Language of document : ECLI:EU:C:2022:56

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 27ης Ιανουαρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) – Κανονισμός (ΕΕ) 1305/2013 – Στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης – Άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ – Ενισχύσεις στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 – Αποζημίωση για την απώλεια εισοδήματος στις γεωργικές και δασικές περιοχές – Τυρφώνες – Απαγόρευση εγκαταστάσεως φυτειών βακκινίου – Έλλειψη αντισταθμιστικής αποζημιώσεως – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 17 – Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση C‑234/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Augstākā tiesa (Senāts) (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία) με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουνίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

«Sātiņi-S» SIA,

παρισταμένης της:

Lauku atbalsta dienests,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, J. Passer (εισηγητή), F. Biltgen, L. S. Rossi και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουνίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «Sātiņi-S» SIA, εκπροσωπούμενη από τον A. Grigorjevs,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις K. Pommere, V. Soņeca, L. Juškeviča και τον E. Bārdiņš, και στη συνέχεια από την K. Pommere και τον E. Bārdiņš,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις M. Browne, J. Quaney, M. Lane και τον A. Joyce, επικουρούμενους από την S. Kingston, SC, και την G. Gilmore, BL,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους C. Hermes, M. Kaduczak και I. Naglis, και στη συνέχεια από τους C. Hermes και M. Kaduczak

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 30, παράγραφος 1, και παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 487, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 130, σ. 1), καθώς και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της «Sātiņi-S SIA» και της Lauku atbalsta dienests (Υπηρεσίας στήριξης της αγροτικής οικονομίας, Λεττονία) σχετικά με την άρνηση της δεύτερης να χορηγήσει στη Sātiņi-S αντισταθμιστικές ενισχύσεις στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 λόγω της απαγορεύσεως εγκαταστάσεως φυτειών βακκινίου σε τυρφώνες υπαγόμενους στο δίκτυο Natura 2000.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία για τους οικοτόπους

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους), προβλέπει τα εξής:

«Συνιστάται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο “Natura 2000”. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικότοπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει την διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών.»

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.»

 Ο κανονισμός 1305/2013

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 και 24 του κανονισμού 1305/2013 έχουν ως εξής:

«(9)      Τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης θα πρέπει να αναγνωρίζουν τις ανάγκες της περιοχής που καλύπτουν και να περιγράφουν μια συνεκτική στρατηγική για την αντιμετώπισή τους, υπό το πρίσμα των προτεραιοτήτων της Ένωσης για την αγροτική ανάπτυξη. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε στόχους. Θα πρέπει να προσδιορισθούν οι σχέσεις μεταξύ των αναγκών που διαπιστώθηκαν, των στόχων που ετέθησαν και των μέτρων που επελέγησαν για την επίτευξή τους. Τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

[…]

(24)      Η στήριξη θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρέχεται στους γεωργούς και στους δασοκαλλιεργητές ώστε να βοηθηθούν στην αντιμετώπιση ειδικών μειονεκτημάτων στις σχετικές περιοχές που απορρέουν από την εφαρμογή της [οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7)] και της [οδηγίας για τους οικοτόπους], ώστε να συμβάλλουν στην αποτελεσματική διαχείριση των περιοχών του δικτύου Natura 2000, ενώ θα πρέπει επίσης να δοθεί στήριξη στους γεωργούς ώστε να βοηθηθούν στην αντιμετώπιση των μειονεκτημάτων σε περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού, τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή της [οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ 2000, L 327, σ. 1)]. Η στήριξη θα πρέπει να συνδέεται με τις ειδικές απαιτήσεις που περιγράφονται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, οι οποίες υπερβαίνουν τα σχετικά υποχρεωτικά πρότυπα και απαιτήσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι ενισχύσεις προς τους γεωργούς δεν οδηγούν σε διπλή χρηματοδότηση υπό το καθεστώς του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της Κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608, και διορθωτικά ΕΕ 2016, L 130, σ. 9, και ΕΕ 2020, L 36, σ. 13)]. Επιπλέον, οι ειδικές ανάγκες των περιοχών Natura 2000 θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τα κράτη μέλη στον συνολικό σχεδιασμό των οικείων προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης.»

6        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:

«1.      […]

Επιπλέον, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

γ)      ως “μέτρο” νοείται δέσμη πράξεων που συμβάλλουν σε μια ή περισσότερες προτεραιότητες της Ένωσης για την αγροτική ανάπτυξη·

[…]

στ)      ως “γεωργική έκταση” νοείται οποιαδήποτε έκταση αρόσιμης γης, μόνιμων λειμώνων και μόνιμων βοσκοτόπων ή μόνιμων καλλιεργειών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 του [κανονισμού 1307/2013]·

[…]

ιη)      ως “δάσος” νοείται περιοχή εκτεινόμενη σε έκταση μεγαλύτερη του 0,5 εκταρίου με δένδρα υψηλότερα των 5 μέτρων και συγκόμωση μεγαλύτερη του 10 %, ή δένδρα που μπορούν να φθάσουν τα όρια αυτά επί τόπου· δεν περιλαμβάνει γη προοριζόμενη κατά κύριο λόγο για χρήσεις γεωργικής ή αστικής γης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2.

2.      Τα κράτη μέλη ή οι [περιφέρειες] μπορούν να εφαρμόσουν ορισμό του δάσους διάφορο αυτού του σημείου ιη) της παραγράφου 1 που βασίζεται στην ισχύουσα εθνική τους νομοθεσία ή στο εθνικό τους σύστημα απογραφής. Τα κράτη μέλη ή οι περιφέρειες μπορούν να γνωστοποιούν τον εν λόγω ορισμό στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης.»

