Language of document : ECLI:EU:T:2015:511

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Εύλογη διάρκεια της διαδικασίας»

Στην υπόθεση T‑423/10,

Redaelli Tecna SpA, με έδρα τον Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους R. Zaccà, M. Todino, E. Cruellas Sada και S. Patuzzo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους B. Gencarelli, L. Prete και V. Bottka, στη συνέχεια, από τους Μ. Bottka, G. Conte και P. Rossi,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως και μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 – προεντεταμένος χάλυβας), η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 1. 1. Υπόμνηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως

75      Στις αιτιολογικές σκέψεις 1122 έως 1125 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν πρέπει να μειωθεί το επιβληθέν Redaelli πρόστιμο, δυνάμει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, ως εξής:

«(1122) Η Redaelli απάντησε σε αίτηση παροχής πληροφοριών στις 21 Οκτωβρίου 2002 και υπέβαλε αίτηση επιείκειας στις 20 Μαρτίου 2003, παραδεχόμενη την ύπαρξη ορισμένων συμφωνιών σε επίπεδο Ιταλία από το 1990 έως το 1993 και από το 1995 έως το 2002, και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από το 1995 έως το 2002. Η Redaelli προσκόμισε, μεταξύ άλλων, ορισμένα αποδεικτικά έγγραφα, σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών. Ωστόσο, τα έγγραφα αυτά δεν περιείχαν σημαντικά στοιχεία ούτε αποσαφήνισαν τα σημεία ως προς τα οποία η Επιτροπή δεν διέθετε ακόμη επαρκείς αποδείξεις. Κατά συνέπεια, στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση επιείκειας της Redaelli σύμφωνα με το σημείο 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

(1123) Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Redaelli αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι αποδείξεις τις οποίες αυτή προσκόμισε δεν έχουν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία. Επισημαίνει ότι συνεργάστηκε πλήρως με την Επιτροπή, παρά τις δυσχέρειες που σχετίζονταν με την αναδιάρθρωση της εταιρίας, όχι μόνο παρέχοντας, τον Οκτώβριο του 2002, επιβαρυντικές για την ίδια πληροφορίες, τις οποίες ενσωμάτωσε στην αίτηση επιείκειας στις 20 Μαρτίου 2003, αλλά και απαντώντας σε πολλές αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Προβάλλει ότι, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή αναφέρθηκε επανειλημμένως στις προσκομισθείσες από την επιχείρηση αυτή πληροφορίες. Παραπονείται ότι σε αυτή δεν χορηγήθηκε προσωρινή μείωση του προστίμου, σε αντίθεση με άλλες επιχειρήσεις και, ειδικότερα, τη Nedri, η οποία υπέβαλε την αίτησή της επιείκειας στις 23 Οκτωβρίου 2003.

(1124) [Υπενθυμίζεται ότι], για να μπορεί να ζητήσει μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, η επιχείρηση πρέπει να προσκομίσει στην Επιτροπή στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τις αποδείξεις που ήδη διαθέτει η Επιτροπή. Η Επιτροπή παραπέμπει μεν, στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην παρούσα απόφαση, σε αποδείξεις και δηλώσεις υποβληθείσες από τη Redaelli, πλην όμως κανένα από τα προσκομισθέντα από τη Redaelli στοιχεία δεν έχει σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, σε αντίθεση με τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν από άλλες εταιρίες, όπως η Nedri […]

(1125) Όσον αφορά τη θέση της Redaelli περί πλήρους συνεργασίας της με την Επιτροπή, επειδή απάντησε σε πολλές αιτήσεις παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις υπέχουν εκ του νόμου την υποχρέωση να απαντούν στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Συνεπώς, το γεγονός ότι απαντούν δεν σημαίνει ότι δικαιούνται μείωση του προστίμου.»

 2. Επί της εσφαλμένης εκτιμήσεως της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων από τη Redaelli αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διοικητική διαδικασία

76      Κατ’ ουσίαν, η Redaelli υπενθυμίζει ότι συνεργάστηκε πλήρως με την Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία. Επισημαίνει, ακόμη, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση υπάρχουν συχνές παραπομπές σε έγγραφα και δηλώσεις που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό. Ενίοτε, οι παραπομπές αυτές αποτελούν το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που παραθέτει η Επιτροπή προς στήριξη των επιχειρημάτων της. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που εμφαίνουν τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, οπότε θα ήταν δικαιολογημένη η μείωση του προστίμου κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

77      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στην ανακοίνωση περί επιείκειας (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), η Επιτροπή έχει καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτήν κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με σύμπραξη μπορούν να απαλλαγούν από το πρόστιμο ή να τύχουν μειώσεως του ποσού του προστίμου που θα όφειλαν να καταβάλουν.

78      Η εν λόγω ανακοίνωση αντικατέστησε την πρώτη ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις με αντικείμενο συμπράξεις (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση του 1996), προκειμένου να προσαρμόσει την πολιτική της ως προς το ζήτημα αυτό, υπό το πρίσμα της πείρας που έχει αποκτηθεί μετά από πέντε έτη εφαρμογής της. Μολονότι επιβεβαιώθηκε η αξιοπιστία των αρχών που διέπουν την ανακοίνωση, η εμπειρία κατέδειξε ότι η αποτελεσματικότητά της θα βελτιωθεί με την αύξηση της διαφάνειας και της ασφάλειας των όρων υπό τους οποίους θα χορηγείται οποιασδήποτε μορφής μείωση. Επίσης, η Επιτροπή ανέφερε ότι η αποτελεσματικότητα αυτή θα αυξηθεί, εάν ευθυγραμμιστεί περισσότερο το επίπεδο της μείωσης των προστίμων με το μέγεθος της συμβολής της επιχείρησης στην απόδειξη της παράβασης (ανακοίνωση περί επιείκειας, αιτιολογική σκέψη 5).

79      Το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη στην οποία απέβλεπε η Επιτροπή με την αντικατάσταση της ανακοινώσεως του 1996 με την ανακοίνωση περί επιείκειας.

α)     Προϋποθέσεις μειώσεως του προστίμου

80      Ακόμη και αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις της ανακοινώσεως περί επιείκειας, προκειμένου να τύχει απαλλαγής από το πρόστιμο, η επιχείρηση μπορεί, πάντως, να τύχει μειώσεως του προστίμου που θα της επιβαλλόταν.

81      Όπως προκύπτει από το σημείο 21 της εν λόγω ανακοινώσεως, για να ζητήσει η επιχείρηση μείωση του προστίμου πρέπει, αφενός, «να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική [πρόσθετη αποδεικτική] αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή» και, αφετέρου, «να διακόψει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που υποβάλλει τις αποδείξεις».

82      Στο σημείο 23, στοιχείο α΄, της εν λόγω ανακοινώσεως αναφέρεται, συναφώς, ότι, σε κάθε οριστική απόφαση που εκδίδει μετά το τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή προσδιορίζει «κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε μια επιχείρηση σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αντιπροσώπευαν σημαντική [πρόσθετη αποδεικτική] αξία σε σχέση με τις αποδείξεις που η Επιτροπή είχε τότε στην κατοχή της».

