Language of document : ECLI:EU:T:2016:62

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 4ης Φεβρουαρίου 2016 (*)

«Πρόγραμμα υποστήριξης του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα (MEDIA 2007) — Μέτρα υποστήριξης της διακρατικής διανομής των ευρωπαϊκών ταινιών — Πρόσκληση υποβολής προτάσεων στο πλαίσιο του “επιλεκτικού” συστήματος 2013 — Πράξη του EACEA με την οποία ενημερώνει την προσφεύγουσα για την απόρριψη της υποψηφιότητάς της σχετικά με την ταινία “Only God Forgives” — Πράξη του EACEA που επιβεβαιώνει την απόρριψη αλλά περιέχει νέα αιτιολογία — Αρμοδιότητα — Κατανομή καθηκόντων μεταξύ της Επιτροπής και του EACEA — Δέσμια αρμοδιότητα — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη δεκτική προσφυγής — Παραδεκτό — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Μόνιμες κατευθυντήριες γραμμές 2012‑2013 — Συμφωνία υλικής ή στην πράξη διανομής — Έλλειψη προηγούμενης γνωστοποιήσεως στον EACEA — Μη επιλεξιμότητα της υποψηφιότητας»

Στην υπόθεση T‑676/13,

Italian International Film Srl, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Fratini, B. Bettelli και M. Bottino, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Εκτελεστικού Οργανισμού Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA), εκπροσωπούμενου από τους H. Monet και D. Homann, επικουρούμενους από τους D. Fosselard και A. Duron, δικηγόρους,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας για τη χορήγηση επιχορηγήσεως για την ταινία «Only God Forgives», κατόπιν της προσκλήσεως υποβολής προτάσεων EACEA/21/12 MEDIA 2007 — Υποστήριξη για τη διακρατική διανομή ευρωπαϊκών ταινιών — Το «επιλεκτικό» σύστημα 2013 (ΕΕ 2012, C 300, σ. 5), η οποία δημοσιεύθηκε κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 1718/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί εφαρμογής προγράμματος υποστήριξης του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα (MEDIA 2007) (ΕΕ L 327, σ. 12), που θεσπίστηκε για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2013,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 5 Οκτωβρίου 2012 δημοσιεύθηκε η πρόσκληση υποβολής προτάσεων EACEA/21/12 MEDIA 2007 — Υποστήριξη για τη διακρατική διανομή ευρωπαϊκών ταινιών — Το «επιλεκτικό» σύστημα 2013 (ΕΕ 2012, C 300, σ. 5), στο πλαίσιο του «επιλεκτικού» συστήματος που αποσκοπεί στην επιλογή ορισμένου αριθμού σχεδίων για τη χορήγηση επιχορηγήσεως, ούτως ώστε να προωθηθεί και να υποστηριχθεί η ευρύτερη διακρατική διανομή πρόσφατων μη εθνικών ευρωπαϊκών ταινιών.

2        Η δημοσίευση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο της αποφάσεως 1718/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί εφαρμογής προγράμματος υποστήριξης του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα (MEDIA 2007) (ΕΕ L 327, σ. 12), που θεσπίστηκε για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2013, της οποίας το περιεχόμενο διευκρινίστηκε με τις μόνιμες κατευθυντήριες γραμμές του προγράμματος MEDIA 2007, που ήσαν προσαρτημένες στην εν λόγω πρόσκληση υποβολής προτάσεων (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

3        Το σημείο 5 των κατευθυντηρίων γραμμών, με τίτλο «Κριτήρια επιλεξιμότητας», περιέχει ένα σημείο 5.1, που τιτλοφορείται «Επιλέξιμες εταιρίες» και το οποίο έχει ως εξής:

«[…]

Ο κινηματογραφικός διανομέας πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

1.      να είναι κάτοχος των δικαιωμάτων διανομής στις κινηματογραφικές αίθουσες στην οικεία επικράτεια·

2.      να πραγματοποιεί τη διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες της ταινίας στην επικράτεια (να καθορίζει την ημερομηνία πρώτης προβολής, να σχεδιάζει, να ελέγχει και να υλοποιεί τη διανομή και την εκστρατεία προώθησης) και

3.      να καταβάλλει τα ποσά που αφορούν το κόστος που συνδέεται με τη διανομή. (Βλ. επίσης σημείο 5.5, “Επιλέξιμες προτάσεις”).

Η υπεργολαβία σε περιορισμένο βαθμό επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι:

–        έχει γνωστοποιηθεί στον Οργανισμό·

–        αποδεικνύεται με εξοφλημένα τιμολόγια·

–        είναι σύμφωνη με τον κανόνα περί υπεργολαβίας που εκτίθεται στο σημείο 10.

Στην περίπτωση που οι δραστηριότητες διανομής επιμερίζονται σε περισσότερες εταιρίες, οι συμβάσεις/συμφωνίες μεταξύ των εταιριών αυτών πρέπει να κοινοποιούνται στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός θα θεωρήσει ότι κανονικά είναι επιλέξιμη η εταιρία που πράγματι διενεργεί τη διανομή της ταινίας στην επικράτεια. Η απόφαση του Οργανισμού είναι τελεσίδικη.

Επιτρέπεται η χρησιμοποίηση “προσώπων που διενεργούν στην πράξη τη διανομή” για συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως είναι η κράτηση των αιθουσών, η κυκλοφορία των αντιτύπων και η είσπραξη των εσόδων. Αυτά τα πρόσωπα που διενεργούν στην πράξη τη διανομή δεν μπορούν να είναι επιλέξιμα για χρηματοδοτική στήριξη.

[…]»

4        Το σημείο 5.5 των κατευθυντηρίων γραμμών, με τίτλο «Επιλέξιμες προτάσεις», έχει ως εξής:

«[…]

Το έντυπο υποψηφιότητας πρέπει να συνοδεύεται από επίσημη επιστολή του υποψηφίου και από όλα τα λοιπά έγγραφα που διαλαμβάνονται στο έντυπο υποψηφιότητας.

[…]

Ο Οργανισμός διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία από τον υποψήφιο.

[…]»

5        Κατά το σημείο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών, με τίτλο «Διαδικασία υποβολής των προτάσεων»:

«[…]

13.2      Έντυπο υποψηφιότητας

[…]

Επιπλέον, πρέπει να πραγματοποιείται συνολική αποστολή για την υποψηφιότητα με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περιέχουσα:

–        εκτυπωμένο το ηλεκτρονικό έντυπο·

–        όλα τα έγγραφα που απαριθμούνται στον συγκεφαλαιωτικό κατάλογο.

[…]

13.3      Υποβολή της υποψηφιότητας για επιχορήγηση

[…]

Καμία αλλαγή στον φάκελο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μετά την αποστολή της υποψηφιότητας. Ωστόσο, αν χρειάζεται να διευκρινιστούν ορισμένα σημεία, ο Οργανισμός μπορεί να επικοινωνήσει προς τούτο με τον υποψήφιο.

