Language of document : ECLI:EU:C:2009:18

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑350/06 και C‑520/06

Gerhard Schultz-Hoff

κατά

Deutsche Rentenversicherung Bund

και

Stringer κ.λπ.

κατά

Her Majesty's Revenue and Customs

(αιτήσεις του Landesarbeitsgericht Düsseldorf και του House of Lords για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Όροι εργασίας – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Αναρρωτική άδεια – Ετήσια άδεια συμπίπτουσα με αναρρωτική άδεια – Αποζημίωση για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που λόγω ασθενείας δεν έχει ληφθεί κατά τη λήξη της συμβάσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών

(Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

2.        Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών

(Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

3.        Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών

(Οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2)

1.        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνικές διατάξεις ή πρακτικές σύμφωνα με τις οποίες εργαζόμενος ο οποίος ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια δεν δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια περιόδου η οποία περιλαμβάνεται σε αναρρωτική άδεια.

Η οδηγία 2003/88 δεν απαγορεύει ούτε εθνικές διατάξεις ή πρακτικές που επιτρέπουν σε εργαζόμενο ο οποίος ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου.

Ειδικότερα, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν, στο εσωτερικό τους δίκαιο, τους όρους ασκήσεως και εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, προσδιορίζοντας τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν χρήση του εν λόγω δικαιώματος, χωρίς όμως να εξαρτούν από οποιονδήποτε όρο την ίδια τη γένεση αυτού του δικαιώματος που απορρέει ευθέως από την εν λόγω οδηγία.

(βλ. σκέψεις 28, 31-32, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνικές διατάξεις ή πρακτικές οι οποίες προβλέπουν ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή μιας περιόδου μεταφοράς που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο ακόμη και όταν ο εργαζόμενος ευρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους της περιόδου αναφοράς και η ανικανότητά του προς εργασία συνεχίστηκε μέχρι τη λήξη της σχέσεως εργασίας, εξ αυτού δε του λόγου δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

(βλ. σκέψεις 49, 52, διατακτ. 2)

3.        Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνικές διατάξεις ή πρακτικές οι οποίες προβλέπουν ότι, κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, ουδεμία χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών καταβάλλεται στον εργαζόμενο ο οποίος ευρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους της περιόδου αναφοράς και/ή μιας περιόδου μεταφοράς, εξ αυτού δε του λόγου δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

Οι κανονικές αποδοχές του εργαζομένου, οι οποίες πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαύσεως που αντιστοιχεί στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, έχουν καθοριστική σημασία και για τον υπολογισμό της εν λόγω χρηματικής αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψη 62, διατακτ. 3)