Language of document : ECLI:EU:C:2019:386

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 1370/2007 – Άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 – Απευθείας ανάθεση – Συμβάσεις παροχής δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών με λεωφορείο και τραμ – Προϋποθέσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 12 – Οδηγία 2014/25/ΕΕ – Άρθρο 28»

Στην υπόθεση C‑253/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ, Γερμανία) με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Stadt Euskirchen

κατά

Rhenus Veniro GmbH & Co. KG,

παρισταμένων των:

SVE Stadtverkehr Euskirchen GmbH,

RVK Regionalverkehr Köln GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász (εισηγητή) και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Stadt Euskirchen, εκπροσωπούμενη από τους S. Schaefer και J. Manka, Rechtsanwälte,

–        η Rhenus Veniro GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τον C. Antweiler, Rechtsanwalt,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Mölls και P. Ondrůšek καθώς και από την J. Hottiaux,

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ 2007, L 315, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Stadt Euskirchen (πόλης του Euskirchen, Γερμανία) και της Rhenus Veniro GmbH & Co. KG (στο εξής: Rhenus Veniro) σχετικά με σχεδιαζόμενη απευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών με λεωφορείο και άλλα οχήματα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 1370/2007

3        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1370/2007, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)      “δημόσιες επιβατικές μεταφορές”: οι υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών γενικού οικονομικού συμφέροντος που προσφέρονται στο κοινό χωρίς διακρίσεις και σε συνεχή βάση·

β)      “αρμόδια αρχή”: κάθε δημόσια αρχή ή ομάδα δημοσίων αρχών κράτους μέλους ή κρατών μελών, η οποία έχει την εξουσία να επεμβαίνει στις δημόσιες επιβατικές μεταφορές σε δεδομένη γεωγραφική περιοχή, ή κάθε άλλο όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί τέτοια αρμοδιότητα·

[…]

η)      “απευθείας ανάθεση”: ανάθεση σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένο φορέα δημόσιας υπηρεσίας χωρίς να προηγηθεί διαδικασία διαγωνισμού·

[…]

ι)      “εγχώριος φορέας”: νομικώς ανεξάρτητη οντότητα, επί της οποίας η αρμόδια τοπική αρχή, ή τουλάχιστον μία αρμόδια τοπική αρχή στην περίπτωση ομάδας αρχών, ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των υπηρεσιακών μονάδων της·

[…]».

4        Το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Οι συγγραφές υποχρεώσεων και οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ορίζουν, με τρόπο διαφανή, αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να εξετασθεί η περίπτωση να συναφθεί υπεργολαβία. Σε περίπτωση υπεργολαβίας, ο φορέας που έχει αναλάβει τη διαχείριση και τη λειτουργία των δημοσίων επιβατικών μεταφορών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, είναι υποχρεωμένος να παράσχει ο ίδιος μεγάλο μέρος των δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. […]»

5        Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας», προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ανατίθενται σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, οι συμβάσεις υπηρεσιών ή οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, όπως ορίζονται με την οδηγία 2004/17/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1),] ή την οδηγία 2004/18/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114)], για την παροχή δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών με το λεωφορείο ή το τραμ, ανατίθενται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες, εφόσον οι συμβάσεις αυτές δεν λαμβάνουν μορφή συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών κατά τα οριζόμενα στις οδηγίες αυτές. Όταν οι συμβάσεις ανατίθενται σύμφωνα με τις οδηγίες [2004/17] ή [2004/18], οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται.

2.      Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, κάθε αρμόδια τοπική αρχή, είτε είναι μεμονωμένη αρχή είτε ομάδα αρχών που παρέχουν ολοκληρωμένες δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών, μπορεί να αποφασίζει να παρέχει η ίδια δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών ή να αναθέτει συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας απευθείας σε νομικώς ανεξάρτητη οντότητα, επί της οποίας η αρμόδια τοπική αρχή, ή τουλάχιστον μία αρμόδια τοπική αρχή στην περίπτωση ομάδας αρχών, ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των υπηρεσιακών μονάδων της. Οσάκις αρμόδια τοπική αρχή λαμβάνει τέτοια απόφαση, εφαρμόζονται τα εξής:

[…]

