Language of document : ECLI:EU:T:2011:575

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως τρισδιάστατου κοινοτικού σήματος – Παράσταση μεγαφώνου – Εκτέλεση από το ΓΕΕΑ δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε απόφαση ενός των τμημάτων του προσφυγών – Άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Σημείο αποτελούμενο αποκλειστικώς από το σχήμα που προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 207/2009)»

Στην υπόθεση T-508/08,

Bang & Olufsen A/S, με έδρα το Struer (Δανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον K. Wallberg, στη συνέχεια από τον J. Glaesel, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους D. Botis και G. Schneider,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 10ης Σεπτεμβρίου 2008 (υπόθεση R 497/2005-1), αφορώσας αίτηση καταχωρίσεως ενός τρισδιάστατου σημείου το οποίο παριστά μεγάφωνο, ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, M. E. Martins Ribeiro και H. Kanninen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 24 Νοεμβρίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 8 Απριλίου 2009,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 7ης Απριλίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 17 Σεπτεμβρίου 2003 η προσφεύγουσα, Bang & Olufsen A/S, υπέβαλε ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το κατωτέρω τρισδιάστατο σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 9 και 20, υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας περί της διεθνούς κατατάξεως των προϊόντων και των υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 9: «Ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές και όργανα για την αναλογική, ψηφιακή ή οπτική λήψη, επεξεργασία, αναπαραγωγή, ρύθμιση ή διανομή ηχητικών σημάτων, μεγάφωνα»·

–        κλάση 20: «Έπιπλα ηχοσυστημάτων».

4         Με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, ο εξεταστής απέρριψε, βάσει του άρθρου 38 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 37 του κανονισμού 207/2009), την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για όλα τα απαριθμούμενα στην προηγούμενη σκέψη προϊόντα, αφού έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ενέπιπτε στον λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009). Έκρινε κατ’ ουσίαν ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα και ότι δεν είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα με τη χρήση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009).

5        Στις 27 Απριλίου 2005 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), προσφυγή κατά της αποφάσεως του εξεταστή.

6        Με απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή αυτή, με το σκεπτικό ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 δεν επιτρέπει την καταχώριση του επιμάχου σημείου, καθόσον το σημείο αυτό στερείται εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα. Το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι, μολονότι το σχήμα του προϊόντος, στο οποίο συνίσταται το οικείο σήμα και το οποίο επιλέχθηκε βάσει αισθητικών κυρίως κριτηρίων, εμφάνιζε ασυνήθη χαρακτηριστικά, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το σήμα αυτό είναι διακριτικό και ότι, ως εκ τούτου, επιτελεί τη λειτουργία σήματος, όπως την αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές στους οποίους απευθύνεται.

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή, πρωτοκολληθείσα υπό τον αριθμό T-460/05, με αίτημα την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως και στηριζόμενη σε δύο λόγους ακυρώσεως, αφορώντες παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Η προσφεύγουσα υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει την αίτηση καταχωρίσεως υπό το πρίσμα της τελευταίας αυτής διατάξεως.

8        Στις 24 Φεβρουαρίου 2006, το τμήμα προσφυγών διόρθωσε την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 με corrigendum. Επισήμανε ότι είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη, στο μέτρο που παρέλειψε να εξετάσει την αίτηση καταχωρίσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Έκρινε ότι η πλάνη αυτή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα 53 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), και, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα αυτού, εξέτασε την εν λόγω αίτηση. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών διόρθωσε την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, διευκρινίζοντας ότι η στηριζόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 αίτηση καταχωρίσεως σήματος απορρίφθηκε επίσης, διότι οι αποδείξεις που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν αρκούσαν για να θεμελιώσουν τον κτηθέντα διά της χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

9        Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του περιεχομένου του corrigendum με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Μαΐου 2006.

10      Με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, T-460/05, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα μεγαφώνου) (Συλλογή 2005, σ. II-4207), το Πρωτοδικείο δέχθηκε την προσφυγή της προσφεύγουσας βάσει του λόγου που αφορούσε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

11      Κατ’ αρχάς, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε τα επιχειρήματα που ανέπτυξε έκαστος διάδικος και, στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε, στη σκέψη 24 της αποφάσεώς του, ότι το ΓΕΕΑ έκρινε ότι δεν ήταν βέβαιο ότι ήταν ορθή η θέση την οποία έλαβε το τμήμα προσφυγών και ότι, συναφώς, το ΓΕΕΑ ζήτησε από το Πρωτοδικείο να κρίνει αν ένα σχήμα το οποίο έχει επιλεγεί κατ’ ουσίαν βάσει αισθητικών κριτηρίων, αλλά δεν προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 7 παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 207/2009), και το οποίο διαφέρει σημαντικά από ένα σχήμα χρησιμοποιούμενο ευρέως στο εμπόριο μπορεί να επιτελέσει λειτουργία σήματος.

