Language of document : ECLI:EU:F:2012:139

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας – Οδηγία 2014/41/ΕΕ – Άρθρο 24 – Εξέταση με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση – Ποινική δίωξη κινηθείσα σε κράτος μέλος κατά προσώπου που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος – Δυνατότητα συμμετοχής του εν λόγω προσώπου στη δίκη του με εικονοτηλεδιάσκεψη όταν δεν έχει εκδοθεί ευρωπαϊκή εντολή έρευνας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑255/23 και C‑285/23,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Ekonomisko lietu tiesa (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων, Λεττονία), με αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2023 και της 21ης Απριλίου 2023, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 2023 και στις 3 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά των

A,

B,

C,

D,

F,

E,

G,

SIA «AVVA»,

SIA «Liftu alianse»,

παρισταμένης της:

Rīgas tiesas apgabala prokuratūra (C‑255/23),

και

A,

B,

C,

Z,

F,

AS «Latgales Invest Holding»,

SIA «METEOR HOLDING»,

METEOR Kettenfabrik GmbH,

SIA «Tool Industry»,

AS «Ditton pievadķēžu rūpnīca»,

παρισταμένων των:

Latvijas Investīciju un attīstības aģentūra,

Rīgas tiesas apgabala prokuratūra (C‑285/23),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του έκτου τμήματος, και P. G. Xuereb, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο A, εκπροσωπούμενος από τον I. Balmaks, advokāts,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Davidoviča και K. Pommere,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την Zs. Biró-Tóth,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Baumgart, V. Hitrovs, H. Leupold και M. Wasmeier,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 130, σ. 1), καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).

2        Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν κατά των A, B, C, D, F, E, G, SIA «AVVA» και SIA «Liftu alianse» (C‑255/23), καθώς και κατά των A, B, C, Z, F, AS «Latgales Invest Holding», SIA «METEOR HOLDING», ΜΕΤΕΟR Kettenfabrik GmbH, SIA «Tool Industry» και AS «Ditton pievadķēžu rūpnīca» (C‑285/23) για πράξεις διακεκριμένης απάτης σε εγκληματική οργάνωση, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε εγκληματική οργάνωση, κατάχρησης αξιώματος, καθώς και συνέργειας σε διακεκριμένη απάτη και διακεκριμένη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2014/41

3        Κατά την πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 8 της οδηγίας 2014/41, «[η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας] θα πρέπει να έχει οριζόντιο πεδίο εφαρμογής και επομένως θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα ερευνητικά μέτρα που στοχεύουν στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων».

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και η υποχρέωση εκτέλεσής της», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

«1.      Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους μέλους (“κράτος έκδοσης”) με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος (“κράτος εκτέλεσης”) για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων βάσει της παρούσας οδηγίας.

Η ΕΕΕ μπορεί επίσης να εκδίδεται για την λήψη αποδεικτικών στοιχείων ευρισκομένων ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης.

[…]

3.      Την έκδοση ΕΕΕ μπορεί να ζητήσει ύποπτος ή κατηγορούμενος (ή δικηγόρος εξ ονόματός του) στο πλαίσιο των δικαιωμάτων υπεράσπισης που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και η ποινική δικονομία.»

5        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της ΕΕΕ», έχει ως εξής:

«Η ΕΕΕ καλύπτει κάθε ερευνητικό μέτρο, εκτός από τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας και τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο κοινής ομάδας έρευνας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] και στην απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου[, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (ΕΕ 2002, L 162, σ. 1)], πλην των περιπτώσεων εφαρμογής του άρθρου 13 παράγραφος 8 της σύμβασης και του άρθρου 1 παράγραφος 8 της απόφασης-πλαισίου.»

6        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/41, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις έκδοσης και διαβίβασης ΕΕΕ», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Μια ΕΕΕ μπορεί να εκδίδεται μόνον όταν η αρχή έκδοσης κρίνει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)      η έκδοση της ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 4, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου· και

β)      το ή τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.»

