Language of document : ECLI:EU:T:2013:83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 20ής Φεβρουαρίου 2013 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος MEDINET – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό και προγενέστερο διεθνές εικονιστικό σήμα MEDINET – Διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου εθνικού και του προγενέστερου διεθνούς σήματος – Προγενέστερα έγχρωμα σήματα και αιτούμενο κοινοτικό σήμα που δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα – Έλλειψη ταυτότητας των σημείων – Άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 – Σκοπιμότητα της διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας – Άρθρο 77 του κανονισμού 207/2009»

Στην υπόθεση T‑378/11,

Franz Wilhelm Langguth Erben GmbH & Co. KG, με έδρα το Traben-Trarbach (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους R. Kunze και G. Würtenberger, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από την K. Klüpfel και τον G. Schneider,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 10ης Μαΐου 2011 (υπόθεση R 1598/2010‑4), σχετικά με διεκδίκηση της αρχαιότητας προγενέστερων σημάτων, στο πλαίσιο αιτήσεως καταχωρίσεως του εικονιστικού σημείου MEDINET ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Vadapalas (εισηγητή) και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουλίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Νοεμβρίου 2011,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Οκτωβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 29 Δεκεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα, Franz Wilhelm Langguth Erben GmbH & Co. KG, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 33 κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Οίνοι, αφρώδεις οίνοι, ποτά που περιέχουν οίνο».

4        Ταυτοχρόνως, η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009, αίτηση περί διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου εθνικού εικονιστικού σήματος και του προγενέστερου διεθνούς εικονιστικού σήματος, τα οποία αποτελούσαν, αντιστοίχως, αντικείμενο καταχωρίσεως στη Γερμανία υπό τον αριθμό 834732 και αντικείμενο διεθνούς καταχωρίσεως υπό τον αριθμό 364053 με ισχύ στην Αυστρία, στα κράτη της Μπενελούξ, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Γαλλία, στην Ουγγαρία, στην Ιταλία, στην Πολωνία, στη Σλοβακία και στη Σλοβενία, και τα οποία συνίσταντο στο ακόλουθο σημείο:

Image not found

5        Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2010, η εξετάστρια απέρριψε τη διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου εθνικού και του προγενέστερου διεθνούς σήματος.

6        Στις 17 Αυγούστου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως της εξετάστριας, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

7        Με απόφαση της 10ης Μαΐου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Ειδικότερα, έκρινε ότι δεν πληρούνταν η απαίτηση ταυτότητας των σημάτων, την οποία προέβλεπε το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 για τη διεκδίκηση της αρχαιότητας, στο μέτρο που το αιτούμενο κοινοτικό σήμα δεν προσδιόριζε κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, ενώ το προγενέστερο εθνικό και το προγενέστερο διεθνές σήμα ήταν χρυσού χρώματος.

 Αιτήματα των διαδίκων

8        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

9        Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

10      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος από παράβαση του άρθρου 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 75 του εν λόγω κανονισμού και ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 77 του ιδίου κανονισμού.

11      Πρέπει να εξετασθούν διαδοχικώς ο δεύτερος, ο πρώτος και ο τρίτος από τους λόγους αυτούς.

12      Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο σημείο 53 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα παραπέμπει στα διάφορα επιχειρήματα που ήδη προέβαλε στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ενώπιον της εξετάστριας και υπογραμμίζει ότι αυτά πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι αποτελούν ρητώς τμήμα της υπό κρίση προσφυγής.

13      Κατά πάγια νομολογία, προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Ως προς τούτο, μολονότι το δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, σε συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε αποσπάσματα συνημμένων εγγράφων, παραπομπή γενικώς σε άλλα έγγραφα, ακόμα κι αν επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αμβλύνει την έλλειψη ουσιαστικών στοιχείων της κατά νόμο επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των σχετικών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Επομένως, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν αναφέρεται ειδικώς σε συγκεκριμένα σημεία των εγγράφων της, τα οποία περιέχουν τα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας, οι γενικές αναφορές στα εν λόγω έγγραφα πρέπει να κριθούν απαράδεκτες [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012, T‑346/09, Winzer Pharma κατά ΓΕΕΑ – Alcon (BAÑOFTAL), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009

14      Κατά πάγια νομολογία, βάσει του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ πρέπει να αιτιολογούνται. Η υποχρέωση αυτή αιτιολογήσεως έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνη που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, κατά την οποία η συλλογιστική του εκδότη της πράξεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο. Η υποχρέωση αυτή έχει διττό σκοπό, ήτοι να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως. Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται από το τμήμα προσφυγών να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν του οι διάδικοι. Η αιτιολογία μπορεί, επομένως, να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012, T‑389/11, Gucci κατά ΓΕΕΑ – Chang Qing Qing (GUDDY), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

15      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βάσιμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Εάν η αιτιολογία αυτή πάσχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, όχι όμως την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής μολονότι προβάλλει εσφαλμένους λόγους (βλ. προμνημονευθείσα απόφαση GUDDY, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

16      Κατά πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν αιτιολόγησε την απόρριψη της λεπτομερούς της επιχειρηματολογίας σχετικά με αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ σε υποθέσεις διεκδικήσεων της προτεραιότητας ή της αρχαιότητας, παρότι αφορούν πραγματικά περιστατικά σχεδόν πανομοιότυπα με αυτά της προκειμένης υποθέσεως.

