Language of document : ECLI:EU:T:2020:99

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Μαρτίου 2020 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-111/14 DEP έως T-118/14 DEP,

Unitec Bio SA, με έδρα το Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-111/14,

Molinos Río de la Plata SA, με έδρα το Μπουένος Άιρες, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-112/14,

Oleaginosa Moreno Hermanos SACIFI y A, με έδρα την Bahia Blanca (Αργεντινή), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-113/14,

Vicentin SAIC, με έδρα την Avellaneda (Αργεντινή), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-114/14,

Aceitera General Deheza SA, με έδρα το General Deheza (Αργεντινή), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-115/14,

Bunge Argentina SA, με έδρα το Μπουένος Άιρες, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-116/14,

Cargill SACI, με έδρα το Μπουένος Άιρες, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-117/14,

LDC Argentina SA, με έδρα το Μπουένος Άιρες, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-118/14,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την H. Marcos Fraile,

καθού,

υποστηριζομένου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

και

το European Biodiesel Board (EBB), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),


παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων η οποία υποβλήθηκε μετά την έκδοση τεσσάρων αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, LDC Argentina κατά Συμβουλίου (T-118/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:502), Cargill κατά Συμβουλίου (T-117/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:503), Unitec Bio κατά Συμβουλίου (T-111/14, EU:T:2016:505), και Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-112/14 έως T-116/14 και T‑119/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:509),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, Z. Csehi (εισηγητή) και G. De Baere, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με οκτώ δικόγραφα τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2014 και πρωτοκολλήθηκαν, αντιστοίχως, με τους αριθμούς T-111/14, T-112/14, T‑113/14, T-114/14, T-115/14, T-116/14, T‑117/14 και T-118/14, η Unitec Bio SA, η Molinos Río de la Plata SA, η Oleaginosa Moreno Hermanos SACIFI y A, η Vicentin SAIC, η Aceitera General Deheza SA, η Bunge Argentina SA, η Cargill SACI και η LDC Argentina SA άσκησαν προσφυγές με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 315, σ. 2, στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη), κατά το μέρος που ο εν λόγω κανονισμός τους επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ.

2        Με διατάξεις του προέδρου του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου και της 22ας Σεπτεμβρίου 2014 επετράπη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο European Biodiesel Board (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Βιοντίζελ, EBB) να παρέμβουν στο πλαίσιο των ως άνω υποθέσεων υπέρ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3        Με τέσσερις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, LDC Argentina κατά Συμβουλίου (T-118/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:502), Cargill κατά Συμβουλίου (T-117/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:503), Unitec Bio κατά Συμβουλίου (T-111/14, EU:T:2016:505), και Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑112/14 έως T-116/14 και T-119/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:509), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό κατά το μέρος που αφορούσε την εκάστοτε προσφεύγουσα. Στο πλαίσιο εκάστης των υποθέσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε το Συμβούλιο να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών.

4        Με τέσσερις αιτήσεις αναιρέσεως οι οποίες ασκήθηκαν στις 24 Νοεμβρίου 2016 και πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς C‑602/16 P και C-607/16 P έως C‑609/16 P, το Συμβούλιο ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την αναίρεση των αποφάσεων της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, LDC Argentina κατά Συμβουλίου (T-118/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:502), Cargill κατά Συμβουλίου (T-117/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:503), Unitec Bio κατά Συμβουλίου (T‑111/14, EU:T:2016:505), και Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-112/14 έως T-116/14 και T-119/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:509).

5        Με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2018, το Συμβούλιο ενημέρωσε το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 148 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ότι παραιτείται από τις αιτήσεις αναιρέσεως.

6        Με διάταξη της 15ης Φεβρουαρίου 2018, Συμβούλιο κατά Unitec Bio κ.λπ. (C‑602/16 P και C-607/16 P έως C-609/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:150), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέγραψε τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑602/16 P και C-607/16 P έως C‑609/16 P από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου και καταδίκασε το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες.

7        Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 2018, οι νυν αιτούσες ζήτησαν από το Συμβούλιο να τους καταβάλει το συνολικό ποσό των 391 249 ευρώ για τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου οκτώ διαδικασίες οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 1, αφενός, και για τις ενώπιον του Δικαστηρίου τέσσερις διαδικασίες οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 4, αφετέρου.

