Language of document : ECLI:EU:C:2024:605

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές – Οδηγία 2011/7/ΕΕ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης – Διάταξη του εθνικού δικαίου που επιτρέπει την απόρριψη αγωγών περί καταβολής του εν λόγω κατ’ αποκοπήν ποσού όταν η καθυστέρηση πληρωμής δεν είναι σημαντική ή η απαίτηση είναι αμελητέου ποσού – Υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας»

Στην υπόθεση C‑279/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy Katowice – Zachód w Katowicach (πρωτοδικείο Κατοβίτσε – Δυτικό Κατοβίτσε, Πολωνία) με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Απριλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Skarb Państwa - Dyrektor Okręgowego Urzędu Miar w K.

κατά

Z. sp.j.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Piçarra (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Z. sp.j., εκπροσωπούμενη από την K. Pluta‑Gabryś, radca prawny,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Gattinara και τη M. Owsiany‑Hornung,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2011, L 48, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Skarb Państwa (Δημόσιου Ταμείου, Πολωνία), εκπροσωπούμενου από τον Dyrektor Okręgowego Urzędu Miar w K. (διευθυντή της περιφερειακής υπηρεσίας μετρήσεων του Κ.) (στο εξής: υπηρεσία μετρήσεων), και της Z. sp.j., εταιρίας πολωνικού δικαίου, με αντικείμενο αξίωση κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης στα οποία υποβλήθηκε η εν λόγω υπηρεσία λόγω διαδοχικών καθυστερήσεων πληρωμών εκ μέρους της Z σε σχέση με τις παρασχεθείσες από την υπηρεσία αυτή υπηρεσίες βαθμονόμησης οργάνων μέτρησης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 17 και 19 της οδηγίας 2011/7 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(12)      Η καθυστέρηση πληρωμής αποτελεί παράβαση συμβατικής υποχρέωσης η οποία έχει γίνει οικονομικά ελκυστική για τους οφειλέτες στα περισσότερα κράτη μέλη λόγω των χαμηλών ή των ανύπαρκτων τόκων υπερημερίας που επιβάλλονται στις καθυστερήσεις πληρωμών και/ή της βραδύτητας των διαδικασιών είσπραξης. Για να αναστραφεί η τάση αυτή και για να αποθαρρύνονται οι καθυστερήσεις, απαιτείται αποφασιστική μεταστροφή προς την υιοθέτηση νοοτροπίας έγκαιρης πραγματοποίησης των πληρωμών, τέτοια που, μεταξύ άλλων, να θεωρείται πάντα ο αποκλεισμός του δικαιώματος χρέωσης τόκου κατάφωρα καταχρηστική συμβατική ρήτρα ή πρακτική. Η μεταστροφή αυτή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον καθορισμό ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με τις προθεσμίες πληρωμής και την αποζημίωση των πιστωτών για τις δαπάνες που υφίστανται, επίσης δε θα πρέπει στο πλαίσιο αυτό ο αποκλεισμός του δικαιώματος αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης να θεωρείται καταφανώς καταχρηστικός.

[...]

(17)      Οι πληρωμές που πραγματοποιεί ο οφειλέτης θα πρέπει να θεωρούνται εκπρόθεσμες, για τον σκοπό της τεκμηρίωσης απαίτησης τόκων υπερημερίας, εφόσον ο πιστωτής δεν έχει στη διάθεσή του το οφειλόμενο ποσό κατά την καταληκτική ημερομηνία, ενώ έχει εκπληρώσει τις νομικές και συμβατικές υποχρεώσεις του.

[...]

(19)      Είναι αναγκαία η ικανή αποζημίωση των πιστωτών για τα έξοδα είσπραξης που οφείλονται στις καθυστερήσεις πληρωμών, ώστε να αποτρέπονται τέτοιου είδους καθυστερήσεις. Τα έξοδα είσπραξης θα πρέπει, επίσης, να περιλαμβάνουν την είσπραξη του διοικητικού κόστους και την αποζημίωση για το εσωτερικό κόστος που οφείλεται στην καθυστέρηση της πληρωμής για την οποία η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίσει ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό το οποίο θα μπορεί να αθροίζεται με τον τόκο υπερημερίας. Η αντιστάθμιση σε μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού θα πρέπει να αποσκοπεί στον περιορισμό του διοικητικού και του εσωτερικού κόστους που συνεπάγεται η είσπραξη. Η αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης θα πρέπει να καθορίζεται με την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες το εθνικό δικαστήριο μπορεί να χορηγεί στον πιστωτή αποζημίωση για κάθε πρόσθετη ζημία που συνδέεται με την καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.      Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των [μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)].