β)      η προϋπόθεση για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου είναι ότι ο εγχώριος φορέας και κάθε οντότητα στην οποία ο φορέας αυτός έχει κάποια επιρροή, έστω και ελάχιστη, ασκούν τις δραστηριότητές τους στο πεδίο των δημοσίων επιβατικών μεταφορών εντός του εδάφους της αρμόδιας τοπικής αρχής, παρά την ύπαρξη τυχόν εξωτερικών γραμμών ή άλλων βοηθητικών στοιχείων της δραστηριότητας αυτής που εισέρχονται στο έδαφος γειτονικών αρμόδιων τοπικών αρχών, και δεν μετέχουν σε διαγωνισμούς που αφορούν την παροχή δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και διοργανώνονται εκτός του εδάφους της αρμόδιας τοπικής αρχής·

[…]

ε)      εάν εξετάζεται η περίπτωση να συναφθεί υπεργολαβία σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 7, ο εγχώριος φορέας είναι υποχρεωμένος να παράσχει ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών.

3.      Κάθε αρμόδια αρχή που προσφεύγει σε τρίτον, άλλον από τον εγχώριο φορέα, αναθέτει τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας βάσει διαδικασίας διαγωνισμού, […]

[…]».

6        Το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Δημοσίευση», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Κάθε αρμόδια αρχή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ούτως ώστε, το αργότερο ένα έτος πριν από την έναρξη της διαδικασίας πρόκλησης υποβολής προσφορών ή ένα έτος πριν από την απευθείας ανάθεση σύμβασης, να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:

α)      η ονομασία και η διεύθυνση της αρμόδιας αρχής·

β)      το προβλεπόμενο είδος ανάθεσης·

γ)      οι υπηρεσίες και οι περιοχές που μπορεί να καλύπτει η ανάθεση.

[…]»

 Η οδηγία 2014/23/ΕΕ

7        Η οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1), τέθηκε σε ισχύ στις 17 Απριλίου 2014 και τα κράτη μέλη έπρεπε να μεταφέρουν τις διατάξεις της στο εθνικό τους δίκαιο πριν από τις 18 Απριλίου 2016.

8        Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      ως “συμβάσεις παραχώρησης” νοούνται συμβάσεις παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών, ως ορίζονται στα στοιχεία α) και β):

α)      ως “σύμβαση παραχώρησης έργων” νοείται η σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτεται εγγράφως μέσω της οποίας μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς αναθέτουν την εκτέλεση έργων σε έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς, το δε αντάλλαγμα για αυτή συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης των έργων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης είτε στο δικαίωμα αυτό μαζί με την καταβολή πληρωμής·

β)      ως “σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών” νοείται η σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτεται εγγράφως μέσω της οποίας μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς αναθέτουν την παροχή και διαχείριση υπηρεσιών άλλων από την εκτέλεση έργων που αναφέρεται στο σημείο α) σε έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς, το δε αντάλλαγμα για αυτή συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης των υπηρεσιών οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης είτε στο δικαίωμα αυτό μαζί με καταβολή πληρωμής·

[…]».

 Η οδηγία 2014/24/ΕΕ

9        Το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65), το οποίο τιτλοφορείται «Δημόσιες συμβάσεις μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα», ορίζει τα εξής:

«1.      Μια δημόσια σύμβαση που ανατίθεται από αναθέτουσα αρχή σε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εάν πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)      η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών·

β)      περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του ελεγχομένου νομικού προσώπου διεξάγεται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που [του] έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή άλλες νομικές οντότητες που ελέγχει η εν λόγω αναθέτουσα αρχή, και

γ)      δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο εξαιρουμένων των μορφών συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς δυνατότητα ελέγχου ή δικαιώματος αρνησικυρίας που απαιτούνται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις σύμφωνες με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

Μια αναθέτουσα αρχή θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί νομικού προσώπου ανάλογο με τον έλεγχο που ασκεί στις υπηρεσίες της κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), όταν ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου. Ο έλεγχος μπορεί, επίσης, να ασκείται από άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται με τον ίδιο τρόπο από την αναθέτουσα αρχή.