7        Το άρθρο 24 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξέταση με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εάν πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώμονας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να εκδώσει ΕΕΕ για την εξέταση του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 5 έως 7.

Εκδίδεται επίσης από την εκδίδουσα αρχή μια ΕΕΕ για την εξέταση υπόπτου ή κατηγορουμένου με εικονοτηλεδιάσκεψη ή με άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση.»

 Η οδηγία 2016/343

8        Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2016/343, «[σ]κοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενισχυθεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων για ορισμένες πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη».

9        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2016/343, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα παράστασης στη δίκη τους.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι μια δίκη που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην αυτού, υπό τον όρο ότι:

α)      ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης· ή

β)      ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, εκπροσωπείται από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο είτε από το κράτος.»

 Το λεττονικό δίκαιο

10      Το άρθρο 140 του Kriminālprocesa likums (κώδικα ποινικής δικονομίας) έχει ως εξής:

«(1)      Ο υπεύθυνος της διαδικασίας μπορεί να διενεργεί διαδικαστικές πράξεις με τη χρήση τεχνικών μέσων (τηλεφωνική διάσκεψη, εικονοτηλεδιάσκεψη), εάν τούτο επιβάλλεται χάριν της ποινικής δίκης.

(2)      Όταν χρησιμοποιούνται τεχνικά μέσα κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, διασφαλίζεται ότι ο υπεύθυνος της διαδικασίας και οι μετέχοντες στη διαδικαστική πράξη, οι οποίοι βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους ή σε διαφορετικά κτίρια, μπορούν, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής διάσκεψης, να ακούν ο ένας τον άλλον και, κατά τη διάρκεια εικονοτηλεδιάσκεψης, να ακούν και να βλέπουν ο ένας τον άλλον.

(21)      Στην περίπτωση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο υπεύθυνος της διαδικασίας εξουσιοδοτεί ή αναθέτει στον επικεφαλής του οργάνου που βρίσκεται στον έτερο τόπο διεξαγωγής της διαδικαστικής πράξης να εξουσιοδοτήσει ένα πρόσωπο το οποίο διασφαλίζει τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης στον τόπο στον οποίο βρίσκεται το πρόσωπο αυτό (στο εξής: εξουσιοδοτημένο πρόσωπο).

[…]

(5)      Το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο επαληθεύει και βεβαιώνει την ταυτότητα των προσώπων που μετέχουν στη διαδικαστική πράξη χωρίς να βρίσκονται στον ίδιο χώρο με τον υπεύθυνο της διαδικασίας.

[…]

(7)      Το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο καταρτίζει βεβαίωση, στην οποία μνημονεύονται ο τόπος, η ημερομηνία και η ώρα διενέργειας της διαδικαστικής πράξης, η ιδιότητα, το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία ταυτοποίησης και η διεύθυνση κάθε προσώπου παρόντος στον συγκεκριμένο τόπο διενέργειας της διαδικαστικής πράξης, καθώς και η δέουσα προειδοποίηση των εν λόγω προσώπων, όταν ο νόμος προβλέπει ευθύνη για την παράβαση των σχετικών υποχρεώσεών τους. Τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνεται η προειδοποίηση επιβεβαιώνουν διά υπογραφής ότι ενημερώθηκαν σχετικά. Στη βεβαίωση μνημονεύονται επίσης τυχόν παύσεις κατά τη διάρκεια της διαδικαστικής πράξης και η ώρα περάτωσής της. Η βεβαίωση υπογράφεται από όλους τους παρόντες στον συγκεκριμένο τόπο διενέργειας της διαδικαστικής πράξης και διαβιβάζεται στον υπεύθυνο της διαδικασίας για να περιληφθεί στα πρακτικά της διαδικαστικής πράξης.

(71)      Παρέκκλιση από τις διατάξεις των παραγράφων 21, 5 και 7 του παρόντος άρθρου επιτρέπεται όταν ο υπεύθυνος της διαδικασίας έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει, με τη χρήση τεχνικών μέσων, την ταυτότητα των προσώπων που βρίσκονται σε άλλους χώρους ή άλλα κτίρια.