[…]

Όλοι οι υποψήφιοι που δεν γίνονται δεκτοί ενημερώνονται γραπτώς.

Ο υποψήφιος πρέπει να υποβάλει όλες τις συμφωνίες διανομής που έχουν σημασία για την υποψηφιότητά του, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών που έχουν ήδη προσκομισθεί στο πλαίσιο αιτήσεων χρηματοδοτικής στηρίξεως βάσει προηγούμενης προσκλήσεως υποβολής προσφορών του προγράμματος MEDIA. Οι ελλιπείς υποψηφιότητες θα θεωρούνται μη επιλέξιμες.

[…]»

6        Η προσφεύγουσα, Italian International Film Srl, υπέβαλε, στις 22 Μαρτίου 2013, την υποψηφιότητά της για τη χορήγηση επιχορηγήσεως για τη διανομή στην Ιταλία της ταινίας «Only God Forgives» («Μόνον ο Θεός συγχωρεί», στο εξής: ταινία).

7        Στις 4 Ιουνίου 2013, ένας από τους υπαλλήλους του Εκτελεστικού Οργανισμού Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA) που ήταν επιφορτισμένος με την εξέταση των αιτήσεων επιχορηγήσεως ανέφερε στην προσφεύγουσα ότι επιθυμούσε να λάβει διάφορα επιπλέον έγγραφα. Στις 6 Ιουνίου 2013, η προσφεύγουσα προσκόμισε ορισμένα έγγραφα, τα οποία ο EACEA επισύναψε στην υποψηφιότητά της, προκειμένου να προβεί στην αξιολόγηση αυτής.

8        Η αρμόδια για την αξιολόγηση των αιτήσεων επιχορηγήσεως επιτροπή (στο εξής: επιτροπή αξιολογήσεως) επισήμανε, κατά τις συνεδριάσεις της τής 20ής και της 21ης Ιουνίου 2013, ότι η ταινία διανεμόταν στην Ιταλία από την εταιρία 01 Distribution και όχι από την προσφεύγουσα, οπότε η υποψηφιότητά της δεν μπορούσε να επιλεγεί. Συνεπώς, η επιτροπή αξιολογήσεως διαβίβασε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια πρόταση απορριπτικής αποφάσεως.

9        Κατά τη συνεδρίασή της τής 26ης Ιουλίου 2013, η επιτροπή MEDIA 2007 της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Εκπαίδευση και πολιτισμός» της Επιτροπής εξέδωσε γνωμοδότηση υιοθετώντας την πρόταση της επιτροπής αξιολογήσεως, πλην δύο αλλαγών που δεν αφορούσαν την προσφεύγουσα.

10      Με την εκτελεστική απόφαση C(2013) 5212 τελικό, της 2ας Αυγούστου 2013, σχετικά με ατομική απόφαση χορηγήσεως επιχορηγήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος MEDIA 2007 — Επιλεκτική στήριξη της διανομής (στο εξής: απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013), η Επιτροπή ακολούθησε τη γνώμη της επιτροπής MEDIA 2007 (αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω αποφάσεως), η δε προσφεύγουσα δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των υποψηφίων που έλαβαν επιχορήγηση για τη διανομή της ταινίας και οι οποίοι διαλαμβάνονταν στο παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως.

11      Στις 7 Αυγούστου 2013, ο EACEA κοινοποίησε, με δικό του έγγραφο, το περιεχόμενο της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2013 στην προσφεύγουσα, μέσω του τυποποιημένου εντύπου, αναφέροντας ότι «[ο] αιτών δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ο ίδιος τη διανομή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες».

12      Με επιστολή της 4ης Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε αυτόν τον λόγο απορρίψεως και υπέβαλε στον EACEA ορισμένο αριθμό παρατηρήσεων. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι ήταν όντως ο διανομέας της ταινίας και ότι τούτο προέκυπτε από τα έγγραφα που διαβιβάζονταν συνημμένα στην εν λόγω επιστολή. Εξέθεσε για ποιους εμπορικούς λόγους εμφανιζόταν κυρίως το λογότυπο της 01 Distribution και ανέφερε ότι λυπόταν για το ότι τούτο οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει ότι αυτή δεν ήταν ο διανομέας της ταινίας. Κατά συνέπεια, ζήτησε να επανεξεταστεί η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013, της οποίας το περιεχόμενο της είχε κοινοποιηθεί στις 7 Αυγούστου 2013.

13      Με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013, ο EACEA απάντησε στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, απορρίπτοντάς τες με το αιτιολογικό ότι, καίτοι, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 5.1 των κατευθυντηρίων γραμμών, μπορεί να επιτραπεί η ανάθεση με υπεργολαβία των δραστηριοτήτων εκδόσεως τιμολογίων και εισπράξεως των εσόδων σε πρόσωπο που διενεργεί στην πράξη τη διανομή, εντούτοις η άδεια αυτή εξαρτάται από την κοινοποίηση των σχετικών συμφωνιών στον EACEA. Ο τελευταίος αυτός υπογράμμισε ότι, ενώ είχε επικοινωνήσει με την προσφεύγουσα στις 4 Ιουνίου 2013 για να λάβει πρόσθετες εξηγήσεις (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), αυτή παρέλειψε να του γνωστοποιήσει τη συμφωνία που υπέγραψε στις 26 Απριλίου 2013 με την 01 Distribution για τη διανομή της ταινίας, πράγμα που ήταν απαραίτητο για να μπορέσει η επιτροπή αξιολογήσεως να εκτιμήσει τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να λάβει επιχορήγηση. Εν κατακλείδι, ο EACEA ανέφερε ότι «λυπ[ούνταν] για το ότι [έπρεπε] να επιβεβαιώσει τη μη επιλεξιμότητα του ως άνω σχεδίου, σύμφωνα με την αρχική σύσταση της επιτροπής αξιολογήσεως».

14      Ο EACEA ενημέρωσε επίσης την προσφεύγουσα σχετικά με τα μέσα έννομης προστασίας που διέθετε κατά «της αποφάσεως αυτής» και τις προθεσμίες ασκήσεώς τους (στο εξής: έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαρτίου 2014, ο EACEA προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

17      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Απριλίου 2014, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τους λόγους απαραδέκτου που προέβαλε ο EACEA.

18      Με διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2014, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να συνεξετάσει την ένσταση απαραδέκτου του EACEA με την ουσία της υποθέσεως.

19      Στις 27 Οκτωβρίου 2014, ο EACEA κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως. Υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2014 και υπόμνημα ανταπαντήσεως υποβλήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2015.

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την «απόφαση […] της 8ης Οκτωβρίου 2013»·

–        να υποχρεώσει τον EACEA να λάβει «τα συνεπακόλουθα μέτρα»·

–        να καταδικάσει τον EACEA στα δικαστικά έξοδα.

