Language of document : ECLI:EU:C:2022:710

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 22ας Σεπτεμβρίου 2022 (1)

Υπόθεση C34/21

Hauptpersonalrat der Lehrerinnen und Lehrer beim Hessischen Kultusministerium

παρισταμένου του:

Minister des Hessischen Kultusministeriums als Dienststellenleiter

[αίτηση του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main
(διοικητικού πρωτοδικείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Επεξεργασία δεδομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης – Άρθρο 88, παράγραφος 1 – Ειδικός κανόνας – Απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2 – Περιφερειακό σχολικό σύστημα – Διδασκαλία μέσω τηλεδιάσκεψης σε συνεχή ροή και σε πραγματικό χρόνο – Έλλειψη ρητής συγκατάθεσης των εκπαιδευτικών»






1.        Το ζήτημα που πρέπει, κατ’ ουσίαν, να αποσαφηνιστεί στη διαφορά στην οποία ανάγεται η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι το κατά πόσον οι εκπαιδευτικοί που απασχολούνται από υπουργείο του ομόσπονδου κράτους της Έσσης (Γερμανία) οφείλουν να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους για τη μετάδοση των μαθημάτων τους μέσω τηλεδιάσκεψης ή το κατά πόσον, σε περίπτωση έλλειψης συγκατάθεσης, η επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα (2) μπορεί να βρει έρεισμα σε κάποιον από τους νόμιμους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (3).

2.        Η προδικαστική παραπομπή παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί για πρώτη φορά, εάν δεν απατώμαι, επί του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα κράτη μέλη, μέσω της νομοθεσίας ή μέσω των συλλογικών συμβάσεων, μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης.

I.      Το νομοθετικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης. Ο ΓΚΠΔ.

3.        Οι ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις έχουν ως εξής:

«[…]

(8)      Οσάκις ο παρών κανονισμός προβλέπει προδιαγραφές ή περιορισμούς των κανόνων του από το δίκαιο των κρατών μελών, τα κράτη μέλη μπορούν να ενσωματώσουν στοιχεία του παρόντος κανονισμού στο εθνικό τους δίκαιο, στην έκταση που απαιτείται για λόγους συνεκτικότητας και για να είναι κατανοητές οι εθνικές διατάξεις στα πρόσωπα για τα οποία αυτές εφαρμόζονται.

[…]

(10)      Για τη διασφάλιση συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων και την άρση των εμποδίων στις ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης, το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων θα πρέπει να είναι ισοδύναμο σε όλα τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να διασφαλίζεται συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που γίνεται προς συμμόρφωση με νομική υποχρέωση, προς εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις για τον περαιτέρω προσδιορισμό της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού. […]

[…]

(45)      Όταν η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με νομική υποχρέωση την οποία υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή όταν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η επεξεργασία θα πρέπει να έχει βάση στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. Ο παρών κανονισμός δεν απαιτεί συγκεκριμένο νόμο για κάθε μεμονωμένη επεξεργασία. Μπορεί να αρκεί ένας μόνο νόμος ως βάση για περισσότερες από μία πράξεις επεξεργασίας με βάση νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επίσης, ο καθορισμός του σκοπού της επεξεργασίας θα πρέπει να εναπόκειται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. Επιπλέον, το εν λόγω δίκαιο θα μπορούσε να προσδιορίζει τις γενικές προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού που διέπουν τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να θεσπίζει προδιαγραφές για τον καθορισμό του υπευθύνου επεξεργασίας, του είδους των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπόκεινται σε επεξεργασία, των εκάστοτε υποκειμένων των δεδομένων, των οντοτήτων στις οποίες μπορούν να κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, των περιορισμών σκοπού, της περιόδου αποθήκευσης και άλλων μέτρων για την εξασφάλιση σύννομης και δίκαιης επεξεργασίας. […]

[…]

(155)      Στο δίκαιο των κρατών μελών ή σε συλλογικές συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των “εργασιακών συμφωνιών”, μπορούν να θεσπίζονται ειδικοί κανόνες για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης, ιδίως για τους όρους υπό τους οποίους δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης μπορούν να υφίστανται επεξεργασία με βάση τη συγκατάθεση του εργαζομένου, για σκοπούς πρόσληψης, εκτέλεσης της σύμβασης απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις, διαχείρισης, προγραμματισμού και οργάνωσης εργασίας, ισότητας και πολυμορφίας στον χώρο εργασίας και υγείας και ασφάλειας στην εργασία, καθώς και για σκοπούς άσκησης και απόλαυσης, σε ατομική ή συλλογική βάση, δικαιωμάτων και παροχών που σχετίζονται με την απασχόληση και για σκοπούς καταγγελίας της σχέσης απασχόλησης.

[…]».

4.        Το άρθρο 5 («Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα») ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)      υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (“νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια”),

β)      συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 (“περιορισμός του σκοπού”),

γ)      είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (“ελαχιστοποίηση των δεδομένων”),

δ)      είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας (“ακρίβεια”),

ε)      διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποθηκεύονται για μεγαλύτερα διαστήματα, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 και εφόσον εφαρμόζονται τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων (“περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης”),

στ)      υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων (“ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα”).

2.      Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 (“λογοδοσία”).»

5.        Το άρθρο 6 («Νομιμότητα της επεξεργασίας») του ΓΚΠΔ προβλέπει τα εξής:

«1.      Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει συγκατάθεση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

β)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,

γ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

[…]

ε)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

στ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την επεξεργασία για τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε), καθορίζοντας ακριβέστερα ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία και άλλα μέτρα προς εξασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, μεταξύ άλλων για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ.

3.      Η βάση για την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε) ορίζεται σύμφωνα με:

α)      το δίκαιο της Ένωσης, ή

β)      το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

Ο σκοπός της επεξεργασίας καθορίζεται στην εν λόγω νομική βάση ή, όσον αφορά την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), είναι η αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η εν λόγω νομική βάση μπορεί να περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων: τις γενικές προϋποθέσεις που διέπουν τη σύννομη επεξεργασία από τον υπεύθυνο επεξεργασίας· τα είδη των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία· τα οικεία υποκείμενα των δεδομένων· τις οντότητες στις οποίες μπορούν να κοινοποιούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τους σκοπούς αυτής της κοινοποίησης· τον περιορισμό του σκοπού· τις περιόδους αποθήκευσης· και τις πράξεις επεξεργασίας και τις διαδικασίες επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, όπως εκείνα για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ. Το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

4.      Όταν η επεξεργασία για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν βασίζεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή στο δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσο η επεξεργασία για άλλο σκοπό είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονται αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)      τυχόν σχέση μεταξύ των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας,

β)      το πλαίσιο εντός του οποίου συλλέχθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των υποκειμένων των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας,

γ)      τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως για τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 9, ή κατά πόσο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με ποινικές καταδίκες και αδικήματα υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 10,

δ)      τις πιθανές συνέπειες της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων,

ε)      την ύπαρξη κατάλληλων εγγυήσεων, που μπορεί να περιλαμβάνουν κρυπτογράφηση ή ψευδωνυμοποίηση.»

