Language of document : ECLI:EU:C:2024:581

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 4ης Ιουλίου 2024 (1)

Υπόθεση C295/23

Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft UG

κατά

Rechtsanwaltskammer München,

παρισταμένων των:

SIVE Beratung und Beteiligung GmbH,

Daniel Halmer

[αίτηση του Bayerischer Anwaltsgerichtshof
(δικαστηρίου δικηγορικών υποθέσεων Βαυαρίας, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Συμμετοχή εμπορικής εταιρίας στο κεφάλαιο δικηγορικής εταιρίας – Ανάκληση της άδειας άσκησης επαγγέλματος δικηγορικής εταιρίας λόγω της συμμετοχής αυτής»






1.        Η διαφορά από την οποία πηγάζει η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το ζήτημα αν αυστριακή εταιρία η οποία δεν έχει λάβει άδεια παροχής νομικών συμβουλών δικαιούται να αποκτήσει μερίδιο στο εταιρικό κεφάλαιο δικηγορικής εταιρίας η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στη Γερμανία.

2.        Η διαφορά ανέκυψε λόγω του ότι ο Rechtsanwaltskammer München (δικηγορικός σύλλογος Μονάχου, στο εξής: δικηγορικός σύλλογος) απαγόρευσε την απόκτηση αυτού του εταιρικού μεριδίου θεωρώντας ότι παραβιάζει τη νομοθεσία που διέπει το δικηγορικό επάγγελμα στη Γερμανία (2). Σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, επιτρεπόταν η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω δικηγορικών εταιριών που λειτουργούσαν υπό τη νομική μορφή κεφαλαιουχικών εταιριών, στις οποίες δικαίωμα συμμετοχής είχαν αποκλειστικά όσοι ασκούσαν συγκεκριμένα επαγγέλματα.

3.        Προκειμένου να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει:

–        εάν, σε περίπτωση χρηματικής επένδυσης σε δικηγορική εταιρία, η οποία συνεπάγεται ορισμένο βαθμό επιρροής στη διαχείριση της εταιρίας αυτής, η επένδυση αυτή πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα ορισμένης θεμελιώδους ελευθερίας της Συνθήκης ΛΕΕ και, ενδεχομένως, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ (3).

–        εάν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αφενός επιφυλάσσει τη συμμετοχή σε δικηγορικές εταιρίες μόνο σε δικηγόρους και στα πρόσωπα που ασκούν συγκεκριμένα μόνον επαγγέλματα (αποκλείοντας άλλα επαγγέλματα), αφετέρου επιφυλάσσει σε κάθε περίπτωση μόνο στους δικηγόρους το δικαίωμα κατοχής της πλειοψηφίας των εταιρικών μεριδίων και των ψήφων.

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης. H οδηγία 2006/123

4.        Η αιτιολογική σκέψη 73 μνημονεύει τα εξής:

«Μεταξύ των απαιτήσεων που πρέπει να εξεταστούν συγκαταλέγονται οι εθνικοί κανόνες οι οποίοι, για λόγους που δεν έχουν σχέση με τα επαγγελματικά προσόντα, επιφυλάσσουν την πρόσβαση σε ορισμένες δραστηριότητες σε συγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση του παρόχου των υπηρεσιών να έχει συγκεκριμένη νομική μορφή, και ιδίως να είναι νομικό πρόσωπο, προσωπική εταιρεία, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή εταιρεία που ανήκει αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα, καθώς και απαιτήσεις που αφορούν την κατοχή του κεφαλαίου μιας εταιρείας, και ιδίως την υποχρέωση διάθεσης ελάχιστου κεφαλαίου για ορισμένες δραστηριότητες ή ύπαρξης συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων για την κατοχή του εταιρικού κεφαλαίου ή τη διοίκηση ορισμένων εταιρειών […]».

5.        Η αιτιολογική σκέψη 77 έχει ως εξής:

«Όταν ένας πάροχος υπηρεσιών μετακινείται σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να παράσχει υπηρεσίες, θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ καταστάσεων όπου ισχύει η ελευθερία εγκατάστασης και όσων καλύπτονται από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών λόγω του προσωρινού χαρακτήρα των εν λόγω δραστηριοτήτων. Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ ελευθερίας εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών αντίστοιχα, […] το βασικό στοιχείο είναι εάν ο οικονομικός φορέας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος στο οποίο παρέχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Εάν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος στο οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του, ισχύει η ελευθερία εγκατάστασης. Εάν, αντίθετα, ο οικονομικός φορέας δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία, οι δραστηριότητές του θα πρέπει να καλύπτονται από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. […] [Η] προσωρινή φύση των δραστηριοτήτων αυτών θα πρέπει να αξιολογείται όχι μόνο βάσει της διάρκειας των υπηρεσιών, αλλά επίσης βάσει της συχνότητας, της περιοδικότητας ή της συνέχειάς τους […]».

6.        Η αιτιολογική σκέψη 88 διαλαμβάνει ότι:

«Η διάταξη περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, σε ένα κράτος μέλος μία δραστηριότητα επιφυλάσσεται σε συγκεκριμένο επάγγελμα, όπως συμβαίνει, π.χ., με την απαίτηση που ορίζει ότι οι νομικές συμβουλές παρέχονται αποκλειστικά από δικηγόρους».

7.        Κατά το άρθρο 3 («Σχέσεις με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου»):

«1.      Αν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης κοινοτικής πράξης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα, η διάταξη της άλλης κοινοτικής πράξης υπερισχύει και εφαρμόζεται σ’ αυτούς τους ειδικούς τομείς ή τα ειδικά επαγγέλματα. Στις εν λόγω πράξεις συμπεριλαμβάνονται:

[…]».

8.        Το άρθρο 4 («Ορισμοί») προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

[…]

8)      ως “επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος” νοούνται οι λόγοι που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι στη νομολογία του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων λόγων: δημόσια τάξη· δημόσια ασφάλεια· […] προστασία των καταναλωτών, των αποδεκτών υπηρεσιών […]·

9)      ως “αρμόδια αρχή” νοείται κάθε όργανο ή φορέας που είναι υπεύθυνος σε ένα κράτος μέλος για τον έλεγχο ή τη ρύθμιση δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται κυρίως οι διοικητικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων που ενεργούν με την ιδιότητα αυτή, οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι επαγγελματικές ενώσεις ή οργανώσεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της νομικής αυτονομίας τους, ρυθμίζουν με συλλογικό τρόπο την πρόσβαση στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή τους·

[…]

11)      ως “νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα” νοείται δραστηριότητα ή σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 2005/36/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22]·

[…]».

9.        Το άρθρο 9 («Συστήματα χορήγησης άδειας») προβλέπει ότι:

«1.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας, παρά μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      το σύστημα χορήγησης άδειας δεν εισάγει διακρίσεις εις βάρος του παρόχου της υπηρεσίας·

β)      η ανάγκη ύπαρξης συστήματος χορήγησης άδειας δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·

γ)      ο επιδιωκόμενος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό μέτρο, ιδίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα λάμβαναν χώρα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί.

2.      Στην έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο α), τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τα συστήματά τους για τη χορήγηση άδειας και τεκμηριώνουν τη συμβατότητά τους με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.      Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις πτυχές των συστημάτων χορήγησης άδειας που διέπονται αμέσως ή εμμέσως από άλλες κοινοτικές πράξεις.»

10.      Το άρθρο 11 («Διάρκεια της άδειας»), παράγραφος 4, ορίζει τα εξής:

«Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να ανακαλούν τις άδειες, όταν παύσουν πλέον να ισχύουν οι προϋποθέσεις χορήγησης των αδειών.»

11.      Το άρθρο 15 («Απαιτήσεις που πρέπει να αξιολογηθούν») ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά τους συστήματα προβλέπουν απαιτήσεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι συμβατές με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3. Τα κράτη μέλη προσαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τους ώστε να είναι συμβατές με τις εν λόγω προϋποθέσεις.

2.      Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά τους συστήματα εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της από την τήρηση των ακόλουθων απαιτήσεων που δεν εισάγουν διακρίσεις:

[…]

γ)      απαιτήσεις όσον αφορά την κατοχή του κεφαλαίου εταιρείας·

[…]

3.      Τα κράτη μέλη ελέγχουν εάν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      μη εισαγωγή διακρίσεων: οι απαιτήσεις δεν πρέπει να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, ανάλογα με την έδρα τους·

β)      αναγκαιότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος·

γ)      αναλογικότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να
εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου, το ίδιο δε αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

[…]»

12.      Το άρθρο 25 («Δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων») ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι να μην υπόκεινται σε απαιτήσεις που τους υποχρεώνουν να ασκούν αποκλειστικά συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που περιορίζουν την άσκηση από κοινού ή σε εταιρική σχέση διαφορετικών δραστηριοτήτων.