[…]»

11      Κατά το άρθρο 463, παράγραφοι 1 και 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας:

«(1)      Η συμμετοχή του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη είναι υποχρεωτική.

(2)      Εάν ο κατηγορούμενος δεν παραστεί στην ακροαματική διαδικασία, η ποινική δίκη αναβάλλεται.»

12      Το άρθρο 464 του κώδικα αυτού προβλέπει τα εξής:

«(1)      Το δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει ποινική υπόθεση σχετική με πταίσμα, πλημμέλημα και κακούργημα που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έως και πέντε ετών χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου, εάν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί επανειλημμένα στη ακροαματική διαδικασία χωρίς βάσιμο λόγο ή εάν έχει υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για την έκδοση απόφασης επί της ποινικής υπόθεσης χωρίς τη συμμετοχή του.

(2)      Ποινική υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου εάν αυτός πάσχει από σοβαρή ασθένεια που τον εμποδίζει να παραστεί στην ποινική δίκη.

(3)      Ποινική υπόθεση στην οποία εμπλέκονται περισσότεροι κατηγορούμενοι μπορεί να εκδικαστεί χωρίς τη συμμετοχή ενός εξ αυτών εάν η ακροαματική διαδικασία αφορά μέρος των κατηγοριών που στρέφεται κατά των λοιπών κατηγορουμένων, αν η παρουσία του εν λόγω κατηγορουμένου στην ακροαματική διαδικασία δεν είναι αναγκαία και αν ο εν λόγω κατηγορούμενος γνωστοποίησε στο δικαστήριο ότι δεν επιθυμεί να παραστεί στην εν λόγω ακροαματική διαδικασία.»

13      Το άρθρο 465 του εν λόγω κώδικα προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ποινική υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί από το δικαστήριο ερήμην του κατηγορουμένου (in absentia) σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

1)      ο τόπος στον οποίο βρίσκεται ο κατηγορούμενος είναι άγνωστος, όπως μνημονεύεται στις πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας·

2)      ο κατηγορούμενος βρίσκεται στην αλλοδαπή και δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί η εμφάνισή του ενώπιον του δικαστηρίου.»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση C255/23

14      Το Ekonomisko lietu tiesa (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων, Λεττονία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, επιλήφθηκε ποινικής διαδικασίας κατά, μεταξύ άλλων, του E, ο οποίος κατηγορείται για διακεκριμένη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο E είναι Λιθουανός υπήκοος ο οποίος διαμένει στη Λιθουανία.

15      Κατά την ακροαματική διαδικασία της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, η εισαγγελική αρχή, αφού έλαβε υπόψη το σχετικό αίτημα του E, αντιτάχθηκε στην εξ αποστάσεως συμμετοχή του στις ακροαματικές διαδικασίες με εικονοτηλεδιάσκεψη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 140, παράγραφος 71, του κώδικα ποινικής δικονομίας, όπως ερμηνεύθηκαν από την ολομέλεια του τμήματος ποινικών υποθέσεων του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία) με την από 4 Νοεμβρίου 2021 απόφασή της.

16      Στις 16 Οκτωβρίου 2022 ο συνήγορος του E ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2014/41 προκειμένου να διευκρινιστεί η φύση των δικαιωμάτων του E όσον αφορά την εξ αποστάσεως συμμετοχή του στη δίκη με τη βοήθεια τεχνικών μέσων.

17      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 140, παράγραφος 71, του κώδικα ποινικής δικονομίας διευρύνει τις δυνατότητες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων εξ αποστάσεως και ότι, με την εν λόγω προσθήκη στον νόμο, ο εθνικός νομοθέτης επιδίωξε να προωθήσει τη χρήση τεχνικών μέσων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, εξορθολογίζοντας και απλοποιώντας τη διεξαγωγή της, ιδίως όταν οι διάδικοι βρίσκονται σε διαφορετικές πόλεις ή χώρες.