12      Στη συνέχεια, στο στάδιο της εκτιμήσεώς του, το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 40 έως 45 της αποφάσεώς του, τα ακόλουθα:

«40      Από την εξέταση του συνδυασμού των ανωτέρω παραστατικών στοιχείων που συνθέτουν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προκύπτει ότι το σχήμα είναι όντως ιδιαίτερο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απολύτως κοινό. Συγκεκριμένα, το σώμα του μεγαφώνου αποτελείται από έναν κώνο που προσομοιάζει σε μολύβι ή αυλό του οποίου η αιχμή εφάπτεται σε τετράγωνη βάση. Επιπλέον, ένα μακρύ παραλληλόγραμμο πλαίσιο στηρίζεται σε μία μόνον πλευρά του κώνου και ενισχύει την εντύπωση ότι το βάρος του συνόλου αυτού στηρίζεται μόνο στην άκρη που μετά βίας αγγίζει τη βάση. Με τον τρόπο αυτό, το εν λόγω σύνολο σχηματίζει ένα εξαιρετικό σχέδιο δυνάμενο να απομνημονευθεί εύκολα.

41      Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά διαφοροποιούν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση από τα συνήθη σχήματα των προϊόντων της ίδιας κατηγορίας που απαντούν ευρέως στο εμπόριο και αποτελούνται εν γένει από ευθείες σχηματίζουσες ορθή γωνία. Συναφώς, στη σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται, εξάλλου, ότι “αναμφίβολα το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι εξαιρετικό από πολλές απόψεις”. Ακολουθούν οι εξής διευκρινίσεις:

“[…] σε σχέση με ένα κανονικό μεγάφωνο, είναι υπερβολικά στενόμακρο. Επιπλέον, το κέντρο του μεγαφώνου συνίσταται, πράγμα που είναι ασύνηθες, σε μια ράβδο η οποία ενώνεται με έναν αντεστραμμένο κώνο. Η άκρη του κώνου εφάπτεται σε μια τετράγωνη βάση.”

42      Διαπιστώνεται, επομένως, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διαφέρει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο. Πράγματι, εμφανίζει αρκούντως ιδιαίτερα και ασυνήθη χαρακτηριστικά τα οποία είναι ικανά να προσελκύσουν την προσοχή του μέσου καταναλωτή, προκειμένου αυτός να εξοικειωθεί με τη μορφή των προϊόντων της προσφεύγουσας. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα από τα συνήθη σχήματα των προϊόντων του οικείου κλάδου ή ακόμη για παραλλαγή των σχημάτων αυτών, αλλά για σχήμα με ιδιαίτερη μορφή, η οποία, λαμβανομένου επίσης υπόψη του συνολικού αισθητικού αποτελέσματος, είναι ικανή να προσελκύσει την προσοχή του ενδιαφερόμενου κοινού και να του παράσχει τη δυνατότητα να διακρίνει τα προϊόντα τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως από τα προϊόντα άλλης εμπορικής προελεύσεως […]

43      Πράγματι, ναι μεν η ύπαρξη ιδιαίτερων ή πρωτότυπων χαρακτηριστικών δεν αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση καταχωρίσεως, πλην όμως η παρουσία τους μπορεί να προσδώσει τον απαιτούμενο βαθμό διακριτικού χαρακτήρα σε ένα σήμα το οποίο, στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα τον είχε.

44      Όσον αφορά το επιχείρημα του τμήματος προσφυγών ότι το σχήμα του προϊόντος στο οποίο συνίσταται το οικείο σήμα δεν μπορεί να επιτελέσει λειτουργία σήματος κατά την αντίληψη των ενδιαφερόμενων καταναλωτών, διότι επιλέχθηκε κυρίως βάσει αισθητικών κριτηρίων […], αρκεί η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το σημείο ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, το αν το σημείο αυτό επιτελεί συγχρόνως άλλη λειτουργία πέραν της ενδείξεως της εμπορικής προελεύσεως ουδεμία επίπτωση έχει στον διακριτικό χαρακτήρα του […]

45      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών, κρίνοντας ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα, δεν έλαβε υπόψη τη διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, απ’ όπου προκύπτει ότι ένας ελάχιστος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα αρκεί, προκειμένου να μην έχει εφαρμογή ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου που προβλέπει το άρθρο αυτό […]»

13      Στις 19 Νοεμβρίου 2007 το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση στο δεύτερο τμήμα προσφυγών.

14      Με έγγραφα της 26ης Φεβρουαρίου και της 22ας Απριλίου 2008, το τμήμα προσφυγών κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94, διευκρινίζοντας ότι το σχήμα το οποίο αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως μπορούσε να θεωρηθεί ως σημείο αποτελούμενο αποκλειστικώς από το σχήμα που προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν.

15      Με έγγραφα της 31ης Μαρτίου και της 28ης Μαρτίου 2008, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της, εκτιμώντας ότι το τμήμα προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει νέους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, δεδομένου ότι η υπόθεση του είχε αναπεμφθεί από το Πρωτοδικείο. Εξάλλου, εκτίμησε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 έχει εφαρμογή αποκλειστικώς και μόνο στις περιπτώσεις που μόνον το σχήμα του προϊόντος καθορίζει την αξία του, και όχι στις περιπτώσεις που θεωρείται κατ’ ουσίαν ως ένδειξη της προελεύσεως του προϊόντος ή απλώς ως ένα από τα πολυάριθμα χαρακτηριστικά που μπορούν να επηρεάσουν την επιλογή του καταναλωτή.