Εντούτοις, οι ακόλουθοι πάροχοι μπορούν να υπόκεινται σε τέτοιες απαιτήσεις:

α)      τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, κατά τον βαθμό που αυτό δικαιολογείται για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και συμπεριφοράς οι οποίοι ποικίλλουν λόγω της ιδιαιτερότητας του κάθε επαγγέλματος, και που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας τους·

[…]

2.      Όταν επιτρέπεται η άσκηση δραστηριοτήτων πολλαπλών ειδικοτήτων μεταξύ των παρόχων που μνημονεύουν τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

α)      να προλαμβάνονται οι συγκρούσεις συμφερόντων και τα ασυμβίβαστα μεταξύ ορισμένων δραστηριοτήτων·

β)      να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία που απαιτούν ορισμένες δραστηριότητες·

γ)      να εξασφαλίζεται ότι οι επαγγελματικοί δεοντολογικοί κανόνες διαφορετικών δραστηριοτήτων συμβιβάζονται μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο.

[…]»

Β.      Το εθνικό δίκαιο. Ο BRAO

13.      Το άρθρο 59a είχε ως εξής (4):

«(1)      Οι δικηγόροι μπορούν να συνεταιρίζονται με μέλη δικηγορικού συλλόγου, δικηγόρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, φοροτεχνικούς συμβούλους, φορολογικούς εκπροσώπους, οικονομικούς ελεγκτές ή ορκωτούς λογιστές, με σκοπό την άσκηση από κοινού του επαγγέλματός τους, έκαστος στο πλαίσιο των επαγγελματικών του καθηκόντων. […]

(2)      Οι δικηγόροι μπορούν επίσης να ασκούν από κοινού το επάγγελμά τους:

1.      με πρόσωπα που ασκούν δικηγορικό επάγγελμα από άλλο κράτος, τα οποία […] έχουν δικαίωμα εγκατάστασης σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κώδικα και διατηρούν δικηγορικό γραφείο στην αλλοδαπή,

2.      με δικηγόρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, φοροτεχνικούς συμβούλους, φορολογικούς εκπροσώπους, οικονομικούς ελεγκτές ή ορκωτούς λογιστές από άλλα κράτη που ασκούν, από άποψη κατάρτισης και καθηκόντων, επάγγελμα εξομοιούμενο με τα επαγγέλματα που προβλέπονται στον Pastentanwaltsordnung [(κανονισμό περί δικηγόρων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας)], στον Steuerberatungsgesetz [(νόμο περί φοροτεχνικών συμβούλων)] ή στον Wirtschaftsprüferordnung [(κανονισμό περί ελέγχου οικονομικών καταστάσεων από ορκωτούς λογιστές)], και που έχουν δικαίωμα να ασκούν από κοινού την επαγγελματική τους δραστηριότητα με τους δικηγόρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, τους φοροτεχνικούς συμβούλους, τους οικονομικούς ελεγκτές ή τους ορκωτούς λογιστές σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κώδικα.

[…]»

14.      Το άρθρο 59c επέτρεπε την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω δικηγορικών εταιριών υπό τη μορφή κεφαλαιουχικών εταιριών.

15.      Το άρθρο 59e όριζε τα εξής:

«(1)      Εταίροι δικηγορικής εταιρίας μπορούν να είναι μόνον οι δικηγόροι και οι επαγγελματίες που μνημονεύονται στο άρθρο 59a, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 2. Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέσω της δικηγορικής εταιρίας. […]

(2)      Οι δικηγόροι πρέπει να έχουν την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων και των δικαιωμάτων ψήφου. Τα πρόσωπα που δεν έχουν δικαίωμα άσκησης ενός από τα επαγγέλματα της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

(3)      Τα μερίδια της δικηγορικής εταιρίας δεν πρέπει να κατέχονται για λογαριασμό τρίτων και τρίτοι δεν μπορούν να συμμετέχουν στα κέρδη της δικηγορικής εταιρίας.

(4)      Οι εταίροι μπορούν να εξουσιοδοτούν για την άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων τους μόνον εταίρους που έχουν δικαίωμα ψήφου και ασκούν το ίδιο επάγγελμα ή είναι δικηγόροι.»

16.      Κατά το άρθρο 59f:

«(1)      Η δικηγορική εταιρία πρέπει να διοικείται με υπευθυνότητα από δικηγόρους. Οι διαχειριστές πρέπει να είναι κατά πλειοψηφία δικηγόροι.

(2)      Διαχειριστές μπορούν να είναι μόνον τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα άσκησης κάποιου από τα επαγγέλματα που μνημονεύονται στο άρθρο 59e, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο.

[…]

(4)      Η ανεξαρτησία των δικηγόρων που είναι διαχειριστές ή πληρεξούσιοι κατά την έννοια της παραγράφου 3 πρέπει να διασφαλίζεται κατά την άσκηση του δικηγορικού τους επαγγέλματος. Απαγορεύεται οι εταίροι να ασκούν επιρροή, ιδίως με την παροχή οδηγιών ή μέσω συμβατικών εξαρτήσεων.»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα

17.      Η Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft UG (στο εξής: Halmer UG) είναι δικηγορική εταιρία που λειτουργεί στη Γερμανία υπό τη μορφή της haftungsbeschränkte Unternehmergesellschaft (εμπορικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης). Διαχειριστής και μοναδικός εταίρος της ήταν αρχικώς ο D. Halmer.

18.      Με σύμβαση της 31ης Μαρτίου 2021, 51 από τα 100 εταιρικά μερίδια μεταβιβάσθηκαν από τον D. Halmer στη SIVE Beratung und Beteiligung GmbH (στο εξής: SIVE), εταιρία περιορισμένης ευθύνης αυστριακού δικαίου, η οποία δεν κατέχει άδεια παροχής νομικών συμβουλών ούτε στη Γερμανία ούτε στην Αυστρία. Παράλληλα, τροποποιήθηκε το καταστατικό της Halmer UG, προκειμένου να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία της διαχείρισης, η οποία επιφυλάσσεται μόνο στους δικηγόρους.

19.      Στις 19 Μαΐου 2021 ο δικηγορικός σύλλογος δήλωσε στη Halmer UG ότι η μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων στη SIVE είναι αντίθετη στον BRAO, ιδίως στα άρθρα 59a και επόμενα, με αποτέλεσμα η άδεια άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος της Halmer UG να πρέπει να ανακληθεί, εφόσον εμμείνει στη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων.

20.      Στις 26 Μαΐου 2021 η Halmer UG δήλωσε στον δικηγορικό σύλλογο ότι εμμένει στη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων και τον κάλεσε να εκδώσει απόφαση.

21.      Στις 9 Νοεμβρίου 2021 ο δικηγορικός σύλλογος ανακάλεσε την άδεια άσκησης επαγγέλματος της Halmer UG.

22.      Στις 26 Νοεμβρίου 2021 η Halmer UG άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του δικηγορικού συλλόγου ενώπιον του Bayerischer Anwaltsgerichtshof (δικαστηρίου δικηγορικών υποθέσεων Βαυαρίας, Γερμανία), το οποίο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«[1)]      Συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ το γεγονός ότι η νομοθεσία κράτους μέλους επιβάλλει την ανάκληση της άδειας άσκησης επαγγέλματος σε περίπτωση κατά την οποία:

[α]      μερίδιο της δικηγορικής εταιρίας μεταβιβάζεται σε πρόσωπο που δεν πληροί τις ειδικές επαγγελματικές προϋποθέσεις που συνδέονται, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους, με την απόκτηση εταιρικού μεριδίου; Σύμφωνα με αυτή, μερίδιο δικηγορικής εταιρίας μπορεί να αποκτήσει μόνο δικηγόρος ή μέλος δικηγορικού συλλόγου, δικηγόρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, φοροτεχνικός σύμβουλος, φορολογικός εκπρόσωπος, οικονομικός ελεγκτής ή ορκωτός λογιστής, πρόσωπο που ασκεί δικηγορικό επάγγελμα από άλλο κράτος, το οποίο έχει δικαίωμα παροχής νομικών συμβουλών στην εθνική επικράτεια, καθώς και δικηγόρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, φοροτεχνικός σύμβουλος, φορολογικός εκπρόσωπος, οικονομικός ελεγκτής ή ορκωτός λογιστής από άλλο κράτος που έχει λάβει άδεια άσκησης των εν λόγω δραστηριοτήτων στην εθνική επικράτεια, ή ιατρός ή φαρμακοποιός,

[β]      ένας εταίρος πληροί μεν τις ειδικές προϋποθέσεις του σημείου [α], πλην όμως δεν δραστηριοποιείται επαγγελματικά μέσω της δικηγορικής εταιρίας;

[γ]      λόγω της μεταβίβασης ενός ή πλειόνων εταιρικών μεριδίων ή δικαιωμάτων ψήφου, οι δικηγόροι δεν έχουν πλέον την πλειοψηφία;

[2)]      Συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ το γεγονός ότι εταίρος ο οποίος δεν έχει δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος κατά την έννοια του σημείου [1. α] δεν έχει δικαίωμα ψήφου, μολονότι το καταστατικό της εταιρίας περιέχει ρήτρες για την προστασία της ανεξαρτησίας των ασκούντων νομικά επαγγέλματα και των δικηγορικών δραστηριοτήτων της εταιρίας, οι οποίες διασφαλίζουν ότι η εταιρία εκπροσωπείται μόνον από δικηγόρους ως διαχειριστές ή πληρεξούσιους, ότι οι εταίροι και η συνέλευση των εταίρων απαγορεύεται να επηρεάζουν τη διαχείριση της εταιρίας με την παροχή οδηγιών ή εμμέσως με την απειλή δυσμενών συνεπειών, ότι οι αντίθετες αποφάσεις των εταίρων είναι άκυρες και ότι η υποχρέωση εχεμύθειας του δικηγόρου επεκτείνεται στους εταίρους και στα εξουσιοδοτημένα από αυτούς πρόσωπα;

[3)]      Πληρούν οι περιορισμοί που αναφέρονται στα σημεία [1.α και 2] τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως γʹ της οδηγίας 2006/123/ΕΚ […], προκειμένου να δικαιολογηθεί ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών;

[4)]      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν θίγεται το δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (σημεία [1 και 2]) και ότι δεν υφίσταται παραβίαση της οδηγίας [2006/123] (σημείο [3]):

προσβάλλουν οι περιορισμοί που αναφέρονται στα σημεία [1 και 2] το δικαίωμα [της SIVE] στην ελευθερία εγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαΐου 2023.

