Language of document : ECLI:EU:T:2015:473

Υπόθεση T‑677/13

Axa Versicherung AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού — Αίτηση αφορώσα ένα σύνολο εγγράφων — Άρνηση προσβάσεως — Αίτηση αφορώσα μεμονωμένο έγγραφο — Πίνακας περιεχομένων — Υποχρέωση διεξαγωγής συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως — Εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτου — Εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον — Αγωγή αποζημιώσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 7ης Ιουλίου 2015

1.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Προστασία εμπορικών συμφερόντων — Εφαρμογή στους διοικητικούς φακέλους που αφορούν τις διαδικασίες ελέγχου της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Γενικό τεκμήριο ότι η γνωστοποίηση ορισμένων εγγράφων τα οποία περιλαμβάνονται στους φακέλους αυτούς θίγει την προστασία των συμφερόντων που διακυβεύονται σε τέτοια διαδικασία

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 1η και 3η περίπτωση)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Άρνηση στηριζόμενη σε πλείονες εξαιρέσεις — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Άρνηση προσβάσεως — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Δυνατότητα επικλήσεως γενικών τεκμηρίων τα οποία ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων — Όρια

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 2 και 7)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Περιεχόμενο — Εφαρμογή στους διοικητικούς φακέλους που αφορούν τις διαδικασίες ελέγχου της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Γνωστοποίηση σε πρόσωπο το οποίο προτίθεται να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως στηριζόμενη επί φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την ανάγκη προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα — Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

5.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Άρνηση προσβάσεως — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

6.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Άρνηση προσβάσεως — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Δυνατότητα επικλήσεως γενικών τεκμηρίων τα οποία ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων — Προσφυγή σε γενικό τεκμήριο σε περίπτωση αιτήσεως αφορώσας μεμονωμένο έγγραφο — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

7.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Εφαρμογή στους διοικητικούς φακέλους που αφορούν τις διαδικασίες ελέγχου της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Γενικό τεκμήριο ότι η γνωστοποίηση ορισμένων εγγράφων τα οποία περιλαμβάνονται στους φακέλους αυτούς θίγει την προστασία των συμφερόντων που διακυβεύονται σε διαδικασία επιείκειας — Όρια — Υποχρέωση σταθμίσεως μεταξύ του κινδύνου διακυβεύσεως της αποτελεσματικότητας του προγράμματος επιείκειας και του δικαιώματος αποζημιώσεως αιτούντος ο οποίος εκτιμά ότι εθίγη από την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2· ανακοίνωση 2006/C 298/11 της Επιτροπής)

8.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Δυνατότητα πλήρους εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού 45/2001 — Υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την ανάγκη διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Περιεχόμενο

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 8, στοιχείο βʹ, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ)

9.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία εμπορικών συμφερόντων — Εφαρμόζεται στις πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε έγγραφα που ανάγονται σε χρόνο προ πενταετίας — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 1η περίπτωση)

1.      Για να δικαιολογηθεί η άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η κοινολόγηση δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί θεμιτώς να στηριχθεί σε γενικά τεκμήρια εφαρμοζόμενα σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, καθόσον παρόμοιες εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν στην περίπτωση αιτήσεων αφορωσών έγγραφα της ίδιας φύσεως.

Πράγματι, στην περίπτωση αιτήσεως που αφορά σύνολο εγγράφων περιεχόμενων στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί βασίμως να θεωρήσει, χωρίς να προβεί σε εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση των εν λόγω εγγράφων, ότι η κοινολόγησή τους θίγει, καταρχήν, τόσο την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας όσο και την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων που μετέχουν στη διαδικασία, που συνδέονται αναπόσπαστα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Η προσφυγή σε ένα τέτοιο τεκμήριο δεν περιορίζεται ούτε στην περίπτωση κατά την οποία με την αίτηση ζητείται πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων που περιέχει ο φάκελος μιας διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού ούτε στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση αφορά γενικό και μη διαφοροποιημένο σύνολο εγγράφων εντός του εν λόγω φακέλου. Αντιθέτως, μπορεί επίσης να ζητηθεί πρόσβαση στην περίπτωση κατά την οποία πρόκειται περί πιο ειδικού συνόλου εγγράφων του φακέλου, τα οποία προσδιορίστηκαν με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά τους ή το ότι ανήκουν σε μία ή περισσότερες γενικές κατηγορίες.