16      Με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε την απόφαση του εξεταστή της 1ης Μαρτίου 2005, καθόσον κατέληξε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Αντιθέτως, έκρινε, αφενός, ότι ήταν αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση καταχωρίσεως του επιμάχου σημείου βάσει άλλων απολύτων λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως πλην του προβλεπομένου στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και, αφετέρου, απέρριψε την εν λόγω αίτηση, κρίνοντας ότι το επίμαχο σημείο αποτελείται αποκλειστικώς από το σχήμα που προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το σημείο 2 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

18      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

19      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα κατέθεσε τις αποφάσεις που εξέδωσε το ΓΕΕΑ επί τριών υποθέσεων, εκ των οποίων δύο είχαν ήδη παρατεθεί στο δικόγραφο της προσφυγής και οι οποίες αφορούν αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος σχετικές με τρισδιάστατα σημεία. Η προσφεύγουσα επισήμανε ότι επιθυμεί να επικαλεσθεί τις αποφάσεις αυτές για να ενισχύσει την αγόρευσή της. Κατέθεσε επίσης απόσπασμα μελέτης ενός ιδρύματος αφορώσας το δίκαιο των κοινοτικών σημάτων. Κληθέν να εκφράσει την άποψή του επί της καταθέσεως των εγγράφων αυτών, το ΓΕΕΑ δήλωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν αντιτίθεται στην κατάθεσή τους στη δικογραφία.

 Σκεπτικό

20      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το απόσπασμα μελέτης ιδρύματος το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 19, περιέχει προτάσεις τις οποίες διατύπωσε το εν λόγω ίδρυμα προκειμένου να τροποποιηθεί στο μέλλον το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94. Χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού ενός τέτοιου εγγράφου, αρκεί η διαπίστωση ότι το έγγραφο αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί για την υπό κρίση υπόθεση.

21      Εξάλλου, το ΓΕΕΑ προέβαλε ότι το παράρτημα A 4 του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο είναι μια νομική γνωμοδότηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94, καταρτισθείσα από τρίτον για την παρούσα διαδικασία, είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι δεν είχε υποβληθεί ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

22      Το έγγραφο αυτό, το οποίο προσκομίσθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Συγκεκριμένα, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, υπό την έννοια του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009), και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Συνεπώς, το ανωτέρω έγγραφο δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη διότι προσκομίζεται απαραδέκτως, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί η αποδεικτική ισχύς τους [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Νοεμβρίου 2005, T-346/04, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), Συλλογή 2005, σ. II-4891, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

23      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, αφορώντες, αντιστοίχως, παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009) και παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε, σημείο iii, του κανονισμού 40/94.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με τις αποφάσεις του εξεταστή της 1ης Μαρτίου 2005 και του τμήματος προσφυγών της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, καθώς και με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, κρίθηκε ήδη ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 δεν έχει εφαρμογή επί του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Συναφώς, φρονεί, μεταξύ άλλων, ότι στην εν λόγω απόφαση το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τα αισθητικά κριτήρια ήταν ξένα προς τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, το ΓΕΕΑ προέβαλε σαφώς ότι το επίμαχο σημείο αποτελείται από ένα σχήμα το οποίο σχεδιάστηκε βάσει αισθητικών κριτηρίων, αλλά το οποίο δεν προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να προβεί σε επανεξέταση υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το ΓΕΕΑ έχει επιτρέψει την καταχώριση, ως κοινοτικών σημάτων, τρισδιάστατων σημάτων με ορισμένο σχέδιο.

25      Επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθεί ότι ούτε το ΓΕΕΑ ούτε το Πρωτοδικείο έχουν ήδη αποφανθεί επί της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να εφαρμόσει την προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, προβαίνοντας μόνο στην καταχώριση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να προβάλει έναν άλλο λόγο απαραδέκτου. Καμία κανονιστική διάταξη δεν προβλέπει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος έπρεπε να εξετασθεί εκ νέου από το τμήμα προσφυγών βάσει νέων απολύτων λόγων απαραδέκτου. Μια τέτοια εξέταση, ωσαύτως δεν είναι δυνατή βάσει της νομολογίας, δεδομένου ότι η εκτιθέμενη στην προσβαλλομένη απόφαση νομολογία δεν είναι σχετική με την εφαρμογή του άρθρου 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94. Έπρεπε να γίνει επίκληση του απολύτου λόγου απαραδέκτου που αντλείται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 από την αρχή της διαδικασίας, όπως ισχύει για όλους τους άλλους απολύτους λόγους απαραδέκτου. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η προσφεύγουσα στηρίζεται επίσης στο άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 28, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2082/2004 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ L 360, σ. 8).