24.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Halmer UG, η SIVE, ο δικηγορικός σύλλογος, η Γερμανική, η Αυστριακή, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Απριλίου 2024 παρέστησαν όλοι, πλην της Γαλλικής Κυβέρνησης, καθώς και η Κροατική και η Σλοβενική Κυβέρνηση.

IV.    Ανάλυση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

25.      Το αιτούν δικαστήριο (5) καλείται να αποφανθεί επί διαφοράς με αντικείμενο την ανάκληση της άδειας άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος που είχε λάβει δικηγορική εταιρία.

26.      Κατά την άποψη του δικηγορικού συλλόγου, η δικηγορική εταιρία της οποίας η άδεια άσκησης επαγγέλματος ανακλήθηκε παρέβη μια σειρά απαιτήσεων που προβλέπει ο BRAO και συνίστανται, συγκεκριμένα, στο ότι:

–        οι εταίροι πρέπει να είναι δικηγόροι ή να ασκούν συγκεκριμένα ελεύθερα επαγγέλματα.

–        οι εταίροι πρέπει να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέσω της δικηγορικής εταιρίας.

–        την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων και των δικαιωμάτων ψήφου πρέπει να έχουν δικηγόροι.

27.      Συνοπτικώς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι εν λόγω απαιτήσεις, τις οποίες επιβάλλει η εθνική νομοθεσία:

–        συνιστούν ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ,

–        δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2006/123 προκειμένου να δικαιολογηθεί ο περιορισμός της πρόσβασης σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή της άσκησής της,

–        θίγουν, επικουρικώς, την ελευθερία εγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

28.      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο, μολονότι προκρίνει το άρθρο 63 ΣΛΕΕ, εντούτοις υποβάλλει τα ερωτήματά του και υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2006/123, θα πρέπει προκαταρκτικώς να προσδιορισθεί η ελευθερία που θίγεται άμεσα.

29.      Εκτιμώ ότι είναι δυνατόν να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο ενιαία απάντηση επί του συνόλου των ερωτημάτων του.

Β.      Ελευθερίες που θίγονται στην υπόθεση αυτή

1.      Ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων ή ελευθερία εγκαταστάσεως;

30.      Εθνικές διατάξεις οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε περιπτώσεις εταιρικών συμμετοχών που αποκτώνται με μοναδικό σκοπό την πραγματοποίηση χρηματικής επένδυσης, χωρίς πρόθεση άσκησης επιρροής στη διαχείριση και στον έλεγχο της εταιρίας, πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρο 63 ΣΛΕΕ) (6).

31.      Αντιθέτως, εθνική ρύθμιση «η οποία εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση εταιρικών συμμετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της» εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως (7).

32.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι στην υπό κρίση υπόθεση θίγεται η ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Λαμβάνει μεν υπόψη το γεγονός ότι το 51 % των εταιρικών μεριδίων της Halmer UG μεταβιβάσθηκε στη SIVE, πλην όμως εκτιμά ότι το στοιχείο αυτό δεν σημαίνει από μόνο του ότι η SIVE είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της Halmer UG.

33.      Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου:

–        Η καθοριστική επιρροή δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ποσοστό των εταιρικών μεριδίων, αλλά και από το καθεστώς λειτουργίας της εταιρίας βάσει του καταστατικού της.

–        Το καταστατικό της Halmer UG, όπως τροποποιήθηκε προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων στη SIVE, δεν παρέχει στην τελευταία τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της δικηγορικής εταιρίας (8).

–        Επομένως, πρόκειται για επένδυση λεγόμενη «χαρτοφυλακίου», δηλαδή επένδυση επιχειρούμενη με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως (9).

34.      Το ποσοστό συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο αποτελεί σημαντικό στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον ο επενδυτής αποκτά επιρροή λόγω της συμμετοχής αυτής. Ωστόσο, δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία του εταιρικού κεφαλαίου παρέχει από μόνη της τη δυνατότητα άσκησης αναμφισβήτητης επιρροής επί της εταιρίας (10). Αντιστρόφως, η άσκηση τέτοιας επιρροής μπορεί να είναι δυνατή ακόμη και με μικρότερη συμμετοχή (11).

35.      Η κατοχή του 51 % του εταιρικού κεφαλαίου της Halmer UG από τη SIVE αποτελεί στοιχείο το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να αντισταθμιστεί από άλλους παράγοντες που αποκλείουν το ενδεχόμενο να αποκτήσει η SIVΕ αναμφισβήτητη επιρροή επί της δραστηριότητας της Halmer UG. Η εκτεθείσα από το αιτούν δικαστήριο τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας (12) κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.

36.      Πρόκειται για πραγματικό ζήτημα, η εκτίμηση και η επίλυση του οποίου εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Εάν, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, η επένδυση επιχειρήθηκε από τη SIVΕ με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση άσκησης επιρροής στη διαχείριση, η ανάλυση θα πρέπει να επικεντρωθεί στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

37.      Εντούτοις, η ανάλυση δεν πρέπει να στηριχθεί στις συγκεκριμένες περιστάσεις της επιχειρηθείσας επένδυσης, αλλά σε μια γενικότερη και πιο αφηρημένη προσέγγιση του σκοπού της επίμαχης ρύθμισης.

38.      Όπως υπογραμμίζουν η Γερμανική, η Αυστριακή, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση έχει ως αντικείμενο την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα και στις προϋποθέσεις άσκησής του (13). Αυτό είναι το αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της ελευθερίας που θίγεται.

39.      Ο BRAO εντάσσεται σε ένα σύνολο πράξεων που αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των δικηγόρων. Προς τον σκοπό αυτόν, αποκλείει τη συμμετοχή σε δικηγορική εταιρία προσώπων που έχουν αμιγώς οικονομικό συμφέρον και δεν υπόκεινται στους κανόνες δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος (14).

40.      Φαίνεται ότι ο Γερμανός νομοθέτης δεν επιθυμεί επενδυτές τρίτοι προς το δικηγορικό επάγγελμα (με εξαίρεση τα πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια άσκησης ορισμένων επαγγελμάτων τα οποία ο BRAO εξομοιώνει προς το δικηγορικό επάγγελμα) να ασκούν όχι μόνο καθοριστική, αλλά οποιαδήποτε επιρροή στη λειτουργία μιας δικηγορικής εταιρίας (15).

41.      Επομένως, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η χρηματική επένδυση σε δικηγορική εταιρία από πρόσωπα τρίτα προς το δικηγορικό επάγγελμα (ή προς τα επαγγέλματα που εξομοιώνονται προς το δικηγορικό επάγγελμα) συνεπάγεται άσκηση επιρροής ικανής να στρεβλώσει την άσκηση του επαγγέλματος αυτού.

42.      Η απαγόρευση εισφοράς κεφαλαίων στις εταιρίες αυτές που προβλέπεται για όσους δεν ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα (ή τα εξομοιούμενα προς αυτό επαγγέλματα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία) περιορίζει την ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 49 ΣΛΕΕ), η οποία θίγεται πρωτίστως.

43.      Υπό το πρίσμα αυτό, ο ενδεχόμενος περιορισμός του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων συνιστά απλώς παράπλευρη και δευτερεύουσα συνέπεια μιας ρύθμισης της οποίας ο πρωταρχικός σκοπός είναι διαφορετικής φύσης. Η ρύθμιση αυτή περιορίζει σημαντικά την εγκατάσταση των οικονομικών φορέων μέσω της συμμετοχής τους στις κεφαλαιουχικές εταιρίες που δικαιούνται να παρέχουν νομικές συμβουλές, οι οποίες επιφυλάσσονται αποκλειστικά στους δικηγόρους.

44.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν χρειάζεται να εξετασθεί η εν λόγω ρύθμιση αυτοτελώς υπό το πρίσμα του άρθρου 63 ΣΛΕΕ.