83      Η έννοια της «πρόσθετης αποδεικτικής αξίας» οριοθετείται ως εξής στο σημείο 22 της ανακοινώσεως περί επιείκειας:

«Η έννοια της “πρόσθετης αποδεικτικής αξίας” αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, από την ίδια τη φύση τους ή/και την έκταση των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρήσει κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά.»

84      Το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας προβλέπει τρεις συντελεστές μειώσεως του προστίμου. Η πρώτη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21 δικαιούται μείωση μεταξύ 30 και 50 %, δεύτερη μείωση μεταξύ 20 και 30 %, και οι επόμενες επιχειρήσεις μείωση 20 % κατ’ ανώτατο όριο.

85      Το σημείο 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας αναφέρει ότι «[π]ροκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση του σημείου 21 [της εν λόγω ανακοινώσεως] υποβλήθηκαν και το βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν» και ότι «[η] Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της το βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων».

86      Συνεπώς, κατά την ανακοίνωση περί επιείκειας, διακρίνονται δύο στάδια (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, MRI κατά Επιτροπής, T‑154/09, Συλλογή, EU:T:2013:260, σκέψη 320).

87      Πρώτον, για να τύχει μειώσεως του προστίμου, η επιχείρηση οφείλει να προσκομίσει στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με αυτά που έχει ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, όπως ρητώς επισημαίνει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της (βλ. π.χ., υπόμνημα αντικρούσεως, σημείο 27, και υπόμνημα ανταπαντήσεως, σημείο 10), η διαλαμβανόμενη στην ανακοίνωση περί επιείκειας προϋπόθεση κατά την οποία τα προσκομισθέντα από μια επιχείρηση στοιχεία πρέπει να «έχουν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται ήδη στη διάθεση της Επιτροπής» επιτάσσει να γίνεται σύγκριση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε προηγουμένως η Επιτροπή και εκείνων που περιέρχονται σε αυτήν στο πλαίσιο της παρεχόμενης από τον αιτούντα επιείκεια συνεργασίας.

88      Δεύτερον, για να προσδιοριστεί το ποσοστό μειώσεως του προστίμου που θα επιβαλλόταν, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη της δύο κριτήρια: την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων και την πρόσθετη αποδεικτική αξία τους. Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, η Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της το εύρος και τη διάρκεια της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση μετά την ως άνω ημερομηνία.

89      Εάν τα προσκομισθέντα στην Επιτροπή στοιχεία διαθέτουν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία και η επιχείρηση δεν ήταν η πρώτη ή η δεύτερη που προσκόμισε τέτοια στοιχεία, το ανώτατο ποσοστό μειώσεως του προστίμου που άλλως θα επιβαλλόταν είναι 20 %. Το ποσοστό μειώσεως του προστίμου που άλλως θα επιβαλλόταν αυξάνεται ανάλογα το πόσο έγκαιρα έχει παρασχεθεί η συνεργασία και τον βαθμό της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας, έως το ανώτατο όριο του 20 % (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση MRI κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:T:2013:260, σκέψη 322).

90      Η χρονολογική σειρά και η ταχύτητα της συνεργασίας που παρέσχον τα μέλη της συμπράξεως συνιστούν, επομένως, θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος που καθιέρωσε η εν λόγω ανακοίνωση περί συνεργασίας [αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2011, Transcatab κατά Επιτροπής, T‑39/06, Συλλογή, EU:T:2011:562, σκέψη 380, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Roca κατά Επιτροπής, T‑412/10, Συλλογή (αποσπάσματα), EU:T:2013:444, σκέψη 183]. Το ίδιο ισχύει και για τον βαθμό της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκομίζει μια επιχείρηση στο πλαίσιο αυτό.

91      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, αν και η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αποτελούν συμβολή που δικαιολογεί ή που δεν δικαιολογεί τη μείωση του επιβαλλόμενου προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη σχετική απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι, αν αυτές δεν είχαν παράσχει οικειοθελώς τις ως άνω πληροφορίες, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων (βλ. απόφαση Roca κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, EU:T:2013:444, σκέψη 184 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Λαμβανομένης υπόψη της ratio της μειώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τη λυσιτέλεια των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της (βλ. απόφαση Roca κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, EU:T:2013:444, σκέψη 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Όταν μια επιχείρηση απλώς επιβεβαιώνει, στο πλαίσιο της συνεργασίας, και μάλιστα κατά τρόπο λιγότερο ακριβή και σαφή, ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει ήδη προσκομίσει άλλη επιχείρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας, ο βαθμός συνεργασίας της επιχειρήσεως αυτής, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με αυτόν της επιχειρήσεως που πρώτη προσκόμισε τα στοιχεία αυτά. Πράγματι, μια δήλωση η οποία απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, μίαν άλλη δήλωση που ήδη ευρισκόταν στη διάθεση της Επιτροπής δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της Επιτροπής. Κατ’ επέκταση, η δήλωση αυτή δεν μπορεί να είναι ικανή να δικαιολογήσει μείωση του ύψους του προστίμου λόγω της συνεργασίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2011, T‑343/08, Arkema France κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2011:218, σκέψη 137, και Roca κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, EU:T:2013:444, σκέψη 186).

94      Εντούτοις, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. απόφαση Roca κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, EU:T:2013:444, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Τέλος, ακόμη και αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως της σημαντικής προστιθέμενης αξίας των πληροφοριών που της παρασχέθηκαν δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί στο εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως για να παραιτηθεί από την άσκηση εμπεριστατωμένου ελέγχου της σχετικής εκτιμήσεως της Επιτροπής, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών (βλ. αποφάσεις Roca κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, EU:T:2013:444, σκέψη 188 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Kone κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑510/11 P, EU:C:2013:696, σκέψεις 24 και 92).

96      Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση που ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο, όπως εν προκειμένω, να εκτιμήσει αυτό την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν προσκομιστεί από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία κατέληξε με την επιβολή σε αυτήν κυρώσεων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω).

97      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Redaelli προκειμένου να πείσει για τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων που έθεσε υπόψη της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία.

β)       Εξέταση των σχετικών με τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία επιχειρημάτων

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις επί του πλαισίου και της χρονολογικής σειράς

98      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, για να μπορεί να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων σχετικά με τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να του προσκομίσει, για κάθε πτυχή της παραβάσεως για την οποία η Redaelli επικαλείται τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των προσκομισθέντων από αυτή στοιχείων, τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά έγγραφα που συνεισέφερε η προσφεύγουσα «δεν περιείχαν σημαντικά στοιχεία ούτε αποσαφήνισαν τα σημεία ως προς τα οποία η Επιτροπή δεν διέθετε ακόμη επαρκείς αποδείξεις» ή ότι «κανένα από τα προσκομισθέντα από τη Redaelli στοιχεία δεν έχει σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία» (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1122 και 1124).