26      Τέλος, επικαλούμενη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002, C-299/99, Philips (Συλλογή 2002, σ. I-5475), και της 8ης Απριλίου 2003, C-53/01 έως C-55/01, Linde κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-3161), η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, δεδομένου ότι ο λόγος απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 αποτελεί προκριματικό κώλυμα ικανό να εμποδίσει την καταχώριση ενός σημείου και δεδομένου ότι δεν έγινε επίκλησή του πριν από την εξέταση του λόγου τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού ως προς την αίτηση καταχωρίσεως ενός σήματος, ο λόγος αυτός δεν μπορεί πλέον να εξετασθεί και να αντιταχθεί στην εν λόγω αίτηση καταχωρίσεως.

27      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τη βασιμότητα του λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

28      Κατ’ αρχήν, επισημαίνεται ότι ούτε ο εξεταστής, στην απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, ούτε το τμήμα προσφυγών, στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, αποφάνθηκε επί της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 επί του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Ομοίως, στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, και ειδικότερα στις σκέψεις 40 έως 45 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε αποκλειστικώς επί του διακριτικού χαρακτήρα του επιμάχου σημείου, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 επί του εν λόγω σημείου.

29      Συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να εξετάσει το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω απόφαση είχε ήδη επιλύσει το ζήτημα της εφαρμογής της επί του εν λόγω σήματος, είναι αβάσιμο.

30      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, το τελευταίο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ και του άρθρου 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94, να λάβει τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση μιας ενδεχόμενης ακυρωτικής αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης.

31      Κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει εντολές στο ΓΕΕΑ και εναπόκειται στο τελευταίο να αντλεί, εφόσον απαιτείται, τις συνέπειες που απορρέουν από το διατακτικό και το σκεπτικό των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2001, T-331/99, Mitsubishi HiTec Paper Bielefeld κατά ΓΕΕΑ (Giroform), Συλλογή 2001, σ. II-433, σκέψη 33, και της 13ης Ιουνίου 2007, T-441/05, IVG Immobilien κατά ΓΕΕΑ (I), Συλλογή 2007, σ. II-1937, σκέψη 13].

32      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 216/96, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει, όσον αφορά την παραπομπή μιας υποθέσεως κατόπιν της δημοσιεύσεως αποφάσεως των δικαστηρίων της Ένωσης, ότι, αν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94, τα μέτρα για την εκτέλεση μιας αποφάσεως των δικαστηρίων της Ένωσης η οποία ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ενός τμήματος προσφυγών ή του τμήματος μείζονος συνθέσεως του ΓΕΕΑ περιλαμβάνουν νέα εξέταση, από τα τμήματα προσφυγών, της υποθέσεως που αποτέλεσε το αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως, το προεδρείο αποφασίζει εάν η υπόθεση θα αναπεμφθεί στο τμήμα που εξέδωσε την απόφαση που ακυρώθηκε ή εάν θα παραπεμφθεί σε άλλο τμήμα ή στο τμήμα μείζονος συνθέσεως του ΓΕΕΑ.

33      Συναφώς, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ένα σημείο το οποίο αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, αντιθέτως προς όσα είχε κρίνει το ΓΕΕΑ, δεν εμπίπτει σε έναν από τους απολύτους λόγους απαραδέκτου τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, η ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της αποφάσεως του ΓΕΕΑ η οποία απορρίπτει την αίτηση καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι το ΓΕΕΑ, στο οποίο εναπόκειται να αντλήσει ενδεχομένως τις συνέπειες εκ του διατακτικού και του σκεπτικού της αποφάσεως το Γενικού Δικαστηρίου, θα κινήσει εκ νέου τη διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος και θα απορρίψει την αίτηση αυτή, εφόσον κρίνει ότι το οικείο σήμα εμπίπτει σε άλλο λόγο απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει η διάταξη αυτή [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Οκτωβρίου 2007, T-28/05, Ekabe International κατά ΓΕΕΑ – Ebro Puleva (OMEGA3), Συλλογή 2007, σ. II-4307, σκέψη 50].

34      Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), κατά την εξέταση απολύτων λόγων απαραδέκτου, το ΓΕΕΑ οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην εφαρμογή ενός απολύτου λόγου απαραδέκτου. Αν το ΓΕΕΑ διαπιστώσει την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που να δικαιολογούν την εφαρμογή ενός απολύτου λόγου απαραδέκτου, οφείλει να ενημερώσει σχετικώς τον αιτούντα την καταχώριση και να του παράσχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την αίτησή του ή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 37, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009) [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T-129/04, Develey κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα πλαστικής φιάλης), Συλλογή 2006, σ. II-811, σκέψεις 16 και 17, και της 9ης Ιουλίου 2008, T-302/06, Hartmann κατά ΓΕΕΑ (E), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42].