17      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Πράγματι, το τμήμα προσφυγών δεν ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε λεπτομερή εξέταση των διαφορετικών αυτών αποφάσεων και, επιπλέον, στη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι επικληθείσες από την προσφεύγουσα αποφάσεις δεν ασκούσαν επιρροή. Ανέφερε, δηλαδή, ότι οι αποφάσεις αυτές «αντέβαιναν προς πάγια πρακτική των πρωτοβάθμιων τμημάτων του [ΓΕΕΑ]» και δεν ήταν επίσης «σύμφωνες προς τις ισχύουσες νομικές διατάξεις».

18      Κατά δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθότι διαπίστωσε ότι ο κανονισμός 207/2009 δεν περιείχε κανόνα βάσει του οποίου ένα ασπρόμαυρο σήμα προστατευόταν σε κάθε χρώμα. Προσθέτει ότι, εάν το τμήμα προσφυγών είχε εξετάσει τις αρχές του κοινοτικού δικαίου περί σημάτων, οι οποίες ευρέως παρατέθηκαν εκ μέρους της στο πλαίσιο αυτό, θα είχε διαπιστώσει ότι, τουλάχιστον, η «μερική διεκδίκηση της αρχαιότητας» ήταν εν προκειμένω βάσιμη.

19      Ούτε τα ανωτέρω επιχειρήματα μπορούν να τελεσφορήσουν. Πράγματι, αφενός, διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δεν αρκέστηκε στην αναφορά ότι «ο [κανονισμός 207/2009] δεν [κατοχύρωνε] αρχή δικαίου κατά την οποία ένα ασπρόμαυρο σήμα προστατευόταν σε κάθε χρώμα», αλλά σημείωσε ότι «[α]ντιθέτως, [έπρεπε] να συγκριθούν τα σήματα όπως [είχαν] καταχωρισθεί, δεδομένου ότι το χρώμα ενός σήματος μπορούσε ή όχι, αναλόγως της περιπτώσεως, να συγκαταλέγεται μεταξύ των κυρίαρχων και διακριτικών στοιχείων αυτού, να επηρεάζει ή όχι τη συνολική εντύπωση που δημιουργεί το εν λόγω σήμα και να αυξάνει ή να μειώνει την ομοιότητα (και, ως εκ τούτου, το πεδίο προστασίας) σε συνάρτηση με τα στοιχεία που συνθέτουν το έτερο σήμα».

20      Αφετέρου, με το επιχείρημα ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να αναγνωρίσει μια τουλάχιστον «μερική διεκδίκηση της αρχαιότητας» η προσφεύγουσα προσάπτει, στην πραγματικότητα, στο τμήμα προσφυγών ότι δεν συντάχθηκε με την άποψή της και ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του. Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι, βάσει της μνημονευθείσας στην ανωτέρω σκέψη 15 νομολογίας, το ζήτημα του βάσιμου της αιτιολογίας πρέπει να διακρίνεται από την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

21      Βάσει των ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών αιτιολόγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους δεν έκανε δεκτή τη διεκδίκηση της αρχαιότητας των προγενέστερων σημάτων στο πλαίσιο της αιτήσεως καταχωρίσεως του εικονιστικού σημείου MEDINET ως κοινοτικού σήματος, παρέχοντας τη δυνατότητα στη μεν προσφεύγουσα να προασπίσει τα δικαιώματά της, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως.

22      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009

23      Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρότι το τμήμα προσφυγών, στην προσβαλλόμενη απόφαση, και οι διάδικοι, στο πλαίσιο των υπομνημάτων τους, αναφέρουν ως ασπρόμαυρο το κοινοτικό σήμα, τούτο δεν σημαίνει ότι το κοινοτικό σήμα προσδιορίζει το μαύρο και το άσπρο χρώμα, αλλά ότι δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα.

24      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μη κάνοντας δεκτή τη διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου εθνικού και του προγενέστερου διεθνούς σήματος στο πλαίσιο της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος MEDINET, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

25      Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος καταχωρισμένου σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρισμένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης με ισχύ σε ένα κράτος μέλος, ο οποίος καταθέτει αίτηση ταυτόσημου σήματος προκειμένου να καταχωρισθεί ως κοινοτικό για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες είχε καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα ή εμπεριεχόμενες σ’ αυτές, δύναται να διεκδικήσει, για το κοινοτικό σήμα, την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρισθεί.

