Language of document : ECLI:EU:T:2018:90

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύει η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Νομική βάση – Πραγματική βάση – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Δικαίωμα προστασίας της φήμης – Αναλογικότητα – Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ισοδύναμη με την προστασία που διασφαλίζεται εντός της Ένωσης – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Στην υπόθεση T‑731/15,

Sergiy Klyuyev, κάτοικος Donetsk (Ουκρανία), εκπροσωπούμενος από τους R. Gherson, T. Garner, solicitors, B. Kennelly, QC, και J. Pobjoy, barrister,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την Á. de Elera-San Miguel Hurtado και τον J.‑P. Hix,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ακυρώσεως, πρώτον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2015/1781 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2015, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2015, L 259, σ. 23), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1777 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2015, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2015, L 259, σ. 3), δεύτερον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2016/318 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2016, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2016, L 60, σ. 76), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/311 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2016, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2016, L 60, σ. 1), και, τρίτον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2017/381 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2017, L 58, σ. 34), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/374 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2017, L 58, σ. 1), καθόσον το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis (εισηγητή), πρόεδρο, D. Spielmann και Z. Csehi, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν έναντι ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, κατόπιν της καταστολής των διαδηλώσεων στην πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου (Ουκρανία).

2        Στις 5 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2014/119/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων εν όψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 26). Την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 208/2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 1).

3        Ο προσφεύγων, Sergiy Klyuyev, είναι Ουκρανός επιχειρηματίας και αδελφός του Andriy Klyuyev, ο οποίος ήταν ο πρώην διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Ουκρανίας. Είναι επίσης μέλος του Verkhovna Rada (Ουκρανικού Κοινοβουλίου).

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της αποφάσεως 2014/119 έχουν ως ακολούθως:

«(1)      Στις 20 Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο καταδίκασε εντονότατα κάθε χρήση βίας στην Ουκρανία. Ζήτησε τον άμεσο τερματισμό της βίας στην Ουκρανία και τον πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Κάλεσε την ουκρανική κυβέρνηση να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση και τους ηγέτες της αντιπολίτευσης να αποστασιοποιηθούν από όσους καταφεύγουν σε ακραίες ενέργειες, περιλαμβανομένης της βίας.

(2)      Στις 3 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο αποφάσισε να εστιάσει τα περιοριστικά μέτρα στη δέσμευση και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προσώπων που έχουν οριστεί ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, με σκοπό την παγίωση και την υποστήριξη του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ουκρανία.»

5        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2004/119 προβλέπει τα εξής:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν αναγνωριστεί ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

2.      Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα, ή προς όφελος αυτών.»

6        Οι όροι εφαρμογής της δεσμεύσεως αυτής καθορίζονται στις επόμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου.

7        Σύμφωνα με την απόφαση 2014/119, ο κανονισμός 208/2014 επιβάλλει τη λήψη μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων και καθορίζει τους όρους εφαρμογής της δεσμεύσεως αυτής χρησιμοποιώντας, κατ’ ουσίαν, διατύπωση πανομοιότυπη με εκείνη της εν λόγω αποφάσεως.

8        Τα ονόματα των προσώπων τα οποία αφορούν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 παρατίθενται στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2014/119 και στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 208/2014, οι οποίοι είναι μεταξύ τους πανομοιότυποι (στο εξής: κατάλογος), παρατιθέμενης, μεταξύ άλλων, της αιτιολογίας για την καταχώρισή τους.

9        Το όνομα του προσφεύγοντος περιλαμβανόταν στον κατάλογο συνοδευόμενα τα στοιχεία ταυτοποιήσεως «επιχειρηματίας, αδελφός του [Andriy Kluyuev]» και με την εξής αιτιολογία:

«Πρόσωπο για το οποίο έχει κινηθεί ποινική διαδικασία σχετικά με τη διερεύνηση εγκλημάτων, σε σχέση με την υπεξαίρεση [ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και την παράνομη μεταφορά [του] εκτός Ουκρανίας.»

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Μαΐου 2014, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑341/14, με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2014/119 και του κανονισμού 208/2014, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούσαν.

11      Στις 29 Ιανουαρίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/143, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2014/119 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 16), και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/138, για την τροποποίηση του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 1).

12      Με την απόφαση 2015/143 διευκρινίσθηκαν, από 31ης Ιανουαρίου 2015, τα κριτήρια καταχωρίσεως των προσώπων σε βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση κεφαλαίων. Ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119 αντικαταστάθηκε από το ακόλουθο κείμενο:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση [ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, στα πρόσωπα που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση [ουκρανικού δημοσίου χρήματος] συγκαταλέγονται και πρόσωπα για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες για:

α)      υπεξαίρεση [ουκρανικού δημοσίου χρήματος] ή [ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου] ή συνέργεια [στα αδικήματα αυτά], ή

β)      κατάχρηση εξουσίας από μέρους κρατικού [αξιωματούχου] με σκοπό την εξασφάλιση οφέλους για τον ίδιο/α ή τρίτους, προκαλώντας έτσι ζημία στα ουκρανικά δημόσια κεφάλαια ή [περιουσιακά στοιχεία], ή για συνέργεια [στην κατάχρηση αυτή].»

13      Ο κανονισμός 2015/138 τροποποίησε τον κανονισμό 208/2014 σύμφωνα με την απόφαση 2015/143.

14      Η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/364 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 25), και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/357 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2015, περί εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 1), αντιστοίχως. Η απόφαση 2015/364 τροποποίησε το άρθρο 5 της αποφάσεως 2014/119, παρατείνοντας τον χρόνο ισχύος των περιοριστικών μέτρων, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, μέχρι τις 6 Ιουνίου 2015. Ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/357 αντικατέστησε κατά συνέπεια το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014.

15      Με την απόφαση 2015/364 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/357, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με στοιχεία ταυτοποιήσεως «αδελφός του [Andriy Klyuyev], επιχειρηματίας» και με την εξής νέα αιτιολογία:

«Πρόσωπο που υπόκειται σε έρευνα από τις ουκρανικές αρχές για συμμετοχή σε [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του Δημοσίου] και σε κατάχρηση αξιώματος ως κρατικού λειτουργού προκειμένου να παρασχεθεί αδικαιολόγητο πλεονέκτημα για τον εαυτό του ή για τρίτο, και, ως εκ τούτου, προκαλώντας απώλεια δημόσιων πόρων ή περιουσιακών στοιχείων της Ουκρανίας. Πρόσωπο που συνδέεται με καταχωρισμένο πρόσωπο [Andriy Petrovych Klyuyev] που υπόκειται σε ποινικές διαδικασίες από τις αρχές της Ουκρανίας για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του Δημοσίου].»

16      Στις 5 Ιουνίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/876, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 142, σ. 30), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/869, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2015, L 142, σ. 1). Η απόφαση 2015/876, αφενός, αντικατέστησε το άρθρο 5 της αποφάσεως 2014/119, παρατείνοντας την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 2015, και, αφετέρου, τροποποίησε το παράρτημα της ως άνω αποφάσεως. Ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/869 τροποποίησε κατά συνέπεια το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014.

17      Με την απόφαση 2015/876 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/869, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με στοιχεία ταυτοποιήσεως «αδελφός του [Andriy Klyuyev], επιχειρηματίας» και με την εξής νέα αιτιολογία:

«Πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται έρευνα από τις ουκρανικές αρχές για συμμετοχή σε [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος]. Πρόσωπο που συνδέεται με καταχωρισμένο πρόσωπο [Andriy Petrovych Klyuyev] που υπόκειται σε ποινικές διαδικασίες από τις αρχές της Ουκρανίας για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του δημοσίου].»

18      Με επιστολή της 31ης Ιουλίου 2015, το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα το από 26ης Ιουνίου 2015 έγγραφο, [εμπιστευτικό] (2). Με το έγγραφο αυτό, το Συμβούλιο γνωστοποίησε τον προσφεύγοντα ότι επρόκειτο να διατηρήσει σε ισχύ τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα, διευκρινίζοντάς του ποια ήταν η προθεσμία για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτού. Ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του με έγγραφο της 31ης Αυγούστου 2015.

19      Στις 5 Οκτωβρίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1781, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 259, σ. 23), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1777, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2015, L 259, σ. 3) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Οκτωβρίου 2015). Η απόφαση 2015/1781, αφενός, αντικατέστησε το άρθρο 5 της αποφάσεως 2014/119, παρατείνοντας την ισχύ των περιοριστικών μέτρων, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, μέχρι τις 6 Μαρτίου 2016, και, αφετέρου, τροποποίησε το παράρτημα της ως άνω αποφάσεως. Ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/1777 τροποποίησε κατά συνέπεια το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014.

20      Με την απόφαση 2015/1781 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/1777, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με τα στοιχεία ταυτοποιήσεως «αδελφός του [Andriy Klyuyev], επιχειρηματίας» και με την εξής νέα αιτιολογία:

«Πρόσωπο για το οποίο έχει κινηθεί ποινική διαδικασία από τις ουκρανικές αρχές για συμμετοχή σε [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος]. Πρόσωπο συνδεόμενο με καταχωρισμένο πρόσωπο [Andriy Petrovych Klyuyev] που υπόκειται σε ποινικές διαδικασίες από τις αρχές της Ουκρανίας για την [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του Δημοσίου].»

21      Με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2015, το Συμβούλιο διαβίβασε στους δικηγόρους του προσφεύγοντος αντίγραφο των πράξεων του Οκτωβρίου 2015, ενημερώνοντάς τους για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο και απαντώντας στις παρατηρήσεις τους της 31ης Αυγούστου 2015. Επιπλέον, το Συμβούλιο επισύναψε στην επιστολή αυτή άλλο έγγραφο [εμπιστευτικό] με ημερομηνία 3ης Σεπτεμβρίου 2015.

 Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής

22      Με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2015, το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα έγγραφο [εμπιστευτικό] της 1ης Δεκεμβρίου 2015, επισημαίνοντας την προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων επ’ αυτού.

23      Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Klyuyev κατά Συμβουλίου (T‑341/14, EU:T:2016:47), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2014/119 και τον κανονισμό 208/2014, στο μέτρο που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

24      Στις 4 Μαρτίου 2016, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/318, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 76), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/311, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2016).

25      Με τις πράξεις του Μαρτίου 2016, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, ιδίως όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως τις 6 Μαρτίου 2017, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεώς του σε σχέση με τις πράξεις του Οκτωβρίου 2015.

26      Με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2016, το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για τη διατήρηση σε ισχύ των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων. Απάντησε επίσης στις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο προσφεύγων κατά την προηγούμενη ανταλλαγή επιστολών και του διαβίβασε τις πράξεις του Μαρτίου 2016.

27      Με επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου 2016, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στους δικηγόρους του προσφεύγοντος ότι επρόκειτο να παρατείνει την ισχύ των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων και επισύναψε δύο έγγραφα [εμπιστευτικό], το πρώτο με ημερομηνία 25ης Ιουλίου 2016 και το δεύτερο με ημερομηνία 16ης Νοεμβρίου 2016 (στο εξής: έγγραφα της 25ης Ιουλίου και της 16ης Νοεμβρίου 2016), υπενθυμίζοντας την προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων ενόψει της ετήσιας επανεξετάσεως των περιοριστικών μέτρων. Ο αιτών υπέβαλε παρατηρήσεις στο Συμβούλιο με έγγραφο της 12ης Ιανουαρίου 2017.

28      Στις 3 Μαρτίου 2017, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/381, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 34), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/374, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2017).

