες απ’ ό,τι αυτές με την Dole.

806    Από τα στοιχεία που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι οι επαφές μεταξύ των Dole και Chiquita ήταν κατά πολύ συχνότερες από τις επαφές μεταξύ Dole και Weichert.

807    Σύμφωνα με την καταγραφή των εξερχόμενων τηλεφωνικών κλήσεων της Chiquita προς την Dole, 55 κλήσεις πραγματοποιήθηκαν Τετάρτη (αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και 53 Πέμπτη (αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η δε Dole υποστηρίζει ότι οι εβδομάδες κατά τις οποίες οι εμπλεκόμενοι επικοινωνούσαν τόσο την Τετάρτη όσο και την Πέμπτη το πρωί ήταν 20 (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Περαιτέρω, η Dole εκτιμά ότι οι τηλεφωνικές επαφές ήταν περίπου 20 ανά έτος, αριθμός που μειώθηκε προς το τέλος του κρίσιμου χρονικού διαστήματος (αιτιολογική σκέψη 79 της αποφάσεως).

808    Όσον αφορά τις επαφές μεταξύ Dole και Weichert, για τις οποίες δεν υπάρχει καταγραφή τηλεφωνικών κλήσεων, η Dole ανέφερε αρχικώς, με την απάντησή της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ότι επικοινωνούσε με τη Weichert «σχεδόν κάθε εβδομάδα», ήτοι περίπου σαράντα εβδομάδες κατ’ έτος, πλην όμως, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, υποστήριξε ότι «επαφή με αντικείμενο τις συνθήκες της αγοράς πραγματοποιούνταν περίπου μια φορά ανά δύο εβδομάδες, λόγω ταξιδιών ή άλλων υποχρεώσεων», πράγμα που είχε ήδη αναφέρει με την απάντησή της σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, προκειμένου να δικαιολογήσει τον αναφερόμενο αριθμό επαφών (αιτιολογικές σκέψεις 87 και 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

809    Με την απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006, η Weichert δήλωσε ότι οι επαφές με την Dole δεν πραγματοποιούνταν κάθε Τετάρτη, αλλά μία ή δύο φορές το μήνα κατά μέσο όρο. Όταν η Επιτροπή τής ζήτησε, στις 5 Φεβρουαρίου 2007, να διευκρινίσει τον αριθμό των εβδομάδων κατ’ έτος, η Weichert ανέφερε ότι οι εργαζόμενοί της είχαν επαφές με την Dole περίπου 20 έως 25 εβδομάδες κατ’ έτος (αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

810    Στη συνέχεια, με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Weichert ανέφερε ότι οι επαφές με την Dole πραγματοποιούταν «κατά μέσο όρο μία ή δύο φορές μηνιαίως», χωρίς να αναθεωρήσει ρητώς την αρχική θέση της περί εβδομαδιαίων επαφών, με συνέπεια η Επιτροπή να δεχθεί τον αριθμό των 20 έως 25 εβδομάδων κατ’ έτος που ανέφερε η Dole (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

811    Μολονότι τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις επαφές μεταξύ των Dole και Chiquita δεν συμπεριλαμβάνουν τις κλήσεις της πρώτης προς τη δεύτερη, υπενθυμίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διμερείς επαφές μεταξύ Dole και Weichert αποτελούσαν, λόγω του αριθμού τους και της συνέπειάς τους, παγιωμένο σύστημα διακινήσεως πληροφοριακών στοιχείων, το οποίο οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ανάλογα με τις ανάγκες τους, το ίδιο δε ισχύει και για τις επαφές μεταξύ των Dole και Chiquita.

812    Τέλος, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι οι κλήσεις πραγματοποιούνταν σχεδόν πάντα από εργαζόμενο της Dole, επικαλείται δε, συναφώς, μόνον τις δηλώσεις της στο πλαίσιο απαντήσεως σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Δεκεμβρίου 2006.

813    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Del Monte δήλωσε ότι την πρωτοβουλία για τις επαφές είχε είτε η ίδια είτε η Weichert (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Weichert δεν προέβαλε, ούτε βέβαια απέδειξε, ότι αρνήθηκε κάποια από τις επαφές του απογεύματος της Τετάρτης με την Dole ή ότι, κατά τα τρία έτη που διήρκεσε η παράβαση, διέκοψε τις επαφές με την εν λόγω επιχείρηση. Συνεπώς, η Weichert είχε πλήρως εμπλακεί, επί τρία έτη, σε επαφές στο πλαίσιο συμπαιγνίας με την Dole, οπότε δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο ρόλος της ήταν παθητικός.

814    Κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητείται ότι Weichert μετείχε σε μία μόνο πτυχή της συμπράξεως, πράγμα που δικαιολογεί την κατά 10 % μείωση του βασικού ποσού του προστίμου.