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση που ένα ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο το οποίο είναι αναθέτουσα αρχή αναθέτει σύμβαση στην αναθέτουσα αρχή η οποία το ελέγχει ή σε άλλο νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο της ίδιας αναθέτουσας αρχής, εφόσον δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο νομικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η δημόσια σύμβαση εξαιρουμένων των μορφών συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς δυνατότητα ελέγχου ή δικαιώματος αρνησικυρίας που απαιτούνται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις σύμφωνες με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

3.      Μια αναθέτουσα αρχή που δεν ασκεί έλεγχο κατά την έννοια της παραγράφου 1 σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου μπορεί, εντούτοις, να αναθέσει δημόσια σύμβαση στο εν λόγω νομικό πρόσωπο χωρίς να εφαρμόσει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)      η αναθέτουσα αρχή ασκεί από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές έλεγχο επί του εν λόγω νομικού προσώπου ανάλογο εκείνου που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών·

β)      περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του εν λόγω νομικού προσώπου διεξάγεται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από τις ελέγχουσες αναθέτουσες αρχές ή άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τις ίδιες αναθέτουσες αρχές· και

γ)      δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο εξαιρουμένων των μορφών συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς δυνατότητα ελέγχου ή δικαιώματος αρνησικυρίας που απαιτούνται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις σύμφωνες με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), οι αναθέτουσες αρχές ασκούν από κοινού έλεγχο επί νομικού προσώπου, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:

i)      τα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου απαρτίζονται από αντιπροσώπους όλων των αναθετουσών αρχών που συμμετέχουν· ένας αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπεί πολλές ή όλες τις συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές·

ii)      οι εν λόγω αναθέτουσες αρχές είναι σε θέση να ασκούν από κοινού αποφασιστική επιρροή στους στρατηγικούς στόχους και τις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου· και

iii)      το ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο δεν επιδιώκει συμφέροντα αντίθετα από αυτά των αναθετουσών αρχών που το ελέγχουν.

4.      Μια σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)      η σύμβαση καθιερώνει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επιδίωξη των κοινών τους στόχων·

β)      η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος· και

γ)      οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές εκτελούν στην ανοικτή αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία·

5.      Για τον προσδιορισμό του ποσοστού των δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 και στο στοιχείο γ) της παραγράφου 4, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος συνολικός κύκλος εργασιών ή άλλο ενδεδειγμένο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος που βαρύνει το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή όσον αφορά τις υπηρεσίες, τις προμήθειες και τα έργα κατά την τριετία που προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης.

Αν, λόγω της ημερομηνίας κατά την οποία δημιουργήθηκε ή άρχισε τις δραστηριότητές του το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή, ή λόγω αναδιοργάνωσης των δραστηριοτήτων του, ο κύκλος εργασιών ή άλλο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος, δεν διατίθεται για την τελευταία τριετία ή δεν είναι πλέον κατάλληλο, αρκεί να αποδειχθεί ότι η μέτρηση της δραστηριότητας είναι αξιόπιστη, ιδίως μέσω προβολών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.»

 Η οδηγία 2014/25/ΕΕ

10      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 243), το οποίο τιτλοφορείται «Υπηρεσίες μεταφορών», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στην παροχή ή τη λειτουργία δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο, αυτόματα συστήματα, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία ή καλώδιο.

Όσον αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών, θεωρείται ότι υφίσταται δίκτυο όταν η υπηρεσία παρέχεται με όρους που ορίζονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους, όπως όροι που αφορούν τα δρομολόγια, τη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα ή τη συχνότητα παροχής της υπηρεσίας.»

11      Το άρθρο 28 της οδηγίας 2014/25, με τίτλο «Συμβάσεις μεταξύ αναθετουσών αρχών», περιέχει διατάξεις κατ’ ουσίαν παρόμοιες με εκείνες του άρθρου 12 της οδηγίας 2014/24, όπως αυτές υπομνήσθηκαν με τη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12      Η πόλη του Euskirchen αποτελεί αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1370/2007.