2.      Άρθρο 49 ΣΛΕΕ ή οδηγία 2006/123;

45.      Ακολούθως πρέπει να καθορισθεί αν η επίμαχη ρύθμιση πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ή της οδηγίας 2006/123.

46.      Η οδηγία 2006/123 θεσπίζει τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών (άρθρο 1, παράγραφος 1).

47.      Το Δικαστήριο αποδίδει γενική υπεροχή στην οδηγία 2006/123: όταν ένας περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, παρέλκει η εξέτασή του και υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (16).

48.      Κατά συνέπεια, οι επίμαχες εθνικές διατάξεις πρέπει να αντιπαραβληθούν με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/123, η οποία κατ’ αρχήν εφαρμόζεται στις νομικές υπηρεσίες που παρέχουν οι δικηγόροι (17).

49.      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123, αν οι διατάξεις της οδηγίας αυτής έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης πράξης της Ένωσης «που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα», η διάταξη της άλλης πράξης της Ένωσης υπερισχύει.

50.      Ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε τις οδηγίες 77/249/ΕΟΚ (18) και 98/5/ΕΚ (19) για τη διευκόλυνση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στα κράτη μέλη. Οι οδηγίες αυτές δεν περιέχουν ειδικές διατάξεις σχετικά με την απόκτηση μεριδίων σε δικηγορικές εταιρίες ή με την άσκηση δικαιωμάτων ψήφου στις εταιρίες αυτές.

51.      Η οδηγία 98/5 «δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και την άσκησή του […]» (20). Ειδικότερα, το άρθρο 11, σχετικά με τη «συλλογική άσκηση του επαγγέλματος» των δικηγόρων, προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν αυτή τη μορφή άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας.

52.      Το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτό ότι «ελλείψει ειδικών κοινοτικών κανόνων, κάθε κράτος μέλος είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερο να ρυθμίζει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην επικράτειά του […]. Οι ισχύοντες για το επάγγελμα αυτό κανόνες μπορούν, ως εκ τούτου, να διαφέρουν ουσιωδώς από κράτος μέλος σε κράτος μέλος» (21).

53.      Επομένως, σύμφωνα με το ισχύον σήμερα δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιτρέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών. Θεωρώ, αντιθέτως προς την Επιτροπή, ότι τα κράτη μέλη, αναλόγως της αντίληψής τους περί του ρόλου του δικηγόρου, αφενός, και για λόγους δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση, αφετέρου, θα μπορούσαν να απαγορεύουν τελείως αυτή τη συλλογική μορφή άσκησης του επαγγέλματος (22).

54.      Υπό αυτές τις συνθήκες (δηλαδή ελλείψει εναρμόνισης ειδικά στον τομέα αυτόν στο ισχύον δίκαιο της Ένωσης), τα κράτη που επιτρέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών έχουν δικαίωμα να επιβάλλουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη δομή και τη λειτουργία των εν λόγω εταιριών (23).

55.      Ωστόσο, δεδομένων των διαφορών μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα αυτόν (24), αν ένα κράτος μέλος επιτρέπει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών, όπως εν προκειμένω, οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα της οδηγίας 2006/123.

56.      Υπενθυμίζεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορούσε να είχε επιλέξει την πλήρη απαγόρευση της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών, χωρίς αυτό να θίγει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που έχει κατοχυρώσει η Ένωση. Δεδομένου όμως ότι επιτρέπει τη σύσταση και την εγκατάσταση εταιριών αυτής της μορφής, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ελεύθερη άσκηση της δραστηριότητάς τους πρέπει να συνάδουν ιδίως με την οδηγία 2006/123, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να αξιολογούνται.

57.      Στο πλαίσιο της αξιολόγησης αυτής πρέπει να εξετασθεί: α) αν τα επίμαχα εθνικά μέτρα συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, και β) σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, κατά πόσον είναι δεόντως αιτιολογημένα.

 Γ.      Εξέταση του περιορισμού

 1.      Επί της ύπαρξης του περιορισμού

58.      Ο περιορισμός είναι απόρροια των προϋποθέσεων που προβλέπει ο BRAO για τη συμμετοχή σε δικηγορική εταιρία. Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει τις προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες είναι οι εξής:

–        Ο εταίρος πρέπει να είναι δικηγόρος, δικηγόρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, φοροτεχνικός σύμβουλος, φορολογικός εκπρόσωπος, οικονομικός ελεγκτής, ορκωτός λογιστής (25), ιατρός ή φαρμακοποιός (26).

–        Η πλειοψηφία του εταιρικού κεφαλαίου πρέπει να ανήκει σε δικηγόρους.

–        Ο εταίρος πρέπει να δραστηριοποιείται επαγγελματικά μέσω της εταιρίας.

–        Η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου πρέπει να ανήκει σε δικηγόρους.

59.      Φρονώ ότι στην υπό κρίση υπόθεση αναμφίβολα υφίσταται περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Η εφαρμογή του BRAO εμποδίζει την εγκατάσταση της SIVE μέσω της συμμετοχής της σε εταιρία παροχής νομικών υπηρεσιών (στη Halmer UG). Αν η SIVE αποκτήσει εταιρικά μερίδια στη Halmer UG, ανακαλείται η άδεια άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος της τελευταίας, όπως συνέβη εν προκειμένω.

 2.      Επί της δικαιολόγησης του περιορισμού

60.      Ο περιορισμός αυτός υπόκειται στον έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2006/123, ιδίως στην παράγραφο 2, στοιχείο γʹ, που επιβάλλει στα κράτη μέλη να αξιολογούν τις απαιτήσεις «όσον αφορά την κατοχή του κεφαλαίου εταιρείας», προκειμένου να ελέγξουν εάν αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού (27).

61.      Οι προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου 3 συνίστανται, κατ’ ουσίαν, στο ότι οι επιβαλλόμενες απαιτήσεις: α) δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή την έδρα της επιχείρησης, β) πρέπει να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, και γ) πρέπει να είναι «κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου, το ίδιο δε αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα».

62.      Οι προϋποθέσεις αυτές ουσιαστικά συμπίπτουν με τις προϋποθέσεις που καθορίζει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους περιορισμούς των ελευθεριών κυκλοφορίας που προστατεύονται στα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ. Το συμπέρασμα αυτό αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία του προσδιορισμού της συγκεκριμένης ελευθερίας που θίγεται στην υπό κρίση υπόθεση.

 α)      Μη εισαγωγή διακρίσεων

63.      Ο επίμαχος περιορισμός δεν αφορά, άμεσα ή έμμεσα, την ιθαγένεια ή την έδρα των θιγόμενων προσώπων, αλλά ισχύει εξίσου για ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Συνεπώς, είναι συμβατός με το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/123.

 β)      Επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος

64.      Το ίδιο ισχύει και για τη δικαιολόγηση που απαιτεί το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123. Οι λόγοι που, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, υπαγορεύουν τις διατάξεις του BRAO μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος.

65.      Πράγματι, ο περιορισμός αποσκοπεί στη διασφάλιση, αφενός, της ανεξαρτησίας των δικηγόρων, της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, του σεβασμού της αρχής της διαφάνειας και της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου (28), αφετέρου δε, της προστασίας των καταναλωτών νομικών υπηρεσιών (29).

66.      Ειδικότερα, όπως επισήμανε η Επιτροπή, ο εθνικός νομοθέτης προσδιόρισε ως σκοπούς της ρύθμισης, κατά τον χρόνο θέσπισής της, τη διασφάλιση: α) της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των δικηγόρων, β) της συμμόρφωσης προς τους κανόνες που διέπουν το επάγγελμα, γ) της ποιότητας των υπηρεσιών, και δ) της προστασίας των πολιτών (30).

67.      Όλοι αυτοί είναι δικαιολογητικοί λόγοι που είναι κοινώς αποδεκτοί ως «επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος». Έχουν αναγνωρισθεί ως τέτοιοι από το Δικαστήριο (31) και θεωρείται ότι συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 4, σημείο 8, της οδηγίας 2006/123.

 γ)      Αναλογικότητα και συνοχή

68.      Η απαιτούμενη αναλογικότητα βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/123, σημαίνει, αφενός, ότι οι επίμαχες απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξή του και, αφετέρου, ότι το ίδιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα, λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

69.      Ως εκ τούτου, το καθοριστικό κριτήριο είναι ο στόχος που επιδιώκεται με τις επιβαλλόμενες απαιτήσεις. Υπό το πρίσμα του στόχου αυτού πρέπει να αξιολογηθεί η καταλληλότητα των απαιτήσεων αυτών, η απόλυτη αναγκαιότητά τους και η έλλειψη λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών μέτρων που να επιτυγχάνουν το ίδιο αποτέλεσμα.

70.      Μεταξύ των στόχων τους οποίους επιδιώκουν οι επίμαχες απαιτήσεις, θα περιορισθώ κυρίως στην προστασία της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των δικηγόρων και στην προστασία των συμφερόντων των πολιτών. Οι τελευταίοι ευλόγως αναμένουν ότι ο δικηγόρος στον οποίο εμπιστεύονται την υπεράσπισή τους θα ενεργεί χωρίς να επηρεάζεται από πιέσεις προσώπων τρίτων προς το επάγγελμα αυτό (32).