29      Με τις πράξεις του Μαρτίου 2017, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, ιδίως όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως τις 6 Μαρτίου 2018, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεώς του σε σχέση με τις πράξεις του Οκτωβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016.

30      Με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2017, το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για τη διατήρηση σε ισχύ των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων. Απάντησε επίσης στις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο προσφεύγων κατά την προηγούμενη ανταλλαγή επιστολών και του διαβίβασε τις πράξεις του Μαρτίου 2017. Επισήμανε επίσης την προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων πριν από τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την ενδεχόμενη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Δεκεμβρίου 2015, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

32      Στις 9 Μαρτίου 2016, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Αυθημερόν, υπέβαλε επίσης αιτιολογημένη αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ζητώντας να μην περιληφθεί στα έγγραφα της υποθέσεως αυτής στα οποία είχε πρόσβαση το κοινό το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων που επισυνάπτονταν ως παραρτήματα στο δικόγραφο της προσφυγής, καθώς και το περιεχόμενο ενός εγγράφου που επισυναπτόταν ως παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως.

33      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στις 29 Απριλίου 2016.

34      Στις 13 Μαΐου 2016, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων υπέβαλε ένα πρώτο υπόμνημα προσαρμογής προκειμένου να ζητήσει επίσης την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2016, καθόσον τον αφορούσαν.

35      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκε στις 27 Ιουνίου 2016.

36      Στις 5 Ιουλίου 2016, το Συμβούλιο υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με το πρώτο υπόμνημα προσαρμογής.

37      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 11 Ιουλίου 2016.

38      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2016, o προσφεύγων ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

39      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

40      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

41      Με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2017, ο προσφεύγων ζήτησε την αναβολή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που είχε οριστεί για τις 6 Απριλίου 2017. Την 1η Μαρτίου 2017, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε το αίτημα αυτό και αποφάσισε να αναβάλει την επ’ ακροατηρίου συζήτηση για τις 18 Μαΐου 2017.

42      Στις 4 Μαΐου 2017, ο προσφεύγων κατέθεσε δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής, για να ζητήσει την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2017, καθόσον τον αφορούσαν.

43      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2017, το Συμβούλιο ζήτησε, αφενός, την παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεων σχετικά με το δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής και, αφετέρου, ενδεχομένως, την αναβολή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που είχε οριστεί για τις 18 Μαΐου 2017. Στις 10 Μαΐου 2017, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να αναβάλει την επ’ ακροατηρίου συζήτηση για τις 28 Ιουνίου 2017.

44      Στις 14 Ιουνίου 2017, το Συμβούλιο υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με το δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής.

45      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2017, ο προσφεύγων ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσθέσει στη δικογραφία αντίγραφο της αποφάσεως [εμπιστευτικό], της 5ης Μαρτίου 2016, περί αναστολής [εμπιστευτικό].

46      Στις 16 Ιουνίου 2017, το Συμβούλιο υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση, παρόμοια της προμνημονευθείσας στη σκέψη 32 ανωτέρω, ζητώντας να μην περιληφθούν στα έγγραφα της υποθέσεως αυτής στα οποία είχε πρόσβαση το κοινό το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων που επισυνάπτονταν ως παραρτήματα στο δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής και το περιεχόμενο των παρατηρήσεων σχετικά με το υπόμνημα αυτό.

47      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιουνίου 2017, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων, καθόσον αυτά είχαν προσκομισθεί εκπροθέσμως

48      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2017.

49      Κατόπιν της πρώτης και της δεύτερης προσαρμογής του δικογράφου της προσφυγής, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις πράξεις του Οκτωβρίου 2015, του Μαρτίου 2016 και του Μαρτίου 2017, καθόσον τον αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

50      Κατόπιν των διευκρινίσεων που παρασχέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προς απάντηση των ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου 2017 καθόσον αφορούν τον προσφεύγοντα, να κρίνει ότι εξακολουθούν να ισχύουν τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2017/381, έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2017/374·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως των πράξεων του Οκτωβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016, καθόσον αφορούν τον προσφεύγοντα

51      Προς στήριξη της προσφυγής του ακυρώσεως, με το δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από έλλειψη νομικής βάσεως, ο δεύτερος, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο τρίτος, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο τέταρτος, από έλλειψη προσήκουσας αιτιολογίας και, ο πέμπτος, από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος προστασίας της φήμης. Κατά την πρώτη προσαρμογή του δικογράφου της προσφυγής, προέβαλε επίσης, κατά των πράξεων του Μαρτίου 2016, έναν λόγο ακυρώσεως τον οποίο χαρακτήρισε ως νέο και ο οποίος αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει του άρθρου 6 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 και 3 ΣΕΕ, καθώς και βάσει των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

52      Επικουρικώς, ο προσφεύγων προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, προκειμένου να μην εφαρμοστεί, έναντι αυτού, το κριτήριο καταχωρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/143, και στο άρθρο 3 παράγραφος 1, του κανονισμού 208/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/138 (στο εξής: σχετικό κριτήριο), το οποίο, κατά τον προσφεύγοντα, στερείται προσήκουσας νομικής βάσεως ή είναι δυσανάλογο σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκονται από τις επίμαχες πράξεις.

53      Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, εν συνεχεία, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως με τη σειρά που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής, κατόπιν, ο λόγος που προβλήθηκε με την πρώτη προσαρμογή της προσφυγής και, τέλος, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε ο προσφεύγων επικουρικώς.

[παραλειπόμενα]

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

86      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι πληρούνταν το σχετικό κριτήριο, καθόσον τον αφορά. Συναφώς, διατείνεται ότι οι δηλώσεις [εμπιστευτικό], που δέχτηκε το Συμβούλιο χωρίς προηγούμενη εξέταση και χωρίς να λάβει υπόψη τις ανακρίβειες που επισήμανε ο προσφεύγων, δεν αποτελούν επαρκώς βάσιμα στοιχεία για τον σκοπό αυτό, ενώ εναπόκειτο στο Συμβούλιο να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που έγιναν δεκτοί κατά του προσφεύγοντος, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και τα απαλλακτικά στοιχεία που αυτός προσκόμισε. Κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο υποχρεούνταν να διενεργήσει επιπλέον ελέγχους καθώς και να ζητήσει την κοινοποίηση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων από αρχές τρίτων κρατών. Τούτο είναι κατά μείζονα λόγο αληθές καθόσον πρόκειται για την παράταση των περιοριστικών μέτρων. Δεν υπάρχει, εξάλλου, καμία απόδειξη ότι ο προσφεύγων είναι πρόσωπο «που συνδέεται» με οποιονδήποτε τρόπο με τον αδελφό του Andriy Klyuyev, και ότι αυτός είχε ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνος για την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Το γεγονός ότι είναι μέλος της οικογενείας του δεν αρκεί. Εξάλλου, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι το Συμβούλιο τον υπέβαλε σε σειρά περιοριστικών μέτρων ασυνήθιστα σύντομης διάρκειας, γεγονός ενδεικτικό της ανησυχίας του Συμβουλίου όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα που απαιτούνται για τη δικαιολόγηση μέτρων μεγαλύτερης διάρκειας.

87      Καταρχάς, κατά τον προσφεύγοντα, τα έγγραφα της 26ης Ιουνίου και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, όσον αφορά τις πράξεις του Οκτωβρίου 2015, και το έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2015, όσον αφορά τις πράξεις του Μαρτίου 2016, [εμπιστευτικό], είναι τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο και δεν στηρίζονται, με τη σειρά τους, σε άλλα σαφή και συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Το Συμβούλιο εξάλλου ουδόλως απέδειξε ότι τα προβαλλόμενα στα έγγραφα αυτά πραγματικά περιστατικά, [εμπιστευτικό] ενδέχετο να θέσουν σε κίνδυνο το κράτος δικαίου στην Ουκρανία.

88      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, μολονότι η ύπαρξη έρευνας για υπεξαίρεση χρημάτων που διεξάγεται από εθνικές αρχές τρίτου κράτους μπορεί να είναι επαρκής για να πληρούται το κριτήριο καταχωρίσεως, η έρευνα αυτή πρέπει επίσης να εντάσσεται σε δικαστικό πλαίσιο. Συναφώς, [εμπιστευτικό] δεν μπορεί να θεωρηθεί «δικαστική αρχή». Κατά τον προσφεύγοντα, εάν το κριτήριο αυτό ερμηνευόταν κατά τρόπο πιο διασταλτικό, αφενός μεν, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα στερούνταν τις βασικές εγγυήσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή δικαστικής αρχής, αφετέρου δε, τούτο θα ισοδυναμούσε με μεταβίβαση στις ουκρανικές εθνικές αρχές της εξουσίας κατά βούληση επιλογής των προσώπων σε βάρος των οποίων ισχύουν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. [εμπιστευτικό].

89      Ειδικότερα, προκειμένου να αποδείξει ότι το στοιχείο που περιέχεται στο έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, το οποίο δεν διαφέρει από το έγγραφο της 26ης Ιουνίου 2015, ήταν ανεπαρκές, ο προσφεύγων στηρίζεται σε γνωμοδότηση ενός καθηγητή νομικής του Πανεπιστημίου του Κιέβου, κατά τον οποίο οι διώξεις που ασκήθηκαν κατά του προσφεύγοντος δεν είναι αιτιολογημένες. Στηριζόμενος σε άλλη γνωμοδότηση που συνέταξε άλλος καθηγητής νομικής, ο προσφεύγων υποστηρίζει επίσης ότι [εμπιστευτικό] έχει διαπράξει σοβαρές παραβιάσεις των δικονομικών δικαιωμάτων του στο πλαίσιο του [εμπιστευτικό], γεγονός που δεν επιτρέπει, δυνάμει του ουκρανικού κώδικα ποινικής δικονομίας, τον χαρακτηρισμό του ως προσώπου που υπόκειται σε «ποινική διαδικασία». Κατά τον προσφεύγοντα, οι γνωμοδοτήσεις αυτές περιέχουν λεπτομερή και αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να ελεγχθούν ευχερώς από το Συμβούλιο.

90      Περαιτέρω, ο προσφεύγων επισημαίνει διάφορες ανακρίβειες και εσφαλμένες δηλώσεις που διατυπώθηκαν από [εμπιστευτικό], σχετικά με τις έρευνες που τον αφορούν, οι οποίες εγείρουν αμφιβολίες για την αξιοπιστία του. Με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, το Oberlandesgericht Wien (εφετείο περιφέρειας Βιέννης, Αυστρία) επισήμανε, παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος στην Αυστρία, ότι οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν κατ’ αυτού από τις ουκρανικές αρχές δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένες και φαινόταν ότι στηρίζονταν σε υποθέσεις. Τούτο επιβεβαιώθηκε με επιστολή από το γραφείο του εισαγγελέα Βιέννης, της 4ης Απριλίου 2016, στην οποία ανακοινωνόταν η παύση της ποινικής διώξεως εις βάρος του προσφεύγοντος.

91      Εξάλλου, έκθεση όπου παρατίθεται ανεξάρτητη έρευνα για τις εμπορικές δραστηριότητες του προσφεύγοντος και της εταιρίας την οποία αφορά η ποινική διαδικασία καταρρίπτει όλες τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν από [εμπιστευτικό]. Ομοίως, η από 28 Ιουλίου 2014 έκθεση ελέγχου των χρηματοοικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων της εν λόγω εταιρίας, η οποία διενεργήθηκε από τη Δημόσια Υπηρεσία Οικονομικού Ελέγχου (ΔΥΟΕ) της Ουκρανίας για την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2008 και της 17ης Ιουνίου 2014, δεν μνημονεύει καμία παράβαση της νομοθεσίας ή παράτυπη πράξη εκ μέρους της εταιρίας αυτής.

