Language of document : ECLI:EU:T:2015:757

Υπόθεση T‑299/11

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

European Dynamics Luxembourg SA κ.λπ.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαδικασία διαγωνισμού — Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών διαχειρίσεως προγράμματος και έργου και παροχή τεχνικών συμβουλών στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής — Κατάταξη διαγωνιζομένου βάσει συστήματος προτεραιότητας — Κριτήρια αναθέσεως — Ισότητα ευκαιριών — Διαφάνεια — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη — Απώλεια ευκαιρίας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 7ης Οκτωβρίου 2015

1.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων — Ανάγκη διασφαλίσεως της ισότητας των ευκαιριών και συμμορφώσεως προς την αρχή της διαφάνειας — Περιεχόμενο — Στάθμιση των επιμέρους κριτηρίων ορισμένου κριτηρίου αναθέσεως η οποία δεν προβλέφθηκε με τη συγγραφή υποχρεώσεων και δεν ανακοινώθηκε εκ των προτέρων στους διαγωνιζομένους — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 89 § 1)

2.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν διαγωνισμού — Εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

3.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Ανάθεση συμβάσεων — Κριτήρια αναθέσεως — Υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων και της αρχής της διαφάνειας — Περιεχόμενο — Έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας — Παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 100 § 2)

4.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Πλάνη περί τα πράγματα ή εσφαλμένος υπολογισμός που περιλαμβάνεται στην, κατά τα λοιπά επαρκή, αιτιολογία της αποφάσεως — Άνευ επιρροής για τη νομιμότητα της αποφάσεως

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

5.      Πράξη των θεσμικών οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών, να μην επιλεγεί ορισμένη προσφορά — Υποχρέωση ανακοινώσεως, κατόπιν γραπτού αιτήματος, των σχετικών χαρακτηριστικών και πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου — Υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να παράσχει ενδελεχή συγκριτική εξέταση της επιλεγείσας προσφοράς και της προσφοράς του μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου — Δεν υφίσταται — Συνεκτίμηση, στο πλαίσιο της αιτιολογίας, των απαντήσεων θεσμικού οργάνου στα αιτήματα μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου — Όρια

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 100 § 2· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 149 § 3)

6.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Αιτιώδης σύνδεσμος — Ζημία που υφίσταται διαγωνιζόμενος λόγω της απώλειας της συμβάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγωνισμού — Παράνομη απόφαση θεσμικού οργάνου περί αναθέσεως λόγω παραβιάσεως των αρχών της ισότητας των ευκαιριών και της διαφάνειας και λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως — Ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

7.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Πραγματική και βέβαιη ζημία οφειλόμενη σε παράνομη πράξη — Έννοια — Απώλεια ευκαιρίας για ανάθεση δημόσιας συμβάσεως —Περιλαμβάνεται — Εκτίμηση — Κριτήρια

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

8.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Ζημία — Εκτίμηση — Έλλειψη στοιχείων που να παρέχουν στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης τη δυνατότητα να αποφανθούν στο πλαίσιο της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνονται οι διαπραχθείσες από την Ένωση παράνομες πράξεις — Μετάθεση του καθορισμού της αποζημιώσεως σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας

(Άρθρο 340 ΣΛΕΕ)

9.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Πραγματική και βεβαία ζημία οφειλόμενη σε παράνομη πράξη — Ζημία λόγω προσβολής της φήμης και της αξιοπιστίας μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού η οποία ακυρώθηκε από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης — Η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως διασφαλίζει την προσήκουσα αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας

(Άρθρο 340 ΣΛΕΕ)

1.      Δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να μεριμνά, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως και, κατά συνέπεια, για την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους διαγωνιζομένους. Επίσης, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει την έννοια ότι στους διαγωνιζομένους πρέπει να επιφυλάσσεται ίση μεταχείριση τόσο κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους όσο και κατά τον χρόνο που οι προσφορές τους αξιολογούνται από την αναθέτουσα αρχή. Συνέπεια των ανωτέρω είναι, ειδικότερα, ότι τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να παρέχει σε όλους τους διαγωνιζομένους οι οποίοι είναι ευλόγως ενημερωμένοι και επιδεικνύουν τη συνήθη επιμέλεια τη δυνατότητα να τα ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο και ότι, κατά την αξιολόγηση των προσφορών, τα κριτήρια αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ομοιόμορφο επί όλων των διαγωνιζομένων. Εξάλλου, η αρχή της διαφάνειας, η οποία έχει ουσιαστικά ως σκοπό τον αποκλεισμό του κινδύνου ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, συνεπάγεται ότι όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, με ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, κατά τρόπο ώστε, αφενός, να παρέχεται σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και έχοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους η δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να παρέχεται στην αναθέτουσα αρχή η δυνατότητα να ελέγχει αν όντως οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση.