18      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία του άρθρου 140, παράγραφος 71, του κώδικα ποινικής δικονομίας από την ολομέλεια του τμήματος ποινικών υποθέσεων του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου) συνεπάγεται ότι όταν ένας διάδικος δεν βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας της Λεττονίας, ήτοι εντός της εθνικής επικράτειας, η χρήση τεχνικών μέσων για τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης είναι δυνατή μόνο με ευρωπαϊκή εντολή έρευνας ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο δικαστικής συνεργασίας. Επομένως, πρόσωπο το οποίο διαμένει σε χώρα εκτός της Λεττονίας και κατά του οποίου έχει ασκηθεί δίωξη δεν μπορεί να μετάσχει εξ αποστάσεως σε ακροαματική διαδικασία με τη χρήση τεχνικών μέσων, ακόμη και αν συμμετέχει παθητικά στην ποινική δίκη.

19      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, δεδομένου ότι ο E διαμένει στη Λιθουανία, η εξ αποστάσεως συμμετοχή του στη δίκη στη Λεττονία με τη βοήθεια τεχνικών μέσων προϋποθέτει αίτημα του λεττονικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, προς το λιθουανικό δικαστήριο, προκειμένου το δικαστήριο αυτό να διασφαλίσει τη δυνατότητα εξ αποστάσεως συμμετοχής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κρίνει, ωστόσο, ότι, λόγω της διάρκειας και του κόστους εκτέλεσής της, η έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας προς διασφάλιση της παθητικής συμμετοχής του κατηγορουμένου στις ακροαματικές διαδικασίες δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 2014/41.

20      Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι ο Ε κατηγορείται για διακεκριμένη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η συμμετοχή του στις ακροαματικές διαδικασίες, λόγω και της σοβαρότητας του προσαπτόμενου αδικήματος, είναι υποχρεωτική κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που σχετίζονται με την κατηγορία του, ακόμη και αν δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στις ακροαματικές διαδικασίες. Υπό το πρίσμα της ερμηνείας που έδωσε η ολομέλεια του τμήματος ποινικών υποθέσεων του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ο E υποχρεούται, κατά την εξέταση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, είτε να παρίσταται τακτικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα στις ακροαματικές διαδικασίες στη Λεττονία είτε να ζητήσει από το λιθουανικό δικαστήριο, στο πλαίσιο ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, να καταστήσει δυνατή την εξ αποστάσεως συμμετοχή του στην ακροαματική διαδικασία για μεγάλο χρονικό διάστημα.

21      Δεδομένου ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2014/41 στην περίπτωση συμμετοχής κατηγορουμένου σε ακροαματικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια των οποίων δεν εξετάζεται, το Ekonomisko lietu tiesa (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/41 νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτρέπει, χωρίς την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, τη συμμετοχή σε ακροαματική διαδικασία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης προσώπου που διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, ως κατηγορουμένου, όταν στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας δεν εξετάζεται ο κατηγορούμενος, ήτοι δεν διενεργείται συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον ο υπεύθυνος της διαδικασίας του κράτους μέλους στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει με τη χρήση τεχνικών μέσων την ταυτότητα του προσώπου που βρίσκεται στο άλλο κράτος μέλος και εφόσον διασφαλίζονται τα δικαιώματα υπεράσπισης του συγκεκριμένου προσώπου και η παροχή συνδρομής από διερμηνέα;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, μπορεί η συγκατάθεση του προς εξέταση προσώπου να συνιστά κριτήριο αυτοτελές ή συμπληρωματικό, ή προηγούμενη προϋπόθεση για τη συμμετοχή μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης του προς εξέταση προσώπου στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας στην οποία δεν διενεργείται συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον ο υπεύθυνος της διαδικασίας του κράτους μέλους στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει με τη χρήση τεχνικών μέσων την ταυτότητα του προσώπου που βρίσκεται στο άλλο κράτος μέλος και εφόσον διασφαλίζονται τα δικαιώματα υπεράσπισης του συγκεκριμένου προσώπου και η παροχή συνδρομής από διερμηνέα;»

