Language of document : ECLI:EU:T:2005:339

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-134/03 και T-135/03

Common Market Fertilizers SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Διαγραφή εισαγωγικών δασμών — Άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 3319/94 — Απευθείας τιμολόγηση στον εισαγωγέα — Έννοια της κατά το άρθρο 907 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 “ομάδας εμπειρογνωμόνων” — Δικαιώματα άμυνας — “Πρόδηλη αμέλεια” κατά το άρθρο 239 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Ένσταση προβληθείσα στο στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 44 § 1 και 48 § 2)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη — Λόγος δημοσίας τάξεως — Αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη η οποία απετέλεσε τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως — Λόγος που δεν είναι δημοσίας τάξεως

(Άρθρο 230 ΕΚ)

3.      Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών — Διάκριση μεταξύ «επιτροπής εμπειρογνωμόνων» κατά την έννοια του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93 και «κανονιστικής επιτροπής» κατά την έννοια του άρθρου 5 της αποφάσεως 1999/468

(Άρθρα 7 ΕΚ και 249 ΕΚ· κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 907, εδ. 1· απόφαση 1999/468 του Συμβουλίου)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Παραβίαση ουσιωδών τύπων — Παραβίαση, εκ μέρους οργάνου, του εσωτερικού του κανονισμού — Λόγος προβληθείς από φυσικό ή νομικό πρόσωπο — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 230 ΕΚ)

5.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Γλωσσικό καθεστώς — Αποστολή από την Επιτροπή σε κράτος μέλος εγγράφου συντεταγμένου σε γλώσσα διαφορετική από την επίσημη γλώσσα του — Δεν επιτρέπεται — Έγγραφο απευθυνόμενο στους εκπροσώπους των κρατών μελών συγκροτούντων ομάδα εμπειρογνωμόνων η οποία πρέπει να γνωμοδοτήσει επί αιτήματος ιδιώτη — Αιτών ο οποίος δεν μπορεί να προβάλει ενδεχόμενη παραβίαση του γλωσσικού καθεστώτος

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

6.      Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών — Εξουσία της Επιτροπής να λαμβάνει απόφαση — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Δικαίωμα του οικείου επιχειρηματία να διατυπώσει την άποψή του — Έκταση — Δικαίωμα ακροάσεως — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 239· κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 906α)

7.      Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών — Περιστάσεις που δεν στοιχειοθετούν «δόλο ή πρόδηλη αμέλεια» του ενδιαφερομένου — Έννοια της πρόδηλης αμέλειας — Συσταλτική ερμηνεία — Κριτήρια

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 220 και 239 § 1)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών dumping — Διαδικασία επανεξετάσεως — Αντικείμενο

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 8)

9.      Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών — Ύπαρξη ειδικής καταστάσεως — Περιστάσεις που δεν συνιστούν «δόλο ή πρόδηλη αμέλεια» του ενδιαφερομένου — Σωρευτικές προϋποθέσεις

(Κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 905)

10.    Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Έκταση — Αποφάσεις περί απορρίψεως αιτήσεων επιστροφής ή διαγραφής εισαγωγικών δασμών

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 239)

1.      Εκτός αν στηρίζεται σε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που προέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι απαράδεκτη στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, καθόσον το πλαίσιο της διαφοράς καθορίζεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης.

(βλ. σκέψη 51)

2.      Καίτοι το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την αναρμοδιότητα της εκδούσας την προσβαλλόμενη πράξη αρχής, εντούτοις, δεν οφείλει να εξετάζει αν το όργανο το οποίο θέσπισε την διάταξη που απετέλεσε τη νομική βάση της επίμαχης αποφάσεως υπερέβη τις αρμοδιότητές του.

(βλ. σκέψη 52)

3.      Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων, η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, συνέρχεται «στο πλαίσιο της επιτροπής [του τελωνειακού κώδικα]» δεν συνιστά κανονιστική επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 5 της αποφάσεως 1999/468, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή.