2.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.

[...]»

5        Κατά το άρθρο 2, σημεία 1 έως 4, της οδηγίας:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “εμπορική συναλλαγή”: κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής·

2)      “δημόσια αρχή”: κάθε αναθέτουσα αρχή, όπως ορίζουν το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1)] και το άρθρο 1 παράγραφος 9 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114)], ανεξαρτήτως του αντικειμένου ή της αξίας της σύμβασης·

3)      “επιχείρηση”: οιαδήποτε οργάνωση εκτός των δημόσιων αρχών, που ενεργεί στα πλαίσια της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο·

4)      “καθυστέρηση πληρωμής”: η μη πραγματοποίηση πληρωμής μέσα στη συμβατική η εκ του νόμου προθεσμία, εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 3 παράγραφος 1 ή του άρθρου 4 παράγραφος 1».

6        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/7, το οποίο επιγράφεται «Εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ο πιστωτής δικαιούται τόκο υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

α)      ο πιστωτής έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις· και

β)      ο πιστωτής δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.

[...]»

7        Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο πιστωτής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι παράγραφοι 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

α)      ο πιστωτής έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις· και

β)      ο πιστωτής δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.»

8        Το άρθρο 6 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 3 ή το 4, ο πιστωτής δικαιούται να λάβει από τον οφειλέτη τουλάχιστον το σταθερό ποσό των 40 ευρώ.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το κατά την παράγραφο 1 κατ’ αποκοπήν ποσό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του πιστωτή.

[...]»

9        Το άρθρο 7 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Καταχρηστικοί όροι συμβάσεων και πρακτικές», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι συμβατικός όρος ή πρακτική που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης είτε δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα είτε γεννά αξίωση αποζημίωσης, εάν έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή.

Για την εκτίμηση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικού όρου ή πρακτικής για τον πιστωτή, υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων:

α)      τυχόν κατάφωρης παρέκκλισης από τα συναλλακτικά ήθη, αντίθετης προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία·

β)      της φύσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας· και

γ)      του εάν ο οφειλέτης διαθέτει οιονδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την προθεσμία πληρωμής κατά το άρθρο 3 παράγραφος 5, το άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο α), το άρθρο 4 παράγραφος 4 και το άρθρο 4 παράγραφος 6 ή από το κατ’ αποκοπήν ποσό κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει τη χρέωση τόκου για την καθυστέρηση της πληρωμής θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.

3.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 6 θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.»

 Το πολωνικό δίκαιο

 Ο νόμος για την καταπολέμηση των υπερβολικών καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές

10      Κατά το άρθρο 10 του ustawa o przeciwdziałaniu nadmiernym opóźnieniom w transakcjach handlowych (νόμου για την καταπολέμηση των υπερβολικών καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές), της 8ης Μαρτίου 2013 (Dz. U. 2022, θέση 893), ο οποίος μετέφερε την οδηγία 2011/7 στο πολωνικό δίκαιο και τέθηκε σε ισχύ στις 28 Απριλίου 2013:

«1.      Από την ημέρα που αποκτά δικαίωμα είσπραξης τόκων κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, ή το άρθρο 8, παράγραφος 1, ο πιστωτής δικαιούται να λάβει από τον οφειλέτη, χωρίς όχληση, ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης το ισόποσο των:

1)      40 ευρώ, εφόσον η αξία της χρηματικής παροχής δεν υπερβαίνει τα 5 000 πολωνικά ζλότι [PLN] [(περίπου 1 155 ευρώ)]·

[...]

2.      Πέραν του ποσού της παραγράφου 1, ο πιστωτής έχει δικαίωμα να του αποδοθούν τα εύλογα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την είσπραξη των απαιτήσεων.»

 Ο Αστικός Κώδικας

11      Το άρθρο 5 του ustawa – Kodeks cywilny (νόμου περί του Αστικού Κώδικα), της 23ης Απριλίου 1964 (Dz. U. 2022, θέση 1360) (στο εξής: πολωνικός Αστικός Κώδικας), ορίζει τα εξής:

«Απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος κατά τρόπο που αντιβαίνει στον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος ή στις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης. Τέτοια πράξη ή παράλειψη του δικαιούχου δεν θεωρείται άσκηση του δικαιώματος και δεν απολαύει προστασίας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12      Η υπηρεσία μετρήσεων παρέχει υπηρεσίες βαθμονόμησης οργάνων μέτρησης τις οποίες χρησιμοποιεί τακτικά η εταιρία Z. Η εταιρία αυτή κατέβαλε δύο φορές με καθυστέρηση το ποσό για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες. Η πρώτη εκπρόθεσμη καταβολή, είκοσι ημερών, αφορούσε ποσό 246 PLN (περίπου 55 ευρώ) και η δεύτερη, πέντε ημερών, αφορούσε ποσό 369 PLN (περίπου 80 ευρώ).

