Language of document : ECLI:EU:C:2016:209

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Απριλίου 2016 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 – Άρθρο 3, παράγραφοι 5, 7 και 9 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Κανονισμός (ΕΚ) 926/2009 – Εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Kίνας – Oριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Ζήτημα κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης ζημίας – Συνεκτίμηση δεδομένων μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑186/14 P και C‑193/14 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 14 Απριλίου 2014 (C‑186/14 P) και στις 15 Απριλίου 2014 (C-193/14 P),

ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., με έδρα το Ostrava-Kunčice (Τσεχική Δημοκρατία),

ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, με έδρα το Roman (Ρουμανία),

Benteler Deutschland GmbH, πρώην Benteler Stahl/Rohr GmbH, με έδρα το Paderborn (Γερμανία),

Ovako Tube & Ring AB, με έδρα το Hofors (Σουηδία),

Rohrwerk Maxhütte GmbH, με έδρα το Sulzbach-Rosenberg (Γερμανία),

Dalmine SpA, με έδρα το Dalmine (Ιταλία),

Silcotub SA, με έδρα το Zalău (Ρουμανία),

TMK-Artrom SA, με έδρα τη Slatina (Ρουμανία),

Tubos Reunidos SA, με έδρα το Amurrio (Ισπανία),

Vallourec Oil and Gas France SAS, πρώην Vallourec Mannesmann Oil & Gas France SAS, με έδρα το Aulnoye‑Aymeries (Γαλλία),

Vallourec Tubes France SAS, πρώην V & M France SAS, με έδρα το Boulogne‑Billancourt (Γαλλία),

Vallourec Deutschland GmbH, πρώην V & M Deutschland GmbH, με έδρα το Ντύσσελντορφ,

Voestalpine Tubulars GmbH & Co. KG, με έδρα το Kindberg (Αυστρία),

Železiarne Podbrezová a.s., με έδρα το Podbrezová (Σλοβακία),

εκπροσωπούμενες από τους G. Berrisch, Rechtsanwalt, και B. Byrne, solicitor

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd, με έδρα το Huang Shi (Κίνα), εκπροσωπούμενη από την N. Niejahr, Rechtsanwältin και τους Q. Azau και H. Wiame, avocats, καθώς και από την F. Carlin, barrister,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον B. O’Connor, solicitor, και τον S. Gubel, avocat,

καθού πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland και M. França, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως (C-186/14 P),

και

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J.‑P. Hix, επικουρούμενο από τον B. O’Connor, solicitor, και τον S. Gubel, avocat,

αναιρεσείον,

υποστηριζόμενο από

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την A. Collabolletta, avvocato dello Stato,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd, με έδρα το Huang Shi, εκπροσωπούμενη από την F. Carlin, barrister, καθώς και από την M. Healy, solicitor, την N. Niejahr, Rechtsanwältin και τους Q. Azau και H. Wiame, avocats,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland και M. França, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

η ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., με έδρα το Ostrava-Kunčice,

η ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, με έδρα το Roman,

η Benteler Deutschland GmbH, πρώην Benteler Stahl/Rohr GmbH, με έδρα το Paderborn,

η Ovako Tube & Ring AB, με έδρα το Hofors,

η Rohrwerk Maxhütte GmbH, με έδρα το Sulzbach-Rosenberg,

η Dalmine SpA, με έδρα το Dalmine,

η Silcotub SA, με έδρα το Zalău,

η TMK-Artrom SA, με έδρα τη Slatina,

η Tubos Reunidos SA, με έδρα το Amurrio,

η Vallourec Oil and Gas Γαλλία SAS, πρώην Vallourec Mannesmann Oil & Gas France SAS, με έδρα το Aulnoye‑Aymeries,

η Vallourec Tubes Γαλλία SAS, πρώην V & M France SAS, με έδρα το Boulogne-Billancourt,

η Vallourec Deutschland GmbH, πρώην V & M Deutschland GmbH, με έδρα το Ντύσσελντορφ,

