Language of document : ECLI:EU:T:2016:421

Υπόθεση T‑483/13

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Αθανάσιος Οικονομόπουλος

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία προκληθείσα από την Επιτροπή, στο πλαίσιο έρευνας της OLAF, και από την OLAF – Αγωγή αποζημιώσεως – Αίτημα χαρακτηρισμού πράξεων της OLAF ως νομικά ανυπόστατων και ως απαράδεκτων για αποδεικτικούς σκοπούς ενώπιον των εθνικών αρχών – Παραδεκτό – Κατάχρηση εξουσίας – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Δικαιώματα άμυνας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 20ής Ιουλίου 2016

1.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αυτοτέλεια σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως – Όρια – Προσφυγή με αίτημα τη διαπίστωση του ανυποστάτου πράξεων της Ένωσης – Απαράδεκτο – Προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και παραβίαση των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 19 § 1 ΣΕΕ· άρθρα 263 ΣΛΕΕ, 267 ΣΛΕΕ, 268 ΣΛΕΕ, 277 ΣΛΕΕ, και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 και 47)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Όρια – Αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να κριθούν απαράδεκτα στο πλαίσιο ποινικής δίκης ενώπιον εθνικών δικαστηρίων με αντικείμενο έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρα 267 ΣΛΕΕ και 268 ΣΛΕΕ)

3.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Αίτημα που υποβάλλεται πριν την περάτωση της διαδικασίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου αρμοδίου να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ευθύνης του ενάγοντος – Παραδεκτό

(Άρθρο 268 ΣΛΕΕ)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός 45/2001 – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Έννοια – Διαβίβαση, από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) σε εθνική αρχή, εκθέσεως ελέγχου περιέχουσας δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Εμπίπτει

(Κανονισμός 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχεία αʹ και βʹ, και 5)

5.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση του δικαίου της Ένωσης – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων του οικείου θεσμικού οργάνου – Εμπίπτει

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 14η αιτιολογική σκέψη και άρθρα 25 § 1 και 27)

6.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Μέθοδοι – Ερμηνεία του παράγωγου δικαίου σύμφωνα με τη Συνθήκη ΛΕΕ – Συστηματική και τελολογική ερμηνεία

7.      Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Αρμοδιότητες – Έρευνες – Αρμοδιότητα διεξαγωγής έρευνας σχετικά με την εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας για την υλοποίηση προγράμματος-πλαισίου

(Άρθρο 325 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1073/1999, 12η αιτιολογική σκέψη και άρθρο 12 § 3, και 2321/2002, άρθρο 20)

8.      Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Έλεγχοι – Κίνηση της διαδικασίας έρευνας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 5)

9.      Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Αρμοδιότητες – Έρευνες – Αρμοδιότητα διενέργειας ακροάσεων στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών

(Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 4· κανονισμός 2185/96 του Συμβουλίου, άρθρο 7)

10.    Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Αρμοδιότητες – Έρευνες – Αρμοδιότητα διεξαγωγής έρευνας σε τρίτα πρόσωπα

(Κανονισμός 2185/96 του Συμβουλίου, άρθρο 5, εδ. 3)

11.    Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας – Δίωξη λόγω παρατυπιών – Προθεσμία παραγραφής – Εφαρμογή σε μέτρα ή κυρώσεις που έχουν επιβληθεί βάσει του δικαίου της Ένωσης – Αποκλείεται

(Κανονισμός 2988/95 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

12.    Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας – Δίωξη λόγω παρατυπιών – Προθεσμία παραγραφής – Διακοπή – Πράξη της αρμόδιας αρχής που έχει γνωστοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή στον κολασμό της παρατυπίας – Έννοια

(Κανονισμός 2988/95 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, εδ. 3)

13.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Διοικητική διαδικασία – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 5)

14.    Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Έρευνες – Κίνηση της διαδικασίας έρευνας – Υποχρέωση ενημερώσεως των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών – Περιεχόμενο – Όρια

(Απόφαση 1999/396 της Επιτροπής, άρθρο 4)

15.    Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Έρευνες – Πρόσβαση στον φάκελο και στην τελική έκθεση – Υποχρέωση παροχής, σε πρόσωπο για το οποίο διενεργείται εξωτερική έρευνα, προσβάσεως σε έγγραφα της έρευνας – Δεν υφίσταται

(Απόφαση 1999/396 της Επιτροπής)

1.      Η αγωγή αποζημιώσεως είναι ένα αυτοτελές μέσο δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων δικαστικής προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως οι οποίες έχουν καθοριστεί με γνώμονα το ειδικό του αντικείμενο.