Βάσει των ανωτέρω, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να προβεί σε στάθμιση των επιμέρους κριτηρίων την οποία δεν έχει καταστήσει εκ των προτέρων γνωστή στους διαγωνιζομένους. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή, προβαίνοντας σε στάθμιση των διαφόρων επιμέρους κριτηρίων ορισμένου κριτηρίου αναθέσεως, η οποία ούτε προβλεπόταν από τη συγγραφή υποχρεώσεων ούτε είχε ανακοινωθεί εκ των προτέρων στους διαγωνιζομένους, παραβίασε, εις βάρος των μη επιλεγέντων διαγωνιζομένων, τις αρχές της ισότητας των ευκαιριών και της διαφάνειας.

(βλ. σκέψεις 44, 48, 53)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 58)

3.      Περίπτωση πλημμελούς αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συντρέχει όταν, λόγω ασάφειας της συγγραφής υποχρεώσεων καθώς και της σύντομης και αόριστης κρίσεως της επιτροπής αξιολογήσεως των προσφορών των διαγωνιζομένων, είναι αδύνατο, τόσο για έναν μη επιλεγέντα προσφέροντα όσο και για τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, να ελέγξουν τον εύλογο χαρακτήρα της αρνητικής παρατηρήσεως που έχει διατυπώσει η αναθέτουσα αρχή για τους προτεινόμενους ρόλους του κύριου διαχειριστή έργου και του διαχειριστή έργου και, ως εκ τούτου, να κρίνουν αν η παρατήρηση αυτή βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 85, 86)

4.      Απλή πλάνη σχετικά με πραγματικά στοιχεία ή απλά σφάλματα υπολογισμού, χωρίς δυνητικές επιπτώσεις στο αποτέλεσμα ορισμένης διαδικασίας, δεν αποτελούν δικαιολογητική βάση για την ακύρωση της αμφισβητούμενης πράξεως.

(βλ. σκέψη 107)

5.      Δυνάμει του άρθρου 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την αναθέτουσα αρχή να διαβιβάσει σε διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, αφενός, πέραν των λόγων απορρίψεως της προσφοράς, επισταμένη συνοπτική έκθεση του τρόπου κατά τον οποία κάθε επιμέρους στοιχείο της προσφοράς του συνεκτιμήθηκε κατά την αξιολόγησή της και, αφετέρου, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως των σχετικών χαρακτηριστικών και πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, ενδελεχή συγκριτική εξέταση της επιλεγείσας προσφοράς και της προσφοράς του μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Ομοίως, η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να παράσχει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, κατόπιν γραπτού αιτήματός του, πλήρες αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως. Εντούτοις, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ελέγχουν αν η μέθοδος που εφάρμοσε η αναθέτουσα αρχή για την τεχνική αξιολόγηση των προσφορών έχει εκτεθεί με σαφήνεια στη συγγραφή υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αναθέσεως, της βαρύτητας καθενός από αυτά για την αξιολόγηση, δηλαδή για τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας, καθώς και του ελάχιστου και μέγιστου αριθμού μορίων ανά κριτήριο.

Εξάλλου, όταν η αναθέτουσα αρχή, κατόπιν υποβολής αιτήματος παροχής συμπληρωματικών διευκρινίσεων σχετικά με απόφαση περί αναθέσεως, αποστέλλει έγγραφο πριν την άσκηση προσφυγής, αλλά μετά την προθεσμία του άρθρου 149, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002, το έγγραφο αυτό μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, εξυπακουομένου, πάντως, ότι το οικείο θεσμικό όργανο δεν επιτρέπεται να αντικαθιστά την αρχική με όλως νέα αιτιολογία.

(βλ. σκέψεις 129, 130)

6.      Η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης ενέργειας των οργάνων της, μπορεί να θεμελιωθεί εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, και συγκεκριμένα ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα όργανα ενέργειας, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης ενέργειας και της προβαλλόμενης ζημίας.

Όσον αφορά απόφαση περί αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως, η οποία βαρύνεται σε διάφορα σημεία με πλημμελή αιτιολογία, δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω πλημμελειών και της ζημίας που φέρεται να υπέστη μη επιλεγείς διαγωνιζόμενος, δεδομένου ότι η πλημμελής αιτιολογία δεν δύναται αυτή καθεαυτή να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης, ιδίως διότι εκ φύσεως δεν αποδεικνύει ότι, αν δεν είχε υπάρξει, η σύμβαση θα μπορούσε, και μάλιστα θα έπρεπε, να ανατεθεί στον προσφεύγοντα.