92      Στη συνέχεια, κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη το ότι η νέα Oυκρανική Kυβέρνηση παραβίαζε, συγκεκριμένα, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τούτο δε τόσο όσον αφορά ειδικώς τον προσφεύγοντα όσο και γενικότερα.

93      Όσον αφορά την ειδικότερη κατάστασή του, ο προσφεύγων διατείνεται ότι υπήρξε θύμα πολιτικών διώξεων, καθόσον οι ουκρανικές αρχές κίνησαν εναντίον του αβάσιμες και καταχρηστικές έρευνες, λόγω δε των ερευνών αυτών παραβιάστηκε το δικαίωμά του στο τεκμήριο αθωότητας. Τα έγγραφα [εμπιστευτικό] στα οποία βασίστηκε το Συμβούλιο αποδεικνύουν την παραβίαση αυτή, καθόσον [εμπιστευτικό] οφείλουν επίσης να εφαρμόζουν την αρχή αυτή και να μην κατηγορούν δημοσίως τα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί ποινική διαδικασία, όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

94      Ο προσφεύγων εκθέτει επίσης τα διάφορα στάδια πριν από την απόφαση του Verkhovna Rada (Ουκρανικού Κοινοβουλίου) να άρει την ασυλία του, και, στηριζόμενος, ιδίως, σε γνωμοδότηση άλλου καθηγητή νομικής, υποστηρίζει, αφενός, ότι κάθε στάδιο της διαδικασίας άρσεως της ασυλίας χαρακτηρίστηκε από παρατυπίες και, αφετέρου, ότι η τελική απόφαση ήταν παράνομη.

95      Όσον αφορά τη γενική κατάσταση στην Ουκρανία, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η νέα κυβέρνηση έχει λάβει συγκεκριμένα μέτρα που παρακωλύουν την εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στη χώρα αυτή και υπονομεύουν το κράτος δικαίου. Ειδικότερα, όπως έχει αναγνωρίσει ο Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών υπεύθυνος για την παρακολούθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουκρανία (στο εξής: Ύπατος Αρμοστής), σε έκθεση για την περίοδο μεταξύ της 16ης Φεβρουαρίου και της 15ης Μαΐου 2015, οι Ουκρανοί δικαστές δεν είναι ανεξάρτητοι και υφίστανται απειλές που υπονομεύουν την αμεροληψία τους, ιδίως όσον αφορά τη δίωξη αξιωματούχων της προηγούμενης κυβερνήσεως. Παρόμοιες διαπιστώσεις περιλαμβάνονται σε έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την κατάσταση στην Ουκρανία το 2015. Εξάλλου, απλώς και μόνον το ότι η Ουκρανία είναι μέλος της ΕΣΔΑ δεν αρκεί για να διασφαλίσει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη χώρα αυτή.

96      Επιπλέον, ο προσφεύγων παραπέμπει σε ουκρανικό νόμο του Οκτωβρίου του 2014, γνωστό ως «νόμο περί ελέγχου του πολιτικού παρελθόντος», για την απομάκρυνση από τη διοίκηση ορισμένων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων δικαστών και εισαγγελέων, λόγω της συμπεριφοράς τους κατά το παρελθόν, ιδίως εφόσον ήταν θετικά διακείμενοι υπέρ του πρώην προέδρου Viktor Yanukovych. Οι σοβαρές ανεπάρκειες του νόμου αυτού αναγνωρίστηκαν από την Επιτροπή της Βενετίας, σε προσωρινή γνώμη της 16ης Δεκεμβρίου 2014. Η εν λόγω επιτροπή, με γνωμοδότηση της 23ης Μαρτίου 2015, από κοινού με τη Διεύθυνση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, διατύπωσε επίσης ανησυχίες ως προς την ανεξαρτησία των δικαστών στην Ουκρανία.

97      Όσον αφορά την ύπαρξη συστημικών προβλημάτων εντός [εμπιστευτικό], αυτή επιβεβαιώνεται από την παραίτηση, στις 19 Φεβρουαρίου 2016, του Γενικού Εισαγγελέα Viktor Shokin, κατόπιν πιέσεων που ασκήθηκαν από τον Πρόεδρο Petro Poroshenko, εν μέσω καταγγελιών διαφθοράς, παραίτηση την οποία επιδοκίμασε ιδίως ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

98      Τέλος, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι η υποχρέωση του Συμβουλίου να διενεργήσει αυστηρό, πλήρη και εμπεριστατωμένο έλεγχο και να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε απόφαση για τη λήψη περιοριστικού μέτρου θεμελιώνεται σε επαρκώς βάσιμα στοιχεία, επιβάλλεται ειδικότερα εν προκειμένω, βάσει, αφενός, της προθεσμίας που όρισε το Συμβούλιο για την υποβολή ή την επαλήθευση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων προκειμένου να δικαιολογήσει τη διατήρηση του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο και, αφετέρου, των στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων, τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Συμβουλίου, προκειμένου να επισημάνει τις αδυναμίες των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο.

99      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

100    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τα γενικά κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή περιοριστικών μέτρων, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου που κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη επιτάσσει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί καταχωρίσεως ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου σε κατάλογο προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, να διακριβώνει το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ότι η απόφαση αυτή, η οποία έχει ατομική ισχύ για το πρόσωπο αυτό, στηρίζεται σε επαρκώς βάσιμα στοιχεία. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση της εν λόγω αποφάσεως, ούτως ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να εξετάζεται εάν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται αφεαυτού επαρκής για να στηρίξει την εν λόγω απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Klyuyev κατά Συμβουλίου, T‑340/14, EU:T:2016:496, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

101    Κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να διενεργεί, αυτεπαγγέλτως και συστηματικώς, έρευνες ή να προβαίνει σε ελέγχους προκειμένου να λάβει συμπληρωματικές διευκρινίσεις, όταν ήδη διαθέτει στοιχεία τα οποία έχουν παράσχει οι αρχές τρίτης χώρας ώστε να εκδώσει περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπων που προέρχονται από τη χώρα αυτή και τα οποία διώκονται εκεί δικαστικώς (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 57).

102    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το ΓΓΕ [Γραφείο Γενικού Εισαγγελέα] είναι μία από τις ανώτερες δικαστικές αρχές στην Ουκρανία. Πράγματι, ενεργεί, στο κράτος αυτό, υπό την ιδιότητα της εισαγγελικής αρχής στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και διεξάγει προανακρίσεις στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που αφορούν, μεταξύ άλλων, την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος (βλ., σχετικώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑346/14, EU:T:2016:497, σκέψεις 45 και 111).

103    Βεβαίως, μπορεί να συναχθεί, κατ’ αναλογίαν, από τη νομολογία σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα που εκδίδονται στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας ότι εναπόκειται, εν προκειμένω, στο Συμβούλιο να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία τα αποδεικτικά στοιχεία που του διαβιβάστηκαν από τις ουκρανικές αρχές, [εμπιστευτικό], υπό το πρίσμα, ιδίως, των παρατηρήσεων και των τυχόν απαλλακτικών στοιχείων που προέβαλε ο προσφεύγων. Εξάλλου, στο πλαίσιο της λήψεως περιοριστικών μέτρων, το Συμβούλιο υποχρεούται να τηρεί την αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο συνδέεται, κατά πάγια νομολογία, με την υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Εντούτοις, όπως προκύπτει επίσης από τη νομολογία, για να εκτιμηθεί το είδος, ο τρόπος και ο βαθμός της αποδείξεως που μπορεί να απαιτηθεί από το Συμβούλιο, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση και το ειδικό περιεχόμενο των περιοριστικών μέτρων καθώς και ο σκοπός τους (βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της αποφάσεως 2014/119, η απόφαση αυτή εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο πολιτικής της Ένωσης με σκοπό την παροχή στηρίξεως στις ουκρανικές αρχές προκειμένου να ενισχυθεί η πολιτική σταθερότητα στην Ουκρανία. Ανταποκρίνεται συνεπώς στους στόχους της ΚΕΠΠΑ που ορίζονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ, δυνάμει του οποίου η Ένωση θέτει σε εφαρμογή πολιτική διεθνούς συνεργασίας για την εδραίωση και στήριξη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αρχών του διεθνούς δικαίου (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Εντός αυτού ακριβώς του πλαισίου τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα προβλέπουν τη δέσμευση κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων των προσώπων, ιδίως, που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος. Πράγματι, η διευκόλυνση της ανακτήσεως των κεφαλαίων αυτών ενισχύει και στηρίζει το κράτος δικαίου στην Ουκρανία (βλ. σκέψεις 76 έως 80 ανωτέρω).

107    Επομένως, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν αποβλέπουν στην επιβολή κυρώσεως για τις παράνομες πράξεις που υποστηρίζεται ότι τέλεσαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ούτε στη διά καταναγκασμού αποτροπή τους από την τέλεση τέτοιων πράξεων. Μόνος σκοπός των μέτρων αυτών είναι να διευκολύνουν τις ουκρανικές αρχές κατά τη διαπίστωση πράξεων υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος και να διασφαλίσουν τη δυνατότητα ανακτήσεως από τις αρχές αυτές του προϊόντος των υπεξαιρέσεων αυτών. Συνεπώς, τα μέτρα αυτά είναι αμιγώς προληπτικής φύσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

108    Στο πλαίσιο αυτό, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, τα οποία εκδόθηκαν από το Συμβούλιο βάσει των εξουσιών που του έχουν ανατεθεί με τα άρθρα 21 και 29 ΣΕΕ, δεν έχουν ποινική χροιά. Δεν μπορούν, επομένως, να εξομοιωθούν με απόφαση δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων εκδοθείσα από εθνική δικαστική αρχή κράτους μέλους η οποία λαμβάνεται στο πλαίσιο της εφαρμοστέας ποινικής διαδικασίας, τηρουμένων των εγγυήσεων που προβλέπει η διαδικασία αυτή. Ως εκ τούτου, οι υποχρεώσεις που υπέχει το Συμβούλιο όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η καταχώριση του ονόματος προσώπου στον κατάλογο των προσώπων κατά των οποίων ισχύει η εν λόγω δέσμευση περιουσιακών στοιχείων δεν μπορούν να είναι πανομοιότυπα εκείνων που υπέχει η εθνική δικαστική αρχή στην ανωτέρω περίπτωση (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Εν προκειμένω, επιβάλλεται να ελέγξει το Συμβούλιο, αφενός, τον βαθμό στον οποίο τα έγγραφα [εμπιστευτικό] στα οποία στηρίχθηκε καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση ότι, όπως αναφέρεται στην προμνησθείσα, στις σκέψεις 18 και 20 ανωτέρω, αιτιολογία εγγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος στον επίμαχο κατάλογο, ο προσφεύγων ερευνάται ή διώκεται ποινικώς από τις ουκρανικές αρχές ιδίως για πράξεις σχετιζόμενες με υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος και, αφετέρου, εάν βάσει των ερευνών και των διαδικασιών αυτών είναι δυνατό να χαρακτηριστούν οι ενέργειες του προσφεύγοντος σύμφωνα με το σχετικό κριτήριο. Μόνον εάν οι έλεγχοι αυτοί δεν καταλήξουν σε ασφαλή πορίσματα, υπό το πρίσμα της νομολογιακής αρχής που υπομνήσθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω, θα εναπόκειτο στο Συμβούλιο να διενεργήσει επιπλέον ελέγχους (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

110    Εξάλλου, στο πλαίσιο της συνεργασίας που διέπεται από τις επίμαχες πράξεις (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω), δεν εναπόκειται, καταρχήν, στο Συμβούλιο να εξετάζει και να εκτιμά το ίδιο την ακρίβεια και τη σημασία των στοιχείων στα οποία στηρίζονται οι ουκρανικές αρχές για να κινήσουν και να διεξαγάγουν ποινικές διαδικασίες κατά του προσφεύγοντος για πράξεις που χαρακτηρίζονταν ως υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Πράγματι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 107 ανωτέρω, με την έκδοση των επίμαχων πράξεων, το Συμβούλιο δεν επιδιώκει να επιβάλει το ίδιο κυρώσεις για τις πράξεις υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ως προς τις οποίες διεξάγουν έρευνες οι ουκρανικές αρχές, αλλά να διασφαλίσει τη δυνατότητα διαπιστώσεως των εν λόγω υπεξαιρέσεων από τις αρχές αυτές με παράλληλη ανάκτηση του προϊόντος τους. Σε αυτές τις αρχές εναπόκειται, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών, να ελέγξουν τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται και, ενδεχομένως, να συναγάγουν εξ αυτών τα προσήκοντα συμπεράσματα όσον αφορά την περάτωση των διαδικασιών αυτών. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 108 ανωτέρω, οι υποχρεώσεις του Συμβουλίου στο πλαίσιο των επίμαχων πράξεων δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις υποχρεώσεις εθνικής δικαστικής αρχής κράτους μέλους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας περί δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, η οποία έχει κινηθεί ιδίως στο πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 66).