η Voestalpine Tubulars GmbH & Co. KG, με έδρα το Kindberg,

η Železiarne Podbrezová a.s., με έδρα το Podbrezová,

εκπροσωπούμενες από τους G. Berrisch, Rechtsanwalt, και B. Byrne, solicitor,

παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως (C‑193/14 P),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύουσα του δεύτερου τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο, και J.‑C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιουνίου 2015,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, Benteler Deutschland GmbH, πρώην Benteler Stahl/Rohr GmbH, Ovako Tube & Ring AB, Rohrwerk Maxhütte GmbH, Dalmine SpA, Silcotub SA, TMK-Artrom SA, Tubos Reunidos SA, Vallourec Oil and Gas France SAS, πρώην Vallourec Mannesmann Oil & Gas France SAS, Vallourec Tubes France SAS, πρώην V & M France SAS, Vallourec Deutschland GmbH, πρώην V & M Deutschland GmbH, Voestalpine Tubulars GmbH & Co. KG, Železiarne Podbrezová a.s. (στο εξής, από κοινού: ArcelorMittal κ.λπ.) και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου (T‑528/09, EU:T:2014:35, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd (στο εξής: Hubei) περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 926/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 262, σ. 19, στο εξής: επίδικος κανονισμός).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Ο κανονισμός (EΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), αντικαταστάθηκε και κωδικοποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, και διορθωτικό στην ΕΕ 2010, L 7, σ. 22). Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του κανονισμού 384/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2117/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2005 (ΕΕ L 340, σ. 17, στο εξής: βασικός κανονισμός).

3        Το άρθρο 3, παράγραφοι 1, 5, 7 και 9, του βασικού κανονισμού προέβλεπε τα εξής:

«1.      Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

[...]

5.      Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία κοινοτική βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας· σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι η μια βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις· το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας· παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

[...]

7.      Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Κοινότητας και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας.

[...]

9.      Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, εικοτολογίες ή μακρινές πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από το ντάμπινγκ πρέπει να είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, θα πρέπει να εξετάζονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)      τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα ουσιώδους αύξησης των εισαγωγών·

β)      η ύπαρξη επαρκούς, ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητάς του, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

γ)      το κατά πόσον τα εισαγόμενα προϊόντα εισέρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σε σημαντικό βαθμό συμπίεση ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές·

και

δ)      τα αποθέματα του υπό εξέταση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν έχει κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και ότι είναι πιθανή η πρόκληση σημαντικής ζημίας αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.»

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού όριζε τα εξής:

«Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αρχίζει έρευνα σε επίπεδο Κοινότητας. Η έρευνα αυτή αφορά τόσο το ντάμπινγκ όσο και τη ζημία, και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως. Προκειμένου να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, συνήθως καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Κατά κανόνα, τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη.»

 Ιστορικό της διαφοράς

5        Στις 9 Ιουλίου 2008, κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε η επιτροπή προστασίας του κλάδου παραγωγής χαλύβδινων σωλήνων χωρίς συγκόλληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ C 174, σ. 7).

6        Σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή αποφάσισε να περιορίσει την εξέτασή της σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα. Στο πλαίσιο αυτό, επέλεξε τέσσερις Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που αντιπροσώπευαν το 70 % του συνολικού όγκου των εξαγωγών του οικείου προϊόντος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεταξύ αυτών των παραγωγών‑εξαγωγέων περιλαμβανόταν η Hubei.

7        Στις 7 Απριλίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 289/2009, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 94, σ. 48, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

8        Στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή ανέφερε ότι η έρευνα για τη διαπίστωση ύπαρξης, αφενός, πρακτικής ντάμπινγκ και, αφετέρου, ζημίας κάλυπτε το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου 2007 και 30 Ιουνίου 2008 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των τάσεων που απαιτήθηκε για την αξιολόγηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως το τέλος της περιόδου έρευνας.

9        Με τις αιτιολογικές σκέψεις 89 έως 126 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε, αντίστοιχα, στο συμπέρασμα ότι ναι μεν ο κλάδος παραγωγής του επίμαχου προϊόντος στην Ένωση δεν είχε υποστεί ζημία, πλην όμως υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης ζημίας στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

10      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό.