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, απέμεναν περίπου 60 προς εξέταση μαρτυρίες, οι οποίες δεν αφορούν την κατηγορία εις βάρος του E. Θα ήταν, όμως, πολύ πιο δύσκολο για το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της υποθέσεως της κύριας δίκης εντός εύλογης προθεσμίας αν αποφάσιζε να αναστείλει τη διαδικασία. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι μπορεί να συνεχίσει τη δίκη, τουλάχιστον για όσο χρόνο δεν εξετάζονται τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η κατηγορία εις βάρος του E και η παρουσία του δεν είναι υποχρεωτική.

23      Κατόπιν της από 7 Μαρτίου 2024 αιτήσεως παροχής διευκρινίσεων που απηύθυνε το Δικαστήριο στο αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της υπό εξέταση υπόθεσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το αιτούν δικαστήριο απάντησε, με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 2024, επισημαίνοντας ότι έχουν εξεταστεί όλοι οι προταθέντες από την εισαγγελική αρχή μάρτυρες, καθώς και οι κληθέντες από την υπεράσπιση. Συγκεκριμένα, κατά τις διάφορες ακροαματικές διαδικασίες κατέστη δυνατή η εξέταση δώδεκα μαρτύρων, των οποίων η μαρτυρία είναι κρίσιμη για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου, ο δε κατηγορούμενος μετείχε στις εν λόγω διαδικασίες τόσο αυτοπροσώπως όσο και εξ αποστάσεως, με εικονοτηλεδιάσκεψη.

 Η υπόθεση C285/23

24      Το Ekonomisko lietu tiesa (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, επιλήφθηκε ποινικής διαδικασίας στην οποία ένας από τους κατηγορουμένους, ο A, είναι Γερμανός υπήκοος που διαμένει στη Γερμανία και κατηγορείται για διακεκριμένη απάτη σε εγκληματική οργάνωση και διακεκριμένη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε εγκληματική οργάνωση. Τα αδικήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως κακουργήματα και τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή.

25      Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο Α συνιστούν κακουργήματα κατά το λεττονικό δίκαιο. Λαμβανομένου υπόψη του χαρακτηρισμού τους και δεδομένου ότι δεν πληρούνται οι κατά το άρθρο 465 του κώδικα ποινικής δικονομίας προϋποθέσεις για την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης ερήμην του κατηγορουμένου, έπεται ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 463 και 464 του ως άνω κώδικα, δεν είναι δυνατή η διεξαγωγή δίκης χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου και ότι η εμφάνισή του είναι υποχρεωτική.

26      Ο A και ο δικηγόρος του ενημέρωσαν το αιτούν δικαστήριο σχετικά με περιστάσεις που αφορούν ιδίως την ηλικία και την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του A, οι οποίες δεν επιτρέπουν την αυτοπρόσωπη παράστασή του στην πλειονότητα των ακροαματικών διαδικασιών στην υπό εξέταση υπόθεση. Δεδομένου ότι ο Α δεν προτίθεται να φυγοδικήσει, επιθυμεί να παραστεί στη δίκη, αλλά με εικονοτηλεδιάσκεψη από τη Γερμανία.

27      Τόσο η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας που εξέδωσε το αιτούν δικαστήριο όσο και η αίτηση συνδρομής εκ μέρους του λεττονικού Υπουργείου Δικαιοσύνης προσέκρουσαν στην άρνηση των αρμόδιων γερμανικών αρχών. Οι εν λόγω αρχές επισήμαναν ότι η εκτέλεση της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας δεν ήταν δυνατή, διότι δεν είχε ζητηθεί η διασφάλιση της εκτέλεσης ερευνητικού μέτρου, αλλά η συμμετοχή κατηγορουμένου σε ακροαματική διαδικασία με εικονοτηλεδιάσκεψη. Επιπλέον, στο πλαίσιο αίτησης συνδρομής, δεν υφίσταται, κατά την άποψή τους, καμία νομική βάση που να επιτρέπει τη συμμετοχή στη διαδικασία με εικονοτηλεδιάσκεψη. Κατά το γερμανικό δίκαιο, η φυσική παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη είναι υποχρεωτική, η δε εξ αποστάσεως συμμετοχή του στη δίκη με εικονοτηλεδιάσκεψη αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές του γερμανικού δικαίου.