7        Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το ΕΓΤΑΑ ενεργεί στα κράτη μέλη μέσω προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Τα εν λόγω προγράμματα υλοποιούν μια στρατηγική ώστε να επιτευχθούν οι προτεραιότητες της Ένωσης για την αγροτική ανάπτυξη, μέσω δέσμης μέτρων οριζομένων στον τίτλο ΙΙΙ. Για την επίτευξη των στόχων αγροτικής ανάπτυξης δυνάμει των ενωσιακών προτεραιοτήτων, επιδιώκεται η λήψη ενίσχυσης από το ΕΓΤΑΑ.»

8        Το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έγκριση προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης», έχει ως ακολούθως:

«1.      Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή πρόταση για κάθε πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, η οποία περιέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8.

2.      Κάθε πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης εγκρίνεται από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη.»

9        Το άρθρο 30 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενισχύσεις στο πλαίσιο του Natura 2000 και της οδηγίας πλαισίου για τα ύδατα», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η στήριξη βάσει του παρόντος μέτρου παρέχεται ετησίως και ανά εκτάριο γεωργικής έκτασης ή ανά εκτάριο δάσους, προκειμένου να αποζημιωθούν οι δικαιούχοι για τις πρόσθετες δαπάνες και για την απώλεια εισοδήματος που απορρέουν από τα μειονεκτήματα των σχετικών περιοχών, τα οποία σχετίζονται με την εφαρμογή της οδηγίας [για τους οικοτόπους] […] της οδηγίας 2009/147 και της [οδηγίας 2000/60].

Κατά τον υπολογισμό των ενισχύσεων βάσει του μέτρου αυτού, τα κράτη μέλη αφαιρούν το ποσό που είναι απαραίτητο για να αποτραπεί η διπλή χρηματοδότηση των πρακτικών που αναφέρονται στο άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013.

[…]

6.      Είναι επιλέξιμες για ενισχύσεις οι ακόλουθες περιοχές:

α)      οι γεωργικές και δασικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000, σύμφωνα με τις οδηγίες [για τους οικοτόπους] και [2009/147]·

[…]».

 Ο κανονισμός 1307/2013

10      Το άρθρο 4 του κανονισμού 1307/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί και σχετικές διατάξεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

[…]

η)      ως “μόνιμος βοσκότοπος και μόνιμος λειμώνας” (που αναφέρονται από κοινού ως “μόνιμος βοσκότοπος”) νοείται η γη που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών με φυσικό τρόπο (αυτοφυή) ή με καλλιέργεια (σπαρμένα) και δεν έχει περιληφθεί στην αμειψισπορά επί πέντε έτη ή περισσότερο· μπορεί να περιλαμβάνει άλλα είδη, όπως θάμνους και/ή δένδρα που προσφέρονται για βοσκή, υπό τον όρο ότι επικρατούν τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά, καθώς και, εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση των κρατών μελών, γη που προσφέρεται για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής·

[…]».

11      Το άρθρο 45 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μόνιμοι βοσκότοποι», προβλέπει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν μόνιμους βοσκότοπους οι οποίοι είναι ευαίσθητοι από περιβαλλοντική άποψη στις περιφέρειες που καλύπτονται από τις οδηγίες [για τους οικοτόπους] ή [2009/147], συμπεριλαμβανομένων των τυρφώνων και των υγροτόπων που βρίσκονται στις περιοχές αυτές, και οι οποίοι απαιτούν αυστηρή προστασία προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι των εν λόγω οδηγιών.»

 Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 808/2014

12      Το άρθρο 10 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 808/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 1305/2013 (ΕΕ 2014, L 227, σ. 18, και διορθωτικό ΕΕ 2017, L 58, σ. 53), το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνήθης υπόθεση για πρόσθετες δαπάνες και διαφυγόν εισόδημα», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν το ποσό των ενισχύσεων για τα μέτρα ή τους τύπους πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 28 έως 31 και στα άρθρα 33 και 34 του [κανονισμού 1305/2013] με βάση συνήθεις υποθέσεις για τις πρόσθετες δαπάνες και το διαφυγόν εισόδημα.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί και οι αντίστοιχες ενισχύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)      περιλαμβάνουν μόνον επαληθεύσιμα στοιχεία·

β)      βασίζονται σε αριθμητικά στοιχεία που παρέχονται από κατάλληλους εμπειρογνώμονες·

γ)      υποδεικνύουν σαφώς την πηγή των αριθμητικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν·

δ)      διαφοροποιούνται ούτως ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι περιφερειακές ή τοπικές συνθήκες και η πραγματική χρήση της γης, κατά περίπτωση·

ε)      δεν περιλαμβάνουν στοιχεία που συνδέονται με επενδυτικές δαπάνες.»

13      Το μέρος 1 του παραρτήματος I του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού φέρει τον τίτλο «Παρουσίαση του περιεχομένου των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης». Το τμήμα 8 του εν λόγω μέρους 1 φέρει τον τίτλο «Περιγραφή των μέτρων που επιλέχθηκαν» και έχει ως ακολούθως:

«[…]

(2)      Περιγραφή ανά μέτρο, που περιλαμβάνει:

[…]

ε)      συγκεκριμένη περιγραφή κάθε μέτρου και/ή τύπου πράξης, ως εξής:

[…]

11.      Ενισχύσεις στο πλαίσιο του Natura 2000 και της [οδηγίας 2000/60] [άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013]

[…]

–        Προσδιορισμός των περιορισμών/μειονεκτημάτων βάσει των οποίων μπορούν να χορηγούνται ενισχύσεις και αναφορά των υποχρεωτικών πρακτικών·

–        περιγραφή της μεθοδολογίας και των αγρονομικών παραδοχών, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των απαιτήσεων βάσης που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3 του [κανονισμού 1305/2013] για τις οδηγίες [για τους οικοτόπους] και [2009/147] και στο άρθρο 30 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού για την [οδηγία 2000/60], οι οποίες χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς για τους υπολογισμούς που δικαιολογούν τις πρόσθετες δαπάνες και το διαφυγόν εισόδημα που προκύπτουν από μειονεκτήματα στις σχετικές περιοχές και σχετίζονται με την εφαρμογή των οδηγιών [για τους οικοτόπους και 2009/147] και της [οδηγίας 2000/60]· όπου κρίνεται σκόπιμο, η εν λόγω μεθοδολογία λαμβάνει υπόψη τις ενισχύσεις σε γεωργικές πρακτικές επωφελείς για το κλίμα και το περιβάλλον, οι οποίες χορηγούνται σύμφωνα με τον [κανονισμό 1307/2013], προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο διπλής χρηματοδότησης.