Περαιτέρω, η Επιτροπή δικαιούται να προσφύγει σε ένα τέτοιο γενικό τεκμήριο καθόσο διάστημα η οικεία διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί περατωθείσα, είτε διότι δεν έχει ακόμη καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως είτε διότι έχουν ασκηθεί κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγές ακυρώσεως οι οποίες εκκρεμούν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο υποβάλλεται στην Επιτροπή η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελος και εκείνη αποφαίνεται επ’ αυτής. Εξάλλου, η δυνατότητα προσφυγής σε ένα γενικό τεκμήριο προκειμένου να εξετάσει αίτηση προσβάσεως η οποία αφορά σύνολο εγγράφων σημαίνει ότι τα επίμαχα έγγραφα εξαιρούνται πλήρως από την υποχρέωση πλήρους ή μερικής κοινολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 36, 37, 39-42)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 56)

3.      Όσον αφορά απόφαση αρνήσεως της προσβάσεως σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η κοινολόγηση δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η προσφυγή σε γενικό τεκμήριο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η κοινολόγηση δεν καλύπτεται από αυτό ή ότι συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την κοινολόγηση του εν λόγω εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Προς τούτο, εναπόκειται στον αιτούντα να επικαλεστεί συγκεκριμένα στοιχεία που δικαιολογούν την κοινολόγηση του επίμαχου εγγράφου.

Αντιθέτως, η απαίτηση να διακριβωθεί αν το επίμαχο γενικό τεκμήριο τυγχάνει πράγματι εφαρμογής δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να εξετάζει εξατομικευμένα όλα τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση εν προκειμένω. Μια τέτοια απαίτηση θα καθιστούσε το εν λόγω γενικό τεκμήριο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, η οποία συνίσταται ακριβώς στη δυνατότητα του οικείου θεσμικού οργάνου να δίδει σε μία αίτηση συνολικής προσβάσεως μια ομοίως γενική απάντηση.

Εξάλλου, το γεγονός ότι τα έγγραφα που ζητήθηκαν ανάγονταν σε χρόνο προ πενταετίας δεν είναι ικανό αυτό καθεαυτό να ανατρέψει το γενικό τεκμήριο της μη κοινολογήσεως, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός αυτός μπορούν να εφαρμόζονται για περίοδο τριάντα ετών, ή ακόμη και πέραν αυτής, αν τούτο κριθεί αναγκαίο.

(βλ. σκέψεις 59, 60, 63)

4.      Μολονότι είναι αληθές ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και ότι το δικαίωμα αυτό ενισχύει τον λειτουργικό χαρακτήρα των κανόνων αυτών, στο μέτρο που είναι ικανό να αποθαρρύνει τη δημιουργία συμπράξεων ή άλλων πρακτικών, συχνά συγκαλυμμένων, ικανών να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διατήρηση ουσιαστικού ανταγωνισμού στην Ένωση, εντούτοις εκτιμήσεις τόσο γενικές δεν μπορούν, αυτές καθεαυτές, να υπερισχύσουν των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε έγγραφα περιεχόμενα στον φάκελο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά καλύπτονται, στο σύνολό τους, από γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η κοινολόγησή τους θίγει καταρχήν την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας.

Συγκεκριμένα, για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος σε αποζημίωση, δεν απαιτείται η κοινοποίηση κάθε εγγράφου που περιέχει ο φάκελος μιας τέτοιας διαδικασίας στον αιτούντα την πρόσβαση δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προκειμένου αυτός να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό μια τέτοια αγωγή να πρέπει να στηριχθεί στο σύνολο των στοιχείων που περιέχει ο σχετικός με τη διαδικασία αυτή φάκελος. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο που ζητεί πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχονται στον εν λόγω φάκελο έχει πλέον ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, καθόσον δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό η αγωγή αυτή να πρέπει να στηρίζεται στο πλήρες κείμενο του φακέλου.

Απόκειται, συνεπώς, σε κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης να αποδείξει ότι είναι αναγκαίο να αποκτήσει πρόσβαση σε κάποιο έγγραφο του φακέλου της Επιτροπής, προκειμένου αυτή να μπορέσει, κατά περίπτωση, να σταθμίσει τα συμφέροντα που δικαιολογούν την κοινοποίηση των εγγράφων αυτών και την προστασία τους, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως. Σε διαφορετική περίπτωση, συμφέρον για την αποκατάσταση της οφειλόμενης σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ζημίας δεν συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

(βλ. σκέψεις 66-70, 163)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 92, 93)

6.      Είναι θεμιτό να στηριχθεί θεσμικό όργανο στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σε γενικό τεκμήριο αρνήσεως της προσβάσεως, έστω και αν η επίμαχη αίτηση αφορά μεμονωμένο έγγραφο. Εντούτοις, υπό τέτοιες περιστάσεις στις οποίες η προσφυγή σε γενικό τεκμήριο δεν έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή τη σφαιρική εξέταση μιας σφαιρικής αιτήσεως, απόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο που πρόκειται να προσφύγει σε τέτοιο τεκμήριο να εξακριβώσει αν οι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις που συνήθως ισχύουν για συγκεκριμένο είδος εγγράφων ίσχυαν πράγματι για το έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η κοινολόγηση.