21      Ο EACEA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη ή, τουλάχιστον, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

22      Πρέπει να τονιστεί ότι η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι περιέχεται στο έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013, και όχι κατά της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2013. Τούτο προκύπτει από τη ρητή διατύπωση του δικογράφου της προσφυγής. Επιπλέον, καίτοι είναι ακριβές ότι, στις 4 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε την επανεξέταση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, μόνο το νόημα και η αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως της είχαν γνωστοποιηθεί μέσω του τυποποιημένου εντύπου που της κοινοποιήθηκε στις 7 Αυγούστου 2013, και όχι αυτή καθαυτήν η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013, η οποία δεν μνημονευόταν στο εν λόγω έντυπο και προσδιορίστηκε, έναντι της προσφεύγουσας, μόνο με την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε ο EACEA.

 Επί του παραδεκτού

23      Ο EACEA προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου, αντλούμενους, ο πρώτος από την απώλεια του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής εφόσον υποτεθεί ότι η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2013, ο δεύτερος από το ότι το έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013 δεν αποτελεί βλαπτική πράξη, καθόσον τέτοιο χαρακτήρα έχει μόνον η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013, που κοινοποιήθηκε στις 7 Αυγούστου 2013, και ο τρίτος από τον αμιγώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα του εγγράφου της 8ης Οκτωβρίου 2013 σε σχέση με την απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013.

24      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τους λόγους αυτούς απαραδέκτου και φρονεί ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή.

 Επί της απώλειας του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής

25      Από τη σκέψη 22 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι περιέχεται στο έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013, αποκλειομένης κάθε άλλης. Συνεπώς, ο λόγος απαραδέκτου που στηρίζεται στην απώλεια του δικαιώματος ασκήσεως της προσφυγής καθόσον αυτή στρέφεται κατά της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2013, η οποία πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν είχε προσδιοριστεί, ούτε ως προς την ημερομηνία της ούτε ως προς το έγγραφο στο οποίο περιέχεται, στην αντίληψη της προσφεύγουσας πριν από την παρούσα ένδικη διαδικασία, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

 Επί του αν το έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013 έχει χαρακτήρα αποφάσεως

26      Πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν αρκεί ένα έγγραφο να έχει αποσταλεί από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αποδέκτη του, σε απάντηση αιτήσεως του τελευταίου, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρέχουσα έτσι τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1993, Miethke κατά Κοινοβουλίου, C‑25/92, Συλλογή, EU:C:1993:32, σκέψη 10· απόφαση της 22ας Μαΐου 1996, AITEC κατά Επιτροπής, T‑277/94, Συλλογή, EU:T:1996:66, σκέψη 50, και διάταξη της 5ης Νοεμβρίου 2003, Kronoply κατά Επιτροπής, T‑130/02, Συλλογή, EU:T:2003:293, σκέψη 42).

27      Συγκεκριμένα, καίτοι προσφυγής ακυρώσεως είναι δεκτικές όλες οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, καθώς και, ενδεχομένως, υπό τις προϋποθέσεις και τους ειδικούς κανόνες που προβλέπει το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι πράξεις που εκδίδουν τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση, όταν η προσφυγή ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ότι οι πράξεις αυτές αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσώπου αυτού, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ,. κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, Συλλογή, EU:C:1981:264, σκέψεις 9 και 10· της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:656, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη της 13ης Μαρτίου 2015, European Coalition to End Animal Experiments κατά ECHA, T‑673/13, Συλλογή, EU:T:2015:167, σκέψη 22).

28      Ο EACEA είναι οργανισμός της Ένωσης με νομική προσωπικότητα (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Αγαπίου-Ιωσηφίδη κατά Επιτροπής και EACEA, T‑439/08, EU:T:2010:442, σκέψη 35), ο οποίος συστάθηκε με την απόφαση 2005/56/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2005, για τη σύσταση του «εκτελεστικού οργανισμού εκπαίδευσης, οπτικοακουστικών θεμάτων και πολιτισμού» για τη διαχείριση της κοινοτικής δράσης στους τομείς της εκπαίδευσης, των οπτικοακουστικών θεμάτων και του πολιτισμού κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 24, σ. 35), που καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2009/336/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2009, για τη σύσταση του Εκτελεστικού Οργανισμού Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού με σκοπό τη διαχείριση της κοινοτικής δράσης στους τομείς της εκπαίδευσης, των οπτικοακουστικών θεμάτων και του πολιτισμού κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 101, σ. 26). Η απόφαση 2009/336, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση 2012/797/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2012 (ΕΕ L 349, σ. 68), η οποία πλέον έχει καταργηθεί αλλά έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, δεν περιέχει καμία διάταξη θεσπισθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

29      Συνεπώς, μόνον αν αποδεικνυόταν ότι το έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013 παρήγαγε, έναντι της προσφεύγουσας, δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση, θα μπορούσε η προσφεύγουσα να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως στρεφόμενη κατά του εν λόγω εγγράφου (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:C:1981:264, σκέψη 9· της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑351/02, Συλλογή, EU:T:2006:104, σκέψη 35, και διάταξη της 19ης Νοεμβρίου 2013, 1. garantovaná κατά Επιτροπής, T‑42/13, EU:T:2013:621, σκέψη 20).

30      Για να καθοριστεί αν πράξη παράγει τέτοιου είδους αποτελέσματα, είναι αναγκαίο να εξετασθεί η ουσία της (απόφαση IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:C:1981:264, σκέψη 9· διατάξεις της 29ης Απριλίου 2004, SGL Carbon κατά Επιτροπής, T‑308/02, Συλλογή, EU:T:2004:119, σκέψη 39, και της 9ης Οκτωβρίου 2012, Région Poitou-Charentes κατά Επιτροπής, T‑31/12, EU:T:2012:528, σκέψη 32).

31      Αφενός, τούτο έχει ως συνέπεια ότι το γεγονός ότι ο EACEA χρησιμοποίησε, στο έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013, τον όρο «απόφαση» δεν συνιστά παρά μία ένδειξη, μεταξύ άλλων, που μπορεί να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή της Ένωσης για να καθορίσει την ουσία της επίμαχης πράξεως, αλλά δεν μπορεί, αυτό και μόνο, να καταστήσει δυνατό τον χαρακτηρισμό της πράξεως αυτής ως αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Αφετέρου, ο EACEA δεν μπορεί να επικαλείται βασίμως, στο πλαίσιο λόγου απαραδέκτου, την υποτιθέμενη αναρμοδιότητά του να εκδώσει μια τέτοια απόφαση, διότι, αν από την εξέταση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως προκύψει ότι το έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013 έχει χαρακτήρα αποφάσεως, το ζήτημα της αρμοδιότητας του εκδότη του εγγράφου αυτού θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του ελέγχου της εξωτερικής νομιμότητας της αποφάσεως που το έγγραφο αυτό περιέχει, πράγμα που συνιστά νομικό ζήτημα ουσίας και όχι ζήτημα παραδεκτού.

