Language of document : ECLI:EU:T:2016:722

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2016 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά τυποποιημένων φακέλων βάσει καταλόγου και ειδικών τυπωμένων φακέλων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Συντονισμός των τιμών πωλήσεως και κατανομή της πελατείας – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Κατ’ εξαίρεση προσαρμογή – Ανώτατο όριο 10 % επί του συνολικού κύκλου εργασιών – Άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑95/15,

Printeos, SA, με έδρα την Alcalá de Henares (Ισπανία),

Tompla Sobre Exprés, SL, με έδρα την Alcalá de Henares,

Tompla Scandinavia AB, με έδρα τη Στοκχόλμη (Σουηδία),

Tompla France SARL, με έδρα το Fleury-Mérogis (Γαλλία),

Tompla Druckerzeugnisse Vertriebs GmbH, με έδρα τη Leonberg (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους H. Brokelmann και P. Martínez-Lage Sobredo, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την F. Castilla Contreras, τον F. Jimeno Fernández και τον C. Urraca Caviedes,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2014) 9295 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (AT.39780 – Φάκελοι) και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka, J. Schwarcz, V. Tomljenović και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της συνεδριάσεως της 4ης Ιουλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την απόφασή της C(2014) 9295 τελικό, της 10ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (AT.39780 – Φάκελοι) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγουσες, Printeos SA, Tompla Sobre Exprés SL, Tompla Scandinavia AB, Tompla France SARL και Tompla Druckerzeugnisse Vertriebs GmbH, παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (EΟΧ) διότι συμμετείχαν, κατά το διάστημα από τις 8 Οκτωβρίου 2003 έως τις 22 Απριλίου 2008, σε σύμπραξη συναφθείσα και τεθείσα σε εφαρμογή στην ευρωπαϊκή αγορά τυποποιημένων φακέλων βάσει καταλόγου και ειδικών τυπωμένων φακέλων, συμπεριλαμβανομένων των αγορών της Δανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Νορβηγίας. Η σύμπραξη αυτή είχε ως σκοπό τον συντονισμό των τιμών πώλησης, την κατανομή της πελατείας και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών. Εκτός από τις προσφεύγουσες, στη σύμπραξη συμμετείχαν και οι όμιλοι Bong (στο εξής: Bong), GPV France SAS and Heritage Envelopes Ltd (στο εξής: GPV), Holdham SA (στο εξής: Hamelin) και Mayer-Kuvert (στο εξής: Mayer-Kuvert), αποδέκτες επίσης της προσβαλλομένης αποφάσεως.

2        Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών του άρθρου 10α του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), και της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, C 167, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών).

3        Για τη διαπιστωθείσα παράβαση (άρθρο 1, παράγραφος 5, της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή επέβαλε στις προσφεύγουσες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, πρόστιμο ύψους 4 729 000 ευρώ (άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Η διοικητική διαδικασία, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κινήθηκε από την Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία, βάσει πληροφοριών και εγγράφων που της διαβίβασε πληροφοριοδότης. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), στις προσφεύγουσες και σε άλλες εταιρίες που εμπλέκονταν στη σύμπραξη στη Δανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία και στη Σουηδία. Την 1η Οκτωβρίου 2010 και στις 31 Ιανουαρίου 2011 πραγματοποιήθηκαν και άλλοι έλεγχοι στη Γερμανία (σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Στις 22 Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτηση επιεικούς μεταχείρισης βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας) (σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και παρόμοια αίτηση προς την Comisión Nacional de la Competencia, μετονομασθείσα στη συνέχεια σε Comisión Nacional de los Mercados y la Competencia (αρχή αρμόδια για τον ανταγωνισμό, Ισπανία, στο εξής: CNC).

6        Στις 15 Μαρτίου 2011, η CNC κίνησε διαδικασία προκειμένου να ερευνήσει αν υπήρξε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και των ανάλογων ισπανικών κανόνων ανταγωνισμού διαπραχθείσα, μεταξύ άλλων, από την Tompla Sobre Exprés, συμπεριλαμβανομένων των ισπανικών θυγατρικών της, όσον αφορά μόνο την αγορά χάρτινων φακέλων της Ισπανίας [υπόθεση S/0316/10, Sobres de papel (χάρτινοι φάκελοι)]. Η διαδικασία αυτή κατέληξε στην έκδοση, από τη CNC, στις 25 Μαρτίου 2013, αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε στις εταιρίες αυτές πρόστιμο συνολικού ύψους 10 141 530 ευρώ λόγω της συμμετοχής τους στην αγορά της Ισπανίας, κατά το διάστημα 1977 έως 2010, σε συμπράξεις με σκοπό τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή των διαγωνισμών που προκήρυσσε η ισπανική διοίκηση για την προμήθεια προτυπωμένων φακέλων για τις εκλογές και τα δημοψηφίσματα σε ευρωπαϊκό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, την κατανομή της προσφοράς προτυπωμένων φακέλων για εμπορική χρήση στο χονδρεμπόριο, τον καθορισμό των τιμών των λευκών φακέλων και τον περιορισμό των τεχνολογιών.

7        Εφόσον όλα τα εμπλεκόμενα μέρη εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους να συμμετάσχουν στις συζητήσεις για τη διευθέτηση των διαφορών, η Επιτροπή κίνησε, στις 10 Δεκεμβρίου 2013, τη διαδικασία του άρθρου 10α του κανονισμού 773/2004, στο πλαίσιο της οποίας διεξήγαγε διμερείς συναντήσεις με καθένα από τα μέρη (αιτιολογικές σκέψεις 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Κατά τη συνάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή παρουσίασε στις προσφεύγουσες μια συνολική εικόνα της συμπράξεως, συμπεριλαμβανομένης της αναλύσεως των αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε.

9        Οι προσφεύγουσες κοινοποίησαν στις 24 Φεβρουαρίου 2014 ανεπίσημο έγγραφο, τύπου «non paper», με το οποίο ζήτησαν από την Επιτροπή να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, πρώτον, το πρόστιμο που τους επέβαλε η CNC, καθόσον το πρόστιμο αυτό ανερχόταν στο 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους για το 2012, δεύτερον, το ότι αποτελούν όμιλο «ενός προϊόντος» (που παράγει, δηλαδή, ένα μόνο προϊόν) και, τρίτον, την παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), η οποία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων ή των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 21 των ίδιων κατευθυντήριων γραμμών.

10      Η Επιτροπή, αντί δεύτερης συναντήσεως, με τη σύμφωνη γνώμη των προσφευγουσών, παρουσίασε, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 17ης Ιουνίου 2014, μια επισκόπηση των σημαντικών παραμέτρων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου, όπως η αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι προσφεύγουσες το 2007, ύψους 143 316 000 ευρώ, ο κύκλος εργασιών τους για το 2013, ύψους [εμπιστευτικό] (1) ευρώ, η διάρκεια της συμμετοχής τους στη σύμπραξη, κ.λπ. Οι προσφεύγουσες απάντησαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 18ης Ιουνίου 2014 επιβεβαιώνοντας την αξία των πωλήσεων και τον κύκλο εργασιών τους που συνεκτίμησε η Επιτροπή και δηλώνοντας ότι δεν είχαν ουσιώδεις παρατηρήσεις επί του θέματος.

11      Κατά τη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες για τις μεθόδους και τις παραμέτρους υπολογισμού του ύψους του προστίμου, δηλαδή, πρώτον, για το ποσοστό (15 %) επί της αξίας των πωλήσεων (143 316 000 ευρώ το 2007) που καθορίστηκε για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, δεύτερον, για τη διάρκεια της παραβάσεως των προσφευγουσών (τέσσερα χρόνια και έξι μήνες), τρίτον, για το πρόσθετο ποσό του 15 %, τέταρτον, για την απουσία ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων, πέμπτον, για τη μη εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή, έκτον, για το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος του προστίμου των [εμπιστευτικό] ευρώ (10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των προσφευγουσών του έτους 2013), έβδομον, για την κατ’ εξαίρεση μείωση του ποσού του προστίμου βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι τα βασικά ποσά όλων των μερών της συμπράξεως υπερέβαιναν το ανώτατο όριο του 10 % του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όγδοο, για τη συμπληρωματική μείωση λόγω του χαρακτηρισμού του ομίλου των προσφευγουσών ως «ενός προϊόντος», ένατο, για τη μη δυνατότητα χορηγήσεως μειώσεως λόγω του ότι επιβλήθηκε πρόστιμο και από τη CNC, εφόσον η σύμπραξη που αφορούσε το πρόστιμο της CNC ήταν διαφορετική από τη σύμπραξη που διερεύνησε η Επιτροπή και έπρεπε να επιβληθούν χωριστές κυρώσεις σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες, διαφορετικές από εκείνες που επέβαλε η Επιτροπή, δέκατο, για τη σχεδιαζόμενη μείωση κατά 50 % βάσει των παραγράφων 24 και 25 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, ενδέκατο, για τη σχεδιαζόμενη μείωση κατά 10 % βάσει της παραγράφου 32 της ανακοινώσεως για τη διευθέτηση διαφορών και, τέλος, για το περιθώριο διακυμάνσεως του ποσού του προστίμου μεταξύ 4 610 000 και 4 848 000 ευρώ, του οποίου το ανώτατο όριο οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδεχθούν με την πρότασή τους για διευθέτηση της διαφοράς.

12      Στις 7 Νοεμβρίου 2014, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν την πρότασή τους για διευθέτηση της διαφοράς αποδεχόμενες την αξία των πωλήσεων και τον κύκλο εργασιών που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, καθώς και το ανώτατο ποσό του προστίμου των 4 848 000 ευρώ.

13      Η Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση αιτιάσεων στις 18 Νοεμβρίου 2014.

14      Στις 20 Νοεμβρίου 2014, οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν, σύμφωνα με την παράγραφο 26 της ανακοινώσεως για τη διευθέτηση διαφορών, ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αντιστοιχούσε στο περιεχόμενο της προτάσεώς τους για διευθέτηση της διαφοράς και ότι ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

15      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τον υπολογισμό των προστίμων που επιβλήθηκαν, η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσό για καθεμία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις όπως συνοψίζεται στον ακόλουθο πίνακα (αιτιολογικές σκέψεις 71 έως 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

Επιχείρηση

Αξία των πωλήσεων σε ευρώ

Συντελεστής βαρύτητας

Διάρκεια

Πρόσθετο ποσό

Ποσό αναφοράς σε ευρώ

Bong

140 000 000

15 %

4,5

15 %

115 500 000

[…] GPV

125 086 629

15 %

4,5

15 %

103 196 000

Hamelin

185 521 000

15 %

4,416

15 %

150 717 000

Mayer-Kuvert

70 023 181

15 %

4,5

15 %

57 769 000

Printeos […]

143 316 000

15 %

4,5

15 %

118 235 000

16      Περαιτέρω, στις αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να προσαρμόσει τα βασικά ποσά κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 28 και 29 των κατευθυντήριων γραμμών, εκτός από την περίπτωση της Mayer-Kuvert, στην οποία έπρεπε να εφαρμοστεί μείωση 10 % λόγω της περιορισμένης συμμετοχής της στην παράβαση.

17      Με τίτλο «Προσαρμογή των βασικών ποσών», η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, δεδομένου ότι οι πωλήσεις της πλειονότητας των εμπλεκομένων μερών είχαν πραγματοποιηθεί σε μία μόνον αγορά, στην οποία τα εν λόγω μέρη συμμετείχαν για πολλά χρόνια, στην πράξη, όλα τα ποσά των προστίμων μπορούσαν να ανέλθουν μέχρι το ανώτατο όριο του 10 % επί του συνολικού κύκλου εργασιών και ότι η εφαρμογή του εν λόγω ανώτατου ορίου αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση (αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, η Επιτροπή υπενθύμισε τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία επισημάνθηκε ότι μια τέτοια προσέγγιση μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες υπό το πρίσμα της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, καθόσον θα μπορούσε να οδηγήσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε περίπτωση κατά την οποία κάθε διαφοροποίηση βάσει της βαρύτητας της παραβάσεως ή των ελαφρυντικών περιστάσεων δεν θα μπορεί να έχει αντίκτυπο επί του ύψους του προστίμου (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής, T‑211/08, EU:T:2011:289, σκέψη 75). Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια και να εφαρμόσει την παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών που της παρέχει τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από τη μέθοδο υπολογισμού των κατευθυντήριων γραμμών (αιτιολογικές σκέψεις 89 και 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Οι αιτιολογικές σκέψεις 91 και 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(91) Εν προκειμένω, το βασικό ποσό προσαρμόστηκε έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη η αξία των πωλήσεων του προϊόντος της σύμπραξης σε σχέση με τον συνολικό κύκλο εργασιών, καθώς και οι διαφορές μεταξύ των μερών αναλόγως της ατομικής συμμετοχής τους στην παράβαση. Συνολικώς, τα πρόστιμα θα οριστούν σε επίπεδο ανάλογο με την παράβαση και έτσι ώστε να έχουν επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

(92) Συνεπώς, θα εφαρμοστεί μείωση στα πρόστιμα όλων των μερών. Υπό τις ειδικές περιστάσεις της εξεταζόμενης περιπτώσεως, ενόψει του γεγονότος ότι όλα τα μέρη ήταν ενεργά, σε διαφορετικό μεν, αλλά σημαντικό βαθμό, στην πώληση τυποποιημένων φακέλων βάσει καταλόγου και ειδικών τυπωμένων φακέλων, προτείνεται μείωση του επιβλητέου προστίμου κατά [εμπιστευτικό] % για την παράβαση που διέπραξε η GPV, κατά [εμπιστευτικό] % για την Tompla, κατά [εμπιστευτικό] % για τη Bong και τη Mayer-Kuvert, και κατά [εμπιστευτικό] % για τη Hamelin.»

19      Το αποτέλεσμα της προσαρμογής αυτής των βασικών ποσών συνοψίζεται ως εξής (βλ. επίσης τον πίνακα που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

Επιχείρηση

Βασικό ποσό σε ευρώ πριν από την προσαρμογή

Έκπτωση

%

Βασικό ποσό σε ευρώ μετά την προσαρμογή

Bong

115 500 500

[εμπιστευτικό]

[εμπιστευτικό]

GPV

103 196 000

[εμπιστευτικό]

[εμπιστευτικό]

Hamelin

150 717 000

[εμπιστευτικό]

[εμπιστευτικό]

Mayer-Kuvert

57 769 000

[εμπιστευτικό]

[εμπιστευτικό]

Printeos

118 235 000

[εμπιστευτικό]

[εμπιστευτικό]

20      Εξάλλου, η Επιτροπή χορήγησε στις προσφεύγουσες πρόσθετες μειώσεις του ποσού του προστίμου κατά 50 % βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και κατά 10 % δυνάμει της παραγράφου 32 της ανακοινώσεως για τη διευθέτηση διαφορών (αιτιολογικές σκέψεις 99, 102 και 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η νομιμότητα των οποίων δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς. Δυνάμει των αντίστοιχων σχετικών κανόνων, στη Hamelin και στη Mayer-Kuvert χορηγήθηκαν μειώσεις του ποσού των προστίμων τους κατά 25 % και 10 % αντιστοίχως (συνεργασία) και κατά 10 % (διευθέτηση διαφορών) (αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Τέλος, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 104 έως 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που φέρουν τον τίτλο «Ικανότητα καταβολής προστίμου», κατόπιν των συνοδευόμενων από αποδεικτικά στοιχεία αιτήσεων που υπέβαλαν η [εμπιστευτικό] και η [εμπιστευτικό] βάσει της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών, το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε ανήλθε τελικώς σε [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό] ευρώ, αντιστοίχως. Οι προσφεύγουσες δεν υπέβαλαν ανάλογη αίτηση στην Επιτροπή ούτε χορηγήθηκε σ’ αυτές μείωση βάσει της εν λόγω παραγράφου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2015, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

23      Κατόπιν προτάσεως του τετάρτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας του, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

24      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπέβαλε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις όσον αφορά την εμπιστευτική μεταχείριση έναντι του κοινού ορισμένων αριθμητικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην έκθεση ακροατηρίου. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

25      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Ιουλίου 2016.

26      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        επικουρικώς, πρώτον, να ορίσει το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε σε επίπεδο τουλάχιστον 55 % κάτω από το ανώτατο όριο του 10 % του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ή, διαφορετικά, κατά το ποσοστό που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο για να αποκαταστήσει την ισορροπία της εν λόγω κυρώσεως σε σχέση με το ποσό των προστίμων που επιβλήθηκε στη Bong και στη Hamelin, και, δεύτερον, να μειώσει το ποσό αυτό επιπλέον κατά 33 %, ή, διαφορετικά, κατά το ποσοστό που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο για να συνεκτιμηθεί το πρόστιμο που επιβλήθηκε από τη CNC με την απόφαση της 25ης Μαρτίου 2013·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει απαράδεκτο τον τρίτο λόγο ακυρώσεως·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Αντικείμενο της προσφυγής και συνοπτική παρουσίαση των λόγων ακυρώσεως

28      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν αμφισβητούν ούτε τη συμμετοχή τους στην παράβαση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την εν λόγω παράβαση ούτε τον νομικό χαρακτηρισμό τους. Ζητούν μόνο την ακύρωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον βαθμό που τους επιβάλλει πρόστιμο, του οποίου αμφισβητούν το ποσό, όπως αυτό καθορίστηκε πριν από τις μειώσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει των ανακοινώσεων περί συνεργασίας και περί διευθέτησης διαφορών.

29      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά την προσαρμογή του βασικού ποσού των προστίμων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών και το συγκεκριμένο ποσοστό μειώσεως που εφαρμόστηκε σε κάθε επιχείρηση, καθώς και ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

30      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε βάρος τους στο πλαίσιο της κατ’ εξαίρεση προσαρμογής του βασικού ποσού των προστίμων βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών.

31      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού του προστίμου, διότι δεν έλαβε υπόψη το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί από τη CNC.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την προσαρμογή του βασικού ποσού των προστίμων βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών και του συγκεκριμένου ποσοστού μειώσεως που εφαρμόστηκε σε κάθε επιχείρηση, καθώς και από κατάχρηση εξουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Κατά τις προσφεύγουσες, στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν διευκρινίζονται επαρκώς κατά νόμον οι συγκεκριμένοι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή να αποφασίσει την κατ’ εξαίρεση προσαρμογή, βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, των βασικών ποσών των προστίμων που επιβλήθηκαν στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και να εφαρμόσει, στο πλαίσιο αυτό, διαφορετικά ποσοστά μειώσεως, δηλαδή 85 %, 88 %, 90 % και 98 %, αντιστοίχως. Ειδικότερα, δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή μείωσε το πρόστιμο της Hamelin κατά [εμπιστευτικό] %. Η ανεπάρκεια αυτή της αιτιολογίας είναι κατά μείζονα λόγο σοβαρότερη και, αντιστρόφως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι κατά μείζονα λόγο σημαντικότερη διότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή απέκλινε από τη γενική μέθοδο για τον καθορισμό των προστίμων βάσει των κατευθυντήριων γραμμών. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εξήγησε για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως τους πραγματικούς λόγους της προσαρμογής των βασικών ποσών των προστίμων. Η όψιμη αυτή εξήγηση δεν μπορεί ωστόσο να θεραπεύσει την ανεπάρκεια της αιτιολογίας την οποία πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά αποδεικνύει ότι, προβαίνοντας στην προσαρμογή αυτή, η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας. Έτσι, στα σημεία 28, 64 και 65 του υπομνήματος αντικρούσεως, η Επιτροπή προέβαλε ότι, παρ’ όλο που η Hamelin δεν αποτελούσε «επιχείρηση ενός προϊόντος, το βασικό ποσό που την αφορούσε έπρεπε επίσης να προσαρμοστεί, σύμφωνα με την παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών και σύμφωνα με την ίδια μέθοδο, για λόγους επιείκειας, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η συμμετοχή της στην παράβαση και να αποκατασταθεί η ισορροπία όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις διάφορες επιχειρήσεις μετά τις αναφερθείσες αναπροσαρμογές». Η συλλογιστική αυτή, όμως, κατά την οποία το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Hamelin μειώθηκε στην πραγματικότητα για λόγους ισότητας και όχι λόγω του ότι επρόκειτο για επιχείρηση «ενός προϊόντος» δεν προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

33      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ζητεί να απορριφθεί ο παρών λόγος ακυρώσεως.

34      Όσον αφορά τον υπολογισμό, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του ποσού των προστίμων και, ιδίως, τον καθορισμό των βασικών ποσών, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι στην υπό κρίση υπόθεση συνέτρεχαν ιδιαίτερες περιστάσεις λόγω του ότι οι εμπλεκόμενες, πλην της Hamelin, επιχειρήσεις ήταν επιχειρήσεις «ενός προϊόντος», όπως εξετάστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι το βασικό ποσό υπερέβαινε το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών, υπήρχε «ο κίνδυνος να επιβληθεί πρόστιμο βάσει του εν λόγω συνολικού κύκλου εργασιών το οποίο δεν θα αποτυπώνει τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, ούτε τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 89 της εν λόγω αποφάσεως, λόγω του όγκου του συνολικού κύκλου εργασιών, η εφαρμογή του συντελεστή βαρύτητας και του πολλαπλασιαστικού συντελεστή δεν είχε «καμία πρακτική χρησιμότητα για τον υπολογισμό του προστίμου». Η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η συνεκτίμηση των περιστάσεων αυτών δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μείωση του τελικού ποσού του προστίμου. Επομένως, η εφαρμογή μιας ελαφρυντικής περίστασης υπέρ της Mayer-Kuvert λόγω της μικρότερης συμμετοχής της στην παράβαση (βλ. αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν είχε κανένα αντίκτυπο στο τελικό ποσό του προστίμου, εφόσον η μείωση εφαρμόστηκε πριν από την εφαρμογή του ανώτατου ορίου του 10 %. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, πριν από την προσαρμογή των βασικών ποσών, το ποσοστό υπερβάσεως ήταν 38,98 % για την Bong, 441,83 % για την GPV, 30,04 % για τη Hamelin, 36,71 % για τη Mayer-Kuvert και 97,13 % για τις προσφεύγουσες.

35      Η Επιτροπή εφάρμοσε, επομένως, σε κάθε επιχείρηση την αναγκαία μείωση προκειμένου το βασικό ποσό του προστίμου να είναι κατώτερο από το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών για το 2013. Προς τούτο, το βασικό ποσό μειώθηκε αναλόγως του κατά πόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις ήσαν επιχειρήσεις «ενός προϊόντος». Όσον αφορά την Hamelin, η Επιτροπή έκρινε ότι, «ακόμη και αν δεν επρόκειτο για επιχείρηση ενός προϊόντος, το βασικό ποσό που την αφορά έπρεπε επίσης να προσαρμοστεί βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών και σύμφωνα με την ίδια μέθοδο για λόγους ισότητας έτσι ώστε να αποτυπώνεται η συμμετοχή της στην παράβαση και να αποκαθίσταται η ισορροπία όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις διάφορες επιχειρήσεις μετά τις αναφερθείσες αναπροσαρμογές». Η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τη μείωση γραμμικώς, αλλά, τηρώντας πάντοτε το ανώτατο όριο του 10 %, εξασφάλισε ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο θα είναι αρκούντως αποτρεπτικό, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας και της διάρκειας της παραβάσεως. Συνεπώς, κατά τη μέθοδο που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφάρμοσε τις ακόλουθες μειώσεις στα βασικά ποσά: [εμπιστευτικό] % για την Bong, [εμπιστευτικό] % για την GPV, [εμπιστευτικό] % («λόγω ισότητας») για τη Hamelin, [εμπιστευτικό] % για τη Mayer-Kuvert και [εμπιστευτικό] % για τις προσφεύγουσες.

36      Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στην εξέταση του ζητήματος της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά μόνον τις προσφεύγουσες και όχι τις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις οι οποίες δεν άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και για τις οποίες η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως κατέστη οριστική. Έτσι, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν, εν προκειμένω, τη φερόμενη ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά τη μείωση του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις λοιπές επιχειρήσεις, αποδέκτριες της εν λόγω αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στις μεν προσφεύγουσες να λάβουν γνώση των λόγων της προσαρμογής του ποσού του προστίμου που τις αφορά –λόγους τους οποίους ήδη γνώριζαν εκ των προτέρων, ως αιτούμενες την εν λόγω μείωση–, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

37      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη πληροφορήθηκαν, κατά τη διάρκεια διμερών συζητήσεων, όλα τα κρίσιμα στοιχεία, όπως τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό τους, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της προσαπτόμενης παραβάσεως, τον καταλογισμό των ευθυνών και μια εκτίμηση για το πιθανό ύψος των προστίμων, η αιτιολογία της θα μπορούσε να είναι συνοπτικότερη από εκείνη άλλων αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει των άρθρων 7 και 23 του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, εν προκειμένω, οι διμερείς συζητήσεις μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγουσών παρείχαν σ’ αυτές τη δυνατότητα να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων και της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, έτσι ώστε να αποφασίσουν αυτοβούλως αν θα υποβάλουν ή όχι πρόταση διευθέτησης της διαφοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν απολύτως επαρκής.

38      Συγκεκριμένα, το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως εξηγούσε λεπτομερώς τους παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό της βαρύτητας και της διάρκειας της παραβάσεως, καθώς και για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Έτσι, στις αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 84 της εν λόγω αποφάσεως, παρατέθηκε η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του βασικού ποσού την οποία οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν. Το εν λόγω κείμενο περιείχε επίσης και άλλες διευκρινίσεις, όπως τον όγκο των πωλήσεων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού των προστίμων (βλ. πίνακα 1 στην αιτιολογική σκέψη 75), τους διάφορους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές βάσει της διάρκειας (βλ. πίνακα 2 στην αιτιολογική σκέψη 81) και τα διάφορα βασικά ποσά των προστίμων, πριν και μετά την προσαρμογή τους (βλ. πίνακες 3 και 4 που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 93). Επομένως, κατά την Επιτροπή, ικανοποιήθηκε η απαίτηση αιτιολογήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα σταθμίσεως της βαρύτητας και της διάρκειας της παραβάσεως.

39      Περαιτέρω, κατά τη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή έδωσε στις προσφεύγουσες λεπτομερή περιγραφή της μεθόδου υπολογισμού του ποσού του προστίμου που χρησιμοποίησε, συμπεριλαμβανομένης της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού, τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην παράβαση, το επιπλέον ποσό που προστέθηκε προς διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος (πολλαπλασιαστικός συντελεστής), την απουσία επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, τις μειώσεις που έγιναν βάσει των ανακοινώσεων περί διευθέτησης διαφορών και περί συνεργασίας, καθώς και τη μείωση βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών. Οι προσφεύγουσες κατανόησαν πλήρως τις εξηγήσεις αυτές και ρητώς αποδέχθηκαν, με την πρότασή τους περί διευθέτησης της διαφοράς, το ανώτατο ποσό που μπορούσε να τους επιβληθεί ως πρόστιμο σύμφωνα με το περιθώριο διακυμάνσεως.

40      Όσον αφορά τη μείωση του βασικού ποσού που έγινε βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξηγεί επαρκώς κατά νόμον, στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 92, τους λόγους για τους οποίους έκρινε απαραίτητη την προσαρμογή των βασικών ποσών. Οι ιδιαιτερότητες που υπαγόρευσαν την προσαρμογή για τις προσφεύγουσες είχαν ήδη εξεταστεί κατά τη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2014, δηλαδή πριν από την υποβολή της προτάσεώς τους περί διευθέτησης της διαφοράς, την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων και την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τη συνάντηση αυτή, η Επιτροπή εξήγησε ότι τα βασικά ποσά που υπολογίστηκαν για όλες τις επιχειρήσεις υπερέβαιναν το ανώτατο όριο του 10 %, και τούτο λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων, όπως η αξία που αντιπροσώπευε το ποσοστό του όγκου των πωλήσεων που αφορούσε η παράβαση, η μακρά διάρκεια της συμπράξεως και το ποσοστό κατά το οποίο αποτελούσαν επιχειρήσεις «ενός προϊόντος» (υπολογιζόμενο ως αναλογία μεταξύ του όγκου των συνολικών πωλήσεων φακέλων και του συνολικού όγκου πωλήσεων της συγκεκριμένης επιχειρήσεως). Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι, κατά τη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2014, υπήρξε κάποια σύγχυση όσον αφορά το ζήτημα της επιπτώσεως που θα είχε επί του τελικού ποσού του προστίμου η μείωση βάσει του ποσοστού «ενός προϊόντος», η σύγχυση αυτή εξέλιπε κατά τη διάρκεια της ίδιας συναντήσεως, σε συνέχεια της οποίας οι προσφεύγουσες υπέβαλαν την εν λόγω πρόταση διευθέτησης της διαφοράς.

41      Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι ίδιες οι προσφεύγουσες της ζήτησαν, με το «non paper» της 24ης Φεβρουαρίου 2014 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), να προβεί σε μείωση του ποσού του προστίμου βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών. Οι προσφεύγουσες εξήγησαν ότι, δεδομένου ότι ο όμιλός τους ήταν «ενός προϊόντος», ο περιορισμός της διάρκειας της παραβάσεως δεν είχε επίπτωση επί του ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε. Συγκεκριμένα, ενόψει του γεγονότος ότι η πώληση φακέλων ανερχόταν σε περισσότερο από το 90 % του όγκου των συνολικών πωλήσεών τους, η εφαρμογή ενός επιπλέον ποσού σε ποσοστό άνω του 10 % για αποτρεπτικούς λόγους θα είχε ως αποτέλεσμα να υπερβεί το ποσό του προστίμου το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων και, μεταξύ άλλων, της παρόμοιας αιτιολογίας που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνήγαγε ότι, εν προκειμένω, δεν ήταν αναγκαία μια λεπτομερέστερη αιτιολογία.

42      Όσον αφορά τα συγκεκριμένα ποσοστά μειώσεως που χορηγήθηκαν σε καθεμιά από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Επιτροπή υπενθυμίζει τις αιτιολογικές σκέψεις 91 και 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες αναφέρονται λεπτομερώς οι συντελεστές που έλαβε υπόψη για τον καθορισμό των ποσοστών αυτών, όπως συμπληρώθηκαν από την αιτιολογική σκέψη 87 της εν λόγω αποφάσεως, όπου εκτίθεται ότι η Mayer-Kuvert διαδραμάτισε διαφορετικό ρόλο και είχε συμμετάσχει στην παράβαση σε μικρότερο βαθμό. Στους πίνακες 3 και 4, που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρατίθενται τα βασικά ποσά για κάθε επιχείρηση, πριν και μετά την προσαρμογή τους, και μια απλή αριθμητική πράξη που παρέχει τη δυνατότητα να εξαχθεί το ακριβές ποσό της προσαρμογής που εφαρμόστηκε σε κάθε πρόστιμο. Για τις προσφεύγουσες, το ποσοστό προσαρμογής που εφαρμόστηκε λόγω του χαρακτηρισμού τους ως επιχειρήσεων «ενός προϊόντος», την εφαρμογή του οποίου είχαν οι ίδιες ζητήσει, ήταν το ποσοστό του [εμπιστευτικό] %. Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, δεν κρίνεται αναγκαίο να παρασχεθεί η αριθμητική πράξη ή να διευκρινιστούν όλοι οι συντελεστές βάσει των οποίων καθορίζεται το ακριβές ποσό του προστίμου. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, όσον αφορά τη μείωση που χορηγήθηκε στη Hamelin «για λόγους ισότητας», η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η μείωση αυτή ήταν δικαιολογημένη λόγω της ανάγκης να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

43      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχουν ανεπαρκή αιτιολογία. Οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις δεν διευκρινίζουν, επαρκώς κατά νόμον, τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να προσαρμόσει κατ’ εξαίρεση, βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, τα βασικά ποσά των προστίμων που επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και να εφαρμόσει, στο πλαίσιο αυτό, διάφορα ποσοστά μειώσεως, χορηγώντας, μεταξύ άλλων, μείωση ποσοστού [εμπιστευτικό] % στη Hamelin. Η προσέγγιση αυτή συνιστά επίσης κατάχρηση εξουσίας. Ειδικότερα, η Επιτροπή προέβαλε, για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι η Hamelin δεν αποτελούσε επιχείρηση «ενός προϊόντος» και ότι η προσαρμογή του βασικού ποσού που την αφορούσε, βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, δικαιολογείται, ιδίως, για λόγους ισότητας, αυτό όμως δεν προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

44      Όπως γίνεται δεκτό κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως, κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το δεύτερο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση των δικαιολογητικών λόγων του ληφθέντος μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. Όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία των ατομικών αποφάσεων, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αυτών έχει ως σκοπό, εκτός από το να καθιστά δυνατό τον δικαστικό έλεγχο, να παρέχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια λόγω της οποίας θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (βλ. αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψεις 146 έως 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψεις 114 και 115 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Solvay κατά Επιτροπής, C‑455/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:796, σκέψεις 89 και 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Περαιτέρω, η απαίτηση αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως αναλόγως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 29 Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 150· της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 116, και της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Solvay κατά Επιτροπής, C‑455/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:796, σκέψη 91).

46      Η νομολογία έχει επίσης διευκρινίσει ότι η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει. Η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να θεραπευθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 149, και της 19ης Ιουλίου 2012, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής, C‑628/10 P και C‑14/11 P, EU:C:2012:479, σκέψη 74).

47      Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των επιταγών του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, αφενός, και με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, αφετέρου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψεις 52 έως 67), όπως υπενθυμίζονται στην παράγραφο 41 της ανακοινώσεως για τη διευθέτηση διαφορών, οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στην υποχρέωση της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να αιτιολογεί την απόφαση περί επιβολής προστίμων που εκδίδει κατόπιν διαδικασίας για τη διευθέτηση διαφορών, στο πλαίσιο της οποίας η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδέχεται μόνο το ανώτατο ποσό του προτεινόμενου προστίμου. Συγκεκριμένα, ακριβώς υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών διατάξεων του πρωτογενούς ή του παραγώγου δικαίου, το Δικαστήριο υπογράμμισε την ιδιαίτερη σημασία του καθήκοντος της Επιτροπής να αιτιολογεί τις αποφάσεις της περί επιβολής προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού και, ιδίως, να διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο στάθμισε και αξιολόγησε τα διάφορα στοιχεία που έλαβε υπόψη για την επιμέτρηση των προστίμων, καθώς και το καθήκον του δικαστή να ελέγχει αυτεπαγγέλτως εάν υφίσταται η αιτιολογία αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 61).

48      Όταν η Επιτροπή αποφασίσει να παρεκκλίνει από τη γενική μέθοδο υπολογισμού των κατευθυντήριων γραμμών, με τις οποίες αυτοδεσμεύθηκε κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, στηριζόμενη, όπως εν προκειμένω, στην παράγραφο 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, οι απαιτήσεις αιτιολογίας επιβάλλονται κατά μείζονα λόγο. Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, γίνεται δεκτό ότι οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται, μεταξύ άλλων, με την αρχή της ίσης μεταχείρισης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑70/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:351, σκέψη 53, και της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αιτιολογία αυτή πρέπει να είναι, κατά μείζονα λόγο, ακριβέστερη διότι η παράγραφος 37 των κατευθυντήριων γραμμών περιορίζεται σε μια γενική αναφορά στις «ιδιαιτερότητες μιας συγκεκριμένης υποθέσεως» και αφήνει επομένως ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή προκειμένου να προβεί, όπως εν προκειμένω, σε κατ’ εξαίρεση προσαρμογή των βασικών ποσών των προστίμων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, ο σεβασμός από την Επιτροπή των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση αιτιολογίας, έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14).

49      Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο προτίθετο να κάνει χρήση της διακριτικής της ευχέρειας, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων πραγματικών και νομικών στοιχείων που είχε λάβει υπόψη προς τούτο. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεώς της να σεβαστεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά τον καθορισμό των ποσών των προστίμων, την οποία οι προσφεύγουσες της προσάπτουν ότι παραβίασε προκαλώντας τους ζημία (όπως προβάλλουν με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως), το καθήκον αιτιολογίας καλύπτει το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις, για τις οποίες αναπροσαρμόστηκαν τα βασικά ποσά των προστίμων τους, βρίσκονταν ή όχι σε συγκρίσιμες καταστάσεις, αν στις εν λόγω καταστάσεις εφαρμόστηκε ίση ή άνιση μεταχείριση και αν μπορούσε να δικαιολογηθεί αυτή η ίση ή άνιση μεταχείριση των εν λόγω καταστάσεων (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψεις 51 και 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή τήρησε το καθήκον της αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθούν τα διάφορα στάδια των πράξεων υπολογισμού που πραγματοποίησε για να καθορίσει και να προσαρμόσει, βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Το σκεπτικό που παρατίθεται προς τούτο στην προσβαλλόμενη απόφαση συνοψίζεται ως εξής:

Επιχείρηση

Αξία των πωλήσεων σε ευρώ για το 2007

Συντελεστής βαρύτητας

Διάρκεια (σε έτη)

Πρόσθετο ποσό

Βασικό ποσό σε ευρώ

Προσαρμογή/Μείωση

Βασικό ποσό μετά την προσαρμογή

Bong

140 000 000

15 %

4,5

15 %

115 500 000

[εμπιστευτικό] %

[εμπιστευτικό]

[…] GPV

125 086 629

15 %

4,5

15 %

103 196 000

[εμπιστευτικό] %

[εμπιστευτικό]

Hamelin

185 521 000

15 %

4,416

15 %

150 717 000

[εμπιστευτικό] %

[εμπιστευτικό]

Mayer-Kuvert

70 023 181

15 %

4,5

15 %

57 769 000

[εμπιστευτικό] %

[εμπιστευτικό]

Printeos […]

143 316 000

15 %

4,5

15 %

118 235 000

[εμπιστευτικό] %

[εμπιστευτικό]



51      Πρέπει να υπομνησθεί εξάλλου ότι, αφενός, στις αιτιολογικές σκέψεις 88 και 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, ότι οι περισσότερες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν πραγματοποιήσει τις πωλήσεις τους σε μία μόνον αγορά, οπότε, στην πράξη, όλα τα πρόστιμα μπορούσαν να ανέλθουν έως το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ότι η εφαρμογή του εν λόγω ανώτατου ορίου αποτελούσε μάλλον τον κανόνα και όχι την εξαίρεση και ότι κάθε διαφοροποίηση αναλόγως της σοβαρότητας της παραβάσεως ή των ελαφρυντικών περιστάσεων δεν μπορούσε να έχει επίπτωση στο ύψος των προστίμων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής, T‑211/08, EU:T:2011:289, σκέψη 75). Αφετέρου, στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την εφαρμογή της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και την προσαρμογή των βασικών ποσών υπέρ «όλων των μερών» αναφερόμενη, μεταξύ άλλων, στην «αξία των πωλήσεων του προϊόντος της σύμπραξης σε σχέση με τον συνολικό κύκλο εργασιών, καθώς και [στις] διαφορές μεταξύ των μερών αναλόγως της ατομικής συμμετοχής τους στην παράβαση» και στο γεγονός ότι «όλα τα μέρη ήταν ενεργά, σε διαφορετικό μεν, αλλά σημαντικό βαθμό, στην πώληση φακέλων». Η Επιτροπή πρότεινε επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως και του «ότι όλα τα μέρη ήταν ενεργά, σε διαφορετικό μεν, αλλά σημαντικό βαθμό, στην πώληση τυποποιημένων φακέλων βάσει καταλόγου και ειδικών τυπωμένων φακέλων, […] μείωση [του ποσού] του προστίμου κατά [εμπιστευτικό] % για την παράβαση που διέπραξε η GPV, κατά [εμπιστευτικό] % για [τις προσφεύγουσες], κατά [εμπιστευτικό] % για την Bong και τη Mayer‑Kuvert, και κατά [εμπιστευτικό] % για τη Hamelin».

52      Πρώτον, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 92, η Επιτροπή δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους εφάρμοσε τους ως άνω διαφορετικούς συντελεστές μειώσεως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η διακύμανση των εν λόγω συντελεστών μειώσεως δεν εξηγείται απλώς και μόνον από το ότι η Επιτροπή αποσκοπούσε στη μείωση όλων των βασικών ποσών, ήδη από το ενδιάμεσο στάδιο του υπολογισμού των προστίμων, σε ποσοστό κάτω από το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθεμίας από τις εν λόγω επιχειρήσεις, σύμφωνα με το πνεύμα της σκέψης 75 της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής (T‑211/08, EU:T:2011:289). Συγκεκριμένα, όπως ορθώς προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, τα εν λόγω προσαρμοσμένα βασικά ποσά εμφανίζουν αποκλίσεις σαφώς διαφορετικές, ως προς το ποσοστό, σε σχέση με το ανώτατο όριο του 10 %, δηλαδή, μεταξύ άλλων, 4,5 και 4,7 % στις περιπτώσεις της Hamelin και της Bong, αντιστοίχως, και 9,7 % στην περίπτωση των προσφευγουσών.

53      Η Επιτροπή αβασίμως επίσης ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν ενημερωθεί επαρκώς κατά νόμον κατά τη διοικητική διαδικασία για την υπό εξέταση προσέγγισή της ή γνώριζαν το πλαίσιό της, επιχείρημα που δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στη δικογραφία. Απαντώντας σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αναγνώρισε τον συνοπτικό και περιληπτικό χαρακτήρα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και περιορίστηκε κατ’ ουσίαν στο να προβάλει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, το καθήκον αιτιολογίας ήταν μειωμένο, εφόσον τα μέρη είχαν λάβει γνώση της δικογραφίας, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που επρόκειτο να συνεκτιμήσει η Επιτροπή, και αποδέχθηκαν οικειοθελώς τις διμερείς συζητήσεις προκειμένου να υπάρξει διευθέτηση της διαφοράς. Κατά τα λοιπά, όσον αφορά την εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών μειώσεως στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε στα μέρη το καθήκον του να εξετάσει, ενδεχομένως, αυτεπαγγέλτως την επάρκεια της αιτιολογίας, κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

54      Δεύτερον, στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραλείπεται προδήλως να διευκρινιστεί αυτό που η Επιτροπή εξήγησε, με καθυστέρηση και κατά τρόπο μη δυνάμενο να θεραπεύσει ενδεχόμενη ανεπάρκεια ή έλλειψη αιτιολογίας (βλ. την παρατιθέμενη νομολογία στη σκέψη 46 ανωτέρω), μόνον κατά τη διάρκεια της δίκης με συμπληρωματική επί της ουσίας αιτιολογία, δηλαδή ότι, αντιθέτως προς τις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Hamelin δεν ασκούσε οικονομική δραστηριότητα «ενός προϊόντος» και η προσαρμογή ως προς αυτήν του βασικού ποσού δικαιολογούνταν εν πάση περιπτώσει για λόγους ισότητας και αποκαταστάσεως της ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων προστίμων (βλ. σκέψεις 34 και 35 ανωτέρω). Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των συμπληρωματικών εξηγήσεων, αντίθετα προς την εντύπωση που δίδει η αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το κρίσιμο στοιχείο εκτιμήσεως που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για την προσαρμογή των βασικών ποσών δεν ήταν ότι υπήρχαν «διαφορές μεταξύ των μερών αναλόγως της ατομικής συμμετοχής τους στην παράβαση», η οποία, στην περίπτωση της Hamelin, ήταν ελαφρώς μικρότερη με διάρκεια συμμετοχής στην παράβαση 4,416 έτη έναντι 4,5 ετών στην περίπτωση των λοιπών εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Περαιτέρω, αντίθετα προς το συμπέρασμα που συνήγαγαν οι προσφεύγουσες, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν λαμβάνεται υπόψη μόνον η μικρότερη συμμετοχή στην παράβαση της Mayer-Kuvert, εφόσον βάσει αυτής είχε ήδη χορηγηθεί μείωση κατά 10 % λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως κατά την έννοια της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών (αιτιολογικές σκέψεις 85 και 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δηλαδή πριν από τις προσαρμογές των βασικών ποσών που διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 88 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως.

55      Επομένως, με την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν λυσιτελώς τη βασιμότητα της προσεγγίσεως της Επιτροπής σε σχέση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης ούτε το Γενικό Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τον έλεγχο νομιμότητας ως προς την τήρηση της εν λόγω αρχής (βλ. δεύτερο λόγο ακυρώσεως). Ειδικότερα, σε σχέση με τις αιτιολογικές σκέψεις 91 και 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό και να εκτιμηθεί αν η Hamelin και οι λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις βρίσκονταν σε συγκρίσιμες ή σε διαφορετικές καταστάσεις και αν η Επιτροπή προέβη σε ίση ή διαφορετική μεταχείριση. Επί της βάσεως αυτής, μειώνεται ακόμη περισσότερο η δυνατότητα να εξακριβωθεί αν δικαιολογείται αντικειμενικά ενδεχόμενη ίση μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, κυρίως ως αποτέλεσμα της εμπορικής δραστηριότητάς τους που χαρακτηρίζεται ως «ενός προϊόντος» και, εν μέρει, για λόγους ισότητας, ή ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση συγκρίσιμων καταστάσεων, όπως, ιδίως, η εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών μειώσεως. Αντιθέτως, η παρατεθείσα στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνοπτική αιτιολογία μπορούσε να οδηγήσει στην εσφαλμένη εντύπωση ότι ο κύριος λόγος της οριζόντιας προσαρμογής των βασικών ποσών υπέρ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων βασιζόταν στο γεγονός ότι όλες αυτές βρίσκονταν τουλάχιστον σε συγκρίσιμες καταστάσεις, λόγω της εμπορικής τους δραστηριότητας που χαρακτηρίζεται ως «ενός προϊόντος». Τούτο, όμως, δεν ίσχυε για τη Hamelin, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης.

56      Δεδομένου ότι το σημείο 84 της ανακοινώσεως αιτιάσεων περιείχε ακόμη πιο αόριστες πληροφορίες ως προς την εξεταζόμενη μέθοδο προσαρμογής των βασικών ποσών και ως προς τους δικαιολογητικούς λόγους επί των οποίων στηρίζεται αυτή, η Επιτροπή αβασίμως υποστήριξε ότι οι προσφεύγουσες είχαν επαρκώς ενημερωθεί συναφώς κατά τη διοικητική διαδικασία ή ότι διέθεταν επαρκή γνώση του σχετικού πλαισίου. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν αποδεικνύεται από κανένα άλλο στοιχείο της δικογραφίας και η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι κοινοποίησε τα στοιχεία αυτά στις προσφεύγουσες, ιδίως, κατά τη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2014.

57      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στον βαθμό που στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

58      Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αιτίαση που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας και ο δεύτερος και τρίτος λόγος ακυρώσεως, καθώς και το παραδεκτό του τρίτου λόγου. Περαιτέρω, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβλήθηκε επικουρικώς.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της αποφάσεως C(2014) 9295 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (AT.39780 – Φάκελοι).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Schwarcz

Tomljenović

 

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική


1 Απαλειφθέντα εμπιστευτικά στοιχεία.