Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνία) στις 18 Απριλίου 2024 – X.Y.

(Υπόθεση C-273/24, Naski 1 )

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Najwyższy

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: X.Y.

Παρισταμένων των: Prokurator Generalny, Rzecznik Praw Obywatelskich

Προδικαστικά ερωτήματα

Σε περίπτωση κατά την οποία το τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας δικαστήριο κράτους μέλους (το Ανώτατο Δικαστήριο) – αφού έχει λάβει από το Δικαστήριο την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ως προς τις έννομες συνέπειες της παραβίασης των θεμελιωδών κανόνων του δικαίου του κράτους αυτού σχετικά με τον διορισμό των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου, παραβίασης η οποία συνίσταται:

α) στην έκδοση από τον Prezydent Rzeczypospolitej Polskiej (Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας) των πράξεων διορισμού σε θέση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), παρά την προηγούμενη προσβολή ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου [Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία] της απόφασης του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου) η οποία περιελάμβανε την πρόταση διορισμού, την αναστολή εκ μέρους του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) της εκτέλεσης της απόφασης αυτής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εκκρεμοδικία της προσφυγής, την οποία εν συνεχεία το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) δέχθηκε, ακυρώνοντας τελεσίδικα την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω του παράνομου χαρακτήρα της, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί αυτή από την έννομη τάξη και να εκλείψει κατ’ αυτόν τον τρόπο, όσον αφορά την πράξη διορισμού σε θέση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), η απαιτούμενη κατά το άρθρο 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας βάση η οποία λαμβάνει τη μορφή πρότασης του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου) για τον διορισμό δικαστή,

β) στη διεξαγωγή της διαδικασίας που προηγείται του διορισμού χωρίς να τηρηθούν οι αρχές της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας, από κρατικό όργανο [Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, Πολωνία)], το οποίο –λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της συγκρότησής του κατά το μέρος του που αποτελείται από δικαστές και του τρόπου λειτουργίας του– δεν πληροί τις προϋποθέσεις ενός συνταγματικού οργάνου που προασπίζεται την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών, καθώς συγκροτήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ustawa z 8 grudnia 2017 r. o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz niektórych innych ustaw (νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 για την τροποποίηση του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων) (Dz.U. Του 2018, θέση 3),

–    καλείται να αποφανθεί επί υποβληθέντος στο εν λόγω δικαστήριο νομικού ζητήματος, εφαρμόζοντας την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έχει δεχτεί το Δικαστήριο, έχουν οι διατάξεις των άρθρων 2, 6, παράγραφοι 1 και 3, και 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ] καθώς και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 [του Χάρτη], την έννοια ότι απαγορεύουν τη συμμετοχή, στη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αποφαίνεται επί του εν λόγω νομικού ζητήματος, οποιουδήποτε από τα πρόσωπα που διορίσθηκαν ως δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου κράτους μέλους, όπως περιγράφεται στο σημείο 1, στοιχείο α) ή β) ανωτέρω, και επίσης την έννοια ότι απαγορεύουν την πραγματοποίηση μεταβολών στη σύνθεση του δικάζοντος σχηματισμού δικαστηρίου κράτους μέλους που υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, στην περίπτωση που οι μεταβολές αυτές επήλθαν μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί του ερωτήματος αυτού και δεν δικαιολογούνταν από αντικειμενικούς λόγους (για παράδειγμα λόγω θανάτου, συνταξιοδότησης του δικαστή που ήταν μέλος του δικάζοντος σχηματισμού που υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα),

–    και την έννοια ότι απαγορεύουν, στην υπόθεση που αφορά την επίλυση του εν λόγω νομικού ζητήματος, οποιαδήποτε ενέργεια ισοδύναμη με λήψη απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης διατάξεων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή την ημερομηνία συνεδρίασής του για την εκδίκαση της υπόθεσης, εκ μέρους προσώπου που διορίστηκε ως πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου διευθύνων τις εργασίες του πολιτικού τμήματος, και το οποίο διορίστηκε επίσης στη θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους, όπως περιγράφεται στο σημείο 1, στοιχεία α) και β) ανωτέρω, ή εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου προσώπου διορισθέντος στη θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους, όπως περιγράφεται στο σημείο 1, στοιχεία α) και β) ανωτέρω, με αποτέλεσμα οι εν λόγω διατάξεις ή ενέργειες που ισοδυναμούν με λήψη απόφασης να πρέπει να θεωρηθούν ως μη παράγουσες έννομα αποτελέσματα,

–    και την έννοια ότι δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά τον διορισμό του οποίου δεν διαπράχθηκε καμία από τις πλημμέλειες που περιγράφονται στο σημείο 1, στοιχείο α) ή β) ανωτέρω, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση – προκειμένου να αποφευχθεί η εκδίκαση υπόθεσης από δικαστήριο που δεν είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης – να αρνηθεί να συμμετάσχει σε πολυμελή σύνθεση δικαστικού σχηματισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία η πλειοψηφία των δικαστών είναι πρόσωπα που διορίστηκαν σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους, όπως περιγράφεται στο σημείο 1, στοιχείο α) ή β) ανωτέρω και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ανωτέρω ερώτημα, επίσης την έννοια ότι, εφόσον έχει διοριστεί σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου χωρίς τις πλημμέλειες που περιγράφονται στο σημείο 1, στοιχείο α) ή β) ανωτέρω, ο δικαστής του δικαστηρίου αυτού που είναι ο εισηγητής δικαστής στην υπόθεση που αφορά το κρίσιμο νομικό ζήτημα έχει την εξουσία να ορίζει τη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που θα κρίνει το ζήτημα αυτό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που αναθέτουν στον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο οποίος διευθύνει τις εργασίες του πολιτικού τμήματος την εξουσία να ορίζει τις συνθέσεις των σχηματισμών που εκδικάζουν τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται το πολιτικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τούτο δε προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και της ερμηνείας του την οποία δέχεται το Δικαστήριο, καθώς επίσης και την έννοια ότι απαγορεύουν στα πρόσωπα που διορίζονται σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους, όπως περιγράφεται στο σημείο 1, στοιχείο α) ή β) ανωτέρω, ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διορισθέν σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους, όπως περιγράφεται στο σημείο 1, στοιχείο α) ή β) ανωτέρω, να ασκούν οποιαδήποτε διευθυντικά καθήκοντα στο Ανώτατο Δικαστήριο (μεταξύ άλλων, τα καθήκοντα των προέδρων του δικαστηρίου αυτού, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων του πρώτου προέδρου του δικαστηρίου αυτού ή των προέδρων των τμημάτων στο εσωτερικό των τμημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου) και οποιαδήποτε καθήκοντα στα όργανα του Ανωτάτου Δικαστηρίου (μεταξύ άλλων, τα καθήκοντα του τακτικού ή του αναπληρωματικού μέλους της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή τα καθήκοντα του υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου), εξυπακουομένου ότι τα ως άνω καθήκοντα μπορούν να ασκούνται μόνον από νομίμως διορισθέντες δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και ότι απαγορεύουν την ανάληψη από τα προαναφερόμενα πρόσωπα οποιωνδήποτε ενεργειών εμπιπτουσών εντός του πεδίου αρμοδιότητας των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ασκούν τα προμνησθέντα καθήκοντα, λόγω των πιθανών πραγματικών ή νομικών συνεπειών των εν λόγω ενεργειών στην άσκηση των δικαιοδοτικών λειτουργιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου;

____________

1 Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.