111    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία από την οποία προκύπτει ότι δεν εναπόκειται στο Συμβούλιο να διακριβώσει το βάσιμο των ερευνών εις βάρος του οικείου προσώπου, αλλά μόνον το βάσιμο της αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που υπέβαλαν οι εθνικές αρχές (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑220/14 P, EU:C:2015:147, σκέψη 77).

112    Βεβαίως, το Συμβούλιο δεν μπορεί να υιοθετεί, υπό οιεσδήποτε περιστάσεις, τις διαπιστώσεις των ουκρανικών δικαστικών αρχών που περιλαμβάνονται στα διαβιβασθέντα από αυτές έγγραφα. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν θα ήταν σύμφωνη με την αρχή της χρηστής διοικήσεως ούτε, εν γένει, με την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, δυνάμει της συνδυασμένης εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 67).

113    Ωστόσο, εναπόκειται στο Συμβούλιο να εκτιμήσει, αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, την ανάγκη διενέργειας επιπλέον ελέγχων, ιδίως δε να ζητήσει από τις ουκρανικές αρχές να του κοινοποιήσουν επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία εφόσον τα ήδη προσκομισθέντα αποδεικνύονται ανεπαρκή ή ενέχουν αντιφάσεις. Πράγματι, δεν αποκλείεται τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιηθεί στο Συμβούλιο, είτε από τις ίδιες τις ουκρανικές αρχές είτε με άλλον τρόπο, να εγείρουν σε αυτό αμφιβολίες ως προς τον επαρκή χαρακτήρα των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν ήδη προσκομίσει οι αρχές αυτές. Εξάλλου, στο πλαίσιο της δυνατότητας η οποία πρέπει να παρέχεται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για υποβολή παρατηρήσεων ως προς τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο προτίθεται να διατηρήσει το όνομά τους στον επίμαχο κατάλογο, τα πρόσωπα αυτά δύνανται να προσκομίζουν τέτοια στοιχεία, ενδεχομένως δε και απαλλακτικά, οπότε καθίσταται αναγκαία η διενέργεια από το Συμβούλιο επιπλέον ελέγχων. Ειδικότερα, μολονότι δεν εναπόκειται στο Συμβούλιο να υποκαταστήσει τις ουκρανικές δικαστικές αρχές κατά την εκτίμηση του βασίμου των ποινικών διαδικασιών που μνημονεύονται στα έγγραφα [εμπιστευτικό], δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος, το θεσμικό όργανο αυτό να υποχρεούται να ζητήσει από τις ουκρανικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με τα στοιχεία στα οποία βασίζονται οι εν λόγω διαδικασίες (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 68).

114    Εν προκειμένω, πρέπει, προκαταρκτικώς, να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο [εμπιστευτικό] μνημονεύουν ποινικές διαδικασίες που αφορούν τον προσφεύγοντα, για τις οποίες διευκρινίζονται, εν γένει, η ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας, ο αριθμός καταχωρίσεώς της και τα άρθρα του ουκρανικού ποινικού κώδικα που φέρεται ότι παραβιάστηκαν.

115    Οι κύριες αιτιάσεις του προσφεύγοντος αφορούν το γεγονός ότι τα έγγραφα [εμπιστευτικό] της 26ης Ιουνίου, της 3ης Σεπτεμβρίου και της 1ης Δεκεμβρίου 2015 δεν περιέχουν επαρκείς ή αρκούντως ακριβείς πληροφορίες.

116    Συναφώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το έγγραφο [εμπιστευτικό] της 26ης Ιουνίου 2015 –που είναι ένα από τα κύρια αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίστηκε το Συμβούλιο για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, κατά την έκδοση των πράξεων του Οκτωβρίου 2015– περιέχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        [εμπιστευτικό]

–        [εμπιστευτικό]

117    Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι το έγγραφο [εμπιστευτικό] της 3ης Σεπτεμβρίου 2015 –που είναι το έτερο αποδεικτικό στοιχείο στο οποίο βασίστηκε το Συμβούλιο για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, κατά την έκδοση των πράξεων του Οκτωβρίου 2015– περιέχει παρόμοιες πληροφορίες και αναφέρει επίσης ότι [εμπιστευτικό] (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω).

118    Τρίτον, το έγγραφο [εμπιστευτικό] της 1ης Δεκεμβρίου 2015 –το οποίο είναι το κύριο αποδεικτικό στοιχείο στο οποίο βασίστηκε το Συμβούλιο για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, κατά την έκδοση των πράξεων του Μαρτίου 2016–, πέραν του ότι επιβεβαιώνει τις πληροφορίες που περιέχονται στο έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, αναφέρεται για πρώτη φορά, όσον αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά, στην παράβαση του άρθρου [εμπιστευτικό] του ουκρανικού ποινικού κώδικα [εμπιστευτικό].

119    Επομένως, τα έγγραφα [εμπιστευτικό] που μνημονεύονται στις σκέψεις 115 έως 118 ανωτέρω περιλαμβάνουν πληροφορίες που καθιστούν σαφές, αφενός, ότι κατά του προσφεύγοντος έχει κινηθεί έρευνα που αφορά, μεταξύ άλλων, την παράβαση του άρθρου [εμπιστευτικό] του ουκρανικού ποινικού κώδικα, το οποίο τιμωρεί την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, και, αφετέρου, ότι [εμπιστευτικό]. Μολονότι η ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που είχαν ως αποτέλεσμα αυτές τις παραβάσεις είναι συνοπτική και δεν περιγράφει λεπτομερώς τους μηχανισμούς βάσει των οποίων ο προσφεύγων είναι ύποπτος για υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος, όπως προκύπτει αρκούντως σαφώς από τα έγγραφα αυτά, τα προσαπτόμενα στον προσφεύγοντα πραγματικά περιστατικά αφορούν την υπεξαίρεση [εμπιστευτικό]. Πάντως, τέτοιες συμπεριφορές ενδέχεται να προκάλεσαν την απώλεια κεφαλαίων για το ουκρανικό Δημόσιο και εμπίπτουν συνεπώς στην έννοια της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, κατά το σχετικό κριτήριο.

120    Συναφώς, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το σχετικό κριτήριο δεν πληρούται καθόσον το όνομά του καταχωρίσθηκε στον κατάλογο όχι βάσει διώξεων ή ενδίκων διαδικασιών αλλά βάσει προκαταρκτικής έρευνας, πρέπει να επισημανθεί ότι θα υπονομευόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα μιας αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων εάν η έκδοση περιοριστικών μέτρων τελούσε υπό την προϋπόθεση της εκδόσεως καταδικαστικών αποφάσεων κατά των προσώπων που είναι ύποπτα για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, εφόσον τα πρόσωπα αυτά θα είχαν στη διάθεσή τους κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου να μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε κράτη τα οποία ουδόλως συνεργάζονται με τις αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑220/14 P, EU:C:2015:147, σκέψη 71). Εξάλλου, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι κατά του εν λόγω προσώπου έχουν κινηθεί, όπως εν προκειμένω, έρευνες, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, από τις ουκρανικές δικαστικές αρχές, για πράξεις υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, το ακριβές στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο δυνάμενο να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό του από την κατηγορία των θιγομένων προσώπων (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Ben Ali κατά Συμβουλίου, T‑200/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:216, σκέψη 124).

121    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 120 ανωτέρω και στη διακριτική ευχέρεια που έχουν στη διάθεσή τους οι δικαστικές αρχές τρίτου κράτους κατά τους όρους ασκήσεως της ποινικής διώξεως, το γεγονός ότι κατά του προσφεύγοντος έχει κινηθεί προκαταρκτική έρευνα [εμπιστευτικό] δεν αρκεί, αφεαυτού, για να διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας των επίμαχων πράξεων, οφειλόμενη στο ότι, υπό τέτοιες συνθήκες, το Συμβούλιο θα έπρεπε να απαιτήσει τη διενέργεια επιπλέον ελέγχων εκ μέρους των ουκρανικών αρχών σχετικά με τις πράξεις που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο, δεδομένου ότι, όπως θα διευκρινιστεί κατωτέρω, ο προσφεύγων δεν προέβαλε στοιχεία δυνάμενα να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αιτιολογία που αναφέρεται από τις ουκρανικές αρχές για τη θεμελίωση των κατηγοριών εναντίον του όσον αφορά πολύ συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή δυνάμενα να καταδείξουν ότι η ιδιαίτερη κατάστασή του θα μπορούσε να θιγεί από τα προβαλλόμενα προβλήματα του ουκρανικού δικαστικού συστήματος. Συναφώς, το γεγονός ότι Ουκρανός Γενικός Εισαγγελέας παραιτήθηκε κατόπιν κατηγοριών περί διαφθοράς δεν ασκεί, κατά τα λοιπά, επιρροή στην αξιοπιστία [εμπιστευτικό].

122    Επομένως, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφασίζοντας τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, με τις πράξεις του Οκτωβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016, βάσει των στοιχείων που περιέχονται στα έγγραφα [εμπιστευτικό] της 26ης Ιουνίου, της 3ης Σεπτεμβρίου και της 1ης Δεκεμβρίου 2015, όσον αφορά ιδίως τα πραγματικά περιστατικά της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος που δικαιολογούσαν, [εμπιστευτικό], την ύπαρξη έρευνας κατά του προσφεύγοντος. Συναφώς, η αιτίαση του προσφεύγοντος που αντλείται από τη φερόμενη έλλειψη αποδείξεως ως προς το ότι ήταν πρόσωπο «που συνδέεται» με τον αδελφό του, Andriy Klyuyev, είναι επίσης αλυσιτελής. Πράγματι, το όνομα του προσφεύγοντος δεν καταχωρίσθηκε στον κατάλογο αποκλειστικά λόγω των οικογενειακών δεσμών με τον αδελφό του, αλλά επίσης λόγω της ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε από τις ουκρανικές αρχές σχετικά με την προσωπική του συμμετοχή σε πράξεις που χαρακτηρίζονταν ως υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

123    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα απαλλακτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων ή από τα άλλα επιχειρήματα που προέβαλε.