1)      Περιορισμός της εταιρικής συμμετοχής σε ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες

71.      Κατ’ αρχάς, ο BRAO απαγορεύει στις δικηγορικές εταιρίες να συμπεριλαμβάνουν μεταξύ των εταίρων τους πρόσωπα τρίτα προς το δικηγορικό επάγγελμα. Η απαγόρευση αυτή είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επαγγελματική ανεξαρτησία των δικηγόρων και την προστασία των πολιτών, στις περιπτώσεις που οι δικηγόροι αποφασίζουν να συστήσουν εταιρία με σκοπό την άσκηση από κοινού του επαγγέλματός τους. Το δικηγορικό επάγγελμα από μόνο του συνδυάζει ένα προφανές ατομικό συμφέρον με την ικανοποίηση ορισμένων δημόσιων συμφερόντων (33).

72.      Η επίμαχη απαγόρευση δικαιολογείται από την ανάθεση στους δικηγόρους «μιας θεμελιώδους αποστολής σε μια δημοκρατική κοινωνία, ήτοι της υπεράσπισης των πολιτών [.] […] [Θ]εμελιώδης αποστολή [που] περιλαμβάνει, αφενός, την απαίτηση, της οποίας η σπουδαιότητα αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη, να έχει κάθε πολίτης τη δυνατότητα να απευθύνεται ελεύθερα στον δικηγόρο του, του οποίου το επάγγελμα περιλαμβάνει, από την ίδια τη φύση του, το καθήκον παροχής, κατά τρόπο ανεξάρτητο, νομικών συμβουλών σε όλους όσους τις χρειάζονται και, αφετέρου, τη συνακόλουθη υποχρέωση πίστεως του δικηγόρου έναντι του πελάτη του» (34).

73.      Συνεπώς, «η έλλειψη συγκρούσεως συμφερόντων είναι απαραίτητη για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, να βρίσκονται οι δικηγόροι σε κατάσταση ανεξαρτησίας έναντι των δημοσίων αρχών και των άλλων φορέων από τους οποίους δεν πρέπει να επηρεάζονται» (35).

74.      Η υπαγωγή των δικηγόρων στην επαγγελματική δεοντολογία και πειθαρχία, «η οποία επιβάλλεται και ελέγχεται χάριν του γενικού συμφέροντος» (36), αποτελεί το αναγκαίο αντιστάθμισμα της «αντίληψη[ς] περί τού ρόλου του δικηγόρου, ως αρωγού της δικαιοσύνης και καλουμένου να παράσχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της, τη νομική προστασία που χρειάζεται ο εντολέας» (37).

75.      Επομένως, η επιφύλαξη της δυνατότητας συμμετοχής σε δικηγορική εταιρία αποκλειστικά στους δικηγόρους είναι κατάλληλη να διασφαλίσει, αφενός, την επαγγελματική τους ανεξαρτησία και, αφετέρου, την προστασία των πολιτών.

76.      Ωστόσο, στη Γερμανία η αποκλειστικότητα αυτή δεν εμποδίζει να συμμετέχουν στις δικηγορικές εταιρίες πρόσωπα που ασκούν ορισμένα επαγγέλματα τρίτα προς το δικηγορικό επάγγελμα. Πράγματι, μπορούν να είναι εταίροι δικηγορικής εταιρίας τα πρόσωπα που ασκούν τα (μη δικηγορικά) επαγγέλματα που προβλέπονται στο άρθρο 59a, παράγραφος 1, του BRAO.

77.      Ασφαλώς, οι εν λόγω επαγγελματίες (μη δικηγόροι) δεν μπορούν να κατέχουν την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων. Ωστόσο, το γεγονός ότι πρόσωπα που ασκούν μόνο ορισμένα (και όχι άλλα) επαγγέλματα, τρίτα προς το δικηγορικό επάγγελμα, δύνανται να αποκτήσουν ποσοστό, ενίοτε σημαντικό, του κεφαλαίου δικηγορικής εταιρίας εγείρει ερωτήματα ως προς τη συνοχή της ρύθμισης.

78.      Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, η εξομοίωση των επαγγελματιών αυτών προς τους δικηγόρους μπορεί να εξηγηθεί στο πλαίσιο της αυξανόμενης πολυπλοκότητας, ιδίως ως προς τις οικονομικές πτυχές της, των ένδικων διαφορών στις οποίες η παροχή ποιοτικών νομικών συμβουλών απαιτεί τη συνδρομή και άλλων επαγγελμάτων (38).

79.      Η εξήγηση αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει την εξομοίωση προς το δικηγορικό επάγγελμα ορισμένων επαγγελμάτων που άπτονται κατά το μάλλον ή ήττον των νομικών θεμάτων, και τη συμπερίληψη των επαγγελμάτων αυτών στο άρθρο 59a του BRAO.

80.      Κατ’ αρχήν, η διασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των δικηγόρων και η προστασία των πολιτών δεν θίγονται αν η συμμετοχή στις δικηγορικές εταιρίες περιορίζεται, πέραν των δικηγόρων, σε άλλους εξομοιούμενους επαγγελματίες που κατέχουν μειοψηφικό μερίδιο (39) και ασκούν δραστηριότητα συμβατή με την ανεξαρτησία των δικηγόρων (40). Τα πρόσωπα που ασκούν αυτά τα άλλα επαγγέλματα θα πρέπει, επιπλέον, να υπόκεινται σε συλλογικό πειθαρχικό έλεγχο, ώστε να διασφαλίζεται ότι ασκούν το επάγγελμά τους ορθά και σύμφωνα με τον νόμο και τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας.

81.      Εντούτοις, στο μέτρο που εν προκειμένω δεν τηρήθηκε η υποχρέωση να συνοδεύονται οι δικαιολογητικοί λόγοι του επίμαχου μέτρου από κατάλληλες αποδείξεις βάσει συγκεκριμένων στοιχείων (41), δεν προκύπτει για ποιον λόγο δεν συμπεριλαμβάνονται στον κύκλο των αποδεκτών επαγγελμάτων του BRAO και άλλα επαγγέλματα εξίσου ικανά να συνδράμουν στην παροχή νομικών συμβουλών με τα επαγγέλματα που προβλέπει ο BRAO (42).

82.      Επομένως, ο περιορισμός δεν διασφαλίζει με συνοχή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Σύμφωνα με τη νομολογία, για να συμβαίνει αυτό πρέπει να «επιδιώκει πράγματι την επίτευξ[η του σκοπού] με συνοχή και συστηματικότητα» (43).

83.      Η εξομοίωση προς τους δικηγόρους επαγγελματιών που έχουν λάβει άδεια άσκησης επαγγέλματος και, συγχρόνως, ο αποκλεισμός άλλων επαγγελματιών οι οποίοι πληρούν τα ίδια (υποτιθέμενα) δικαιολογητικά κριτήρια στερεί το περιοριστικό μέτρο, όπως αυτό ίσχυε κατά τον επίμαχο χρόνο, από την απαιτούμενη συνοχή για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

84.      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, κατά τη γνώμη μου, από το γεγονός ότι μεταγενέστερα ο Γερμανός νομοθέτης, στον νέο BRAO που ισχύει από το 2022, τροποποίησε τον περιορισμό αυτό. Στο (νέο) άρθρο 59c, παράγραφος 1, σημείο 4, του BRAO προβλέπεται ότι οι δικηγόροι μπορούν να συστήσουν εταιρίες άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος με πρόσωπα που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα μέσω των εταιριών αυτών, εκτός αν μια τέτοια εταιρική σχέση είναι ασυμβίβαστη με το δικηγορικό επάγγελμα.

2)      Απαίτηση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας μέσω της δικηγορικής εταιρίας

85.      Ο δεύτερος περιορισμός στον οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο αφορά την απαίτηση οι δικηγόροι (ή τα πρόσωπα που ασκούν τα άλλα εξομοιούμενα επαγγέλματα) να «δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέσω της δικηγορικής εταιρίας» (44).

86.      Αυτός ο περιορισμός, με τον τρόπο που διατυπώνεται, είναι κάπως ασαφής. Θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η «επαγγελματική δραστηριότητα» στην οποία αναφέρεται είναι κάποια από τις δραστηριότητες που ασκούν μόνον όσοι έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε δικηγορική εταιρία. Ομοίως, αυτή η επαγγελματική δραστηριότητα πρέπει να είναι ακριβώς αυτή που προσιδιάζει στο επάγγελμά τους.

87.      Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται περαιτέρω ο κύκλος των προσώπων που έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε δικηγορική εταιρία: δεν αρκεί να είναι κανείς δικηγόρος (ή εξομοιούμενος επαγγελματίας), πρέπει επιπλέον να δραστηριοποιείται σε αυτό το επάγγελμα μέσω της εταιρίας. Επομένως, αποκλείονται οι δικηγόροι και οι εξομοιούμενοι επαγγελματίες που απλώς επενδύουν στην εταιρία ή ασκούν σ’ αυτήν καθήκοντα άσχετα με εκείνα του δικηγόρου (ή του εξομοιούμενου επαγγελματία) (45).