[…]»

14      Το μέρος 5 του παραρτήματος I του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού αφορά τους κωδικούς μέτρων και επιμέρους μέτρων. Το μέρος αυτό προβλέπει, δυνάμει του άρθρου 30 του κανονισμού 1305/2013 και υπό τον κωδικό 12, το μέτρο που φέρει τον τίτλο «Ενισχύσεις στο πλαίσιο του Natura 2000 και της [οδηγίας 2000/60]». Το εν λόγω μέτρο περιλαμβάνει τρία επιμέρους μέτρα, τα οποία, υπό τους κωδικούς 12.1, 12.2 και 12.3, φέρουν τους τίτλους, αντιστοίχως, «χορήγηση αντισταθμιστικής ενίσχυσης σε γεωργικές περιοχές του Natura 2000», «χορήγηση αντισταθμιστικής ενίσχυσης σε δασικές περιοχές του Natura 2000» και «χορήγηση αντισταθμιστικής ενίσχυσης σε γεωργικές περιοχές που περιλαμβάνονται σε σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών».

 Το λεττονικό δίκαιο

15      Το παράρτημα του Ministru kabineta noteikumi Nr. 562 «Noteikumi par zemes lietošanas veidu klasifikācijas kārtību un to noteikšanas kritērijiem» (διατάγματος 562 του Υπουργικού Συμβουλίου, περί όρων ταξινομήσεως των ειδών χρήσεως γης και περί κριτηρίων καθορισμού τους), της 21ης Αυγούστου 2007 (Latvijas Vēstnesis, 2007, αριθ. 137), προβλέπει ταξινόμηση των ειδών χρήσεως γης.

16      Το Ministru kabineta noteikumi Nr. 264 «Īpaši aizsargājamo dabas teritoriju vispārējie aizsardzības un izmantošanas noteikumi» (διάταγμα 264 του Υπουργικού Συμβουλίου, σχετικά με τις γενικές διατάξεις για την προστασία και τη χρήση ειδικών ζωνών διατηρήσεως), της 16ης Μαρτίου 2010 (Latvijas Vēstnesis, 2010, αριθ. 58), θεσπίζει τους γενικούς κανόνες για την προστασία και τη χρήση ειδικών ζωνών διατηρήσεως.

17      Το σημείο 16 του διατάγματος αυτού, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιό του 5, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστατευόμενες φυσικές περιοχές», ορίζει τα εξής:

«Στις προστατευόμενες φυσικές περιοχές απαγορεύεται:

[…]

16.12.      η εγκατάσταση φυτειών βακκινίου στους τυρφώνες·

[…]».

18      Το Ministru kabineta noteikumi Nr. 171 «Noteikumi par valsts un Eiropas Savienības atbalsta piešķiršanu, administrēšanu un uzraudzību vides, klimata un lauku ainavas uzlabošanai 2014.–2020. gada plānošanas periodā» (διάταγμα 171 του Υπουργικού Συμβουλίου σχετικά με τη χορήγηση, τη διαχείριση και τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και των ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος, του κλίματος και του αγροτικού περιβάλλοντος κατά την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020), της 7ης Απριλίου 2015 (Latvijas Vēstnesis, 2015, αριθ. 76), ορίζει στα σημεία 56 έως 58 τα ακόλουθα:

«Σημείο 56.      Η επιλέξιμη έκταση για ενισχύσεις στο πλαίσιο του μέτρου αυτού είναι η δασική γη (εκτός από τους τυρφώνες) η οποία:

56.1.      περιλαμβάνεται στον κατάλογο των [ζωνών Natura 2000] σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1305/2013 […]

[…]

Σημείο 58.      Ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί εάν η δηλωθείσα επιλέξιμη έκταση είναι τουλάχιστον ενός εκταρίου, αποτελείται από αγρούς τουλάχιστον 0,1 εκταρίου και η ελάχιστη έκταση αγρού υποκείμενου σε κάποιο είδος περιορισμού είναι τουλάχιστον 0,1 εκταρίου και, εφόσον οι εν λόγω αγροί μπορούν να ταυτοποιηθούν με χαρτογράφηση, περιλαμβάνονται στο σύστημα ηλεκτρονικής αναζήτησης της Υπηρεσίας στήριξης της αγροτικής οικονομίας και ισχύει για αυτούς, από την 1η Μαρτίου του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις για την προστασία και τη χρήση ειδικών ζωνών διατηρήσεως ή για την προστασία ειδών και βιοτόπων, οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους περιορισμούς όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα:

58.1.      απαγόρευση δραστηριοτήτων δασικής εκμετάλλευσης·

58.2.      απαγόρευση άσκησης δραστηριοτήτων κύριας υλοτόμησης και αραίωσης·

58.3.      απαγόρευση άσκησης δραστηριοτήτων κύριας υλοτόμησης·

58.4.      απαγόρευση κοπής δένδρων.»

19      Το Latvijas lauku attīstības programma 2014.-2020.gadam (λεττονικό πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης 2014-2020), το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1305/2013, αναφέρει ότι μπορεί να ληφθεί ενίσχυση εφόσον επιβάλλονται περιορισμοί στις δραστηριότητες δασικής εκμετάλλευσης εντός των περιοχών του δικτύου Natura 2000 ή εντός μικροδρυμών που βρίσκονται σε δασικές εκτάσεις, εξαιρουμένων των τυρφώνων.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Το 2002 η Sātiņi-S αγόρασε 7,7 εκτάρια τυρφώνων οι οποίοι βρίσκονται σε προστατευόμενη φυσική περιοχή και σε ζώνη διατηρήσεως κοινοτικής σημασίας Natura 2000 στη Λεττονία.