124    Όσον αφορά, πρώτον, τις γνωμοδοτήσεις που επισύναψε ο προσφεύγων στο δικόγραφο της προσφυγής του, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η ακρίβεια των στοιχείων που περιέχει και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του και να εξετάζεται κατά πόσον το έγγραφο φαίνεται, εκ του περιεχομένου του, εύλογο και αξιόπιστο (βλ., σχετικώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 161 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί, όπως το πράττει το Συμβούλιο, ότι οι γνωμοδοτήσεις συντάχθηκαν για την άμυνα του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, έχουν περιορισμένη μόνον αποδεικτική αξία. Σε κάθε περίπτωση, δεν δύνανται να θέσουν εν αμφιβόλω το [εμπιστευτικό] ότι κατά του προσφεύγοντος έχει κινηθεί προκαταρκτική έρευνα για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Πράγματι, οι γνωμοδοτήσεις αυτές αφορούν, κατ’ ουσίαν, ζητήματα σχετικά με το βάσιμο της έρευνας αυτής, η οποία πρέπει να εκτιμάται, καταρχήν, από τις ουκρανικές αρχές.

125    Δεύτερον, όσον αφορά την απόφαση του Oberlandesgericht Wien (εφετείου περιφέρειας Βιέννης), διαπιστώνεται, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, ότι δεν αφορούσε εθνικά μέτρα περί δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, αλλά διάταξη εκδοθείσα από την εισαγγελία της Βιέννης, στις 26 Ιουλίου 2014, σχετικά με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών για λογαριασμούς και τραπεζικές συναλλαγές, στο πλαίσιο έρευνας που διεξήχθη έναντι μεγάλου αριθμού προσώπων, μεταξύ των οποίων ο προσφεύγων, τα οποία ήταν ύποπτα για κακουργήματα ή πλημμελήματα νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά την έννοια της ποινικής νομοθεσίας της Αυστρίας και του νόμου περί επιβολής κυρώσεων. Η απόφαση αυτή, που αφορά αξιόποινες πράξεις διαφορετικές από εκείνες βάσει των οποίων επιβλήθηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, εξετάζει μόνον παρεμπιπτόντως τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας [εμπιστευτικό]. Επομένως, μια τέτοια απόφαση, καίτοι εκδοθείσα από δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους, δεν θα μπορούσε να εγείρει εύλογα ερωτήματα σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας ή την αξιοπιστία των στοιχείων που διαβιβάστηκαν [εμπιστευτικό]. Όσον αφορά την απόφαση της εισαγγελίας Βιέννης, της 4ης Απριλίου 2016, σχετικά με την παύση της ποινικής διώξεως εις βάρος του προσφεύγοντος, αρκεί να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή δεν ασκεί καμία επιρροή, καθόσον είναι μεταγενέστερη των πράξεων του Μαρτίου 2016. Πράγματι, η νομιμότητα αποφάσεως περί δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του το Συμβούλιο κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της (απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Trabelsi κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑187/11, EU:T:2013:273, σκέψη 115).

126    Τρίτον, όσον αφορά, αφενός, την έκθεση ελέγχου, η οποία καταρτίσθηκε κατόπιν αιτήσεως της ΔΥΟΕ, [εμπιστευτικό], της 28ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις χρηματοοικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες της PJSC Semiconductor Plant, [εμπιστευτικό], και, αφετέρου, την έκθεση κατόπιν ανεξάρτητης έρευνας σχετικά με τις συναφείς εμπορικές δραστηριότητες του προσφεύγοντος και της εταιρίας αυτής, της 16ης Οκτωβρίου 2014, συνταχθείσα από ομάδα ανεξάρτητων ερευνητών και δικηγόρων (στο εξής: έκθεση Pepper Hamilton), πρέπει να επισημανθεί ότι ο προσφεύγων παρέλειψε να διευκρινίσει κατά ποίον τρόπο οι δύο αυτές εκθέσεις θα μπορούσαν να αντικρούσουν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο [εμπιστευτικό], λαμβανομένου υπόψη ότι τόσο η έκθεση σχετικά με τις εμπορικές δραστηριότητες του προσφεύγοντος και της εταιρίας της οποίας είναι μέτοχος όσο και η έκθεση ελέγχου σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα της εταιρίας αυτής δεν περιλαμβάνουν κατ’ ανάγκην στοιχεία σχετικά με υφιστάμενη υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. [εμπιστευτικό]. Αφετέρου, όσον αφορά την έκθεση Pepper Hamilton, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, ότι καταρτίστηκε αιτήσει εταιρίας που κατείχε ο προσφεύγων και ο αδελφός του και απευθύνεται στην εν λόγω εταιρία και ότι, για τον λόγο αυτό, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 124 ανωτέρω, έχει περιορισμένη μόνον αποδεικτική αξία.

127    Επομένως, τα απαλλακτικά στοιχεία αυτά δεν μπορούν, αφεαυτών, να δικαιολογήσουν τη διενέργεια επιπλέον ελέγχων από το Συμβούλιο.

128    Τέταρτον, όσον αφορά τις προβαλλόμενες παρατυπίες με τις οποίες βαρύνεται η απόφαση του Verkhovna Rada (Ουκρανικού Κοινοβουλίου) να άρει την ασυλία του προσφεύγοντος, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της διατηρήσεως του ονόματός του στον κατάλογο, καθόσον η άρση της βουλευτικής ασυλίας δεν συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση περιοριστικού μέτρου έναντι φυσικού προσώπου και ότι κάθε παρατυπία του τύπου αυτού πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο του ουκρανικού συστήματος.

129    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι δεν γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα ότι ερευνάται ως ύποπτος σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον ουκρανικό κώδικα ποινικής δικονομίας, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων στηρίζεται μόνον στη γνωμοδότηση ενός καθηγητή νομικής. Ανεξαρτήτως όμως του ότι μια τέτοια γνωμοδότηση έχει, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 124 ανωτέρω, περιορισμένη αποδεικτική ισχύ, όπως προκύπτει από τη γνωμοδότηση αυτή, και όπως επιβεβαιώνει άλλωστε ο προσφεύγων στα δικόγραφά του, η ειδοποίηση ότι θεωρείται ύποπτος ενέχει τυπικής μόνον φύσεως παρατυπίες.

130    Αν γίνει δεκτό ότι η ειδοποίηση αυτή είναι όντως παράτυπη, εάν έχει ως αποτέλεσμα ότι [εμπιστευτικό] πρέπει να προβεί σε νέα νομότυπη ειδοποίηση, τούτο δεν συνεπάγεται ότι δεν συνεχίζει να υφίσταται η ποινική διαδικασία την οποία αφορά η ειδοποίηση αυτή.

131    Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, λόγω τυπικής πλημμέλειας που επηρεάζει το κύρος της έγγραφης ειδοποιήσεως περί έρευνας εις βάρος υπόπτου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ύποπτος κατά την έννοια του άρθρου 42 του ουκρανικού κώδικα ποινικής δικονομίας, δεν συνάγεται εξ αυτού ότι κατά του εν λόγω προσώπου δεν έχει κινηθεί έρευνα κατά την έννοια του κρίσιμου κριτηρίου. Πράγματι, το γεγονός ότι, λόγω παράτυπης ειδοποιήσεως, [εμπιστευτικό] πρέπει να προβεί σε νέα δεν επηρεάζει το ότι το εν λόγω όργανο έκρινε ότι διαθέτει επαρκή στοιχεία για να διατηρεί την υπόνοια ότι ο προσφεύγων τέλεσε υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

132    Συνεπώς, η αιτίαση του προσφεύγοντος σχετικά με τυπικές παρατυπίες που επηρεάζουν το κύρος της έγγραφης ειδοποιήσεως περί του ότι θεωρείται ύποπτος είναι αλυσιτελής.

133    Έκτον, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας που τέλεσε ιδίως [εμπιστευτικό], πρέπει να επισημανθεί ότι ο προσφεύγων απλώς προβάλλει ότι οι ουκρανικές αρχές τον χαρακτήρισαν ένοχο για τις παραβάσεις που του προσάπτονται, ενώ η ενοχή του δεν διαπιστώθηκε από δικαστήριο.

134    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά κάποιες ατυχείς διατυπώσεις, τα έγγραφα [εμπιστευτικό] αναφέρονται πάντα σε εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες εις βάρος του προσφεύγοντος, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι [εμπιστευτικό] ο προσφεύγων είναι ύποπτος μόνον για την τέλεση των επίμαχων παραβάσεων και ότι μπορεί να θεωρηθεί ένοχος μόνον εάν οι επίμαχες ποινικές διαδικασίες καταλήξουν σε καταδίκη, για την οποία αποφαίνεται δικαστήριο. Συνεπώς, εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, οι δηλώσεις που περιλαμβάνονται [εμπιστευτικό] δεν παραβιάζουν την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι δηλώσεις αυτές παραβιάζουν την εν λόγω αρχή, αρκεί να σημειωθεί ότι δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα, πολλώ δε μάλλον το υποστατό, των ποινικών διαδικασιών βάσει των οποίων έκρινε το Συμβούλιο ότι ο προσφεύγων πληρούσε το σχετικό κριτήριο, ούτε δικαιολογούν την εκ μέρους του Συμβουλίου αναζήτηση συμπληρωματικών πληροφοριών [εμπιστευτικό].

135    Έβδομον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η νέα κυβέρνηση της Ουκρανίας παραβιάζει η ίδια το κράτος δικαίου, πρέπει να σημειωθεί, προκαταρκτικώς, ότι η Ουκρανία αποτελεί κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 1995 και έχει κυρώσει την ΕΣΔΑ. Επιπλέον, το νέο ουκρανικό καθεστώς έχει αναγνωριστεί ως νόμιμο από την Ένωση καθώς και από τη διεθνή κοινότητα (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Klyuyev κατά Συμβουλίου, T‑340/14, EU:T:2016:496, σκέψη 93).

136    Αυτές οι περιστάσεις δεν αρκούν, αφεαυτών, για να διασφαλιστεί ότι το νέο ουκρανικό καθεστώς σέβεται σε κάθε περίπτωση το κράτος δικαίου.

137    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, εναπόκειται στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των περιοριστικών μέτρων, να αναγνωρίσει στο Συμβούλιο ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των γενικών κριτηρίων που οριοθετούν τον κύκλο των προσώπων κατά των οποίων μπορούν να επιβληθούν τέτοια μέτρα (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 120, και της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψη 41).

138    Ως εκ τούτου, καταρχήν, ο προσφεύγων δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πολιτική επιλογή του Συμβουλίου να στηρίξει το νέο ουκρανικό καθεστώς χωρίς να προσκομίσει αδιάσειστες αποδείξεις περί παραβιάσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τις νέες ουκρανικές αρχές.

139    Μολονότι περιέχουν επικρίσεις και παράλληλα επισημαίνουν ορισμένες αδυναμίες στη λειτουργία των ουκρανικών οργάνων, ιδίως των δικαστικών, τα στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων δεν καθιστούν, εντούτοις, δυνατό να γίνει δεκτό ότι η Ένωση δεν μπορεί να στηρίζει το νέο καθεστώς.

140    Συναφώς, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι αναφερθείσες στα έγγραφα που επικαλέστηκε ο προσφεύγων πλημμέλειες φαίνεται να έχουν αρθεί σε σημαντικό βαθμό λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που παρέθεσε το Συμβούλιο στα υπομνήματά του και προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα οποία αναφέρουν πολλές βελτιώσεις που εισήγαγε το νέο καθεστώς.