6.        Το άρθρο 88 («Επεξεργασία στο πλαίσιο της απασχόλησης») διαλαμβάνει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη, μέσω της νομοθεσίας ή μέσω των συλλογικών συμβάσεων, μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης, ιδίως για σκοπούς πρόσληψης, εκτέλεσης της σύμβασης απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις, διαχείρισης, προγραμματισμού και οργάνωσης εργασίας, ισότητας και πολυμορφίας στον χώρο εργασίας, υγείας και ασφάλειας στην εργασία, προστασίας της περιουσίας εργοδοτών και πελατών και για σκοπούς άσκησης και απόλαυσης, σε ατομική ή συλλογική βάση, δικαιωμάτων και παροχών που σχετίζονται με την απασχόληση και για σκοπούς καταγγελίας της σχέσης απασχόλησης.

2.      Οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν κατάλληλα και ειδικά μέτρα για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των έννομων συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, με ιδιαίτερη έμφαση στη διαφάνεια της επεξεργασίας, τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός ομίλου επιχειρήσεων, ή ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα και τα συστήματα παρακολούθησης στον χώρο εργασίας.

3.      Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζει στο δίκαιό του δυνάμει της παραγράφου 1, έως τις 25 Μαΐου 2018 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακολουθούσα τροποποίησή τους.»

Β.      Το εθνικό δίκαιο

1.      Ο Hessisches Datenschutz- und Informationsfreiheitsgesetz (4)

7.        Το άρθρο 23 ορίζει τα εξής:

«(1)      Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία για σκοπούς της σχέσης εργασίας, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης εργασίας ή, μετά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, για την εκτέλεσή της, την καταγγελία της ή τη λύση της, καθώς και για την υλοποίηση εσωτερικών μέτρων προγραμματισμού, οργάνωσης, κοινωνικού χαρακτήρα και μέτρων που αφορούν το προσωπικό. Τούτο ισχύει, επίσης, για την άσκηση των δικαιωμάτων ή την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από νόμο ή από γενική συλλογική σύμβαση, από επιχειρησιακή συμφωνία ή από σύμβαση του δημοσίου τομέα (συλλογική σύμβαση) σχετικά με την εκπροσώπηση των συμφερόντων των εργαζομένων.

[…]

(4)      Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων για σκοπούς της σχέσης εργασίας, επιτρέπεται βάσει συλλογικών συμβάσεων. Τα διαπραγματευόμενα μέρη οφείλουν, συναφώς, να τηρούν το άρθρο 88, παράγραφος 2, του [ΓΚΠΔ].

(5)      Ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει, ιδίως, ότι τηρούνται οι αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 5 του [ΓΚΠΔ] και διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

[…]

(8)      Ως εργαζόμενοι κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται:

[…]

7.      οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπόκεινται στον Hessisches Beamtengesetz [(5)], οι δικαστές του ομόσπονδου κράτους, καθώς και τα πρόσωπα που εκτελούν πολιτική υπηρεσία.

[…]»

2.      Ο Hessisches Beamtengesetz

8.        Το άρθρο 86, παράγραφος 4, ορίζει τα εξής:

«Ο εργοδότης μπορεί να συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υποψηφίους για εργασία, δημοσίους υπαλλήλους και πρώην δημοσίους υπαλλήλους μόνο στον βαθμό που τούτο είναι αναγκαίο για τη σύναψη, την εκτέλεση, την καταγγελία ή τη λύση σχέσης εργασίας, καθώς και για την υλοποίηση μέτρων σχετικά με την οργάνωση και το προσωπικό καθώς και μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα και ειδικότερα για σκοπούς του προγραμματισμού και της κατανομής προσωπικού, ή στον βαθμό που τούτο επιτρέπεται από διάταξη νόμου ή από συλλογική σύμβαση του δημοσίου τομέα […]».

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Βισμπάντεν, Γερμανία), το οποίο έλαβε αρχικώς την απόφαση να υποβάλει την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεν έχει παράσχει λεπτομερή έκθεση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ούτε των προσβληθεισών ενώπιόν του διατάξεων (6), ούτε των πλημμελειών της διαδικασίας, παρά μόνον επικεντρώθηκε στη διατύπωση των αμφιβολιών του ως προς τις νομικές πτυχές.

10.      Το δικαστήριο αυτό περιορίζεται στη διαπίστωση ότι οι διάδικοι «ερίζουν ως προς το εάν, στο πλαίσιο της εισαγωγής διδασκαλίας μέσω συστημάτων τηλεδιάσκεψης σε συνεχή ροή και σε πραγματικό χρόνο, πέραν της συγκατάθεσης των γονέων για τα τέκνα τους ή των ενήλικων μαθητών, απαιτείται και η συγκατάθεση του οικείου εκπαιδευτικού ή εάν, αντιθέτως, η επίμαχη επεξεργασία δεδομένων καλύπτεται από το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του HDSIG […]».

11.      Ειδικότερα, εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του HDSIG συνιστά «ειδικό κανόνα» έναντι της επεξεργασίας δεδομένων των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ. Κατά την κρίση του, το άρθρο αυτό δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, διότι:

–      κάνει απλή αναφορά στην «αναγκαιότητα» ως νομική βάση για την επεξεργασία των δεδομένων των εργαζομένων ή υπαλλήλων·

–      οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων των εργαζομένων που βαίνει πέραν του αμιγώς αναγκαίου για τους σκοπούς της σύμβασης εργασίας πρέπει να πραγματοποιείται μετά από στάθμιση συμφερόντων η οποία βαίνει πέραν της απλής αναγκαιότητας, στοιχείο που δεν προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

12.      Το αιτούν δικαστήριο δηλώνει ότι δεν συμφωνεί με τη νομολογία του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) σχετικά με τη συμβατότητα προς το άρθρο 88 του ΓΚΠΔ της αντίστοιχης με το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του HDSIG ομοσπονδιακής διάταξης (7).