13      Κατόπιν αυτού, η υπηρεσία μετρήσεων άσκησε ενώπιον του Sąd Rejonowy Katowice – Zachód w Katowicach (πρωτοδικείου Κατοβίτσε – Δυτικό Κατοβίτσε, Πολωνία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα την καταβολή ποσού 80 ευρώ, πλέον των προβλεπόμενων στο πολωνικό δίκαιο τόκων, ήτοι του ποσού που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της αποζημίωσης για έξοδα είσπραξης κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου για την καταπολέμηση των υπερβολικών καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές.

14      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία των πολωνικών δικαστηρίων, οι αγωγές με αίτημα την καταβολή του κατ’ αποκοπήν ποσού για τα έξοδα είσπραξης απορρίπτονται όταν η εκ μέρους του οφειλέτη καθυστέρηση πληρωμής είναι ασήμαντη ή όταν το ποσό της απαίτησης είναι αμελητέο. Υπογραμμίζει ότι η υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί είναι ενδεικτική μιας τέτοιας πρακτικής, δεδομένου ότι η Z ουδέποτε καταδικάστηκε παρά το γεγονός ότι είχε καταστεί υπερήμερη τουλάχιστον 39 φορές.

15      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απόρριψη τέτοιου είδους αγωγών στηρίζεται στο άρθρο 5 του πολωνικού Αστικού Κώδικα, το οποίο ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, όταν το ποσό της απαίτησης της οποίας η πληρωμή καθυστέρησε δεν υπερβαίνει το ισόποσο των 100 έως 300 ευρώ σε πολωνικά ζλότι ή όταν η καθυστέρηση πληρωμής δεν υπερβαίνει τις δύο έως έξι εβδομάδες, η αποζημίωση του πιστωτή θεωρείται «αντίθετη προς τις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης», έκφραση την οποία το αιτούν δικαστήριο εξομοιώνει με εκείνη της «αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη».

16      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η ερμηνεία αυτή συνάδει με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 12. Κατά τη γνώμη του, η εθιμικού χαρακτήρα αποδοχή από τα πολωνικά δικαστήρια των ήσσονος σημασίας καθυστερήσεων πληρωμών, όπερ συνεπάγεται ότι ο πιστωτής που δεν τηρεί την πρακτική αυτή και αξιώνει αποζημίωση θεωρείται ότι παραβιάζει τις «αρχές της κοινωνικής συμβίωσης», δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη θέσπιση, στο εθνικό δίκαιο, εξαίρεσης από τον σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτο κανόνα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7.

17      Στο πλαίσιο αυτό, το Sąd Rejonowy Katowice – Zachód w Katowicach (πρωτοδικείο Κατοβίτσε – Δυτικό Κατοβίτσε) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7 [...] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το εθνικό δικαστήριο δύναται να απορρίψει αγωγή για την καταβολή της προβλεπόμενης στην ως άνω διάταξη αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως με την αιτιολογία ότι η εκ μέρους του οφειλέτη καθυστέρηση πληρωμής δεν ήταν σημαντική ή ότι το ποσό της απαιτήσεως της οποίας η πληρωμή καθυστέρησε ήταν αμελητέο;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, μια δημόσια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας 2011/7, έχει χρηματική απαίτηση έναντι επιχείρησης, οι σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών οντοτήτων δεν εμπίπτουν στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής», κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας, και, ως εκ τούτου, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, New Media Development & Hotel Services, C‑327/20, EU:C:2022:23, σκέψη 44).

19      Ωστόσο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, αλλά οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου αυτού έχουν εφαρμογή βάσει του εθνικού δικαίου, λόγω παραπομπής του τελευταίου στο περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 53, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, I.G.I., C‑394/18, EU:C:2020:56, σκέψη 45).