28      Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν με την απόφαση της ολομέλειας του τμήματος ποινικών υποθέσεων του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 4ης Νοεμβρίου 2021, λαμβανομένου υπόψη του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του κώδικα ποινικής δικονομίας, η δικαιοδοσία της Δημοκρατίας της Λεττονίας περιορίζεται στην εθνική επικράτεια. Επιπλέον, είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εικονοτηλεδιάσκεψη εκτός του πλαισίου της διεθνούς δικαστικής συνδρομής μόνον εφόσον η διαδικαστική πράξη διενεργείται εντός της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

29      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί, ωστόσο, αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν η εξέταση κατηγορουμένου με εικονοτηλεδιάσκεψη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41, καταλαμβάνει και την περίπτωση συμμετοχής του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος παράστασης στη δίκη του και παρακολούθησής της. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/343 κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να συμμετέχει με εικονοτηλεδιάσκεψη στην ποινική διαδικασία από το κράτος μέλος διαμονής του.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ekonomisko lietu tiesa (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας [2014/41] την έννοια ότι η εξέταση του κατηγορουμένου μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης περιλαμβάνει επίσης τη συμμετοχή του κατηγορουμένου σε ποινική δίκη εντός άλλου κράτους μέλους, μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης από το κράτος μέλος διαμονής του;

2)      Έχει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας [2016/343], την έννοια ότι το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου σε ακροαματική διαδικασία μπορεί επίσης να διασφαλιστεί με τη συμμετοχή του σε ποινική δίκη, η οποία διεξάγεται σε άλλο κράτος μέλος, μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης από το κράτος μέλος διαμονής του;

3)      Ισοδυναμεί η συμμετοχή κατηγορουμένου σε δίκη διεξαγόμενη σε άλλο κράτος μέλος μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης από το κράτος μέλος διαμονής του με τη φυσική παρουσία κατηγορουμένου σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον του επιληφθέντος της υπόθεσης δικαστηρίου κράτους μέλους;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο και/ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, είναι δυνατή η διοργάνωση της εικονοτηλεδιάσκεψης μόνο με τη μεσολάβηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους;

5)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, μπορεί το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο κράτους μέλους να επικοινωνήσει απευθείας με τον κατηγορούμενο που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος και να του στείλει τον σύνδεσμο για να συνδεθεί στην εικονοτηλεδιάσκεψη;

6)      Είναι σύμφωνη η διοργάνωση της εικονοτηλεδιάσκεψης χωρίς τη μεσολάβηση των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους με τη διατήρηση του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της Ένωσης;»

31      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, δεδομένου ότι το ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης αφορά μόνον τη μορφή της συμμετοχής του κατηγορουμένου, ήτοι αυτοπροσώπως ή με εικονοτηλεδιάσκεψη, έχει τη δυνατότητα, εν αναμονή της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, να συνεχίσει την εκδίκαση της υποθέσεως όπως γινόταν μέχρι σήμερα, με τη φυσική παρουσία του A. Κατά την κρίση του, δεν θίγεται με τον τρόπο αυτόν, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας της κύριας δίκης, το δικαίωμα των κατηγορουμένων να δικαστούν εντός εύλογης προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, δεν αναστέλλει τη διαδικασία στην υπό εξέταση υπόθεση.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

32      Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2023, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑255/23 και C‑285/23 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

33      Λόγω της φύσης των ζητημάτων που τίθενται με τα υποβληθέντα ερωτήματα, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2023, αποφάσισε την κατά προτεραιότητα εκδίκαση των υποθέσεων C‑255/23 και C‑285/23, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

