Language of document : ECLI:EU:F:2011:97

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ολομέλεια)

της 29ης  Ιουνίου 2011

Υπόθεση F‑7/07

Marie-Thérèse Angioi

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσκλησηγια την εκδήλωση ενδιαφέροντος – Διαδικασία προεπιλογής – Απαιτήσεις σχετικά με τις γλωσσικές γνώσεις – Δυσμενής διάκριση – Δυσλειτουργίες κατάτη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής»

Αντικείμενο:      Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η Μ.-Τ. Angioi ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2006, με την οποία η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (ΕPSO), στο πλαίσιο προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό τη δημιουργία βάσεως δεδομένων των υποψηφίων που θα μπορούσαν να προσληφθούν ως συμβασιούχοι υπάλληλοι, αποφάσισε να αποκλείσει την προσφεύγουσα από το επόμενο στάδιο της διαδικασίας προεπιλογής λόγω των μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων της στις πρώτες δοκιμασίες για την εκτίμηση των ικανοτήτων της μέσω ασκήσεων λογικής με λεκτικά και αριθμητικά στοιχεία.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Ιταλική Δημοκρατία, παρεμβαίνοντα, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διαγωνισμός – Προϋποθέσεις συμμετοχής – Γλωσσικές γνώσεις – Επιλογή της κύριας γλώσσας

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 82 § 3, στοιχείο ε΄)

2.      Δίκαιο της Ένωσης – Ερμηνεία – Διατάξεις διατυπωμένες σε περισσότερες από μία γλώσσες – Αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων

3.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διαγωνισμός – Προϋποθέσεις συμμετοχής – Γλωσσικές γνώσεις – Απαίτηση ικανοποιητικής γνώσεως συγκεκριμένης γλώσσας – Δικαιολόγηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ §§ 1 και 6· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 82 § 3, στοιχείο ε΄)

4.      Διαδικασία – Παρέμβαση – Λόγος μη δυνάμενος να προβληθεί από τον υπέρ ου η παρέμβαση – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 116 § 4· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 110 §§ 3 και 4)

5.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Υποχρέωση των οργάνων της Ένωσης να εξασφαλίζουν για όλους τους υποψηφίους ομαλή και ήρεμη διεξαγωγή των εξετάσεων

6.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή κατά πράξεως αποκλεισμού από διαγωνισμό λόγω μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων κατά τις δοκιμασίες προεπιλογής

7.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Αποκλεισμός υποψηφίου λόγω μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων κατά τις εξετάσεις πολλαπλών επιλογών– Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

8.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων – Περιεχόμενο των εξετάσεων – Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

9.      Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) – Αρμοδιότητες – Οργάνωση δοκιμασιών προεπιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων και απόρριψη των αποτυχόντων υποψηφίων – Εμπίπτει

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 82 § 5· απόφαση 2002/620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, άρθρο 3 § 2)

1.      Δυνάμει του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν προσκομίζει, μεταξύ άλλων, αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες της Ένωσης.

Η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει όμως η γλώσσα της οποίας ο υποψήφιος για θέση συμβασιούχου υπαλλήλου πρέπει να έχει εις βάθος γνώσεις να είναι είτε μόνο η γλώσσα της ιθαγένειάς του ή, στην περίπτωση υποψηφίου ο οποίος έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους με περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, εκείνη της υποχρεωτικής του φοιτήσεως.

(βλ. σκέψεις 67 και 68)

2.      Η ανάγκη ενιαίας εφαρμογής, συνεπώς δε και ενιαίας ερμηνείας μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτή μεμονωμένα όπως έχει αποδοθεί σε μία γλώσσα, αλλά επιτάσσει να ερμηνεύεται σε σχέση τόσο με την αληθή βούληση του συντάκτη της όσο και με τον σκοπό που ο τελευταίος επεδίωκε, υπό το πρίσμα ιδίως των αποδόσεών της στις γλώσσες της Ένωσης. Κατά συνέπεια, εάν μία γλωσσική απόδοση του κειμένου μειοψηφεί σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις του, πρέπει αυτές να υπερισχύουν.