815    Όπως υποστηρίζουν η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα, η μείωση αυτή δεν είναι αρκετή σε σχέση με την περιορισμένη σημασία της συμμετοχής της Weichert στη σύμπραξη, με συνέπεια να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.

816    Η συμβολή της Weichert στην όλη σύμπραξη, διά των διμερών επαφών της με την Dole, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών, ήταν λιγότερο βλαπτική για τον ανταγωνισμό σε σχέση με τη συμμετοχή της Dole και της Chiquita, δεδομένης της οικονομικής ισχύος της δεύτερης. Όπως επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Chiquita είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής μπανανών στην Ευρώπη και η αξία των πωλήσεων νωπών μπανανών που πραγματοποίησε το 2001 εκτιμάται σε 365 800 000 ευρώ, εκτίμηση που αναθεωρήθηκε σε 347 631 700 ευρώ, μετά την αφαίρεση της αξίας των πωλήσεων μπανανών προς άλλους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 451 έως 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

817    Υπό τις συνθήκες αυτές και στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό μειώσεως του βασικού ποσού του προστίμου πρέπει να ανέλθει στο 20 %, δεδομένης της περιορισμένης σημασίας της συμμετοχής της Weichert στην όλη σύμπραξη.

818    Αντιθέτως, δεν πρέπει να ληφθεί διττώς υπόψη το γεγονός ότι η Weichert δεν γνώριζε για τις παράνομες επαφές μεταξύ των Dole και Chiquita, ώστε να μειωθεί το ποσοστό του 15 % επί της αξίας των πωλήσεων, πέραν της μειώσεως του βασικού ποσού λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, διότι έτσι η Weichert θα αποκόμιζε δυσανάλογο όφελος.

819    Δεύτερον, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την εύλογη προσδοκία της ότι η συμπεριφορά της είναι νόμιμη. Συγκεκριμένα, η παρεμβαίνουσα γνωστοποιούσε σε πελάτες, στην Επιτροπή και σε άλλες δημόσιες αρχές, όπως ο FAO, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις επίσημες τιμές και την αγορά. Αναφέρει ότι δεν είχε λόγο να αντιμετωπίζει διαφορετικά τις επαφές που πραγματοποιούνταν τις Τρίτες, τις Τετάρτες ή τις Πέμπτες, δεδομένου, άλλωστε, ότι η ίδια η Επιτροπή χαρακτηρίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις επαφές αυτές αδιακρίτως ως «δίκτυο» «σύνθετων διμερών συμφωνιών».

820    Κατά την παράγραφο 29, τελευταία περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, «[τ]ο βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί […] όταν η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα».

821    Η παρεμβαίνουσα επιχειρεί, με την επιχειρηματολογία της να επιτύχει μείωση του προστίμου βάσει της διατάξεως αυτής, της οποίας οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν πληρούνται.

822    Προς στήριξη των όσων υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα απλώς παραπέμπει στο σημείο 244 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, όπου αναφέρει ότι συγκέντρωσε στοιχεία σχετικά με τα φορτία μπανανών για λογαριασμό εκπροσώπων της Γερμανικής Κυβερνήσεως και του FAO. Η Επιτροπή δεν αναφέρεται ως αποδέκτης πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις τιμές αναφοράς.

823    Η Weichert δεν παραθέτει κανένα συγκεκριμένο και αντικειμενικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή, ή άλλη δημόσια αρχή, αφενός, γνώριζε για τις τιμές αναφοράς και τον τρόπο με τον οποίον αυτές καθορίζονταν από το 2000 έως το 2002 και, αφετέρου, είχε επιτρέψει ή ενθαρρύνει συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά τον καθορισμό τους.

824    Κατά το μέρος που η προσφεύγουσα προβάλλει, με την επιχειρηματολογία της, ότι δεν γνώριζε ότι παραβαίνει το άρθρο 81 ΕΚ, δεδομένου ότι η σύμπραξη δεν ήταν μυστική, υπενθυμίζεται ότι, κατά το προϊσχύσαν κείμενο των κατευθυντήριων γραμμών, προβλεπόταν η δυνατότητα μειώσεως του προστίμου, λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων σε περίπτωση που «η επιχείρηση αμφέβαλε δικαιολογημένα σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της περιοριστικής πρακτικής».

825    Το γεγονός ότι η αναφορά αυτή έχει απαλειφθεί από τις κατευθυντήριες γραμμές δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη περίσταση δεν μπορεί πλέον να δικαιολογήσει μείωση του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

826    Προς στήριξη των θέσεών της, η παρεμβαίνουσα επικαλείται έγγραφα των πελατών της, ως προς τα οποία διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 341 ανωτέρω), αφενός, ότι δεν είναι αρκούντως αντικειμενικά και, αφετέρου, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη αποδεικτική ισχύ, ώστε να γίνει δεκτό ότι η σύμπραξη ήταν δημοσίως γνωστή σε όλη της την έκταση (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 801 ανωτέρω, σκέψη 506, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 241).