26      Για να γίνει δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου σήματος στο πλαίσιο αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις: το προγενέστερο σήμα και το αιτούμενο κοινοτικό σήμα πρέπει να είναι πανομοιότυπα· τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση του κοινοτικού σήματος πρέπει να είναι πανομοιότυπες ή να συμπεριλαμβάνονται στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα· δικαιούχος των επίμαχων σημάτων πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2012, T‑103/11, Shang κατά ΓΕΕΑ (justing), σκέψη 14].

27      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με ένα σήμα όταν αναπαράγει, χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολό του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από τον μέσο καταναλωτή (προμνημονευθείσα απόφαση justing, σκέψη 16).

28      Η σχετική με την ταυτότητα σημείου και σήματος προϋπόθεση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, λόγω των συνεπειών που συνεπάγεται μια τέτοια ταυτότητα. Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος του οποίου έγινε δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου σήματος θα έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση που παραιτηθεί από τα δικαιώματά του επί του προγενέστερου σήματος ή που τα δικαιώματα αυτά αποσβεστούν, να εξακολουθήσει να έχει τα ίδια δικαιώματα με αυτά που θα είχε εάν το προγενέστερο σήμα είχε παραμείνει καταχωρισμένο (προμνημονευθείσα απόφαση justing, σκέψη 17).

29      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το αιτούμενο κοινοτικό σήμα, καθώς και το προγενέστερο εθνικό και το προγενέστερο διεθνές σήμα καλύπτουν πανομοιότυπα προϊόντα. Επίσης, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι δικαιούχος των επίμαχων σημάτων είναι το ίδιο πρόσωπο.

30      Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, παρότι το προγενέστερο εθνικό και το προγενέστερο διεθνές σήμα, καθώς και το αιτούμενο κοινοτικό σήμα περιέχουν ένα κοινό λεκτικό στοιχείο, ήτοι το στοιχείο «medinet», υπό εικονιστική μορφή που απεικονίζει σταυρό, τα πρώτα είναι χρυσού χρώματος ενώ το τελευταίο δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα.

31      Η προσφεύγουσα διατείνεται, πρώτον, ότι, προκειμένου να επαληθεύσει κατά πόσον πληρούταν η προϋπόθεση περί ταυτότητας σημείου και σήματος, το τμήμα προσφυγών όφειλε να εφαρμόσει τις αρχές σχετικά με την ταυτότητα των σημάτων οι οποίες έχουν καθιερωθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών ανακοπής. Επιπλέον, εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών παρέβλεψε τη διαφορά μεταξύ αντικειμένου και εκτάσεως της προστασίας. Τέλος, η διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου σήματος δεν συνεπάγεται ότι, μετά την απώλεια των δικαιωμάτων σε εθνικό επίπεδο, το κοινοτικό σήμα παράγει τα αποτελέσματά του στις οικείες χώρες βασιζόμενο στην προτεραιότητα των εν λόγω εθνικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, η έκταση της προστασίας που παρέχει το κοινοτικό σήμα στις οικείες χώρες τελεί πάντα σε συνάρτηση με την έκταση της προστασίας που παρέχουν τα σήματα των οποίων η αρχαιότητα διεκδικήθηκε. Στην υπό κρίση υπόθεση τίθεται, επομένως, το ζήτημα της εκτάσεως της προστασίας που παρέχουν τα επίμαχα σήματα.

32      Όσον αφορά την ταυτότητα των σημάτων, στη σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι «[δ]εν [υπήρχε] τέτοια ταυτότητα όταν το προγενέστερο σήμα [ήταν] έγχρωμο και το σήμα που αποτελούσε αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως ως κοινοτικό σήμα δεν [ήταν]». Στη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προσέθεσε ότι «[η] αναγνώριση του γεγονότος ότι εγκύρως διεκδικείται η αρχαιότητα θα είχε, στην πραγματικότητα, ως αποτέλεσμα, να αντικατασταθεί το προγενέστερο έγχρωμο σήμα από την προστασία ενός ασπρόμαυρου σήματος, δηλαδή να τροποποιηθεί η παράσταση του σήματος». Τέλος, στη σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι «τα προσκομισθέντα αποσπάσματα του μητρώου [καθιστούσαν] δυνατό να διακριθεί συγκεχυμένα μόνον το λεκτικό στοιχείο [‘medinet’] το οποίο, στην αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, [ήταν] ωστόσο σαφώς ευανάγνωστο» και ότι «στα αποσπάσματα του μητρώου, το λεκτικό αυτό στοιχείο [ήταν] πιο σαφές από το φόντο, ενώ [ήταν] πιο σκούρο από αυτό στην αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος (μαύρο σε άσπρο φόντο)».