88.      Εντούτοις, προκύπτει ότι, όπως επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο περιορισμός αυτός δεν επιβάλλει έναν ελάχιστο βαθμό πραγματικής δραστηριότητας μέσω της εταιρίας, ούτε, στην πράξη, μπορεί να ελεγχθεί από τον δικηγορικό σύλλογο, ως τον τελικώς υπεύθυνο για την τήρηση του BRAO (46). Επομένως, ευλόγως εγείρονται αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο περιορισμός αυτός είναι πράγματι κατάλληλος για την επίτευξη των (υποτιθέμενων) σκοπών που επιδιώκει.

89.      Φρονώ ότι ο δεύτερος αυτός περιορισμός αποσαφηνίζει το περιεχόμενο του πρώτου, χωρίς ωστόσο να του προσδίδει την απαιτούμενη συνοχή και καταλληλότητα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο των παρουσών προτάσεων.

3)      Επιφύλαξη της πλειοψηφίας των ψήφων στους δικηγόρους

90.      Κατά το άρθρο 59e, παράγραφος 2, του BRAO, οι δικηγόροι πρέπει να έχουν την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων και των δικαιωμάτων ψήφου (47).

91.      Η διπλή πλειοψηφία που απαιτείται να έχουν οι δικηγόροι, αφενός, ως προς τα εταιρικά μερίδια και, αφετέρου, ως προς τα δικαιώματα ψήφου αποσκοπεί στο να μην ασκούν καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας πρόσωπα τρίτα προς το δικηγορικό επάγγελμα.

92.      Σκοπός της διάταξης είναι η διασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των δικηγόρων και η προστασία των πολιτών. Προς τούτο, προβλέποντας διττώς μειοψηφική θέση για τα μέλη της δικηγορικής εταιρίας που είναι τρίτα προς το δικηγορικό επάγγελμα, επιδιώκει να μην ασκούν αυτά αποτελεσματικό έλεγχο επί της εταιρίας αυτής.

93.      Ωστόσο, η επίμαχη ρύθμιση στερείται συνοχής και εξ αυτού του λόγου, διότι, χωρίς άλλες διασφαλίσεις, η απαίτηση να έχουν οι δικηγόροι διπλή πλειοψηφία (κεφαλαίου και ψήφων) ενδέχεται να μην επαρκεί για την αποφυγή ανεπιθύμητων πιέσεων εις βάρος τους, προερχόμενων από μη δικηγόρους επενδυτές.

94.      Όσον αφορά άλλον περιορισμό των δικαιωμάτων ψήφου (48), το Δικαστήριο έκρινε ότι «μπορεί κάλλιστα οι συνδεόμενες με την οικονομική επένδυση ή την απόσυρση από μια τέτοια επένδυση αποφάσεις των μειοψηφούντων εταίρων, που κατέχουν κατ’ ανώτατο όριο το 25 % των δικαιωμάτων ψήφου, να επηρεάζουν, έστω και εμμέσως, τις αποφάσεις των οργάνων της εταιρίας» (49).

95.      Ο BRAO επιτρέπει στους μη δικηγόρους εταίρους να κατέχουν, αφενός, έως και το 49 % του κεφαλαίου της δικηγορικής εταιρίας και, αφετέρου, το ίδιο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου στην εταιρία αυτή. Συνεπώς, οι μη δικηγόροι εταίροι μπορούν να ασκούν καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας, δεδομένου ότι χρειάζονται την υποστήριξη μόνον του 2 % των δικηγόρων που κατέχουν το 2 % του κεφαλαίου, προκειμένου να διαμορφώσουν την εταιρική βούληση (50). Ο κίνδυνος αυτός είναι υψηλότερος όταν το κεφάλαιο είναι κατακερματισμένο μεταξύ των δικηγόρων εταίρων (51).

96.      Ο κανόνας που έχει θεσπίσει ο Γερμανός νομοθέτης όσον αφορά την πλειοψηφία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μη δικηγόροι εταίροι να ασκούν επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας όπου ανήκουν, θέτοντας σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των δικηγόρων (52). Εξάλλου, επηρεάζει την αντίληψη των πολιτών σχετικά με την ανεξαρτησία των δικηγόρων, οι οποίοι πρέπει να προστατεύονται από εξωτερικές πιέσεις.

97.      Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, η Επιτροπή προτείνει να αποσυνδεθούν μεταξύ τους οι απαιτήσεις κατοχής κεφαλαίου και κατοχής δικαιωμάτων ψήφου (53). Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι η συνοχή του συστήματος απαιτεί την ενίσχυση των προληπτικών μέτρων που αποσκοπούν στην εκ των προτέρων αποτροπή των άμεσων ή έμμεσων προσβολών κατά της ανεξαρτησίας των δικηγόρων, ανεξαρτήτως του ποσοστού των ψήφων που ανήκει σε μη δικηγόρους εταίρους.

98.      Βεβαίως, θα μπορούσαν να προβλέπονται λύσεις για την εξισορρόπηση της σχέσης μεταξύ της σημασίας του κεφαλαίου και της σημασίας της ψήφου, χωρίς να στρεβλώνεται σε ακραίο βαθμό η λογική της συσχέτισης μεταξύ, αφενός, της συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο και, αφετέρου, της διαμόρφωσης της εταιρικής βούλησης (η οποία καθορίζεται από τα δικαιώματα ψήφου που συνήθως συναρτώνται με το εταιρικό μερίδιο).

99.      Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι πρέπει να προβλέπονται κανόνες που να αποτρέπουν το ενδεχόμενο οι επενδυτές που είναι τρίτοι προς το επάγγελμα να μπορούν να επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, τις αποφάσεις της δικηγορικής εταιρίας, όταν διακυβεύονται η ανεξαρτησία των δικηγόρων και η απαιτούμενη προστασία των συμφερόντων των εντολέων τους. Εκτιμώ ότι οι διασφαλίσεις που προβλήθηκαν συναφώς από ορισμένους συμμετέχοντες στη διαδικασία (54) δεν είναι επαρκείς για την αποτροπή του κινδύνου αυτού.

100. Εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίσει τη σχετική νομοθετική λύση, ενώ το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, δεν είναι αρμόδιο να προχωρήσει πέραν της διαπίστωσης ότι διατάξεις όπως οι επίμαχες στερούνται της απαιτούμενης συνοχής για τη δικαιολόγηση του περιορισμού από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.

101. Οι συλλογισμοί αυτοί αφορούν το γενικό πλαίσιο που προβλέπει ο BRAO και όχι τη μεμονωμένη περίπτωση των δύο διάδικων εταιριών. Μολονότι η τροποποίηση του καταστατικού της Halmer UG, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο (55), αμβλύνει τον κίνδυνο η SIVE να είναι σε θέση να επηρεάσει τις αποφάσεις της δικηγορικής εταιρίας, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό.

 Δ.      Ανακεφαλαίωση

102. Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη ρύθμιση του δικηγορικού επαγγέλματος, ιδίως όσον αφορά την άσκησή του μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών.

103. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του περιθωρίου εκτίμησης, αν τα κράτη μέλη επιτρέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών, δικαιούνται να επιβάλλουν ορισμένους περιορισμούς στην άσκηση του επαγγέλματος αυτού. Οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να βρίσκονται σε συνοχή μεταξύ τους και με τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που τους δικαιολογούν.

104. Οι περιορισμοί που επιβάλλει ο BRAO ως προς τη συμμετοχή στις δικηγορικές εταιρίες, επί των οποίων διερωτάται το αιτούν δικαστήριο, στερούνται της απαιτούμενης συνοχής βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123, καθόσον:

–        αποκλείουν από την ιδιότητα των εταίρων πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν τα ρητώς επιτρεπόμενα βάσει του BRAO επαγγέλματα, αλλά άλλα επαγγέλματα που ενδεχομένως πληρούν τα κριτήρια συμπερίληψής τους στα εν λόγω επιτρεπόμενα επαγγέλματα,

–        απαιτούν, γενικώς και χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, οι δικηγόροι και οι λοιποί επαγγελματίες που δικαιούνται να είναι εταίροι, να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέσω της εταιρίας,

–        επιτρέπουν στους επαγγελματίες που δεν είναι δικηγόροι να έχουν επαρκές ποσοστό κεφαλαίου και δικαιωμάτων ψήφου ώστε να επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, τη διαμόρφωση της εταιρικής βούλησης, όπερ μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των δικηγόρων κατά την υπεράσπιση των εντολέων τους.

V.      Πρόταση

105. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί από το Δικαστήριο η εξής απάντηση στο Bayerischer Anwaltsgerichtshof (δικαστήριο δικηγορικών υποθέσεων Βαυαρίας, Γερμανία):

«Το άρθρο 15 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία

1)      Επιτρέπει σε όσους ασκούν ορισμένα επαγγέλματα να είναι εταίροι δικηγορικής εταιρίας, αποκλείοντας όσους ασκούν άλλα επαγγέλματα τα οποία ενδεχομένως πληρούν αντικειμενικά τα ίδια κριτήρια συμπερίληψής τους στα εν λόγω επιτρεπόμενα επαγγέλματα.