32      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, με το έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013, ο EACEA υπερέβη τα όρια μιας απλής εξηγήσεως της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2013, της οποίας το περιεχόμενο και η αιτιολογία είχαν κοινοποιηθεί με δικές του ενέργειες. Ο EACEA δεν περιορίστηκε να διευκρινίσει την απόφαση, αλλά έλαβε ο ίδιος θέση υπό την έννοια της απορρίψεως της αιτήσεως επιχορηγήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

33      Καίτοι αληθεύει ότι το έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013 περιέχει μια ερμηνεία του άρθρου 5.1 των κατευθυντηρίων γραμμών, η εν λόγω ερμηνεία δεν αποσκοπεί στο να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα τους λόγους της εκδόσεως της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2013, η οποία εξάλλου δεν παρατίθεται αυτή καθαυτήν στο έγγραφο (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), αλλά διατυπώνεται προς στήριξη της απορρίψεως που αντέταξε ο ίδιος ο EACEA, «σύμφωνα με την αρχική σύσταση της επιτροπής αξιολογήσεως».

34      Συνεπώς, από την εξέταση του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι ο EACEA θέλησε να του προσδώσει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, διατηρώντας την απόρριψη που είχε προηγουμένως αντιταχθεί στην αίτηση επιχορηγήσεως της προσφεύγουσας, πράγμα που ήταν ικανό να θίξει τα συμφέροντα της τελευταίας αυτής, στερώντας της τη δυνατότητα να λάβει επιχορήγηση για τη διανομή της ταινίας στην ιταλική επικράτεια. Με γνώμονα τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 26 έως 30 ανωτέρω, πρέπει συνεπώς να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2013 συνιστά όντως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (στο εξής: απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013) και, επομένως, να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου που προέβαλε ο EACEA.

 Επί του επιβεβαιωτικού χαρακτήρα της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 2013

35      Κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση επιβεβαιώνει απλώς προηγούμενη απόφαση αν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προηγούμενη πράξη και δεν προηγήθηκε αυτής επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της προγενέστερης αυτής πράξεως (αποφάσεις της 14ης Απριλίου 1970, Nebe κατά Επιτροπής, 24/69, Συλλογή, EU:C:1970:22, σκέψη 8· της 10ης Δεκεμβρίου 1980, Grasselli κατά Επιτροπής, 23/80, Συλλογή, EU:C:1980:284, σκέψη 18, και της 11ης Ιουνίου 2002, AICS κατά Κοινοβουλίου, T‑365/00, Συλλογή, EU:T:2002:151, σκέψη 30).

36      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι ο EACEA διενήργησε, πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 2013, εξέταση των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα με την από 4 Σεπτεμβρίου 2013 επιστολή της, κατόπιν δε ανέφερε ότι τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με το σημείο 5.1 των κατευθυντηρίων γραμμών, έπρεπε να του είχαν διαβιβασθεί όταν είχε επικοινωνήσει με την προσφεύγουσα, στις 4 Ιουνίου 2013, «για περισσότερες εξηγήσεις όσον αφορά την επιχειρησιακή ικανότητα της εταιρίας να οργανώσει την προβολή της ταινίας», διότι μια τέτοια γνωστοποίηση θα μπορούσε να παράσχει τη δυνατότητα στην επιτροπή αξιολογήσεως να προβεί σε «ακριβή αξιολόγηση του σχεδίου». Συνεπώς, πρέπει εντεύθεν να συναχθεί ότι, ενώ η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013, το περιεχόμενο της οποίας κοινοποιήθηκε στις 7 Αυγούστου 2013 μέσω του τυποποιημένου εντύπου, στηριζόταν στο αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα δεν επρόκειτο να πραγματοποιήσει η ίδια τη διανομή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες, η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013 στηρίζεται στο αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα δεν είχε γνωστοποιήσει στον EACEA τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για την ακριβή αξιολόγηση του σχεδίου. Συναφώς, ο EACEA διευκρίνισε ότι περιορισμένη χρήση υπεργολαβίας, επί παραδείγματι για την έκδοση των εισιτηρίων και των τιμολογίων, μπορούσε να επιτραπεί, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα γνωστοποιούνταν στον EACEA. Συνεπώς, η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013, δεδομένου ότι περιέχει διαφορετική αιτιολογία από αυτή που περιείχε η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013, μαρτυρώντας έτσι τη συνεκτίμηση των νέων στοιχείων που ανέφερε η προσφεύγουσα στην από 4 Σεπτεμβρίου 2013 επιστολή της, δεν έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα.

37      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος απαραδέκτου που προέβαλε ο EACEA πρέπει να απορριφθεί και η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

38      Η προσφεύγουσα προβάλλει, προς στήριξη της προσφυγής της, δύο λόγους, που αντλούνται, ο πρώτος, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, ο δεύτερος, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, που επηρεάζουν τη νομιμότητα της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 2013.

39      Ο EACEA υποστηρίζει ότι κανένας από τους λόγους αυτούς δεν είναι βάσιμος.

 Επί της αρμοδιότητας του EACEA να εκδώσει την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013

40      Πριν από την εξέταση, ενδεχομένως, των δύο λόγων που προβάλλονται με την προσφυγή, πρέπει να εξεταστεί, αυτεπαγγέλτως, αν ο EACEA ήταν αρμόδιος να εκδώσει την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013 (βλ., όσον αφορά τον δημοσίας τάξεως χαρακτήρα του λόγου που αντλείται από την αναρμοδιότητα του εκδότη αποφάσεως υποκείμενης στον έλεγχο νομιμότητας του δικαστή της Ένωσης, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 1960, Γερμανία κατά Ανωτάτης Αρχής, 19/58, Συλλογή, EU:C:1960:19, σ. 488· της 28ης Ιανουαρίου 2003, Laboratoires Servier κατά Επιτροπής, T‑147/00, Συλλογή, EU:T:2003:17, σκέψη 45, και της 13ης Δεκεμβρίου 2013, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, T‑240/10, Συλλογή, EU:T:2013:645, σκέψη 70), διευκρινιζομένου ότι οι διάδικοι είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν κατ’ αντιμωλίαν το ζήτημα αυτό, καθόσον ο ίδιος ο EACEA ισχυρίστηκε, με την ένσταση απαραδέκτου, ότι δεν ήταν αρμόδιος να εκδώσει μια απόφαση όπως η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013 και καθόσον διάφορες ερωτήσεις τέθηκαν στον EACEA κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκειμένου να διευκρινιστεί αν αυτός ήταν αρμόδιος να προβαίνει σε επανεξέταση αποφάσεων όπως η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013 και αν υπήρχαν περιπτώσεις δεσμίας αρμοδιότητας όσον αφορά την απόρριψη αιτήσεων επιχορηγήσεως. Η προσφεύγουσα εκλήθη, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να διατυπώσει τη γνώμη της επί των ερωτήσεων αυτών και επί των απαντήσεων που είχε δώσει σε αυτές ο EACEA. Ως εκ τούτου, τόσο κατά την έγγραφη όσο και κατά την προφορική διαδικασία, τηρήθηκε η αρχή της αντιμωλίας όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από την αναρμοδιότητα του εκδότη της προσβαλλομένης πράξεως, σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με νομικό λόγο λαμβανόμενο υπόψη αυτεπαγγέλτως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:742, σκέψεις 57 και 60).