8        Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2018, το Συμβούλιο εξέφρασε τη διαφωνία του ως προς το ύψος του ποσού των δικαστικών εξόδων το οποίο ζήτησαν οι αιτούσες και αντιπρότεινε συνολικό ποσό ύψους 45 300 ευρώ για τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου σχετικές διαδικασίες. Η πρόταση του Συμβουλίου αντιστοιχούσε σε εργασία 200 ωρών με ωριαία αμοιβή ύψους 225 ευρώ. Με έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 2018, οι αιτούσες απέρριψαν την προσφορά αυτή, αλλά μείωσαν το συνολικώς ζητούμενο ποσό στα 388 887 ευρώ λόγω εσφαλμένου υπολογισμού.

9        Με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2019, το Συμβούλιο απέρριψε το νέο αυτό αίτημα και αντιπρότεινε συνολικό ποσό ύψους 54 100 ευρώ για τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου σχετικές διαδικασίες.  

10      Με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2019, οι αιτούσες μείωσαν εκ νέου το ζητούμενο ποσό στα 85 150 ευρώ για τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου σχετικές διαδικασίες, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε εργασία 265 ωρών με ωριαία αμοιβή ύψους 320 ευρώ και σε διοικητικά έξοδα ύψους 350 ευρώ. Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2019, το Συμβούλιο απέρριψε το νέο αυτό αίτημα και ενέμεινε στην προσφορά του για καταβολή συνολικού ποσού ύψους 54 100 ευρώ.  

11      Δεδομένου ότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορούσαν να αναζητηθούν, οι αιτούσες υπέβαλαν, με δικόγραφο το οποίο κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 2019 και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων με την οποία ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να καθορίσει το ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο οι αιτούσες μπορούν να αναζητήσουν από το Συμβούλιο σε σχέση με τις υποθέσεις T-111/14, T‑112/14 έως T‑116/14, T-117/14 και T-118/14 σε 185 811,50 ευρώ·

–        να καθορίσει το ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο οι αιτούσες μπορούν να αναζητήσουν από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της προκειμένης διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων σε 1 539 ευρώ·

–        να επιδικάσει επί του ποσού αυτού τόκους υπερημερίας από της επιδόσεως της εκδοθησομένης διατάξεως.

12      Με τις παρατηρήσεις τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουλίου 2019, το Συμβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την υπό κρίση αίτηση·

–        να καθορίσει το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητηθεί σε 43 150 ευρώ.

13      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

 Σκεπτικό

14      Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου, αφού παράσχει στον διάδικο τον οποίον αφορά η αίτηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

15      Κατά το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων. Από τη διάταξη αυτή απορρέει ότι τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα περιορίζονται, αφενός, στα ποσά που δαπανήθηκαν στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, και, αφετέρου, στα ποσά που ήσαν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (βλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Βάσει των στοιχείων αυτών πρέπει να καθορισθεί το ποσό των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν εν προκειμένω.

 Επί του ποσού της δικηγορικής αμοιβής που μπορεί να αναζητηθεί

17      Κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να καθορίζει τις αμοιβές που οι διάδικοι οφείλουν στους δικηγόρους τους, αλλά έχει εξουσία να προσδιορίζει το ποσό μέχρι το ύψος του οποίου μπορούν να αποδίδονται οι αμοιβές αυτές από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Αποφαινόμενο επί της αιτήσεως καθορισμού των εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη ούτε τυχόν εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του (βλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T-342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Επιπλέον, ελλείψει διατάξεων περί ύψους αμοιβών στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εκτιμά ελευθέρως τα δεδομένα της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσχέρειές της, τον όγκο της εργασίας που η ένδικη διαδικασία προκάλεσε στους παρεμβάντες εκπροσώπους και συμβούλους καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα που η διαφορά αντιπροσώπευε για τους διαδίκους (βλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Όσον αφορά, πρώτον, το αντικείμενο, τη φύση και τη σημασία των διαφορών υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσχέρειες των υποθέσεων, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, επί της ουσίας, οι υποθέσεις των κύριων δικών αφορούσαν οκτώ προσφυγές ακυρώσεως με αντικείμενο το αντιντάμπινγκ και ότι όλες οι προσφυγές βασίζονταν σε τρεις πανομοιότυπους λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως έβαλλαν κατά της ενέργειας του Συμβουλίου να μη λάβει υπόψη το κόστος των κύριων πρώτων υλών που είχαν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων παραγωγών‑εξαγωγέων, λόγω της στρεβλώσεως των τιμών των εν λόγω πρώτων υλών που προκάλεσε το σύστημα διαφοροποιημένης φορολογήσεως των εξαγωγών, και να τις αντικαταστήσει με την τιμή αναφοράς. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι αιτούσες ισχυρίζονταν ότι μια τέτοια ενέργεια δεν συνάδει προς το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός). Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι αιτούσες υποστήριζαν ότι η ενέργεια αυτή δεν συμβιβαζόταν προς τη συμφωνία περί εφαρμογής του άρθρου VI της GATT (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103). Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβαλλόταν ότι το Συμβούλιο, εκτιμώντας ότι υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των υπό έρευνα εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και της ζημίας που προκλήθηκε στη βιομηχανία της Ένωσης, παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