35      Προσθετέον ότι, κατά πάγια νομολογία, αρκεί να συντρέχει ένας από τους απολύτους λόγους απαραδέκτου που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, προκειμένου ένα σημείο να μη μπορεί να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα [βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-104/00 P, DKV κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2002, σ. I-7561, σκέψη 29, και του Πρωτοδικείου της 6ης Νοεμβρίου 2007, T-28/06, RheinsfelsQuellen H. Hövelmann κατά ΓΕΕΑ (VOM URSPRUNG HER VOLLKOMMEN), Συλλογή 2007, σ. II-4413, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

36      Εν προκειμένω, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως. Αντλώντας τις συνέπειες της αποφάσεως αυτής, στο σημείο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ακύρωσε την απόφαση του εξεταστή της 1ης Μαρτίου 2005, καθόσον ο τελευταίος κατέληξε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

37      Επιπλέον, κρίνοντας ότι ενδέχεται η υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση καταχωρίσεως να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ενός άλλου απολύτου λόγου απαραδέκτου παρατιθέμενου στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών προέβη ορθώς στην εκ νέου εξέταση της αιτήσεως αυτής.

38      Ωστόσο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου που βασίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 δεν ήταν πλέον δυνατό να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο της νέας εξετάσεως εκ μέρους του ΓΕΕΑ, κατά το μέτρο που, κατ’ αυτήν, ο λόγος αυτός έπρεπε να έχει εξετασθεί ήδη στην αρχή της διαδικασίας, πριν από την εξέταση του λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

39      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 απαριθμεί τους διαφόρους απολύτους λόγους απαραδέκτου που μπορούν να αποκλείσουν την καταχώριση ενός σήματος, χωρίς να διευκρινίζει ωστόσο τη σειρά κατά την οποία πρέπει να εξετάζονται οι λόγοι αυτοί.

40      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 26 αποφάσεις Philips και Linde κ.λπ. δεν προκύπτει ότι ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 συνιστά λόγο ο οποίος θα έπρεπε να εξετασθεί πριν από τον λόγο που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού.

41      Στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 26 απόφαση Linde κ.λπ. (σκέψη 67), το Δικαστήριο υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, διάταξη η οποία κατ’ ουσίαν ταυτίζεται με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94), προκύπτει σαφώς ότι έκαστος των λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως που παρατίθενται στη διάταξη αυτή είναι ανεξάρτητος των άλλων και χρήζει χωριστής εξετάσεως.

42      Στις προπαρατεθείσες στη σκέψη 26 αποφάσεις Philips και Linde κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι από το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας αποτελεί προκριματικό κώλυμα για την καταχώριση ενός σημείου που αποτελείται αποκλειστικώς από το σχήμα ενός προϊόντος έπεται ότι, αν πληρούται έστω και ένα από τα κριτήρια της διατάξεως αυτής, ένα τέτοιο σημείο δεν μπορεί να καταχωρισθεί ως σήμα (προπαρατεθείσα απόφαση Linde κ.λπ., σκέψη 44). Προσέθεσε ότι το σημείο αυτό ουδέποτε δύναται να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα με τη χρήση που του έγινε, υπό την έννοια της παραγράφου 3 της διατάξεως αυτής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 26 απόφαση Philips, σκέψεις 74 έως 76, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 26 απόφαση Linde κ.λπ., σκέψη 44).

43      Δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, και παράγραφος 3, της οδηγίας 89/104 ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, και παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, από τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 26 αποφάσεις Philips και Linde κ.λπ. προκύπτει ότι ένα σημείο το οποίο εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 40/94 ουδέποτε μπορεί να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, με τη χρήση που του έγινε, ενώ η πιθανότητα αυτή υφίσταται, κατά τη διάταξη αυτή, για τα σημεία τα οποία εμπίπτουν στους λόγους απαραδέκτου τους οποίους προβλέπουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του κανονισμού 207/2009).

44      Κατά συνέπεια, η εξέταση του σημείου υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 40/94, εφόσον καταλήγει στη διαπίστωση ότι πληρούται το ένα από τα κριτήρια τα οποία παραθέτει η διάταξη αυτή, απαλλάσσει από την υποχρέωση εξετάσεως του ίδιου σημείου υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ανωτέρω κανονισμού, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή είναι πρόδηλο ότι το εν λόγω σήμα δεν μπορεί να καταχωρισθεί (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-371/06, Benetton Group, Συλλογή 2007, σ. I-7709, σκέψη 26). Η απαλλαγή αυτή εξηγεί για ποιο λόγο είναι ενδιαφέρουσα η προηγούμενη εξέταση του σημείου υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 40/94 σε περίπτωση που είναι δυνατή η εφαρμογή πλειόνων από τους λόγους απαραδέκτου τους οποίους προβλέπει η εν λόγω παράγραφος 1, χωρίς ωστόσο η απαλλαγή αυτή να είναι δυνατό να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται υποχρέωση προηγούμενης εξετάσεως του ίδιου σημείου υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 40/94.

45      Εν προκειμένω, το ζήτημα αν το σχήμα του μεγαφώνου θα μπορούσε, με τη χρήση που του έγινε, να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα, μολονότι συζητήθηκε κατά το στάδιο της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, στο πλαίσιο της εξετάσεως της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, δεν συζητείται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει κανένας λόγος ο οποίος να κωλύει την εκ μέρους του τμήματος εξέταση του λόγου απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94, μετά την εξέταση του λόγου απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, υπενθυμίζεται δε επίσης ότι η νέα αυτή εξέταση είναι άσχετη προς το ζήτημα αν το επίμαχο σχήμα μεγαφώνου μπορεί να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα με τη χρήση που του έγινε.