41      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 7 της αποφάσεως 2009/336, όπως τροποποιήθηκε, «[τ]α καθήκοντα που αφορούν την υλοποίηση των […] προγραμμάτων μπορούν να ανατεθούν σε έναν εκτελεστικό οργανισμό κατόπιν σαφούς διάκρισης μεταξύ, αφενός, των σταδίων προγραμματισμού και της έκδοσης των αποφάσεων χρηματοδότησης, που εμπίπτουν στις υπηρεσίες της Επιτροπής, και, αφετέρου, της υλοποίησης των σχεδίων, η οποία μπορεί να ανατεθεί σε έναν εκτελεστικό οργανισμό». Περαιτέρω, η αιτιολογική σκέψη 8 της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι «[η] δημιουργία ενός εκτελεστικού οργανισμού δεν τροποποιεί την ανάθεση από το Συμβούλιο στην Επιτροπή της διαχείρισης ορισμένων σταδίων των ενεργειών που καλύπτονται από τα διάφορα προγράμματα».

42      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2009/336, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι ο EACEA «είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση ορισμένων πτυχών των ακόλουθων κοινοτικών προγραμμάτων: […]

28)      το πρόγραμμα υποστήριξης του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα (MEDIA 2007) (2007-2013), που εγκρίθηκε με την απόφαση αριθ. 1718/2006 […]».

43      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι, όσον αφορά τη διαχείριση των πτυχών των κοινοτικών προγραμμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο EACEA «είναι υπεύθυνος για τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)      τη διαχείριση όλων των σταδίων των σχεδίων που υλοποιούνται στο πλαίσιο της υλοποίησης των κοινοτικών προγραμμάτων που του ανατίθενται […]·

β)      την έκδοση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά τα έσοδα και τις δαπάνες και, εφόσον έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Επιτροπή, εκτέλεση όλων ή μέρους των πράξεων που είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των κοινοτικών προγραμμάτων, ιδίως των πράξεων που συνδέονται με την έγκριση επιχορηγήσεων και τη σύναψη συμβάσεων».

44      Ακολούθως, η απόφαση C(2009) 3355 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2009, περί αναθέσεως αρμοδιοτήτων στον Εκτελεστικό Οργανισμό Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού για την εκτέλεση των καθηκόντων που συνδέονται με την εφαρμογή κοινοτικών προγραμμάτων στους τομείς της εκπαίδευσης, των οπτικοακουστικών θεμάτων και του πολιτισμού που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση πιστώσεων που έχουν εγγραφεί στον κοινοτικό προϋπολογισμό, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 7095 τελικό, έθεσε σε εφαρμογή την απόφαση 2009/336. Το πρόγραμμα MEDIA 2007 αναφέρεται συνεπώς στο σημείο 28 των υπόψη της αποφάσεως C(2009) 3355 τελικό. Το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως, με τίτλο «Καθήκοντα εκτελέσεως του προϋπολογισμού», ορίζει, στην παράγραφό του 1, στοιχείο αʹ, ότι ο EACEA προβαίνει στη «χορήγηση επιχορηγήσεων και στη διαχείριση των συναφών συμβάσεων και αποφάσεων» και ότι, «[προς] τούτο, ο [EACEA] είναι επιφορτισμένος, από την Επιτροπή, να προβαίνει σε όλες τις ενέργειες που είναι αναγκαίες για την κίνηση και την ολοκλήρωση των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων, των οποίων οι λεπτομέρειες περιλαμβάνονται στο παράρτημα III».

45      Το παράρτημα I, παράγραφος 26, τρίτη περίπτωση, της αποφάσεως C(2009) 3355 τελικό, όπως τροποποιήθηκε, υπενθυμίζει ότι ο EACEA μετέχει στην εφαρμογή και στη διαχείριση της πλειονότητας των πτυχών του προγράμματος MEDIA 2007, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν τη διανομή.

46      Το παράρτημα III της ίδιας αποφάσεως ορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στον EACEA, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με το σημείο A 5, «η επιλογή σχεδίων ή, [όταν η νομική βάση των προγραμμάτων ορίζει] ότι αρμόδια για την επιλογή των σχεδίων είναι η Επιτροπή, η προετοιμασία προτάσεως για την επιλογή που πρέπει να κάνει η Επιτροπή σύμφωνα με τις διαδικασίες των επιτροπών», σύμφωνα με το σημείο A 6, η «κοινοποίηση στους δικαιούχους των ατομικών αποφάσεων περί χορηγήσεως επιχορηγήσεως» και, κατά το σημείο A 7, «η [επεξεργασία] των αιτήσεων [με τις οποίες ζητείται η επανεξέταση των αποφάσεων περί χορηγήσεως επιχορηγήσεως]».

47      Τέλος, η απόφαση 1718/2006 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω) προβλέπει, στο άρθρο της 10, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, ότι οποιαδήποτε πρόταση για χορήγηση κοινοτικών πόρων άνω των 300 000 ευρώ, στην περίπτωση της διανομής, εμπίπτει στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως, ενώ το άρθρο 10, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι τα «απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της [εν λόγω] απόφασης όσον αφορά όλα τα άλλα θέματα θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3», της αποφάσεως 1718/2006, όπερ περιλαμβάνει, ειδικότερα, τις προτάσεις σχετικά με τη χορήγηση κοινοτικών πόρων ποσού κάτω των 300 000 ευρώ, στον τομέα της διανομής. Το άρθρο 11 της αποφάσεως 1718/2006 ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή και παραπέμπει, στην παράγραφό του 2, στα άρθρα 4 και 7 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), και, στην παράγραφό του 4, στα άρθρα 3 και 7 της αποφάσεως 1999/468. Το άρθρο 3 της τελευταίας αυτής όριζε τη συμβουλευτική διαδικασία, το δε άρθρο 4 περιέγραφε τη διαχειριστική διαδικασία. Ωστόσο, η απόφαση 1999/468 καταργήθηκε με το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55, σ. 13), του οποίου το άρθρο 13 ορίζει ότι οι παραπομπές που γίνονται στο άρθρο 3 της αποφάσεως 1999/468 πρέπει πλέον να θεωρούνται ότι αφορούν τη συμβουλευτική διαδικασία που διέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 182/2011, ενώ οι παραπομπές που γίνονται στο άρθρο 4 της αποφάσεως 1999/468 πρέπει να νοούνται ως αφορώσες τη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 182/2011, με εξαίρεση το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού.