13.      Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι:

–      η εισαγωγή της αρχής της «αναγκαιότητας» στην εθνική νομοθεσία δεν συνιστά συγκεκριμένη εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ·

–      η πρόβλεψη ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να τηρεί, ιδίως, τις αρχές του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ ουδόλως πληροί τις εν λόγω απαιτήσεις διότι το άρθρο 5 δεν προβλέπει κανενός είδους ειδική προστασία των εργαζομένων·

–      μολονότι ο νομοθέτης επισήμανε, κατ’ αρχήν, και έλαβε υπόψη του το άρθρο 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, καθόσον απαιτεί την τήρησή του στο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων, εντούτοις, ούτε στον νόμο ούτε στην αιτιολογική έκθεση της οικείας νομοθετικής ρύθμισης εξέτασε ή συμπεριέλαβε τον κατάλογο των απαιτήσεων της παραγράφου 2.

14.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 88, παράγραφος 1, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι μια νομοθετική διάταξη, για να αποτελεί ειδικό κανόνα που διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 1, του κανονισμού [ΓΚΠΔ], πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού;

2)      Μπορεί ένα εθνικός κανόνας να εξακολουθεί να εφαρμόζεται παρά το γεγονός ότι προδήλως δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, του [ΓΚΠΔ];»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιανουαρίου 2021.

16.      Από 1ης Δεκεμβρίου 2021 (8), η αρμοδιότητα εκδίκασης της διαφοράς της κύριας δίκης περιήλθε στο Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (διοικητικό πρωτοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία), ενώπιον του οποίου συνεχίστηκε η εκδίκασή της.

17.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική, η Αυστριακή και η Ρουμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όλες οι ανωτέρω καθώς και η επιτροπή διδακτικού προσωπικού απάντησαν γραπτώς στις ερωτήσεις που τους απηύθυνε το Δικαστήριο πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

18.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2022 παρέστησαν η επιτροπή διδακτικού προσωπικού, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού του ομόσπονδου κράτους της Έσσης, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως

19.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Γερμανική Κυβέρνηση είχε εγείρει ένσταση απαραδέκτου της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, διότι, όσον αφορά την εκτίμηση του κατά πόσον η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με τη μετάδοση μαθημάτων μέσω τηλεδιάσκεψης σε συνεχή ροή και σε πραγματικό χρόνο καλύπτεται από το άρθρο 23, παράγραφος 1, του HDSIG, το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποκλείει το ενδεχόμενο η επεξεργασία αυτή να επιτρέπεται κατόπιν συγκατάθεσης του εκπαιδευτικού.

20.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση άμβλυνε τη θέση της αυτή αναγνωρίζοντας ότι το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί (με άλλα λόγια, ότι η προδικαστική παραπομπή είναι παραδεκτή) εάν η επεξεργασία έλαβε χώρα χωρίς τη συγκατάθεση των οικείων εκπαιδευτικών.

21.      Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής απόφασης μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (9).

22.      Καμία από τις περιστάσεις αυτές δεν συντρέχει στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής, όπου υπερισχύει το τεκμήριο λυσιτέλειας της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (10). Η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η τελευταία είναι ότι δεν συναινούν κατ’ ανάγκην όλοι οι εκπαιδευτικοί στην επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, παραμένει κρίσιμο το κατά πόσον ο κανόνας (11) στον οποίον θα μπορούσε να βρει έρεισμα η άνευ συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων επεξεργασία συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

23.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, ακριβώς, το εάν η νομοθεσία στην οποία θα έβρισκε έρεισμα η άνευ συγκατάθεσης των εκπαιδευτικών επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφοι 1 και 2, του ΓΚΠΔ. Ως εκ τούτου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η διαφορά της κύριας δίκης παρουσιάζει επαρκή σύνδεση με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία.

Β.      Επί της ουσίας

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

24.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν μια νομοθετική διάταξη, για να αποτελεί «ειδικό κανόνα» κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου του 88, παράγραφος 2.

25.      Η ανάγνωση του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι «ειδικοί κανόνες» κατά την παράγραφό του 1 πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου του 2.

26.      Κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, οι «εν λόγω κανόνες» (ήτοι, οι ειδικοί κανόνες που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 και τους οποίους μπορούν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη) πρέπει να περιλαμβάνουν «κατάλληλα και ειδικά μέτρα» για τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειας, των έννομων συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να δίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη διαφάνεια της επεξεργασίας, τη διαβίβαση δεδομένων εντός ομίλου επιχειρήσεων ή ομίλου εταιριών και τα συστήματα παρακολούθησης στον χώρο εργασίας.

27.      Υφίσταται, συνεπώς, προφανής σύνδεση μεταξύ των δύο αυτών παραγράφων του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ: η παράγραφος 2 εξειδικεύει, με επιτακτικούς όρους (12), το περιεχόμενο των ειδικών κανόνων που, σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στον τομέα της απασχόλησης.

28.      Ως εκ τούτου, η απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: το άρθρο 88 του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι μια νομοθετική διάταξη, η οποία επιχειρείται να αποτελέσει «ειδικό κανόνα» κατά την έννοια της παραγράφου του 1, «πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις» –για να χρησιμοποιήσω τους όρους του αιτούντος δικαστηρίου– της παραγράφου 2.

29.      Δεν φαίνεται λογικό το αιτούν δικαστήριο να χρειαζόταν τη συνδρομή του Δικαστηρίου για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Ως εκ τούτου, το πραγματικό νόημα του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος θα πρέπει ενδεχομένως να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του δεύτερου. Με το τελευταίο αυτό ερώτημα, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν εθνικός κανόνας που «δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2», του ΓΚΠΔ (13) μπορεί να συνεχίζει να εφαρμόζεται.

30.      Υπό το πρίσμα αυτό (ήτοι αυτό της διάταξης περί παραπομπής), η συζήτηση εκτείνεται στο κατά πόσον οι νομοθετικές διατάξεις των κρατών μελών που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, αλλά δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, μπορούν να βρουν έρεισμα σε άλλους κανόνες του ΓΚΠΔ και, συγκεκριμένα, σε άλλες ρήτρες «ανοίγματος» του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτή του άρθρου του 6, παράγραφος 2.

31.      Η επικάλυψη των δύο ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου είναι τέτοια που η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή τάσσονται υπέρ της κοινής απάντησής τους, προσέγγιση την οποία συμμερίζομαι και την οποία πρόκειται να ακολουθήσω.

2.      Επί του άρθρου 88 και της έννοιας της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας

32.      Το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει ως δεδομένο ότι, όσον αφορά τους εσωτερικούς κανόνες για την προστασία δεδομένων, οι εκπαιδευτικοί που εκπροσωπούνται από την επιτροπή διδακτικού προσωπικού και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού του ομόσπονδου κράτους της Έσσης συνδέονται με σχέση εργασίας.

33.      Η παραδοχή αυτή συνάδει με τον HDSIG, ο οποίος, κατά το μέρος που ρυθμίζει τα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων, χαρακτηρίζει ως εργαζόμενους, κατά την έννοια του νόμου αυτού, τους δημόσιους υπαλλήλους που υπόκεινται στον HBG, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι εκπαιδευτικοί.

