Language of document : ECLI:EU:T:2014:945

Υπόθεση T‑481/11

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Τομέας των οπωροκηπευτικών — Εσπεριδοειδή — Προσφυγή ακυρώσεως — Επιβεβαιωτική πράξη — Νέα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά — Παραδεκτό — Όροι εμπορίας — Διατάξεις σχετικά με την επισήμανση — Ενδείξεις για τα συντηρητικά ή άλλες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται κατά την επεξεργασία μετά τη συγκομιδή — Τυποποιημένες συστάσεις της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 13ης Νοεμβρίου 2014

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή στρεφόμενη κατά αποφάσεως επιβεβαιωτικής προηγούμενης αποφάσεως μη προσβληθείσας εμπροθέσμως — Απαράδεκτο — Έννοια της επιβεβαιωτικής αποφάσεως — Επανεξέταση προκειμένου να κριθεί αν δικαιολογείται η διατήρηση προηγούμενης αποφάσεως κατόπιν επελθούσας εν τω μεταξύ τροποποιήσεως της νομικής ή πραγματικής καταστάσεως — Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Οπωροκηπευτικά — Όροι εμπορίας — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Συνεκτίμηση των τυποποιημένων συστάσεων της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη — Μη δεσμευτικός χαρακτήρας των συστάσεων αυτών

(Κανονισμός 1234/2007 του Συμβουλίου, άρθρο 113 § 2)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Κατάχρηση εξουσίας — Έννοια

4.      Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Οπωροκηπευτικά — Όροι εμπορίας — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Όρια — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως του συμφέροντος των καταναλωτών — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1234/2007 του Συμβουλίου, άρθρο 113 § 2, στοιχείο α΄, σημείο iii)

5.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτελεστικός κανονισμός

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 543/2011 της Επιτροπής)

6.      Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Μεταποιημένα οπωροκηπευτικά προϊόντα — Όροι εμπορίας — Υποχρέωση επισημάνσεως μόνο για τα εσπεριδοειδή και όχι για άλλα οπωροκηπευτικά — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Δεν υφίσταται — Τα εσπεριδοειδή λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση από τα λοιπά οπωροκηπευτικά

(Άρθρο 40 § 2 ΣΛΕΕ· κανονισμός 543/2011 της Επιτροπής, παράρτημα Ι, μέρος Β 2, σημείο VI)

7.      Γεωργία — Κοινή γεωργική πολιτική — Εξουσία εκτιμήσεως των οργάνων της Ένωσης — Έκταση — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

8.      Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Μεταποιημένα οπωροκηπευτικά προϊόντα — Όροι εμπορίας — Υποχρέωση επισημάνσεως των εσπεριδοειδών που έχουν υποστεί επεξεργασία μετά τη συγκομιδή με συντηρητικά ή με άλλες χημικές ουσίες — Υποχρέωση που ισχύει τόσο για τα εσπεριδοειδή που προορίζονται για τις αγορές της Ένωσης όσο και για αυτά που προορίζονται για τις αγορές τρίτων χωρών — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 169 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 38· κανονισμός 1234/2007 του Συμβουλίου· κανονισμός 543/2011 της Επιτροπής, παράρτημα Ι, μέρος Β 2, σημείο VI)

1.      Τόσο από το γράμμα του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όσο και από τον σκοπό του, ο οποίος συνίσταται στην εδραίωση της ασφάλειας δικαίου, προκύπτει ότι πράξη που δεν προσβλήθηκε εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής καθίσταται απρόσβλητη. Το εν λόγω απρόσβλητο δεν αφορά μόνον την πράξη αυτή καθαυτήν, αλλά και κάθε μεταγενέστερη πράξη η οποία θα είχε απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα. Όσον αφορά το ζήτημα πότε μια πράξη θεωρείται αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης πράξεως, αυτό συμβαίνει όταν η επίμαχη πράξη δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη πράξη και δεν προηγήθηκε αυτής επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της προγενέστερης πράξεως. Στο πλαίσιο αυτό, μια πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως, με αποτέλεσμα να αποκλείεται ο επιβεβαιωτικός της χαρακτήρας, όταν η εν λόγω πράξη εκδόθηκε είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου είτε αυτεπαγγέλτως από τον εκδότη της, βάσει ουσιωδών στοιχείων που δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της προγενέστερης πράξεως.

Εξάλλου, ένα στοιχείο πρέπει να θεωρηθεί νέο τόσο στην περίπτωση που αυτό δεν υπήρχε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προγενέστερης πράξεως όσο και στην περίπτωση που πρόκειται για στοιχείο που υπήρχε κατά την έκδοση της προγενέστερης πράξεως, αλλά το οποίο για οποιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της ελλείψεως επιμέλειας του εκδότη της πράξεως αυτής, δεν ελήφθη υπόψη κατά την έκδοσή της. Επιπλέον, για να έχει ουσιώδη χαρακτήρα το επίμαχο στοιχείο πρέπει να είναι ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς τη νομική κατάσταση που ελήφθη υπόψη από τους εκδότες της προγενέστερης πράξεως. Απαιτείται, δηλαδή, το οικείο στοιχείο να είναι ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς τις συνθήκες βάσει των οποίων εκδόθηκε η προγενέστερη πράξη, όπως, μεταξύ άλλων, κάποιο στοιχείο που εγείρει αμφιβολίες ως προς τη βασιμότητα της λύσεως που υιοθετήθηκε με την επίμαχη πράξη.