48      Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι το σημείο 4, προτελευταίο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών διευκρινίζει ότι το ανώτατο ποσό της επιχορηγήσεως θα είναι 150 000 ευρώ ανά διανομέα και ανά ταινία, και ότι το σημείο 4, τελευταίο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει ότι ο EACEA διατηρεί το δικαίωμα να μη διαθέσει το σύνολο των διαθέσιμων οικονομικών πόρων. Το ανώτατο αυτό όριο και η επιφύλαξη αυτή επαναλήφθηκαν στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων EACEA/21/12 στο σημείο 5, τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

49      Από το σύνολο των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι η αρμοδιότητα του EACEA, στον τομέα των επιχορηγήσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο της προσκλήσεως υποβολής προτάσεων EACEA 21/12, που δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος MEDIA 2007, περιοριζόταν, πρώτον, στην εξέταση του φακέλου κάθε αιτούντος για την προετοιμασία «προτάσεως για την επιλογή που πρέπει να κάνει η Επιτροπή σύμφωνα με τις διαδικασίες των επιτροπών», βάσει του δευτέρου σκέλους της εναλλακτικής δυνατότητας που προβλέπει το σημείο A 5 του παραρτήματος III της αποφάσεως C(2009) 3355 τελικό, όπως τροποποιήθηκε, δεύτερον, στην «κοινοποίηση στους δικαιούχους των ατομικών αποφάσεων περί χορηγήσεως επιχορηγήσεως», κατ’ εφαρμογήν του σημείου A 6 του εν λόγω παραρτήματος, και, τρίτον, σύμφωνα με το σημείο A 7 του ίδιου παραρτήματος, στην «[επεξεργασία] των αιτήσεων [με τις οποίες ζητείται η επανεξέταση των αποφάσεων περί χορηγήσεως επιχορηγήσεως]».

50      Εν προκειμένω, ο EACEA εξέτασε τον φάκελο της προσφεύγουσας με βάση τα στοιχεία που αυτή του είχε παράσχει και της ζήτησε με ηλεκτρονική επιστολή, στις 4 Ιουνίου 2013, συμπληρωματικά στοιχεία. Απαντώντας στην ηλεκτρονική αυτή επιστολή, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, με ηλεκτρονική επιστολή της ίδιας ημέρας, ότι είναι «ο Ιταλός διανομέας της ταινίας», χωρίς ωστόσο να προσκομίσει σχετικά δικαιολογητικά, και απέστειλε στον EACEA, στις 6 Ιουνίου 2013, πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά την εμπειρία που είχε αποκτήσει ως διανομέας, ειδικότερα κατά τη διάρκεια των πέντε προηγουμένων ετών. Μετά από εξέταση του συνόλου του φακέλου, ο EACEA υπέβαλε πρόταση απορρίψεως της επιχορηγήσεως στην Επιτροπή, η οποία εξέδωσε την απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013, αφού τήρησε τη συμβουλευτική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 182/2011, σχετικά με πρόταση περί διαθέσεως πόρων της Ένωσης ποσού κάτω των 300 000 ευρώ, στον τομέα της διανομής, σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 1718/2006. Η αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2013 υιοθετεί την αιτιολογία που διατύπωσε η επιτροπή MEDIA 2007 στη γνωμοδότησή της τής 26ης Ιουλίου 2013, η οποία είχε και αυτή υιοθετήσει, όσον αφορά την προσφεύγουσα, την πρόταση της επιτροπής αξιολογήσεως (βλ. σκέψεις 8 έως 10 ανωτέρω), ήτοι ότι η ταινία διανεμόταν, στην Ιταλία, από την εταιρία 01 Distribution και όχι από την προσφεύγουσα, οπότε η υποψηφιότητά της δεν μπορούσε να επιλεγεί. Στις 7 Αυγούστου 2013, ο EACEA επανέλαβε αυτόν τον λόγο απορρίψεως, συμπληρώνοντας, στο τυποποιημένο έντυπο κοινοποιήσεως, το τετραγωνίδιο που αντιστοιχεί στην ακόλουθη περιγραφή: «[ο] αιτών δεν θα πραγματοποιήσει ο ίδιος τη διανομή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες». Στις 4 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα απέστειλε στον EACEA επιστολή η οποία πρέπει σαφώς να χαρακτηριστεί ως αίτηση για την επανεξέταση αποφάσεως περί χορηγήσεως επιχορηγήσεως, κατά την έννοια του σημείου A 7 του παραρτήματος III της αποφάσεως C(2009) 3355 τελικό, όπως τροποποιήθηκε.

51      Κατά συνέπεια, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, ο EACEA είχε την επιλογή, για να προβεί στην επεξεργασία της αιτήσεως αυτής, μεταξύ του να περιοριστεί να γνωστοποιήσει ρητώς την απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013 ή να υποβάλει την απόφαση αυτή στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να την τροποποιήσει, είτε χορηγώντας επιχορήγηση είτε απορρίπτοντας τη σχετική αίτηση, αλλά για άλλους λόγους σε σχέση με τους αρχικώς προβληθέντες. Συγκεκριμένα, ο EACEA επ’ ουδενί μπορούσε να είναι αρμόδιος να τροποποιήσει μια απόφαση την οποία δεν ήταν αρμόδιος να εκδώσει.

52      Καίτοι αληθεύει ότι το σημείο 5.1 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι, στην περίπτωση που οι δραστηριότητες διανομής επιμερίζονται σε περισσότερες εταιρίες, οι συμβάσεις/συμφωνίες μεταξύ των εταιριών αυτών πρέπει να κοινοποιούνται στον EACEA, ο οποίος θα θεωρήσει ότι κανονικά είναι επιλέξιμη η εταιρία που πράγματι διενεργεί τη διανομή της ταινίας στην επικράτεια και θα εκδώσει συναφώς «απόφαση […] τελεσίδικη», το κείμενο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενο στο γεγονός ότι ο EACEA οφείλει, κατά την εξέταση των αιτήσεων, να καθορίζει οριστικώς τη θέση του προκειμένου να υποβάλει στην Επιτροπή μια πρόταση επιλογής, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα του αιτούντος να προσβάλει κατόπιν, στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής, την απόφαση του οργάνου αυτού. Κάθε άλλη ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς τη ρητή διατύπωση του σημείου A 7 του παραρτήματος III της αποφάσεως C(2009) 3355 τελικό, όπως τροποποιήθηκε, που προβλέπει το δικαίωμα ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής.

53      Επομένως, προβαίνοντας ο ίδιος σε απόρριψη στηριζόμενη σε λόγο που δεν χρησιμοποίησε η Επιτροπή, ο EACEA κατέστησε την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013 πλημμελή λόγω αναρμοδιότητας.