99      Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό, προσκομίζοντας τα ζητηθέντα από το Γενικό Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία στις 28 Φεβρουαρίου 2014 και στις 16 Μαΐου 2014.

100    Εν συνεχεία, στις 8 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο επιπλέον έγγραφα, προς συμπλήρωση της απαντήσεώς της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 17ης Δεκεμβρίου 2013. Τα έγγραφα αυτά προστέθηκαν στη δικογραφία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψεις 68 και 69 ανωτέρω). Τα εν λόγω έγγραφα ήταν τα πλήρη κείμενα των εγγράφων τα οποία είχε προσκομίσει η Redaelli κατά τη διοικητική διαδικασία και, συνεπώς, γνώριζε. Είχαν προσκομιστεί και προηγουμένως από την Επιτροπή, αλλά σε ελλιπή μορφή, είτε χωρίς τα συνοδευτικά έγγραφα είτε χωρίς τα παραρτήματα των συνοδευτικών εγγράφων.

101    Παρά την εκπρόθεσμη κοινοποίηση του συνόλου των ως άνω εγγράφων, επισημαίνεται ωστόσο ότι το περιεχόμενό τους είχε αναλυτικά παρατεθεί στην προσφυγή της Redaelli και το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη σχηματίσει επαρκή γνώση, κατόπιν ιδίως της εξετάσεως των απαντήσεων στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και των αποδεικτικών μέσων, όσον αφορά τη συνεισφορά της Redaelli.

102    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι είναι σε θέση να ελέγξει κατά τρόπο επαρκή, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Redaelli κατά τη διοικητική διαδικασία, υπό το πρίσμα των σχετικών επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

103    Δεύτερον, τονίζεται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Redaelli ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο μόνο να της αναγνωριστεί το ευεργέτημα της επιείκειας, δια της εντάξεώς της στην τρίτη κατηγορία επιχειρήσεων, κατά την έννοια του σημείου 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας, δηλαδή στις επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να τύχουν μειώσεως του προστίμου έως 20 % κατ’ ανώτατο όριο (βλ. σκέψεις 74 και 84 ανωτέρω).

104    Επομένως, η Redaelli δεν ζητεί ούτε αμφισβητεί τη μεταχείριση, πρώτον, της DWK, την οποία η Επιτροπή απάλλαξε πλήρως από το πρόστιμο το οποίο η εν λόγω επιχείρηση θα έπρεπε άλλως να καταβάλει, δεύτερον, της ITC, η οποία ήταν, κατά την Επιτροπή, η πρώτη επιχείρηση που προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στη διάθεσή της, ή ακόμη, τρίτον, τη Nedri, η οποία ήταν, κατά την Επιτροπή, η δεύτερη επιχείρηση που πληρούσε την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

105    Τούτο επιβεβαιώθηκε από τη Redaelli με την απάντησή της σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, απάντηση η οποία καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

106    Τρίτον, υπό το πρίσμα των διαφόρων πτυχών της παραβάσεως ως προς τις οποίες η Redaelli επικαλείται τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των προσκομισθέντων από αυτή στοιχείων, πρέπει να γίνει επίσης διάκριση μεταξύ των σχετικών με την Ομάδα Ιταλίας στοιχείων και των σχετικών με την Ομάδα Ζυρίχης, καθώς και την Ομάδα Ευρώπης η οποία τη διαδέχθηκε, και να ληφθεί υπόψη η χρονολογική σειρά, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία των την ανάλυση των σχετικών εγγράφων.

107    Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Ομάδα Ιταλίας, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή διέθετε σύγχρονα με τα πραγματικά περιστατικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχε συλλέξει κατά τους ελέγχους που διενήργησε στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002 ή τα οποία περιήλθαν σε αυτήν αργότερα, ιδίως από την ITC. Χάρη σε αυτά τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, η Επιτροπή στοιχειοθέτησε τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως από το 1995 έως το 2002 τόσον ως προς τη Redaelli όσο και, ιδίως, ως προς τρεις άλλους Ιταλούς παραγωγούς: τις CB, Itas και ITC.

108    Όσον αφορά την Ομάδα Ζυρίχης, η οποία αποτέλεσε το αρχικό στάδιο της παραβάσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και στην οποία μετείχαν ένας ιταλός παραγωγός, η Redaelli, και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν σε άλλες αγορές (WDI, Nedri, DWK, Tréfileurope…), η ποιότητα των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων είναι πιο περιορισμένη. Για το συγκεκριμένο στάδιο της παραβάσεως, η Επιτροπή επικαλείται κυρίως δηλώσεις διαφόρων αιτούντων επιείκεια ή σημειώματα της Emesa, τα οποία περιήλθαν στην Επιτροπή σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, στις 28 Ιουνίου 2007.

109    Όσον αφορά την Ομάδα Ευρώπης, η οποία αποτέλεσε το δεύτερο στάδιο της παραβάσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται λόγος για πλείονες πηγές αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία συχνά αλληλοεπιβεβαιώνονται. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται ότι η Redaelli επιβεβαίωσε τη συμμετοχή άλλων επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως.

110    Εν προκειμένω και υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας διακρίσεως μεταξύ των διαφόρων πτυχών της παραβάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε δύο ομάδες εγγράφων που προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία: αυτά που κοινοποίησε η Redaelli, τα οποία αποδεικνύουν, κατ’ αυτήν, τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία της συνεισφοράς της, και εκείνα που προσκόμισε η Επιτροπή προς πιστοποίηση του ότι διέθετε ήδη αρκετά αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συνεισφορά της Redaelli στερείται σημαντικής πρόσθετης αποδεικτικής αξίας.

111    Η συνεισφορά της Redaelli συνίσταται σε τέσσερα έγγραφα: πρώτον, απάντηση της 21ης Οκτωβρίου 2002 σε αίτηση παροχής πληροφοριών, δεύτερον, αίτηση επιείκειας της 20ής Μαρτίου 2003, τρίτον, απάντηση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 σε αίτηση παροχής πληροφοριών και, τέταρτον, απάντηση της 15ης Ιουνίου 2007 σε αίτηση παροχής πληροφοριών.

112    Τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή προς στοιχειοθέτηση της διαπιστώσεώς της ότι η συνεισφορά της Redaelli στερείται σημαντικής πρόσθετης αποδεικτικής αξίας προέρχονται, πρώτον, από την αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο της DWK της 18ης Ιουνίου 2002, η οποία ήταν προγενέστερη των ελέγχων, και από μεταγενέστερες δηλώσεις της επιχειρήσεως αυτής, δεύτερον, από έγγραφα κατασχεθέντα κατά τους ελέγχους που διεξήχθησαν στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002, ιδίως κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις Redaelli, τρίτον, αιτήσεις επιείκειας υποβληθείσες μετά τη διενέργεια των ελέγχων, μεταξύ άλλων από την ITC, στις 21 Σεπτεμβρίου 2002, τη Nedri, στις 23 Οκτωβρίου 2002, την Emesa, στις 25 Οκτωβρίου 2002, και την Tréfileurope, στις 4 Νοεμβρίου 2002, καθώς και από σημειώματα της Emesa, τα οποία παραδόθηκαν στην Επιτροπή στις 28 Ιουνίου 2007, ήτοι μετά την υποβολή του τελευταίου εγγράφου που επικαλείται η Redaelli προς απόδειξη του περιεχομένου της συνεισφορά της.

