Language of document : ECLI:EU:T:2014:186

Υπόθεση T‑319/11

ABN Amro Group NV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Χρηματοπιστωτικός τομέας — Ενίσχυση προς άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους — Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ — Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίνεται συμβατή με την εσωτερική αγορά — Όροι για την έγκριση της ενισχύσεως — Απαγόρευση εξαγορών — Συμβατό με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής για τις ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως — Αναλογικότητα — Ίση μεταχείριση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαίωμα της ιδιοκτησίας»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 8ης Απριλίου 2014

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δυνατότητα θεσπίσεως κατευθυντηρίων γραμμών — Υποχρεωτικά αποτελέσματα — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2008/C 270/02, 2009/C 10/03, 2009/C 72/01 και 2009/C 195/04)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά — Ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως — Περιορισμός του ποσού της ενισχύσεως στο απολύτως ελάχιστο αναγκαίο — Απαγόρευση εξαγορών επιχειρήσεων — Περιεχόμενο και διάρκεια

(Άρθρο 107 § 3 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2009/C 195/04 της Επιτροπής)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά — Ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως — Εξουσία ανακλήσεως ή τροποποιήσεως αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 7· ανακοίνωση 2009/C 195/04 της Επιτροπής)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως — Απαγόρευση εξαγορών επιχειρήσεων — Αρχή της αναλογικότητας — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2008/C 270/02, 2009/C 10/03, 2009/C 72/01 και 2009/C 195/04)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά — Εξέταση των μέτρων αναδιαρθρώσεως που προγραμματίζει επιχείρηση λαμβάνουσα ενίσχυση — Σύγκριση με τα μέτρα που έλαβαν άλλες επιχειρήσεις του ίδιου τομέα — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2009/C 195/04 της Επιτροπής)

6.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Γενικές αρχές του δικαίου — Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως — Επιμελής και αμερόληπτη εξέταση των φακέλων — Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ)

7.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με το συμβατό ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά — Συνοπτική αιτιολογία — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2008/C 270/02, 2009/C 10/03, 2009/C 72/01 και 2009/C 195/04)

8.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση που εντάσσεται σε πλαίσιο γνωστό στον ενδιαφερόμενο το οποίο καθιστά δυνατή την κατανόηση του περιεχομένου του μέτρου που λήφθηκε ως προς αυτόν — Επιτρεπτό συνοπτικής αιτιολογίας

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

9.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Καθεστώτα ιδιοκτησίας — Αρχή της ουδετερότητας — Εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης — Σχέση με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 345 ΣΛΕΕ)

1.      Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ της οποίας η άσκηση συνεπάγεται πολύπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός του πλαισίου της Ένωσης. Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, προς άσκηση της εξουσίας αυτής, ενδεικτικούς κανόνες μέσω πράξεων, όπως οι ανακοινώσεις, εφόσον οι κανόνες αυτοί δεν παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της Συνθήκης. Συναφώς, η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς για την εφαρμογή μέτρων κρατικών ενισχύσεων και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει στο εξής στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα ελεγχθεί για ενδεχόμενη παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Έτσι, στον συγκεκριμένο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει, στο μέτρο που δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης και τυγχάνουν αποδοχής από τα κράτη μέλη. Στον δικαστή της Ένωσης απόκειται να ελέγξει αν η Επιτροπή τήρησε τους κανόνες τους οποίους η ίδια θέσπισε.

(βλ. σκέψεις 27-29)

2.      Η Επιτροπή δεν παραβαίνει την ανακοίνωση για τις αναδιαρθρώσεις όταν κρίνει ότι η αρχή του περιορισμού ενισχύσεως, η οποία χορηγείται σε επιχείρηση του τραπεζικού τομέα για την άρση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία κράτους μέλους, στο ελάχιστο αναγκαίο της επιτρέπει την επιβολή απαγορεύσεως εξαγορών συμμετοχών άνω του 5 %, που επιβάλλεται για μέγιστο χρονικό διάστημα πέντε ετών, υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις.

Πρώτον, η απαγόρευση εξαγορών δεν αφορά μόνο συμμετοχές σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η ενισχυόμενη επιχείρηση, αλλά δυνητικά μπορεί να αφορά κάθε εξαγορά, δεδομένου ότι σκοπός είναι τα κεφάλαια της ενισχυόμενης τράπεζας να χρησιμοποιούνται για την επιστροφή του ποσού της ενισχύσεως πριν αυτή προβεί σε εξαγορές. Ειδικότερα, οι εξαγορές πρέπει να έχουν ως σκοπό τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της ενισχυόμενης οντότητας. Ως εκ τούτου, κάθε εξαγορά που δεν συνδέεται με τη διαδικασία της αναδιαρθρώσεως ενδέχεται, αυτή καθ’ εαυτήν, να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό. Αυτό ισχύει για χρηματοδοτούμενες με κρατική ενίσχυση εξαγορές οι οποίες δεν είναι απολύτως αναγκαίες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της δικαιούχου εταιρίας και οι οποίες παραβιάζουν συνεπώς την αρχή του περιορισμού της ενισχύσεως στο απολύτως ελάχιστο.

Δεύτερον, η απαγόρευση αγοράς μετοχών σε άλλες εταιρείες ή νέων επενδύσεων δεν περιορίζεται σε συμμετοχές που εξασφαλίζουν τον έλεγχο.