141    Πράγματι, όσον αφορά την παρακολούθηση του «νόμου περί ελέγχου του πολιτικού παρελθόντος» από την Επιτροπή της Βενετίας,διαπιστώνεται ότι η γνώμη της 16ης Δεκεμβρίου 2014, που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, αποτελεί απλώς προσωρινή γνώμη της εν λόγω επιτροπής, δεδομένου ότι δεν είχε πρόσβαση, μέσω των ουκρανικών αρχών, σε όλες τις αναγκαίες για την έρευνά της πληροφορίες. Εντούτοις, καθόσον οι αρχές αυτές έχουν ξεκινήσει εποικοδομητικό διάλογο με σκοπό τη βελτίωση του «νόμου περί ελέγχου του πολιτικού παρελθόντος» και έχουν, έκτοτε, επιτρέψει την πρόσβαση στο αναγκαίο υλικό προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή της Βενετίας να ασκήσει το καθήκον παρακολουθήσεως, η εν λόγω επιτροπή εξέδωσε τελική γνώμη σχετικά με τον νόμο αυτόν της 19ης Ιουνίου 2015. Η εν λόγω γνώμη αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκε πολλές φορές ανταλλαγή απόψεων και ότι οι ουκρανικές αρχές πρότειναν τροποποιήσεις του «νόμου περί ελέγχου του πολιτικού παρελθόντος». Η Επιτροπή της Βενετίας θεωρεί θεμιτούς τους σκοπούς του εν λόγω νόμου, οι οποίοι συνίστανται στην προστασία της κοινωνίας έναντι των ατόμων που μπορούν να αποτελέσουν απειλή για το νέο δημοκρατικό καθεστώς καθώς και στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Μολονότι η Επιτροπή της Βενετίας επισημαίνει ορισμένα σημεία προς βελτίωση και παρακολούθηση, υπογραμμίζει, επίσης, τις βελτιώσεις που ήδη έγιναν στον νόμο, ιδίως κατόπιν της εκδόσεως της προσωρινής της γνώμης.

142    Όσον αφορά τις εκθέσεις του Ύπατου Αρμοστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ουκρανία, μολονότι η έκθεση που αφορά την περίοδο μεταξύ της 16ης Φεβρουαρίου και της 15ης Μαΐου 2015, στο απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει ο προσφεύγων, εκφράζει ανησυχία όσον αφορά τις απειλές που αντιμετωπίζουν ορισμένοι Ουκρανοί δικαστές, πρέπει να διευκρινιστεί, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, ότι το απόσπασμα αυτό αφορά μόνο την περιοχή της ανατολικής Ουκρανίας, στην οποία σημειώνονται συγκρούσεις με τους υπέρμαχους της απόσχισης της περιοχής από τη χώρα και όπου οι απειλές προέρχονται από πολιτικούς ακτιβιστές που υποστηρίζουν την ενότητα της Ουκρανίας. Η εν λόγω έκθεση αναφέρεται επίσης στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος το οποίο, καίτοι ατελές, «διαθέτει θετικά στοιχεία». Επιπλέον, οι μεταγενέστερες εκθέσεις που αφορούν το έτος 2015 και τις αρχές του έτους 2016 κάνουν λόγο για συνεχείς βελτιώσεις όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως με την εκπόνηση και έγκριση, στις 23 Νοεμβρίου 2015, της πρώτης εθνικής στρατηγικής για τα δικαιώματα αυτά, κατόπιν των συστάσεων που απηύθυνε ο Ύπατος Αρμοστής, καθώς και των συστάσεων της Επιτροπής της Βενετίας, σε διάφορους τομείς. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στην έκθεση του Ύπατου Αρμοστή για την περίοδο μεταξύ της 16ης Φεβρουαρίου και της 16ης Μαΐου 2016, η Ουκρανική Κυβέρνηση έχει συστήσει επισήμως εθνική υπηρεσία ερευνών, αρμόδια για τη διερεύνηση της τελέσεως αξιόποινων πράξεων από κυβερνητικούς αξιωματούχους, μέλη των αρχών επιβολής του νόμου, δικαστές, μέλη της εθνικής υπηρεσίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της ειδικής υπηρεσίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς εντός του ΓΓΕ.

143    Πάντως, μολονότι η πρόοδος αυτή δεν συνεπάγεται ότι το ουκρανικό σύστημα δεν παρουσιάζει ελλείψεις όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γεγονός παραμένει ότι το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω), δεν μπορεί, υπό τις συνθήκες αυτές, να κρίνει ως προδήλως εσφαλμένη την πολιτική επιλογή του Συμβουλίου να στηρίξει το νέο ουκρανικό καθεστώς λαμβάνοντας περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται, ιδίως, σε βάρος αξιωματούχων του προηγούμενου καθεστώτος κατά των οποίων έχουν κινηθεί ποινικές διαδικασίες για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

144    Όγδοον, όσον αφορά την πολιτική δίωξη της οποίας ο προσφεύγων διατείνεται ότι αποτελεί στόχο και η οποία είναι η αιτία των ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν εις βάρος του, πρέπει να επισημανθεί ότι ο προσφεύγων απλώς προβάλλει αιτιάσεις που δεν αρκούν για να κλονίσουν την πιθανολόγηση της βασιμότητας των στοιχείων, [εμπιστευτικό], σχετικά με τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εις βάρος του όσον αφορά συγκεκριμένες πράξεις υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, ούτε για να αποδειχθεί ότι η ειδική κατάσταση του προσφεύγοντος επηρεάστηκε από τα προβλήματα σχετικά με τη λειτουργία του ουκρανικού δικαστικού συστήματος κατά τη διάρκεια των διαδικασιών που τον αφορούν (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑346/14, EU:T:2016:497, σκέψεις 113 και 114).

145    Ένατον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος για τη μακρά προθεσμία που διέθετε το Συμβούλιο για τη διενέργεια αυστηρού και πλήρους ελέγχου των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίστηκε, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, το Συμβούλιο εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπείχε. Πάντως, το περιεχόμενο των υποχρεώσεων αυτών δεν καθορίζεται από τον χρόνο που διαθέτει το Συμβούλιο.

146    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου του 2017, καθόσον αφορούν τον προσφεύγοντα

216    Με το δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής, ο προσφεύγων ζήτησε τη διεύρυνση του αντικειμένου της προσφυγής του ακυρώσεως ώστε τα αιτήματά της να καλύπτουν και την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2017, καθόσον τον αφορούν.

217    Προς στήριξη των αιτημάτων του ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως, ήτοι τους πέντε λόγους που επικαλέστηκε στο δικόγραφο της προσφυγής του, προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως των πράξεων του Οκτωβρίου 2015 (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω), πλέον ενός νέου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε στο πλαίσιο του πρώτου υπομνήματός του προσαρμογής, προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου 2016 (βλ. σκέψη 192ανωτέρω).

218    Κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί, καταρχάς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

219    Αφού υπενθύμισε ότι ο λόγος για τη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο ήταν πανομοιότυπος με τον λόγο που παρετίθετο στις πράξεις του Οκτωβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016 και ότι, με το έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2017 που δικαιολογούσε την παράταση της καταχωρίσεως, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι βασίστηκε μόνο σε [εμπιστευτικό], ο προσφεύγων επισημαίνει ότι [εμπιστευτικό] δεν πληρούσε τα κριτήρια καταχωρίσεως για δύο λόγους.

220    Πρώτον, έναντι του προσφεύγοντος έχει διαταχθεί μόνο προκαταρκτική έρευνα, γεγονός που δεν αρκεί για να πληρούται το κρίσιμο κριτήριο. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια έρευνα θα ήταν παράνομη, δεδομένου ότι καμία έγγραφη ειδοποίηση περί του ότι ερευνάται ως ύποπτος δεν επιδόθηκε ποτέ νομοτύπως στον προσφεύγοντα σε [εμπιστευτικό]. Κατά την ημερομηνία παρατάσεως της καταχωρίσεως, δεν υπήρχε καμία υπό εξέλιξη προκαταρκτική έρευνα έναντι του προσφεύγοντος, εφόσον η έρευνα στην εν λόγω διαδικασία είχε τυπικώς ανασταλεί από τις 5 Οκτωβρίου 2015. [εμπιστευτικό]. Επιπλέον, οι πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα [εμπιστευτικό] δεν είναι αξιόπιστες. Αφενός, το έγγραφο [εμπιστευτικό] της 25ης Ιουλίου 2016 αναφέρει ότι [εμπιστευτικό], ενώ η εισαγγελία της Αυστρίας, όπως και τα αυστριακά δικαστήρια, αρνήθηκε να κατάσχει τα περιουσιακά στοιχεία του προσφεύγοντος, γεγονός για το οποίο [εμπιστευτικό] είχε πλήρη γνώση και το Συμβούλιο είχε ενημερωθεί. Αφετέρου, το έγγραφο [εμπιστευτικό] της 16ης Νοεμβρίου 2016 δεν αναφέρει τίποτα ως προς [εμπιστευτικό]. Σε κάθε περίπτωση, η προβαλλόμενη ύπαρξη [εμπιστευτικό] στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας σε [εμπιστευτικό] δεν δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι η έρευνα αυτή ανεστάλη από τις 5 Οκτωβρίου 2015.

221    Δεύτερον, τα έγγραφα [εμπιστευτικό] της 25ης Ιουλίου και της 16ης Νοεμβρίου 2016, στα οποία φέρεται να στήριξε το Συμβούλιο την απόφασή του να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο, δεν στηρίζονται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δεν παρέχουν επαρκείς διευκρινίσεις σχετικά με τις πράξεις που καλύπτονται από την έρευνα και τη φερόμενη προσωπική ευθύνη του προσφεύγοντος. Επιπλέον, είναι ουσιωδώς ανακριβή. Ειδικότερα, είναι αντιφατικά όσον αφορά [εμπιστευτικό].

222    Σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο δεν απέδειξε με ποιον τρόπο οι αιτιάσεις περί [εμπιστευτικό] μπορούσαν να πληρούν το κρίσιμο κριτήριο στο μέτρο που αφορούν αποκλειστικώς την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή την ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου που ενδέχετο να υπονομεύσει τις αρχές του κράτους δικαίου στην Ουκρανία, λαμβανομένου υπόψη του ποσού ή του τύπου του υπεξαιρεθέντος δημοσίου χρήματος ή των ιδιοποιηθέντων περιουσιακών στοιχείων ή του πλαισίου εντός του οποίου τελέστηκε η αξιόποινη πράξη.

223    Συναφώς, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι, παρά τον σημαντικό αριθμό απαλλακτικών στοιχείων που προσκόμισε στο Συμβούλιο και τα οποία το Συμβούλιο όφειλε να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία, λαμβανομένου υπόψη του πολιτικού πλαισίου στην Ουκρανία και του γεγονότος ότι βασίστηκε αποκλειστικά σε ανασταλείσα προκαταρκτική έρευνα, το Συμβούλιο αρνήθηκε συστηματικά να προβεί στην παραμικρή έρευνα ή σε συναφείς συμπληρωματικούς ελέγχους.

224    Σε τελική ανάλυση, το Συμβούλιο δεν προσκόμισε συγκεκριμένες αποδείξεις και επαρκείς πληροφορίες που να δικαιολογούν τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο.