20      Διαπιστώνεται ότι με τον πρώτο λόγο των προσφυγών ακυρώσεως ετίθετο ένα σημαντικό από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης ζήτημα το οποίο παρουσίαζε ορισμένο βαθμό πολυπλοκότητας ως προς τα πραγματικά περιστατικά και ως προς το νομικό του σκέλος και έχρηζε, όπως υποστηρίζουν οι αιτούσες, λεπτομερούς αναλύσεως. Πράγματι, ο λόγος αυτός αφορούσε την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού το οποίο παρέχει, κατ’ ουσίαν, διάφορες δυνατότητες στα θεσμικά όργανα, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα έξοδα που σχετίζονται, ιδίως, με την παραγωγή και την πώληση προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο έρευνας για τον υπολογισμό της, κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος. Εν προκειμένω, οι αιτούσες υποστήριξαν ότι το Συμβούλιο παρέβη, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, καθόσον δεν έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, κατά την έννοια του βασικού κανονισμού, τις τιμές των πρώτων υλών που είχαν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία  των αιτουσών. Οι αιτούσες προσήψαν στο Συμβούλιο, ιδίως, ότι εφάρμοσε εσφαλμένως την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T-235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος αυτός των προσφυγών ακυρώσεως έχρηζε λεπτομερούς αναλύσεως, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να αποφανθεί, ειδικώς, επί του βάρους αποδείξεως και επί του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, κατά την έννοια του βασικού κανονισμού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Unitec Bio κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-602/16 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1148, σκέψεις 30 έως 32).  

21      Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη πολυπλοκότητα.

22      Δεύτερον, ως προς τα οικονομικά συμφέροντα που η διαφορά αυτή αντιπροσωπεύει για τους διαδίκους, υπενθυμίζεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη επιβάλλονταν στις εξαγωγές των αιτουσών οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ ύψους μεταξύ 216,64 ευρώ και 245,67 ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους. Όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, μολονότι οι υποθέσεις παρουσίαζαν οικονομικό ενδιαφέρον για τις αιτούσες, το οικονομικό αυτό ενδιαφέρον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εξαιρετικού χαρακτήρα ή ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνο στο οποίο στηρίζεται κάθε διαδικασία έρευνας για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ.

23      Τρίτον, σχετικά με τον όγκο εργασίας που απαιτείτο για την ένδικη αυτή διαφορά, οι αιτούσες ζητούν να καθοριστεί το ποσό των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν ως δικηγορική αμοιβή για τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου οκτώ διαδικασίες σε 184 837,50 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς τους, σε εργασία 543 ωρών τεσσάρων δικηγόρων με σταθμισμένη μέση ωριαία αμοιβή ελαφρώς ανώτερη των 340 ευρώ.

24      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τον αριθμό των δικηγόρων, τον αριθμό των ωρών και την εφαρμοσθείσα ωριαία αμοιβή. Υποστηρίζει ότι εργασία μέγιστης διάρκειας 170 ωρών ενός μόνο δικηγόρου με ωριαία αμοιβή 250 ευρώ θα ήταν αρκετή για το σύνολο των ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου οκτώ διαδικασιών.