21      Στις 2 Φεβρουαρίου 2017 η Sātiņi-S υπέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας στήριξης της αγροτικής οικονομίας αίτηση με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί, για τα έτη 2015 και 2016, αποζημίωση λόγω της απαγορεύσεως εγκαταστάσεως φυτειών βακκινίου στην ανωτέρω τυρφώδη έκταση. Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, η εν λόγω υπηρεσία απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση δεν προέβλεπε την καταβολή τέτοιας αποζημίωσης.

22      Η Sātiņi-S άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακού διοικητικού εφετείου, Λεττονία), το οποίο απέρριψε την προσφυγή με απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018.

23      Η Sātiņi-S άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Augstākā tiesa (Senāts) (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία), το οποίο εκτιμά ότι η ερμηνεία του άρθρου 30 του κανονισμού 1305/2013 είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākā tiesa (Senāts) (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 1305/2013] την έννοια ότι οι τυρφώνες αποκλείονται εντελώς από τις πληρωμές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος Natura 2000;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, περιλαμβάνονται οι τυρφώνες στις γεωργικές ή στις δασικές περιοχές;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013 την έννοια ότι κράτος μέλος μπορεί να αποκλείσει εντελώς τους τυρφώνες από τις πληρωμές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος Natura 2000 και ότι τέτοιες εθνικές διατάξεις είναι συμβατές με τον αντισταθμιστικό σκοπό των εν λόγω πληρωμών, τον οποίο προβλέπει ο κανονισμός 1305/2013;

4)      Έχει το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013 την έννοια ότι κράτος μέλος μπορεί να περιορίσει τη χορήγηση ενισχύσεων για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000 προβλέποντας τη δυνατότητα ενίσχυσης μόνο σε περίπτωση επιβολής περιορισμού σε συγκεκριμένο είδος οικονομικής δραστηριότητας, όπως, για παράδειγμα, στις δασικές περιοχές, μόνο για την άσκηση δραστηριοτήτων δασικής εκμετάλλευσης;

5)      Έχει το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 1305/2013, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του [Χάρτη], την έννοια ότι ένα πρόσωπο, επικαλούμενο τα σχέδιά του για την άσκηση νέας οικονομικής δραστηριότητας, δικαιούται πληρωμής στο πλαίσιο του συστήματος Natura 2000 εάν, όταν απέκτησε το ακίνητο, γνώριζε ήδη τους περιορισμούς στους οποίους αυτό υπόκειται;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

25      Με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1305/2013 έχει την έννοια ότι οι τυρφώνες αποκλείονται εξ ολοκλήρου από τη χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, εάν οι τυρφώνες καταλέγονται στις «γεωργικές» ή στις «δασικές περιοχές» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

26      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013 διέπει τις ενισχύσεις οι οποίες χορηγούνται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του Natura 2000. Κατά την παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως, η στήριξη παρέχεται ετησίως και ανά εκτάριο γεωργικής έκτασης ή ανά εκτάριο δάσους, προκειμένου να αποζημιώνονται οι δικαιούχοι, στις οικείες περιοχές, για τις πρόσθετες δαπάνες και για την απώλεια εισοδήματος λόγω των μειονεκτημάτων τα οποία οφείλονται στην εφαρμογή της οδηγίας για τους οικοτόπους, της οδηγίας 2009/147 (στο εξής: οδηγία για τα πτηνά και της οδηγίας 2000/60 (στο εξής: οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα). Με την εν λόγω διάταξη διευκρινίζεται, στην παράγραφο 6, στοιχείο αʹ, ότι επιλέξιμες για ενισχύσεις είναι οι γεωργικές και δασικές περιοχές που υπάγονται στο δίκτυο Natura 2000 σύμφωνα με τις οδηγίες για τους οικοτόπους και για τα πτηνά.

27      Επομένως, μπορούν να τύχουν των ενισχύσεων στο πλαίσιο του Natura 2000 που διαλαμβάνονται στο άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 1305/2013 οι γεωργικές και δασικές εκτάσεις οι οποίες, μολονότι βρίσκονται σε περιοχές Natura 2000 που έχουν υπαχθεί στο συγκεκριμένο δίκτυο βάσει των οδηγιών για τους οικοτόπους και για τα πτηνά, εμπίπτουν στις έννοιες της «γεωργικής εκτάσεως» ή του «δάσους» κατά τον κανονισμό 1305/2013.

28      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 1305/2013 δεν μνημονεύει και, κατά μείζονα λόγο, δεν ορίζει τις έννοιες «τυρφώνες» ή «τυρφώδεις εκτάσεις». Το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει ούτε τι πρέπει να νοείται ως «τυρφώνες» ή ως «τυρφώδεις εκτάσεις» κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του, ότι ο τυρφώνας αποτελεί, κατ’ ουσίαν και σύμφωνα με την κοινώς αποδεκτή σημασία του όρου αυτού, υγρότοπο που χαρακτηρίζεται από την παρουσία «τύρφης», ήτοι εδάφους με γνώρισμα την ιδιαιτέρως υψηλή περιεκτικότητά του σε οργανικές ύλες φυτικής προελεύσεως και από αποθήκευση οργανικού άνθρακα.