Τέλος όσον αφορά τη διάρκεια της απαγορεύσεως, μολονότι η ανακοίνωση για τις αναδιαρθρώσεις δεν ορίζει συγκεκριμένη διάρκεια για τις απαγορεύσεις εξαγορών που επιβάλλονται με σκοπό τον περιορισμό της ενισχύσεως στο ελάχιστο αναγκαίο, εφόσον στην παράγραφο 23 της ανακοινώσεως για τις αναδιαρθρώσεις γίνεται λόγος για την αναδιάρθρωση του δικαιούχου, εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι τέτοιο μέτρο μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο για όσο χρόνο υφίσταται το πλαίσιο αυτό.

(βλ. σκέψεις 40, 42-46, 54, 63, 169, 177)

3.      Η εξουσία της Επιτροπής να εγκρίνει εξαγορές, μετά από την έκδοση αποφάσεως για την έγκριση ενισχύσεως προς επιχείρηση του τραπεζικού τομέα για την άρση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία κράτους μέλους, η οποία προβλέπει απαγόρευση εξαγορών, απορρέει από τις γενικές της εξουσίες ως διοικητικής αρχής, η οποία εφόσον εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρμόδια να την ανακαλέσει ή να την τροποποιήσει. Η έλλειψη ειδικής μνείας της δυνατότητας αυτής στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί παράβαση της ανακοινώσεως για τις αναδιαρθρώσεις.

(βλ. σκέψη 66)

4.      Η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, αποτελεί κριτήριο νομιμότητας για κάθε πράξη των οργάνων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή ως αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού.

Δεν είναι δυνατό να εκτιμάται η νομιμότητα απαγορεύσεως εξαγορών, η οποία επιβάλλεται σε επιχείρηση του τραπεζικού τομέα ως όρος για τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως για την άρση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία κράτους μέλους, εάν το μέτρο αυτό απομονωθεί από το πλαίσιό του, αλλά πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτιμάται στο πλαίσιο των σχεδίων αναδιαρθρώσεως που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος.

Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του ελέγχου συμβατότητας κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, ιδίως, ως προς το κατά πόσον ορισμένος συνδυασμός μέτρων καθιστά δυνατό να κριθεί ορισμένη ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, οπότε ο συναφής έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο είναι κατ’ ανάγκην περιορισμένος.

(βλ. σκέψεις 75, 80, 81)

5.      Προκειμένου να εκτιμηθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην περίπτωση αποφάσεων που εγκρίνουν κρατικές ενισχύσεις στον τραπεζικό τομέα επί τη βάσει σχεδίου αναδιαρθρώσεως και υπόκεινται σε ποικίλους όρους, μολονότι δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί η δυνατότητα in abstracto συγκρίσεως συγκεκριμένων μέτρων αναδιαρθρώσεως και όρων που προβλέπονται σε διαφορετικές αποφάσεις, εντούτοις η αναδιάρθρωση μιας επιχειρήσεως και οι όροι υπό τους οποίους τίθεται η χορηγηθείσα ενίσχυση πρέπει να επικεντρώνονται στα εγγενή της προβλήματα, ενώ οι εμπειρίες άλλων επιχειρήσεων, σε διαφορετικά οικονομικά και πολιτικά πλαίσια και σε άλλες περιόδους, μπορεί να μην ασκούν επιρροή. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν το Γενικό Δικαστήριο κληθεί να εξετάσει κατά πόσον είναι παρόμοιες με την κατάσταση της προσφεύγουσας καταστάσεις για τις οποίες επρόκειτο σε άλλες αποφάσεις της Επιτροπής, η προσφεύγουσα φέρει το βάρος αποδείξεως ότι οι καταστάσεις αυτές είναι παρόμοιες.

(βλ. σκέψεις 113, 114, 184, 185)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 128, 213, 214)

7.      Όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, αιτιολογία σχετικά συνοπτική και συνιστάμενη, κατά μεγάλο μέρος, σε υπόμνηση των αρχών της ανακοινώσεως για τις αναδιαρθρώσεις επιτρέπεται εφόσον από αυτή προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο το σκεπτικό της Επιτροπής, ιδίως επειδή αυτή εφάρμοσε αρχή η οποία προβλέπεται στην εν λόγω ανακοίνωση. Επιπλέον, η μη εξέταση των εναλλακτικών μέτρων που πρότεινε η προσφεύγουσα δικαιολογείται εφόσον από την παρατιθέμενη αιτιολογία προκύπτει ότι ήταν αναγκαία αυστηρή εφαρμογή των μνημονευόμενων αρχών, όπως η αρχή του περιορισμού της ενισχύσεως στο απολύτως ελάχιστο, πράγμα που απέκλειε τις ηπιότερες εναλλακτικές λύσεις.

Εξάλλου, μολονότι με την έκδοση των ανακοινώσεων της Επιτροπής για τις ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως διατυπώθηκε νέα πολιτική, η Επιτροπή εντούτοις δεν υπέχει αυξημένη υποχρέωση αιτιολογήσεως.

Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η έκταση της αιτιολογίας άλλης αποφάσεως έχει ελάχιστη σημασία προκειμένου να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον.

(βλ. σκέψεις 135, 136, 139, 141)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 138)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 147, 148, 153)