Σχετικά με αίτημα χαρακτηρισμού των ληφθέντων από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) μέτρων ως νομικά ανυπόστατων, ουσιαστικά ζητείται από τον δικαστή της Ένωσης να ακυρώσει τα ληφθέντα από την OLAF μέτρα και να αποφανθεί ότι αυτά δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Τούτο βαίνει πέραν της απλής διαπιστώσεως παράνομης συμπεριφοράς στην οποία δύναται να προβεί ο δικαστής της Ένωσης στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως. Η εν λόγω διαπίστωση περί απαραδέκτου δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ούτε παραβίαση των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τα δικαστήρια των κρατών μελών. Προς τον σκοπό αυτό, η Συνθήκη ΛΕΕ, με τα άρθρα της 263 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ, αφενός, και με το άρθρο της 267 ΣΛΕΕ, αφετέρου, καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον δικαστή της Ένωσης. Πρέπει, πάντως, να παρέχεται δυνατότητα προσφυγής, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές βάσει πληροφοριών της OLAF, τα δε εθνικά δικαστήρια μπορούν, εν συνεχεία, να υποβάλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως για την ερμηνεία εκείνων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που είναι κρίσιμες για την έκδοση των αποφάσεών τους.

Επομένως, το γεγονός ότι ένα αίτημα έχει κριθεί απαράδεκτο δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ή παραβίαση των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 26, 27, 29, 31)

2.      Αρμόδιες να αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία που διαβιβάζει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) στις εθνικές αρχές είναι αποκλειστικά και μόνον οι εν λόγω αρχές, στις οποίες εναπόκειται να εξετάσουν εάν οι διαβιβασθείσες πληροφορίες δικαιολογούν ή επιβάλλουν την κίνηση ποινικών διαδικασιών. Κατά συνέπεια, η δικαστική προστασία έναντι τέτοιων διώξεων πρέπει να διασφαλίζεται σε εθνικό επίπεδο, με όλες τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο εγγυήσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς και από τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από το επιληφθέν δικαστήριο προς το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Οι εθνικές αρχές, εφόσον αποφασίσουν τη διενέργεια έρευνας, θα εξετάσουν τις συνέπειες που απορρέουν από τυχόν παράνομες ενέργειες της OLAF και η εκτίμησή τους θα μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του εθνικού δικαστή. Σε περίπτωση που δεν κινηθεί ποινική διαδικασία ή η διαδικασία αυτή περατωθεί με απαλλακτική απόφαση, η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης θα αρκεί για την προστασία των συμφερόντων του ενδιαφερομένου, καθώς το πρόσωπο αυτό θα μπορεί να λάβει αποζημίωση για τη ζημία που έχει προκληθεί από την παράνομη συμπεριφορά της OLAF.

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, εάν ο δικαστής της Ένωσης αποφάσιζε να χαρακτηρίσει απαράδεκτες τις προσκομισθείσες ενώπιον των εθνικών αρχών αποδείξεις, θα υπερέβαινε προδήλως την αρμοδιότητά του. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να αποφασίσει ότι οι σχετικές με τον ενδιαφερόμενο πληροφορίες και τα σχετικά στοιχεία, καθώς και κάθε συναφές αποδεικτικό στοιχείο που έχει διαβιβαστεί στις εθνικές αρχές δεν αποτελούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

(βλ. σκέψεις 33, 34)