29      Όσον αφορά την έννοια του «δάσους», αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού 1305/2013 ως περιοχή εκτεινόμενη σε έκταση μεγαλύτερη των 0,5 εκταρίων με δένδρα υψηλότερα των 5 μέτρων και συγκόμωση μεγαλύτερη του 10 %, ή δένδρα που μπορούν να φθάσουν τα όρια αυτά επί τόπου, εξαιρουμένης της εκτάσεως που προορίζεται κατά κύριο λόγο για χρήσεις γεωργικής ή αστικής γης. Ωστόσο, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει ορισμό διαφορετικό από τον ανωτέρω, βάσει του ισχύοντος εθνικού δικαίου ή του ισχύοντος συστήματος απογραφής, υπό την επιφύλαξη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο ορισμός αυτός πρέπει να γνωστοποιείται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, ενδεχομένως, να διακριβώσει αν, εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Λεττονίας υιοθέτησε τέτοιον ορισμό.

30      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών του, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, αναλόγως της βλάστησης στον οικείο τόπο, ένας τυρφώνας να αποτελείται από «δάση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1 στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού 1305/2013 ή κατά τον ορισμό του «δάσους» τον οποίο εφαρμόζει, ενδεχομένως, το οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

31      Όσον αφορά τις γεωργικές περιοχές, ο κανονισμός 1305/2013 ορίζει την έννοια της «γεωργικής εκτάσεως» στο άρθρο του 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, ως «οποιαδήποτε έκταση αρόσιμης γης, μόνιμων λειμώνων και μόνιμων βοσκοτόπων ή μόνιμων καλλιεργειών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 του [κανονισμού 1307/2013]».

32      Όπως, όμως, παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, από τον ορισμό των «μόνιμων λειμώνων και μόνιμων βοσκοτόπων» που μνημονεύεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, καθώς και από τις διευκρινίσεις που παρατίθενται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι τυρφώνες ή τυρφώδεις εκτάσεις δύνανται να εμπίπτουν στον ορισμό αυτό και, ως εκ τούτου, στον ορισμό της γεωργικής περιοχής.

33      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καθόσον τυρφώνες ή τυρφώδεις εκτάσεις ευρισκόμενες σε περιοχές του δικτύου Natura 2000 οι οποίες καθορίζονται βάσει των οδηγιών για τους οικοτόπους και για τα πτηνά εμπίπτουν στις έννοιες του «δάσους» ή της «γεωργικής εκτάσεως», κατά τον κανονισμό 1305/2013 ή, ενδεχομένως, κατά την εθνική νομοθεσία που θεσπίσθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι ως άνω τυρφώνες και τυρφώδεις εκτάσεις μπορούν να θεωρηθούν «γεωργικές και δασικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000», κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, και, ως εκ τούτου, είναι, κατ’ αρχήν, επιλέξιμες προς ενίσχυση στο πλαίσιο του Natura 2000 βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

34      Το ζήτημα αν, αναλόγως της συγκεκριμένης μορφής τους, τυρφώνες ευρισκόμενοι σε περιοχή του δικτύου Natura 2000, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτουν, κατά περίπτωση, στις ως άνω έννοιες του «δάσους» ή της «γεωργικής εκτάσεως» και, επομένως, σε εκείνην των «γεωργικών και δασικών περιοχών που υπάγονται στο Natura 2000», κατά το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1305/2013, συνιστά εκτίμηση περί των πραγματικών περιστατικών αποκείμενη στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

35      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1305/2013 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τους τυρφώνες από τη χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000, εφόσον αυτοί ευρίσκονται σε περιοχές του δικτύου Natura 2000 οι οποίες καθορίζονται βάσει των οδηγιών για τους οικοτόπους και για τα πτηνά και εμπίπτουν στους ορισμούς της «γεωργικής εκτάσεως» ή του «δάσους», κατά την έννοια, αντιστοίχως, των στοιχείων στʹ και ιηʹ του άρθρου 2, παράγραφος 1, ή του άρθρου 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού 1305/2013 και, επομένως, δύνανται να τύχουν των ενισχύσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 30, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ως «γεωργικές και δασικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000», κατά το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

36      Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013 επιτρέπει σε κράτος μέλος να αποκλείει τους τυρφώνες από το ευεργέτημα της καταβολής ενισχύσεων στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 ή να περιορίζει τη χορήγηση ενισχύσεως για τέτοιες εκτάσεις στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο χαρακτηρισμός τους ως «περιοχών Natura 2000» έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύει την εντός αυτών άσκηση συγκεκριμένου είδους οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως δε την άσκηση δασικής δραστηριότητας.

37      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι από την απάντηση που δόθηκε στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα προκύπτει ότι «τυρφώνες» ή «τυρφώδεις εκτάσεις» ευρισκόμενες σε περιοχές του δικτύου Natura 2000 που δεν εμπίπτουν στον ορισμό της «γεωργικής εκτάσεως» ή σε εκείνον του «δάσους», κατά την έννοια, αντιστοίχως, των στοιχείων στʹ και ιηʹ του άρθρου 2, παράγραφος 1, ή του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1305/2013, δεν μπορούν να τύχουν ενισχύσεων βάσει του άρθρου 30 του συγκεκριμένου κανονισμού.

38      Συναφώς, πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι, βάσει του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 2, ένα κράτος μέλος δύναται να ορίσει την έννοια του «δάσους» κατά τρόπο που θα αποκλείει τους τυρφώνες ή τις τυρφώδεις εκτάσεις από το δικαίωμα λήψεως ενισχύσεων, ακόμη και αν πρόκειται για περιοχές που αντιστοιχούν στον ορισμό του άρθρου 2, παράγραφος 1 στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού 1305/2013.

39      Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Λεττονικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι οι ειδικές κατηγορίες γεωτεμαχίων και τα καθοριστικής σημασίας χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους ορίζονται με το διάταγμα 562 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 21ης Αυγούστου 2007, περί όρων ταξινομήσεως των ειδών χρήσεως γης και περί κριτηρίων καθορισμού τους. Σύμφωνα με το παράρτημα του διατάγματος αυτού, οι «γεωργικές εκτάσεις», τα «δάση» και οι «τυρφώνες» αποτελούν τρεις διαφορετικές κατηγορίες γαιών αναλόγως του είδους χρήσεώς τους. Τούτου δοθέντος, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν, εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Λεττονίας υιοθέτησε ορισμό της έννοιας του «δάσους» βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1305/2013.