13      Στις 8 Δεκεμβρίου 2016, η πόλη του Euskirchen, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, δημοσίευσε στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης σχετικά με σχεδιαζόμενη απευθείας ανάθεση σύμβασης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών με λεωφορείο και άλλα οχήματα η οποία δεν λαμβάνει τη μορφή σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

14      Σύμφωνα με την ως άνω προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης, η εν λόγω σύμβαση, η οποία αφορούσε την πραγματοποίηση άνω του ενός εκατομμυρίου χιλιομέτρων ανά έτος, επρόκειτο να ανατεθεί στη SVE Stadtverkehr Euskirchen GmbH (στο εξής: SVE), εταιρία ανήκουσα εξ ολοκλήρου στην πόλη του Euskirchen, για διάρκεια 120 μηνών από την 1η Ιανουαρίου 2019.

15      Η SVE, στο μέτρο κατά το οποίο δεν διέθετε ούτε οχήματα ούτε οδηγούς για να εκτελέσει η ίδια τη δημόσια σύμβαση, γνωστοποίησε την πρόθεσή της να συνάψει σύμβαση υπεργολαβίας με τη RVK Regionalverkehr Köln GmbH (στο εξής: RVK), εταιρία παρέχουσα υπηρεσίες μεταφοράς σε ολόκληρη την περιοχή που καλύπτεται από την Zweckverband Verkehrsverbund Rhein-Sieg (ένωση φορέων συγκοινωνιών της περιφέρειας Rhein-Sieg, Γερμανία).

16      Η RVK ανήκει στις Kölner Verkehrsbetriebe AG, Kreisholding Rhein Sieg GmbH, Rhein-Erft Verkehrsgesellschaft mbH, Elektrische Bahn der Stadt Bonn und des Rhein Sieg Kreises SBB GmbH (SBB GmbH) και Stadtwerke Bonn Verkehrs GmbH, καθώς και στην Kreis Euskirchen (περιφέρεια Euskirchen, Γερμανία) και τη Rheinisch-Bergischer Kreis (περιφέρεια Rhin-Berg, Γερμανία), σε καθεμία δε εξ αυτών κατά ποσοστό 12,5 %. Τα υπόλοιπα μερίδια ανήκουν κατά ποσοστό 2,5 % στην Oberbergischer Kreis (περιφέρεια Haut-Berg, Γερμανία) και κατά 10 % στην ίδια την υπεργολάβο.

17      Το 2016, η SVE απάντησε θετικά στην πρόταση που της είχε γίνει να αποκτήσει το 2,5 % των μεριδίων της RVK από την 1η Ιανουαρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία θα άρχιζε η εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης που επρόκειτο να ανατεθεί.

18      Η Rhenus Veniro προσέβαλε τη σχεδιαζόμενη απευθείας ανάθεση ενώπιον του αρμόδιου Vergabekammer (οργάνου επίλυσης διαφορών από διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων, Γερμανία).

19      Με απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, το Vergabekammer (όργανο επίλυσης διαφορών από διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων) απαγόρευσε στην πόλη του Euskirchen να αναθέσει τη σύμβαση στη SVE.

20      Συναφώς, το Vergabekammer (όργανο επίλυσης διαφορών από διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων) επισήμανε, καταρχάς, ότι η SVE δεν πληρούσε το κριτήριο της αυτοπρόσωπης εκτέλεσης της σύμβασης μεταφοράς, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007. Περαιτέρω, ανέφερε ότι η RVK παρείχε υπηρεσίες μεταφοράς και σε άλλες περιοχές πλην της πόλης του Euskirchen, πράγμα το οποίο αντέβαινε στις εν λόγω διατάξεις. Τέλος, υπογράμμισε ότι η δραστηριότητα της RVK δεν μπορούσε να αποδοθεί στη SVE, καθώς, την 1η Ιανουαρίου 2019, η SVE θα κατείχε μόνον το 2,5 % της RVK.

21      Η SVE προσέβαλε ενώπιον του Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ, Γερμανία) την απόφαση του Vergabekammer (οργάνου επίλυσης διαφορών από διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων), υποστηρίζοντας ότι το τελευταίο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού 1370/2007, δεδομένου ότι η RVK τελούσε υπό τον κοινό έλεγχο αρμόδιων αρχών και παρείχε τις υπηρεσίες της στην περιοχή αρμοδιότητας των αρχών αυτών.

22      Το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ) επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι η έκβαση της δίκης εξαρτάται από την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες του υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων Verkehrsbetrieb Hüttebräucker και Rhenus Veniro (C‑266/17 και C‑267/17), σχετικά με το ερώτημα αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007 μπορεί να εφαρμοστεί στις δημόσιες συμβάσεις που δεν αποτελούν συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσίας.