47      Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εν προκειμένω, προβαίνοντας, αφού έκρινε ότι ένας νέος απόλυτος λόγος απαραδέκτου θα μπορούσε να έχει εφαρμογή εν προκειμένω, στην εξέταση του σημείου υπό το πρίσμα του λόγου τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94.

48      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΓΕΕΑ έχει επιτρέψει την καταχώριση, ως κοινοτικών σημάτων, τρισδιάστατων σημάτων με ορισμένο σχέδιο, η προσφεύγουσα κατέθεσε τις αποφάσεις του ΓΕΕΑ, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 19, αλλά το επιχείρημά της δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

49      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι οι σχετικές με την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος αποφάσεις που λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών δυνάμει του κανονισμού 40/94 εμπίπτουν σε δέσμια αρμοδιότητα και όχι σε διακριτική ευχέρεια. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα καταχωρίσεως ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει του κανονισμού αυτού, όπως έχει ερμηνευθεί από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι βάσει προγενέστερης πρακτικής του ΓΕΕΑ [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T-304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ – Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), Συλλογή 2008, σ. II-1927, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

50      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το ΓΕΕΑ έχει ήδη αναγνωρίσει, ενώπιον του Πρωτοδικείου, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, ότι το επίμαχο εν προκειμένω σήμα δεν ήταν δυνατό να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανεξαρτησίας του προέδρου και των μελών των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, που κατοχυρώνει το άρθρο 131, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 136, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009), τα πρόσωπα αυτά δεν δεσμεύονται από τη θέση που έλαβε το ΓΕΕΑ σε διαφορά ενώπιον του δικαστή της Ένωσης [απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 2009, T-402/07, Kaul κατά ΓΕΕΑ – Bayer (ARCOL), Συλλογή 2009, σ. II-737, σκέψη 99].

51      Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών δεν δεσμευόταν από τη θέση την οποία έλαβε το ΓΕΕΑ ενώπιον του Πρωτοδικείου όσον αφορά τον αισθητικό χαρακτήρα του επιμάχου εν προκειμένω σήματος, όπως επισημάνθηκε στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών όφειλε να εκθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους δεν την ακολούθησε (βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα στη σκέψη 50 απόφαση ARCOL, σκέψη 100).

52      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος που αφορά παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94 είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 40/94 και τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η ratio των απολύτων λόγων απαραδέκτου που προβλέπει η διάταξη αυτή της οδηγίας συνίσταται στην αποφυγή του ενδεχομένου να καταλήγει η προστασία του δικαιώματος επί του σήματος στην υπέρ του δικαιούχου δημιουργία μονοπωλίου όσον αφορά τεχνικές λύσεις ή πρακτικής φύσεως χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, τα οποία οι καταναλωτές ενδέχεται να αναζητήσουν στα προϊόντα των ανταγωνιστών (προπαρατεθείσα στη σκέψη 26 απόφαση Philips, σκέψη 78). Κατά την προσφεύγουσα, η νομολογία αυτή δεν αφορά τα σχήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του εν λόγω κανονισμού.

54      Υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι χρησιμοποιεί τη λέξη «αποκλειστικά». Κατ’ αυτήν, η ουσιαστική αξία του προϊόντος πρέπει να προέρχεται από όλα τα στοιχεία του σχήματος του προϊόντος αυτού και, αν η αξία του προϊόντος απορρέει από άλλα στοιχεία εκτός από το σχήμα, τα στοιχεία αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Το γεγονός ότι το εν λόγω σχήμα έχει διακριτό και ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος ενδεχομένως συντελεί στο να καταστεί το σήμα ελκυστικότερο και στο να έχει μεγαλύτερη αξία για τους καταναλωτές, δεν αρκεί για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94.

55      Όσον αφορά την αξία του επιμάχου προϊόντος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι στον τομέα δραστηριότητάς της, ο καταναλωτής λαμβάνει υπόψη και άλλα στοιχεία εκτός από το σχήμα, και συγκεκριμένα τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, το σήμα του και την εμπορική προώθησή του. Συναφώς, βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον, στις σκέψεις 27 και 28 της αποφάσεως αυτής, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι δεν ήταν καθοριστική, μεταξύ άλλων, η γνώση της ποιότητας του ήχου του επιμάχου μεγαφώνου, του τρόπου εμπορίας του ή της εικόνας του κατασκευαστή.

56      Περαιτέρω, η αξία του προϊόντος δεν πρέπει να συναρτάται με σχήματα έχοντα εξαιρετικό σχέδιο, το οποίο προσελκύει το βλέμμα ή υπαγορεύεται από αισθητικά κριτήρια, διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαν να καταχωρισθούν ως κοινοτικά σήματα μόνον συνηθισμένα σχήματα προϊόντων. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 αφορά σχήματα όπως κοσμήματα, γλυπτά ή άλλα έργα τέχνης, για τα οποία είναι φυσικό να εξαρτάται η αξία του προϊόντος σε μεγάλο βαθμό από το σχήμα του.