40      Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χορηγούν αποζημιώσεις στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000, πλην όμως ουδόλως τους επιβάλλει σχετική υποχρέωση. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 και της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα αποτελούν ένα από τα μέτρα για την αγροτική ανάπτυξη, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, το εν λόγω άρθρο 30 και οι προϋποθέσεις τις οποίες αυτό ορίζει έχουν εφαρμογή μόνο στις ενισχύσεις που χορηγούνται κατ’ εκτέλεση του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης του οικείου κράτους μέλους, όπως έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ως άνω κανονισμού. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θέτουν σε εφαρμογή όλα τα μέτρα, αλλά αποκλειστικώς εκείνα που ανταποκρίνονται στη στρατηγική τους και στη στρατηγική της Ένωσης, λαμβανομένου επίσης υπόψη του ύψους της χρηματοδοτήσεως στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 1305/2013, στην οποία μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, η επιλογή των μέτρων που προκρίνεται να ληφθούν για την επίτευξη των στόχων στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, ενίσχυση χορηγούμενη βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 1305/2013 αποτελεί απλώς μία από τις επιλογές που διαθέτει ένα κράτος μέλος προκειμένου να λάβει χρηματοδότηση.

41      Επιπλέον, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι το παράρτημα I, μέρος 5, μέτρο 12, του εκτελεστικού κανονισμού 808/2014 καταλείπει στα κράτη μέρη τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών επιμέρους μέτρων, βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 1305/2013, συγκεκριμένα δε μεταξύ της χορηγήσεως αντισταθμιστικής ενισχύσεως σε γεωργικές περιοχές του Natura 2000, της χορηγήσεως αντισταθμιστικής ενισχύσεως σε δασικές περιοχές του Natura 2000 και της χορηγήσεως αντισταθμιστικής ενισχύσεως σε γεωργικές περιοχές που περιλαμβάνονται σε σχέδια διαχειρίσεως λεκανών απορροής ποταμών. Περαιτέρω, το παράρτημα I, μέρος 1, τμήμα 8, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, σημείο 11, του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη να προσδιορίζουν τους περιορισμούς ή τα μειονεκτήματα βάσει των οποίων μπορούν να χορηγούνται ενισχύσεις που προβλέπονται στα σχέδια αγροτικής ανάπτυξης. Τέλος, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν το ποσό των ενισχύσεων με βάση συνήθεις υποθέσεις ως προς τις πρόσθετες δαπάνες και το διαφυγόν εισόδημα.

42      Ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν, το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά, αφενός, την επιλογή των μέτρων που προτίθενται να εφαρμόσουν μεταξύ των προβλεπόμενων στη νομοθεσία αυτή και, αφετέρου, τον προσδιορισμό των περιορισμών ή μειονεκτημάτων λόγω των οποίων χορηγούνται ενισχύσεις.

43      Βεβαίως, μολονότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη κατά την κατάρτιση του προγράμματός τους αγροτικής ανάπτυξης δεν πρέπει να αναιρούν τον αντισταθμιστικό σκοπό του συστήματος ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαρτίου 2017, Lingurár, C‑315/16, EU:C:2017:244, σκέψη 28), εντούτοις τα κράτη αυτά μπορούν να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τίθενται συγκεκριμένα σε εφαρμογή τα μέτρα προς επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 1305/2013. Εξάλλου, κατά την επιλογή αυτή, τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν τις γενικές αρχές της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ., όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2017, Lingurár, C‑315/16, EU:C:2017:244, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης 2014-2020, το οποίο εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 13 Φεβρουαρίου 2015, η Δημοκρατία της Λεττονίας περιόρισε τη χορήγηση ενισχύσεων όσον αφορά το δίκτυο Natura 2000 στις δασικές περιοχές, αποκλείοντας τους υπαγόμενους στο δίκτυο αυτό τυρφώνες. Οι διατάξεις του προγράμματος αυτού παρατίθενται εκ νέου στο διάταγμα 171 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 2015, σχετικά με τη χορήγηση, τη διαχείριση και τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και των ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος, του κλίματος και του αγροτικού περιβάλλοντος κατά την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020, στο σημείο 56 του οποίου διευκρινίζεται ότι η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται για «τη δασική γη, εκτός από τους τυρφώνες».

45      Ως εκ τούτου, αφενός, όσον αφορά τα τρία επιμέρους μέτρα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, η Δημοκρατία της Λεττονίας επέλεξε μόνον το δεύτερο από αυτά, το οποίο φέρει τον τίτλο «χορήγηση αντισταθμιστικής ενίσχυσης σε δασικές περιοχές του Natura 2000», αποκλείοντας επομένως από το εφαρμοσθέν καθεστώς ενισχύσεων τις «γεωργικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000», κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του τελευταίου αυτού κανονισμού και, κατά συνέπεια, τους τυρφώνες που εμπίπτουν, ενδεχομένως, στον ορισμό των εν λόγω περιοχών. Επομένως, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Δημοκρατία της Λεττονίας προέβη σε επιλογή μεταξύ των τριών ειδών επιμέρους μέτρων που είχε στη διάθεσή της βάσει του κανονισμού 1305/2013 και του εκτελεστικού κανονισμού 808/2014.

46      Όσον αφορά, αφετέρου, τους περιορισμούς ή τα μειονεκτήματα λόγω των οποίων μπορούν να χορηγούνται τέτοιες ενισχύσεις για τις «δασικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000» κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1305/2013, το συγκεκριμένο κράτος μέλος τα περιέγραψε και καθόρισε το ύψος των αποζημιώσεων ανά εκτάριο των οικείων εκτάσεων, εξαιρουμένων των τυρφώνων.