Αντιθέτως, όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των διαπιστωθεισών ουσιαστικών παρανομιών, ήτοι της παραβιάσεως των αρχών της ισότητας των ευκαιριών και της διαφάνειας και της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, αφενός, και της απώλειας ευκαιρίας, αφετέρου, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να περιοριστεί στο επιχείρημα ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει υπ’ αυτή την ιδιότητα, δεν ήταν υποχρεωμένη να αναθέσει τη σύμβαση στον προσφεύγοντα. Πάντως, διαπιστώνεται ότι οι ουσιαστικές παρανομίες που διέπραξε η αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο της ατομικής και συγκριτικής αξιολογήσεως των προσφορών των επιλεγέντων μπορούσαν εκ των πραγμάτων να επηρεάσουν την ευκαιρία του προσφεύγοντος να καταταγεί στην πρώτη ή στη δεύτερη θέση σύμφωνα με το σύστημα της προτεραιότητας. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για τη συγκριτική αξιολόγηση των εν λόγω προσφορών βάσει ορισμένου κριτηρίου αναθέσεως στο πλαίσιο της οποίας η αναθέτουσα αρχή στηρίχθηκε σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της συγγραφής υποχρεώσεων.

(βλ. σκέψεις 140-144)

7.      Όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη λόγω της απώλειας της ευκαιρίας να του ανατεθεί η σύμβαση, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της αναθέτουσας αρχής αναφορικά με την ανάθεση της συμβάσεως, η απώλεια ευκαιρίας που υπέστη ο προσφεύγων αποτελεί πραγματική και βέβαιη ζημία.

Συναφώς, στην περίπτωση που, κατά το πέρας της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υφίσταται σημαντικός κίνδυνος να έχει εκτελεστεί πλήρως η επίμαχη σύμβαση, η μη αναγνώριση από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης της απώλειας της ως άνω ευκαιρίας και της αναγκαιότητας αποκαταστάσεώς της θα ήταν αντίθετη στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ακύρωση με αναδρομική ενέργεια της αποφάσεως περί αναθέσεως δεν παρέχει πλέον κανένα πλεονέκτημα στον θιγέντα διαγωνιζόμενο, με αποτέλεσμα η απώλεια ευκαιρίας να παρίσταται ως μη επανορθώσιμη. Επιπροσθέτως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, λόγω των προϋποθέσεων που διέπουν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, στην πράξη ο διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά έχει αποτελέσει αντικείμενο παράνομης αξιολογήσεως και απορρίψεως σπανίως είναι σε θέση να επιτύχει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής.

Όσον αφορά την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας λόγω απώλειας ευκαιρίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η εκτιμώμενη αξία της επίμαχης συμβάσεως, όπως προσδιορίστηκε στην προκήρυξη του διαγωνισμού, το ποσοστό της πιθανότητας επιτυχίας της προσφοράς του προσφεύγοντος, η διάρκεια της συμβάσεως που έχει συναφθεί με τον ανάδοχο, το καθαρό κέρδος που θα είχε αποκομίσει ο προσφεύγων κατά την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως και τα κέρδη που τυχόν πραγματοποιήσει από άλλες πηγές ο προσφεύγων συνεπεία της μη αναθέσεως σε αυτόν της επίμαχης συμβάσεως, ώστε να αποτραπεί τυχόν υπερβάλλουσα αντιστάθμιση. Επιπλέον, για τον καθορισμό του συνολικού ποσού της αποζημιώσεως λόγω απώλειας ευκαιρίας, το προσδιορισθέν καθαρό κέρδος θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί το ποσοστό της πιθανότητας επιτυχίας.

(βλ. σκέψεις 144, 145, 149-154)

8.      Όταν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν είναι σε θέση, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να αποφανθούν οριστικώς επί του ύψους της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβάλει η Ένωση σε προσφεύγοντα λόγω απώλειας ευκαιρίας, είναι σκόπιμο, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, να εκδοθεί σε ένα πρώτο στάδιο παρεμπίπτουσα απόφαση επί της ευθύνης της Ένωσης. Επομένως, ο καθορισμός του ύψους της αποζημιώσεως που οφείλεται προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τις παράνομες πράξεις της Ένωσης μετατίθεται σε μεταγενέστερο στάδιο και πραγματοποιείται είτε από τους διαδίκους κατόπιν κοινής συμφωνίας είτε, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, από το Γενικό Δικαστήριο.

(βλ. σκέψη 147)

9.      Όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη φερόμενη προσβολή της φήμης και της αξιοπιστίας του, τυχόν ακύρωση από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης της αποφάσεως περί αναθέσεως επαρκεί, καταρχήν, για την ανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από την προαναφερθείσα προσβολή, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί αν η κατά τα φαινόμενα μη δικαιολογούμενη κατάταξη της προσφοράς του από την αναθέτουσα αρχή, στο πλαίσιο του συστήματος της προτεραιότητας, συνιστά τέτοια προσβολή.

(βλ. σκέψη 155)