3.      Η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να έχει προκληθεί εξαιτίας της διαβιβάσεως, από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) σε εθνικές αρχές, εκθέσεως έρευνας σχετικής με τον ενάγοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόωρη, επειδή βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη εθνική ένδικη διαδικασία, εφόσον τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής δεν μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Συγκεκριμένα, δεν εξετάζεται εάν ο ενάγων διέπραξε παρατυπία ή απάτη, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η OLAF διεξήγαγε και ολοκλήρωσε μια έρευνα η οποία προσδιορίζει τον ενάγοντα ονομαστικά και, ενδεχομένως, του καταλογίζει ευθύνη για τις παρατυπίες, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον ενήργησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας αυτής. Η απαλλαγή του ενάγοντος από τις εθνικές δικαστικές αρχές δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε αποκατάσταση της ενδεχόμενης ζημίας που αυτός θα έχει τότε υποστεί.

(βλ. σκέψη 37)

4.      Οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, είναι κανόνες δικαίου που απονέμουν δικαιώματα στα πρόσωπα που είναι υποκείμενα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία κατέχουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης. Συγκεκριμένα, σκοπός των κανόνων αυτών είναι η προστασία των εν λόγω προσώπων από τον κίνδυνο παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων που τα αφορούν.

Συναφώς, όσον αφορά τη διαβίβαση, από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) σε εθνικές αρχές, εκθέσεως έρευνας περιέχουσας πληροφορίες σχετικά με φυσικό πρόσωπο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι πληροφορίες αυτές αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ότι υπάρχει επεξεργασία των δεδομένων αυτών από την OLAF κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001.

(βλ. σκέψεις 51, 53)

5.      Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, λόγω κοινοποιήσεως των δεδομένων στον υπεύθυνο προστασίας μετά την επεξεργασία τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το οικείο θεσμικό όργανο παραβιάζει κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Ωστόσο, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν η παράβαση αυτή μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως κατάφωρη. Συναφώς, αφενός, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 45/2001, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μεριμνά ώστε η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να μην μπορεί να θίξει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων που αποτελούν αντικείμενο της επεξεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οφείλει, μεταξύ άλλων, να ειδοποιεί τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων η οποία ενδέχεται να αποτελεί κίνδυνο κατά την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού 45/2001. Επομένως, εφόσον δεν ενημερωθεί για την επεξεργασία των δεδομένων, δεν μπορεί ο ίδιος να ενημερώσει τον Επόπτη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εκπληρώσει το ουσιώδες καθήκον εποπτείας που του έχει αναθέσει ο Ευρωπαίος νομοθέτης.

Αφετέρου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 45/2001, οι διατάξεις αυτού ισχύουν για κάθε είδους επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία διενεργούν όλα τα θεσμικά όργανα. Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης δεν διαθέτουν, συνεπώς, καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 45/2001. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών –το καθήκον εποπτείας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων και την απόλυτη έλλειψη διακριτικής ευχέρειας των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης–, διαπιστώνεται ότι η παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001 αρκεί, εν προκειμένω, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη αρκούντως κατάφωρης παραβιάσεως κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες.

(βλ. σκέψεις 100-102)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 140-142)

7.      Από τις διατάξεις του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF), προκύπτει ότι στην OLAF έχει ανατεθεί ευρεία αρμοδιότητα στον τομέα της καταπολεμήσεως της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Για να καταστεί αποτελεσματική η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως επιτάσσει το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, απαιτείται προσπάθεια αποτροπής και καταπολεμήσεως της απάτης και των λοιπών παρατυπιών, σε κάθε επίπεδο και για κάθε δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας ενδέχεται να θιγούν τα ως άνω συμφέροντα εξαιτίας τέτοιων φαινομένων. Προς διευκόλυνση της επιτεύξεως του σκοπού αυτού, η Επιτροπή ανέθεσε στην OLAF την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων όσον αφορά τις εξωτερικές διοικητικές έρευνες.