225    Το Συμβούλιο αντιτείνει, αφενός, ότι οι λόγοι της καταχωρίσεως του προσφεύγοντος πληρούν τα κριτήρια της καταχωρίσεως αυτής και βασίζονται σε επαρκώς βάσιμα στοιχεία και, αφετέρου, ότι δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως στηριζόμενο ιδίως στα έγγραφα [εμπιστευτικό] της 25ης Ιουλίου και της 16ης Νοεμβρίου 2016.

226    Πρώτον, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι τα έγγραφα αυτά [εμπιστευτικό]. Η γνωμοδότηση στην οποία βασίζεται o προσφεύγων για να υποστηρίξει ότι η έγγραφη ειδοποίηση περί του ότι θεωρείται ύποπτος δεν του επιδόθηκε νομοτύπως έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία.

227    Δεύτερον, το γεγονός ότι [εμπιστευτικό] είχε τυπικώς ανασταλεί κατά την ημερομηνία της νέας καταχωρίσεως του προσφεύγοντος δεν μπορεί να καταδείξει, κατά την έννοια του άρθρου 280 του ουκρανικού κώδικα ποινικής δικονομίας, ότι η προκαταρκτική έρευνα που διεξήχθη εις βάρος του δεν υφίσταται πλέον.

228    Τρίτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα έγγραφα [εμπιστευτικό] ήταν αξιόπιστες.

229    Τέταρτον, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η φύση και ο λεπτομερής χαρακτήρας των πληροφοριών που περιέχονται στα έγγραφα [εμπιστευτικό] ήταν περισσότερο από επαρκείς για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως των πράξεων του Μαρτίου 2017, κατά του προσφεύγοντος είχε κινηθεί ποινική διαδικασία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και συνδεόταν με τον Andriy Klyuyev, του οποίου το όνομα είχε επίσης καταχωρισθεί βάσει των ίδιων πράξεων.

230    Πέμπτον, το Συμβούλιο αμφισβητεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι τα έγγραφα [εμπιστευτικό] είναι «ουσιωδώς ανακριβή». Συγκεκριμένα, η πληροφορία στην οποία αναφέρεται ο προσφεύγων δεν αφορά [εμπιστευτικό]. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι είχε κινηθεί εις βάρος του [εμπιστευτικό] δεν αποτελεί κριτήριο καταχωρίσεως.

231    Έκτον, κατά το Συμβούλιο, όπως προκύπτει από τα έγγραφα [εμπιστευτικό]. Κατά συνέπεια, οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκεται ο προσφεύγων μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου δυνάμενη να υπονομεύσει τις αρχές του κράτους δικαίου στην Ουκρανία.

232    Έβδομον, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι το Συμβούλιο δεν εξέτασε τα απαλλακτικά στοιχεία, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν υποχρεούται να προβεί σε επιπλέον ανεξάρτητη εκτίμηση ή σε διεξοδική έρευνα των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο ποινικής έρευνας στην οικεία τρίτη χώρα. Ο έλεγχος της βασιμότητας της έρευνας θίγει ζητήματα που μπορούν να εξετασθούν μόνο στο πλαίσιο των οικείων ποινικών διαδικασιών, από τις εθνικές αρχές, περιλαμβανομένου, στην περίπτωση της Ουκρανίας, του πλαισίου διαδικασιών ενώπιον του ΕΔΔΑ. Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση του Oberlandesgericht Wien (εφετείου περιφέρειας Βιέννης), το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή αφορά τη δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικά με λογαριασμούς και τραπεζικές συναλλαγές και ότι από τα συμπεράσματα του εν λόγω δικαστηρίου δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα έγγραφα [εμπιστευτικό] ήταν προδήλως εσφαλμένα ή παραπλανητικά. Εξάλλου, το Συμβούλιο, ενώ παραδέχεται ότι το Oberlandesgericht Wien (εφετείο περιφέρειας Βιέννης) έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στις αυστριακές αρχές κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 2010 έως το 2014 δεν ήταν ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένα, θεωρεί, εντούτοις, ότι το γεγονός αυτό δεν καθιστά δυνατό να αποδειχθεί άνευ αμφισβητήσεως ότι τα έγγραφα [εμπιστευτικό] ήταν ανεπαρκή για τις διαδικασίες που κατέληξαν στην έκδοση των πράξεων του Μαρτίου 2017 από το Συμβούλιο. Συνεπώς, δεν ήταν αναγκαίο να προβεί σε συναφείς επιπλέον ελέγχους.

233    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σχετικό κριτήριο, αφενός, ορίζει ότι τα περιοριστικά μέτρα επιβάλλονται σε βάρος προσώπων που έχουν «ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα» για την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος –στα οποία περιλαμβάνονται πρόσωπα «για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες» για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω)– και, αφετέρου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά κατά τρόπο αφηρημένο κάθε πράξη υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ή ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου αλλά πρωτίστως πράξεις υπεξαιρέσεως ή ιδιοποιήσεως που ενδέχεται να υπονομεύσουν το κράτος δικαίου στην Ουκρανία (βλ., σχετικώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Klyuyev κατά Συμβουλίου, T‑340/14, EU:T:2016:496, σκέψη 91).

234    Εν προκειμένω, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο, με τις πράξεις του Μαρτίου 2017, για τους παρακάτω λόγους:

«Πρόσωπο για το οποίο έχει κινηθεί ποινική διαδικασία από τις ουκρανικές αρχές για συμμετοχή σε [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου]. Πρόσωπο που συνδέεται με καταχωρισμένο πρόσωπο [Andriy Petrovych Klyuyev] που υπόκειται σε ποινικές διαδικασίες από τις αρχές της Ουκρανίας για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του δημοσίου].»

235    Δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά τις πράξεις του Μαρτίου 2017, το Συμβούλιο, για να αποφασίσει τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, στηρίχθηκε στα έγγραφα [εμπιστευτικό]. Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν προσκόμισε στοιχεία [εμπιστευτικό] σχετικά με την καταχώριση του Andriy Klyuyev, με τον οποίο προσδιορίστηκε ως πρόσωπο «που συνδέεται» ο προσφεύγων, ως προσώπου που ευθύνεται για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου κατά το σχετικό κριτήριο.

236    Επομένως, το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε με επαρκώς σαφείς και συγκεκριμένες αποδείξεις τον δεύτερο λόγο για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, ήτοι όσον αφορά το ότι είναι πρόσωπο «που συνδέεται», κατά το σχετικό κριτήριο, με πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει κινηθεί ποινική διαδικασία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί ο πρώτος λόγος στον οποίο θεμελιώνεται η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, ήτοι ο λόγος που αφορά το γεγονός ότι είναι πρόσωπο για το οποίο έχει κινηθεί ποινική διαδικασία από τις αρχές της Ουκρανίας για τη συμμετοχή του σε υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, καθώς και η εκτίμηση του Συμβουλίου για τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή του.

237    Μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα των νομολογιακών αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 100 έως 113 ανωτέρω.

238    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για απόφαση περί διατηρήσεως του ονόματος προσώπου στον κατάλογο και ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, όταν υποβάλλονται παρατηρήσεις από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως προς την αιτιολογική έκθεση, το Συμβούλιο έχει την υποχρέωση να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, τη βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών και των ενδεχόμενων απαλλακτικών στοιχείων που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις αυτές, καθότι μια τέτοια υποχρέωση συνδέεται με την τήρηση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (βλ. σκέψεις 100 έως 113 ανωτέρω).

239    Ειδικότερα, το Συμβούλιο πρέπει να ελέγξει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 109 ανωτέρω, αφενός, σε ποιον βαθμό τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε επιτρέπουν να αποδειχθεί ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος αντιστοιχεί στον λόγο για τη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο και, αφετέρου, εάν αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό των ενεργειών του προσφεύγοντος σύμφωνα με το κρίσιμο κριτήριο. Μόνον εφόσον οι έλεγχοι αυτοί δεν καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα, με βάση τη νομολογιακή αρχή που υπομνήσθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω, εναπόκειται στο Συμβούλιο να πραγματοποιήσει συμπληρωματικούς ελέγχους.

240    Συναφώς, δεν αποκλείεται τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιηθεί στο Συμβούλιο, είτε από τις ίδιες τις ουκρανικές αρχές, είτε από τα πρόσωπα που θίγονται από τα περιοριστικά μέτρα, είτε με άλλον τρόπο, να εγείρουν αμφιβολίες ως προς τον επαρκή χαρακτήρα των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν ήδη προσκομιστεί από τις εν λόγω αρχές. Μολονότι, εν προκειμένω, είναι αληθές ότι δεν εναπόκειται στο Συμβούλιο να υποκαταστήσει τις ουκρανικές δικαστικές αρχές κατά την εκτίμηση της βασιμότητας της προκαταρκτικής έρευνας που αναφέρεται στα έγγραφα [εμπιστευτικό], δεν μπορεί εντούτοις να αποκλεισθεί ότι, ιδίως βάσει των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από τον προσφεύγοντα, το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεούται να ζητήσει από τις ουκρανικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η εν λόγω έρευνα.

241    Εν προκειμένω, ο προσφεύγων παραδέχεται ότι τα έγγραφα [εμπιστευτικό] αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας διεξήχθη προκαταρκτική έρευνα εις βάρος του. Πρέπει επομένως να εξεταστεί εάν το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι οι παρασχεθείσες πληροφορίες [εμπιστευτικό] στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής μπορούσαν να εξακολουθούν να θεμελιώνουν τον λόγο καταχωρίσεως του προσφεύγοντος.

242    Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα δεν έγκειται στο κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιήλθαν στη γνώση του Συμβουλίου, όφειλε το Συμβούλιο να διαγράψει την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, αλλά απλώς αν όφειλε να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά και, ενδεχομένως, να προβεί σε επιπλέον ελέγχους ή να ζητήσει διευκρινίσεις από τις ουκρανικές αρχές. Συναφώς, αρκεί τα εν λόγω στοιχεία να δύνανται να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες που αφορούν, αφενός, το αποτέλεσμα της έρευνας και, αφετέρου, την αξιοπιστία και τον επικαιροποιημένο χαρακτήρα των πληροφοριών που διαβιβάζονται [εμπιστευτικό].

243    Πάντως, σε επιστολή της 6ης Μαρτίου 2017, η οποία απαντά στις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος της 12ης Ιανουαρίου 2017, το Συμβούλιο περιορίζεται να δηλώσει ότι δεν συμμερίζεται τις απόψεις του και ότι προτίθεται να επικυρώσει τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα. Δεν διευκρινίζει, εξάλλου, ποια στοιχεία έλαβε υπόψη για να συναγάγει ότι δεν συμφωνούσε με τις απόψεις του προσφεύγοντος και επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία στα οποία βασίζεται πέραν των εγγράφων [εμπιστευτικό] της 25ης Ιουλίου και της 16ης Νοεμβρίου 2016, τα οποία είχε ήδη στην κατοχή του ο προσφεύγων.

244    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στα έγγραφα αυτά υπάρχουν ορισμένες ανακολουθίες και ανακρίβειες. Κατά πρώτον, με το έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2016, [εμπιστευτικό] αναφέρει, για πρώτη φορά, χωρίς εξάλλου να διευκρινίζονται οι λόγοι, ότι [εμπιστευτικό] διαχωρίστηκε από [εμπιστευτικό], ενώ ο διαχωρισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στις [εμπιστευτικό], όπως προκύπτει από το ίδιο το έγγραφο. Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται η ανακολουθία που υφίσταται μεταξύ των δύο εγγράφων [εμπιστευτικό]. Κατά τρίτον, το έγγραφο [εμπιστευτικό] της 25ης Ιουλίου 2016 αναφέρεται, ιδίως, [εμπιστευτικό], ενώ η εισαγγελία της Βιέννης έπαυσε, στις 4 Απριλίου 2016, την ποινική δίωξη εις βάρος του προσφεύγοντος.