25      Διαπιστώνεται εν προκειμένω ότι οι αιτούσες, προς στήριξη της αιτήσεώς τους, παρέχουν αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τις ώρες εργασίας των δικηγόρων τους («timesheets») τα οποία περιέχουν λεπτομερείς πληροφορίες ως προς το είδος της εργασίας, τις ώρες που οι δικηγόροι αφιέρωσαν συναφώς και τις αντίστοιχες ωριαίες αμοιβές. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι τέσσερις δικηγόροι εργάστηκαν για συνολικά 540,75 ώρες, με κόστος που αποτιμάται στο συνολικό ποσό των 184 837,50 ευρώ.  

26      Πρώτον, πρέπει να αποκλειστούν ορισμένες ώρες οι οποίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 15, για τον λόγο ότι οι ώρες αυτές δεν ήσαν απαραίτητες για τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεις των κύριων δικών.

27      Συγκεκριμένα, οι ώρες οι οποίες αντιστοιχούν στον χρόνο που αφιερώθηκε στην προσφυγή της Cámara Argentina de Biocombustibles (Carbio), η οποία δεν συμμετέχει στην παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων και καταδικάσθηκε να φέρει τα δικαστικά έξοδά της με την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-112/14 έως T-116/14 και T-119/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:509), δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν. Ειδικότερα, οι ώρες οι οποίες αφιερώθηκαν στην απάντηση επί των ενστάσεων που διατυπώθηκαν από το Συμβούλιο σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής της Carbio πρέπει να εξαιρεθούν από την παρούσα αίτηση.

28      Επιπλέον, πρέπει να απορρίπτεται το αίτημα αναζητήσεως των εξόδων που αφορούν περίοδο κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε καμία διαδικαστική πράξη, διότι τέτοιου είδους έξοδα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ότι συνδέονται άμεσα με ενέργειες εκπροσώπησης από δικηγόρο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Le Levant 015 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-34/02 DEP, EU:T:2010:559, σκέψεις 33 και 34). Πρέπει, ομοίως, να απορρίπτεται το αίτημα αναζητήσεως των εξόδων των σχετικών με τη μεταγενέστερη της προφορικής διαδικασίας περίοδο, όταν το Γενικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε καμία διαδικαστική πράξη μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (διάταξη της 24ης Ιανουαρίου 2002, Groupe Origny κατά Επιτροπής, T‑38/95 DEP, EU:T:2002:13, σκέψη 31).

29      Εν προκειμένω, καταγράφηκε εργασία 2,5 ωρών με ωριαία αμοιβή ύψους 300 ευρώ ως αντιστοιχούσα στον χρόνο του ταξιδιού επιστροφής από το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2015 στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών, καθώς και στον χρόνο που αφιερώθηκε στην παρακολούθηση της πορείας της υποθέσεως μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι η προφορική διαδικασία επαναλήφθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2016. Με μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθησαν στις 22 Φεβρουαρίου 2016 και στις 23 Μαρτίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ορισμένες ερωτήσεις στις αιτούσες. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ του ταξιδίου επιστροφής μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις 28 Οκτωβρίου 2015 και της λήψεως των εν λόγω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, οι επίμαχες ώρες εργασίας για την παρακολούθηση της πορείας της υποθέσεως μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν ήταν δυνατόν να αφιερωθήκαν στην απάντηση στα εν λόγω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, καθόσον τα μέτρα αυτά δεν είχαν ακόμη ληφθεί από το Γενικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, πρέπει να αποκλειστούν οι προαναφερθείσες ώρες εργασίας για την  παρακολούθηση της πορείας της υποθέσεως από την κατηγορία των αναγκαίων εξόδων, διότι οι ώρες αυτές αναφέρονται σε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε καμία διαδικαστική πράξη και, επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδέονται άμεσα με τις ενέργειες των δικηγόρων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Δεύτερον, κατά τη νομολογία, εφόσον οι δικηγόροι διαδίκου τον συνέδραμαν ήδη στο πλαίσιο διαδικασιών ή διαβημάτων που προηγήθηκαν της σχετικής διαφοράς, όπως εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι διαθέτουν γνώση ορισμένων στοιχείων της διαφοράς, η οποία μπορεί να έχει διευκολύνει την εργασία τους και να έχει μειώσει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας για την ένδικη διαδικασία (διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Le Levant 015 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-34/02 DEP, EU:T:2010:559, σκέψη 43).