2)      Απαιτεί, γενικώς και χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, οι δικηγόροι και οι λοιποί επαγγελματίες που δικαιούνται να είναι εταίροι, να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέσω της εταιρίας.

3)      Επιτρέπει στους επαγγελματίες που δεν είναι δικηγόροι να έχουν επαρκές ποσοστό κεφαλαίου και δικαιωμάτων ψήφου ώστε να επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, τη διαμόρφωση της εταιρικής βούλησης, όπερ μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των δικηγόρων κατά την υπεράσπιση των εντολέων τους.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Bundesrechtsanwaltsordnung (ομοσπονδιακός κώδικας περί δικηγόρων), όπως ίσχυε έως τις 31 Ιουλίου 2022 (στο εξής: BRAO). Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής (σημείο 3), αυτή η έκδοσή του έχει εφαρμογή στη διαφορά, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, θα παραπέμπω εν γένει σε αυτή, εκτός αν είναι σκόπιμο να εξετασθεί ορισμένο σημείο του BRAO ως ισχύει από το 2022.


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).


4      Όπως προεκτέθηκε, βασίζομαι στο κείμενο του BRAO, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του το 2022.


5      Μολονότι κανείς από τους διαδίκους δεν αμφισβήτησε τη δικαιοδοτική φύση του Bayerischer Anwaltsgerichtshof (δικαστηρίου δικηγορικών υποθέσεων Βαυαρίας), πρέπει να επισημανθεί ότι αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Ιδρύθηκε δυνάμει νομοθετικής διάταξης (άρθρο 100, παράγραφος 1, του BRAO) για την επίλυση, επί μονίμου βάσεως, των ένδικων διαφορών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του (άρθρο 112a, παράγραφος 1, του BRAO). Η δικαιοδοσία του, η οποία είναι αποκλειστική (άρθρο 112a του BRAO), ασκείται στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διαδικασίας που διέπεται κυρίως από τις κοινές δικονομικές διατάξεις (άρθρο 112c του BRAO) και περατώνεται με την έκδοση απόφασης υποκείμενης σε έφεση (άρθρο 112e του BRAO). Τέλος, αποτελεί ανεξάρτητο όργανο, ενταγμένο στη γερμανική δικαιοδοτική δομή, αποτελούμενο ισομερώς από επαγγελματίες δικαστές και από δικηγόρους που λειτουργούν ως επίτιμοι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρα 101, 103, παράγραφος 2, και 104, του BRAO), οι οποίοι διορίζονται για πέντε έτη και είναι αμετακίνητοι (άρθρο 103, παράγραφοι 1 και 2, του BRAO).


6      Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Gallaher (C‑707/20, EU:C:2023:101, σκέψη 56).


7      Απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Viva Telecom Bulgaria (C‑257/20, EU:C:2022:125, σκέψη 79).


8      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι βάσει του τροποποιημένου καταστατικού η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων επιφυλάσσεται αποκλειστικά στους δικηγόρους· ότι οι διαχειριστές μπορούν να παυθούν μόνο με ομόφωνη απόφαση· ότι οι εταίροι απαγορεύεται να επηρεάζουν τους διαχειριστές με την παροχή οδηγιών ή με απειλές· ότι, ειδικότερα, οι εταίροι δεν μπορούν να επηρεάσουν την αποδοχή ή την απόρριψη ανάθεσης εντολής ή τη διεκπεραίωση της εντολής αυτής. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το καταστατικό συνάδει με την εθνική νομοθεσία και τη συμπληρώνει, καθόσον διασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικηγόρων ως διαχειριστών ή πληρεξουσίων της εταιρίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 59f του BRAO (σημείο 40 της διατάξεως περί παραπομπής).


9      Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Glaxo Wellcome (C‑182/08, EU:C:2009:559, σκέψη 40).


10      Αναμφίβολα ασκείται αναμφισβήτητη επιρροή όταν πρόκειται για συμμετοχή ίση προς το 100 % του κεφαλαίου (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Xella Magyarország, C‑106/22, EU:C:2023:568, σκέψη 43).


11      Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Ίδρυμα Τύπου (C‑81/09, EU:C:2010:622, σκέψη 51): «[σ]ε συνάρτηση με τον τρόπο κατά τον οποίο είναι κατανεμημένο το υπόλοιπο μετοχικό κεφάλαιο, ειδικότερα αν είναι κατανεμημένο μεταξύ πολλών μετόχων, συμμετοχή κατά ποσοστό 25 % μπορεί να αρκεί για την άσκηση ελέγχου επί εταιρείας ή, τουλάχιστον, για την άσκηση αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων της εταιρείας αυτής και τον καθορισμό των δραστηριοτήτων της», επομένως η εθνική νομοθεσία «ενδέχεται […] να εμπίπτει στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ». Βλ., συναφώς, σημεία 94 επ. των παρουσών προτάσεων.


12      Βλ. υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων.


13      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι στο πλαίσιο των ελευθεριών κυκλοφορίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της επίμαχης νομοθεσίας. Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, KOB (C‑206/19, EU:C:2020:463, σκέψη 23, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Αυτό διατυπώνεται στη σκέψη 53 της διατάξεως περί παραπομπής.


15      Ο BRAO έμμεσα υπονοεί ότι μια χρηματική επένδυση σε δικηγορική εταιρία συνεπάγεται, ανεξαρτήτως του ποσοστού των αποκτώμενων μεριδίων, την άσκηση επιρροής η οποία, εξ ορισμού και όσο μικρή και αν είναι, θα μπορούσε να διαταράξει την ανεξαρτησία των δικηγόρων.


16      Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑729/17, EU:C:2019:534, σκέψη 54, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, Minister Sprawiedliwości (C‑55/20, EU:C:2022:6, σκέψη 88).


18      Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (EE ειδ. έκδ. 06/01, σ. 224).


19      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ 1998, L 77, σ. 36).


20      Έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/5.


21      Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 99), με παραπομπή στις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, Klopp (C‑107/83, EU:C:1984:270, σκέψη 17), και της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Reisebüro Broede (C‑3/95, EU:C:1996:487, σκέψη 37).


22      Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν εμποδίζει κράτος μέλος να περιορίσει τη συλλογική άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μόνο σε προσωπικές εταιρίες και όχι σε κεφαλαιουχικές. Για να αποφασίσει το ένα ή το άλλο, κάθε κράτος μέλος θα συνυπολογίσει τη βαρύτητα παραγόντων όπως η παρουσία, σε μια ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη αγορά νομικών υπηρεσιών, ανταγωνιστών που δραστηριοποιούνται μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών. Θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το όφελος από την παροχή στις εν λόγω εταιρίες εξωτερικών οικονομικών πόρων (υπό μορφή κεφαλαίου και όχι μόνο δανείων), προκειμένου αυτές να ανταποκριθούν στις τεχνολογικές προκλήσεις που συνεπάγεται για τις δικηγορικές εταιρίες η ψηφιοποίηση ή η τεχνητή νοημοσύνη. Εφόσον δεν υφίσταται σχετική εναρμονισμένη νομοθεσία σε επίπεδο Ένωσης, κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να επιτρέπει ή να απαγορεύει για λόγους σκοπιμότητας την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μέσω κεφαλαιουχικών εταιριών.


23      Με την απόφαση της 19ης Μαΐου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑531/06, EU:C:2009:315), το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σύμφωνη με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι οι εταίροι των εταιριών εκμετάλλευσης φαρμακείων πρέπει να είναι φαρμακοποιοί.


24      Βλ., συναφώς, την Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με συστάσεις μεταρρύθμισης για την κανονιστική ρύθμιση των επαγγελματικών υπηρεσιών [COM(2016) 820]. Στην παράγραφο II.4 άλλης μεταγενέστερης ανακοίνωσης [COM(2021) 385], σχετικά με απολογισμό και επικαιροποίηση των συστάσεων μεταρρύθμισης για την κανονιστική ρύθμιση των επαγγελματικών υπηρεσιών του 2017, η Επιτροπή αναφέρει ότι «η δυνατότητα ίδρυσης δικηγορικής εταιρείας υπό συγκεκριμένη νομική μορφή συνδέεται στενά με απαιτήσεις εταιρικής συμμετοχής και δικαιωμάτων ψήφου. Η μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών απαιτεί να ανήκουν όλα τα μερίδια σε δικηγόρους». Η υπογράμμιση δική μου.


25      Συμπεριλαμβανομένων, σε κάθε περίπτωση, των προσώπων από άλλα κράτη που έχουν λάβει άδεια άσκησης των εν λόγω επαγγελμάτων στη Γερμανία.


26      Η συμπερίληψη των ιατρών και των φαρμακοποιών οφείλεται στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 59a του BRAO συνεπεία απόφασης του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία) της 12ης Ιανουαρίου 2016 (BVerfGE 141, 82).


