Language of document : ECLI:EU:T:2018:890

Υπόθεση T-664/14

Βασίλειο του Βελγίου

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών του ομίλου ARCO – Σύστημα εγγυήσεως για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη των συνεταιρισμών αυτών – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά και απαγορεύουσα την καταβολή των εγγυημένων ποσών στα μέλη των συνεταιρισμών – Αντικείμενο της διαφοράς – Ανάκτηση – Αναλογικότητα»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα)
της 7ης Δεκεμβρίου 2018

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή κρατών μελών – Προσφυγή στρεφόμενη κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά – Παραδεκτό μη εξαρτώμενο από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος – Ανάγκη διατηρήσεως του αντικειμένου της διαφοράς μέχρι την έκδοση δικαστικής αποφάσεως

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή κρατών μελών – Προσφυγή στρεφόμενη κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά – Ακύρωση κατά τη διάρκεια της δίκης του μέτρου ενισχύσεως από εθνικό δικαστήριο – Αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα του μέτρου να συνεχίσει να παράγει έννομα αποτελέσματα – Διατήρηση του αντικειμένου της προσφυγής

(Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ· άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση – Περιεχόμενο

(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ)

1.      Καίτοι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τις διατάξεις των οποίων ζητούν την ακύρωση, γεγονός παραμένει ότι ο δικαστής της Ένωσης, ακόμη και όταν προσφεύγει ενώπιόν του ένα κράτος μέλος, οφείλει να διαπιστώνει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής οσάκις η ακύρωση που ζητείται δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα.

(βλ. σκέψη 57)

2.      Καίτοι καθίσταται άνευ αντικειμένου προσφυγή που βάλλει κατά πράξεως ανακληθείσας από τον συντάκτη της κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν στερείται, αντιθέτως, του αντικειμένου της προσφυγή κατά πράξεως που ενέχει παρανομία, εάν αυτή δύναται να επαναληφθεί στο μέλλον υπό συνθήκες ανεξάρτητες της συγκεκριμένης υποθέσεως. Συναφώς, όταν πρόκειται για προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από κράτος μέλος και βάλλουσα κατά διατάξεως αποφάσεως της Επιτροπής για κρατική ενίσχυση η οποία του απαγορεύει να θέσει σε εφαρμογή μέτρο παράνομης ενισχύσεως υπέρ των δικαιούχων, το γεγονός ότι το μέτρο αυτό ακυρώθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης από εθνικό δικαστήριο δεν καθιστά τυχόν ακύρωση της εν λόγω διατάξεως άνευ οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Συγκεκριμένα, πρώτον, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη δεν έχει ανακληθεί και δεν έχει, επομένως, αναδρομικώς εξαφανιστεί, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο δικαστής της Ένωσης ήθελε διαπιστώσει ότι έχει εκλείψει το αντικείμενο της διαφοράς και ότι παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής, με το σκεπτικό ότι η ακύρωση της διατάξεως αυτής θα παρέμενε χωρίς έννομες συνέπειες, η εν λόγω διάταξη θα εξακολουθούσε, παρ’ όλα αυτά, να υφίσταται στην έννομη τάξη της Ένωσης. Δεύτερον, η καλόπιστη εκτέλεση από τα κράτη μέλη των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων συνιστά εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη καταβάλλουν τις αναγκαίες προσπάθειες για να υπερπηδήσουν τυχόν δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις. Συνεπώς, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας απορρέει ότι το εν λόγω κράτος μέλος θα έπρεπε από μόνο του να απέχει από κάθε συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά καταστρατήγηση της απαγορεύσεως την οποία προβλέπει η προσβαλλόμενη διάταξη, στην περίπτωση που η διάταξη αυτή θα παρέμενε σε ισχύ. Κατά συνέπεια, η ακύρωση της διατάξεως αυτής, σε περίπτωση κατά την οποία προσφυγή αποδειχθεί βάσιμη, δεν θα στερείται εννόμων αποτελεσμάτων.

Τέλος, στο μέτρο που η Επιτροπή, για να αιτιολογήσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης διατάξεως, λαμβάνει γενική και αφηρημένη θέση, οι δικαιολογητικοί λόγοι της οποίας είναι ανεξάρτητοι από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, συνάγεται ότι, στην περίπτωση που ο δικαστής της Ένωσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν είναι νόμιμη, οφείλει να αποφανθεί επί της υπό κρίση διαφοράς προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως ανάλογης πλημμέλειας στο μέλλον.      

(βλ. σκέψεις 58, 59, 63, 64)

3.      Λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως είναι η κατάργησή της μέσω ανακτήσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση. Συγκεκριμένα, ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την ανάκτηση παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως είναι η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε μέσω μιας τέτοιας ενισχύσεως. Συνακόλουθα, με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο δικαιούχος χάνει το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και αποκαθίσταται η προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση.

Συναφώς, δεν μπορεί, βεβαίως, να αποκλεισθεί ότι η κατάργηση του μέτρου με το οποίο χορηγείται κρατική ενίσχυση συνιστά, κατά γενικό κανόνα, το ενδεδειγμένο μέσο για την εξουδετέρωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε. Ωστόσο, στις περιπτώσεις στις οποίες το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση είναι προς όφελος τρίτων έναντι των άμεσων δικαιούχων του μέτρου, η κατάργηση του ίδιου του μέτρου δικαιολογείται μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επαναφορά των πραγμάτων στις συνθήκες ανταγωνισμού που θα επικρατούσαν αν δεν είχε χορηγηθεί η ενίσχυση, την οποία έχουν λάβει οι εν λόγω τρίτοι.

(βλ. σκέψεις 71, 72, 94)