827    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα προβάλλει, με την επιχειρηματολογία της, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι η προστασία αυτή παρέχεται σε όλους τους ιδιώτες στους οποίους η κοινοτική διοίκηση έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες [αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44, και της 26ης Ιουνίου 1990, C‑152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑153, σκέψη 26). Περαιτέρω, κανείς δεν μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής αυτής σε περίπτωση απουσίας σαφών διαβεβαιώσεων εκ μέρους του οργάνου (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑67/09 P, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑9811, σκέψη 71, και του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2000, T‑290/97, Mehibas Dordtselaan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑15, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

828    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η Weichert δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο και αντικειμενικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή τής είχε παράσχει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις περί της νομιμότητας των επαφών με την Dole, με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών. Συναφώς, δεν στερείται αποδεικτικής αξίας η ατεκμηρίωτη θέση ότι η Weichert κοινοποιούσε στην Επιτροπή πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις επίσημες τιμές και τα φορτία μπανανών.

829    Τέλος, τα υποστηριζόμενα από την παρεμβαίνουσα, περί μη διαφοροποιήσεως των διαφόρων τύπων επαφών στο πλαίσιο συμπαιγνίας αναιρούνται από το περιεχόμενο της παραγράφου 429 της ανακοινώσεως αιτιάσεων (βλ. σκέψη 709 ανωτέρω) και είναι άνευ σημασίας, καθώς δεν δικαιολογούν τη συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω ενός εκ των τριών προαναφερθέντων στοιχείων.

830    Επομένως, δεν συντρέχει υπέρ της Weichert καμία άλλη ελαφρυντική περίσταση, πέραν αυτής την οποία δέχθηκε η Επιτροπή και λόγω της οποίας το Γενικό Δικαστήριο αύξησε το ποσοστό μειώσεως του προστίμου.

6.     Επί της συνεργασίας

831    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως την ανακοίνωση περί συνεργασίας και τις κατευθυντήριες γραμμές, στερώντας έτσι από τη Weichert τα οφέλη από τη συνεργασία που εισέφερε. Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 και διέψευσε τις εύλογες προσδοκίες της Weichert.

832    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, χαρακτηρίζει ανακριβή τη θέση ότι κατ’ ουσίαν δεν συνεργάστηκε πέραν της υποχρεώσεως που υπείχε εκ του νόμου, καθώς απάντησε σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, οι οποίες αποσκοπούσαν στην αυτοενοχοποίησή της. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, επιπλέον, η Weichert δεν αμφισβήτησε κατ’ ουσίαν τα πραγματικά περιστατικά και ότι, ως εκ τούτου, η συνεισφορά της υπερέβη το «πλαίσιο της υποχρεώσεως ενεργού συνεργασίας που υπέχει η επιχείρηση».

833    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, καθώς θεώρησε ότι η προσαπτόμενη παράβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και ότι, συνεπώς, δεν μπορεί να λάβει υπόψη της την έκταση της συνεργασίας αυτής και της Weichert ως ελαφρυντική περίσταση, δεδομένου ότι από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι οι επίμαχες επαφές δεν αποσκοπούσαν στον καθορισμό των τιμών. Σφάλμα της Επιτροπής συνιστά και το γεγονός ότι δεν εξέτασε αν η παρασχεθείσα συνεργασία εισέφερε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, κατά την έννοια της παραγράφου 21 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, όπως έπραξε με προγενέστερη απόφασή της, στην περίπτωση επιχειρήσεως η οποία δεν υποβάλλει αίτηση βάσει της ανακοινώσεως αυτής.

834    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 έχει ως εξής:

«1. Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν απλής αιτήσεως ή βάσει αποφάσεως, να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

2. Κατά την υποβολή απλής αίτησης παροχής πληροφοριών προς επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, η Επιτροπή αναφέρει τη νομική βάση και το σκοπό της αίτησης, προσδιορίζει τι είδους πληροφορίες χρειάζεται και καθορίζει την προθεσμία υποβολής των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τις κυρώσεις που επισύρει η παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23.

3. Όταν η Επιτροπή απαιτεί από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν πληροφορίες με απόφασή της, στην εν λόγω απόφαση αναφέρονται η νομική βάση και ο σκοπός της αίτησης, προσδιορίζονται οι ζητούμενες πληροφορίες και τάσσεται προθεσμία για την παροχή τους. Επίσης, μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 23 και μνημονεύονται ή επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 24. Στην απόφαση αναφέρεται περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο.