34      Αντιθέτως, καθ’ ο μέρος το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, στην υπόθεση C‑285/23, βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, την υπαγωγή της υποθέσεως αυτής σε ταχεία διαδικασία, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, απέρριψε το εν λόγω αίτημα, με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2023.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

35      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, καθιερώνοντας τον διάλογο σε επίπεδο δικαιοδοτικών οργάνων μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, καθιστώντας δυνατή κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διασφάλιση της συνοχής, της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του, καθώς και, εν τέλει, του ιδιάζοντος χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες [απόφαση της 17ης Μαΐου 2023, BK και ZhP (Μερική αναστολή της κύριας δίκης), C‑176/22, EU:C:2023:416, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Επομένως, η απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 17ης Μαΐου 2023, BK και ZhP (Μερική αναστολή της κύριας δίκης), C‑176/22, EU:C:2023:416, σκέψη 27].

37      Η διατήρηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εν λόγω διαδικασίας δεν καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής σε περίπτωση που εθνικός κανόνας επιτρέπει τη συνέχιση της κύριας δίκης μεταξύ της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο και της ημερομηνίας έκδοσης της διάταξης ή της απόφασης με την οποία το Δικαστήριο απαντά στην αίτηση, προς τον σκοπό της διενέργειας διαδικαστικών πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου και οι οποίες αφορούν ζητήματα μη συνδεόμενα με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, ήτοι διαδικαστικών πράξεων οι οποίες δεν είναι ικανές να εμποδίσουν το αιτούν δικαστήριο να συμμορφωθεί προς τη διάταξη ή την απόφαση του Δικαστηρίου επί των προδικαστικών ερωτημάτων στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης [απόφαση της 17ης Μαΐου 2023, BK και ZhP (Μερική αναστολή της κύριας δίκης), C‑176/22, EU:C:2023:416, σκέψη 28].

38      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑255/23, ότι, παρά την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής παραπομπής, δεν είχε αναστείλει τη διαδικασία και ότι συνέχισε τις ακροαματικές διαδικασίες, στις οποίες ο E συμμετείχε τόσο αυτοπροσώπως όσο και εξ αποστάσεως, με εικονοτηλεδιάσκεψη. Όσον αφορά την υπόθεση C‑285/23, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι ούτε αυτό είχε αναστείλει τη διαδικασία και ότι προετίθετο να συνεχίσει τις ακροαματικές διαδικασίες με τη φυσική παρουσία του Α. Ωστόσο, τέτοιου είδους διαδικαστικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της εξέτασης των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η κατηγορία των κατηγορουμένων, είναι δυνατόν να καταστήσουν άνευ αντικειμένου και ενδιαφέροντος για τις διαφορές των κύριων δικών τα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα του κατηγορουμένου να μετάσχει στη διαδικασία με εικονοτηλεδιάσκεψη και, ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να εμποδίσουν το αιτούν δικαστήριο να συμμορφωθεί, στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών, προς τις αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο θα απαντήσει στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δίδει, επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, απαντήσεις αμιγώς συμβουλευτικού χαρακτήρα (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 12).

40      Επιπλέον, το άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναστέλλει την εθνική διαδικασία. Μολονότι είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί, υπό ειδικές περιστάσεις, σχετικές εξαιρέσεις, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του μηχανισμού συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω, όμως, θα θιγόταν αυτή η πρακτική αποτελεσματικότητα, εάν κρίνονταν παραδεκτά τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑255/23 και C‑285/23, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο, μετά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, συνέχισε τις διαδικασίες των κύριων δικών προκειμένου να διενεργηθούν διαδικαστικές πράξεις αφορώσες πτυχές σχετικές με τα υποβληθέντα ερωτήματα.

41      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, παρέλκει η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑255/23 και C‑285/23.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

Καταργεί τη δίκη επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Ekonomisko lietu tiesa (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων, Λεττονία) με αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2023 και της 21ης Απριλίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.