Πράγματι, από την έβδομη αιτιολογική σκέψη και από το άρθρο 5 της αποφάσεως αυτής, προκύπτει ότι η διαδικασία αυτή ακολουθείται όταν πρόκειται «για μέτρα γενικής εμβέλειας που έχουν ως στόχο την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των βασικών πράξεων».

Το να θεωρηθεί ότι η κανονιστική επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 5 της ανωτέρω αποφάσεως, έχει την αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί επί προτάσεων εκδόσεως ατομικής αποφάσεως περί επιστροφής ή διαγραφής δασμών, θα ισοδυναμούσε με πλήρη εξομοίωση των εννοιών της αποφάσεως και της πράξεως γενικής ισχύος οι οποίες, εντούτοις, είναι ριζικώς διαφορετικές δυνάμει του άρθρου 249 ΕΚ και, κατά συνέπεια, με παράβαση της διατάξεως αυτής, όπως και του άρθρου 7 ΕΚ και της αποφάσεως 1999/468.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93. Η έκφραση «στο πλαίσιο της επιτροπής» αποδίδει το γεγονός ότι η κατά το άρθρο 907 επιτροπή εμπειρογνωμόνων συνιστά μια λειτουργικώς διακριτή οντότητα σε σχέση με την επιτροπή του τελωνειακού κώδικα. Αν ο νομοθέτης, είχε την πρόθεση να προβλέψει ότι απαιτείται προηγούμενη γνωμοδότηση της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα επί ατομικών υποθέσεων που αφορούν διαγραφή ή επιστροφή δασμών, θα είχε χρησιμοποιήσει την έκφραση «κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής».

(βλ. σκέψεις 55, 57-59)

4.      Ο εσωτερικός κανονισμός της επιτροπής τελωνειακού κώδικα αποσκοπεί στη διασφάλιση της εσωτερικής λειτουργίας αυτής της επιτροπής τηρουμένων απολύτως των προνομίων των μελών της. Συνεπώς, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλούνται ενδεχόμενη παράβαση αυτού του κανόνα, ο οποίος δεν αποβλέπει στην προστασία ιδιωτών.

(βλ. σκέψη 79)

5.      Σκοπός του άρθρου 3 του κανονισμού 1 είναι να διασφαλιστεί ότι τα έγγραφα που αποστέλλονται από τα κοινοτικά όργανα σε κράτος μέλος ή σε πρόσωπα εμπίπτοντα στη δικαιοδοσία κράτους μέλους είναι συντεταγμένα στη γλώσσα αυτού του κράτους. Στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή απευθύνει έγγραφα σε ομάδα εμπειρογνωμόνων, συγκείμενη από εκπροσώπους των κρατών μελών και επιφορτισμένη να γνωμοδοτήσει επί του βασίμου αιτήσεως ενός ιδιώτη, ο ιδιώτης αυτός, ως μη αποδέκτης των εν λόγω εγγράφων, δεν μπορεί να προβάλει παράβαση του ανωτέρω άρθρου 3.

(βλ. σκέψη 86)

6.      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να παρέχεται σε κάθε πρόσωπο, έναντι του οποίου μπορεί να ληφθεί βλαπτική απόφαση, η δυνατότητα να γνωστοποιήσει αποτελεσματικώς την άποψή του, τουλάχιστον, όσον αφορά τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή προκειμένου να στηρίξει την απόφασή της.

Στην περίπτωση αποφάσεων περί επιστροφής ή διαγραφής εισαγωγικών δασμών, τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 239 του κανονισμού 2913/92 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του αιτούντος τη διαγραφή διασφαλίζεται με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 906 α) του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92.

Όσον αφορά το δικαίωμα του αιτούντος τη διαγραφή να διατυπώσει την άποψή του στο πλαίσιο ακροάσεως, ούτε η ειδική διάταξη που αφορά τη συγκεκριμένη διαδικασία, ούτε η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν του παρέχουν δικαίωμα τέτοιας ακροάσεως.

Επιπροσθέτως, η ειδική φύση της αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα δεν καθιστά, με κανένα τρόπο, απαραίτητη την παροχή στον αιτούντα τη διαγραφή της δυνατότητας προφορικής διατυπώσεως των παρατηρήσεών του πέραν της γραπτής εκθέσεως των επιχειρημάτων του.