11      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 81 του επίδικου κανονισμού το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τις περιεχόμενες στον προσωρινό κανονισμό διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι ναι μεν ο κλάδος παραγωγής του επίμαχου προϊόντος στην Ένωση δεν είχε υποστεί ζημία, πλην όμως υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης τέτοιας ζημίας. Συναφώς, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη δεδομένα τα οποία αφορούσαν μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Ιούλιο του 2008 έως τον Μάρτιο του 2009.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Δεκεμβρίου 2009, η Hubei ζήτησε την ακύρωση του επίδικου κανονισμού. Η Επιτροπή και οι ArcelorMittal κ.λπ. παρενέβησαν υπέρ του Συμβουλίου.

13      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Hubei προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως. Μεταξύ των λόγων αυτών, ο τρίτος αφορούσε παράβαση των άρθρων 3, παράγραφος 9, 9, παράγραφος 4, και 10, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθόσον ο επίδικος κανονισμός περιέχει πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας.

14      Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μόνον τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Hubei και τον δέχθηκε, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αφενός, επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι παραγωγοί της Ένωσης στον συγκεκριμένο κλάδο ήσαν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας και, αφετέρου, δεχόμενο ότι, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχε κίνδυνος προκλήσεως ζημίας.

15      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

16      Οι ArcelorMittal κ.λπ. και το Συμβούλιο ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

–        να καταδικάσει την Hubei στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης καθώς και της πρωτόδικης δίκης.

17      Η Hubei ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

18      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως, με το οποίο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

–        να καταδικάσει την Hubei στα δικαστικά έξοδα.

19      Με την από 28 Ιουλίου 2014 απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑186/14 P και C-193/14 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

20      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Αυγούστου 2014, επετράπη στην Ιταλική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου στην υπόθεση C‑193/14 P.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-186/14 P και επί του πρώτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-193/14 P

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Οι ArcelorMittal κ.λπ. υποστηρίζουν ότι, με τις σκέψεις 61 και 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον προσέδωσε στον όρο «ευάλωτη θέση» αυτοτελή σημασία και βαρύτητα χωρίς αυτή να έχει κάποιο έρεισμα. Ειδικότερα, ο βασικός κανονισμός δεν περιλαμβάνει τους όρους «ευάλωτη» ή «ευάλωτη θέση» και ακόμη λιγότερο απαιτεί, ως προϋπόθεση για τη διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου πρόκλησης ζημίας, να βρίσκεται η εν λόγω βιομηχανία σε «ευάλωτη θέση» κατά το πέρας της περιόδου έρευνας.

22      Οι ArcelorMittal κ.λπ. προσθέτουν ότι οι αιτιολογίες που εκτίθενται στις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αφορούν, αφενός, την τάση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης να επενδύει και να αναπτύσσει την παραγωγική ικανότητα και, αφετέρου, την αδυναμία ανάκαμψης του εν λόγω κλάδου από πρακτικές ντάμπινγκ προγενέστερες των πρακτικών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του επίδικου κανονισμού, είναι εσφαλμένες.

23      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Ιταλική Δημοκρατία, φρονεί ότι, καίτοι ο όρος «ευάλωτη θέση» δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, εντούτοις μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημία. Στο πλαίσιο αυτό, η εξέταση της κατάστασης του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης υπό το πρίσμα των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού θα είχε ξεκινήσει από την εκτίμηση του κατά πόσον ο κλάδος αυτός ήταν σε ευάλωτη θέση.

24      Το Συμβούλιο υποστηρίζει περαιτέρω ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ελλιπή και επιλεκτική εκτίμηση των σχετικών οικονομικών δεικτών και παραγόντων, όπως το επίπεδο των αποθεμάτων, ο όγκος των πωλήσεων, το μερίδιο αγοράς του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης, το επίπεδο απασχόλησης, οι τιμές πώλησης, η αποδοτικότητα των επενδύσεων και τα κέρδη του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής. Κατά το Συμβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο, μη εξετάζοντας το σύνολο των παραγόντων παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του και δεν εξέτασε στο σύνολό του το ζήτημα κατά πόσον η θέση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής ήταν ευάλωτη.

25      Εξάλλου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προβάλλει ότι η εξέταση της κατάστασης του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης και η συνακόλουθη διαπίστωση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας συνιστούν περίπλοκα εγχειρήματα οικονομικής φύσεως. Ως εκ τούτου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις σχετικές εκτιμήσεις, η άσκηση της οποίας ελέγχεται δικαστικώς μόνον ως προς το αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή, καθώς και αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών ή αν συντρέχει περίπτωση κατάχρησης εξουσίας. Ωστόσο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να περιορισθεί σε έναν τέτοιο έλεγχο, υποκατέστησε με τη δική του εκτίμηση τις εκτιμήσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με περίπλοκους οικονομικούς παράγοντες.

26      Η Επιτροπή προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον ανήγαγε την έννοια της «ευάλωτης θέσεως» σε νέο νομικό κριτήριο δυνάμει του βασικού κανονισμού.

27      Η Hubei αμφισβητεί τα επιχειρήματα των ArcelorMittal κ.λπ. και του Συμβουλίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28      Το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το Συμβούλιο είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον επιβεβαίωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής που περιεχόταν στον προσωρινό κανονισμό ότι ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας.

29      Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα οικονομικά δεδομένα τα οποία είχαν λάβει υπόψη το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν θεμελίωναν το συμπέρασμα αυτό, αλλά αντιθέτως, στο σύνολό τους, συνέθεταν την εικόνα ενός ισχυρού και όχι εύθραυστου ή ευάλωτου κλάδου παραγωγής.

30      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θεώρησε την ευάλωτη θέση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης ως προϋπόθεση για να γίνει δεκτή η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας.

31      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 48 των προτάσεών του, για να μπορέσουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να διαπιστώσουν κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας για συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής της Ένωσης, είναι αναγκαίο να είναι γνωστή η υφιστάμενη κατάσταση αυτού του κλάδου παραγωγής. Πράγματι, μόνον υπό το πρίσμα της καταστάσεως αυτής μπορούν τα εν λόγω θεσμικά όργανα να προσδιορίσουν αν η επικείμενη αύξηση των μελλοντικών εισαγωγών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική ζημία στον οικείο κλάδο παραγωγής της Ένωσης, σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

32      Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 126 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, εάν δεν λαμβάνονταν προστατευτικά μέτρα, οι εισαγωγές με ντάμπινγκ από την Κίνα επρόκειτο σύντομα να προκαλέσουν σημαντική ζημία στον ήδη ευάλωτο κλάδο παραγωγής της Ένωσης. Το προσωρινό αυτό συμπέρασμα επιβεβαιώθηκε από το Συμβούλιο, με την αιτιολογική σκέψη 81 του επίδικου κανονισμού. Επομένως, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έλαβαν υπόψη τη φερόμενη ευάλωτη θέση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς τους σχετικά με τον κίνδυνο πρόκλησης ζημίας.

33      Επιπροσθέτως, με την αίτησή του αναιρέσεως, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η εκτίμηση περί ευάλωτης θέσεως αφορούσε την κατάσταση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης και αποτελούσε το πρώτο στάδιο του ελέγχου βάσει του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί η ύπαρξη κινδύνου προκλήσεως ζημίας.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν. Ως προς τον δικαστικό έλεγχο αυτής της εκτιμήσεως, αυτός πρέπει επομένως να περιορίζεται στον έλεγχο τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, του υποστατού των περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και της απουσίας πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Simon, Evers & Co., C‑21/13, EU:C:2014:2154, σκέψη 29, και Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 44).

35      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στήριξαν τις διαπιστώσεις τους δεν αποτελεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκαθιστά εκείνη των εν λόγω οργάνων. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των οργάνων της Ένωσης στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τα εν λόγω στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα όργανα αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 68).

36      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, με τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι όφειλε όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να εξετάσει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούσαν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση καθώς και αν μπορούσαν να στηρίξουν το συμπέρασμα που διατυπώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 89 του προσωρινού κανονισμού και 49 του επίδικου κανονισμού και κατά το οποίο ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής της Ένωσης βρισκόταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας.

37      Εντούτοις, πρέπει να εξετασθεί αν, στο πλαίσιο του ως άνω ελέγχου, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα εν λόγω στοιχεία.

38      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τυχόν παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (βλ. απόφαση Europäisch-Iranische Handelsbank κατά Συμβουλίου, C‑585/13 P, EU:C:2015:145, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, η ως άνω εκτίμηση δεν εμπίπτει στον έλεγχο τον οποίο έχει την εξουσία να ασκήσει το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση.

39      Το Συμβούλιο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε επιλεκτική εξέταση των στοιχείων τα οποία το Συμβούλιο όφειλε να αξιολογήσει κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν σε ευάλωτη θέση. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να συνεκτιμήσει όλους τους παράγοντες οι οποίοι έπρεπε να ληφθούν υπόψη προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη όχι μόνον ζημίας αλλά και ευάλωτης θέσεως.

40      Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογεί κάθε επιλογή στην οποία προβαίνει όταν δέχεται, προς στήριξη της αποφάσεώς του, ένα αποδεικτικό στοιχείο και όχι κάποιο άλλο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 161).

41      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να παρουσιάσει την εξέλιξη της κατάστασης του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, υπενθύμισε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα κρίσιμα οικονομικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, αναφέρθηκε με τον προσωρινό κανονισμό και τα οποία το Συμβούλιο υιοθέτησε με τον επίδικο κανονισμό.

42      Με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, πλην της εξέλιξης του μεριδίου αγοράς του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής της Ένωσης, οι υπόλοιποι δώδεκα οικονομικοί δείκτες που ελήφθησαν υπόψη ήσαν θετικοί και συνέθεταν, στο σύνολό τους, την εικόνα μιας ισχυρής και όχι μιας εύθραυστης ή ευάλωτης βιομηχανίας.

43      Στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο απλώς επανέλαβε τα εν λόγω στοιχεία, όπως αυτά προσδιορίστηκαν από την Επιτροπή με τον προσωρινό κανονισμό, δεν μπορεί να του προσαφθεί πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων.

44      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποκατέστησε τις εκτιμήσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με τη δική του εκτίμηση και η αιτίαση που προβάλλει το Συμβούλιο και στηρίζεται στην παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων είναι αβάσιμη.

45      Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ότι η αύξηση των εισαγωγών από την Κίνα αποθάρρυνε τον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής της Ένωσης να επενδύει και να αναπτύσσει την παραγωγική ικανότητα για να παρακολουθήσει την ανάπτυξη της αγοράς, το οποίο επαναλαμβάνουν οι ArcelorMittal κ.λπ., το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτό δεν υποστηριζόταν από τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης.

46      Όσον αφορά τις διαπιστώσεις των εν λόγω θεσμικών οργάνων ότι ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν είχε ανακάμψει πλήρως από πρακτικές ντάμπινγκ προγενέστερες του έτους 2006, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι διαπιστώσεις αυτές δεν θεμελιώνονταν σε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο.

47      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 112 των προτάσεων του, οι αιτιάσεις των ίδιων αυτών θεσμικών οργάνων, οι οποίες αφορούν τις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατατείνουν, χωρίς να προσδιορίζουν σε τι συνίσταται η παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, στην επανεκτίμηση από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, πράγμα το οποίο, ωστόσο, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης.

48      Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν.

49      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑186/14 P και ο πρώτος και τέταρτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C-193/14 P πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-186/14 P και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-193/14 P

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Οι ArcelorMittal κ.λπ. και το Συμβούλιο προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η συνεκτίμηση, στο πλαίσιο της εξέτασης του κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης ζημίας, της επιδεινώσεως της γενικότερης οικονομικής κατάστασης συνιστούσε περίπτωση πλάνης περί το δίκαιο, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι παράγοντες όπως η μείωση της ζήτησης δεν επιτρέπεται να αποδίδονται στις εισαγωγές ντάμπινγκ.

51      Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως και ότι κακώς στηρίχθηκε στην απόφαση Επιτροπή κατά NTN και Koyo Seiko (C‑245/95 P, EU:C:1998:46). Συγκεκριμένα, ενώ στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν θεωρήσει ως κρίσιμο στοιχείο, στο πλαίσιο της εξέτασης του κατά πόσον ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής της Ένωσης υπέστη ζημία, την κατάσταση ύφεσης, στην υπό κρίση υπόθεση δεν επικαλέστηκαν την ύπαρξη ύφεσης για να θεμελιώσουν τη διαπίστωση ότι υφίστατο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας. Ούτε εξάλλου απέδωσαν την ύφεση στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Αντιθέτως, διαπίστωσαν ότι η εξαιρετικά υψηλή ζήτηση είχε επισκιάσει τις πραγματικές επιζήμιες συνέπειες των εισαγωγών ντάμπινγκ και ότι οι συνέπειες αυτές θα καθίσταντο προφανείς εάν η ζήτηση επανερχόταν σε κανονικά επίπεδα.

52      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνδέοντας, κακώς, το ζήτημα του κατά πόσον υφίσταται «κίνδυνος πρόκλησης ζημίας» με αυτό της «αιτιώδους συνάφειας», καίτοι ο βασικός κανονισμός σαφώς διακρίνει μεταξύ των δύο αυτών εννοιών.

53      Η Hubei αμφισβητεί τα επιχειρήματα των ArcelorMittal κ.λπ. και του Συμβουλίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

54      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους άλλους αυτούς παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εν λόγω εισαγωγές. Μεταξύ των παραγόντων αυτών που παρατίθενται στην εν λόγω διάταξη περιλαμβάνεται η συρρίκνωση της ζήτησης.

55      Στο πλαίσιο αυτό, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να εξετάζουν αν η ζημία που προτίθενται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και να αποκλείουν κάθε ζημία που προκύπτει από άλλους παράγοντες και, ιδίως, τη ζημία που οφείλεται στη συρρίκνωση της ζήτησης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, C‑10/12 P, EU:C:2013:865, σκέψη 23, καθώς TMK Europe, C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψη 35).

56      Με κίνδυνο να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, η εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκε κατόπιν της αποφάσεως Επιτροπή κατά NTN και Koyo Seiko (C‑245/95 P, EU:C:1998:46, σκέψη 43), της οποίας μνεία γίνεται στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί για τον μοναδικό λόγο ότι, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά NTN και Koyo Seiko (C‑245/95 P, EU:C:1998:46) εντασσόταν σε ένα πλαίσιο ύφεσης του οικείου κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

57      Εξάλλου, το επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες ότι, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η αναμενόμενη συρρίκνωση της ζήτησης εξετάστηκε από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όχι στο πλαίσιο της ανάλυσης σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας αλλά στο πλαίσιο της εξέτασης του κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης ζημίας, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

58      Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το προβληθέν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενδεχόμενο να βρεθεί ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής πλήρως εκτεθειμένος στις πιθανές ζημιογόνες συνέπειες των εισαγωγών ντάμπινγκ, αν η τάση ανάπτυξης αντιστραφεί, θα μπορούσε ενδεχομένως να αναφέρεται σε μελλοντική επισφαλή κατάσταση. Το Γενικό Δικαστήριο πρόσθεσε δε ότι το ενδεχόμενο αυτό αλυσιτελώς προβαλλόταν προς στήριξη του συμπεράσματος ότι ο εν λόγω κλάδος παραγωγής της Ένωσης βρισκόταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας.

59      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

60      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑186/14 P και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C-193/14 P πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-186/14 P και επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-193/14 P

 Επιχειρήματα των διαδίκων

61      Οι ArcelorMittal κ.λπ. φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τόσο το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού όσο και το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτού, καθόσον στήριξε τον συλλογισμό του στην ύπαρξη ασυνέπειας μεταξύ των μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων και των δεδομένων που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Η χρήση τέτοιων μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων στο πλαίσιο της εξέτασης του κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης ζημίας δεν παρίσταται αξιόπιστη, καθόσον τα δεδομένα αυτά αντικατοπτρίζουν τη συμπεριφορά των οικείων παραγωγών μετά την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Τέτοια δεδομένα θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύουν ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ ήταν προδήλως απρόσφορη. Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

62      Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι ArcelorMittal κ.λπ. υποστηρίζουν ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσον το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να αναλύσει τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα. Ειδικότερα, δεν έχει καμία σημασία αν τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή με τον προσωρινό κανονισμό, βασιζόμενη στα δεδομένα που αφορούσαν την περίοδο έρευνας. Συνεπώς, ακόμη και αν το Συμβούλιο εσφαλμένα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα επιβεβαίωναν τα συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού, το σφάλμα αυτό δεν μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

63      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, καθόσον έκρινε ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν, στην προκειμένη περίπτωση, υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφαινόμενα ότι υφίστατο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας.

64      Συναφώς, το Συμβούλιο φρονεί ότι καίτοι η διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου πρόκλησης ζημίας πρέπει να στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και σε άμεσα επικείμενη μεταβολή περιστάσεων, ωστόσο πρόκειται, κατ’ ανάγκην, για κατά προβολήν ανάλυση του οικείου κινδύνου. Συνεπώς, οι προβλέψεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ενδέχεται να μην επιβεβαιωθούν χωρίς, εντούτοις, τα εν λόγω όργανα, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους για την αξιολόγηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, να υποπέσουν σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά το Συμβούλιο, είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την περίπλοκη αξιολόγηση μελλοντικών γεγονότων στο πλαίσιο της πολιτικής εμπορικής άμυνας.

65      Κατά το Συμβούλιο, η εξέταση των τεσσάρων συγκεκριμένων παραγόντων που προβλέπονται από το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αποκάλυψε μια «συγκεχυμένη κατάσταση» όσον αφορά την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας. Λαμβανομένης υπόψη της σαφούς διατυπώσεως της εν λόγω διατάξεως και της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης σε ζητήματα εμπορικής άμυνας, τα εν λόγω όργανα, στηριζόμενα σε αυτή τη «συγκεχυμένη κατάσταση», είχαν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση της οικείας διακριτικής ευχέρειας προκειμένου να αποφανθούν κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης ζημίας.

66      Συναφώς, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι, λόγω του «συγκεχυμένου» χαρακτήρα της υπό κρίση περίπτωσης κατά το πέρας της περιόδου έρευνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης συνέχισαν, κατά τρόπο ασυνήθη, αλλά για λόγους χρηστής διοίκησης, να παρακολουθούν την κατάσταση της αγοράς της Ένωσης κατά το μεταγενέστερο της περιόδου εξέτασης χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2008 έως τον Μάρτιο του 2009, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στην μεταβολή των συνθηκών και στους βασικούς οικονομικούς δείκτες. Η παρακολούθηση αυτή κατέστησε δυνατό στα εν λόγω θεσμικά όργανα να αποφύγουν παρανοήσεις όσον αφορά την εξέλιξη της οικείας αγοράς.

67      Η Hubei αμφισβητεί τα επιχειρήματα των ArcelorMittal κ.λπ. και του Συμβουλίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68      Κατά πρώτον, πρέπει να εξετασθεί η αιτίαση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τα άρθρα 3, παράγραφος 9, και 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, καθόσον στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίχθηκε στο γεγονός ότι μεταξύ των προβλέψεων του προσωρινού κανονισμού και των μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων υφίσταντο ασυνέπειες.

69      Υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αρχίζει έρευνα σ[το] επίπεδο [της Ένωσης]. Η έρευνα αυτή αφορά τόσο το ντάμπινγκ όσο και τη ζημία, και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως. Προκειμένου να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, συνήθως καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Κατά κανόνα, τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη».