31      Οι αιτούσες ισχυρίζονται, συναφώς, ότι ορισμένα από τα ζητήματα που τέθηκαν με το υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ιδίως εκείνα που αφορούσαν το παραδεκτό των προσφυγών δεν είχαν εξετασθεί κατά τη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι ενστάσεις ως προς το παραδεκτό των προσφυγών αφορούσαν μόνο δύο από τις νυν αιτούσες στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ήτοι την Cargill, προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑117/14, και την Unitec Bio, προσφεύγουσα στην υπόθεση T-111/14, και ότι οι εν λόγω αιτούσες απάντησαν στις ενστάσεις αυτές με τα υπομνήματά τους απαντήσεως σε δύο παραγράφους με πανομοιότυπη και πολύ απλή διατύπωση.

32      Τρίτον, οι αιτούσες αποδίδουν τον μεγάλο αριθμό ωρών εργασίας στο γεγονός ότι οι δικηγόροι τους έπρεπε να εργαστούν επί οκτώ προσφυγών. Εν προκειμένω, κατά τις αιτούσες, οι οποίες κάνουν συναφώς μνεία της σκέψεως 35 της διατάξεως της 13ης Μαΐου 2019, Giant (Κίνα) κατά Συμβουλίου (T-425/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:340), ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι ο αριθμός των 190 ωρών εργασίας σε σχέση με έναν μόνον προσφεύγοντα είναι εύλογος. Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικός ο αριθμός των 543 ωρών εργασίας για οκτώ προσφυγές. Επιπλέον, θεωρούν ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών παρουσιάζουν υψηλότερο βαθμό πολυπλοκότητας σε σχέση προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Giant (Κίνα) κατά Συμβουλίου (T-425/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:896). Οι αιτούσες προσθέτουν ότι, μολονότι ορισμένα από τα ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο των οκτώ υποθέσεων παρουσίαζαν ομοιότητες, εντούτοις υπήρχαν άλλα ζητήματα δικονομικής φύσεως, όπως η εμπιστευτικότητα, το παραδεκτό και η επεξεργασία των δεδομένων, τα οποία έχρηζαν εξατομικευμένου χειρισμού για εκάστη των αιτουσών.

33      Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, μολονότι στην υπό κρίση περίπτωση, η οποία αφορά οκτώ προσφυγές, μπορεί να δικαιολογηθεί υψηλότερος αριθμός ωρών εργασίας σε σχέση με τον αριθμό των ωρών για την προετοιμασία και την παρακολούθηση μίας και μόνης  διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ομοιότητες μεταξύ των υποθέσεων αυτών ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα λόγω των οποίων οι δικηγόροι μπόρεσαν να εξοικονομήσουν ώρες εργασίας.

34      Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των δικογράφων των οκτώ αιτουσών ήταν, πλην ορισμένων διαφορών, κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα και ότι οι αιτούσες απάντησαν από κοινού στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο. Ειδικότερα, τα νομικά και ουσιαστικά ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού διατυπώθηκαν με πανομοιότυπο τρόπο, με συνέπεια το Γενικό Δικαστήριο να απαντήσει στα ζητήματα αυτά με σχεδόν πανομοιότυπο σκεπτικό στις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, LDC Argentina κατά Συμβουλίου (T-118/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:502), Cargill κατά Συμβουλίου (T-117/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:503), Unitec Bio κατά Συμβουλίου (T-111/14, EU:T:2016:505), και Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑112/14 έως T-116/14 και T-119/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:509). Τέτοιες ομοιότητες μεταξύ αυτών των συναφών υποθέσεων είχαν οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν οικονομίες κλίμακος [πρβλ. διατάξεις της 27ης Απριλίου 2009, Mülhens κατά OHMI – Conceria Toska (TOSKA), T‑263/03 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:118, σκέψη 17, της 27ης Απριλίου 2009, Mülhens κατά OHMI, T-28/04 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:119, σκέψη 17, καθώς και της 12ης Μαΐου 2016, Ningbo Yonghong Fasteners κατά Συμβουλίου, T-150/09 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:317, σκέψη 28].