(βλ. σκέψεις 105-106, 108-109)

7.      Προκειμένου να εκτιμηθεί αν συντρέχει προφανής αμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 239 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρέπει ιδίως να λαμβάνεται υπόψη η περιπλοκότητα των διατάξεων των οποίων η μη εκτέλεση προκάλεσε τη γένεση της τελωνειακής οφειλής, καθώς και η επαγγελματική πείρα και η επιμέλεια του επιχειρηματία.

Προς τούτο, η Επιτροπή έχει εξουσία εκτιμήσεως όταν εκδίδει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού. Επίσης, η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών δασμών, που παρέχεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε ειδικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, συνιστά εξαίρεση από το κανονικό σύστημα εισαγωγών και εξαγωγών και, κατά συνέπεια, οι προβλέπουσες μια τέτοια επιστροφή διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Ειδικότερα, εφόσον η έλλειψη πρόδηλης αμέλειας αποτελεί προϋπόθεση sine qua non, προκειμένου να ζητηθεί η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών δασμών, έπεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο αριθμός των περιπτώσεων επιστροφής ή διαγραφής να παραμένει περιορισμένος.

Όσον αφορά ενδεχόμενο σφάλμα που προκάλεσε την γένεση της τελωνειακής οφειλής, ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να απαλλαγεί της ευθύνης του επικαλούμενος σφάλμα υπαρκτό ή όχι των εκτελωνιστών του. Εν πάση περιπτώσει, δεν επιτρέπεται να επιβαρυνθεί ο κοινοτικός προϋπολογισμός από τις συνέπειες ενός τέτοιου σφάλματος.

Όσον αφορά, την επαγγελματική πείρα του επιχειρηματία, πρέπει να εξετάζεται αν πρόκειται ή όχι για επιχειρηματία η επαγγελματική δραστηριότητα του οποίου συνίσταται, ουσιαστικώς, στην πραγματοποίηση εισαγωγών και εξαγωγών και αν έχει αποκτήσει ήδη κάποια πείρα στον τομέα αυτόν.

Όσον αφορά, την επιμέλεια του επιχειρηματία, εναπόκειται σ’ αυτόν, αν έχει αμφιβολίες ως προς την ακριβή εφαρμογή των διατάξεων από τη μη εκτέλεση των οποίων μπορεί να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή, να ενημερωθεί και να αναζητήσει κάθε δυνατή διευκρίνιση ώστε να μην παραβεί τις σχετικές διατάξεις.

(βλ. σκέψεις 135-137, 139-142)

8.      H διαδικασία επανεξέτασης που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 8, του βασικού δασμού antidumping 384/96 εφαρμόζεται αν μεταβληθούν τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίστηκαν οι αξίες που περιέχονται στον κανονισμό που επέβαλε τους δασμούς antidumping. Αποσκοπεί, επομένως, στην προσαρμογή των επιβληθέντων δασμών σε περίπτωση που αλλάξουν τα στοιχεία στα οποία αυτοί βασίστηκαν και προϋποθέτει, τη μεταβολή των στοιχείων αυτών.

(βλ. σκέψη 145)

9.      Από το γράμμα του άρθρου 905 του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, προκύπτει ότι η επιστροφή εισαγωγικών δασμών εξαρτάται από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή, πρώτον, την ύπαρξη ειδικής καταστάσεως και, δεύτερον, την έλλειψη δόλου ή προφανούς αμέλειας εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Κατά συνέπεια, αρκεί να μην πληρούται μία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις για να μη γίνει δεκτή αίτηση επιστροφής δασμών.

(βλ. σκέψη 148)

10.    Από την κατά το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, ο δε κοινοτικός δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Εντούτοις, δεν απαιτείται όπως η αιτιολογία διασαφηνίζει όλα τα συναφή πραγματικά και νομικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται όχι μόνον βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και των συμφραζομένων, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Όσον αφορά τις αποφάσεις περί απορρίψεως των αιτήσεων διαγραφής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 239 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή συνίσταται στην επεξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

(βλ. σκέψεις 156-157)