Η απαίτηση αυτή δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του επίμαχου εγγράφου, η δε επιβληθείσα στο εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρέωση να εξακριβώσει ότι το γενικό τεκμήριο στο οποίο πρόκειται να προσφύγει στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως αφορώσας σύνολο εγγράφων έχει πράγματι εφαρμογή δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οφείλει να εξετάζει εξατομικευμένα όλα τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση. Εντούτοις, παραμένει εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι το οικείο θεσμικό όργανο δικαιολογεί την άρνησή του παροχής προσβάσεως με επαρκή πραγματικά και νομικά στοιχεία, στηριζόμενο σε ευλόγως προβλέψιμο κίνδυνο συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής ενός ή πλειόνων συμφερόντων προστατευόμενων από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

Περαιτέρω, ακόμη και στην περίπτωση προσφυγής σε γενικό τεκμήριο προκειμένου να εξετάσει αίτηση αφορώσα μεμονωμένο έγγραφο, το οικείο θεσμικό όργανο έχει την υποχρέωση να κοινολογήσει εν όλω ή εν μέρει έγγραφα τα οποία αφορά η αίτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι τα χαρακτηριστικά της σχετικής διαδικασίας το καθιστούν δυνατό.

(βλ. σκέψεις 94, 100, 101, 116)

7.      Όσον αφορά αίτηση προσβάσεως δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σε έγγραφα σχετικά με πρόγραμμα επιείκειας, η Επιτροπή μπορεί να κρίνει κατ’ ουσίαν ότι η κοινοποίηση των αναφορών στην αλληλογραφία της με επιχειρήσεις που είχαν ζητήσει να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων θα μπορούσε να θίξει την αποτελεσματικότητα του προγράμματός της επιείκειας, στο μέτρο που καταλήγει στην κοινολόγηση σε τρίτο ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών ή εμπιστευτικών στοιχείων σχετικών με τη συνεργασία των μερών που αφορούν τα εν λόγω έγγραφα. Συγκεκριμένα, τα προγράμματα επιείκειας που καταρτίζονται από την Επιτροπή αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για τη διαπίστωση και την καταστολή των παραβάσεων κανόνων ανταγωνισμού, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην ουσιαστική εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ. Η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αυτών θα μπορούσε να θιγεί από την κοινοποίηση των σχετικών με διαδικασία επιείκειας εγγράφων στα πρόσωπα που επιθυμούν να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως. Συναφώς, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η προοπτική μιας τέτοιας κοινοποιήσεως αποτρέπει τα εμπλεκόμενα σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού πρόσωπα να προσφύγουν σε τέτοια προγράμματα.

Εντούτοις, μολονότι οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα που περιέχει ο φάκελος διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, δεν συνεπάγονται ωστόσο ότι η πρόσβαση αυτή μπορεί συστηματικά να απορρίπτεται, καθόσον κάθε αίτηση προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μεμονωμένης εκτιμήσεως λαμβάνουσας υπόψη όλα τα στοιχεία της υποθέσεως. Πράγματι, το γεγονός ότι μια τέτοια άρνηση είναι ικανή να εμποδίσει την άσκηση των αγωγών αποζημιώσεως που ασκούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, παρέχοντας εξάλλου στις οικείες επιχειρήσεις, οι οποίες ενδέχεται να απολαύουν ήδη ασυλίας, τουλάχιστον εν μέρει, στον τομέα των χρηματικών κυρώσεων, τη δυνατότητα να απαλλαγούν επίσης από την υποχρέωσή τους αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν από την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και τούτο εις βάρος των ζημιωθέντων, απαιτεί να στηρίζεται η εν λόγω άρνηση σε επιτακτικούς λόγους που άπτονται της προστασίας του προβαλλόμενου συμφέροντος και που ισχύουν για κάθε έγγραφο στο οποίο δεν παρέχεται πρόσβαση.