33      Όσον αφορά το ζήτημα της εκτάσεως της προστασίας των επίμαχων σημάτων, στη σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ανέφερε ότι «[τ]ο ζήτημα της εκτάσεως της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή ακόμα του σήματος που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος (στην περίπτωση που καταχωρισθεί αργότερα) δεν [ετέθη] εν προκειμένω», ότι «[το] αντικείμενο της προστασίας [έπρεπε] να είναι το ίδιο ειδάλλως δεν [μπορούσε] να υπάρχει ταυτότητα» και ότι «[τούτο καταδείκνυε] η παραπομπή στην απόφαση “Arthur-et-Félicie” [του Δικαστηρίου]».

34      Πρέπει να σημειωθεί, όπως ανέφερε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η «παραπομπή στην απόφαση “Arthur-et-Félicie” του [Δικαστηρίου]» πρέπει, στην πραγματικότητα, να εκληφθεί ως παραπομπή στην απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2003, C‑291/00, LTJ Diffusion (Συλλογή 2003, σ. I‑2799).

35      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την παραπομπή της προσφεύγουσας στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουνίου 2009, T‑418/07, LIBRO κατά ΓΕΕΑ – Causley (LiBRO) (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή) καθότι έκρινε ότι «εστερείτο σημασίας δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αφορούσε […] αποκλειστικώς την εξέταση του κινδύνου συγχύσεως και, στο πλαίσιο αυτό, την εξέταση του βαθμού ομοιότητας μεταξύ των σημάτων» (σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Εξάλλου, κατά το τμήμα προσφυγών:

«[ο]σάκις εξετάζεται η διεκδίκηση της αρχαιότητας, δεν χωρούν υποθετικές εκτιμήσεις σχετικά με την έκταση της προστασίας του επίμαχου σήματος […] έναντι ενδεχομένων σημάτων τρίτων. Η έννοια της ταυτότητας των σημάτων δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνεύεται κατά τον [ίδιο] ακριβώς τρόπο στο πλαίσιο του άρθρου 34 του [κανονισμού 207/2009] όπως και σε εκείνο άλλων διατάξεων, παραδείγματος χάριν, του άρθρου 8, παράγραφος 1, [στοιχείο] α΄, του [κανονισμού 207/2009], ή ακόμα στο πλαίσιο εκτιμήσεως της χρήσεως υπό πανομοιότυπη μορφή (καταχωρισμένη) για τους σκοπούς του άρθρου 15, παράγραφος 1, [του εν λόγω κανονισμού]» (σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Συναφώς, στο υπόμνημα αντικρούσεως, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι αναφέρει η προσφεύγουσα, η νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν ήταν κρίσιμη ως προς την εφαρμογή του άρθρου 34 του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που η αντίληψη του καταναλωτή, η οποία αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο στη διαδικασία ανακοπής, ουδόλως λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου σήματος.

38      Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ υπογράμμισε ότι η προμνημονευθείσα απόφαση LTJ Diffusion είχε όντως χρησιμεύσει ως βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά ότι, εφόσον η αντίληψη του καταναλωτή μπορούσε να ληφθεί υπόψη στην έννοια της ταυτότητας των σημάτων, όπως αυτή καθορίσθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009, θα έπρεπε να ληφθεί επίσης υπόψη και ένα άλλο στοιχείο, ήτοι η έκταση της προστασίας των επίμαχων σημάτων.

39      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο ορισμός της έννοιας της ταυτότητας των σημάτων που προκύπτει από την προμνημονευθείσα απόφαση justing (σκέψη 16) βασίζεται σε εκείνον που έδωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προμνημονευθείσας αποφάσεως LTJ Diffusion (σκέψη 54), απαντώντας σε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορώσα την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), το οποίο είναι ισοδύναμο προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009.

40      Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι ο ορισμός της έννοιας της ταυτότητας των σημάτων που προκύπτει από την προμνημονευθείσα απόφαση justing (σκέψη 16) βασίζεται σε εκείνον που έδωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προμνημονευθείσας αποφάσεως LTJ Diffusion (σκέψη 54) δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την καίρια σημασία του ορισμού αυτού για την εφαρμογή του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, ακόμα και αν οι σκοποί του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και του άρθρου 34 του εν λόγω κανονισμού δεν είναι οι ίδιοι, αμφότερα θέτουν ως προϋπόθεση για την εφαρμογή τους την ταυτότητα των επίμαχων σημάτων. Επιπλέον, η σχετική με τα δύο αυτά άρθρα νομολογία απαιτεί να ερμηνεύεται συσταλτικώς η έννοια της ταυτότητας των σημάτων (προμνημονευθείσες αποφάσεις LTJ Diffusion, σκέψη 50, και justing, σκέψη 17).