70      Μολονότι είναι αληθές ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, καταρχήν, τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της έρευνας για το ντάμπινγκ και τη ζημία, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, χρησιμοποιώντας το επίρρημα «κατά κανόνα», δεν θέλησε να αποκλείσει εντελώς τη συνεκτίμηση τέτοιων δεδομένων.

71      Επομένως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα. Μια τέτοια δυνατότητα είναι ακόμη πιο εύλογη στο πλαίσιο ερευνών που αφορούν όχι τη διαπίστωση ζημίας, αλλά την εξακρίβωση υπάρξεως κινδύνου πρόκλησης ζημίας η οποία, εξ ορισμού, προϋποθέτει κατά προβολήν ανάλυση. Ωστόσο, η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας, όπως και η ύπαρξη ζημίας, πρέπει να αποδεικνύεται κατά την ημερομηνία της θεσπίσεως ενός μέτρου αντιντάμπινγκ. Επιπροσθέτως, από το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας πρέπει να στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς σε τυχόν ισχυρισμούς, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες, και ότι οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων ικανή να δημιουργήσει κατάσταση υπό την οποία το ντάμπινγκ θα προκαλούσε ζημία, πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιβεβαίωση ή τη διάψευση των προβλέψεων του προσωρινού κανονισμού και, στην πρώτη περίπτωση, να καταστήσουν δυνατή την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ.

73      Εντούτοις, η χρήση από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αυτών των μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων δεν είναι δυνατόν να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης.

74      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 34 και 35 της παρούσας αποφάσεως ο έλεγχος αυτός δεν πρέπει να θίγει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, πάντως το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερβαίνει τα όρια του ελέγχου αυτού εξετάζοντας αν τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων τα εν λόγω θεσμικά όργανα στήριξαν τις διαπιστώσεις τους είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν. Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει αν τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα τα οποία είχαν επικαλεστεί τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επιβεβαίωναν πράγματι τις προβλέψεις του προσωρινού κανονισμού και, συνακόλουθα, δικαιολογούσαν την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ.

75      Κατά δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο της εκτιμήσεως που διατύπωσαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσον αφορά τους τέσσερις παράγοντες που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας.

76      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εξετάσει, χωρίς ουδόλως να παραμορφώσει, τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκαν τα θεσμικά όργανα στον προσωρινό και, εν συνεχεία, στον επίδικο κανονισμό.

77      Στη βάση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλέστηκαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν ήταν ικανά να στηρίξουν το συμπέρασμα ότι υφίστατο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας και ότι, συνακόλουθα, το Συμβούλιο είχε υποπέσει συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

78      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβλεψε τα όρια του δικαστικού ελέγχου που ισχύουν αναφορικά με τα μέτρα εμπορικής άμυνας καθόσον, με τη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το Συμβούλιο, δεχόμενο ότι συνέτρεχε κίνδυνος πρόκλησης ζημίας, παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού στο μέτρο.

79      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-186/14 P και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C-193/14 P πρέπει να απορριφθούν.

80      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν οι αναιρεσείουσες στις υποθέσεις C-186/14 P και C-193/14 P πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

82      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

83      Δεδομένου ότι οι ArcelorMittal κ.λπ. και το Συμβούλιο ηττήθηκαν και ότι η Hubei είχε ζητήσει την καταδίκη τους, πρέπει αυτοί να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

84      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ομοίως ηττήθηκε όσον αφορά τα αιτήματά της φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

85      Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που επίσης εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C-186/14 P και C‑193/14 P.

2)      Καταδικάζει τις ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s. ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, Benteler Deutschland GmbH, Ovako Tube & Ring AB, Rohrwerk Maxhütte GmbH, Dalmine SpA, Silcotub SA, TMK-Artrom SA, Tubos Reunidos SA, Vallourec Oil and Gas France SAS, Vallourec Tubes France SAS, Vallourec Deutschland GmbH, Voestalpine Tubulars GmbH & Co. KG, Železiarne Podbrezová a.s. και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ιταλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.