4. Κατά την παράγραφο 4 του πιο πάνω άρθρου, υποχρεούνται να παράσχουν τα ζητηθέντα πληροφοριακά στοιχεία οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων ή οι εκπρόσωποί τους και, όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εταιρίες ή ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πρόσωπα που τις εκπροσωπούν σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ανακριβών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

[…]»

835    Τα των αιτήσεων παροχής πληροφοριών ρυθμίζονταν παλαιότερα από το άρθρο 11 του κανονισμού 17, το οποίο διαχώριζε την αίτηση παροχής πληροφοριών από την απόφαση επί της αιτήσεως αυτής. Η σχετική με τη διάταξη αυτή νομολογία, με την οποία διευκρινίζονται οι εξουσίες της Επιτροπής να απευθύνει τέτοιες αιτήσεις, ισχύει κατ’ αναλογία για την ερμηνεία του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003.

836    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για να διαφυλάξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 18, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων έχει λάβει γνώση και να της προσκομίζουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχουν, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί, σε βάρος των ιδίων ή άλλων επιχειρήσεων, συμπεριφορά που προσβάλλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, χωρίς, όμως, να θίγει τα δικαιώματα υπερασπίσεως των επιχειρήσεων με απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 34, και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 271). Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεώνει μια επιχείρηση να δίδει απαντήσεις με τις οποίες παραδέχεται την ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η ίδια η Επιτροπή (απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35).

837    Βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, η αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1/2003 διευκρινίζει ότι οι επιχειρήσεις, «όταν συμμορφώνονται με απόφαση της Επιτροπής», δεν μπορούν να υποχρεωθούν να ομολογήσουν ότι διέπραξαν παράβαση, αλλά υποχρεούνται εν πάση περιπτώσει να απαντήσουν στις περί των γεγονότων ερωτήσεις και να παράσχουν έγγραφα, ακόμη και αν οι πληροφορίες αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους ή εναντίον άλλων επιχειρήσεων για τη θεμελίωση ύπαρξης παραβάσεως.

838    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι κατά την έρευνα η Weichert υπήρξε αποδέκτης αιτήσεων παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι, συνεπώς, δεν πρόκειται για αποφάσεις περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών, για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου.

839    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα δεν μπορούν να προβάλουν λυσιτελώς ότι, λόγω των ερωτήσεων της Επιτροπής και των απαντήσεων Weichert, η δεύτερη υπερέβη την υποχρέωση συνεργασίας που υπείχε εκ του νόμου, με συνέπεια την αυτοενοχοποίησή της.

840    Πρέπει, αντιθέτως, να εξεταστεί αν η οικοθελής συνεργασία της Weichert δικαιολογεί μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, όπως ζητεί η προσφεύγουσα.

841    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη πλείονα στοιχεία, μεταξύ των οποίων η συνεργασία των οικείων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες του οργάνου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλείται να προβεί σε πολύπλοκες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όπως οι σχετικές με τη συνεργασία καθεμίας από τις εν λόγω επιχειρήσεις (απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 749 ανωτέρω, σκέψη 81, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1443, σκέψη 219).

842    Η μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων που μετείχαν σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης θεμελιώνεται στην εκτίμηση ότι η συνεργασία αυτή διευκολύνει την Επιτροπή στη διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, στον τερματισμό της (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 399, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑338/94, Finnboard κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1617, σκέψη 363), και ότι η συμπεριφορά της επιχειρήσεως μαρτυρεί πνεύμα ειλικρινούς συνεργασίας (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψεις 395 και 396). Λαμβανομένης υπόψη της ratio της μειώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τη λυσιτέλεια των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της (απόφαση Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 841 ανωτέρω, σκέψη 221).

843    Με την ανακοίνωση περί συνεργασίας, η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτήν κατά την έρευνα που διεξάγει για μια σύμπραξη μπορούν να απαλλάσσονται του προστίμου ή να τυγχάνουν μειώσεως του ύψους του προστίμου που θα όφειλαν να καταβάλουν.

844    Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις οφείλουν, προς τούτο, να υποβάλουν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση, με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή, και να διακόψουν την ανάμειξή τους στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά την υποβολή των αποδείξεων (παράγραφος 21 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας).

845    Η Επιτροπή αναφέρει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι τα προσκομισθέντα από τη Weichert πληροφοριακά στοιχεία δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, διότι η Επιτροπή διέθετε εξαρχής πληροφορίες σχετικά με τις επαφές με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Weichert και Dole, καθώς η Chiquita είχε αναφέρει ότι η Dole της παρουσίαζε την πιθανή εξέλιξη των τιμών για τις μπανάνες μάρκας Del Monte, τις οποίες εμπορευόταν η Weichert.

846    Μολονότι, με την επίμαχη δήλωση, η Chiquita όντως ανέφερε ότι, κατά τις συζητήσεις τους, η Dole είχε κάνει «ορισμένες φορές» λόγο για τις τιμές της Del Monte, εντούτοις διευκρίνισε ότι η τιμή αυτή δεν είχε σημασία γι’ αυτήν, διότι τότε οι τιμές της Dole και της Del Monte ήταν ακριβώς ίδιες κάθε εβδομάδα.