57      Τέλος, απλώς και μόνον το γεγονός ότι το σχήμα ενός προϊόντος, όπως είναι ένα ηχείο, έχει καταχωρισθεί εντός ενός ή πλειόνων κρατών μελών ως σχέδιο και μπορεί να προστατευθεί εντός της Ένωσης από το δικαίωμα του δημιουργού δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα αν το σχήμα αυτό μπορεί να προστατευθεί και ως σήμα.

58      Όσον αφορά το σχήμα του επιμάχου εν προκειμένω προϊόντος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο οικείος καταναλωτής θα έχει ως γνώμονα τη λειτουργία ή την ποιοτική απόδοση του προϊόντος, δηλαδή τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ηχείων, τη φήμη και τον πολυτελή χαρακτήρα του σήματος Bang & Olufsen, την εμπορική προώθηση του προϊόντος καθώς και το σχέδιο του προϊόντος αυτού.

59      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τη βασιμότητα του λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

60      Το σχήμα ενός προϊόντος περιλαμβάνεται μεταξύ των σημείων που δύνανται να συνιστούν σήμα. Τούτο προκύπτει, όσον αφορά το κοινοτικό σήμα, από το άρθρο 4 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009), κατά το οποίο κοινοτικό σήμα μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, όπως λέξεις, σχέδια, το σχήμα του προϊόντος και της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, C-48/09 P, Lego Juris κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Ωστόσο, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 40/97, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από το σχήμα που επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του προϊόντος, από το σχήμα του προϊόντος που είναι απαραίτητο για την επίτευξη ενός τεχνικού αποτελέσματος ή από το σχήμα που προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν.

62      Κατά τη νομολογία, καθένας από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως που απαριθμούνται στο άρθρο 7 του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του γενικού συμφέροντος που τον δικαιολογεί (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 απόφαση Lego Juris κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Ως εκ τούτου, όσον αφορά ορισμένα τρισδιάστατα σήματα που αποτελούνται από το σχήμα ενός προϊόντος και εμπίπτουν στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο ii, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο ii, του κανονισμού 207/2009), ο δικαστής της Ένωσης έχει επισημάνει ότι η ratio των απολύτων λόγων απαραδέκτου που προβλέπει η διάταξη αυτή της οδηγίας συνίσταται στην αποφυγή του ενδεχομένου να καταλήγει η προστασία του δικαιώματος επί του σήματος στην υπέρ του δικαιούχου δημιουργία μονοπωλίου όσον αφορά τεχνικές λύσεις ή πρακτικής φύσεως χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, τα οποία οι καταναλωτές ενδέχεται να αναζητήσουν στα προϊόντα των ανταγωνιστών (αποφάσεις Philips, προπαρατεθείσα στη σκέψη 26, σκέψη 78, Linde κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 26, σκέψη 72, και Lego Juris κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα στη σκέψη 60, σκέψη 43), διευκρινιζομένου ότι η καταχώριση των επιμάχων σημάτων ενδέχεται να παράσχει τη δυνατότητα στον δικαιούχο του σήματος αυτού να απαγορεύσει στις άλλες επιχειρήσεις όχι μόνον τη χρήση του ίδιου σχήματος, αλλά και τη χρήση παρόμοιων σχημάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Lego Juris κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 56).

64      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ratio αυτή δεν αφορά τα σχήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94. Ωστόσο από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ratio του λόγου απαραδέκτου της καταχωρίσεως τον οποίο αφορά η τελευταία αυτή διάταξη είναι διαφορετικής φύσεως από τη ratio την οποία δέχθηκε η νομολογία για τον λόγο απαραδέκτου της παραγράφου 1, στοιχείο ε΄, σημείο ii, του ίδιου άρθρου 7, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

65      Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας J. Ruiz-Jarabo Colomer στα σημεία 30 και 31 των προτάσεών του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στη σκέψη 26 απόφαση Philips, (Συλλογή 2002, σ. I-5478), η οποία αφορούσε το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 89/104, το οποίο ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 40/94, ο άμεσος σκοπός της απαγορεύσεως καταχωρίσεως σχημάτων καθαρά λειτουργικών ή τα οποία προσδίδουν ουσιώδη σημασία στο προϊόν είναι η αποτροπή του ενδεχομένου χρησιμοποιήσεως του αποκλειστικού και διαρκούς δικαιώματος που παρέχει το σήμα για την επ’ άπειρον παράταση της ισχύος άλλων δικαιωμάτων ως προς τα οποία ο νομοθέτης προέβλεψε «αποσβεστικές προθεσμίες».

66      Όπως και ο λόγος απαραδέκτου ο οποίος αφορά τα σχήματα των προϊόντων που είναι απαραίτητα για την επίτευξη ενός τεχνικού αποτελέσματος, ο λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως των σημάτων που αποτελούνται αποκλειστικώς από σχήματα που προσδίδουν ουσιαστική αξία στα προϊόντα συνίσταται στην αποτροπή της δημιουργίας μονοπωλίου επί τέτοιων σχημάτων.