35      Επιπλέον, μολονότι κατά το στάδιο της συντάξεως του δικογράφου της προσφυγής και του υπομνήματος απαντήσεως απαιτήθηκε λεπτομερέστερη εξέταση των ζητημάτων του παραδεκτού για ορισμένες από τις προσφυγές, εντούτοις επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όπως προαναφέρθηκε ήδη στη σκέψη 31, τα ζητήματα αυτά αφορούσαν μόνο δύο από τις νυν αιτούσες στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων και ότι εξετάσθηκαν με τον ίδιο τρόπο στα δικόγραφα των εν λόγω αιτουσών, με συνέπεια το Γενικό Δικαστήριο να απαντήσει σε αυτά με πανομοιότυπο σκεπτικό στις αποφάσεις του της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Cargill κατά Συμβουλίου (T‑117/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:503), και Unitec Bio κατά Συμβουλίου (T-111/14, EU:T:2016:505). Οι δε αιτήσεις εμπιστευτικότητας στο πλαίσιο των προσφυγών T-112/14 έως T-116/14 και T-118/14 ήσαν επίσης πανομοιότυπες.

36      Τέταρτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται να λάβει κυρίως υπόψη τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που μπορούν αντικειμενικώς να κριθούν απαραίτητες για την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, και τούτο ανεξαρτήτως του αριθμού δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκαν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες (διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T-342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 30).

37      Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της σημασίας των ένδικων διαφορών υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και των δυσχερειών σε σχέση με έναν εκ των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του, το Γενικό Δικαστήριο ορίζει το σύνολο του χρόνου εργασίας των δικηγόρων που είναι αντικειμενικώς αναγκαίος για την εκπροσώπηση των οκτώ αιτουσών στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών κατά το δικαστικό στάδιο σε 408 ώρες. Οι ώρες αυτές καλύπτουν τη σύνταξη των προσφυγών ακυρώσεως, των υπομνημάτων απαντήσεως, των πολύ σύντομων αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως στο πλαίσιο των υποθέσεων T-112/14 έως T-116/14 και T-118/14 και την προετοιμασία της μη εμπιστευτικής μορφής των εν λόγω διαδικαστικών εγγράφων, τις απαντήσεις επί των δύο υπομνημάτων παρεμβάσεως της Επιτροπής και του EBB, την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και την εκπροσώπηση των αιτουσών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και τις  από κοινού απαντήσεις των αιτουσών επί των ερωτήσεων που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Σχετικά με το προαναφερθέν σύνολο του χρόνου εργασίας, διευκρινίζεται ότι στην προετοιμασία μίας και μόνον υποθέσεως ως υποδείγματος για τη διεκπεραίωση των επτά λοιπών υποθέσεων αναλογεί μεγαλύτερος αριθμός ωρών σε σχέση με αυτόν που αναλογεί στις επτά λοιπές υποθέσεις.

38      Ως προς τη σταθμισμένη μέση ωριαία αμοιβή η οποία αναφέρεται στην αίτηση και είναι ελαφρώς ανώτερη των 340 ευρώ, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι μια τέτοια ωριαία αμοιβή μπορεί να ζητηθεί για τις ώρες οι οποίες αφιερώθηκαν στην προετοιμασία και τη σύνταξη των δικογράφων, καθώς και στην προετοιμασία και την παράσταση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε σχέση με τη μία και μόνη υπόθεση η οποία χρησίμευσε ως υπόδειγμα για τη διεκπεραίωση των επτά λοιπών υποθέσεων. Το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί, επίσης, ότι λαμβανομένου υπόψη του απλούστερου χαρακτήρα της εργασίας για τις λοιπές επτά υποθέσεις, η οποία στηρίχθηκε στην προετοιμασία της υποθέσεως που χρησίμευσε ως υπόδειγμα, η ωριαία αμοιβή που πρέπει να γίνει δεκτή ανέρχεται σε 220 ευρώ.

39      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ποσό των αμοιβών το οποίο οι αιτούσες μπορούν να αναζητήσουν πρέπει να καθορισθεί κατά δίκαιη κρίση σε 110 160 ευρώ.

 Επί των εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν

40      Οι αιτούσες ζητούν 974 ευρώ ως έξοδα ταξιδίου και διαμονής λόγω της μίας και μόνης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που πραγματοποιήθηκε.