34.      Ουδέποτε, συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ στους εργαζομένους του ομόσπονδου κράτους που απασχολούνται στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία.

35.      Εξάλλου, ούτε οι διάδικοι ούτε ο παρεμβαίνων στην υπό κρίση προδικαστική παραπομπή, όταν ερωτήθηκαν σχετικώς από το Δικαστήριο, αμφισβήτησαν την παραδοχή αυτή. Όλοι συμφωνούν ότι η απασχόληση στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ.

36.      Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση αυτή είναι ορθή, εκτιμώ δε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την εξέταση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ, καθ’ ο μέρος το τελευταίο αναφέρεται στην «προστασία […] έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης».

37.      Όπως υπογράμμισε η Γερμανική Κυβέρνηση, στην εν ευρεία εννοία κατηγορία των εργαζομένων περιλαμβάνονται, όπως είναι φυσικό, και οι δημόσιοι εκπαιδευτικοί λειτουργοί που παρέχουν υπηρεσίες στο ομόσπονδο κράτος και των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπεί η επιτροπή διδακτικού προσωπικού.

38.      Η νομολογία του Δικαστηρίου επί της σχέσης εργασίας (14) και της έννοιας του εργαζομένου, υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των τελευταίων και της αδυναμίας εφαρμογής του πρώην άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ (νυν άρθρο 45, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ) στην απασχόληση στη δημόσια διοίκηση, μπορεί, κατ’ αναλογίαν, να αποτελέσει τη βάση για τη λύση που προτείνω.

39.      Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η οποία δίδει έμφαση στη λειτουργική πτυχή του επιτελούμενου έργου:

–      η έννοια της δημοσίας διοίκησης πρέπει, για τους σκοπούς αυτούς, να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ομοιόμορφα στο σύνολο της Ένωσης και, συνεπώς, δεν μπορεί να αφεθεί στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών·

–      το άρθρο 45, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ αφορά τις θέσεις εργασίας που συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών (15).

40.      Δεδομένου ότι οι δημόσιοι εκπαιδευτικοί λειτουργοί δεν μετέχουν, υπό την ιδιότητα αυτή, στην εν στενή εννοία άσκηση δημόσιας εξουσίας, αλλά, μάλλον, παρέχουν υπηρεσίες εκπαιδευτικού χαρακτήρα (16), παρόμοιες με εκείνες που παρέχουν σε άλλους ιδιωτικούς φορείς ή επιχειρήσεις, μπορούν να χαρακτηρίζονται ως «εργαζόμενοι» τόσο γενικώς όσο και κατ’ επέκταση στον τομέα της προστασίας δεδομένων.

41.      Το αντίθετο θα ισοδυναμούσε, όπως τόνισε η Αυστριακή Κυβέρνηση, με άνιση μεταχείριση ταυτόσημων κατ’ ουσίαν καταστάσεων, όπως αυτές που, από ουσιαστικής απόψεως, καθορίζουν τη θέση των εκπαιδευτικών στη δημόσια διοίκηση και στον ιδιωτικό τομέα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ακόμη πιο σοβαρό εάν ληφθεί υπόψη, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, ότι η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας δεν έχει εναρμονιστεί εντός της Ένωσης, με συνέπεια, σε περίπτωση διαφορετικής ερμηνείας, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ να εξαρτάται από το εθνικό δίκαιο.

3.      Επί των ρητρών «ανοίγματος» κατά τον ΓΚΠΔ

42.      Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στην υπόθεση Fashion ID (17), με την αντικατάσταση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (18) από τον ΓΚΠΔ επήλθε, πρωτίστως, ουσιώδης μεταβολή στη φύση της νομικής πράξης που διέπει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

43.      Η πράξη αυτή δεν είναι πλέον οδηγία (ήτοι, κανόνας που επιβάλλει υποχρέωση αποτελέσματος, καταλείποντας στις εθνικές αρχές την επιλογή του τρόπου και των μέσων), αλλά κανονισμός. Ο τελευταίος, ο οποίος είναι υποχρεωτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, δεν επιτρέπει, κατ’ αρχήν και χωρίς ρητή εξουσιοδότηση, τη μεταφορά (ή αναπαραγωγή) του περιεχομένου του από εθνικούς κανόνες (19).

44.      Καίτοι ο ΓΚΠΔ προχώρησε πέραν της εναρμόνισης την οποία επιδίωκε η οδηγία 95/46 (20), εντούτοις, το γεγονός ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων η επεξεργασία πρέπει να προστατεύεται παράγονται στο σύνολο σχεδόν των τομέων ανθρώπινης δραστηριότητας (21) είχε ως συνέπεια ο νομοθέτης της Ένωσης να επιτρέψει στα κράτη μέλη να:

–      να ενσωματώνουν στο εθνικό τους δίκαιο ορισμένα στοιχεία του ΓΚΠΔ, οσάκις ο τελευταίος προβλέπει προδιαγραφές ή περιορισμούς των κανόνων του από το δίκαιο των κρατών μελών·

–      να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις για τον περαιτέρω προσδιορισμό της εφαρμογής ορισμένων κανόνων του ΓΚΠΔ (22).

45.      Παρότι ο ΓΚΠΔ επιδιώκει να διασφαλίσει συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων προστασίας στο σύνολο της Ένωσης και να άρει τα εμπόδια στις ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της τελευταίας (23), εντούτοις, ο Ευρωπαίος νομοθέτης δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας J. Richard de la Tour, ότι η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο περίπλοκη: ο ΓΚΠΔ δεν μπορούσε να προκαταλάβει, παρά τον εγκάρσιο χαρακτήρα του, όλες τις συνέπειες τις οποίες μπορεί να έχει η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τομείς, όπως η κατανάλωση, ο ανταγωνισμός ή η εργασία (24).

46.      Γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο κατανοητός ο λόγος για τον οποίον ο ΓΚΠΔ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν πρόσθετους εθνικούς κανόνες, αυστηρότερους ή εισάγοντες παρεκκλίσεις. Τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι διατάξεις αυτές μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή («ρήτρες παρέκκλισης») (25).

47.      Η σχετικά εκτεταμένη χρήση αυτού του είδους των ρητρών έχει αποβεί εις βάρος της πλήρους εναρμόνισης της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (26). Όπως έχει αναγνωρίσει η Επιτροπή, το γεγονός ότι ο ΓΚΠΔ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να νομοθετούν σε ορισμένους τομείς και ταυτόχρονα τους παρέχει τη δυνατότητα να εξειδικεύουν τους κανόνες του σε άλλους είχε ως αποτέλεσμα να προκύψει «κάποιος βαθμός κατακερματισμού, ο οποίος οφείλεται κυρίως στην εκτεταμένη χρήση ρητρών προαιρετικής περαιτέρω εξειδίκευσης» (27).

