Language of document : ECLI:EU:T:2016:17

Υπόθεση T‑409/12

Mitsubishi Electric Corp.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των έργων που αφορούν εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου — Απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν της μερικής ακύρωσης της αρχικής απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο — Πρόστιμα — Υποχρέωση αιτιολόγησης — Αρχή της χρηστής διοίκησης — Δικαιώματα άμυνας — Ίση μεταχείριση — Αναλογικότητα — Εσφαλμένη εκτίμηση — Αρχικό ποσό — Βαθμός συμμετοχής στην παράβαση — Συντελεστής αποτροπής»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 19ης Ιανουαρίου 2016

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Εκτίμηση — Απόφαση περί τροποποίησης του ποσού του προστίμου εκδοθείσα κατόπιν της μερικής ακύρωσης της αρχικής απόφασης — Λαμβάνεται υπόψη η διαδικασία που κατέληξε στην αρχική απόφαση

(Άρθρο 81 EK· Συμφωνία EΟΧ, άρθρο 53)

2.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού — Απόφαση περί τροποποίησης του ποσού του προστίμου εκδοθείσα κατόπιν της μερικής ακύρωσης της αρχικής απόφασης — Λαμβάνεται υπόψη η αιτιολογία της αρχικής απόφασης

(Άρθρο 81 EK· άρθρο 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία EΟΧ· άρθρο 53)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων — Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης — Δραστηριότητες ορισμένων μετεχόντων στη σύμπραξη τις οποίες ασκούσε κοινή εταιρία κατά το έτος αναφοράς — Προσαρμογή της μεθόδου κατανομής και επιμερισμού του βασικού ποσού — Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 EK· Συμφωνία EΟΧ, άρθρο 53)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξατομίκευση σε συνάρτηση με τη βαρύτητα της συμβολής κάθε εμπλεκόμενης επιχείρησης — Ενιαία και διαρκής παράβαση —Συμμετοχή επιχείρησης σε σύμπραξη υπό τη μορφή παράλειψης — Εκτίμηση

(Άρθρο 81 EK· Συμφωνία EΟΧ, άρθρο 53)

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως — Πραγματική οικονομική δυνατότητα πρόκλησης ζημίας στη θιγόμενη αγορά — Παραγωγοί εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα

(Άρθρο 81 EK· Συμφωνία EΟΧ, άρθρο 53)

1.      Όταν, στο πλαίσιο προσφυγής για την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο λόγω παράβασης των κανόνων περί ανταγωνισμού, η απόφαση αυτή συνιστά ρητά τροποποιητική απόφαση της αρχικής απόφασης, με την οποία επιβλήθηκε διαφορετικό ποσό προστίμου και η οποία ακυρώθηκε μερικώς από τον δικαστή της Ένωσης, η διαδικασία έκδοσης της τροποποιητικής απόφασης αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην προμνησθείσα αρχική απόφαση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τόσο η αρχική απόφαση όσο και τα προπαρασκευαστικά μέτρα για την έκδοσή της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η ανακοίνωση αιτιάσεων, μπορούν να ληφθούν υπόψη για να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέτρο κατά το οποίο η αρχική απόφαση και τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν θεωρηθεί παράνομα με την απόφαση περί ακυρώσεως.

Επιπλέον, εφόσον από τις παρατηρήσεις, τις οποίες διατύπωσε η προσφεύγουσα επί της έκθεσης πραγματικών περιστατικών που της απηύθυνε η Επιτροπή, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να εκθέσει λεπτομερώς την άποψή της σχετικά με τις διάφορες φάσεις του υπολογισμού του ύψους του προστίμου που επρόκειτο να της επιβληθεί, δεν είναι δυνατόν να προβληθεί ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας καθότι παρέλειψε να της ανακοινώσει ορισμένα κρίσιμα για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου στοιχεία, και συγκεκριμένα τα αριθμητικά στοιχεία για τις πωλήσεις.