20      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το πολωνικό δίκαιο επεκτείνει το δικαίωμα αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης σε περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2011/7, ήτοι σε περιπτώσεις στις οποίες ο πιστωτής ορισμένου ποσού του οποίου η καταβολή καθυστέρησε είναι δημόσια αρχή και ο οφειλέτης είναι επιχείρηση, προκειμένου η αποζημίωση να καταβάλλεται υπό τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως του εάν ο πιστωτής είναι επιχείρηση ή δημόσια αρχή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ζητούμενη προδικαστική ερμηνεία παρίσταται αναγκαία προκειμένου οι εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης να ερμηνεύονται ομοιόμορφα. Συνεπώς, πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

21      Με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε πρακτική εθνικών δικαστηρίων να απορρίπτουν αγωγές με τις οποίες ζητείται η επιδίκαση του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτήν ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού ως αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης με την αιτιολογία ότι η εκ μέρους του οφειλέτη καθυστέρηση πληρωμής είναι ασήμαντη ή ότι το ποσό της απαίτησης της οποίας η πληρωμή καθυστέρησε είναι αμελητέο.

22      Πρώτον, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι, όταν καθίστανται απαιτητοί οι τόκοι υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές, ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να λάβει από τον οφειλέτη τουλάχιστον το κατ’ αποκοπήν ποσό των 40 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης. Επιπροσθέτως, η παράγραφος 2 του άρθρου 6 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν, αφενός, ότι το συγκεκριμένο κατ’ αποκοπήν ποσό οφείλεται αυτοδικαίως, ακόμη και χωρίς προηγούμενη όχληση του οφειλέτη, και, αφετέρου, ότι το εν λόγω ποσό αποτελεί αποζημίωση του πιστωτή για τα έξοδα είσπραξης της απαίτησης στα οποία υποβλήθηκε.

23      Η έννοια της «καθυστέρησης πληρωμής» στην οποία θεμελιώνεται το δικαίωμα του πιστωτή να λάβει από τον οφειλέτη όχι μόνον τόκους, αλλά και το ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό των 40 ευρώ δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7, ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 4, της οδηγίας ως η μη πραγματοποίηση πληρωμής εντός της συμβατικής ή εκ του νόμου προθεσμίας. Δεδομένου ότι η οδηγία αυτή καλύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, «όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών», η έννοια της «καθυστέρησης πληρωμής» αφορά κάθε εμπορική συναλλαγή θεωρούμενη μεμονωμένα [αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2022, BFF Finance Iberia, C‑585/20, EU:C:2022:806, σκέψη 28, και της 1ης Δεκεμβρίου 2022, X (Προμήθειες ιατρικού εξοπλισμού), C‑419/21, EU:C:2022:948, σκέψη 30].

24      Δεύτερον, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7, όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, και τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, όσον αφορά τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, οι τόκοι υπερημερίας, όπως και το κατ’ αποκοπήν ποσό των 40 ευρώ, καθίστανται αυτοδικαίως απαιτητοί κατά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 4, αντιστοίχως, της οδηγίας. Η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας διευκρινίζει, συναφώς, ότι «[ο]ι πληρωμές που πραγματοποιεί ο οφειλέτης θα πρέπει να θεωρούνται εκπρόθεσμες, για τον σκοπό της τεκμηρίωσης απαίτησης τόκων υπερημερίας, εφόσον ο πιστωτής δεν έχει στη διάθεσή του το οφειλόμενο ποσό κατά την καταληκτική ημερομηνία, ενώ έχει εκπληρώσει τις νομικές και συμβατικές υποχρεώσεις του».

25      Από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, του άρθρου 4, παράγραφος 1, ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7 ουδόλως προκύπτει ότι το ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη δεν οφείλεται σε περίπτωση ασήμαντης καθυστέρησης πληρωμής ή λόγω του μικρού ύψους της οικείας απαίτησης, καθυστέρηση για την οποία αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο οφειλέτης.

26      Ως εκ τούτου, από τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7 προκύπτει ότι το ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό των 40 ευρώ, ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης, οφείλεται στον πιστωτή ο οποίος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του για κάθε ανεξόφλητη ληξιπρόθεσμη πληρωμή που συνιστά αμοιβή για εμπορική συναλλαγή, ανεξαρτήτως του ποσού της απαίτησης της οποίας η πληρωμή καθυστέρησε ή της διάρκειας της καθυστέρησης.