48.      Η κρίσιμη εν προκειμένω ρήτρα είναι αυτή του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Εντούτοις, είναι αναγκαίο να εξεταστεί εν συντομία η σχέση της με εκείνη του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και εʹ του ίδιου κανονισμού, όπως συνέβη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

α)      Επί του άρθρου 6, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ

49.      Ενταγμένο στο κεφάλαιο ΙΙ του ΓΚΠΔ, στο οποίο τίθενται οι «αρχές» που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, συνθέτουν το γενικό καθεστώς του συστήματος, το άρθρο 6 απαριθμεί, στην παράγραφο 1, τις προϋποθέσεις νομιμότητας της επεξεργασίας. Συγκεκριμένα, το στοιχείο αʹ της τελευταίας αυτής παραγράφου αναφέρεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και το στοιχείο βʹ στον αναγκαίο χαρακτήρα της επεξεργασίας για την εκτέλεση σύμβασης στην οποία το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος.

50.      Οι προϋποθέσεις αυτές προστίθενται σε εκείνες που απορρέουν από τις αρχές τις οποίες θεσπίζει γενικώς (28) το άρθρο 5 του ΓΚΠΔ και εξειδικεύουν τα άρθρα 7 έως 11 του ΓΚΠΔ όσον αφορά τη συγκατάθεση (άρθρο 7 και, όσον αφορά τους ανηλίκους, άρθρο 8), την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 9) ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα (άρθρο 10) και την επεξεργασία η οποία δεν απαιτεί εξακρίβωση ταυτότητας (άρθρο 11).

51.      Στο σύνολο αυτό αρχών και κανόνων μπορούν να προστεθούν οι «πιο ειδικές διατάξεις» που, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, θεσπίζονται (ή διατηρούνται) από τα κράτη μέλη για την «προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων» του ΓΚΠΔ όσον αφορά δύο συγκεκριμένες πράξεις επεξεργασίας, όταν οι τελευταίες είναι αναγκαίες για:

–      τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση (άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ)·

–      την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ) (29).

52.      Η «προσαρμογή» αυτή, προσθέτει το άρθρο, συνίσταται στο να καθοριστούν «ακριβέστερα ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία και άλλα μέτρα προς εξασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, μεταξύ άλλων για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ».

53.      Η τελευταία αυτή φράση του άρθρου δεν έχει την επιθυμητή σαφήνεια, καθώς δεν είναι εύκολο να συναχθεί εάν επιτρέπει –επιμένω, για τους σκοπούς της επεξεργασίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ– τη ρύθμιση συγκεκριμένων καταστάσεων διαφορετικών από εκείνες που προβλέπονται ήδη στο κεφάλαιο ΙΧ ή εάν οι τελευταίες είναι οι μόνες καταστάσεις που, όσον αφορά τις δύο αυτές πράξεις επεξεργασίας, επιτρέπει ο ΓΚΠΔ.

β)      Επί του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ

54.      Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνω, η κρίσιμη εν προκειμένω ρήτρα ανοίγματος, διότι σε αυτήν επικεντρώνεται το αιτούν δικαστήριο, είναι αυτή του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο αυτό, τα κράτη μέλη, μέσω της νομοθεσίας ή μέσω των συλλογικών συμβάσεων, μπορούν να θεσπίζουν «ειδικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης».

55.      Αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να τύχουν επεξεργασίας, ιδίως, για τους σκοπούς της:

–      πρόσληψης, εκτέλεσης της σύμβασης απασχόλησης (30), διαχείρισης, προγραμματισμού και οργάνωσης εργασίας, ισότητας και πολυμορφίας στον χώρο εργασίας, υγείας και ασφάλειας στην εργασία, προστασίας της περιουσίας εργοδοτών και πελατών·

–      άσκησης και απόλαυσης, σε ατομική ή συλλογική βάση, δικαιωμάτων και παροχών που σχετίζονται με την απασχόληση·

–      καταγγελίας της σχέσης εργασίας.

56.      Η δυνατότητα θέσπισης τέτοιων διατάξεων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του βαθμού εναρμόνισης. Οι εθνικοί κανόνες που μπορούν να θεσπιστούν βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ενδέχεται να συνεπάγονται, για ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, αποκλίσεις από το γενικό καθεστώς του ΓΚΠΔ βαίνουσες πέραν της απλής «προσαρμογής» την οποία επιτρέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ:

–      το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ επιτρέπει στα κράτη μέλη να προσαρμόζουν την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του ίδιου του ΓΚΠΔ·

–      αντιθέτως, το άρθρο 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες προστασίας. Πρόκειται, συνεπώς, για εντατικότερη νομοπαρασκευαστική δραστηριότητα, κάτι που δεν συμβαίνει όταν πρόκειται απλώς για προσαρμογή της εφαρμογής διατάξεων του ΓΚΠΔ των οποίων το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής πρέπει να θεωρούνται αμετάβλητα (31).

4.      Επί του άρθρου 23 του HDSIG υπό το πρίσμα του ΓΚΠΔ

57.      Σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 88, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι το άρθρο 23 του HDSIG περιλαμβανόταν μεταξύ των νομικών διατάξεων που θεσπίστηκαν από το εν λόγω κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

58.      Κατά τη γνώμη μου, η οποία ταυτίζεται ως προς το σημείο αυτό με αυτήν του αιτούντος δικαστηρίου και της Επιτροπής, το άρθρο 23 του HDSIG δεν πληροί τον όρο να «θεσπίζουν [τα κράτη μέλη] ειδικούς κανόνες» προκειμένου να διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης, όπως ορίζει το άρθρο 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

59.      Τόσο το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του HDSIG όσο και το άρθρο 86, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του HBG ορίζουν απλώς ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων και των δημοσίων υπαλλήλων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της σχέσης εργασίας, εφόσον τούτο είναι «αναγκαίο» για έναν από τους ακόλουθους σκοπούς:

–      για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης εργασίας ή, μετά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, για την εκτέλεσή της, την καταγγελία της ή τη λύση της· ή

–      για την υλοποίηση εσωτερικών μέτρων προγραμματισμού και οργάνωσης, κοινωνικού χαρακτήρα και μέτρων που αφορούν το προσωπικό.

60.      Στην πραγματικότητα, αμφότεροι οι κανόνες εξαρτούν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων από το απλό γεγονός ότι αυτή είναι αναγκαία για συγκεκριμένους σκοπούς.

61.      Δεν πρόκειται, συνεπώς, για πρόβλεψη σημαντικά διαφορετική από αυτή του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ («[η] επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον […] είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης») (32).