847    Εκτός του ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η Chiquita σχετικά με τη συμπαιγνία μεταξύ Dole και Weichert δεν έχουν ιδιαίτερη αποδεικτική αξία, η διευκρίνιση της Chiquita δημιουργεί την εντύπωση ότι η Weichert απλώς ακολουθούσε μιμητική συμπεριφορά σε σχέση με την τιμολογιακή πολιτική της Dole.

848    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν παρέθεσε κανένα άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, όταν απεύθυνε την αίτηση παροχής πληροφοριών στη Weichert, γνώριζε ότι οι διμερείς επαφές με την Dole είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι, κατά σύμπτωση, η Επιτροπή μετέβαλε την άποψή της, αναφέροντας, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι, κατά τον χρόνο αποστολής των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, γνώριζε ήδη ότι «ενδέχεται» οι επαφές μεταξύ Dole και Weichert να είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού των επαφών.

849    Αντιθέτως, η προσφεύγουσα ορθώς επισημαίνει ότι στις 6 Ιουνίου 2006 η Επιτροπή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά για τις επαφές της Weichert με την Dole και ζήτησε από την πρώτη επιχείρηση να της γνωστοποιήσει «ποια θέματα συζητούνταν συνήθως», η δε Weichert απάντησε ότι «ενίοτε συνομιλούσε με την Dole το απόγευμα της Τετάρτης σχετικά με τις “επίσημες τιμές”». Η Επιτροπή απεύθυνε στη Weichert δεύτερη αίτηση παροχής πληροφοριών στις 15 Δεκεμβρίου 2006, με το ακόλουθο ερώτημα: «Παρακαλούμε διευκρινίστε τι εννοείτε με τη φράση “συνομιλίες με την Dole το απόγευμα της Τετάρτης σχετικά με τις “επίσημες τιμές”». Η Weichert απάντησε ως εξής: «Ενίοτε η Dole ερχόταν σε επαφή με τη Weichert το απόγευμα της Τετάρτης προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά και, σπανίως, για την ενδεχόμενη εξέλιξη των επίσημων τιμών πριν την ανακοίνωσή τους».

850    Δεν αμφισβητείται ότι, βάσει της απαντήσεως της Weichert, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη διμερών επαφών με αντικείμενο τον προκαθορισμό των τιμών μεταξύ των Weichert και Dole και εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 189, 191, 193, 196, 266 και 298 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

851    Κατά την παράγραφο 22 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η έννοια της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας αποδίδει το μέτρο κατά το οποίο τα υποβληθέντα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, ως εκ της φύσεώς τους και/ή της ακρίβειάς τους τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά.

852    Τα στοιχεία που προσκόμισε η Weichert σχετίζονται ευθέως με τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά και, ως εκ τούτου, έχουν ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο παραβάσεως, η οποία συνίσταται σε προφορικές ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων επί διμερούς βάσεως, δεδομένου, εξάλλου, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν προσκόμισαν σημειώσεις ούτε καταγραφή των επαφών αυτών. Το περιεχόμενο, το χρονοδιάγραμμα και η συχνότητα των επαφών μεταξύ Dole και Weichert προκύπτουν αποκλειστικά από τις δηλώσεις των επιχειρήσεων.

853    Επομένως, λόγω της συνεργασίας της Weichert κατά τη διοικητική διαδικασία, είναι δικαιολογημένη η μείωση του προστίμου, για τον καθορισμό του οποίου αρμόδιο είναι το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του.

854    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία εκτιμήσεώς της σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές και στην ανακοίνωση περί της συνεργασίας και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή απέκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω απόκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και έχει αιτιολογηθεί επαρκώς κατά νόμο. Ωστόσο, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια που αυτή επέβαλε στο εν λόγω περιθώριο δεν προδικάζουν την άσκηση, από τον δικαστή της Ένωσης, της πλήρους δικαιοδοσίας του (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 801 ανωτέρω, σκέψεις 226 και 227, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω).

855    Μολονότι τα προσκομισθέντα από τη Weichert παρέσχον αναμφισβήτητα τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει ευχερέστερα την ύπαρξη παραβάσεως, εντούτοις η σημασία της συνεργασίας της Weichert μετριάζεται λόγω της διαρκούς αρνήσεώς της, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι έχει υποπέσει σε παράβαση.

856    Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Weichert πρέπει να μειωθεί κατά 10 %, λόγω της συνεργασίας της κατά τη διοικητική διαδικασία.

857    Δεύτερον, όσον αφορά τη ζητούμενη μείωση του προστίμου λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, επισημαίνεται ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας δεν προβλέπει ρητώς, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν κείμενο του 1996, μείωση του προστίμου απλώς και μόνο λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Η διαπίστωση αυτή ουδόλως αποκλείει μείωση του προστίμου λόγω της περιστάσεως αυτής κατά τη συνεκτίμηση της συνεργασίας της Weichert.