27      Τρίτον, η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 2011/7 επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της διάταξης αυτής. Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 19, προκύπτει ειδικότερα ότι η οδηγία έχει ως σκοπό όχι μόνο να αποθαρρύνει τις καθυστερήσεις πληρωμών, διασφαλίζοντας ότι δεν είναι οικονομικώς ελκυστικές για τον οφειλέτη λόγω των χαμηλών ή των ανύπαρκτων τόκων υπερημερίας που οφείλονται σε τέτοια περίπτωση, αλλά επίσης να προστατεύσει αποτελεσματικά τον πιστωτή έναντι των εν λόγω καθυστερήσεων. Η αιτιολογική σκέψη 19 διευκρινίζει, αφενός, ότι τα έξοδα είσπραξης θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν την είσπραξη του διοικητικού κόστους και την αποζημίωση για το εσωτερικό κόστος που οφείλεται στην καθυστέρηση της πληρωμής και, αφετέρου, ότι η αντιστάθμιση σε μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού θα πρέπει να αποσκοπεί στον περιορισμό του διοικητικού και του εσωτερικού κόστους που συνεπάγεται η είσπραξη [πρβλ. αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2022, BFF Finance Iberia, C‑585/20, EU:C:2022:806, σκέψεις 35 και 36, και της 1ης Δεκεμβρίου 2022, X (Προμήθειες ιατρικού εξοπλισμού), C‑419/21, EU:C:2022:948, σκέψη 36).

28      Υπό το πρίσμα αυτό, ούτε το μικρό ύψος της οφειλής ούτε ο αμελητέος χαρακτήρας της καθυστέρησης πληρωμής μπορούν να δικαιολογήσουν την απαλλαγή του οφειλέτη από την καταβολή του ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού που οφείλεται ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης έναντι κάθε καθυστέρησης πληρωμής για την οποία αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο ίδιος. Κατ’ αρχάς, μια τέτοια απαλλαγή θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/7, σκοπός του οποίου είναι, όπως υπογραμμίστηκε στην προηγούμενη σκέψη, όχι μόνον η αποτροπή των καθυστερήσεων πληρωμών αλλά και η αποζημίωση, με τα ποσά αυτά, «για τα έξοδα είσπραξης του πιστωτή», δεδομένου ότι τα έξοδα είσπραξης τείνουν να αυξάνουν αναλόγως του αριθμού των πληρωμών και των ποσών τα οποία ο οφειλέτης δεν εξοφλεί εμπροθέσμως. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο οφειλέτης αυτός έχει «οιονδήποτε αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την καταβολή του κατ’ αποκοπήν ποσού του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, δεδομένου ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 7 διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, «συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 6 θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα» [πρβλ. αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2022, BFF Finance Iberia, C‑585/20, EU:C:2022:806, σκέψη 37, και της 1ης Δεκεμβρίου 2022, X (Προμήθειες ιατρικού εξοπλισμού), C‑419/21, EU:C:2022:948, σκέψη 37).

29      Τέλος, όσον αφορά το μνημονευόμενο από το αιτούν δικαστήριο άρθρο 5 του πολωνικού Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο δικαίωμα το οποίο ασκείται κατά παράβαση του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του ή των αρχών της κοινωνικής συμβίωσης δεν τυγχάνει προστασίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια, τηρουμένης, μεταξύ άλλων, της απαγόρευσης contra legem ερμηνείας του εθνικού δικαίου, να πράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 27, και της 4ης Μαΐου 2023, ALD Automotive, C‑78/22, EU:C:2023:379, σκέψη 40).

30      Η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, εάν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της εκάστοτε οδηγίας. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο αυτό (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften, C‑684/16, EU:C:2018:874, σκέψη 60).

31      Στο μέτρο που το άρθρο 5 του πολωνικού Αστικού Κώδικα δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/7, όπως αυτό ερμηνεύθηκε στις σκέψεις 26 έως 28 της παρούσας απόφασης, λαμβανομένων δε υπόψη των απαιτήσεων που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας όπως η επίμαχη, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε πρακτική εθνικών δικαστηρίων να απορρίπτουν αγωγές με τις οποίες ζητείται η επιδίκαση του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτήν ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού ως αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης με την αιτιολογία ότι η εκ μέρους του οφειλέτη καθυστέρηση πληρωμής είναι ασήμαντη ή ότι το ποσό της απαίτησης της οποίας η πληρωμή καθυστέρησε είναι αμελητέο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε πρακτική εθνικών δικαστηρίων να απορρίπτουν αγωγές με τις οποίες ζητείται η επιδίκαση του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτήν ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού ως αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης με την αιτιολογία ότι η εκ μέρους του οφειλέτη καθυστέρηση πληρωμής είναι ασήμαντη ή ότι το ποσό της απαίτησης της οποίας η πληρωμή καθυστέρησε είναι αμελητέο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.