(βλ. σκέψη 72)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F‑83/07, Zangerl‑Posselt κατά Επιτροπής, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑62/10 P

3.      Οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ και, εν προκειμένω, η εις βάθος γνώση μιας εκ των γλωσσών της Ένωσης και η ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας της Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων, αποτελούν ελάχιστες προϋποθέσεις για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων. Επομένως, οσάκις οι ανάγκες της υπηρεσίας ή εκείνες της οικείας θέσεως το απαιτούν, η Διοίκηση μπορεί νομίμως να προσδιορίζει τις γλώσσες των οποίων απαιτείται γνώση σε βάθος ή επαρκής γνώση.

Η ειδική αυτή απαίτηση ως προς τις γλωσσικές γνώσεις μπορεί να απορρέει από τη συγκεκριμένη φύση των καθηκόντων που καλείται ο συμβασιούχος υπάλληλος να εκτελέσει, γενικότερα δε μπορεί να οφείλεται στη χρήση, στο πλαίσιο του θεσμικού οργάνου, μιας ή περισσότερων γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας. Πράγματι, εφόσον το όργανο έχει τη δυνατότητα, ακόμη και χωρίς να εκδώσει σχετική τυπική απόφαση, να επιλέξει περιορισμένο αριθμό γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας, υπό τον όρο αυτή η επιλογή να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και να συναρτάται προς τις λειτουργικές του ανάγκες, συνάγεται ότι το όργανο αυτό μπορεί νομίμως να επιβάλει στους υποψηφίους που επιθυμεί να προσλάβει γλωσσικές απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές τους γνώσεις αντίστοιχες με αυτές τις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας.

Εντούτοις, το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ρητώς απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω γλώσσας και, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, τηρουμένης της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

Πρέπει να θεωρηθεί ότι επιδιώκει τέτοιο σκοπό πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων προς εκπλήρωση διαφόρων καθηκόντων στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών οργάνων η οποία περιορίζει την επιλογή της δεύτερης γλώσσας μεταξύ της γερμανικής, της αγγλικής ή της γαλλικής. Πράγματι, δεδομένης της σημασίας που έχουν οι γλώσσες αυτές στο πλαίσιο των οργάνων στα οποία θα κληθούν οι προσληφθέντες συμβασιούχοι υπάλληλοι να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους, οι απαιτήσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι οι υπάλληλοι αυτοί θα κατέχουν αυτές τις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας. Επιπλέον, σε αντίθεση προς τους μόνιμους υπαλλήλους, οι συμβασιούχοι υπάλληλοι εργάζονται, κατ’ αρχήν, για περιορισμένο χρονικό διάστημα στα όργανα και, ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη έλλειψη γλωσσικών προσόντων των υπαλλήλων αυτών δεν μπορεί να θεραπευθεί μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων.

(βλ. σκέψεις 89 έως 92, 94 έως 95 και 97)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Μαρτίου 1964, 15/63, Lassalle κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 73 και 74· 15 Μαρτίου 2005, C‑160/03, Ισπανία κατά Eurojust, με προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro, σκέψεις 49 και 56

ΓΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2010, T‑156/07 και T‑232/07, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 65 και 75· 13 Σεπτεμβρίου 2010, T‑166/07 και T‑285/07, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψεις 81 και 93

4.      Ο παρεμβαίνων δεν δύναται να προβάλει επιχειρήματα τα οποία ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε παραδεκτώς να διατυπώσει. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση λόγων αντλούμενων από παραβάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να θίξουν τα συμφέροντα του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου.

