Language of document : ECLI:EU:T:2001:192

Υπόθεση C148/22

OP

κατά

Commune d’Ans

(αίτηση του tribunal du travail de Liège για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 28ης Νοεμβρίου 2023

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων – Δημόσιος τομέας– Κανονισμός εργασίας δημόσιας αρχής ο οποίος απαγορεύει την εμφανή χρήση οιουδήποτε φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας – Μουσουλμανική μαντίλα – Απαίτηση ουδετερότητας στις επαφές με το κοινό, τους προϊσταμένους και τους συναδέλφους»

1.        Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Πεδίο εφαρμογής – Εργασιακές συνθήκες και όροι απασχόλησης – Έννοια – Εσωτερικός κανονισμός δημοτικής αρχής ο οποίος απαγορεύει στο προσωπικό της την εμφανή χρήση οιουδήποτε συμβόλου πεποιθήσεων στον χώρο εργασίας – Εμπίπτει

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, στοιχείο γʹ)

(βλ. σκέψη 23)

2.        Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων – Εσωτερικός κανονισμός δημοτικής αρχής ο οποίος απαγορεύει στο προσωπικό της, γενικώς και αδιακρίτως, την εμφανή χρήση οιουδήποτε συμβόλου πεποιθήσεων στον χώρο εργασίας – Απουσία άμεσης δυσμενούς διακρίσεως – Ενδεχόμενη ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως – Δικαιολογητικός λόγος στηριζόμενος στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού – Βούληση του εργοδότη να εφαρμόζει πολιτική αποκλειστικής ουδετερότηταςστον χώρο εργασίας – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Επαλήθευση από το εθνικό δικαστήριο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 10 και 21· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 2)

(βλ. σκέψεις 25, 27-30, 32-41 και διατακτ.)

Σύνοψη

Η OP κατέχει από τις 11 Οκτωβρίου 2016 τη θέση της «προϊσταμένης γραφείου» στον Δήμο Ans (Βέλγιο), ασκεί δε τα σχετικά καθήκοντα κατά κανόνα χωρίς να έχει επαφή με τους χρήστες της δημόσιας υπηρεσίας.

Στις 8 Φεβρουαρίου 2021 ζήτησε να της επιτραπεί να φέρει μουσουλμανική μαντίλα στον χώρο εργασίας της. Η αίτησή της απορρίφθηκε προσωρινώς από τον εργοδότη της.

Εν συνεχεία, το δημοτικό συμβούλιο τροποποίησε τον κανονισμό εργασίας του Δήμου Ans εισάγοντας σε αυτόν υποχρέωση «αποκλειστικής ουδετερότητας» στον χώρο εργασίας, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε όλους τους εργαζομένους του Δήμου να φέρουν, στον χώρο αυτόν, οιοδήποτε εμφανές σύμβολο δυνάμενο να αποκαλύψει τις πεποιθήσεις τους, μεταξύ άλλων δε τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, ανεξαρτήτως του αν έρχονται σε επαφή με το κοινό.

Εκτιμώντας ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω της θρησκείας της, η OP άσκησε αγωγή για άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον ενώπιον του tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο).

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απαγόρευση να φέρει μουσουλμανική μαντίλα την οποία επέβαλε στην OP ο εργοδότης της κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού εργασίας δημιουργεί διαφορετική μεταχείριση η οποία συνιστά δυσμενή διάκριση, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78 (1). Το εν λόγω δικαστήριο, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης διατάξεως του κανονισμού εργασίας με την ανωτέρω οδηγία, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι εσωτερικός κανόνας δημοτικής αρχής ο οποίος απαγορεύει, γενικώς και αδιακρίτως, στα μέλη του προσωπικού της αρχής αυτής την εμφανή χρήση, στον χώρο εργασίας, οιουδήποτε συμβόλου αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βούληση της εν λόγω αρχής να καθιερώσει ένα απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος κανόνας είναι πρόσφορος, αναγκαίος και αναλογικός σε σχέση με το πλαίσιο αυτό και λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων δικαιωμάτων και συμφερόντων που εμπλέκονται.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο απορρίπτει, βάσει των πραγματικών στοιχείων που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, το ενδεχόμενο άμεσης διακρίσεως και στη συνέχεια υπενθυμίζει ότι εσωτερικός κανόνας τον οποίο έχει θεσπίσει ο εργοδότης, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορεί να συνιστά έμμεση διαφορετική μεταχείριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, εφόσον αποδεικνύεται ότι η υποχρέωση την οποία περιέχει ο κανόνας αυτός, καίτοι εκ πρώτης όψεως ουδέτερη, συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση των προσώπων που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία ή έχουν ορισμένες πεποιθήσεις.

Εντούτοις, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά έμμεση διάκριση εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78, δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό και εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Κατά πρώτον, κατά το Δικαστήριο, διάταξη κανονισμού εργασίας δημόσιας αρχής, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

Πράγματι, ελλείψει συναινέσεως σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των τοπικών ή περιφερειακών οντοτήτων του, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους αναγνωρίζονται, πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την αντίληψη περί ουδετερότητας της δημόσιας υπηρεσίας την οποία προτίθεται να προωθήσει στον χώρο εργασίας. Αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως παρέχει στα κράτη μέλη και στις τοπικές ή περιφερειακές οντότητές τους τη δυνατότητα να συνεκτιμούν το δικό τους ιδιαίτερο πλαίσιο, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλομορφίας των προσεγγίσεών τους ως προς τη θέση που προτίθενται να αναγνωρίσουν, εντός αυτών, στη θρησκεία ή στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια και στα δικαστήρια της Ένωσης να εξακριβώνουν αν τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο δικαιολογούνται επί της αρχής και είναι αναλογικά.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διάταξη του κανονισμού εργασίας πρέπει να είναι ικανή να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή του σκοπού που επιδιώκει ο εργοδότης. Συναφώς, εναπόκειται, κατ’ αρχάς, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν ο Δήμος Ans επιδιώκει τον σκοπό της «αποκλειστικής ουδετερότητας» κατά τρόπο πραγματικά συνεπή και συστηματικό έναντι του συνόλου των εργαζομένων.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο θεμιτός σκοπός ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση, μέσω μιας τέτοιας πολιτικής «αποκλειστικής ουδετερότητας», ενός απολύτως ουδέτερου διοικητικού περιβάλλοντος μπορεί να επιδιωχθεί αποτελεσματικά μόνον εφόσον δεν επιτρέπεται καμία εμφανής εκδήλωση πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, κατά τις επαφές των εργαζομένων με τους χρήστες της δημόσιας υπηρεσίας ή με τους λοιπούς εργαζομένους. Πράγματι, η χρήση οιουδήποτε συμβόλου, έστω και μικρού μεγέθους, θέτει εν αμφιβόλω την καταλληλότητα του μέτρου για την επίτευξη του φερόμενου ως επιδιωκόμενου σκοπού και συνεπώς κλονίζει την ίδια τη συνέπεια της πολιτικής αυτής.

Τέλος, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, υπό το πρίσμα του συνόλου των χαρακτηριστικών στοιχείων του πλαισίου εντός του οποίου θεσπίσθηκε ο κανόνας αυτός, σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τα κρίσιμα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές, και, αφετέρου, την αρχή της ουδετερότητας που σκοπεί να διασφαλίσει στους χρήστες των υπηρεσιών της δημόσιας αρχής και στο προσωπικό της ένα διοικητικό περιβάλλον χωρίς εμφανείς εκδηλώσεις πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων.


1      Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).