27      Το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτό ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/123, εφαρμόζεται για τη σύνθεση του κύκλου των κατόχων κεφαλαίου των εταιριών. Βλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Πολιτικοί μηχανικοί, πράκτορες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και κτηνίατροι) [C‑209/18, στο εξής: απόφαση Επιτροπής κατά Αυστρίας (Πολιτικοί μηχανικοί), EU:C:2019:632, σκέψη 84). Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως ο περιορισμός της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑244/11, EU:C:2012:694, σκέψη 29), ο οποίος επίσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/123.


28      Σημεία 43 και 53 της διατάξεως περί παραπομπής.


29      Σημεία 61 και 62 της διατάξεως περί παραπομπής.


30      Σημείο 32 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο σκοπός προστασίας των πολιτών συμπίπτει με τον σκοπό προστασίας των αποδεκτών υπηρεσιών, ο οποίος συγκαταλέγεται στους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 8, της οδηγίας 2006/123. Όσον αφορά την επαγγελματική ανεξαρτησία των δικηγόρων, αυτή καλύπτεται από την προστασία της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας 2006/123.


31      Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei (C‑218/19, EU:C:2020:1034), σκέψη 34: «η προστασία των καταναλωτών, ιδίως των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών που παρέχονται από συμπράττοντες λειτουργούς της δικαιοσύνης, και, αφετέρου, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποτελούν σκοπούς που συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμούς τόσο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών […], όσο και […] της ελευθερίας εγκαταστάσεως».


32      Η συμβολή στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου συνιστούν κάλλιστα δικαιολογητικούς λόγους, ωστόσο, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέτασή τους, διότι αυτή απλώς θα επιβεβαίωνε τα συμπεράσματα που εξάγονται από την εξέταση των δύο άλλων σκοπών.


33      Είναι δυνατή στην περίπτωση των δικηγόρων η αναλογική εφαρμογή, κατά το δυνατόν, των εκτιμήσεων του Δικαστηρίου όσον αφορά φορέα εκμεταλλεύσεως φαρμακείου: «δεν αμφισβητείται ότι, όπως και τα λοιπά πρόσωπα, αποσκοπεί στην επίτευξη κέρδους. Εντούτοις, ως επαγγελματίας [δικηγόρος] θεωρείται ότι εκμεταλλεύεται [το δικηγορικό γραφείο] όχι μόνο με σκοπό την επίτευξη κέρδους, αλλά και υπό μια επαγγελματική προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό, το ατομικό του συμφέρον για την επίτευξη κέρδους μετριάζεται από την κατάρτιση και την επαγγελματική εμπειρία του, καθώς και από την ευθύνη που υπέχει, δεδομένου ότι ενδεχόμενη παράβαση των νομικών κανόνων ή των κανόνων δεοντολογίας θέτει σε κίνδυνο όχι μόνον την αξία της επενδύσεώς του, αλλά και την ίδια την επαγγελματική του υπόσταση». Απόφαση της 19ης Μαΐου 2009, Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. (C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316, σκέψη 37).


34      Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Orde van Vlaamse Balies κ.λπ. (C‑694/20, EU:C:2022:963, σκέψη 28) (η υπογράμμιση δική μου), με παραπομπή, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Michaud κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2012:1206JUD001232311, σκέψεις 118 και 119).


35      Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Jakubowska (C‑225/09, EU:C:2010:729, σκέψη 61). Η υπογράμμιση δική μου, προκειμένου να τονισθεί ότι η ανεξαρτησία πρέπει να διασφαλίζεται όχι μόνον έναντι των δημόσιων αρχών, αλλά και έναντι ιδιωτικών οικονομικών φορέων.


36      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 42).


37      Όπ.π.


38      Σημείο 42 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


39      Ο BRAO απαιτεί οι δικηγόροι να έχουν την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων των δικηγορικών εταιριών (άρθρο 59e, παράγραφος 2).


40      Πρβλ. απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας (Πολιτικοί μηχανικοί) (σκέψη 104), με παραπομπή στην απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, CMVRO (C‑297/16, EU:C:2018:141, σκέψη 86).


41      Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 85).


42      Παραδείγματος χάριν, αποκλείονται επαγγέλματα όπως των μηχανικών, των αρχιτεκτόνων, των οικονομολόγων ή των ψυχολόγων, τα οποία επίσης υπόκεινται σε συλλογικό πειθαρχικό έλεγχο και σε κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας. Το γεγονός αυτό το επισημαίνει η Επιτροπή (σημείο 44 των γραπτών της παρατηρήσεων).


43      Απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας (Πολιτικοί μηχανικοί) (σκέψη 94).


44      Αυτή ήταν η διατύπωση του άρθρου 59e, παράγραφος 1, του BRAO.


45      Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.


46      Ο δικηγορικός σύλλογος εξήγησε ότι δεν είναι δυνατόν να αναμειγνύεται στην εσωτερική ζωή των δικηγορικών εταιριών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να λαμβάνει γνώση της δραστηριότητας που ασκεί συγκεκριμένα κάθε εταίρος τους.


47      Η διατύπωση του άρθρου 59e, παράγραφος 2, του BRAO, δεν είναι σαφής. Μολονότι, κατά το πρώτο εδάφιο της διάταξης «[ο]ι δικηγόροι πρέπει να έχουν την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων και των δικαιωμάτων ψήφου», το δεύτερο ορίζει ότι «[τ]α πρόσωπα που δεν έχουν δικαίωμα άσκησης ενός από τα [εξομοιούμενα] επαγγέλματα δεν έχουν δικαίωμα ψήφου». Το δεύτερο αυτό εδάφιο είναι κάπως παράδοξο, διότι όσοι δεν έχουν δικαίωμα άσκησης ενός εκ των εξομοιούμενων επαγγελμάτων, απλούστατα δεν δικαιούνται να συμμετέχουν στην εταιρία. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση εξήγησε ότι η διάταξη εφαρμόζεται μόνο για ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες μη δικηγόρος (ή εξομοιούμενος επαγγελματίας) μπορεί προσωρινώς να έχει την ιδιότητα του εταίρου. Ωστόσο, η γραμματική διατύπωση της διάταξης είναι ευρύτερη.


48      Εθνική ρύθμιση η οποία περιόριζε στο 25 % τη συμμετοχή των εταίρων που δεν ασκούν το επάγγελμα του βιολόγου σε εταιρίες που λειτουργούν εργαστήρια αναλύσεων ιατρικής βιολογίας.


49      Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑89/09, EU:C:2010:772, σκέψη 86), με αναφορά στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση αυτή (EU:C:2010:305). Η απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, CMVRO (C‑297/16, EU:C:2018:141, σκέψη 86), αναφέρεται επίσης στο ενδεχόμενο πρόσωπα που δεν κατέχουν το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου αλλά ένα περιορισμένο μερίδιο του εν λόγω εταιρικού κεφαλαίου, να ασκούν τον έλεγχο επί της εταιρίας.


50      Μολονότι το Δικαστήριο επικύρωσε την επίμαχη ρύθμιση που εξετάσθηκε στην απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑89/09, EU:C:2010:772), ωστόσο, αυτό συνέβη για τον λόγο ότι στην υπόθεση εκείνη, για τις σημαντικότερες αποφάσεις, απαιτείτο ενισχυμένη πλειοψηφία εταίρων, εκπροσωπούντων τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του εταιρικού κεφαλαίου.


51      Το γεγονός αυτό το αναγνωρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση (σημείο 56 των γραπτών της παρατηρήσεων) όταν ισχυρίζεται ότι, όταν το εταιρικό κεφάλαιο είναι κατακερματισμένο, ακόμη και μειοψηφικά μερίδια μπορούν να εξασφαλίσουν καθοριστική επιρροή. Επιπλέον, σύμφωνα με την Κυβέρνηση αυτή, αυτός ο κατακερματισμός του κεφαλαίου αποτελεί συνηθέστατα χαρακτηριστικό γνώρισμα των δικηγορικών εταιριών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.


52      Όπως επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εν τοις πράγμασι επιρροή ενός μειοψηφούντος επενδυτή στις αποφάσεις της εταιρίας μπορεί να διοχετευθεί με άλλα μέσα από την απλή συμμετοχή του στη συνέλευση των εταίρων. Παραδείγματος χάριν, το δικαίωμα των εταίρων (και των μειοψηφούντων) να ενημερώνονται για τις εταιρικές υποθέσεις τους παρέχει επαρκείς πληροφορίες ώστε να ασκούν πιέσεις ή να ζητούν εξηγήσεις αναφορικά με τις οικείες αποφάσεις, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το οικονομικό όφελος που αναμένεται από την τοποθέτηση των χρημάτων τους.


53      Σημείο 64 των γραπτών της παρατηρήσεων.


54      Μεταξύ άλλων, η τήρηση κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας, το δικαίωμα κάθε δικηγόρου να εναντιώνεται, στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης, στην προσβολή της ανεξαρτησίας του, η εκ μέρους του δικηγορικού συλλόγου καταστολή, εκ των υστέρων, των προσβολών κατά της ανεξαρτησίας αυτής, οι κανόνες για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων και οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους διαχειριστές της εταιρίας.


55      Βλ. σημείο 33 και υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων.