Language of document : ECLI:EU:T:2018:486

Υπόθεση T-680/13

Dr. K. Chrysostomides & Co. LLC κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ.

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Πρόγραμμα στήριξης σταθερότητας της Κύπρου – Απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για την παροχή επείγουσας ρευστότητας κατόπιν αίτησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου – Δηλώσεις της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου, της 12ης Απριλίου, της 13ης Μαΐου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την Κύπρο – Απόφαση 2013/236/ΕΕ – Μνημόνιο συναντίληψης, της 26ης Απριλίου 2013, για τη δεσμευτική ειδική οικονομική πολιτική, το οποίο συνήφθη μεταξύ της Κύπρου και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου – Παραδεκτό – Τυπικά στοιχεία – Εξάντληση των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ίση μεταχείριση»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα)
της 13ης Ιουλίου 2018

1.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα ανόρθωσης ζημίας που μπορεί να καταλογιστεί στην Ένωση – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αίτημα αποκατάστασης ζημίας που προξενήθηκε από τις εθνικές αρχές – Αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρο 13 § 1 ΣΕΕ· άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2 και 3, ΣΛΕΕ)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα ανόρθωσης ζημίας που προξενήθηκε από την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την εκτέλεση καθηκόντων τα οποία ανατίθενται με τη Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – Παραδεκτό

(Άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

3.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αυτοτέλεια – Διαφορά σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως – Ιδιότητα του εναγομένου – Κριτήρια προσδιορισμού

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ, 268 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

4.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα ανόρθωσης ζημίας που προξενήθηκε από την Ευρωομάδα κατά την άσκηση αρμοδιοτήτων οι οποίες ανατίθενται από το δίκαιο της Ένωσης – Παραδεκτό

(Άρθρο 3 ΣΕΕ· άρθρα 119 § 2 ΣΛΕΕ, 137 ΣΛΕΕ και 268 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 14 το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, άρθρο 1)

5.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Συντονισμός των νομισματικών πολιτικών – Άτυπη συνάντηση των εκπροσώπων των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ στο πλαίσιο της Ευρωομάδας – Αντικείμενο – Σύνθεση

(Άρθρο 137 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 14 το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, άρθρο 1· Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 5 § 1)

6.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Συντονισμός των νομισματικών πολιτικών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας – Απονομή αρμοδιοτήτων αναφορικά με την παροχή χρηματοπιστωτικής συνδρομής – Διέπεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο – Δυνατότητα καταλογισμού στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της ευθύνης για πράξεις στις οποίες προέβησαν στο πλαίσιο καθηκόντων που ανατίθενται με τη Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – Αποκλείεται

(Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 13 § 4)

7.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα προς αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων μιας εθνικής τράπεζας στην κεντρική εθνική τράπεζα και μετατροπή των καταθέσεων σε μετοχές της τελευταίας – Έλλειψη περιθωρίου εκτίμησης για το αντίστοιχο κράτος μέλος

(Άρθρο 136 § 1 ΣΛΕΕ· απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, στοιχεία βʹ και δʹ)

8.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Συντονισμός των νομισματικών πολιτικών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας – Απονομή νέων καθηκόντων στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – Άνευ σημασίας ως προς τις αρμοδιότητες τις οποίες αναθέτουν στα θεσμικά αυτά όργανα οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ – Ζήτημα κατά πόσον μπορεί να προβληθεί, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, παρανομία κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων

(Άρθρο 17 § 1 ΣΕΕ· άρθρο 282 § 2 ΣΛΕΕ· Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 13 §§ 3, 4 και 7)

9.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Διοίκησης – Έννοια – Διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Ευρωομάδας – Περιλαμβάνονται

10.    Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Δικόγραφο με το οποίο ζητείται η ανόρθωση της ζημίας που φέρεται να προξενήθηκε από θεσμικό όργανο της Ένωσης – Στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί η συμπεριφορά που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο, η αιτιώδης συνάφεια και ο πραγματικός και βέβαιος χαρακτήρας της προκληθείσας ζημίας

[Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ]

11.    Αγωγή αποζημιώσεως – Αυτοτέλεια – Εξάντληση των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου – Εξαίρεση – Δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης να προσδιορίσει το είδος και το μέγεθος της προβαλλόμενης ζημίας

(Άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2 και 3, ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ)

12.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Μη συνδρομή μίας εκ των προϋποθέσεων – Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

13.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Συντονισμός των νομισματικών πολιτικών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας – Σύναψη μνημονίου το οποίο προβλέπει τη μετατροπή μη εξασφαλισμένων καταθέσεων εθνικής τράπεζας σε μετοχές και το προσωρινό πάγωμα άλλων μη εξασφαλισμένων καταθέσεων στην ίδια τράπεζα – Ζήτημα κατά πόσον συνάδει με το δικαίωμα ιδιοκτησίας των καταθετών – Εξέταση της ύπαρξης λιγότερο περιοριστικών μέτρων – Συνεκτίμηση του επείγοντος της κατάστασης

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17 § 1 και 52 § 1· Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 12)

14.    Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Περιορισμός της άσκησης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνοντας στον Χάρτη – Προϋποθέσεις – Απαίτηση να προβλέπεται ο περιορισμός από νόμο – Περιεχόμενο

(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 52 §§ 1 και 3)

15.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κανονιστική πράξη η οποία απαιτεί τεχνικές επιλογές και περίπλοκες εκτιμήσεις – Κατάφωρη παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου ο οποίος παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες – Πρέπει να συντρέχει περίπτωση πρόδηλης και σοβαρής υπέρβασης των ορίων της ευρείας εξουσίας εκτίμησης την οποία έχει ο νομοθέτης της Ένωσης

(Άρθρο 340 ΣΛΕΕ)

16.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Συντονισμός των νομισματικών πολιτικών – Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας – Σύναψη μνημονίου το οποίο προβλέπει τη μετατροπή μη εξασφαλισμένων καταθέσεων εθνικής τράπεζας σε μετοχές και το προσωρινό πάγωμα άλλων μη εξασφαλισμένων καταθέσεων στην ίδια τράπεζα – Ζήτημα κατά πόσον συνάδει με το δικαίωμα ιδιοκτησίας των καταθετών – Ύπαρξη συγκρίσιμων περιπτώσεων – Διαφορετική μεταχείριση άλλων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που έχουν λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή – Παραβίαση – Προϋποθέσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 17 § 1· Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, άρθρο 12)

17.    Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

18.    Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Εκτίμηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης – Υποχρέωση να εξειδικεύονται όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

19.    Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – Αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών – Καθορισμός των όρων ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρο 282 § 1 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 4 το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, άρθρο 14.4)

20.    Πράξεις των οργάνων – Νομική φύση – Προσδιορισμός με βάση το περιεχόμενο της πράξης – Δήλωση προθέσεων η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ούτε στη σειρά L ούτε στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έλλειψη νομικής ισχύος

21.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα λάβει ορισμένα μέτρα προς αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας – Παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής σε άλλα κράτη μέλη χωρίς την επιβολή της υποχρέωσης να ληφθούν τέτοια μέτρα – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

(Απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου)

22.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Έννοια – Βάρος αποδείξεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 20 και 21)

23.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα προς αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Άμεση εκκαθάριση μιας προβληματικής τράπεζας και ανακεφαλαιοποίηση άλλης προβληματικής τράπεζας μέσω της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της πρώτης τράπεζας σε μετοχικό κεφάλαιο – Ανάληψη από τη δεύτερη τράπεζα του χρέους της πρώτης τράπεζας το οποίο ανάγεται στη χρηματοπιστωτική συνδρομή – Διαφορετική μεταχείριση των μη εξασφαλισμένων καταθετών των δύο τραπεζών σε σχέση με τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις ανάγονται στη χρηματοπιστωτική συνδρομή – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν υφίσταται

(Απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου· μνημόνιο συναντίληψης της 26ης Απριλίου 2013)

24.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγένειας – Απαγόρευση – Δεν έχει εφαρμογή σε αμιγώς εσωτερική κατάσταση κράτους μέλους – Όρια – Συμβολή θεσμικού οργάνου της Ένωσης στη διατήρηση ή στην εφαρμογή τέτοιας μεταχείρισης – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 18 ΣΛΕΕ)

25.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Παραβίαση – Έννοια

26.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα προς αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Άμεση εκκαθάριση μιας προβληματικής τράπεζας και ανακεφαλαιοποίηση άλλης προβληματικής τράπεζας μέσω της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της πρώτης τράπεζας σε μετοχικό κεφάλαιο – Διαφορετική μεταχείριση των μη εξασφαλισμένων καταθετών των δύο τραπεζών σε σχέση με τους καταθέτες των ελληνικών υποκαταστημάτων των ίδιων τραπεζών – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν υφίσταται

(Απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου· μνημόνιο συναντίληψης της 26ης Απριλίου 2013)

27.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα προς αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Άμεση εκκαθάριση μιας προβληματικής τράπεζας και ανακεφαλαιοποίηση άλλης προβληματικής τράπεζας μέσω της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της πρώτης τράπεζας σε μετοχικό κεφάλαιο – Μεταβίβαση των καταθέσεων στη δεύτερη τράπεζα, σε συνδυασμό με ανώτατο όριο 100 000 ευρώ ανά καταθέτη – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν υφίσταται

(Οδηγία 94/19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2005/1 και 2009/14, 16η αιτιολογική σκέψη και άρθρο 7 § 1α· απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου· μνημόνιο συναντίληψης της 26ης Απριλίου 2013)

28.    Ένδικη διαδικασία – Απόδειξη – Βάρος αποδείξεως

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (2015), άρθρο 85]

29.    Οικονομική και νομισματική πολιτική – Νομισματική πολιτική – Εφαρμογή – Ειδικά μέτρα προς αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης στην Κύπρο – Άμεση εκκαθάριση μιας προβληματικής τράπεζας και ανακεφαλαιοποίηση άλλης προβληματικής τράπεζας μέσω της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της πρώτης τράπεζας σε μετοχικό κεφάλαιο – Διαφορετική μεταχείριση των μη εξασφαλισμένων καταθετών των δύο αυτών τραπεζών σε σχέση με τους συνεταίρους του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα, στους οποίους δεν είχαν επιβληθεί μέτρα διάσωσης – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

(Απόφαση 2013/236 του Συμβουλίου)

1.      Δυνάμει των άρθρων 268 και 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης είναι, όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, αρμόδιος να εκδικάζει μόνο διαφορές σχετικές με την αποκατάσταση ζημιών που προκαλούν τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο όρος «θεσμικά όργανα», ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτός υπό την έννοια ότι αναφέρεται μόνο στα θεσμικά όργανα που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Ο όρος αυτός καλύπτει επίσης, βάσει του συστήματος εξωσυμβατικής ευθύνης το οποίο καθιερώνεται με τη Συνθήκη ΛΕΕ, και όλα τα υπόλοιπα όργανα και τους οργανισμούς που ιδρύονται με τις Συνθήκες και προορίζονται να συμβάλουν στην υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι πράξεις στις οποίες προβαίνουν τα όργανα και οι οργανισμοί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται από το δίκαιο της Ένωσης καταλογίζονται στην Ένωση, σύμφωνα με τις κοινές στα κράτη μέλη γενικές αρχές, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά της Ένωσης και στηριζόμενη στο παράνομο πράξης ή συμπεριφοράς προσώπου που δεν είναι ούτε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης ούτε υπάλληλός τους ο οποίος ενεργούσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Συνεπώς, οι ζημιές που προξενούνται από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση των δικών τους αρμοδιοτήτων είναι δυνατό να στοιχειοθετήσουν ευθύνη μόνον αυτών των αρχών και τα εθνικά δικαστήρια παραμένουν αποκλειστικώς αρμόδια να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών. Αντιθέτως, δεν αποκλείεται να μπορεί ο δικαστής της Ένωσης να εκδικάσει αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προξενηθεί από πράξη ή συμπεριφορά με την οποία εθνική αρχή διασφαλίζει την εκτέλεση ενωσιακής ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ελεγχθεί, προκειμένου να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης, αν η παρανομία που προβάλλεται προς στήριξη της αγωγής οφείλεται όντως σε θεσμικό όργανο, σε όργανο ή σε οργανισμό της Ένωσης, ή σε υπάλληλό τους κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι, στην πραγματικότητα, καταλογιστέα στην αντίστοιχη εθνική αρχή. Τούτο ισχύει όταν οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτίμησης κατά την εφαρμογή μιας ενωσιακής ρύθμισης η οποία ενέχει τέτοια παρανομία.

(βλ. σκέψεις 81-84)

2.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 85)

3.      Η αρμοδιότητα όμως την οποία ασκεί ο δικαστής της Ένωσης στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ διαφέρει, τόσο ως προς το αντικείμενό της όσο και ως προς τις αιτιάσεις που είναι δυνατό να προβληθούν, από την αρμοδιότητά του σε υποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης δυνάμει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των θεσμικών της οργάνων συνιστά, σε σχέση με τα άλλα μέσα δικαστικής προστασίας, αυτοτελές ένδικο βοήθημα, το οποίο έχει τη δική του ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων έννομης προστασίας και υπόκειται σε προϋποθέσεις άσκησης που έχουν τεθεί με γνώμονα το ειδικό του αντικείμενο. Ενώ η προβλεπόμενη στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην εξαφάνιση συγκεκριμένου μέτρου, η αγωγή αποζημιώσεως η οποία στηρίζεται στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ έχει ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε από θεσμικό όργανο.

Ως εκ τούτου, αγωγή αποζημιώσεως μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκηθεί, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, σε όλες τις περιπτώσεις πράξεων είτε θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης είτε υπαλλήλου τους ο οποίος ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για πράξη που υπόκειται σε προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Ομοίως, συμπεριφορά η οποία δεν συνιστά απόφαση και μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης είναι δυνατό να θεμελιώσει αγωγή αποζημιώσεως, έστω και αν δεν χωρεί προσφυγή ακυρώσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων έννομης προστασίας το οποίο καθιερώνεται με τη Συνθήκη ΛΕΕ, η αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης επιδιώκει έναν αντισταθμιστικό σκοπό, που έγκειται, κατά βάση, στο να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική δικαστική προστασία του ιδιώτη έναντι όλων των πράξεων και συμπεριφορών των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης ή των υπαλλήλων τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι οποίες δεν υπόκεινται σε προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών και συμπληρωματικών σκοπών που εξυπηρετούν τα δύο αυτά είδη ενδίκων βοηθημάτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το περιεχόμενο του όρου «θεσμικά όργανα», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καλύπτει κατ’ ανάγκην μόνον τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης στα οποία αναφέρεται το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Αντιθέτως, ο προσδιορισμός των οντοτήτων της Ένωσης που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «θεσμικά όργανα» κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να γίνεται βάσει κριτηρίων τα οποία προσιδιάζουν στη διάταξη αυτή και είναι διαφορετικά από εκείνα που διέπουν τον χαρακτηρισμό των οργάνων και οργανισμών στα οποία αναφέρεται το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Για τις ανάγκες του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το κριτήριο που ασκεί επιρροή σχετίζεται με τη δυνατότητα της οντότητας κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή να εκδίδει πράξεις προοριζόμενες να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Αντιστρόφως, για τις ανάγκες του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει σημασία να διαπιστωθεί αν η οντότητα της Ένωσης στην οποία καταλογίζεται η προσβαλλόμενη πράξη ή συμπεριφορά έχει ιδρυθεί με τις Συνθήκες και προορίζεται να συμβάλει στην υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 109-112)

4.      Είναι καταλογιστέες στην Ένωση οι πράξεις και συμπεριφορές της Ευρωομάδας οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14 για την Ευρωομάδα, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΛΕΕ, ορίζει ότι οι συναντήσεις της Ευρωομάδας πραγματοποιούνται για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες τις οποίες συνυπέχουν στο θέμα του ενιαίου νομίσματος οι υπουργοί που την απαρτίζουν. Βάσει του άρθρου 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τα ζητήματα αυτά άπτονται των δράσεων της Ένωσης προς υλοποίηση των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 3 ΣΕΕ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εγκαθίδρυση οικονομικής και νομισματικής ένωσης με νόμισμα το ευρώ. Επομένως, η Ευρωομάδα είναι οντότητα της Ένωσης η οποία ιδρύεται τυπικώς με τις Συνθήκες και προορίζεται να συμβάλει στην υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 113)

5.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 123-125)

6.      Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, δημιουργώντας τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, επέλεξαν να αναθέσουν στον διεθνή αυτό οργανισμό, ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, συγκεκριμένες και αποκλειστικές αρμοδιότητες σε σχέση με τη χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών υπόκειται στους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου οι οποίοι διέπουν τους οργανισμούς διακυβερνητικής συνεργασίας, ενώ το δίκαιο της Ένωσης τυγχάνει εφαρμογής μόνο στον βαθμό που η Συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας το προβλέπει ειδικώς. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ τοποθέτησαν σαφώς τη χορήγηση διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής τόσο εκτός της σφαίρας δράσης όσο και εκτός του κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης.

Ομολογουμένως, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αποτάθηκαν σε θεσμικά όργανα της Ένωσης, ειδικότερα στην Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για την εκπλήρωση ορισμένων καθηκόντων προς όφελος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Εντούτοις, οι μεν αρμοδιότητες οι οποίες ανατίθενται στα συγκεκριμένα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας δεν συνεπάγονται καμία δική τους εξουσία λήψης αποφάσεων, οι δε δραστηριότητες που ασκούν τα θεσμικά αυτά όργανα στο πλαίσιο της ίδιας Συνθήκης δεσμεύουν αποκλειστικώς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Άρα, στην περίπτωση μνημονίου το οποίο έχει συναφθεί μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας είναι ο μόνος υπεύθυνος για τους όρους που έχουν περιληφθεί σε ένα τέτοιο μνημόνιο, και όχι η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 128, 129, 167)

7.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 178-181, 186, 191)

8.      Τα καθήκοντα τα οποία ανατίθενται στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τη Συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας δεν αλλοιώνουν τις αρμοδιότητες που αναθέτουν στα δύο αυτά θεσμικά όργανα οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ. Όσον αφορά, ειδικότερα, την Επιτροπή, το άρθρο 13, παράγραφοι 3 και 4, της Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας της επιβάλλει την υποχρέωση να διασφαλίζει ότι είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης τα μνημόνια που συνάπτει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, οπότε η Επιτροπή διατηρεί, στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, όπως αυτός απορρέει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να μην υπογράψει μνημόνιο ως προς το οποίο διατηρεί αμφιβολίες για το αν είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης.

Επομένως, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, χωρεί επίκληση, εις βάρος της Επιτροπής, παράνομων συμπεριφορών που συνδέονται με τη σύναψη μνημονίου εξ ονόματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Σημειωτέον δε ότι τυχόν παράνομες συμπεριφορές της Επιτροπής που συνδέονται με τη σύναψη μνημονίου δεν είναι, στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, οι μοναδικές παράνομες συμπεριφορές θεσμικού οργάνου της Ένωσης οι οποίες είναι ικανές να θεμελιώσουν εξωσυμβατική ευθύνη της τελευταίας. Πράγματι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, χωρεί επίκληση, εις βάρος της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τυχόν παράνομων συμπεριφορών που συνδέονται με την εκ μέρους τους εποπτεία της εφαρμογής μέτρων που προβλέπονται σε μνημόνιο. Ως εκ τούτου, η διαπραγμάτευση και η υπογραφή μνημονίου από την Επιτροπή, καθώς και η εποπτεία της εφαρμογής των προβλεπόμενων στο μνημόνιο μέτρων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 7, της Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 201-204)

9.      Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι υπέρτερης ισχύος γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των ιδιωτών, τυχόν δε παραβίασή της μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης. Το δικαίωμα επίκλησης της ως άνω αρχής προϋποθέτει ότι έχουν δοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές. Απολαύει, άρα, του δικαιώματος αυτού κάθε πολίτης στον οποίο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις.

Κατά συνέπεια, η παροχή συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων από την Ευρωομάδα σχετικά με τα μέτρα που προβλέπονταν σε μνημόνιο το οποίο έχει συναφθεί μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και ενός κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ είναι δυνατό να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης. Εντούτοις, όσον αφορά τυχόν διαβεβαιώσεις ως προς την παροχή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε τέτοιο κράτος μέλος, εφόσον η χορήγηση της εν λόγω διευκόλυνσης εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, και όχι της Ευρωομάδας, οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν προέρχονται από αρμόδια αρχή.

(βλ. σκέψεις 205, 206, 404, 427)

10.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 215, 216)

11.    Η αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 268 και του άρθρου 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του όλου συστήματος ένδικης προστασίας των ιδιωτών και, ως εκ τούτου, το παραδεκτό της ενδέχεται να εξαρτάται, σε ορισμένες περιπτώσεις, από την εξάντληση των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί η ακύρωση απόφασης της εθνικής αρχής, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι τα αντίστοιχα εθνικά ένδικα βοηθήματα εξασφαλίζουν με αποτελεσματικό τρόπο την προστασία των ενδιαφερόμενων ιδιωτών, καθιστώντας δυνατή, άπαξ και ευδοκιμήσουν, την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας.

Απαράδεκτο λόγω μη εξάντλησης των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου νοείται μόνο στην περίπτωση στην οποία, εξαιτίας της μη εξάντλησης των ενδίκων αυτών βοηθημάτων, ο δικαστής της Ένωσης αδυνατεί να προσδιορίσει τον χαρακτήρα και την έκταση της ζημίας που προβάλλεται ενώπιόν του, με αποτέλεσμα να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Αν ο δικαστής της Ένωσης είναι σε θέση να προσδιορίσει τον χαρακτήρα και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας, δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη για τον λόγο και μόνον ότι ο ενάγων δεν εξάντλησε τα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου, και μάλιστα χωρίς καν να χρειάζεται να κριθεί αν ήταν δυνατό να ασκηθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αγωγή σε σχέση με τις επίμαχες πράξεις και συμπεριφορές.

Το πολύ θα μπορούσε να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, ότι η άσκηση, από έναν ή περισσότερους ενάγοντες, αγωγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου με αίτημα την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας την οποία αφορά και η αγωγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ενδέχεται να έχει σημασία για την εξέταση του βασίμου της αγωγής. Ειδικότερα, σε περίπτωση που, πρώτον, προς αποκατάσταση της ίδιας ζημίας ασκηθούν από τον ίδιο ενάγοντα δύο αγωγές, η μία κατά εθνικής αρχής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, η άλλη κατά θεσμικού οργάνου της Ένωσης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, και, δεύτερον, συντρέχει κίνδυνος, λόγω διαφορετικής εκτίμησης της ζημίας από τα δύο αυτά δικαστήρια, ο ενάγων να αποζημιωθεί είτε ανεπαρκώς είτε καταχρηστικώς, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, προτού αποφανθεί επί της ζημίας, να αναμείνει την έκδοση της οριστικής απόφασης με την οποία το εθνικό δικαστήριο θα κρίνει την αγωγή που ασκήθηκε ενώπιόν του. Σε τέτοια περίπτωση, ο δικαστής της Ένωσης είναι υποχρεωμένος να αναμείνει την απόφαση του εθνικού δικαστή, προτού αποφανθεί ο ίδιος επί της ύπαρξης και της έκτασης της ζημίας. Αντιθέτως, μπορεί κάλλιστα, ακόμη και προτού αποφανθεί ο εθνικός δικαστής, να κρίνει αν η συμπεριφορά που προσάπτεται στο εναγόμενο θεσμικό όργανο είναι ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 238-241)

12.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 245)

13.    Οι περιορισμοί του δικαιώματος ιδιοκτησίας δεν πρέπει να είναι υπερβολικοί. Αφενός, ο περιορισμός πρέπει να εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό γενικού συμφέροντος και να είναι όχι μόνον αναγκαίος αλλά και ανάλογος προς αυτόν. Αφετέρου, δεν πρέπει να θίγεται το βασικό περιεχόμενο, δηλαδή η ουσία, του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

Όσον αφορά μνημόνιο το οποίο έχει συναφθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με κράτος μέλος που αντιμετωπίζει χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες, από το άρθρο 12 της Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας προκύπτει ότι η υπογραφή τέτοιου μνημονίου εξυπηρετεί σκοπό γενικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει η Ένωση, ήτοι τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Πράγματι, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην οικονομία της Ένωσης. Στον βαθμό που οι τράπεζες, οι οποίες αποτελούν βασική πηγή χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις, είναι συχνά συνδεδεμένες στενά μεταξύ τους, τυχόν αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων μίας ή περισσοτέρων τραπεζών ενέχει τον κίνδυνο ταχύτατης μετάδοσης στις λοιπές τράπεζες, είτε στο οικείο κράτος μέλος είτε σε άλλα κράτη μέλη, και, συνακόλουθα, τον κίνδυνο αρνητικών δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας.

Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση μνημονίου που προβλέπει, μεταξύ άλλων, την ανακεφαλαιοποίηση μιας τράπεζας μέσω της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων σε μετοχικό κεφάλαιο, θα πρέπει, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν υπήρχαν εναλλακτικά μέτρα τα οποία θα περιόριζαν λιγότερο το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, να ληφθεί υπόψη η ανάγκη, για τις εθνικές αρχές, να ενεργήσουν ταχέως κατά τη λήψη των προβλεπόμενων από το μνημόνιο μέτρων. Εν προκειμένω, η ταχύτητα με την οποία ελήφθησαν τα μέτρα δεν συνιστά ένδειξη ότι παραβιάστηκε η αρχή της χρηστής διοίκησης, αλλά μαρτυρεί αντιθέτως το επείγον της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Το ζήτημα ήταν όντως να αποτραπεί ο επικείμενος κίνδυνος κατάρρευσης των επηρεαζόμενων τραπεζών προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και να προληφθεί έτσι ο κίνδυνος μετάδοσης σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Η εκπόνηση διαφοροποιημένου συστήματος απομείωσης σε μια τέτοια συγκυρία θα απαιτούσε από τις εθνικές αρχές να αναλάβουν ένα ιδιαιτέρως δύσκολο και αβέβαιο εγχείρημα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα επιλεγόμενα ποσοστά και όρια θα επέτρεπαν στην τράπεζα που ανακεφαλαιοποιήθηκε να φθάσει στο ελάχιστο επίπεδο βασικών ιδίων κεφαλαίων στο οποίο αναφερόταν το μνημόνιο, όπερ θα συνεπαγόταν σημαντικούς κινδύνους για την ανακεφαλαιοποίησή της.

Εξάλλου, η απαίτηση να παρέχουν οι εφαρμοστέες διαδικασίες στον ενδιαφερόμενο κατάλληλη ευκαιρία για να εκθέσει στις αρμόδιες αρχές την άποψή του, δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει, υπό όλες τις περιστάσεις, να μπορεί να διατυπώσει την άποψή του στις αρμόδιες αρχές πριν από τη λήψη των μέτρων που θίγουν το δικαίωμά του στην ιδιοκτησία. Τούτο ισχύει, παραδείγματος χάριν, όταν τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούν κυρώσεις και εντάσσονται σε μια συγκυρία έκτακτης ανάγκης. Έτσι, αν είχε διεξαχθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης, στο πλαίσιο της οποίας οι χιλιάδες καταθέτες και μέτοχοι των επηρεαζόμενων τραπεζών θα είχαν μπορέσει να διατυπώσουν την άποψή τους στην κεντρική τράπεζα του οικείου κράτους μέλους ώστε να ληφθεί υπόψη πριν από την έκδοση των εθνικών πράξεων για την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονταν στο μνημόνιο, θα είχε αναπόφευκτα καθυστερήσει η εφαρμογή των μέτρων που αποσκοπούσαν στην αποτροπή της κατάρρευσης των επηρεαζόμενων τραπεζών. Θα διακυβευόταν, συνεπώς, σε σημαντικό βαθμό η υλοποίηση του σκοπού της διαφύλαξης της σταθερότητας του εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και, ως εκ τούτου, της πρόληψης τυχόν μετάδοσης σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.

(βλ. σκέψεις 255, 282, 290, 310)

14.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 272)

15.    Σε περίπτωση που τα θεσμικά όργανα της Ένωσης καλούνται, σε μια περίπλοκη και ρευστή συγκυρία, να προβούν σε τεχνικές επιλογές και να πραγματοποιήσουν σύνθετες προβλέψεις και εκτιμήσεις, πρέπει πάντως να τους αναγνωριστεί ευρεία εξουσία εκτίμησης όσον αφορά τη φύση και την έκταση των μέτρων σε σχέση με τα οποία τα θεσμικά αυτά όργανα είτε εκφράζουν τη στήριξή τους είτε απαιτούν τη διατήρησή τους σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής τους. Σε μια τέτοια συγκυρία, για να πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, απαιτείται να αποδειχθεί πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, από το αντίστοιχο θεσμικό όργανο, των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία εκτίμησης την οποία έχει.

(βλ. σκέψη 291)

16.    Τα μέτρα από τα οποία μπορεί να εξαρτάται η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ή από άλλους διεθνείς οργανισμούς, θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης ή κράτη) προς επίλυση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει ένα κράτος ενόψει της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού του συστήματος ενδέχεται να διαφέρουν ριζικά από τη μία περίπτωση στην άλλη, ανάλογα τόσο με την αποκτηθείσα πείρα όσο και με το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης. Μεταξύ αυτών των περιστάσεων καταλέγονται η οικονομική κατάσταση του κράτους που λαμβάνει τη συνδρομή, το ύψος της ενίσχυσης σε σχέση με το σύνολο της οικονομίας του, οι προοπτικές επιστροφής των οικείων τραπεζών στην οικονομική βιωσιμότητα και οι αιτίες των δυσχερειών τις οποίες αυτές αντιμετωπίζουν, περιλαμβανομένου ενδεχομένως του υπερβολικού μεγέθους του τραπεζικού τομέα του εν λόγω κράτους σε σύγκριση με την εθνική του οικονομία, καθώς και η εξέλιξη της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας ή η αυξημένη πιθανότητα να χρειαστούν μελλοντικές παρεμβάσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ή άλλων διεθνών οργανισμών, θεσμικών και άλλων οργάνων της Ένωσης ή κρατών) προς στήριξη άλλων κρατών σε δυσχέρειες, με συνέπεια να απαιτείται ο προληπτικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα ποσά που δεσμεύονται για την κάθε παρέμβαση.

Επομένως, ως προς το ζήτημα κατά πόσον συνάδει με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ένα μνημόνιο που έχει συναφθεί μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και κράτους μέλους στο οποίο έχει χορηγηθεί χρηματοπιστωτική συνδρομή, δεν χωρεί μια απλή σύγκριση (απόλυτη και σχετική) του μεγέθους της χρηματοπιστωτικής συνδρομής που έχουν λάβει, αφενός, το συγκεκριμένο κράτος μέλος και, αφετέρου, άλλα κράτη μέλη τα οποία τυγχάνουν τέτοιας συνδρομής, χωρίς να αποδειχθεί ότι οι αντίστοιχοι χρηματοπιστωτικοί τομείς των άλλων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που έλαβαν τέτοια συνδρομή χαρακτηρίζονταν από υπερβολικό μέγεθος σε σχέση με το μέγεθος των εθνικών οικονομιών τους. Πρέπει, επιπλέον, να αποδειχθεί ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του συγκεκριμένου κράτους και των λοιπών κρατών που έχουν λάβει χρηματοπιστωτική συνδρομή δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί από διαφορές οι οποίες σχετίζονται με τα διδάγματα της αποκτηθείσας πείρας, με την οικονομική κατάσταση των αντίστοιχων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, με τις προοπτικές των οικείων τραπεζών να καταστούν εκ νέου βιώσιμες, με την εξέλιξη της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας ή ακόμη με την αυξημένη πιθανότητα να χρειαστούν μελλοντικές παρεμβάσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προς στήριξη άλλων κρατών με προβλήματα, λόγω της οποίας θα μπορούσε να απαιτηθεί ο καθορισμός ανωτάτου ορίου στα ποσά που δεσμεύονται για την κάθε παρέμβαση.

(βλ. σκέψεις 311-313)

17.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 390)

18.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 392-395)

19.    Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ασκούν δύο ειδών λειτουργίες, ήτοι, πρώτον, εκείνες που προβλέπονται από το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και, δεύτερον, εκείνες που δεν προβλέπονται. Για αυτές τις τελευταίες δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα ούτε το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών ούτε το Ευρωσύστημα. Πράγματι, το άρθρο 14.4 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ορίζει ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ασκούν και άλλες λειτουργίες από εκείνες που καθορίζονται στο εν λόγω καταστατικό, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφασίσει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων, ότι οι λειτουργίες αυτές παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Αντιστρόφως, οι λειτουργίες τις οποίες ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με δική τους ευθύνη και αναλαμβάνοντας οι ίδιες τους σχετικούς κινδύνους δεν εμπίπτουν στις λειτουργίες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

Πάντως, το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν ανέφερε, μεταξύ των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, τον καθορισμό των όρων ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Πρόκειται, ως εκ τούτου, για λειτουργίες τις οποίες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ασκούν με δική τους ευθύνη και αναλαμβάνοντας οι ίδιες τους σχετικούς κινδύνους. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο συνετός και επιμελής αναγνώστης δεν θα ήταν ευλόγως δυνατό να θεωρήσει ότι η δήλωση μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας σε σχέση με τον καθορισμό των όρων ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορούσε να αποδοθεί στο Ευρωσύστημα και το δέσμευε. Ούτε το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ούτε η δήλωση αποστολής του Ευρωσυστήματος αναιρούν το ως άνω συμπέρασμα. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε ευλόγως να συναχθεί από το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ότι το Ευρωσύστημα διασφάλιζε τη διατήρηση της αξίας των καταθέσεων στις εθνικές τράπεζες σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης ή εξυγίανσής τους.

(βλ. σκέψεις 415-417, 419)

20.    Η δήλωση αποστολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωσυστήματος ομοιάζει με μια απλή δήλωση προθέσεων, η οποία στερείται παντελώς νομικής ισχύος και, κατ’ επέκταση, δεν έχει δημοσιευθεί ούτε στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου δημοσιεύονται οι νομικώς δεσμευτικές πράξεις, ούτε στη σειρά C, όπου δημοσιεύονται πληροφορίες, συστάσεις και γνώμες που αφορούν την Ένωση. Ειδικότερα, η δήλωση αυτή έχει, ως εκ της φύσης της, αμιγώς προγραμματικό χαρακτήρα και δεν έχει ως σκοπό να επιβάλει υποχρεώσεις στους συντάκτες της ούτε να απαριθμήσει εξαντλητικώς όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των μελών του Ευρωσυστήματος.

(βλ. σκέψη 420)

21.    Το γεγονός και μόνον ότι, σε προγενέστερα στάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη μέτρων παρόμοιων με τα μέτρα που επιβλήθηκαν σε ένα κράτος μέλος δεν είναι, αυτό καθ’ εαυτό, δυνατό να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση, ικανή να δημιουργήσει στους μετόχους και τους καταθέτες των επηρεαζόμενων από τα μέτρα τραπεζών δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι ούτε η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στο κράτος μέλος αυτό θα εξαρτάται από τέτοια μέτρα.

Τα μέτρα από τα οποία μπορεί να εξαρτάται η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ή από άλλους διεθνείς οργανισμούς, θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης ή κράτη) προς επίλυση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει ένα κράτος ενόψει της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού του συστήματος ενδέχεται να διαφέρουν ριζικά από τη μία περίπτωση στην άλλη, ανάλογα τόσο με την αποκτηθείσα πείρα όσο και με το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει σαφούς και ρητής δέσμευσης εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι οι μέτοχοι και οι καταθέτες των επηρεαζόμενων από τα μέτρα τραπεζών μπορούσαν δικαιολογημένα να προσδοκούν ότι η χορήγηση της διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής επρόκειτο να εξαρτηθεί από τους ίδιους ή έστω παρεμφερείς όρους με εκείνους από τους οποίους είχε εξαρτηθεί η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.

(βλ. σκέψεις 432, 433)

22.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 440-442)

23.    Βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, από τη μία πλευρά, ένας ιδιώτης που έχει ενεργήσει με μοναδικό γνώμονα το προσωπικό περιουσιακό του συμφέρον, όπως οι μη εξασφαλισμένοι καταθέτες τραπεζών που επηρεάζονταν από τα μέτρα τα οποία προβλέπονταν σε μνημόνιο συναφθέν με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και οι μέτοχοι εθνικής τράπεζας που ανακεφαλαιοποιήθηκε μέσω αυτών των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων, και, από την άλλη πλευρά, μια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος, της οποίας οι αποφάσεις εξυπηρετούσαν αποκλειστικώς σκοπούς γενικού συμφέροντος. Το γεγονός και μόνον ότι οι καταθέτες και μια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος της οποίας οι αποφάσεις εξυπηρετούν τέτοιους σκοπούς κατέχουν ίδια ομόλογα της ίδιας τράπεζας δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα, οπότε η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν επιβάλλει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο αυτές οι δύο κατηγορίες προσώπων.

(βλ. σκέψη 449)

24.    Όταν πρόκειται για καταστάσεις που, αφενός, δεν εμφανίζουν κανένα συνδετικό στοιχείο με κάποια από τις καταστάσεις τις οποίες καλύπτει το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, χαρακτηρίζονται από το ότι όλα τα κρίσιμα στοιχεία τους εντοπίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει σε αυτό το κράτος μέλος να επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει στους υπηκόους άλλου κράτους μέλους. Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει όταν πρόκειται για πράξεις ή παραλείψεις με τις οποίες ένα ή περισσότερα θεσμικά όργανα συμβάλλουν σε μια τέτοια μεταχείριση ή απαιτούν τη διατήρησή της ή τη συνέχιση της εφαρμογής της.

Επομένως, στην περίπτωση μνημονίου που έχει συναφθεί με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και προβλέπει, μεταξύ άλλων, την ανακεφαλαιοποίηση μιας εθνικής τράπεζας μέσω της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων μιας άλλης εθνικής τράπεζας, ακόμη και αν υποτεθεί ότι γινόταν δεκτό ότι οι ισχυρισμοί περί διάκρισης μεταξύ των καταθετών των τραπεζών του συγκεκριμένου κράτους μέλους και των καταθετών των υποκαταστημάτων των ίδιων τραπεζών σε άλλο κράτος μέλος αναφέρονται σε μια κατάσταση της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία εντοπίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι οποιαδήποτε διάκριση τυχόν υπέστησαν οι μέτοχοι και οι καταθέτες των επηρεαζόμενων τραπεζών πρέπει να θεωρηθεί ως αντίστροφη διάκριση, που δεν απαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 461-463)

25.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 465)

26.    Διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον, αφενός, στηρίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή συνδέεται με νομικά επιτρεπτό σκοπό τον οποίο επιδιώκει η σχετική νομοθεσία, και, αφετέρου, εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη μεταχείριση αυτή.

Ως προς το ζήτημα αν στηριζόταν σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο η διαφορετική μεταχείριση την οποία επιφύλασσε μνημόνιο που είχε συναφθεί με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αφενός, στους καταθέτες εθνικών τραπεζών που επηρεάζονταν από τα μέτρα τα οποία προβλέπονταν σε αυτό το μνημόνιο και, αφετέρου, στους καταθέτες των υποκαταστημάτων των ίδιων τραπεζών σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να θεωρηθεί ως αντικειμενικός και εύλογος ο σκοπός ο οποίος συνίσταται στην πρόληψη της γενικής αποσταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος του δεύτερου κράτους μέλους λόγω μετάδοσης από το τραπεζικό σύστημα του πρώτου κράτους μέλους. Από πλευράς δε της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι πρόσφορη να συμβάλει στην υλοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών και δεν υπερβαίνει το μέτρο το οποίο είναι αναγκαίο προς τούτο.

Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι για την παροχή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής τέθηκε ως όρος με το μνημόνιο να λάβουν οι εθνικές αρχές του δεύτερου κράτους μέλους το μέτρο της απομείωσης των καταθέσεων στις επηρεαζόμενες τράπεζες αυτού του κράτους μέλους, ενώ δεν είχε τεθεί ανάλογος όρος αναφορικά με τις καταθέσεις στο πρώτο κράτος μέλος δικαιολογείται αντικειμενικώς και δεν στοιχειοθετεί, ως εκ τούτου, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

(βλ. σκέψεις 469-473)

27.    Όσον αφορά μέτρο το οποίο περιλήφθηκε σε μνημόνιο που συνήφθη με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και προβλέπει ότι μεταβιβάζονται σε προβληματική εθνική τράπεζα τα χρέη μιας άλλης εθνικής τράπεζας προς όλους τους καταθέτες της μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ, ενώ οι καταθέσεις άνω του ποσού αυτού παραμένουν, κατά το επιπλέον, στη δεύτερη τράπεζα, εν αναμονή της εκκαθάρισής της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους καταθέτες της δεύτερης τράπεζας, οπότε δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείρισή τους ανάλογα με το ύψος των καταθέσεών τους στην ως άνω τράπεζα.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός και μόνον ότι η μεταβίβαση στην πρώτη τράπεζα των καταθέσεων της δεύτερης τράπεζας συνοδεύεται από ενιαίο ανώτατο όριο 100 000 ευρώ ανά καταθέτη και ενδέχεται, ως εκ τούτου, να έχει διαφορετικές συνέπειες επί των καταθετών ανάλογα με το ποσό των καταθέσεών τους. Στην πράξη, οποιαδήποτε τέτοια διαφορά οφείλεται στην εφαρμογή του ορίου εγγύησης των 100 000 ευρώ, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1α της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2005/1 και 2009/14. Πρόκειται για ένα κριτήριο το οποίο είναι, ταυτόχρονα, αντικειμενικό και προσαρμοσμένο στις ανάγκες της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος της Ένωσης.

Όσον αφορά το προβλεπόμενο στο μνημόνιο μέτρο της μετατροπής των μετοχών της πρώτης τράπεζας, σύμφωνα με το οποίο η απομείωση των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων στην τράπεζα αυτή έχει εφαρμογή μόνον επί των καταθετών της των οποίων οι καταθέσεις υπερβαίνουν τα 100 000 ευρώ, εισάγεται όντως διαφορετική μεταχείριση των καταθετών της προαναφερθείσας τράπεζας ανάλογα με το αν το ύψος των καταθέσεών τους σε αυτήν υπερβαίνει τα 100 000 ευρώ ή όχι. Εντούτοις, η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δεν στοιχειοθετεί σε καμία περίπτωση άνιση μεταχείριση απαγορευόμενη από το δίκαιο της Ένωσης, εφόσον οι καταθέτες των οποίων οι καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες υπερβαίνουν τα 100 000 ευρώ βρίσκονται σε κατάσταση, από νομικής άποψης, διαφορετική από την κατάσταση των καταθετών των οποίων οι καταθέσεις στις επηρεαζόμενες τράπεζες είναι μικρότερου ποσού. Τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1α, της οδηγίας 94/19, οι καταθέσεις των δεύτερων, σε περίπτωση που οι καταθέσεις καταστούν μη διαθέσιμες, καλύπτονται εξ ολοκλήρου από το εθνικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, ενώ εκείνες των πρώτων καλύπτονται μόνο μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ.

(βλ. σκέψεις 482-485)

28.    Εναπόκειται, κατ’ αρχήν, σε όποιον επικαλείται πραγματικά περιστατικά να προσκομίζει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτά είναι αληθή.

(βλ. σκέψη 501)

29.    Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 504-508)