67      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το επίμαχο σήμα δεν είναι δυνατό να εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94.

68      Αφενός, το επίμαχο σήμα όντως αποτελείται αποκλειστικώς από το σχήμα το οποίο αναπαράγεται στη σκέψη 2 της παρούσας αποφάσεως.

69      Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 40 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 10 αποφάσεως της 10ης Οκτωβρίου 2007, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ, διαπίστωση η οποία δεν αμφισβητείται, το εν λόγω σχήμα παριστά το σώμα ενός μεγαφώνου το οποίο αποτελείται από έναν κώνο που προσομοιάζει σε μολύβι ή αυλό του οποίου η αιχμή εφάπτεται σε τετράγωνη βάση και από ένα μακρύ παραλληλόγραμμο πλαίσιο το οποίο στηρίζεται σε μία μόνον πλευρά του κώνου και ενισχύει την εντύπωση ότι το βάρος του συνόλου αυτού στηρίζεται μόνο στην άκρη που μετά βίας αγγίζει τη βάση, έτσι ώστε το εν λόγω σύνολο σχηματίζει ένα εξαιρετικό σχέδιο δυνάμενο να απομνημονευθεί εύκολα.

70      Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη του άλλα στοιχεία και όχι το σχήμα, ιδίως δε τα τεχνικά χαρακτηριστικά του επιμάχου προϊόντος, και να διαπιστώσει ότι το σχήμα δεν προσδίδει ουσιαστική σημασία στο εν λόγω προϊόν, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί της συνεκτιμήσεως της απόψεως του ενδιαφερομένου κοινού στην περίπτωση υποθέσεως αφορώσας την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο ii, του κανονισμού 40/94.

71      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, όπου η αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη, διότι είναι ουσιώδης για τον καθορισμό του αν το σημείο που κατατέθηκε προκειμένου να καταχωρισθεί ως σήμα είναι ικανό να διακρίνει τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση, μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στο πλαίσιο της παραγράφου 1, στοιχείο ε΄, του εν λόγω άρθρου (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 απόφαση Lego Juris κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Το Δικαστήριο έκρινε ότι το πώς αντιλαμβάνεται κατά τεκμήριο το σημείο ο μέσος καταναλωτής δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την εφαρμογή του λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο ii, του κανονισμού 40/94, αλλά μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να αποτελέσει χρήσιμο στοιχείο εκτιμήσεως για την αρμόδια αρχή, κατά τον προσδιορισμό των ουσιωδών χαρακτηριστικών του σημείου (προπαρατεθείσα στη σκέψη 60 απόφαση Lego Juris κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 76).

73      Εν προκειμένω, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94, επισημαίνεται ότι, για το επίμαχο προϊόν, το σχέδιο αποτελεί στοιχείο το οποίο θα είναι πολύ σημαντικό για την επιλογή στην οποία θα προβεί ο καταναλωτής, ακόμη και αν ο καταναλωτής λάβει υπόψη και άλλα χαρακτηριστικά του επιμάχου προϊόντος.

74      Συγκεκριμένα, το σχήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε εμφαίνει ένα εντελώς ιδιόμορφο σχέδιο και η προσφεύγουσα ομολογεί, ιδίως στο σημείο 92 του δικογράφου της προσφυγής, ότι το σχέδιο αυτό αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της στρατηγικής του σήματός της και ότι αυξάνει την ελκυστικότητα του επιμάχου προϊόντος, δηλαδή την αξία του.

75      Εξάλλου, από τα στοιχεία που παρατίθενται στο σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή από αποσπάσματα ιστοσελίδων διανομέων, πλειστηριασμών ή πωλήσεως μεταχειρισμένων προϊόντων, προκύπτει ότι τα αισθητικά χαρακτηριστικά του σχήματος αυτού τονίζονται πρωταρχικώς και ότι το σχήμα αυτό θεωρείται ως ένα είδος γνήσιου, κομψού και διαχρονικού γλυπτού για την αναπαραγωγή μουσικής, πράγμα το οποίο καθιστά το σχήμα ουσιώδες στοιχείο ως επιχείρημα για την προώθηση των πωλήσεων.

76      Συνεπώς, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, ανεξαρτήτως των λοιπών χαρακτηριστικών του επιμάχου προϊόντος, το σχήμα για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση παρέχει ουσιαστική αξία στο εν λόγω προϊόν.

77      Επιπλέον, το γεγονός ότι το σχήμα θεωρείται ότι παρέχει ουσιαστική αξία στο προϊόν δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος, όπως τα τεχνικά χαρακτηριστικά εν προκειμένω, να παρέχουν σημαντική αξία στο επίμαχο προϊόν.

78      Ως εκ τούτου, ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι το επίμαχο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94.

79      Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σημείο iii, του κανονισμού 40/94 δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

80      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Bang & Olufsen A/S στα δικαστικά έξοδα.

Truchot

Martins Ribeiro

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.