47      Κατά συνέπεια, ο εκ μέρους κράτους μέλους περιορισμός της καταβολής ενισχύσεων για τέτοιες περιοχές μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο χαρακτηρισμός τους ως «περιοχών που υπάγονται στο Natura 2000» έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται η εντός αυτών άσκηση συγκεκριμένου είδους οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως δε της δασικής δραστηριότητας, είναι σύμφωνος με τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1305/2013.

48      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1305/2013 έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να αποκλείει από τις ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000, αφενός, τις «γεωργικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβανομένων, σε τέτοια περίπτωση, των τυρφώνων που εμπίπτουν στις εν λόγω περιοχές, και, αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1305/2013, τυρφώνες ευρισκόμενους εντός των περιοχών οι οποίες υπάγονται στο Natura 2000 και εμπίπτουν κατ’ αρχήν στην έννοια του «δάσους», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού και, επομένως, σε εκείνη των «δασικών περιοχών που υπάγονται στο Natura 2000», κατά το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού. Η τελευταία διάταξη έχει επίσης την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να περιορίζει την καταβολή τέτοιων ενισχύσεων για δασικές περιοχές υπαγόμενες στο δίκτυο Natura 2000, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, των τυρφώνων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο χαρακτηρισμός τους ως «περιοχών Natura 2000» έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύει την εντός αυτών άσκηση συγκεκριμένου είδους οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως δε την άσκηση δασικής δραστηριότητας.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

49      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 1305/2013, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι ο κύριος τυρφώνα υπαγόμενου στο δίκτυο Natura 2000 πρέπει να λαμβάνει ενίσχυση στο πλαίσιο του δικτύου αυτού λόγω περιορισμού οικονομικής δραστηριότητας δυνάμενης να ασκηθεί στον τυρφώνα του, συγκεκριμένα δε, μεταξύ άλλων, λόγω απαγορεύσεως εγκαταστάσεως φυτείας βακκινίου, όταν κατά τον χρόνο κτήσης του οικείου ακινήτου ο κύριος είχε λάβει γνώση του συγκεκριμένου περιορισμού.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

50      Η Επιτροπή προβάλλει αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος. Υποστηρίζει ότι το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013 δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση, ούτε δημιουργεί προσδοκία καταβολής αποζημιώσεων σε φυσικά πρόσωπα λόγω του συνόλου των περιορισμών που βαρύνουν τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων που υπάγονται στο δίκτυο Natura 2000 και, εν γένει, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη γενικής αρχής επιβάλλουσας τη χορήγηση αποζημιώσεως υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, ήτοι για όλους τους περιορισμούς που επιβάλλονται στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000. Η Επιτροπή φρονεί ότι εν προκειμένω πρέπει να εφαρμοσθεί λύση ανάλογη εκείνης που προέκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Érsekcsanádi Mezőgazdasági (C‑56/13, EU:C:2014:352), στο μέτρο που, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, καθόσον η επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση υποχρέωση αποζημιώσεως δεν στηριζόταν στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά στην εθνική νομοθεσία, δεν ήταν αρμόδιο να προβεί σε εκτίμηση της συγκεκριμένης εθνικής νομοθεσίας με γνώμονα το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και την επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

51      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται σε αυτά μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2017, Florescu κ.λπ., C‑258/14, EU:C:2017:448, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Τα κράτη μέλη, όμως, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οσάκις, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας για τους οικοτόπους, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, των φυσικών οικοτόπων και των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας και, ειδικότερα, για να αποτρέπεται, στις ειδικές ζώνες διατήρησης, η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων.

53      Πράγματι, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατηρήσεως να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν καθοριστεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της συγκεκριμένης οδηγίας.

54      Εξάλλου, η εκ μέρους των κρατών μελών μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη και η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στις οδηγίες για τα πτηνά και για τους οικοτόπους έχουν αναπόφευκτα επιπτώσεις στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των προσώπων στα οποία ανήκουν τα ευρισκόμενα εντός των επίμαχων περιοχών ακίνητα, δεδομένου ότι, τουλάχιστον, υφίστανται περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση των ακινήτων αυτών περιουσιακών στοιχείων.

55      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οσάκις θεσπίζουν καθεστώτα χορηγήσεως ενισχύσεων στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 και βάσει της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 1305/2013. Κατά τα λοιπά, οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης τυγχάνουν επίσης εφαρμογής δεδομένου ότι εν προκειμένω εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως.

56      Επιπλέον, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 10 του κανονισμού 1305/2013 προκύπτει ότι το ΕΓΤΑΑ δραστηριοποιείται στα κράτη μέλη μέσω των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης των κρατών μελών που εγκρίνονται από την Επιτροπή.

57      Το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 1305/2013 καταλείπει, βεβαίως, στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως να αποφασίζουν ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως. Εντούτοις, οσάκις κράτος μέλος λαμβάνει μέτρα στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που του παρέχεται από πράξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2017, Florescu κ.λπ., C‑258/14, EU:C:2017:448, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Το γεγονός και μόνον ότι το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν καθεστώς αποζημιώσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 17 του Χάρτη δεν έχει εφαρμογή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Pesce κ.λπ., C‑78/16 και C‑79/16, EU:C:2016:428, σκέψη 86).

59      Επομένως, το άρθρο 17 του Χάρτη έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος.