858    Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 854 ανωτέρω, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια που αυτή επέβαλε στο εν λόγω περιθώριο δεν προδικάζουν την άσκηση, από τον δικαστή της Ένωσης, της πλήρους δικαιοδοσίας του.

859    Σημειωτέον ότι, για τη μείωση του προστίμου λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, η επιχείρηση πρέπει να δηλώσει ρητώς στην Επιτροπή, αφού λάβει γνώση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι δεν προτίθεται να αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 303, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑411/04 P, Salzgitter Mannesmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑959, σκέψη 71), πράγμα που δεν έχει καν αναφερθεί όσον αφορά τη Weichert.

860    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προβάλλει μόνον ότι η Weichert «ουσιαστικά» δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά, διατύπωση που από μόνη της εμφαίνει την ασάφεια των λεγομένων της. Δεν παραθέτει κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει συγκεκριμένα ότι η μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών επέτρεψε στην Επιτροπή να εντοπίσει και να τιμωρήσει ευχερέστερα την παράβαση και ότι έτσι εισέφερε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή.

861    Η προσφεύγουσα επικαλείται, ακόμη, την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005 στην υπόθεση COMP/C.38.281/B.2 — Ακατέργαστος καπνός — Ιταλία, με την οποία η Επιτροπή χορήγησε σε επιχείρηση μείωση του προστίμου κατά 50 %, δεχόμενη τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων, λόγω της πραγματικής συνεργασίας της, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, πράγμα που η προσφεύγουσα θεωρεί ότι έπρεπε να ισχύσει και για τη Weichert, η οποία παρέσχε στην Επιτροπή «πειστικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των αιτιάσεων».

862    Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων (απόφαση JCB Service κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 205). Η Επιτροπή διαθέτει στον τομέα αυτό ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες εκτιμήσεις της. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης παλαιότερες αποφάσεις της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 82, και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 123).

863    Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που ζητείται μείωση του προστίμου με το επιχείρημα ότι με άλλες αποφάσεις της η Επιτροπή χορήγησε μείωση λόγω της συνδρομής «εκτάκτων περιστάσεων». Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή έχει προβεί, στο πλαίσιο της προηγούμενης πρακτικής λήψεως των αποφάσεών της, σε μια ορισμένη μείωση λόγω συγκεκριμένης συμπεριφοράς δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να προβεί στην ίδια αναλογική μείωση και κατά την εκτίμηση παρόμοιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας. Στον τομέα του καθορισμού του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια, στο πλαίσιο της οποίας δύναται να αυξήσει ανά πάσα στιγμή το γενικό επίπεδο των προστίμων, εντός των ορίων που καθορίζει ο κανονισμός 1/2003, αν τούτο είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψεις 190 και 191).

864    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η παράβαση που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η οποία αφορά τις μυστικές συμπράξεις με στόχο τον καθορισμό των τιμών, ποσοστώσεων παραγωγής ή πώλησης, κατανομής των αγορών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών ή τον περιορισμό των εισαγωγών ή εξαγωγών. Επομένως, κακώς προσάπτει η προσφεύγουσα στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τον βαθμό συνεργασίας της Weichert ως ελαφρυντική περίσταση, εκτός του νομικού πλαισίου της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψεις 609 και 610, η οποία επιβεβαιώθηκε κατ’ αναίρεση, ως προς το ζήτημα αυτό, με την απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψεις 380 έως 382, και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 586).

865    Τέλος, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση εμφαίνει ότι οι επιχειρήσεις που αμύνονται νομίμως, αρνούμενες ότι οι διαπιστωθείσες από την Επιτροπή πρακτικές παραβαίνουν το άρθρο 81 ΕΚ, βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από τις επιχειρήσεις οι οποίες εμπλέκονται σε πρακτικές οι οποίες συνιστούν προδήλως σοβαρές παραβάσεις, επειδή στις πρώτες δεν μπορεί να χορηγηθεί μείωση ούτε κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, καθώς υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά τους είναι νόμιμη, ούτε κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών, καθώς η Επιτροπή προφανώς θεωρεί ότι η συμπεριφορά τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω ανακοινώσεως.

866    Αυτές οι γενικόλογες και ασαφείς εκτιμήσεις δεν πείθουν ότι έχει παραβιαστεί κάποια διάταξη, και ειδικότερα το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, ούτε κάποια αρχή του δικαίου, ώστε να διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και να μειωθεί το πρόστιμο. Όπως τονίζει η Επιτροπή, η μόνη σύγκριση που έχει νόημα, στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, είναι η σύγκριση μεταξύ επιχειρήσεων που συνεργάζονται οικειοθελώς και επιχειρήσεων οι οποίες αρνούνται κάθε συνεργασία και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να παραπονούνται για δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τις πρώτες.