41      Μια έννοια, όμως, η οποία χρησιμοποιείται σε διαφορετικές διατάξεις μιας νομικής πράξεως, πρέπει, για λόγους συνοχής και ασφάλειας δικαίου, κατά μείζονα δε λόγο όταν τυγχάνει συσταλτικής ερμηνείας, να εκλαμβάνεται ως έχουσα το ίδιο νόημα, ανεξαρτήτως της διατάξεως στην οποία περιέχεται.

42      Τέλος, παρότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της πρώτης οδηγίας 89/104, όπως και το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009, δεν περιέχει ρητή αναφορά στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, πρέπει να επισημανθεί ότι στην προμνημονευθείσα απόφαση LTJ Diffusion το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη προκειμένου να διευκρινίσει το πώς ορίζει την έννοια της ταυτότητας των σημάτων, με αποτέλεσμα να μπορεί να συνάγεται τέτοια ταυτότητα οσάκις τα σήματα αυτά παρουσιάζουν διαφορές τόσο αμελητέες ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από τον μέσο καταναλωτή.

43      Επομένως, η ερμηνεία της έννοιας της ταυτότητας των σημάτων, την οποία έδωσε το Δικαστήριο στην προμνημονευθείσα απόφαση LTJ Diffusion για την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της πρώτης οδηγίας 89/104, που ισοδυναμεί προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009, είναι κρίσιμη για την εφαρμογή του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009.

44      Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη τον ίδιο ορισμό της έννοιας της ταυτότητας των σημάτων με εκείνον που καθιερώθηκε από τη νομολογία στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009.

45      Ως προς τούτο, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τη σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι το τμήμα προσφυγών έκανε πράγματι δεκτό τον ορισμό της έννοιας της ταυτότητας των σημάτων, όπως προκύπτει από την προμνημονευθείσα απόφαση LTJ Diffusion (σκέψη 54). Συγκεκριμένα, παρότι το τμήμα προσφυγών παραπέμπει στην απόφαση αυτή για να επιβεβαιώσει ότι το αντικείμενο της προστασίας πρέπει να είναι το ίδιο προκειμένου να υπάρχει τέτοια ταυτότητα, στο τέλος της ίδιας σκέψεως αναφέρει ότι η περιεχόμενη στο άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009 έννοια της ταυτότητας των σημάτων δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο όπως στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού.

46      Εντούτοις, η πλάνη αυτή δεν είναι ικανή να καταστήσει πλημμελή τη συλλογιστική που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι, από την ανάγνωση του συνόλου των λόγων της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθίσταται πρόδηλο ότι τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών είναι σύμφωνα προς τον ορισμό που έκανε δεκτό το Γενικό Δικαστήριο στην ανωτέρω σκέψη 27.

47      Ως προς την έκταση της προστασίας των επίμαχων σημάτων, δεν πρόκειται περί στοιχείου που πρέπει να ληφθεί υπόψη οσάκις εξετάζεται η διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου σήματος, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το ΓΕΕΑ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε στην ανωτέρω σκέψη 26, μία εκ των προϋποθέσεων που εξετάζει το ΓΕΕΑ προκειμένου να κάνει ή μη δεκτή μια τέτοια διεκδίκηση είναι η ταυτότητα των επίμαχων σημάτων. Η εξέταση, όμως, μιας τέτοιας ταυτότητας προϋποθέτει τη σύγκριση των συστατικών στοιχείων των επίμαχων σημάτων και όχι την αξιολόγηση ούτε τη σύγκριση της εκτάσεως της προστασίας της οποίας χαίρουν ή θα μπορούσαν να χαίρουν τα εν λόγω σήματα και η οποία ενδέχεται, επιπλέον, να κυμαίνεται σε συνάρτηση με την εφαρμοστέα διάταξη του κανονισμού 207/2009.

48      Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν υπάρχει πρόδηλη διαφορά, κατά την έννοια των οδηγιών σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ (τμήμα B, σημείο 5.5), μεταξύ των επίμαχων σημάτων, η οποία να δικαιολογεί την απόρριψη της διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου σήματος. Συγκεκριμένα, το ασπρόμαυρο αιτούμενο κοινοτικό σήμα όχι μόνον περιείχε, ως «maior», το χρώμα «ωχρό χρυσό» του προγενέστερου εθνικού και του προγενέστερου διεθνούς σήματος ως «minor», αλλά, επιπλέον, το αιτούμενο κοινοτικό σήμα περιελάμβανε, χωρίς προσθήκη, όλα τα συστατικά στοιχεία του προγενέστερου εθνικού και του προγενέστερου διεθνούς σήματος. Τέλος, δεν υπήρχαν διαφορές από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως.