41      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, προς στήριξη των αιτημάτων τους περί αποδόσεως των εξόδων ταξιδίου και διαμονής σε ξενοδοχείο, οι αιτούσες προσκομίζουν δύο τιμολόγια ξενοδοχείου συνολικού ποσού 728 ευρώ και ένα έγγραφο με το οποίο διευκρινίζεται ότι τα έξοδα μεταφοράς υπολογίστηκαν επί τη βάσει μετακινήσεως με αυτοκίνητο, ήτοι επί 0,5 ευρώ ανά χιλιόμετρο, και ανέρχονται σε συνολικό ποσό 246 ευρώ.

42      Σχετικά με τα έξοδα για τη συμμετοχή δύο δικηγόρων στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι τα εν λόγω έξοδα ήσαν αντικειμενικώς αναγκαία μόνο για έναν δικηγόρο και προτείνει την καταβολή ποσού 350 ευρώ.

43      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, συναφώς, ότι, μολονότι οι υποθέσεις παρουσίαζαν πολλές ομοιότητες, οι δικηγόροι έπρεπε να προετοιμάσουν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και να εκπροσωπήσουν, στο πλαίσιο της συζητήσεως αυτής, οκτώ προσφεύγουσες. Είναι, επομένως, δικαιολογημένο τα έξοδα τα οποία πραγματοποιήθηκαν για τη συμμετοχή δύο νομικών συμβούλων στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση να θεωρηθούν ως αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

44      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα έξοδα για τη μετακίνηση και τη διαμονή δύο δικηγόρων επικουρούντων τις αιτούσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Οκτωβρίου 2015 πρέπει να καθορισθούν κατά δίκαιη κρίση σε 974 ευρώ.

 Επί των εξόδων της παρούσας διαδικασίας

45      Το Γενικό Δικαστήριο, κατά τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που κατέστησαν αναγκαίες στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων (διάταξη της 23ης Μαρτίου 2012, Kerstens κατά Επιτροπής, T-498/09 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:147, σκέψη 15).

46      Σχετικά με το ποσό των 1 539 ευρώ το οποίο ζητήθηκε για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, επισημαίνεται ότι το ποσό αυτό δεν είναι υπέρογκο, μολονότι η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων έχει μάλλον τυποποιημένο χαρακτήρα.

47      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ποσό των δικαστικών εξόδων των αιτουσών σε σχέση με την παρούσα διαδικασία πρέπει να καθορισθεί σε 1 539 ευρώ.

 Επί του αιτήματος επιδικάσεως τόκων υπερημερίας

48      Οι αιτούσες ζητούν την επιδίκαση τόκων υπερημερίας επί του ποσού των εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν.

49      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η αναγνώριση ενδεχόμενης υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημερίας και ο καθορισμός του εφαρμοστέου επιτοκίου εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 170, παράγραφοι 1 έως 3, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. διάταξη της 19ης Ιουλίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T-348/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:549, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά πάγια νομολογία, το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας για το οφειλόμενο ποσό στο πλαίσιο διαδικασίας για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων πρέπει να γίνει δεκτό για το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας επιδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων και της ημερομηνίας της πραγματικής αποδόσεως των δικαστικών εξόδων (βλ. διάταξη της 19ης Ιουλίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑348/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:549, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Σχετικά με το εφαρμοστέο επιτόκιο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να λάβει υπόψη το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1). Συνεπώς, το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μηνός της λήξεως της προθεσμίας καταβολής, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες (βλ. διάταξη της 19ης Ιουλίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T-348/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:549, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Συνεπώς, πρέπει να προβλεφθεί ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν θα παράγει, από της επιδόσεως της παρούσας διατάξεως, τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης το οποίο ίσχυε κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες.

52      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το συνολικό ποσό των εξόδων που δύνανται να αναζητήσουν οι αιτούσες από το Συμβούλιο ανέρχεται σε 112 673 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από της ημερομηνίας επιδόσεως της παρούσας διατάξεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να αποδώσει στις Unitec Bio SA, Molinos Río de la Plata SA, Oleaginosa Moreno Hermanos SACIFI y A, Vicentin SAIC, Aceitera General Deheza SA, Bunge Argentina SA, Cargill SACI και LDC Argentina SA καθορίζεται στο ποσό των 112 673 ευρώ.

2)      Το εν λόγω ποσό προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας από της ημερομηνίας επιδόσεως της παρούσας διατάξεως έως την ημερομηνία της καταβολής.

Λουξεμβούργο, 10 Μαρτίου 2020.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

A. M. Collins


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.