7.     Επί των παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

867    Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέσχε στην Chiquita ασυλία χωρίς η συμπεριφορά της να πληροί τις προϋποθέσεις της ανακοινώσεως περί επιείκειας, καθώς δεν επρόκειτο για μυστική συμπεριφορά. Αναφέρει ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιτάσσει, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η εξάλειψη της ανισότητας διά της αυξήσεως του αδίκως χαμηλού ποσού του προστίμου που έχει επιβληθεί σε εμπλεκόμενο, η μόνη θεραπεία συνίσταται στη μείωση των προστίμων που έχουν επιβληθεί σε άλλον εμπλεκόμενο, προς εξισορρόπηση των πραγμάτων. Η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, περατώνοντας την έρευνα ως προς τη Fyffes, χωρίς να επιβάλει πρόστιμο, σε αντίθεση με τη μεταχείριση που επιφύλαξε στην Del Monte και στη Weichert για την ίδια συμπεριφορά.

868    Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα ως παντελώς αβάσιμη.

869    Αφενός, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στην ατεκμηρίωτη παραδοχή ότι η σύμπραξη δεν ήταν μυστική. Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή κακώς χορήγησε στην Chiquita απαλλαγή από το πρόστιμο, διά εσφαλμένης εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, υπενθυμίζεται ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14, απόφαση SCA Holding κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 160, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑10101, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 367).

870    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι η επιχείρηση που με τη συμπεριφορά της παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεων, επικαλούμενη το γεγονός ότι δεν επιβλήθηκε πρόστιμο σε έναν ή δύο άλλους επιχειρηματίες, και μάλιστα χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να έχει επιληφθεί της περιπτώσεως των εν λόγω επιχειρηματιών (απόφαση Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 197, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1996, T‑49/95, Van Megen Sports κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1799, σκέψη 56), πράγμα που δεν συνέβη με τη Fyffes, η οποία δεν συγκαταλέγεται στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, δεν της επιβλήθηκε κύρωση.

 Επί του αιτήματος της Επιτροπής για αύξηση του προστίμου

871    Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει σε απάντηση των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, σχετικά με τη συνεκτίμηση της συνεργασίας της Weichert, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αυξήσει το πρόστιμο, επανεξετάζοντας τη μείωση που χορηγήθηκε λόγω της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως είναι το ειδικό κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε στον κλάδο της μπανάνας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και το γεγονός ότι οι επαφές στο πλαίσιο συμπαιγνίας αφορούσαν τις τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το αίτημα αυτό δικαιολογείται από τις δηλώσεις της προσφεύγουσας, κατά τη διοικητική διαδικασία, σχετικά με πιθανό κατακερματισμό της προσφοράς στη συγκεκριμένη αγορά και το γεγονός ότι οι τιμές αναφοράς είχαν μεγαλύτερη σημασία απ’ όσο διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

872    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψη 61).

873    Εν προκειμένω, το υποβληθέν από την Επιτροπή αίτημα περί αυξήσεως του προστίμου δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται προς στήριξή του είναι ασαφής και δεν αναιρεί την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

874    Σημειωτέον ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, λόγω του συστήματος των ποσοστώσεων, η συνολική ποσότητα μπανανών που εισάγονταν σε όλη την Κοινότητα εντός ενός τριμήνου ήταν προκαθορισμένη, με την επιφύλαξη της ελαστικότητας των ορίων των τριμήνων, καθώς υπήρχαν ισχυροί λόγοι ώστε οι κάτοχοι των αδειών να εξασφαλίζουν τη χρησιμοποίησή τους εντός του αντίστοιχου τριμήνου (αιτιολογική σκέψη 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, συμπλήρωσε και αποσαφήνισε τη θέση αυτή, τονίζοντας, ορθώς, την ευχέρεια των εισαγωγέων όσον αφορά τις ποσότητες που διέθεταν στην αγορά κατά τη διάρκεια εκάστης εβδομάδας και την ευελιξία που συνεπαγόταν η ύπαρξη της δευτερογενούς αγοράς αδειών εισαγωγής (αιτιολογικές σκέψεις 131 και 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

875    Οι δηλώσεις της Del Monte κατά τη διοικητική διαδικασία σχετικά με την αγορά αδειών από άλλες επιχειρήσεις στην εν λόγω αγορά ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή κατά την εκτίμηση του νομικού και οικονομικού πλαισίου των προσαπτόμενων ανταλλαγών, οπότε δεν δικαιολογείται, εξ αυτού του λόγου και μόνο, περιορισμός της εκπτώσεως που χορηγήθηκε με την αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

876    Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία σχετικά με τον ρόλο των τιμών αναφοράς, τον οποίον η Επιτροπή έλαβε υπόψη της κατά την εκτίμηση της σημασίας των εν λόγω τιμών στον κλάδο της μπανάνας και την αυξανόμενη σημασία της «τιμής Aldi» μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2002.

877    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι δηλώσεις της προσφεύγουσας εμφαίνουν τη στενή σχέση μεταξύ των τιμών αναφοράς και της «τιμής Aldi», η διαπίστωση αυτή απλώς θα ενίσχυε εκείνη της σημασίας των τιμών αναφοράς στη συγκεκριμένη αγορά, χωρίς όμως να μεταβάλλεται ο βαθμός της σοβαρότητας της παραβάσεως.

878    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας περί μειώσεως του προστίμου και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

879    Στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας που αντλεί από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ορίσει το πρόστιμο που οφείλεται δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

880    Υπό τις συνθήκες αυτές κρίνεται ότι το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Weichert, ύψους 49 000 000 ευρώ, πρέπει να μειωθεί, αφενός, κατά 60 %, λόγω του ιδιαίτερου κανονιστικού πλαισίου που ισχύει στον κλάδο της μπανάνας και του ότι ο συντονισμός αφορά τις τιμές αναφοράς και, αφετέρου, κατά 20 %, επειδή η Weichert μετέσχε σε μία μόνο πτυχή της συνολικής συμπράξεως, οπότε το βασικό ποσό του προστίμου ορίζεται σε 9 800 000 ευρώ, το οποίο πρέπει να μειωθεί κατά 10 % λόγω της συνεργασίας της Weichert κατά τη διοικητική διαδικασία, με συνέπεια το τελικό ποσό του προστίμου να ανέρχεται σε 8 820 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

881    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

882    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στο δεύτερο εδάφιο, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

883    Επειδή η προσφυγή έγινε μερικώς μόνο δεκτή, το Γενικό Δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση των περιστάσεων της υποθέσεως, αποφασίζει ότι η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων. Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδά της, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρεμβάσεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το πρόστιμο που επιβλήθηκε με το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως C(2008) 5955 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/39188 − Μπανάνες), ορίζεται σε 8,82 εκατομμύρια ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Fresh Del Monte Produce, Inc. φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

4)      Η Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert GmbH & Co. KG φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Truchot

Martins Ribeiro

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.  Επί του λόγου ακυρώσεως σχετικά με παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ

Επί του καταλογισμού της παραβάσεως στην Del Monte

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του κριτηρίου βάσει του οποίου καταλογίστηκε ευθύνη με την προσβαλλόμενη απόφαση

Επί του αν οι Del Monte και Weichert συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα

–  Επί της εταιρικής συμβάσεως

–  Επί των κεφαλαιουχικών δεσμών μεταξύ της Del Monte και της Weichert

–  Επί της συμβάσεως διανομής

–  Επί των στοιχείων που γνωστοποιούνταν στην Del Monte

–  Επί των συζητήσεων σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική και τον εφοδιασμό της Weichert

–  Επί των επικουρικών αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η προσφεύγουσα

–  Επί του παραδεκτού του παραρτήματος C.1 του υπομνήματος απαντήσεως

Επί του σφάλματος στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού

Επί της έννοιας της εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού

Επί του περιεχομένου των επίμαχων επαφών

Επί των μετεχόντων στις επαφές και επί του βαθμού δημοσιοποιήσεως των επαφών αυτών

Επί του χρονοδιαγράμματος και της συχνότητας των επαφών

Επί του νομικού και οικονομικού πλαισίου

–  Επί του κανονιστικού πλαισίου και της προσφοράς στην αγορά

–  Επί της ιδιαίτερης φύσεως του συγκεκριμένου προϊόντος

–  Επί της δομής της αγοράς

–  Επί του ειδικού ρόλου της Weichert

Επί της σημασίας των τιμών αναφοράς

Επί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς της Weichert στην αγορά

Επί της ενιαίας παραβάσεως

Επί των προσαπτόμενων εκδηλώσεων της συμπεριφοράς

Επί του υποκειμενικού στοιχείου

2.  Επί του λόγου ακυρώσεως σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επί της παραλείψεως γνωστοποιήσεως αποδεικτικών στοιχείων

Επί της απώλειας του δικαιώματος

Επί της μη γνωστοποιήσεως επιβαρυντικών αποδεικτικών στοιχείων

Επί της μη γνωστοποιήσεως απαλλακτικών στοιχείων

Επί της αιτιάσεως περί διαστάσεως μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί της επιχειρηματολογίας της παρεμβαίνουσας

Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

1.  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

2.  Η προσβαλλόμενη απόφαση

3.  Επί της σοβαρότητας της παραβάσεως

4.  Επί του επιπρόσθετου ποσού

5.  Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

6.  Επί της συνεργασίας

7.  Επί των παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επί του αιτήματος της Επιτροπής για αύξηση του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1—      Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.