Για τον ίδιο λόγο, στο άρθρο 20 του κανονισμού 2321/2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ορίζεται συγκεκριμένα ότι η Επιτροπή μεριμνά για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, διενεργώντας αποτελεσματικούς ελέγχους σύμφωνα με τον κανονισμό 1073/1999. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος αυτός κανονισμός ορίζει ότι η OLAF έχει την αρμοδιότητα διενέργειας επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, η οποία είχε ανατεθεί στην Επιτροπή με τον κανονισμό 2185/96, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως στα κράτη μέλη η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες.

Επομένως, η ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ της Ένωσης και των νομικών ή φυσικών προσώπων σε βάρος των οποίων υπάρχουν υπόνοιες τελέσεως παράνομων πράξεων δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την αρμοδιότητα της OLAF για διεξαγωγή ερευνών. Η OLAF δύναται να διεξάγει έρευνες για τα πρόσωπα αυτά, εφόσον υπάρχουν σε βάρος τους υπόνοιες τελέσεως απάτης ή άλλων παράνομων πράξεων, ανεξαρτήτως της υπάρξεως συμβάσεως μεταξύ των εν λόγω μερών. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ανεξαρτησία της OLAF, με το επιχείρημα της συγκρούσεως συμφερόντων της Επιτροπής, σε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως από αυτήν εξ ονόματος της Ένωσης. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 1073/1999 διατυπώνεται με σαφήνεια ότι είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της OLAF κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον εν λόγω κανονισμό διά της αναθέσεως στον διευθυντή της τής αρμοδιότητας να αποφασίζει για την έναρξη έρευνας με δική του πρωτοβουλία. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού συνιστά την εφαρμογή της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως.

(βλ. σκέψεις 144-147, 149)

8.      Η απόφαση του διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) να αρχίσει έρευνα, όπως εξάλλου η απόφαση του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή του οργανισμού που έχει ιδρυθεί με τις Συνθήκες ή βάσει αυτών να ζητήσει την έναρξη έρευνας, προϋποθέτει να υπάρχουν αρκούντως σοβαρές υπόνοιες σχετικά με περιπτώσεις απάτης ή διαφθοράς ή άλλων παρανόμων δραστηριοτήτων που μπορούν να βλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 175)

9.      Αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες, από το άρθρο 4 του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF), καμία διάταξη δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα της OLAF να ζητεί προφορικώς πληροφορίες στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών. Ωστόσο, η απουσία ειδικής σχετικής διατάξεως δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύεται στην OLAF να διενεργεί ακροάσεις στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών. Πράγματι, η εξουσία διενέργειας επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων περιλαμβάνει αναμφισβήτητα την εξουσία διενέργειας ακροάσεων με τα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι εν λόγω έλεγχοι και εξακριβώσεις. Επιπλέον, οι ακροάσεις της OLAF δεν είναι υποχρεωτικές, καθώς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα δύνανται να αρνηθούν να μετάσχουν ή να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις.

Επιπλέον, από το άρθρο 7 του κανονισμού 2185/96, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως στα κράτη μέλη η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του κανονισμού 1073/1999, προκύπτει ότι η OLAF έχει πρόσβαση, υπό τους ίδιους όρους όπως και οι εθνικοί διοικητικοί ελεγκτές και τηρουμένων των εθνικών νομοθεσιών, σε όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που έχουν σχέση με τις υπό εξέταση πράξεις και απαιτούνται για την ομαλή διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων.

(βλ. σκέψεις 188-190)

10.    Δεν υπάρχει καμία διάταξη στον κανονισμό 2185/96, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως στα κράτη μέλη η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες, ή σε άλλον κανονισμό που να απαγορεύει στην Επιτροπή ή, εν προκειμένω, στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σε υπεργολάβο, χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί σε επιτόπιο έλεγχο ή εξακρίβωση στην επιχείρηση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες απάτης. Πράγματι, εφόσον τούτο είναι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη παρατυπίας, η OLAF δύναται να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο και εξακρίβωση και σε άλλες επιχειρήσεις. Όσον αφορά την επιλογή να διενεργηθεί έλεγχος στον συγκεκριμένο υπεργολάβο πριν τη διενέργεια ελέγχου στην επιχείρηση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες απάτης, η επιλογή αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως του στοιχείου του αιφνιδιασμού. Σε κάθε περίπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με τον κανονισμό 2185/96, η επιλογή του χρόνου διενέργειας του ελέγχου εμπίπτει αποκλειστικά στην ευχέρεια της Επιτροπής και της OLAF.