Ομοίως, δεν αποδεικνύεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχείρησης όσον αφορά την πρόθεση της Επιτροπής να της επιβάλει πρόσθετο ποσό όταν, ήδη από την αρχική ανακοίνωση αιτιάσεων, η εν λόγω επιχείρηση γνώριζε ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να διασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου που θα επέβαλλε και, το αργότερο από την έκδοση της αρχικής απόφασης, η επιχείρηση αυτή ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η πρόθεση αυτή σήμαινε την επιβολή πρόσθετου ποσού για συγκεκριμένο διάστημα δραστηριότητας, η δε πρόθεση αυτή δεν αμφισβητήθηκε με την απόφαση περί μερικής ακυρώσεως της αρχικής απόφασης, ενώ επιβεβαιώθηκε τόσο στην προμνησθείσα έκθεση πραγματικών περιστατικών όσο και κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ της Επιτροπής και της εν λόγω επιχείρησης.

(βλ. σκέψεις 39, 41, 43, 51, 52)

2.      Η αιτιολογία αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση των άρθρων 81, παράγραφος 1, EK και 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και με την οποία επιβλήθηκαν πρόστιμα μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν εξετάζεται κατά πόσον τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολόγησης σε απόφαση τροποποιητική της αρχικής αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε κατόπιν μερικής ακυρώσεως της τελευταίας από τον δικαστή της Ένωσης, εφόσον η αιτιολογία αυτή δεν επηρεάστηκε από την απόφαση περί ακυρώσεως και εφόσον δεν αντιφάσκει προς το γράμμα της τροποποιητικής απόφασης.

Τουτέστιν, όσον αφορά την αιτιολογία σε σχέση με το αρχικό ποσό που καθόρισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου στην τροποποιητική απόφαση, το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση είναι σε θέση να κατανοήσει τα στοιχεία με βάση τα οποία η Επιτροπή εκτίμησε τη βαρύτητα της παράβασής της κατά τη διαδικασία έκδοσης της αρχικής απόφασης συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να παραθέσει στην απόφαση της αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον επακριβή τρόπο καθορισμού του αρχικού ποσού.

(βλ. σκέψεις 54, 66)

3.      Όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους προστίμου που επιβάλλεται λόγω παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, όταν, κατά το έτος αναφοράς που επελέγη για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων, οι δραστηριότητες ορισμένων μετεχόντων σε σύμπραξη στον οικείο τομέα ασκούνταν εξ ολοκλήρου μέσω κοινής εταιρίας η οποία ακολούθως διαλύθηκε, με αποτέλεσμα να μην έχουν καταγράψει πωλήσεις στον τομέα αυτό οι εν λόγω μετέχοντες, αντιθέτως προς άλλους, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον καθορίζει αρχικά ένα υποθετικό αρχικό ποσό για την εν λόγω κοινή εταιρία, το οποίο στη συνέχεια επιμερίζει μεταξύ των μετεχόντων που ήταν μέτοχοί της. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι τελευταίοι μεταβίβασαν τις δραστηριότητές τους στην προμνησθείσα μεμονωμένη οντότητα συνεπάγεται ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δεν μπορεί να υπολογιστεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα πρόστιμα για τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη, και ότι, από την άποψη αυτή, η περίπτωσή τους δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη των τελευταίων.

Σε ένα τέτοιο εξάλλου πλαίσιο, ακόμα και αν οι οικείοι μετέχοντες κατέχουν το ίδιο ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της προμνησθείσας κοινής εταιρίας, η Επιτροπή μπορεί να επιμερίσει το υποθετικό αρχικό ποσό κατ’ αναλογία των πωλήσεων του συγκεκριμένου προϊόντος που πραγματοποίησαν αυτοί κατά το τελευταίο έτος πριν από τη σύσταση της κοινής εταιρίας, ώστε να αποτυπωθεί η διαφορετική ικανότητα καθενός να συμβάλει στην παράβαση. Πράγματι, η μέθοδος αυτή καθιστά δυνατή τον συνδυασμό της αρχής της ίσης μεταχείρισης, κατά την οποία πρέπει να επιλέγεται το ίδιο έτος αναφοράς για όλους τους μετέχοντες στην παράβαση, με την βούληση να αποτυπωθεί η διαφορετική θέση που είχαν από άποψη ανταγωνισμού οι μετέχοντες που κατείχαν την κοινή εταιρία κατά το χρονικό σημείο της σύστασής της.

(βλ. σκέψεις 108-112, 130, 133, 143)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 150, 153-156)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 165-167, 169, 174-178, 180)