Language of document :

Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 - Ryanair κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-442/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ryanair Ltd (Δουβλίνο, Ιρλανδία) (εκπρόσωπος: E. Vahida, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση, όπως υποχρεούται από τη Συνθήκη ΕΚ, περιλαμβανομένου, ειδικότερα του άρθρου 232 ΕΚ, επί των από 3 Νοεμβρίου και 13 Δεκεμβρίου 2005, 16 Ιουνίου και 10 Νοεμβρίου 2006 καταγγελιών της προσφεύγουσας και επί του από 2 Αυγούστου 2007 εγγράφου οχλήσεως·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει το σύνολο των εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ακόμη και αν, κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής, η Επιτροπή προβεί σε ενέργειες οι οποίες, κατά την άποψη του Πρωτοδικείου, αίρουν την ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως ή αν το Πρωτοδικείο απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη· και

να λάβει κάθε περαιτέρω, πρόσφορο κατά την κρίση του, μέτρο.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με το εισαγωγικό της δικόγραφο, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ, ισχυριζόμενη ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί των καταγγελιών που υποβλήθηκαν στις 3 Νοεμβρίου 2005, στις 13 Δεκεμβρίου 2005, στις 16 Ιουνίου 2006 και στις 10 Νοεμβρίου 2006, ακολουθούμενων από έγγραφο οχλήσεως της 2ας Αυγούστου 2007.

Ως κύριο ισχυρισμό η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διεξαγάγει και να ολοκληρώσει επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών που υπέβαλε η προσφεύγουσα, με τις οποίες ισχυρίστηκε ότι χορηγήθηκε παράνομη ενίσχυση υπό την μορφή πλεονεκτημάτων παρασχεθέντων από το Ιταλικό κράτος στις εταιρίες Alitalia, Air One και Meridiana. Εναλλακτικώς, ως επικουρικό ισχυρισμό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί των καταγγελιών της με τις οποίες ισχυρίστηκε ότι εχώρησε δυσμενής διάκριση θίγουσα τον ανταγωνισμό και, επομένως, παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της καταγγελίας της και συγκεκριμένα: i) καταβολή στην Alitalia ενισχύσεως του τύπου "αποζημίωση 9/11", ii) ευνοϊκοί όροι για τη μεταβίβαση της Alitalia Servizi στη Fintecna, iii) παράλειψη του Ιταλικού κράτους να αξιώσει την καταβολή χρεών που οφείλει η Alitalia στους ιταλικούς αερολιμένες, iv) κρατική χρηματοδότηση των ποσών που κατέβαλε η Alitalia ως αποζημιώσεις λόγω απολύσεων για οικονομικούς λόγους, v) εκπτώσεις στις δαπάνες καυσίμων, vi) εκπτώσεις στα τέλη αεροδρομίου στους ιταλικούς κεντρικούς αερολιμένες, vii) μεταβίβαση άνω των 100 μισθωτών στη Meridiana και στην Air One και viii) συνιστώντες δυσμενή διάκριση περιορισμοί στη λειτουργία της προσφεύγουσας σε περιφερειακούς αερολιμένες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο αερολιμένας του Ciampino, είναι καταλογιστέα στο Ιταλικό κράτος, συνιστούν απώλεια εσόδων για αυτό και ευνοούν ειδικώς την Alitalia, ορισμένα δε από αυτά και την Air One και τη Meridiana. Κατά την προσφεύγουσα, τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση, πληρούσα όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Εναλλακτικώς, ως επικουρικό ισχυρισμό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η παράλειψη των ιταλικών αερολιμένων να επιτύχουν την καταβολή των χρεών που οφείλει η Alitalia, οι εκπτώσεις στα τέλη αεροδρομίου στους ιταλικούς κεντρικούς αερολιμένες, οι εκπτώσεις στις δαπάνες καυσίμων και οι συνιστώντες δυσμενή διάκριση περιορισμοί στη λειτουργία της προσφεύγουσας στους περιφερειακούς αερολιμένες συνιστούν παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάποια από τα χορηγηθέντα στην Alitalia, στην Air One και στη Meridiana πλεονεκτήματα δεν μπορούσα να καταλογισθούν στο κράτος διότι οι ιταλικοί αερολιμένες και οι Ιταλοί προμηθευτές καυσίμων που χορήγησαν τα ανωτέρω πλεονεκτήματα ενήργησαν κατά τρόπο αυτόνομο, τέτοια πλεονεκτήματα ισοδυναμούν με θίγουσα τον ανταγωνισμό δυσμενή διάκριση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους και, επομένως, αντιβαίνει στο άρθρο 82 ΕΚ.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έχει έννομο συμφέρον να υποβάλει τέτοιου είδους καταγγελία τόσο ως πελάτης των υπηρεσιών των αερολιμένων και των προμηθευτών καυσίμων για αεροσκάφη όσο και ως ανταγωνίστρια της Alitalia, της Air One και της Meridiana.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή υπείχε υποχρέωση ενέργειας, σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) 659/1999 1 και (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου 2 και με τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής 3. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν ενήργησε αφού παρέλαβε τις καταγγελίες ούτε έλαβε θέση όταν παρέλαβε το έγγραφό της καταγγελίας.

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι συνέτρεξε εκ πρώτης όψεως παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι η αδράνεια που επέδειξε η Επιτροπή επί μη εύλογο χρονικό διάστημα, από 9 έως 21 μήνες, αναλόγως του αντικειμένου της καταγγελίας, αφότου παρέλαβε το έγγραφο, συνιστά παράλειψη ενέργειας υπό την έννοια του άρθρου 232 ΕΚ.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1)

2 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 1, σ. 1)

3 - Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 123, σ. 18)