49      Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι κάθε επίμαχο σήμα φέρει το λεκτικό στοιχείο «medinet», σε εικονιστική μορφή που απεικονίζει ένα σταυρό. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η διαφορά μεταξύ των εν λόγων σημάτων, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι το προγενέστερο εθνικό και το προγενέστερο διεθνές σήμα είναι χρυσού χρώματος ενώ το αιτούμενο κοινοτικό σήμα δεν προσδιορίζει κάποιο χρώμα, είναι τέτοια ώστε να μην μπορούν να θεωρηθούν πανομοιότυπα τα σήματα αυτά.

50      Ως προς τούτο, πρέπει να επισημανθεί ότι, παρότι οι οδηγίες σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ που αφορούν το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009 διευκρινίζουν ότι, «[σε] ό,τι αφορά τα εικονιστικά σήματα, ο εξεταστής διατυπώνει αντίρρηση εάν η όψη των σημάτων διαφέρει προδήλως», οι οδηγίες αυτές δεν αποτελούν παρά κωδικοποίηση μιας κατευθυντήριας γραμμής, την υιοθέτηση της οποίας προτείνει το ίδιο το ΓΕΕΑ [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαΐου 2009, T‑410/07, Jurado Hermanos κατά ΓΕΕΑ (JURADO), Συλλογή 2009, σ. II‑1345, σκέψη 20, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2010, T‑124/09, Valigeria Roncato κατά ΓΕΕΑ – Roncato (CARLO RONCATO), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27].

51      Κατά συνέπεια, βάσει όχι των οδηγιών αυτών, αλλά της προμνημονευθείσας στην ανωτέρω σκέψη 27 νομολογίας θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον η χρωματική αυτή διαφορά είναι τόσο επουσιώδης ώστε να πρέπει να θεωρηθούν πανομοιότυπα τα επίμαχα σήματα.

52      Καταρχάς, πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι ένα σήμα καταχωρίζεται με ένα χρώμα ή, αντιθέτως, δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα δεν μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο που δεν γίνεται αντιληπτό από τον καταναλωτή. Πράγματι, η εντύπωση που δημιουργεί ένα σήμα είναι διαφορετική αναλόγως του αν είναι έγχρωμο ή αν δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα.

53      Ως προς τούτο, η απόφαση την οποία μνημονεύει η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής, κατά την οποία «όταν το προγενέστερο σήμα δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, η προστασία του εκτείνεται επίσης σε συνδυασμούς χρωμάτων» (προμνημονευθείσα απόφαση LiBRO, σκέψη 65), δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω στο μέτρο που, όπως αποδείχθηκε στην ανωτέρω σκέψη 47, η έκταση της προστασίας των σημάτων δεν συνιστά στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη οσάκις εξετάζεται η διεκδίκηση της αρχαιότητας. Σε κάθε περίπτωση, από την απόφαση αυτή μπορεί να συναχθεί ότι η έκταση προστασίας ενός κοινοτικού σήματος που προσδιορίζει κάποιο χρώμα είναι διαφορετική από εκείνη ενός κοινοτικού σήματος που δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα.

54      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι τα επίμαχα σήματα δεν ήταν πανομοιότυπα.

55      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

56      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η απόφαση EX‑03‑5 του Προέδρου του ΓΕΕΑ, της 20ής Ιανουαρίου 2003, περί των τυπικών προϋποθέσεων σχετικά με διεκδικήσεις αρχαιότητας ή προτεραιότητας, οι κανόνες 15, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, και 103, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), που προβλήθηκαν από το τμήμα προσφυγών σε απάντηση στο ερώτημα σε ποιο μέτρο η αρχαιότητα ενός έγχρωμου προγενέστερου σήματος μπορούσε να διεκδικηθεί στο πλαίσιο αιτήσεως καταχωρίσεως ασπρόμαυρου κοινοτικού σήματος, δεν ασκούν επιρροή. Σε κάθε περίπτωση, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών, βασιζόμενο σε διοικητικούς κανόνες προκειμένου να ερμηνεύσει την κοινοτική νομοθεσία περί σημάτων, παραβίασε την ιεραρχία των κανόνων.

57      Σε σχέση με τις μνημονευθείσες στην ανωτέρω σκέψη 56 πράξεις, πρέπει να σημειωθεί ότι, αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένα έγχρωμο σήμα δεν ήταν πανομοιότυπο με ένα ασπρόμαυρο σήμα, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι «για αυτόν τον λόγο το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως EX‑03‑5 [απαιτούσε], οσάκις το προγενέστερο σήμα [ήταν] έγχρωμο, να είναι και η απόδειξη (απόσπασμα του μητρώου) του προγενέστερου σήματος επίσης έγχρωμη» (σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι, «[ο]μοίως, στο πλαίσιο διεθνούς καταχωρίσεως που [προϋπέθετε] ταυτότητα με το βασικό σήμα, [απαιτείτο], οσάκις το εν λόγω βασικό σήμα [ήταν] έγχρωμο, να είναι και η αίτηση διεθνούς καταχωρίσεως επίσης έγχρωμη» και ότι «[η] έγχρωμη αναπαραγωγή του σήματος [ήταν] εξίσου απαραίτητη στο πλαίσιο του κανόνα 15, παράγραφος 2, [στοιχείο] ε΄, του [κανονισμού 2868/95]» (σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