113    Στο πλαίσιο αυτό και λαμβανομένων ιδίως υπόψη των προκτεθέντων χρονολογικών στοιχείων, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Redaelli προκειμένου να πείσει για τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων που έθεσε υπόψη της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία.

114    Για την εξέταση αυτή πρέπει να εξεταστεί ο χρόνος υποβολής των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων στην Επιτροπή, σε συνδυασμό με τα τότε διαθέσιμα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία.

 Ανάλυση των σχετικών εγγράφων

115    Πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά τα επιχειρήματα που προβάλλει η Redaelli προκειμένου να πείσει για τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία της συνεισφοράς της.

 – – Εκπροσώπηση των CB, Itas και ITC στην Ομάδα Ζυρίχης από το 1993 έως το 1995

116    Η Redaelli προβάλλει ότι, χάρη στη συνεισφορά της, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ITC, Itas και CB μετείχαν στην Ομάδα Ζυρίχης κατά τα έτη 1993-1995. Συγκεριμένα, η Redaelli ήταν η πρώτη και μόνη επιχείρηση που εξέθεσε τον ρόλο της ως εκπροσώπου των ITC, Itas και CB στις συσκέψεις της Ομάδας Ζυρίχης κατά το διάστημα αυτό. Ομοίως, όσον αφορά τη φράση «ομάδα Assider», ήταν η Redaelli και όχι η Nedri που συνέβαλε στην κατανόηση της εκφράσεως αυτή, η οποία προσδιόριζε ολιγομελή ομάδα Ιταλών παραγωγών οι οποίοι εμπλέκονταν στη σύμπραξη και όχι το σύνολο των μελών της επαγγελματικής ενώσεως με την εν λόγω επωνυμία.

117    Πρόκειται, καταρχάς, για μια από τις σημαντικότερες πτυχές της συνεισφοράς της Redaelli, διότι, κατά την προσφεύγουσα, χάρη στις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή μπόρεσε να καταλογίσει στις CB, Itas και ITC ευθύνη για μεγαλύτερο διάστημα και για πτυχή της παραβάσεως διαφορετική από αυτές που εξέταζε προηγουμένως.

118    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι, βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εκεί παρατιθέμενων αποδεικτικών στοιχείων, η προσφεύγουσα υπερτιμά τη σημασία της συνεισφοράς της κατά τη διοικητική διαδικασία.

119    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή απέδειξε κατά τρόπο πειστικό ότι γνώριζε, πολύ πριν η Redaelli το αναφέρει στις 15 Ιουνίου 2007, σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας και σε απάντηση αιτήσεως παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, την ταυτότητα των τριών ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής APC, οι οποίες ήταν κατά το παρελθόν μέλη της επαγγελματικής ενώσεως Assider, που είχε παύσει να υφίσταται το 1988, και οι οποίες μετείχαν μέσω αυτής στην Ομάδα Ζυρίχης.

120    Πρώτον, ήδη από την υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής από το πρόστιμο της DWK της 18ης Ιουνίου 2002, η Επιτροπή ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η Redaelli εκπροσωπούσε τρεις άλλους Ιταλούς παραγωγούς APC (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 153).

121    Δεύτερον, από την υποβολή της αιτήσεως επιείκειας Nedri της 23ης Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή γνώριζε επίσης ότι, κατά την εν λόγω επιχείρηση, η Redaelli εκπροσωπούσε την Assider κατά τις συσκέψεις της Ζυρίχης (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 153).

122    Συνολικά εξεταζόμενες, οι πληροφορίες αυτές αποτελούσαν για την Επιτροπή ουσιώδη ένδειξη του ότι, κατά τις συσκέψεις της Ζυρίχης, η Redaelli εκπροσωπούσε και την Assider, δηλαδή τρεις άλλους Ιταλούς παραγωγούς.

123    Παράλληλα, η Επιτροπή γνώριζε ότι η Redaelli και τρεις ιταλοί παραγωγοί (CB, Itas και ITC) συζητούσαν στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας για συμφωνία με τα μέλη της Ομάδας Ζυρίχης. Τούτο προκύπτει από το σχέδιο συμφωνίας της 23ης Ιανουαρίου 1995, το οποίο εντόπισε η Επιτροπή κατά τον έλεγχο στις εγκαταστάσεις της Redaelli στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002, και στο οποίο αναφέρεται ότι η Redaelli εξουσιοδοτήθηκε να εκπροσωπήσει στις CB, Itas και ITC έναντι των παραγωγών που δραστηριοποιούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 166).

124    Τρίτον, η προσφεύγουσα αναφέρεται και αυτή, με το υπόμνημά της απαντήσεως, στο περιεχόμενο της δηλώσεως της DWK της 8ης Μαΐου 2007, από την οποία προκύπτει ότι, κατά την εν λόγω επιχείρηση η, η Redaelli εκπροσωπούσε, κατά τις συσκέψεις της Ομάδας Ζυρίχης, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, τρεις Ιταλούς παραγωγούς (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 153). Με τη δήλωση αυτή διευκρινίζεται επίσης ότι, όπως ενθυμείται ένας εκ των εκπροσώπων της DWK στις συσκέψεις αυτές, η Redaelli δεν είχε διευκρινίσει για ποιους παραγωγούς πρόκειται και ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος δεν ενδιαφέρθηκε για το ζήτημα, παρά τις υποψίες του ότι επρόκειτο για τις CB, Itas και ITC, δεδομένου ότι οι λοιπές ιταλικές επιχειρήσεις ήταν μικρότερες ή δεν υπήρχαν ακόμη (π.χ. SLM).

125    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, πριν την υποβολή στοιχείων από τη Redaelli στις 15 Ιουνίου 2007, η Επιτροπή γνώριζε, όσον αφορά τις συσκέψεις της Ομάδας Ζυρίχης, ότι η Redaelli είχε αναφέρει ότι εκπροσωπούσε τρεις άλλους Ιταλούς παραγωγούς. Η Επιτροπή γνώριζε επίσης ενδεχομένως ήταν οι εν λόγω τρεις παραγωγοί.