23      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δώσει καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ) διερωτάται αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007 μπορεί να εφαρμοστεί όταν ο εγχώριος φορέας εκτελεί το μεγαλύτερο μέρος της ανατεθείσας σε αυτόν σύμβασης μέσω εταιρίας στην οποία κατέχει μόνον το 2,5 % του εταιρικού κεφαλαίου, το δε υπόλοιπο εταιρικό κεφάλαιο ανήκει, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλες αρμόδιες αρχές.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποκλείει η προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1370/2007 υποχρέωση του εγχώριου φορέα να παράσχει ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών τη δυνατότητα του εγχώριου φορέα να παράσχει το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών αυτών μέσω εταιρίας στην οποία κατέχει το 2,5 % των εταιρικών μεριδίων και της οποίας τα υπόλοιπα εταιρικά μερίδια ανήκουν, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλες αρμόδιες αρχές;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

25      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007 εφαρμόζεται στην απευθείας ανάθεση σύμβασης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών με λεωφορείο η οποία δεν λαμβάνει τη μορφή σύμβασης παραχώρησης και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η εν λόγω διάταξη επιτρέπει στον εγχώριο φορέα να παράσχει το μεγαλύτερο μέρος της υπηρεσίας αυτής μέσω εταιρίας στην οποία κατέχει μόνον το 2,5 % του εταιρικού κεφαλαίου.

26      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όσον αφορά τις συμβάσεις που κατά κανόνα εμπίπτουν στο καθ’ ύλην και ratione temporis πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17 ή της οδηγίας 2004/18, οι απευθείας αναθέσεις συμβάσεων οι οποίες αφορούν δημόσιες υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών με λεωφορείο και οι οποίες δεν λαμβάνουν τη μορφή συμβάσεων παραχώρησης κατά την έννοια των οδηγιών αυτών δεν υπόκεινται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007, αλλά στο καθεστώς των απευθείας αναθέσεων που αναπτύχθηκε βάσει των εν λόγω οδηγιών (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Verkehrsbetrieb Hüttebräucker και Rhenus Veniro, C‑266/17 και C‑267/17, EU:C:2019:241, σκέψεις 73 έως 76).

27      Όσον αφορά τις οδηγίες 2014/24 και 2014/25, οι οποίες κατήργησαν και αντικατέστησαν, αντιστοίχως, τις οδηγίες 2004/18 και 2004/17 και οι οποίες, σε αντίθεση με τις δύο τελευταίες, δεν ορίζουν πλέον την έννοια της «σύμβασης παραχώρησης», έννοια διεπόμενη εφεξής από την οδηγία 2014/23, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι δύο αυτές οδηγίες κωδικοποιούν και εξειδικεύουν, με το άρθρο 12 η πρώτη και με το άρθρο 28 η δεύτερη, τη νομολογία του Δικαστηρίου για τις απευθείας αναθέσεις, πράγμα το οποίο καθιστά σαφές ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να συνδέσει το εν λόγω καθεστώς των απευθείας αναθέσεων με τις δύο αυτές οδηγίες (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Verkehrsbetrieb Hüttebräucker και Rhenus Veniro, C‑266/17 και C‑267/17, EU:C:2019:241, σκέψεις 77 και 78).

28      Εν προκειμένω, η προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης σχετικά με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σχεδιαζόμενη απευθείας ανάθεση της σύμβασης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών με λεωφορείο και άλλα οχήματα δημοσιεύθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016, ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόζονταν ήδη οι οδηγίες 2014/24 και 2014/25, δεδομένου ότι είχε παρέλθει η προβλεπόμενη προθεσμία μεταφοράς τους στο εθνικό δίκαιο.

29      Κατόπιν των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1370/2007 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται στην απευθείας ανάθεση συμβάσεων για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορείο οι οποίες δεν λαμβάνουν τη μορφή συμβάσεων παραχώρησης, κατά την έννοια της οδηγίας 2014/23.

 Επί των δικαστικών εξόδων

30      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται στην απευθείας ανάθεση συμβάσεων για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορείο οι οποίες δεν λαμβάνουν τη μορφή συμβάσεων παραχώρησης, κατά την έννοια της οδηγίας 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.