58      Από την προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν βασίσθηκε στις μνημονευθείσες στην ανωτέρω σκέψη 56 πράξεις προκειμένου να ερμηνεύσει το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009, αλλά τις επικαλέστηκε μόνον προς επίρρωση της απόψεώς του, κατά την οποία το χρώμα ενός σήματος συνιστά σημαντικό στοιχείο αυτού, ιδίως όταν εξετάζεται η διεκδίκηση της αρχαιότητας προγενέστερου σήματος στο πλαίσιο αιτήσεως καταχωρίσεως ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος, όπου απαιτείται πλήρης ταυτότητα των εν λόγω σημάτων.

59      Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν παραβίασε την ιεραρχία των κανόνων και μπορούσε, θεμιτώς, να παραθέσει τις διάφορες αυτές διατάξεις προς στήριξη της ερμηνείας του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009.

60      Ακολούθως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών έπρεπε να έχει λάβει υπόψη προγενέστερες αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, στις οποίες είχε γίνει δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου σήματος όταν η διαφορά μεταξύ αιτούμενου και προγενέστερου σήματος ήταν ισχνή.

61      Ως προς τούτο, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι το ΓΕΕΑ οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Καίτοι, βάσει των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, το ΓΕΕΑ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις ήδη εκδοθείσες αποφάσεις σε παρόμοιες αιτήσεις και να εξετάζει επισταμένα κατά πόσον πρέπει ή όχι να αποφαίνεται ομοίως, εντούτοις, η εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να γίνεται τηρουμένης της αρχής της νομιμότητας [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2012, T‑179/11, Sport Eybl & Sports Experts κατά ΓΕΕΑ – Seven (SEVEN SUMMITS), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

62      Εξάλλου, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, ακριβέστερα, χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης ούτως ώστε να αποτρέπεται η αδικαιολόγητη καταχώριση σημάτων. Τέτοια εξέταση πρέπει να πραγματοποιείται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση (βλ. προμνημονευθείσα απόφαση SEVEN SUMMITS, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, στη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε τις εκ μέρους της προσφεύγουσας επικληθείσες προγενέστερες αποφάσεις ως «αντιβαίνουσες σε πάγια πρακτική των πρωτοβάθμιων τμημάτων του [ΓΕΕΑ,] αλλά επίσης μη σύμφωνες προς τις ισχύουσες νομικές διατάξεις». Προσέθεσε ότι «[ε]ίτε οι υποθέσεις που επικαλέστηκε η [προσφεύγουσα] δεν ήταν συγκρίσιμες και, ως εκ τούτου, δεν [ήταν] απαραίτητο να κριθούν κατά τον ίδιο τρόπο, είτε ήταν συγκρίσιμες και, στην περίπτωση αυτή, [υπερίσχυε] η αρχή της νομιμότητας της δράσεως του [ΓΕΕΑ] και [δεν υφίστατο] δικαίωμα σε επανάληψη εσφαλμένων αποφάσεων».

64      Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τις προγενέστερες αποφάσεις. Τις μελέτησε και έκρινε ότι δεν έπρεπε να αποφανθεί ομοίως, καθότι είτε οι υποθέσεις αυτές δεν ήταν συγκρίσιμες είτε κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στην αρχή της νομιμότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε μια συνάδουσα προς την προμνημονευθείσα στις ανωτέρω σκέψεις 61 και 62 νομολογία απόφαση.

65      Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονισθεί ότι το γεγονός ότι το προγενέστερο εθνικό και το προγενέστερο διεθνές σήμα είναι έγχρωμα ενώ το αιτούμενο κοινοτικό σήμα δεν προσδιορίζει κάποιο χρώμα δεν συνιστά σημαντική διαφορά, όπως αποδείχθηκε στην ανωτέρω σκέψη 52.