245    Μολονότι οι εν λόγω ανακολουθίες δεν θα μπορούσαν, από μόνες τους, να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας, είναι εντούτοις ενδεικτικές, σε ορισμένο βαθμό [εμπιστευτικό] που ενδέχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία των πληροφοριών [εμπιστευτικό] καθώς και την επικαιροποίησή τους.

246    Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 2016, [εμπιστευτικό].

247    Τρίτον, όπως προκύπτει από το έγγραφο της εισαγγελίας της Βιέννης, της 4ης Απριλίου 2016, η εισαγγελία αυτή, αφού εξέτασε τα δικαιολογητικά έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεως δικαστικής συνδρομής [εμπιστευτικό], με βάση επίσης την έκθεση Pepper Hamilton στην οποία κάνει ρητή αναφορά, έκρινε ότι τα έγγραφα αυτά δεν επιρρωννύουν τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν [εμπιστευτικό] και ότι οι κατηγορίες που αναφέρονται στα μέσα ενημέρωσης κατά τις οποίες ο προσφεύγων και ο αδελφός του τέλεσαν αξιόποινες πράξεις στην Ουκρανία, βάσει των οποίων υπάρχουν πλείστες υποψίες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Αυστρία, δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν, παρά τη διεξαγωγή πολλών ερευνών για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.

248    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, ότι τα περιοριστικά μέτρα δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, γεγονός παραμένει, εν προκειμένω, ότι ο αναγκαίος όρος για τη διατήρηση του ονόματος προσώπου στον κατάλογο είναι ο προσδιορισμός του ως υπευθύνου, μεταξύ άλλων, για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, θεωρείται δε ότι εμπίπτει στην κατηγορία αυτή πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει κινηθεί έρευνα από τις ουκρανικές αρχές. Επομένως, εάν το Συμβούλιο έχει ενημερωθεί για το γεγονός ότι η εισαγγελία κράτους μέλους της Ένωσης εγείρει σοβαρές αμφιβολίες, όπως συνέβη εν προκειμένω, ως προς τον αρκούντως τεκμηριωμένο χαρακτήρα των στοιχείων στα οποία στηρίζεται η έρευνα των ουκρανικών αρχών που αποτέλεσε τη βάση της αποφάσεως του Συμβουλίου να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο, το Συμβούλιο υποχρεούται να προβεί σε επιπλέον ελέγχους ή, τουλάχιστον, να ζητήσει από τις αρχές αυτές διευκρινίσεις, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, ήτοι μάλλον αόριστες πληροφορίες, που απλώς επιβεβαιώνουν την ύπαρξη προκαταρκτικής έρευνας έναντι του προσφεύγοντος, συνεχίζουν να αποτελούν επαρκώς βάσιμα στοιχεία που δικαιολογούν τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο.

249    Τέταρτον, στα δύο έγγραφα που μνημονεύονται στις σκέψεις 246 και 247 ανωτέρω, [εμπιστευτικό] δεν ανέφερε ότι [εμπιστευτικό] είχε ανασταλεί, γεγονός για το οποίο το Συμβούλιο είχε ενημερωθεί από τον προσφεύγοντα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 12 Ιανουαρίου 2017, ενόψει της ετήσιας επανεξετάσεως των μέτρων που τον αφορούσαν.

250    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αποδείξεως που προσκόμισε ο προσφεύγων πριν από τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η οποία έγκειται στην απόφαση [εμπιστευτικό] της 5ης Μαρτίου 2016 περί αναστολής [εμπιστευτικό], καθόσον προσκομίστηκε εκπρόθεσμα και η καθυστέρηση στην υποβολή της δεν είναι δικαιολογημένη. Αντιθέτως, το Συμβούλιο, αφενός, δεν αμφισβητεί ότι ο προσφεύγων το είχε ενημερώσει, εντός της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων εν όψει της ετήσιας επανεξετάσεως των περιοριστικών μέτρων, για την εν λόγω αναστολή και, αφετέρου, δεν υποστηρίζει ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εν λόγω επανεξέταση, την πληροφορία αυτή, διότι τη θεώρησε μη επαρκώς τεκμηριωμένη ή αξιόπιστη. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του εν λόγω εγγράφου, καθόσον η εξέτασή του δεν είναι αναγκαία για να εξακριβωθεί εάν το Συμβούλιο όφειλε να ζητήσει πληροφορίες από τις ουκρανικές αρχές ως προς την αναστολή της διαδικασίας.

251    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, ότι το γεγονός ότι [εμπιστευτικό] έχει τυπικώς ανασταλεί δεν επιτρέπει να αποδειχθεί ότι η προκαταρκτική έρευνα που διεξήχθη κατά του προσφεύγοντος έχει παύσει, εντούτοις, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι το Συμβούλιο είχε ενημερωθεί από τον προσφεύγοντα, [εμπιστευτικό], ότι η διαδικασία αυτή δεν ήταν τυπικώς εν εξελίξει και, αφετέρου, ότι ένα τέτοιο γεγονός είχε σημασία όσον αφορά την απόφαση διατηρήσεως περιοριστικού μέτρου σε ισχύ εκ μέρους του Συμβουλίου, το οποίο, διαφορετικά, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να παρατείνει εν αγνοία του την ισχύ τέτοιου μέτρου επ’ αόριστον, γεγονός που θα ήταν αντίθετο προς τον προσωρινό χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων. Εξάλλου, το γεγονός ότι [εμπιστευτικό] περιορίστηκε στη διαρκή επανάληψη των ίδιων πληροφοριών σχετικά με την προκαταρκτική έρευνα χωρίς να αναφέρει νέα στοιχεία για την εξέλιξή της, εν προκειμένω την αναστολή της, αποδυναμώνει την αξιοπιστία των παρασχεθεισών πληροφοριών [εμπιστευτικό] καθώς και το επίπεδο επικαιροποιήσεώς τους.

252    Επομένως, το Συμβούλιο όφειλε να ζητήσει από τις αρμόδιες ουκρανικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με τους λόγους που υπαγόρευσαν την αναστολή της διαδικασίας και τη διάρκειά της προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον εξακολουθεί να πληρούται το κρίσιμο κριτήριο στην προκειμένη περίπτωση.

253    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι πληροφορίες σχετικά με [εμπιστευτικό], που αναφέρονται στα έγγραφα [εμπιστευτικό], είναι ελλιπείς και περιέχουν ανακολουθίες, σε βαθμό που το Συμβούλιο θα έπρεπε να αμφιβάλλει ως προς τον επαρκή χαρακτήρα των στοιχείων που διέθετε.

254    Αντιθέτως, τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο προσφεύγων πριν από την έκδοση των πράξεων του Μαρτίου 2017 και, κατά μείζονα λόγο, σε συνδυασμό με τα απαλλακτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 125 και 126 ανωτέρω, ήτοι, ειδικότερα, την απόφαση του Oberlandesgericht Wien (εφετείου περιφέρειας Βιέννης), την έκθεση ελέγχου από τη ΔΥΟΕ και την έκθεση Pepper Hamilton, μπορούσαν να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες, εκ μέρους του Συμβουλίου, γεγονός που δικαιολογεί τη διενέργεια από το Συμβούλιο συμπληρωματικών ελέγχων στις ουκρανικές αρχές.

255    Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ανεπάρκειας των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε καθώς και, αφετέρου, των απαλλακτικών στοιχείων που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, όφειλε να προβεί σε επιπλέον ελέγχους και να ζητήσει διευκρινίσεις από τις ουκρανικές αρχές, σύμφωνα με την αναφερθείσα, ιδίως στη σκέψη 113 ανωτέρω, νομολογία.

256    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δεν υποχρεούνταν να λάβει υπόψη τα στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ούτε να προβεί σε συμπληρωματικούς ελέγχους στις ουκρανικές αρχές, ενώ τα εν λόγω στοιχεία και επιχειρήματα ήταν ικανά να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των πληροφοριών που παρασχέθηκαν [εμπιστευτικό].

257    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων με το δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής είναι, ως εκ τούτου, βάσιμος. Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου 2017, ούτε η προβληθείσα επικουρικώς ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή, καθόσον αποσκοπεί στην ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2017, κατά το μέρος που αφορούν τον προσφεύγοντα.

 Επί της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων της αποφάσεως 2017/381

258    Επικουρικώς, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση μερικής ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού 2017/374, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2017/381 διατηρούνται σε ισχύ μέχρις ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του κανονισμού 2017/374.

259    Από το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του οργανισμού αυτού προβλέπει, εντούτοις, ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός επιφέρουν αποτελέσματα μόνον από της λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή, εάν έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από της απορρίψεώς της.

260    Εν προκειμένω, ο εκτελεστικός κανονισμός 2017/374 έχει τη φύση κανονισμού, καθόσον προβλέπει ότι είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, κατ’ αντιστοιχίαν προς τα αποτελέσματα ενός κανονισμού, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ (βλ., σχετικώς, απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Saderat Iran, C‑200/13 P, EU:C:2016:284, σκέψη 121).

261    Το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι όντως εφαρμοστέο εν προκειμένω (απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Saderat Iran, C‑200/13 P, EU:C:2016:284, σκέψη 122).

262    Τέλος, όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως της αποφάσεως 2017/381, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως που θεωρούνται οριστικά.

263    Εν προκειμένω, η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2017/374 και της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση της αποφάσεως 2017/381, ενδέχεται να συνεπάγεται σοβαρή προσβολή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον οι δύο αυτές πράξεις επιβάλλουν στον προσφεύγοντα πανομοιότυπα μέτρα. Επομένως, τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2017/381 πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως ότου η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2017/374 αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

264    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων.

265    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε όσον αφορά τα αιτήματα ακυρώσεως που υποβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής και το πρώτο υπόμνημα προσαρμογής, πρέπει να καταδικαστεί στα σχετικά με τα εν λόγω αιτήματα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο ηττήθηκε όσον αφορά το αίτημα μερικής ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου 2017 που υποβλήθηκε με το δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής, οπότε πρέπει να καταδικαστεί στα σχετικά με το αίτημα αυτό δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/381 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/374 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία, καθόσον το όνομα του Sergiy Klyuyev εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, των οντοτήτων και των φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά.

2)      Τα αποτελέσματα του άρθρου 1 της αποφάσεως 2017/381 και του άρθρου 1 του εκτελεστικού κανονισμού 2017/374 διατηρούνται σε ισχύ έναντι του S. Klyuyev μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εφόσον ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψή της.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Ο S. Klyuyev φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά του, τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τα αιτήματα ακυρώσεως που υποβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής του και το πρώτο υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων.

5)      Το Συμβούλιο φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά του, τα δικαστικά έξοδα του S. Klyuyev, όσον αφορά το αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2017/381 και του εκτελεστικού κανονισμού 2017/374, που υποβλήθηκε με το δεύτερο υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων.

Berardis

Spielmann

Csehi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 2018.

(υπογραφές)


Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί των αιτημάτων ακυρώσεως των πράξεων του Οκτωβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016, καθόσον αφορούν τον προσφεύγοντα

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

Επί των αιτημάτων ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου του 2017, καθόσον αφορούν τον προσφεύγοντα

Επί της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων της αποφάσεως 2017/381

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.


2      Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.