54      Ωστόσο, από πάγια νομολογία αφορώσα υποθέσεις στις οποίες οι περιστάσεις ήσαν παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως προκύπτει ότι, σε περίπτωση δεσμίας αρμοδιότητας, το ελάττωμα της αναρμοδιότητας δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον μετά την εν λόγω ακύρωση λόγω αναρμοδιότητας του εκδότη της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα μπορούσε να επακολουθήσει, μετά τη διόρθωση του ελαττώματος αυτού από της ημερομηνίας που αυτό επήλθε, παρά η έκδοση πανομοιότυπης επί της ουσίας αποφάσεως (βλ. κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1983, Geist κατά Επιτροπής, 117/81, Συλλογή, EU:C:1983:191, σκέψεις 6 και 7· της 9ης Οκτωβρίου 1992, De Persio κατά Επιτροπής, T‑50/91, Συλλογή, EU:T:1992:104, σκέψεις 10, 22 και 24, και της 19ης Ιανουαρίου 2010, De Fays κατά Επιτροπής, T‑355/08 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2010:16, σκέψεις 57 και 58).

55      Πρέπει συνεπώς να καθοριστεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε δέσμια αρμοδιότητα, οπότε ο EACEA, αντικαθιστώντας με έναν άλλο λόγο απορρίψεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας τον λόγο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013, εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας πανομοιότυπη με εκείνη που θα είχε εκδώσει αρμοδίως η Επιτροπή, στηριζόμενη στα ίδια στοιχεία με αυτά που κοινοποιήθηκαν με την επιστολή της 4ης Σεπτεμβρίου 2013.

56      Όπως προκύπτει από το σημείο 5.1 των κατευθυντηρίων γραμμών που παρατέθηκε στη σκέψη 3 ανωτέρω, η χορήγηση επιχορηγήσεως στον τομέα της διανομής προϋποθέτει ότι ο αιτών πραγματοποιεί ο ίδιος τη διανομή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες στην οικεία επικράτεια. Εντούτοις, η διάταξη αυτή προβλέπει τη δυνατότητα του διανομέα να χρησιμοποιήσει σε περιορισμένο βαθμό συμφωνίες υπεργολαβίας, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα «έχει γνωστοποιηθεί στον [EACEA]». Η συνέχεια του σημείου 5.1 επαναλαμβάνει αυτήν την υποχρέωση γνωστοποιήσεως, για την περίπτωση αυτή τη φορά επιμερισμού των δραστηριοτήτων, αναφέροντας ότι, «[σ]την περίπτωση που οι δραστηριότητες διανομής επιμερίζονται σε περισσότερες εταιρίες, οι συμβάσεις/συμφωνίες μεταξύ των εταιριών αυτών πρέπει να κοινοποιούνται στον [EACEA]». Το ίδιο αυτό σημείο διευκρινίζει ότι επιτρέπεται η χρησιμοποίηση προσώπων που διενεργούν στην πράξη τη διανομή για συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως είναι η κράτηση των αιθουσών και η είσπραξη των εσόδων.

57      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι όντως ο διανομέας της ταινίας και ότι η συμφωνία που συνήψε με την εταιρία 01 Distribution, όσον αφορά την κράτηση των αιθουσών κινηματογράφου, την κυκλοφορία των αντιτύπων της ταινίας, την είσπραξη των εσόδων, καθώς και την ανακοίνωση της ταινίας υπό το κύριο λογότυπο 01 Distribution, δεν χρειαζόταν να γνωστοποιηθεί στον EACEA, διότι η συμφωνία αυτή πρέπει προφανώς να χαρακτηριστεί ως μεταβίβαση σε τρίτον της δραστηριότητας της «υλικής διανομής» και, ως εκ της φύσεώς της, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συμφωνία υπεργολαβίας.

58      Ο EACEA αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή.

59      Πρέπει να αναφερθεί ότι το σημείο 5.1 των κατευθυντηρίων γραμμών περιέχει, στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 ανωτέρω, μια κατάταξη των συμφωνιών διανομής σε τρεις κατηγορίες, που αφορούν, αντιστοίχως, τις συμφωνίες υπεργολαβίας, τις συμφωνίες επιμερισμού των δραστηριοτήτων διανομής μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων, καθώς και τις συμφωνίες για τη χρησιμοποίηση «προσώπων που διενεργούν στην πράξη τη διανομή» για ειδικές υπηρεσίες, τα οποία δεν είναι επιλέξιμα για τις επιχορηγήσεις. Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτά τα πρόσωπα που διενεργούν στην πράξη τη διανομή δεν είναι επιλέξιμα για τις επιχορηγήσεις δεν σημαίνει ότι οι συμφωνίες που αφορούν τη χρησιμοποίηση των προσώπων αυτών δεν πρέπει να κοινοποιούνται στον EACEA. Περαιτέρω, έστω και μόνο για να εξακριβωθεί αν όντως υπάρχει μια τέτοια συμφωνία με πρόσωπο που διενεργεί στην πράξη τη διανομή και αν η συμφωνία αυτή υπερβαίνει αυτό το συγκεκριμένο πεδίο, κάθε αιτών οφείλει να διαφωτίζει κατά το μέτρο του δυνατού τον EACEA σχετικά με τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως επιχορηγήσεως, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που δύνανται, λόγω παρερμηνείας του περιεχομένου τους, να εμποδίσουν την ευνοϊκή έκβαση της αιτήσεως επιχορηγήσεως.

60      Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται τοσούτω μάλλον που το γεγονός ότι διανομέας χρησιμοποιεί συμβατικώς τις υπηρεσίες τρίτων εταιριών για να διεκπεραιώσει τμήμα των ενεργειών διανομής συνιστά εξαίρεση σε σχέση με την αρχή ότι πρέπει ο ίδιος να πραγματοποιεί τη διανομή της ταινίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι η αρχή αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Baltic Agro, C‑3/13, Συλλογή, EU:C:2014:2227, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 22ας Μαΐου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, T‑300/10, Συλλογή, EU:T:2012:247, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν πάση περιπτώσει, το σημείο 13.3 των κατευθυντηρίων γραμμών, όταν κάνει λόγο για την υποχρέωση υποβολής «όλων των συμφωνιών διανομής που έχουν σημασία», υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα της κατάλληλης ενημερώσεως του EACEA.

61      Πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα είχε, εν προκειμένω, μια πρόσθετη δυνατότητα να συμπληρώσει τον φάκελό της, διότι ο EACEA επικοινώνησε μαζί της προκειμένου αυτή να προσκομίσει ορισμένο αριθμό εγγράφων. Τούτο θα έπρεπε να επισύρει την προσοχή της στον ενδεχομένως ελλιπή χαρακτήρα του εν λόγω φακέλου και να την παρακινήσει να καλύψει όσον το δυνατόν όλα τα σημεία.