66      Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι γίνεται δεκτή διεκδίκηση της αρχαιότητας προγενέστερου σήματος δεν συνεπάγεται ότι το αιτούμενο κοινοτικό σήμα χαίρει προτεραιότητας έναντι του προγενέστερου σήματος, αλλά παρέχει απλώς και μόνο στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να βάλλει κατά κοινοτικών ή εθνικών σημάτων τρίτων, τα οποία κατατέθηκαν μετά την καταχώριση του προγενέστερου εθνικού και του προγενέστερου διεθνούς σήματος των οποίων είναι δικαιούχος, αλλά πριν την παρούσα αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, βάσει των προγενέστερων αυτών σημάτων, συγκεντρωμένων υπό τη «στέγη» του κοινοτικού σήματος, υπό την αντίστοιχη μορφή τους. Επομένως, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να έχει καταλήξει σε μια «μερική διεκδίκηση της αρχαιότητας» που θα της είχε παράσχει τη δυνατότητα να επικαλείται, στις οικείες χώρες, την αρχαιότητα των έγχρωμων σημάτων και όχι την αρχαιότητα του κοινοτικού σήματος για την ασπρόμαυρη παρουσίαση.

67      Το ΓΕΑΑ κρίνει απαράδεκτο το επιχείρημα αυτό διότι προβλήθηκε για πρώτη φορά στο δικόγραφο της προσφυγής και είναι ικανό να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς στην υπόθεση που εξετάσθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Σε κάθε περίπτωση, το να γίνει δεκτή μια «μερική διεκδίκηση της αρχαιότητας» θα είχε ως αποτέλεσμα τροποποίηση του αντικειμένου του σήματος, πράγμα που είναι αδύνατο.

68      Ως προς τούτο, ακόμα και αν υποτεθεί ότι είναι παραδεκτό, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα, τυχόν παραδοχή τέτοιου επιχειρήματος θα είχε ως συνέπεια να καταστεί κενή περιεχομένου η απαίτηση περί ταυτότητας των σημάτων, την οποία θέτει το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Εάν έπρεπε να ακολουθηθεί η συλλογιστική της προσφεύγουσας, θα ήταν δυνατόν να διεκδικείται η αρχαιότητα ενός προγενέστερου σήματος ακόμα και αν το αιτούμενο κοινοτικό σήμα είναι τελείως διαφορετικό, καθότι, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, εν τέλει, ο δικαιούχος των σημάτων θα βάσιζε την ανακοπή του για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος και της ημερομηνίας καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος, στο προγενέστερο σήμα όπως αυτό καταχωρίσθηκε αρχικώς. Επομένως, η απαίτηση περί ταυτότητας των σημάτων δεν θα είχε πλέον λόγο ύπαρξης.

69      Επιπλέον, η δυνατότητα επικλήσεως της αρχαιότητας ενός τμήματος του προγενέστερου εθνικού σήματος δεν προβλέπεται στο άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009. Το δε άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού τυγχάνει συσταλτικής ερμηνείας και το Γενικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να κάνει δεκτό ένα τέτοιο αίτημα (βλ., συναφώς, προμνημονευθείσα απόφαση justing, σκέψη 43).

70      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 77 του κανονισμού 207/2009

71      Δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το ΓΕΕΑ αποφασίζει να διεξαγάγει προφορική διαδικασία, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση ενός των διαδίκων, εάν το θεωρεί σκόπιμο.

72       Ως προς τούτο, το τμήμα προσφυγών έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει κατά πόσο μια ενώπιόν του προφορική διαδικασία είναι πράγματι απαραίτητη [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Φεβρουαρίου 2011, T‑299/09 και T‑300/09, Gühring κατά ΓΕΕΑ (Συνδυασμός των χρωμάτων κίτρινο του σπάρτου και ασημόγκριζο και συνδυασμός των χρωμάτων κίτρινο της ώχρας και ασημόγκριζο), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

73      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι μια προφορική διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών θα ήταν λυσιτελής προκειμένου να εξετασθεί ενδελεχώς η νομική κατάσταση εν προκειμένω. Κατά την άποψή της, το τμήμα προσφυγών, μη λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο σκοπιμότητας στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 77 του κανονισμού 207/2009 και «αναγκάζοντάς» την να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, παρέβη το εν λόγω άρθρο.

74      Εντούτοις, από τη δικογραφία και την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών διέθετε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να στηρίξει το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως. Όσον αφορά ειδικότερα την αιτίαση κατά την οποία η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας θα είχε δώσει στο τμήμα προσφυγών τη δυνατότητα να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον η παρουσίαση ενός μη προσδιορίζοντος κάποιο συγκεκριμένο χρώμα σήματος μπορούσε να περιλαμβάνει εκείνες που προσδιορίζουν κάποιο χρώμα, ή το ζήτημα κατά πόσον μπορούσε, τουλάχιστον, να της αναγνωρισθεί μερική αρχαιότητα, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν κατέδειξε σε ποιο μέτρο τυχόν προφορικές διευκρινίσεις επί τούτου, επιπλέον εκείνων που ήδη εξέθεσε στο υπόμνημά της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, θα είχαν αποτρέψει τη διατύπωση ενός τέτοιου διατακτικού.

75      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

76      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

77      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Franz Wilhelm Langguth Erben GmbH & Co. KG στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Φεβρουαρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.