Language of document : ECLI:EU:F:2010:73

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση F-97/08

Paulette Füller-Tomlinson

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Πρώην έκτακτη υπάλληλος — Επαγγελματική ασθένεια — Βλάβη της σωματικής και ψυχικής υγείας — Διάρκεια της διαδικασίας για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η Ρ. Füller-Tomlinson, πρώην έκτακτη υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής, της 9ης Απριλίου 2008, η οποία καθορίζει τη βλάβη της σωματικής και ψυχικής της υγείας σε ποσοστό 20 %.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προσφυγή κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ισχυρισμός που δεν περιλαμβάνεται ρητώς στην ένσταση, αλλά προβάλλεται εμμέσως με αυτήν — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση από ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες — Αναπηρία — Καθορισμός μέσω πίνακα συγκεκριμένου ποσοστού ή του περιθωρίου εντός του οποίου μπορεί να κυμαίνεται — Νομιμότητα — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73 § 1· ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη από τους κινδύνους ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 11)

4.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση από ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες — Αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας και καθορισμός του βαθμού μόνιμης αναπηρίας — Διαδικασία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη από τους κινδύνους ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρα 18 και 20)

1.      Το ακυρωτικό αίτημα που στρέφεται τύποις κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχει ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, την εξέταση από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της πράξεως κατά της οποίας ασκήθηκε η ένσταση.

(βλ. σκέψη 43)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8

ΓΔΕΕ: 6 Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1173, σκέψη 43

ΔΔΔΕΕ: 11 Δεκεμβρίου 2008, F‑136/06, Reali κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑451 και II‑A‑1‑2495, σκέψη 37

2.      Για να είναι παραδεκτός ένας ισχυρισμός που δεν είχε προβληθεί ρητώς με την προηγηθείσα διοικητική ένσταση, αρκεί ο προσφεύγων να είχε αναφερθεί εμμέσως στον ισχυρισμό αυτόν κατά το στάδιο εκείνο. Πράγματι, δεδομένου ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει άτυπο χαρακτήρα και οι ενδιαφερόμενοι ενεργούν γενικώς στο στάδιο αυτό χωρίς την επικουρία δικηγόρου, η Διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να τις εξετάζει με ευρύτητα πνεύματος.

Η κήρυξη του απαραδέκτου μιας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας λόγω μη τηρήσεως του κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου διοικητικής προσφυγής και ενστάσεως θα διαρρήγνυε την ισορροπία μεταξύ της διαφυλάξεως των δικονομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου και του σκοπού της προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητικής διαδικασίας και θα συνιστούσε δυσανάλογη και αδικαιολόγητη κύρωση εις βάρος του υπαλλήλου. Πράγματι, λόγω της καθεαυτό νομικής φύσεως της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, καθώς και της συλλογιστικής που παρωθεί τον ενδιαφερόμενο να αναζητήσει και να προβάλει μια τέτοια ένσταση, δεν μπορεί να απαιτείται από τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που ασκεί τη διοικητική ένσταση, και που δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην τις κατάλληλες νομικές γνώσεις, να διατυπώσει μια τέτοια ένσταση κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, και δη επί ποινή απαραδέκτου στη συνέχεια. Τούτο δε πολλώ μάλλον, δεδομένου ότι η προβολή της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο μπορεί, κατά μια εκ των προτέρων εκτίμηση, πολύ σπάνια να οδηγήσει στη δικαίωση του υποβαλόντος τη διοικητική ένσταση κατά το στάδιο αυτό, καθώς, με εξαίρεση τις υποθετικές περιπτώσεις πρόδηλης ελλείψεως νομιμότητας, είναι απίθανο η Διοίκηση να επιλέξει να απόσχει από την εφαρμογή ισχύουσας διατάξεως, δεχόμενη το επιχείρημα του προσφεύγοντος, ότι η διάταξη αυτή παραβιάζει κανόνα υπέρτερης τυπικής ισχύος.

(βλ. σκέψεις 55 και 57)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 29 Ιανουαρίου 1997, T‑297/94, Vanderhaeghen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑7 και II‑13, σκέψη 37

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 121

3.      Επί των διατάξεων της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τους κινδύνους ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να ασκήσει μόνον έλεγχο σχετικά με την ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως ή υπερβάσεως, εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που αυτά διαθέτουν. Ειδικότερα, ο έλεγχος που ασκεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης όσον αφορά τη νομιμότητα του καθορισμού, μέσω πίνακα, συγκεκριμένου ποσοστού αναπηρίας ή του περιθωρίου εντός του οποίου μπορεί να κυμαίνεται δεν μπορεί παρά να είναι πολύ περιορισμένος, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των σύνθετων ιατρικών εκτιμήσεων που προϋποθέτει ο καθορισμός βάσει του εν λόγω πίνακα και, αφετέρου, της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα, δυνάμει του άρθρου 73, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όσον αφορά τους όρους καλύψεως των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας.

(βλ. σκέψεις 70 και 101)

4.      Προκειμένου ιατρική επιτροπή να προβεί σε έγκυρη ιατρική γνωμάτευση, πρέπει να είναι σε θέση να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων που μπορεί να της είναι χρήσιμα για τις εκτιμήσεις της. Η συλλογιστική αυτή πρέπει να εφαρμόζεται, κατ’ αναλογίαν, και στα πορίσματα του/των ιατρού/ιατρών που έχουν υποδείξει τα θεσμικά όργανα, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 18 και 20 της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τους κινδύνους ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας. Ως εκ τούτου, αν δεν έχει διεξαχθεί πλήρης έρευνα και δεν έχει συνταχθεί έκθεση για το σύνολο της διεξαχθείσας έρευνας, ο ιατρός τον οποίον έχει υποδείξει τα θεσμικό όργανο δεν είναι σε θέση να ανακοινώσει έγκυρα πορίσματα, όπως αυτά προβλέπονται από το άρθρο 18 της ρυθμίσεως περί καλύψεως των οικείων κινδύνων.

(βλ. σκέψη 163)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Ιουλίου 1997, T‑187/95, R κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑253 και II‑729, σκέψη 49· 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑27/98, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑267 και II‑1293, σκέψη 68· 3 Μαρτίου 2004, T‑48/01, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑51 και II‑197, σκέψεις 129 και 133