(βλ. σκέψη 112)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Φεβρουαρίου 1994, T‑3/92, Latham κατά Επιτροπής, σκέψη 53

5.      Δυνάμει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, τα όργανα θα πρέπει να διασφαλίζουν την, κατά το μέγιστο δυνατό, ακώλυτη και ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων. Ωστόσο, οι παρατυπίες κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων διαγωνισμού επηρεάζουν τη νομιμότητα των εν λόγω εξετάσεων μόνον εφόσον είναι ουσιώδεις και δυνάμενες να αλλοιώσουν τα αποτελέσματά τους. Όταν σημειώνεται τέτοια παρατυπία, το καθού όργανο φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων δεν έχουν επηρεαστεί από αυτήν.

(βλ. σκέψη 123)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2006, F‑22/05, Νεοφύτου κατά Επιτροπής, σκέψη 60

6.      Οι αντιρρήσεις για τη συνολική αξιοπιστία των αποτελεσμάτων που κοινοποίησε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) στους υποψηφίους θα μπορούσαν να προβληθούν λυσιτελώς από την προσφεύγουσα προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της αποφάσεως περί αποκλεισμού της μόνον εφόσον η αμφισβήτηση αυτή θα καθιστούσε δυνατή την απόδειξη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η EPSO για την αξιολόγηση των δοκιμασιών προεπιλογής, δηλαδή ότι συγκεντρώνει ελάχιστο αριθμό σωστών απαντήσεων στις εν λόγω δοκιμασίες.

(βλ. σκέψη 128)

7.      Επομένως, ελλείψει ειδικότερων περιστάσεων, η αρχή που διοργανώνει διαγωνισμό με σκοπό την πρόσληψη υπό τη μορφή ερωτημάτων πολλαπλής επιλογής εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως με το να γνωστοποιεί στους υποψηφίους που απέτυχαν στις εξετάσεις το επί τοις εκατό ποσοστό των σωστών απαντήσεων που αυτοί συγκέντρωσαν και, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, την ορθή για κάθε ερώτημα απάντηση. Επαυξημένη αιτιολόγηση χωρεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων με την ένστασή του αμφισβητεί συγκεκριμένα την ισχύ ορισμένων ερωτήσεων ή τη βασιμότητα της απαντήσεως που θεωρείται σωστή και υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά μεταξύ της βαθμολογίας που συγκέντρωσε και της βάσεως επιτυχίας είναι τέτοια ώστε, εάν η ένστασή του κρινόταν βάσιμη (πράγμα το οποίο απαιτεί την εκ μέρους του δικαστή διαπίστωση ανακρίβειας των πραγματικών περιστατικών), να συγκαταλεγόταν στους επιτυχόντες των οικείων εξετάσεων. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση η Διοίκηση θα πρέπει να γνωστοποιεί στην απάντησή της επί της ενστάσεως τις αντίστοιχες πληροφορίες και ειδικότερα το κείμενο των ερωτημάτων που διατυπώθηκαν στις εξετάσεις.

(βλ. σκέψη 138)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑127/07, Coto Moreno κατά Επιτροπής, σκέψη 32

8.      Στο πλαίσιο εξετάσεων με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να εξετάσει τη νομιμότητα της κατανομής κατά βαθμό δυσκολίας των ερωτημάτων μόνον επί τη βάσει ελέγχου του συνόλου των ερωτημάτων και εάν υπάρχουν πολυάριθμες ενδείξεις από τις οποίες διαφαίνεται ότι στη διαλογή των ερωτημάτων από τους οργανωτές έχουν εμφιλοχωρήσει σφάλματα τα οποία υπερβαίνουν τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους αναγνωρίζεται.

(βλ. σκέψη 146)

9.      Από το γράμμα του άρθρου 82, παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, του ΚΛΠ, καθώς και από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2002/620, προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού είναι αρμόδια να οργανώνει τις δοκιμασίες προεπιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων και να απορρίπτει την υποψηφιότητα των υποψηφίων που απέτυχαν στις εν λόγω δοκιμασίες.

(βλ. σκέψεις 151 και 152)