126    Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι η υποβολή στοιχείων από τη Redaelli στις 15 Ιουνίου 2007 προηγείται της υποβολής των σημειωμάτων της Emesa στις 28 Ιουνίου 2007. Συγκεκριμένα, χάρη στα σημειώματα αυτά της Emesa, τα οποία προσκομίστηκαν από την ArcelorMittal, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά τη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης στις 8 και 9 Ιουνίου 1994, παρουσία των Tréfileurope, DWK, WDI, Tycsa, Nedri και Emesa, ο εκπρόσωπος της Redaelli ανέφερε ότι εκπροσωπεί τρεις επιχειρήσει, ήτοι τις CB, Itas και ITC (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 159). Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν προκειμένω δεν χρειάζεται να ληφθούν υπόψη τα σημειώματα της Emesa, αλλά μόνον των στοιχείων που είχαν κοινοποιηθεί πριν τις 15 Ιουνίου 2007 προκειμένου να διαπιστωθεί η πρόσθετη αποδεικτική αξία της συνεισφοράς της Redaelli.

127    Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι οι προαναφερθείσες ενδείξεις δεν είχαν το αποτέλεσμα που υποστηρίζει η Redaelli, η οποία διατείνεται ότι, χάρη στη συνεισφορά της, η Επιτροπή διαπίστωση τη συμμετοχή των ITC, Itas και CB στην Ομάδα Ζυρίχης κατά τα έτη 1993-1995.

128    Όσον αφορά τη CB, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή αμφισβήτησε τη συμμετοχή της στην Ομάδα Ζυρίχης ή σε συνεννόηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά τη CB, η Redaelli είχε «ορίζει εαυτή» εκπρόσωπο των λοιπών ιταλών παραγωγών στο πλαίσιο αυτό. Δεδομένης της αμφισβητήσεως αυτής και παρά το γεγονός ότι διαπίστωσε, βάσει πληροφοριών προερχομένων την αίτηση επιείκειας της ITC, ότι η CB μετείχε, μαζί με τις Redaelli, Itas, ITC, Tréfileurope Italia, DWK και Tycsa, σε σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας με παραγωγούς της Ομάδας Ζυρίχης, η οποία διεξήχθη στις 24 Φεβρουαρίου 1993 και κατά την οποία υπήρξαν συζητήσεις όχι μόνον για τις τιμές και τις πωλήσεις στην αγορά της Ιταλίας, αλλά και για τις πωλήσεις APC σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, η Επιτροπή προτίμησε να δεχθεί ότι η συμμετοχή της CB στην παράβαση άρχισε στις 23 Ιανουαρίου 1995, βάσει, κυρίως, του σχεδίου συμφωνίας που εντόπισε κατά τους ελέγχους που διενήργησε στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002 (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω).

129    Επομένως, η συμμετοχή της CB στη σύμπραξη τεκμηριώνεται από τις 23 Ιανουαρίου 1995, βάσει άλλων αποδεικτικών στοιχείων, πέραν αυτών που προσκόμισε η Redaelli με την αίτησή της επιείκειας (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 155, 165, 166 και 849 έως 855).

130    Όσον αφορά την Itas, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται επίσης ότι η επιχείρηση αυτή αμφισβήτηση τη συμμετοχή της στην Ομάδα Ζυρίχης κατά τα έτη 1993-1994, με το επιχείρημα ότι έλαβε τις απαιτούμενες για τη Γερμανία πιστοποιήσεις το 1995 και αργότερα για τις υπόλοιπες χώρε. Κατ’ αντίθεση προς τη CB και για τους λόγους που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η συμμετοχή της Itas στην παράβαση στοιχειοθετείται από τη συμμετοχή της επιχειρήσεως αυτή στη σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας με τους παραγωγούς της Ομάδας Ζυρίχης της 24ης Φεβρουαρίου 1993. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ακόμη τη συμμετοχή της Itas, όπως και των Redaelli και ITC, σε σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας της 7ης Μαΐου 1993, σχετικά με την οποία η ITC παρέσχε πληροφορίες με την αίτησή της επιείκειας. Αντικείμενο της συζητήσεως αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, τέσσερις προτάσεις προς τους παραγωγούς που δραστηριοποιούνταν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Μολονότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι η Itas «εκπροσωπούνταν από τη Redaelli στις συσκέψεις της Ομάδας Ζυρίχης», οι οποίες έπονται της συσκέψεως της 24ης Φεβρουαρίου 1993, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ένδειξη αυτή συνάγεται και από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κοινοποίησαν οι DWK και Nedri πριν την συνεισφοράς της Redaelli της 15ης Ιουνίου 2007 (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 155, 163, 164 και 856 έως 861).

131    Σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η Επιτροπή διέθετε πλείονα στοιχεία που να αποδεικνύουν τη συμμετοχή της Itas στην παράβαση, περιλαμβανομένων των ουσιώδους σημασίας πληροφοριών από την αίτηση επιείκειας της ITC, η οποία προσκόμισε χειρόγραφο πρακτικό της συσκέψεως της Ομάδας Ιταλίας με παραγωγούς της Ομάδας Ζυρίχης της 24ης Φεβρουαρίου 1993, και των προερχομένων από τις DWK και Nedri πληροφοριών σχετικά με τον ρόλο της Redaelli εντός της Ομάδας Ζυρίχης, είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η συνεισφορά της Redaelli της 15ης Ιουνίου 2007 δεν είχε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που ήδη είχε στη διάθεσή της.

132    Όσον αφορά την ITC, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η εν λόγω επιχείρηση ενέκρινε το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων που της απεύθυνε η Επιτροπή, επιβεβαιώνοντας ότι «εναρμονίζεται με τις δηλώσεις και τα στοιχεία που περιέχει η αίτηση επιείκειας και οι μεταγενέστερες δηλώσεις της», παραδεχόμενη, συνεπώς, ότι μετείχε ευθέως στη σύμπραξη, και πιο συγκεκριμένα στην Ομάδα Ζυρίχης, στην Ομάδα Ιταλίας και στη ενσωμάτων των Ιταλών παραγωγών στην Ομάδας Ευρώπης από τις 24 Φεβρουαρίου 1993 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 841 και 843).

133    Παρά το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται, στις αιτιολογικές σκέψεις 153 και 155, ότι η ITC δεν αμφισβήτησε ότι εκπροσωπούνταν από τη Redaelli στην Ομάδα Ζυρίχης, η Επιτροπή διέθετε άλλα στοιχεία, μεταξύ αυτών και τα κοινοποιηθέντα από την ίδια την ITC, αλλά και αυτά των DWK και Nedri, τα οποία αποδείκνυαν την έναρξη της συμμετοχής της ITC στην παράβαση. Επομένως, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι η συνεισφορά της Redaelli της 15ης Ιουνίου 2007 δεν πληροί τις προϋποθέσεις της ανακοινώσεως περί επιείκειας περί σημαντικής πρόσθετης αποδεικτικής αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που ήδη είχε στη διάθεσή της.

134    Κατόπιν των επιχειρημάτων των διαδίκων και των προσκομισθέντων εγγράφων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε, ως προς τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως, ότι, τόσο βάσει διαθέσιμων στοιχείων όσο και από χρονολογικής απόψεως, ότι διέθετε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση των επίμαχων περιστατικών. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε συναφώς η Redaelli δεν διαθέτουν, συνεπώς, τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία που απαιτείται προκειμένου να τύχει μειώσεως του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

 – Άλλες πτυχές της παραβάσεως

135    Η Redaelli υποστηρίζει ότι ήταν από τις πρώτες που επιβεβαίωσε, με τη συνεισφορά της, την ύπαρξη συστήματος ελέγχου της συμπράξεως, παρέχοντας πλήρη περιγραφή του. Η συνεισφορά της αυτή, της 21ης Οκτωβρίου 2002, συνίσταται στην απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών και στην αίτηση επιείκειας της 20ής Μαρτίου 2003.