62.      Το άρθρο 23 του HDSIG επαναλαμβάνει, συνεπώς, προϋπόθεση που επιβάλλεται ήδη από το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ για την εν γένει νομιμότητα της επεξεργασίας. Δεν προσθέτει, αντιθέτως, κανέναν ειδικό κανόνα για την προστασία των δικαιωμάτων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης (33).

63.      Το ίδιο αποτέλεσμα θα προέκυπτε εάν η επίμαχη διδακτική δραστηριότητα ενέπιπτε στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ (ήτοι, εάν η επίμαχη επεξεργασία ήταν απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας) (34).

64.      Στην περίπτωση των στοιχείων γʹ και εʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ επιτρέπει στα κράτη μέλη, όπως έχω ήδη αναφέρει, να διατηρούν ή να θεσπίζουν «πιο ειδικές διατάξεις […] καθορίζοντας ακριβέστερα ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία […]».

65.      Επιμένω, το άρθρο 23 του HDSIG δεν αποτελεί «πιο ειδική διάταξη», αλλά απλώς επιτρέπει την επεξεργασία των δεδομένων των εργαζομένων εφόσον τούτο είναι αναγκαίο. Δεν φθάνει έως του σημείου να εξειδικεύει τους όρους και τις προϋποθέσεις της ενδεχόμενης αυτής επεξεργασίας.

66.      Η Γερμανική Κυβέρνηση αντιτάσσει ότι θα ήταν «αδύνατο και ανέφικτο» να αποτυπωθούν λεπτομερώς οι πιθανοί τρόποι επεξεργασίας των δεδομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης. Κατά την κρίση της, θα έπρεπε να αρκεί ένας νομοθετικός κανόνας στον οποίο μπορούν, κατά περίπτωση, να βρουν έρεισμα οι πράξεις επεξεργασίας που δεν χρήζουν ειδικότερης νομικής βάσης (35).

67.      Στο ανωτέρω αρκεί να δοθεί η απάντηση ότι, όσο δύσκολο και αν είναι το εγχείρημα, το άρθρο 88, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ είναι κατηγορηματικό κατά το μέρος που ορίζει ότι τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή «τις διατάξεις που θεσπίζ[ουν] στο δίκαιό του[ς] δυνάμει της παραγράφου 1» του ίδιου άρθρου. Με άλλα λόγια, όχι τις (βασικές) διατάξεις στις οποίες στηρίζονται εκείνες που θεσπίζουν ειδικούς κανόνες, αλλά ακριβώς αυτούς τους τελευταίους. Η κοινοποίηση πρέπει να είναι εξατομικευμένη και ρητή (36).

68.      Εν ολίγοις, το άρθρο 23 του HDSIG επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, την εξουσιοδότηση που ήδη περιέχεται στο άρθρο 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ή, με άλλα λόγια, ανοίγει τον δρόμο για την περαιτέρω θέσπιση (ή διατήρηση) ειδικών κανόνων.

69.      Πέραν του ότι δεν θεσπίζει per se «ειδικούς κανόνες» κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, το άρθρο 23 του HDSIG ουδόλως περιλαμβάνει «κατάλληλα και ειδικά μέτρα για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των έννομων συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα».

70.      Παραλείποντας τέτοιου είδους μέτρα, το άρθρο 23 του HDSIG δεν πληροί την προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ προκειμένου να μπορεί να γίνει δεκτή νομοθεσία κράτους μέλους που εισάγει παρεκκλίσεις στον τομέα της απασχόλησης.

71.      Δεδομένου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιορίζεται στον έλεγχο νομοθετικών διατάξεων και όχι συλλογικών συμβάσεων, δεν θα εξετάσω τις τελευταίες και θα επικεντρωθώ αποκλειστικά στις πρώτες (37).

72.      Όσον αφορά τις διατάξεις αυτές, ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να ορίσει απλώς, όπως πράττει το άρθρο 23, παράγραφος 5, του ΓΚΠΔ, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει ότι «τηρούνται οι αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 5 του [ΓΚΠΔ] και διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Η πρόβλεψη αυτή είναι εκ του περισσού, δεδομένου ότι κάθε επεξεργασία δεδομένων πρέπει, κατ’ αρχήν και κατ’ ελάχιστον, να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ.

73.      Αντικείμενο του άρθρου 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ είναι η θέσπιση μέτρων που διασφαλίζουν, από άποψη εγγυήσεων, τη δέουσα αντιστοιχία με την ειδική φύση των μέτρων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Επιδιώκεται, σε τελική ανάλυση, ο επιτρεπόμενος από το τελευταίο αυτό άρθρο ειδικός χαρακτήρας να αντιστοιχεί δεόντως, κατά περίπτωση, στη σχετική ειδικότητα των εγγυήσεών του.

74.      Εάν γινόταν δεκτό ότι το άρθρο 23 του HDSIG περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, τότε το άρθρο αυτό θα επαναλάμβανε, όσον αφορά τις εγγυήσεις που απαιτεί η παράγραφος 2 του τελευταίου αυτού άρθρου, εκείνες που, κατά τρόπο γενικό, προβλέπει το άρθρο 5 του ΓΚΠΔ. Τούτο θα υπονόμευε, σε τελική ανάλυση, την αναγκαία ισορροπία μεταξύ της ειδικότητας των κανόνων που επιτρέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ και της ειδικότητας των μέτρων «διαφύλαξης» που επιτάσσει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου.

75.      Εν συνόψει, φρονώ ότι το άρθρο 23 του HDSIG δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο άρθρο 88 του ΓΚΠΔ. Ο λόγος είναι, πρώτον, ότι δεν θεσπίζει ειδικούς κανόνες και, δεύτερον, ότι επαναλαμβάνει απλώς τις γενικές εγγυήσεις του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ.

5.      Υφίσταται, παρά ταύτα, δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 23 του HDSIG;

76.      Απομένει να εξεταστεί εάν, παρά τα όσα έχουν έως τώρα εκτεθεί, το άρθρο 23 του HDSIG θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στην εθνική έννομη τάξη. Αυτό φαίνεται, όπως επισήμανα προηγουμένως, να διερωτάται σε τελική ανάλυση το αιτούν δικαστήριο.

77.      Το ερώτημα θα μπορούσε να συνοψιστεί στο εάν οι κανόνες που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη βάσει της ρήτρας ανοίγματος του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, χωρίς όμως να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, μπορούν να τύχουν εφαρμογής δυνάμει άλλων διατάξεων του ΓΚΠΔ.