Κατά συνέπεια, η ύπαρξη και μόνον κινδύνου να θίξει κάποιο έγγραφο με συγκεκριμένο τρόπο το δημόσιο συμφέρον που άπτεται της προστασίας του επίμαχου προγράμματος επιείκειας είναι ικανή να δικαιολογήσει τη μη κοινολόγηση του εν λόγω εγγράφου. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να σταθμίζονται, κατά περίπτωση, τα διάφορα συμφέροντα που δικαιολογούν την κοινοποίηση ή την προστασία των επίμαχων εγγράφων. Στο πλαίσιο της εν λόγω σταθμίσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως και ειδικότερα το συμφέρον του αιτούντος να αποκτήσει πρόσβαση στα έγγραφα που επιδιώκει να του κοινοποιηθούν προκειμένου να στηρίξει την αγωγή του αποζημιώσεως, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών δυνατοτήτων που ενδεχομένως έχει στη διάθεσή του, αφενός, και των πράγματι βλαπτικών συνεπειών τις οποίες μπορεί να επιφέρει η εν λόγω πρόσβαση από πλευράς δημοσίου συμφέροντος ή των νομίμων συμφερόντων άλλων προσώπων, αφετέρου. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που ένα πρόσωπο που θεωρεί ότι αποτελεί θύμα παραβάσεως κανόνων ανταγωνισμού και που έχει ήδη ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν ζητεί από την Επιτροπή πρόσβαση στα έγγραφα επιείκειας που περιλαμβάνονται στον φάκελο της διαδικασίας που οδήγησε στην απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη της εν λόγω παραβάσεως, αλλά μόνο στις αναφορές στα εν λόγω έγγραφα που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου αυτού.

Συγκεκριμένα, η πλήρης άρνηση προσβάσεως σε τέτοιες αναφορές, περιλαμβανομένων των πλέον ουδέτερων ή ανώδυνων στοιχείων τους, μπορεί να καταστήσει στην πράξη αδύνατο ή έστω άκρως δυσχερή κάθε είδους προσδιορισμό των εγγράφων επιείκειας που κατατάσσονται στον πίνακα περιεχομένων και να εμποδίσει τον αιτούντα να διατυπώσει άποψη ως προς την ενδεχόμενη ανάγκη να έχει στη διάθεσή του τα έγγραφα αυτά προς στήριξη της αγωγής του αποζημιώσεως, καθώς και, κατά μείζονα λόγο, να επιδιώξει να δικαιολογήσει μια τέτοια ανάγκη. Προς τήρηση πάντως αυτής της απαιτήσεως δεν εξαρτάται μόνον η κοινολόγηση των εν λόγω εγγράφων και η προσκόμισή τους ενώπιον δικαστηρίου στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως ενώπιον του εθνικού δικαστή, αλλά και η αναγνώριση υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος από την Επιτροπή στην περίπτωση κατά την οποία υποβληθεί σε αυτήν αίτηση δυνάμει του κανονισμού 1049/2001. Με τον τρόπο αυτόν, η πλήρης και απόλυτη άρνηση προσβάσεως μπορεί στην πράξη να εμποδίσει τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει ουσιαστικά το δικαίωμα αποζημιώσεως που αντλεί από τη Συνθήκη.

(βλ. σκέψεις 114, 118, 119, 121-124, 134)

8.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία καθιερώνει ειδικό καθεστώς ενισχυμένης προστασίας των προσώπων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να γνωστοποιηθούν στο κοινό, επιτάσσει τυχόν προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητάς τους να εξετάζεται και να εκτιμάται πάντοτε, ιδίως, σύμφωνα με τον κανονισμό 45/2001, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 ορίζει, ειδικότερα, ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται στον αποδέκτη αν αυτός αποδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων και δεν υφίστανται λόγοι να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή μπορεί να θίξει τα νόμιμα συμφέροντα του ενδιαφερομένου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε κάθε αίτηση βασιζόμενη στον κανονισμό 1049/2001, με την οποία ζητείται η πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, όταν το πρόσωπο που ζητεί πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν παρέχει στο οικείο θεσμικό όργανο κάποια ρητή και θεμιτή δικαιολογία ούτε κάποιο πειστικό επιχείρημα ικανό να αποδείξει την αναγκαιότητα να του διαβιβασθούν αυτά τα δεδομένα, το οικείο θεσμικό όργανο δεν είναι σε θέση να σταθμίσει τα διάφορα συγκρουόμενα συμφέροντα.

(βλ. σκέψεις 139, 141, 143)

9.      Είναι βέβαιον ότι το γεγονός ότι πληροφορίες αφορώσες επιχειρηματικό απόρρητο ή έχουσες εμπιστευτικό χαρακτήρα ανάγονται σε χρόνο προ πενταετίας συνεπάγεται ότι πρέπει να θεωρούνται ως ιστορικές, εκτός αν, όλως εξαιρετικώς, αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσεως της επιχειρήσεως που αφορούν. Ομοίως, οι αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να απορρέουν από την κοινολόγηση μιας ευαίσθητης εμπορικής πληροφορίας είναι ακόμη λιγότερο σημαντικές όταν η πληροφορία αυτή είναι πολύ παλαιά. Εντούτοις, τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι πληροφορίες αυτές να εξακολουθούν να εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

(βλ. σκέψη 154)