136    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση και βάσει των στοιχείων που προσκόμισε συναφώς η Επιτροπή, αυτή είχε ήδη στη διάθεσή της πολλά αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από τους ελέγχους που διενήργησε στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002, από την αίτηση επιείκειας της ITC της 21ης Σεπτεμβρίου 2002 και από αυτήν την Tréfileurope της 4ης Νοεμβρίου 2002 (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 450 έως 455).

137    Ειδικότερα, από χρονολογικής απόψεως, υπενθυμίζεται ότι, με την απάντησή της 21ης Οκτωβρίου 2002 σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Redaelli αρκέστηκε σε μια απλή αναφορά στον Pr., ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή στοιχείων σχετικά με τις πωλήσεις που πραγματοποιούσαν οι διάφοροι παραγωγοί. Ωστόσο, κατά τον χρόνο αυτό, η Επιτροπή διέθετε, μεταξύ άλλων καταρτισθέντα από το πρόσωπο αυτό έγγραφα, σύγχρονα με τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εντοπίστηκαν κατά τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002 και περιέχουν σαφώς τις πληροφορίες για τις οποίες κάνει λόγο η Redaelli.

138    Με την αίτηση επιείκειας της 20ής Μαρτίου 2003, η Redaelli παρέθεσε αναλυτικότερα στοιχεία σχετικά με τον ρόλο του Pr., αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι μπορούσε να προσδιορίζει τις αγορές καθενός από τους πελάτες των εμπλεκομένων παραγωγών. Ο ρόλος του δεν συνίστατο απλώς στον έλεγχο των πωλήσεων, αλλά και στον προσδιορισμό των δυνατοτήτων από πλευράς πελατών. Παρά το γεγονός ότι η δεύτερη αυτή πτυχή του ρόλου του Pr. αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην αιτιολογική σκέψη 452, με την επισήμανση ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τη Redaelli, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι, όπως αναφέρει η Επιτροπή επικαλούμενη έγγραφα εντοπισθέντα κατά τους ελέγχους, ότι στο πρόσωπο αυτό είχαν ανατεθεί καθήκοντα εποπτείας και ελέγχου.

139    Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε συναφώς η Redaelli δεν διαθέτουν, συνεπώς, τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία που απαιτείται προκειμένου να τύχει μειώσεως του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

140    Εξάλλου, η Redaelli προβάλλει ότι, με τη συνεισφορά της, ήταν η πρώτη που επιβεβαίωσε τη διεξαγωγή και το περιεχόμενο πολλών συσκέψεων, όπως είναι οι συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας της 1η Φεβρουαρίου 2002, της 1ης Μαρτίου 2002 και της 26ης Αυγούστου 2002, και οι συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης της 28ης και 29ης Φεβρουαρίου 2000, της 8ης και 9ης Μαΐου 2000, της 15ης Μαΐου 2001, της 4ης Σεπτεμβρίου 2001 και της 24ης Ιουλίου 2002.

141    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, και ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή διέθετε εν γένει πολλές πληροφορίες για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (2000-2002) τόσο για την Ομάδας Ιταλίας όσο και για την Ομάδας Ευρώπης (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, παραρτήματα 2 και 3 σχετικά με την περιγραφή των συσκέψεων που αναφέρονται). Συγκεκριμένα, η συνεισφορά της Redaelli δεν συνέβαλε καθόλου ή συνέβαλε ελάχιστα στη δυνατότητα της Επιτροπής να στοιχειοθετήσει τα εν λόγω περιστατικά, όσον αφορά είτε το επίμαχο διάστημα, είτε τις ομάδες ή ακόμη και το περιεχόμενο των αναφερομένων από τη Redaelli συσκέψεων, για τις οποίες η Επιτροπή είτε διέθετε ήδη αποδεικτικά στοιχεία εντοπισθέντα κατά τους ελέγχους ή εγκαίρως προσκομισθέντα από άλλες επιχειρήσεις, όπως οι ITC, CB, Tréfileurope, Nedri ή DWK, είτε ήταν σε θέση να εκτιμήσει ότι τα προσκομισθέντα από τη Redaelli στοιχεία δεν στοιχειοθετούσαν τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα της συσκέψεως [όπως της συσκέψεως που φέρεται να είχε διεξαχθεί στις 8 και 9 Μαΐου 2000, η οποία απεδείχθη ότι ήταν σύσκεψη της Eurostress Information Service (ESIS), επαγγελματικής ενώσεως στον κλάδο του APC].

142    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συνεισφορά της Redaelli σχετικά με τις προαναφερθείσες συσκέψεις είχε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία κατά την έννοια της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

143    Τέλος, η Redaelli επικαλείται επίσης ότι ήταν η πρώτη που αναφέρθηκε συνοπτικά, με την αίτηση επιείκειας, στη σχέση μεταξύ της συμφωνίας καθορισμού ποσοστώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Ομάδα Ζυρίχης) και της συμφωνίας σε επίπεδο Ιταλίας (Ομάδα Ιταλίας), ότι ήταν η πρώτη που περιέγραψε τη δυναμική της Ομάδας Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όσον αφορά, ειδικότερα, την εγκατάλειψη της πρακτικής του καθορισμού ποσοστώσεων μετά την άρνηση της ITC να μετάσχει στην πρωτοβουλία αυτή, ότι ήταν η πρώτη που συνεισέφερε σημαντικά στοιχεία όσον αφορά την έναρξη της συμμετοχής της Tréfileurope στην Ομάδα Ιταλίας και ότι αυτή υπέδειξε τη διάκριση που διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ αποκλειστικών πελατών και κοινών πελατών όσον αφορά την Ομάδας Ιταλίας ή όσον αφορά τις συναντήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο «στο περιθώριο των συσκέψεων της “ESIS”».

144    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με την απάντησή της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και στο πλαίσιο των αποδεικτικών μέσων που αποφάσισε το Γενικό Δικαστήριο, τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Redaelli είτε δεν είχαν καθοριστική σημασία είτε αφορούσε ήσσονες πτυχές της παραβάσεως, περιορισμένης σημασίας βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή και τα οποία προέρχονταν από πλείονες, αλληλοεπιβεβαιούμενες πηγές.

145    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Ομάδας Ζυρίχης και Ομάδας Ιταλίας, στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που επικαλείται η Redaelli, ήτοι στις αιτιολογικές σκέψεις 401 επ. γίνεται πράγματι αναφορά στα έγγραφα που προσκόμισε η Redaelli, πλην όμως από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι υπήρξαν και άλλα έγγραφα που κατασχέθηκαν κατά τους ελέγχους ή κοινοποιήθηκαν από την ITC, όπως το σημαντικότερο για το ζήτημα αυτό έγγραφο, ήτοι η συμφωνία της 5ης Δεκεμβρίου 1995 μεταξύ των Redaelli, CB, Itas και ITC.

