Language of document : ECLI:EU:T:2016:722

Υπόθεση T-95/15

Printeos, SA κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά τυποποιημένων φακέλων βάσει καταλόγου και ειδικών τυπωμένων φακέλων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Συντονισμός των τιμών πωλήσεως και κατανομή της πελατείας – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Κατ’ εξαίρεση προσαρμογή – Ανώτατο όριο 10 % επί του συνολικού κύκλου εργασιών – Άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα)της 13ης Δεκεμβρίου 2016

1.      Πράξη των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Θεραπεία της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Δυνατότητα εφαρμογής των αρχών που απορρέουν από το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο – Δυνατότητα συνοπτικής αιτιολογίας– Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 261 ΣΛΕΕ, 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 2 και 31· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 10β· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2006/C 210/02, σημείο 37, και 2008/C 167/01, σημείο 41)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Δυνατότητα της Επιτροπής να αποκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Αυστηρότεροι όροι σχετικά με την αιτιολόγηση

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 37)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 44-46, 54)

2.      Οι αρχές που συνάγονται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, αφενός, και με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, αφετέρου, όπως υπενθυμίζονται στην παράγραφο 41 της ανακοινώσεως για τη διευθέτηση διαφορών, έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στην υποχρέωση της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να αιτιολογεί την απόφαση περί επιβολής προστίμων που εκδίδει κατόπιν διαδικασίας για τη διευθέτηση διαφορών, στο πλαίσιο της οποίας η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδέχεται μόνο το ανώτατο ποσό του προτεινόμενου προστίμου. Συγκεκριμένα, ακριβώς υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών διατάξεων του πρωτογενούς ή του παραγώγου δικαίου, το Δικαστήριο υπογράμμισε την ιδιαίτερη σημασία του καθήκοντος της Επιτροπής να αιτιολογεί τις αποφάσεις της περί επιβολής προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού και, ιδίως, να διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο στάθμισε και αξιολόγησε τα διάφορα στοιχεία που έλαβε υπόψη για την επιμέτρηση των προστίμων, καθώς και το καθήκον του δικαστή να ελέγχει αυτεπαγγέλτως εάν υφίσταται η αιτιολογία αυτή.

(βλ. σκέψη 47)

3.      Όταν η Επιτροπή αποφασίσει να παρεκκλίνει από τη γενική μέθοδο υπολογισμού που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, με τις οποίες αυτοδεσμεύθηκε κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, στηριζόμενη στην παράγραφο 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, οι απαιτήσεις αιτιολογίας επιβάλλονται κατά μείζονα λόγο. Συναφώς, οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται, μεταξύ άλλων, με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να είναι, κατά μείζονα λόγο, ακριβέστερη διότι η παράγραφος 37 των κατευθυντήριων γραμμών περιορίζεται σε μια γενική αναφορά στις «ιδιαιτερότητες μιας συγκεκριμένης υποθέσεως» και αφήνει επομένως ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή προκειμένου να προβεί σε κατ’ εξαίρεση προσαρμογή των βασικών ποσών των προστίμων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, ο σεβασμός από την Επιτροπή των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση αιτιολογίας, έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία.

Επομένως, όταν η Επιτροπή καθορίζει τα επιβλητέα πρόστιμα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, στηριζόμενη στην παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών, οφείλει να εξηγήσει με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να κάνει χρήση της διακριτικής της ευχέρειας, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων πραγματικών και νομικών στοιχείων που είχε λάβει υπόψη προς τούτο. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεώς της να σεβαστεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά τον καθορισμό των ποσών των προστίμων, το εν λόγω καθήκον αιτιολογίας καλύπτει το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις, για τις οποίες αναπροσαρμόστηκαν τα βασικά ποσά των προστίμων τους, βρίσκονταν ή όχι σε συγκρίσιμες καταστάσεις, αν στις εν λόγω καταστάσεις εφαρμόστηκε ίση ή άνιση μεταχείριση και αν μπορούσε να δικαιολογηθεί αντικειμενικά αυτή η ίση ή άνιση μεταχείριση των εν λόγω καταστάσεων.

Ομοίως, η Επιτροπή δεν τηρεί το καθήκον της αιτιολογήσεως όταν δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους εφαρμόζει διαφορετικούς συντελεστές μειώσεως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τούτο, ειδικότερα, όταν οι συντελεστές αυτοί εμφανίζουν αποκλίσεις σαφώς διαφορετικές σε σχέση με τον συνολικό κύκλο εργασιών της κάθε επιχειρήσεως και η διακύμανση αυτή δεν εξηγείται απλώς και μόνον από το ότι η Επιτροπή αποσκοπούσε στη μείωση όλων των βασικών ποσών σε ποσοστό κάτω από το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών.

(βλ. σκέψεις 48, 49, 52)