62      Δηλαδή, ακόμη και αν η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και της εταιρίας 01 Distribution αφορούσε αποκλειστικά τη διενέργεια στην πράξη της διανομής κατά την έννοια του σημείου 5.1 των κατευθυντηρίων γραμμών, πράγμα που δεν μπορεί να αποδειχθεί με βάση τη δικογραφία, η προσφεύγουσα είχε την υποχρέωση να ενημερώσει συναφώς τον EACEA ήδη από την κατάθεση της αιτήσεώς της για επιχορήγηση, προκειμένου τόσο ο EACEA όσο και η Επιτροπή να είναι σε θέση να αποφανθούν εν πλήρη γνώσει σχετικά με τους λόγους της παρουσίας του λογοτύπου της 01 Distribution στο τρέιλερ και στις αφίσες της ταινίας. Μόνον όμως με ένα έγγραφο συνημμένο στην επιστολή της προσφεύγουσας της 4ης Σεπτεμβρίου 2013, είτε ένα μήνα και πλέον μετά την απόφαση της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 2013, πληροφορήθηκε ο EACEA την ύπαρξη συμφωνίας υπογραφείσας την 26η Απριλίου 2013 από την προσφεύγουσα και την εταιρία 01 Distribution.

63      Η ερμηνεία βάσει της οποίας η ενημέρωση του EACEA πρέπει να είναι όσον το δυνατόν πιο πλήρης και κατάλληλη αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, τη μόνη που είναι σύμφωνη προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως και, ειδικότερα, της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και του ελέγχου της κατά προορισμόν χρήσεως των δημοσιονομικών πόρων της Ένωσης (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T‑428/07 και T‑455/07, Συλλογή, EU:T:2010:240, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Απριλίου 2013, Aecops κατά Επιτροπής, T‑53/11, EU:T:2013:205, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, η ελλιπής ή εσφαλμένη πληροφόρηση που παρέχει ο αιτών δεν μπορεί να οδηγήσει τον EACEA να συστήσει στην Επιτροπή τη χρηματοδότηση της διανομής ταινίας, ενώ υπάρχει αμφιβολία ως προς το αν ο διανομέας πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση. Τούτο εξάλλου ορίζεται ρητώς στο σημείο 13.3 των κατευθυντηρίων γραμμών, κατά το οποίο οι ελλιπείς υποψηφιότητες θα θεωρούνται μη επιλέξιμες. Συνεπώς, απορρίπτοντας την αίτηση επιχορηγήσεως λόγω μη κοινοποιήσεως της συμφωνίας που συνήψε η προσφεύγουσα με την 01 Distribution, ήτοι για ένα λόγο που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, ο EACEA ενήργησε στο πλαίσιο καταστάσεως στην οποία η Επιτροπή, που είναι το αρμόδιο θεσμικό όργανο για την έκδοση της αποφάσεως αυτής, θα είχε ενεργήσει βάσει δεσμίας αρμοδιότητας.

64      Κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω, το ελάττωμα της αναρμοδιότητας δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον μετά την εν λόγω ακύρωση λόγω αναρμοδιότητας του εκδότη της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα μπορούσε να επακολουθήσει, μετά τη διόρθωση του ελαττώματος αυτού από της ημερομηνίας που αυτό επήλθε, παρά η έκδοση πανομοιότυπης επί της ουσίας αποφάσεως.

 Επί των λόγων που προβλήθηκαν με την προσφυγή

65      Από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω απορρέει ότι, όταν αποδεικνύεται ότι η διοίκηση ενήργησε βάσει δεσμίας αρμοδιότητας, το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που στρέφονται κατά της αποφάσεώς της δεν μπορούν παρά να απορριφθούν ως αλυσιτελείς. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τους λόγους που στηρίζονται σε έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1976, Morello κατά Επιτροπής, 9/76, Συλλογή, EU:C:1976:129, σκέψη 11, και Geist κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, EU:C:1983:191, σκέψεις 6 και 7) καθώς και, εξ ορισμού, σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά, σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Morello κατά Επιτροπής, EU:C:1976:129, σκέψη 11), καθόσον η διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να καταλήξει στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.

66      Επαλλήλως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αντιφατική αιτιολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα πηγάζει ακριβώς από την ύπαρξη ενός λόγου απορρίψεως διαφορετικού από εκείνον που περιέχεται στην απόφαση της 2ας Αυγούστου 2013 και τον οποίο δέχθηκε ο EACEA (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), εξ αυτού δε το Γενικό Δικαστήριο άντλησε τις συνέπειες ώστε να αποκλείσει τον επιβεβαιωτικό χαρακτήρα της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 2013. Όπως κρίθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να αμφισβητήσει την αιτιολογία αυτή, καθόσον αντιστοιχεί στην αιτιολογία που η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να διατυπώσει αν το ζήτημα είχε υποβληθεί στην κρίση της.

67      Τέλος, όσον αφορά το αίτημα με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει τον EACEA να λάβει «τα συνεπακόλουθα μέτρα», πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας που στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά και άλλα όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, Συλλογή, EU:T:1998:198, σκέψη 53, και διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 2014, Stolz κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, T‑582/13, EU:T:2014:69, σκέψη 10).

68      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή δεν είναι βάσιμη και πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το τελευταίο αυτό μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα τα οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

70      Εν προκειμένω, αφενός, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η κοινοποίηση της 7ης Αυγούστου 2013, που ορθώς πραγματοποιήθηκε με έγγραφο του EACEA, δεν διευκρίνιζε στην προσφεύγουσα ούτε το γεγονός ότι ο εκδότης της αποφάσεως περί μη χορηγήσεως της επιχορηγήσεως που την αφορούσε ήταν η Επιτροπή ούτε την ημερομηνία της εν λόγω αποφάσεως, ήτοι τη 2α Αυγούστου 2013. Η προσφεύγουσα έλαβε γνώση των στοιχείων αυτών μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής. Επιπλέον, εκδίδοντας, στις 8 Οκτωβρίου 2013, απόφαση επ’ ονόματί του, για λόγο διαφορετικό από εκείνον που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, αρνούμενος όμως εν συνεχεία ότι η πράξη του είχε χαρακτήρα αποφάσεως και μη απευθυνόμενος στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να διορθώσει την απόφασή της, ο EACEA δημιούργησε στην αντίληψη της προσφεύγουσας μια κατάσταση αβεβαιότητας, την οποία αυτή μπόρεσε να άρει μόνο μετά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

71      Αφετέρου, η κατάσταση αυτή ενισχύθηκε από τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας η οποία, μην παρέχοντας, ήδη από την αίτησή της περί επιχορηγήσεως, στοιχεία που οι κατευθυντήριες γραμμές την υποχρέωναν να κοινοποιήσει και τα οποία θα είχαν παράσχει τη δυνατότητα στον EACEA να διατυπώσει πρόταση προς την Επιτροπή, που να είναι κατάλληλη και, εν πάση περιπτώσει, να στηρίζεται στο σύνολο των στοιχείων του φακέλου, στέρησε η ίδια από αυτόν τον οργανισμό και από το θεσμικό αυτό όργανο τη δυνατότητα καθορισμού του αν η συμφωνία που συνήφθη με την 01 Distribution ήταν απλή συμφωνία υλικής διανομής και, συνεπώς, αν η προσφεύγουσα ήταν ο μόνος διανομέας της ταινίας.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, έκαστος διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Italian International Film Srl και ο Εκτελεστικός Οργανισμός Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA) φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Φεβρουαρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.