146    Ομοίως, όσον αφορά την περιγραφή της δυναμικής της Ομάδας Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι η συμμετοχή των Redaelli, CB, Itas και ITC στην Ομάδα Ιταλίας αρχίζει από τις 23 Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία του παλαιότερου σχεδίου συμφωνίας που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή από τους ελέγχους (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 402 και 456). Τα στοιχεία που προσκόμισε η Redaelli σχετικά με την προγενέστερη κατάσταση δεν ενίσχυσαν, συνεπώς, τη δυνατότητα της Επιτροπής να στοιχειοθετήσει τα πραγματικά περιστατικά. Όσον αφορά την ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της Tréfileurope στην Ομάδα Ιταλίας, από την αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή είχε ήδη στη διάθεσή της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να ορίσει ότι η ημερομηνία αυτή ήταν η 3η Απριλίου 1995, βάσει των εγγράφων που είχε προσκομίσει η ITC. Όσον αφορά τη διάκριση που περιλαμβάνεται στη προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ αποκλειστικών πελατών και κοινών πελατών, από τις αιτιολογικές σκέψεις 445 και 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή γνώριζε για τη διάκριση αυτή από έγγραφα εντοπισθέντα κατά τους ελέγχους και από τις παρατηρήσεις της Tréfileurope.

147    Τέλος, όσον αφορά τις συσκέψεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο «στο περιθώριο των συσκέψεων της “ESIS”», οι σχετικές ενδείξεις προέκυψαν από έγγραφα παρασχεθέντα από τη Bundeskartellamt στην αρχή της διαδικασίας και από έγγραφα εντοπισθέντα κατά τους ελέγχους.

γ)     Συμπέρασμα

148    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι συνολικά απορριπτέο ως αβάσιμο.

 3. Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

149    Η Redaelli προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι δεν εξέτασε την αίτησή της επιείκειας βάσει των κριτηρίων που ορίζει η ανακοίνωση περί επιείκειας. Η Επιτροπή απέρριψε την αίτησή της στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, επηρεαζόμενη, στην πραγματικότητα, από τη νέα και αυστηρότερη ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17). Ωστόσο, κατά το διάστημα εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας και όπως προκύπτει από αποφάσεις με τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις σε άλλες περιπτώσεις καρτέλ, η Επιτροπή είχε την τάση να χορηγεί μείωση του προστίμου για αιτήσεις οι οποίες στηρίζονταν ως επί το πλείστον σε δηλώσεις και δεν ήταν τόσο απαιτητική όσον αφορά την «πρόσθετη αποδεικτική αξία».

150    Ωστόσο, κατ’ αντίθετη προς τα υποστηριζόμενα από τη Redaelli και όπως προκύπτει από τις σκέψεις 76 έως 148 ανωτέρω, η Επιτροπή εξέτασε την αίτηση επιείκειας της Redaelli, εφαρμόζοντας επακριβώς τα κριτήρια της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

151    Εξάλλου, δεν αρκεί να επικαλεστεί η Redaelli τις αποφάσεις που έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων, ζητώντας να ισχύσουν και ως προς αυτή, διότι δεν παραθέτει στοιχεία που να αποδεικνύουν την ομοιότητα των περιστάσεων όσον αφορά τις παραβάσεις και τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει, στο πλαίσιο των αιτήσεων επιείκειας οι οικείες επιχειρήσεις.

152    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και τούτο λαμβανόταν υπόψη, οι διευκρινίσεις που επήλθαν όσον αφορά την έννοια της «πρόσθετης αποδεικτικής αξίας» με την εκδοθείσα το 2006 ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων δεν αναιρούν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που διατείνεται ότι είχε σχηματίσει η Redaelli. Όσον αφορά την επιείκεια, η προσκόμιση δηλώσεων ή αποδεικτικών στοιχείων στην Επιτροπή δεν αρκεί για να θεμελιωθεί δικαίωμα μειώσεως του προστίμου.

153    Βάσει αμφοτέρων των ανακοινώσεως, το σημαντικό είναι να προσδιοριστεί η σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών, σε σχέση με τα στοιχεία που έχει ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή, η δε απόφαση περί μειώσεως του προστίμου λόγω επιείκειας λαμβάνεται βάσει της εν λόγω πρόσθετης αποδεικτικής αξίας.

154    Ομοίως, βάσει αμφοτέρων των ανακοινώσεων, δεν αμφισβητείται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία.

155    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 4. Επί της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

156    Η Redaelli προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι μείωσε κατά 5 % το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε επιχειρήσεις όπως οι Emesa/Galycas και WDI, των οποίων η συνεργασία ήταν πιο περιορισμένη.

157    Όσον αφορά τις Emesa και Galycas, η Redaelli επισημαίνει ότι η μείωση του προστίμου χορηγήθηκε λόγω των πληροφοριών που παρασχέθηκαν σε απάντηση αιτήσεων πληροφοριών της Επιτροπής. Η συνεισφορά των Emesa και Galycas έγκειται στην παραδοχή της διεξαγωγής αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συσκέψεων μεταξύ Ευρωπαίων παραγωγών με ισπανούς και πορτογάλους παραγωγούς στο περιθώριο συσκέψεων επαγγελματικών ενώσεων, σχετικά με τις οποίες υπέβαλαν επίσης δύο καταλόγους στους οποίες καταγράφονται οι συσκέψεις, καθώς και η ημερομηνία, ο τόπος και τα ονόματα των συμμετεχόντων, «χωρίς καμία περιγραφή του περιεχομένου τους και χωρίς τεκμηρίωση από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία» (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 1095). Η Επιτροπή, μολονότι παραδέχθηκε ότι η συνεισφορά αυτή είναι περιορισμένη, θεωρώντας την υπερβολικά αόριστη για να συνιστά αποδεικτικό στοιχείο της παραβάσεως, εντούτοις εκτίμησε ότι έχει σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία στον βαθμό που ενισχύει τη δυνατότητά της να αποδείξει ορισμένα περιστατικά που στοιχειοθετούν την παράβαση, σε συνδυασμό με άλλα.

158    Συγκρινόμενη με αυτήν, η συνεισφορά της Redaelli ήταν πολύ σημαντικότερη. Πριν ακόμη υποβάλει επισήμως αίτηση επιείκεια, συνοδευόμενη από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, η Redaelli είχε παραδεχθεί από τις 21 Οκτωβρίου 2002, ήτοι πριν τις Emesa και Galycas, τη διεξαγωγή αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συσκέψεων μεταξύ Ευρωπαίων και Ιταλών παραγωγών. Η Redaelli παρέθεσε επίσης περιγραφή των συσκέψεων αυτών και προσκόμισε κατάλογο στον οποίον αναγράφονταν η ημερομηνία, ο τόπος και οι συμμετέχοντες, αναλυτικότερο από αυτόν που είχαν προσκομίσει οι Emesa και Galycas. Τέλος, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις δηλώσεις της Redaelli προκειμένου να καταλογίσει στις CB, Itas και Tréfileurope ευθύνη για μέρος της συμπράξεως.