 Επί της ουσίας

60      Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι από το γράμμα του άρθρου 17 του Χάρτη προκύπτει ότι δικαίωμα αποζημιώσεως αναγνωρίζεται ρητώς μόνο σε περίπτωση στερήσεως του δικαιώματος ιδιοκτησίας, λόγου χάρη σε περίπτωση απαλλοτρίωσης, κάτι που προδήλως δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

61      Συναφώς, πρέπει, μεταξύ άλλων, να γίνει διάκριση μεταξύ της υποθέσεως της κύριας δίκης και εκείνων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Pesce κ.λπ. (C‑78/16 και C‑79/16, EU:C:2016:428), στο μέτρο που οι τελευταίες αφορούσαν την κατά σύστημα κοπή δένδρων, συγκεκριμένα δε ελαιοδένδρων, και, ως εκ τούτου, τη στέρηση της ιδιοκτησίας αυτής καθεαυτήν. Εν προκειμένω, η απαγόρευση εγκαταστάσεως φυτείας βακκινίου σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο υπαγόμενο στο δίκτυο Natura 2000 δεν συνιστά στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, αλλά περιορισμό της ασκήσεώς του, η οποία μπορεί να ρυθμίζεται από τον νόμο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για το γενικό συμφέρον, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη.

62      Όσον αφορά τους περιορισμούς που μπορούν να επιβληθούν στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 17 του Χάρτη δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο και ότι η άσκησή του μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Ένωση (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Επομένως, από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη προκύπτει ότι μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Αφενός, όμως, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προστασία του περιβάλλοντος καταλέγεται μεταξύ των ως άνω σκοπών γενικού συμφέροντος (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, ERG κ.λπ., C‑379/08 και C‑380/08, EU:C:2010:127, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος ιδιοκτησίας (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Αφετέρου, δεν προκύπτει ότι μέτρα όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία ελήφθησαν κατά τα ανωτέρω με σκοπό την προστασία της φύσεως και του περιβάλλοντος βάσει των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους και τα οποία απλώς απαγορεύουν την εγκατάσταση φυτείας βακκινίου σε τυρφώνες προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να θιγούν τα περιβαλλοντικά συμφέροντα που προστατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα συνιστούσαν, ελλείψει αποζημιώσεως των θιγομένων κυρίων, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, Booker Aquaculture και Hydro Seafood, C‑20/00 και C‑64/00, EU:C:2003:397, σκέψη 70). Εν προκειμένω, το συμπέρασμα αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής, η συγκεκριμένη απαγόρευση και, ως εκ τούτου, ο περιορισμός της ασκήσεως του δικαιώματος ιδιοκτησίας ίσχυαν ήδη κατά τον χρόνο κτήσεως των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης τυρφώνων από τη Sātiņi-S, οπότε η εν λόγω εταιρία δεν μπορούσε να αγνοεί την ύπαρξη του περιορισμού αυτού.

66      Μολονότι βεβαίως τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο και υπό την προϋπόθεση ότι ενεργούν τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, ότι ενδείκνυται η μερική ή πλήρης αποζημίωση των κυρίων των γεωτεμαχίων που θίγονται από τα μέτρα διατηρήσεως τα οποία λαμβάνονται βάσει των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους, εντούτοις από τη διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη, στο δίκαιο της Ένωσης, υποχρεώσεως καταβολής τέτοιας αποζημιώσεως (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, Booker Aquaculture και Hydro Seafood, C‑20/00 και C‑64/00, EU:C:2003:397, σκέψη 85).

67      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι ο κύριος τυρφώνα υπαγόμενου στο δίκτυο Natura 2000 δεν πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει ενίσχυση στο πλαίσιο του δικτύου αυτού λόγω περιορισμού οικονομικής δραστηριότητας δυνάμενης να ασκηθεί στον τυρφώνα του, συγκεκριμένα λόγω της απαγόρευσης εγκαταστάσεως φυτείας βακκινίου, όταν κατά τον χρόνο κτήσης του οικείου ακινήτου ο κύριος είχε λάβει γνώση του συγκεκριμένου περιορισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τους τυρφώνες από τη χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000, εφόσον αυτοί ευρίσκονται σε περιοχές του δικτύου Natura 2000 οι οποίες καθορίζονται βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, και της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, και εμπίπτουν στους ορισμούς της «γεωργικής εκτάσεως» ή του «δάσους», κατά την έννοια, αντιστοίχως, των στοιχείων στʹ και ιηʹ του άρθρου 2, παράγραφος 1, ή του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1305/2013 και, επομένως, δύνανται να τύχουν των ενισχύσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 30, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ως «γεωργικές και δασικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000», κατά το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ.

2)      Το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1305/2013 έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να αποκλείει από τις ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000, αφενός, τις «γεωργικές περιοχές που υπάγονται στο Natura 2000», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβανομένων, σε τέτοια περίπτωση, των τυρφώνων που εμπίπτουν στις εν λόγω περιοχές, και αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1305/2013, τυρφώνες ευρισκόμενους εντός των περιοχών οι οποίες υπάγονται στο Natura 2000 και εμπίπτουν κατ’ αρχήν στην έννοια του «δάσους», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού και, επομένως, σε εκείνη των «δασικών περιοχών που υπάγονται στο Natura 2000», κατά το άρθρο 30, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού. Η τελευταία διάταξη έχει επίσης την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να περιορίζει την καταβολή τέτοιων ενισχύσεων για δασικές περιοχές υπαγόμενες στο δίκτυο Natura 2000, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, των τυρφώνων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο χαρακτηρισμός τους ως «περιοχών Natura 2000» έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύει την εντός αυτών άσκηση συγκεκριμένου είδους οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως δε την άσκηση δασικής δραστηριότητας.

3)      Το άρθρο 30 του κανονισμού 1305/2013, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι ο κύριος τυρφώνα υπαγόμενου στο δίκτυο Natura 2000 δεν πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει ενίσχυση στο πλαίσιο του δικτύου αυτού λόγω περιορισμού οικονομικής δραστηριότητας δυνάμενης να ασκηθεί στον τυρφώνα του, συγκεκριμένα λόγω της απαγόρευσης εγκαταστάσεως φυτείας βακκινίου, όταν κατά τον χρόνο κτήσης του οικείου ακινήτου ο κύριος είχε λάβει γνώση του συγκεκριμένου περιορισμού.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.