(βλ. σκέψεις 197, 199)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 213-215)

12.    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διακοπή της παραγραφής για τη δίωξη του ενάγοντος χωρεί μόνο με πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερομένου. Εάν, όμως, ο ενδιαφερόμενος ενημερωθεί εγγράφως ότι αποτελεί πρόσωπο το οποίο αφορά έρευνα διεξαγόμενη από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) και ότι υπήρξαν επαφές με εκπροσώπους της OLAF, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την προαναφερθείσα έγγραφη ενημέρωση διακόπηκε η προθεσμία παραγραφής και άρχισε νέα τετραετής προθεσμία από την ημερομηνία αποστολής σχετικού ενημερωτικού εγγράφου.

(βλ. σκέψη 217)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 219)

14.    Δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει υποχρέωση ενημερώσεως των προσώπων τα οποία αφορά εξωτερική έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF). Αντιθέτως, όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες, το άρθρο 4 της αποφάσεως 1999/396, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, ορίζει ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες απαιτείται, για τους σκοπούς της έρευνας, τήρηση του απορρήτου. Εφόσον ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας διασφαλίζεται επαρκώς στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας της OLAF, εφόσον αυτή διεξάγεται σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 4, τούτο ισχύει και για τη διαδικασίας εξωτερικής έρευνας της OLAF. Επομένως, η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας διασφαλίζεται επαρκώς στο πλαίσιο τέτοιας έρευνας αν, κατ’ αντιστοιχία προς τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της αποφάσεως 1999/396, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται ταχέως για το ενδεχόμενο εμπλοκής του σε απάτη, δωροδοκία ή σε παράνομες δραστηριότητες σε βάρος των συμφερόντων της Ένωσης, εφόσον τούτο δεν θέτει σε κίνδυνο την έρευνα.

(βλ. σκέψεις 229-231)

15.    H Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) δεν υποχρεούται να παρέχει σε πρόσωπο το οποίο αφορά εξωτερική έρευνα πρόσβαση στα έγγραφα που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας αυτής ή στα έγγραφα που έχει καταρτίσει η ίδια στο πλαίσιο αυτό, διότι τούτο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την εμπιστευτικότητα της αποστολής που έχει ανατεθεί στην OLAF, καθώς και την ανεξαρτησία της. Συγκεκριμένα, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του προσώπου αυτού διασφαλίζεται επαρκώς από την ενημέρωσή του και από την ακρόασή του από την OLAF. Ομοίως, όσον αφορά την πρόσβαση στην τελική έκθεση εξωτερικής έρευνας, καμία διάταξη δεν επιβάλλει σχετική υποχρέωση στην OLAF. Όσον αφορά την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, παρανομία εκ μέρους της OLAF στοιχειοθετείται μόνο σε περίπτωση δημοσιεύσεως της τελικής εκθέσεως ή εφόσον μετά την τελική έκθεση ακολουθήσει η έκδοση βλαπτικής πράξεως.

Συναφώς, στο μέτρο που οι αποδέκτες των τελικών εκθέσεων, δηλαδή η Επιτροπή και οι αρμόδιες εθνικές αρχές, προτίθενται να εκδώσουν τέτοια πράξη έναντι του ενδιαφερομένου, με βάση την τελική έκθεση, σε αυτές τις αρχές εναπόκειται, και όχι στην OLAF, να παράσχουν στον ενάγοντα πρόσβαση στην εν λόγω έκθεση, σύμφωνα με τους δικούς τους διαδικαστικούς κανόνες.

(βλ. σκέψεις 239-241)