159    Όσον αφορά τη WDI, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η συνεισφορά της επιχειρήσεως αυτής ήταν πολύ περιορισμένη και δεν αφορούσε καθοριστικής σημασίας ζητήματα. Η δήλωση της WDI της 19ης Μαΐου 2004 περιείχε τις πρώτες πληροφορίες για ορισμένα οργανωτικά στοιχεία της Ομάδας Ζυρίχης και όσον αφορά το ότι η εν λόγω ομάδα ακολουθούσε το παράδειγμα της της Ιταλίας. Επίσης, η WDI ήταν η πρώτη που επιβεβαίωσε τις δηλώσεις της DWK σχετικά με την ύπαρξη εταιρίας επιφορτισμένης με τη συλλογή στοιχείων για την Ομάδα Ζυρίχης και την Ομάδα Ευρώπης και η πρώτη που επιβεβαίωση τις δηλώσεις της Nedri όσον αφορά το σύστημα αντισταθμίσεων της Ομάδας Ζυρίχης. Επρόκειτο για απλές δηλώσεις, οι οποίες δεν συνοδεύονταν από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.

160    Συγκρινόμενη με τη συνεισφορά της WDI, η συνεισφορά της Redaelli δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντική. Η Redaelli ήταν επίσης η πρώτη που παρέσχε πληροφορίες σχετικά με ορισμένες πτυχές της συμπράξεως (ιδίως τον ρόλο της ως εκπροσώπου πολλών ιταλικών επιχειρήσεων και την κατάσταση της Ομάδας Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990) και η πρώτη που επιβεβαίωσε δηλώσεις ή έγγραφα προερχόμενα από άλλες επιχειρήσεις (ιδίως όσον αφορά το σύστημα ελέγχου του [P.], τη σχέση μεταξύ Ομάδας Ζυρίχης και Ομάδας Ιταλίας, καθώς και τις συναντήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και σε επίπεδο Ιταλίας). Εξάλλου, η Redaelli συνεισέφερε στην έρευνα, παρέχοντας σειρά πληροφοριών, στοιχείων και διευκρινίσεων που δεν περιλαμβάνονταν στην αίτηση της WDI.

161    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπάρχει μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1984, Sermide, 106/83, Συλλογή, EU:C:1984:394, σκέψη 28, και της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, T‑11/06, Συλλογή, EU:T:2011:560, σκέψη 102).

162    Εν προκειμένω, η Redaelli δεν παρέθεσε κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μεταχείρισή της ήταν άνιση σε σχέση με τη μεταχείριση της Emesa/Galycas ή της WDI.

163    Αφενός, η Redaelli δεν παραθέτει επιχειρήματα ικανά να αμφισβητήσουν την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η συνεισφορά της Emesa/Galycas και της WDI κατά τη διοικητική διαδικασία είχε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία.

164    Συγκεκριμένα, μετά από αξιολόγηση της εγγενούς και της συγκριτικής αποδεικτικής αξίας των δηλώσεων και των εγγράφων που προσκομίστηκαν από την Emesa/Galycas και την WDI, η Επιτροπή διαπίστωσε, όπως διευκρινίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η μείωση του προστίμου κατά 5% για τις επιχειρήσεις αυτές ήταν δικαιολογημένη. Ωστόσο, τα επιχειρήματα της Redaelli δεν αφορούν την πρόσθετη αποδεικτική αξία που αναγνώρισε η Επιτροπή, αλλά την πρόσθετη αποδεικτική αξία που θα έπρεπε να αναγνωρίσει ως προς τη δική της συνεισφορά, είτε επειδή αυτή «ήταν πολύ σημαντικότερη» από αυτή που αναγνωρίστηκε για τη συνεισφορά της Emesa/Galycas είτε επειδή δεν είναι «σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντική» από αυτή που αναγνωρίστηκε για τη συνεισφορά της WDI.

165    Συναφώς, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία που αναγνώρισε η Επιτροπή όσον αφορά τις συνεισφορές της Emesa/Galycas και της WDI πληροί τις προϋποθέσεις των σημείων 21 έως 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1094 και 1096 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από το παράρτημα 4 αυτής διαπιστώνεται η σημασία της συνεισφοράς της Emesa/Galycas, από την οποία προέκυψαν τα πρώτα στοιχεία βάσει των οποίων διαπιστώθηκε ότι πολλές συσκέψεις της Ομάδας Ισπανίας συνιστούσαν παράβαση. Ομοίως, η Επιτροπή παρέθεσε στην αιτιολογική σκέψη 1113 της προσβαλλομένης αποφάσεως τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι, χάρη στη συνεισφορά της WDI, ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει πολλά ζητήματα σχετικά με την οργάνωση της l’organisation της Ομάδας Ζυρίχης.

166    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της Redaelli δεν καθιστούν δυνατόν να συγκριθούν λυσιτελώς η δικής της εκτίμηση όσον αφορά τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των συνεισφορών της Emesa/Galycas και της WDI με την αντίστοιχη εκτίμηση της Επιτροπής.

167    Μολονότι οι συνεισφορές αυτές φαίνονται τυπικά όμοιες, δεδομένου ότι είχαν ως επί το πλείστον τη μορφή δηλώσεων, εντούτοις, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της συμμετοχής εκάστης των επιχειρήσεων αυτών στη σύμπραξη, η Επιτροπή κατέληξε στο προαναφερθέν συμπέρασμα όσον αφορά την Emesa/Galycas και τη WDI για λόγους εντελώς διαφορετικούς για κάθε μία από αυτές. Η Emesa/Galycas είναι ισπανική επιχείρηση που μετείχε στην Ομάδα Ευρώπης και στην Ομάδα Ισπανίας, η WDI είναι γερμανική επιχείρηση που μετείχε στην Ομάδα Ευρώπης και η Redaelli είναι ιταλική επιχείρηση που μετείχε στην Ομάδα Ευρώπης και στην Ομάδα Ιταλίας. Οι δραστηριότητές τους και ο βαθμός εμπλοκής τους στη σύμπραξη, όπως καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχε τότε στη διάθεσή της η Επιτροπή, διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε είναι αδύνατον να συγκριθεί η μία περίπτωση με την άλλη.

168    Συνεπώς, ο λόγος για τον οποίον απορρίφθηκε το αίτημα της Redaelli για μείωση του προστίμου λόγω επιείκειας δεν οφείλεται στην εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι συνεισφορές των Emesa/Galycas και WDI είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, αλλά στο γεγονός ότι η δική της συνεισφορά στερούνταν σημαντικής πρόσθετης αποδεικτικής αξίας κατά την έννοα των σημείων 21 έως 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

169    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

 Επί των δικαστικών εξόδων

231    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Redaelli Tecna SpA φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1 – Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.