78.      Η απάντηση, η οποία εκκινεί από την παραδοχή ότι το άρθρο 23 του HDSIG δεν περιέχει κάποιον «ειδικό κανόνα» κατά την έννοια του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ (38), μπορεί να διατυπωθεί με δύο τρόπους:

–      το άρθρο 23 του HDSIG καθίσταται άνευ σημασίας ή περιττό κατά το μέρος που δεν περιέχει, κατ’ ακριβολογία, ειδικές διατάξεις που διασφαλίζουν το δικαίωμα των εργαζομένων στην προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της απασχόλησης·

–      στον τομέα αυτόν (σχέσεις εργασίας) εφαρμογή έχουν, άμεσα και πρωτίστως, οι διατάξεις του κοινού καθεστώτος του ΓΚΠΔ.

79.      Διαφορετικό είναι το ζήτημα ότι, όπως υποστήριξαν η Αυστριακή και η Ρουμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, και όπως όλοι οι διάδικοι αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένα κράτος μέλος μπορεί κάλλιστα να εφαρμόζει είτε άλλες διατάξεις του ΓΚΠΔ είτε, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, εθνικούς κανόνες ρυθμίζοντες την επεξεργασία των δεδομένων των εργαζομένων υπό όρους που συμβάλλουν στην «προσαρμογή της εφαρμογής» του ΓΚΠΔ.

V.      Πρόταση

80.      Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (διοικητικό πρωτοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) ως εξής:

«Το άρθρο 88, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), έχει την έννοια ότι:

Νομοθετική διάταξη θεσπιζόμενη από κράτος μέλος αποτελεί ειδικό κανόνα για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης μόνον εφόσον πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/679.

Εάν η νομοθετική αυτή διάταξη δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/679, δύναται να έχει εφαρμογή, κατά περίπτωση, μόνο στον βαθμό που μπορεί να βρει έρεισμα σε άλλες διατάξεις του κανονισμού αυτού ή στους εθνικούς κανόνες προσαρμογής στους οποίους αναφέρεται το άρθρο του 6, παράγραφος 2».


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Δεν αμφισβητείται ότι ο τρόπος αυτός μετάδοσης περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία.


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2018, L 127, σ. 2, και ΕΕ 2021, L 74, σ. 35) (στο εξής: ΓΚΠΔ).


4      Νόμος του ομόσπονδου κράτους της Έσσης περί προστασίας των δεδομένων και της ελευθερίας της πληροφόρησης, της 3ης Μαΐου 2018 (GVBl. I, σ. 82) (στο εξής: HDSIG).


5      Νόμος του ομόσπονδου κράτους της Έσσης περί δημόσιας διοίκησης, της 27ης Μαΐου 2013 (GVBl. σ. 218) (στο εξής: HBG).


6      Σε απάντηση στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, η Hauptpersonalrat der Lehrerinnen und Lehrer beim Hessischen Kultusministerium (κύρια επιτροπή διδακτικού προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού του ομόσπονδου κράτους της Έσσης, στο εξής: επιτροπή διδακτικού προσωπικού) εξήγησε ότι η προσφυγή της, η οποία ασκήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2020, στρεφόταν κατά δύο αποφάσεων του υπουργείου, οι οποίες περιείχαν, αντιστοίχως, υποδείξεις σχετικά με «τις οργανωτικές και νομικές προϋποθέσεις για την έναρξη του σχολικού έτους 2020-2021» (της 23ης Ιουλίου 2020) και «τη χρήση ψηφιακών μέσων στο πλαίσιο του σχολικού βίου» (της 20ής Αυγούστου 2020). Προσθέτει ότι, με το τελευταίο αυτό μέτρο, το υπουργείο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η συγκατάθεση των εκπαιδευτικών για τη μετάδοση των μαθημάτων τους μέσω τηλεδιάσκεψης σε πραγματικό χρόνο προς μαθητές που απαλλάσσονταν από την υποχρέωση διά ζώσης παρακολούθησης, δεδομένου ότι μεταξύ των εξουσιών που ανατίθεντο στη διεύθυνση του σχολείου περιλαμβάνονταν και αυτές της οργάνωσης των μαθημάτων. Η επεξεργασία των κρίσιμων προς τον σκοπό αυτό δεδομένων μπορούσε, σύμφωνα με το εν λόγω υπουργείο, να βρει έρεισμα στο άρθρο 23 του HDSIG.


7      Το άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Bundesdatenschutzgesetz (νόμου περί προστασίας δεδομένων) είναι αντίστοιχο του άρθρου 23, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του HDSIG.


8      Στις 29 Νοεμβρίου 2021, το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Βισμπάντεν) ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι, λόγω των τροποποιήσεων στην εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατά τόπον αρμοδιότητα, αποποιείται την αρμοδιότητά του υπέρ του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (διοικητικού πρωτοδικείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν). Το τελευταίο δικαστήριο, με έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ενημέρωσε το Δικαστήριο σχετικά με τη δικονομική κατάσταση της διαφοράς της κύριας δίκης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι συνεχίζει τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής ως εάν το ίδιο είχε υποβάλει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.


9      Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár (C‑73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 50).


10      Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Κατά το αιτούν δικαστήριο, εάν το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του HDSIG και το άρθρο 86, παράγραφος 4, του HBG δεν αποτελούν νόμιμη βάση για την επεξεργασία δεδομένων στο πλαίσιο συστημάτων τηλεδιάσκεψης, η βάση αυτή θα έπρεπε να δημιουργηθεί μέσω μιας «Dienstvereinbarung» (υπηρεσιακής συμφωνίας) μεταξύ των μερών της διαδικασίας (σημείο 25 της διάταξης περί παραπομπής).


12      «Οι κανόνες περιλαμβάνουν […]».


13      Με άλλα λόγια, εθνικός κανόνας που επιχειρείται να θεσπιστεί βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, καθόσον οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 αφορούν μόνον αυτού του είδους κανόνες.


14      Κατά το Δικαστήριο, «[τ]ο κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, σε άλλο και υπό τις οδηγίες του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή» [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Ministrstvo za obrambo, (C‑742/19, EU:C:2021:597, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].


15      Βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española (C‑405/01, EU:C:2003:515, σκέψεις 38 και 39), σε συνδυασμό με την αντίστοιχη διάταξη της Συνθήκης ΕΚ.


16      Βλ., όσον αφορά τη σχέση μεταξύ διδακτικών δραστηριοτήτων και άσκησης δημόσιας εξουσίας, απόφαση της 15ης Μαρτίου 1988, Επιτροπή κατά Ελλάδας (147/86, EU:C:1988:150).


17      Προτάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2018 (C‑40/17, EU:C:2018:1039, σημείο 47).


18      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).


19      Το Δικαστήριο είχε από πολύ νωρίς επισημάνει ότι εάν γινόταν δεκτή μια τέτοια δυνατότητα, το γεγονός αυτό θα προκαλούσε «αβεβαιότητα τόσο ως προς τη νομική φύση των εφαρμοστέων διατάξεων, όσο και ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως της ισχύος τους» (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1973, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 39/72, EU:C:1973:13, σκέψη 17) και θα μπορούσε να εμποδίσει το άμεσο αποτέλεσμα του κανονισμού και να αποκρύψει από τους πολίτες τον κοινοτικό χαρακτήρα του εν λόγω νομικού κανόνα (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1973, Variola, 34/73, EU:C:1973:101, σκέψεις 10 και 11).


20      Πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, Lindqvist (C‑101/01, EU:C:2003:596, σκέψη 96).


21      Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


22      Τούτο εξαγγέλλεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 10 του ΓΚΠΔ.


23      Αντί πολλών, βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2022:322, σκέψη 52).


24      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2021:979, σκέψη 51).


25      Απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2022:322, σκέψη 57): «οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού [ΓΚΠΔ] παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν πρόσθετους εθνικούς κανόνες, αυστηρότερους ή εισάγοντες παρεκκλίσεις, οι οποίοι καταλείπουν σε αυτά περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή (“ρήτρες ανοίγματος”)».


26      Βλ., γενικώς, Oliver Zöll, σε Jürgen Taeger/Detlev Gabel (επιμ.), Kommentar DSGVO-BDSG, 3η έκδ., Fachmedien Recht und Wirtschaft, dfv Mediengruppe, Φρανκφούρτη, 2019, άρθρο 88, παρ. 2.


27      «Η προστασία των δεδομένων ως πυλώνας της ενδυνάμωσης των πολιτών και της προσέγγισης της ΕΕ στην ψηφιακή μετάβαση – δύο έτη εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων», ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, COM(2020) 264 τελικό, σ. 8. Οι ρήτρες προαιρετικής περαιτέρω εξειδίκευσης από τα κράτη μέλη ανέρχονται συνολικά σε δεκαπέντε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο παράρτημα του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την ανακοίνωση αυτή [SWD(2020) 115 τελικό].


28      Νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια· περιορισμός του σκοπού· ελαχιστοποίηση· ακρίβεια· περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης· ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα· λογοδοσία.


29      Κατά την κρίση μου, η «αναγκαιότητα» στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό αφορά τις προϋποθέσεις που, υπό κανονικές συνθήκες, συνδέονται με την εκπλήρωση των έννομων υποχρεώσεων τις οποίες μνημονεύει. Ξένη προς το ζήτημα αυτό είναι η «αναγκαιότητα» που, υπό έκτακτες συνθήκες, μπορεί να δικαιολογήσει τη θέσπιση επειγόντων ή εισαγόντων παρεκκλίσεις νομοθετικών μέτρων.


30      Συμπεριλαμβανομένης «της εκτέλεσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις».


31      Όπως επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ καταδεικνύει ότι η «αυτοτέλεια» του τελευταίου αυτού άρθρου έναντι του πρώτου υπαγορεύθηκε από τη ρητή βούληση να ρυθμιστεί η προστασία των δεδομένων των εργαζομένων ως «ειδική περίπτωση».


32      Κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στο πλαίσιο σχέσης εργασίας όπως η επίμαχη εν προκειμένω.


33      Η ανάγκη εισαγωγής συστήματος εξ αποστάσεως διδασκαλίας λόγω της πανδημίας οδήγησε τον νομοθέτη της Έσσης να θεσπίσει τα άρθρα 83, στοιχείο a και 83, στοιχείο b, του Hessiches Schulgesetz (νόμου του ομόσπονδου κράτους της Έσσης περί σχολικής εκπαίδευσης), τα οποία προβλέπουν ότι, στο πλαίσιο ψηφιακών εφαρμογών και τηλεδιασκέψεων, πρέπει να λαμβάνεται η συγκατάθεση των εκπαιδευτικών. Αυτό επισήμανε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, φαινόταν να παραδέχεται εμμέσως ότι οι έως τούδε ισχύοντες κανόνες δεν παρείχαν στο καθεστώς αυτό διδασκαλίας την απαιτούμενη ειδική κάλυψη. Η νομοθετική αυτή τροποποίηση δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, λόγος για τον οποίον ούτε το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο ως προς αυτήν ούτε εναπόκειται επί του παρόντος στο τελευταίο να αποφανθεί σχετικά με τη συμβατότητά της με τον ΓΚΠΔ.


34      Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, οι εκπαιδευτικοί επιτελούν έργο δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ, ακόμη και αν η διδασκαλία μέσω Διαδικτύου περιλαμβάνει λοιπά δεδομένα που, όπως αυτά των μαθητών, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.


35      Σημείο 28 των γραπτών παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβέρνησης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η κυβέρνηση αυτή δεν δίστασε να χαρακτηρίσει ως «γενική» την επίμαχη νομική διάταξη,


36      Ενώ οι ειδικές εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης, εκείνες του άρθρου 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ πρέπει να τίθενται εις γνώσιν της Ένωσης, και μέσω αυτής του συνόλου των κρατών μελών. Ο λόγος για το διττό αυτό καθεστώς είναι η μείωση του βαθμού εναρμόνισης, συνέπεια στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως και η οποία αφορά τους αναφερόμενους στο άρθρο 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ εθνικούς κανόνες. Ο αντίκτυπος των κανόνων αυτών είναι ακόμη μεγαλύτερος όταν βαίνουν πέραν της απλής «προσαρμογής» για τους σκοπούς της «εφαρμογής των κανόνων» του ΓΚΠΔ σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ.


37      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, του HDSIG επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις συλλογικής σύμβασης, επιβάλλοντας στο πλαίσιο αυτό στα διαπραγματευόμενα μέρη την υποχρέωση να τηρούν το άρθρο 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ. Ο Γερμανός νομοθέτης έκανε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, χρήση της δυνατότητας που του παρείχε το άρθρο 88, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις. Οι τελευταίες πρέπει επίσης να συμμορφώνονται, όπως αναγνωρίζει ο HDSIG, με την επιταγή του άρθρου 88, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ όσον αφορά τη θέσπιση κατάλληλων και ειδικών μέτρων προστασίας.


38      Το αυτό ισχύει για το άρθρο 79a του Betriebsverfassungsgesetz (νόμου περί της οργάνωσης των επιχειρήσεων, BGBl. I, σ. 2518), το οποίο ετέθη σε ισχύ μετά την υποβολή της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως και το οποίο επικαλέστηκε η Γερμανική Κυβέρνηση με την απάντησή της στις ερωτήσεις που της απηύθυνε το Δικαστήριο· το άρθρο αυτό ορίζει απλώς ότι οι επιχειρησιακές επιτροπές οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις σχετικά με την προστασία δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του ΓΚΠΔ.