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι πρέπει να είναι δυνατή η υποβολή αιτήματος επανεξετάσεως ενός μέτρου που εξαρτάται από τη διατήρηση των νομικών και πραγματικών περιστάσεων που οδήγησαν στη λήψη του, ώστε να διαπιστωθεί αν είναι δικαιολογημένη η διατήρηση του μέτρου αυτού, μια νέα εξέταση που πραγματοποιείται προκειμένου να ελεγχθεί αν μέτρο που λήφθηκε στο παρελθόν εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένο υπό το πρίσμα μεταβολής της νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που έχει εν τω μεταξύ επέλθει οδηγεί στην έκδοση πράξεως η οποία δεν είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της προγενέστερης πράξεως, αλλά αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 27, 28, 36, 38-40)

2.      Η έκδοση ενός προτύπου από την Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UNECE) δεν συνεπάγεται καμία υποχρέωση για τα κράτη μέλη της Ένωσης, τα οποία είναι στο σύνολό τους μέλη της UNECE. Κατά συνέπεια, το άρθρο 113, παράγραφος 2, του κανονισμού 1234/2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη σαφή και χωρίς αμφισημίες διατύπωσή του, υπό την έννοια ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όταν καταρτίζει, στο επίπεδο της Ένωσης, πρότυπα εμπορίας για ένα ή περισσότερα προϊόντα. Από τη στιγμή που στον τομέα της γεωργικής πολιτικής αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα, λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων που έχουν στον τομέα αυτό, ευρεία διακριτική ευχέρεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως είναι εξίσου ευρεία. Εντούτοις, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, απόκειται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της ευρείας αυτής διακριτικής ευχέρειας να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, τα πρότυπα που εκδίδονται στο πλαίσιο της UNECE. Εξάλλου, ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των συστάσεων αυτών εξηγεί τη χρήση, στη διάταξη αυτή, του όρου «τυποποιημένες συστάσεις». Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά το ανωτέρω άρθρο 113, παράγραφος 2, να υιοθετήσει στο επίπεδο της Ένωσης πρότυπο εμπορίας με διατύπωση όμοια με αυτή του προτύπου UNECE, δεν μπορεί να της προσαφθεί παραβίαση του κανονισμού 1234/2007 και, επομένως, της αρχής του σεβασμού της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου.

(βλ. σκέψεις 79-81)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 95)

4.      Aπό το γράμμα του άρθρου 113, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημείο iii, του κανονισμού 1234/2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, προκύπτει ότι τα πρότυπα εμπορίας που μπορεί να θεσπίσει η Επιτροπή υιοθετούνται λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, του συμφέροντος των καταναλωτών να λαμβάνουν επαρκείς και διαφανείς πληροφορίες. Εξάλλου, κατά την επιδίωξη των σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής δεν μπορεί να παραβλέπονται απαιτήσεις γενικού συμφέροντος όπως η προστασία των καταναλωτών ή της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων, απαιτήσεις τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατά την άσκηση των εξουσιών τους.

Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπήρξε εκ μέρους της Επιτροπής κατάχρηση της διαδικασίας σχετικά με την έκδοση των εν λόγω προτύπων εμπορίας βάσει του άρθρου 113 του κανονισμού 1234/2007, προκειμένου να εκδοθεί διάταξη με σκοπό την προστασία των καταναλωτών, η έκδοση της οποίας κείται εκτός των αρμοδιοτήτων της.

(βλ. σκέψεις 99, 100)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 107-109, 114)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 125-127, 136)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 152, 153)

8.      Όσον αφορά την υποχρέωση επισημάνσεως των εσπεριδοειδών που έχουν υποστεί επεξεργασία μετά τη συγκομιδή με συντηρητικά και με άλλες χημικές ουσίες που προβλέπεται στο σημείο VI του μέρους Β 2 του παραρτήματος Ι του κανονισμού 543/2011 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1234/2007 όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη θέσπιση του ανωτέρω σημείου VI με την αιτιολογία ότι η διάταξη καταλαμβάνει και τα εσπεριδοειδή που προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες.

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Ούτε η διάταξη αυτή ούτε το άρθρο 169 ΣΛΕΕ διακρίνουν μεταξύ των καταναλωτών εντός και εκτός της Ένωσης. Επομένως, όταν η Επιτροπή κρίνει ότι κάποιο μέτρο, όπως η επισήμανση των εσπεριδοειδών σχετικά με τυχόν επεξεργασία τους μετά τη συγκομιδή, είναι αναγκαίο για να εξασφαλισθεί επαρκής προστασία των καταναλωτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι διακρίνει μεταξύ των καταναλωτών εντός και εκτός της Ένωσης, επιβάλλοντας την υποχρέωση αυτή μόνο για προϊόντα που προορίζονται για τους καταναλωτές εντός της Ένωσης και όχι για αυτά που προορίζονται για τους καταναλωτές εκτός της Ένωσης. Εξάλλου, ένα ενιαίο και υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της Ένωσης, αποτελεί μέρος μιας εικόνας ποιότητας και αξιοπιστίας των προϊόντων της Ένωσης και συμβάλλει στη διατήρηση ή και την ενίσχυση της θέσεώς τους στις διεθνείς αγορές. Πράγματι, σε περίπτωση βλάβης της υγείας καταναλωτών εκτός της Ένωσης λόγω της ελλείψεως επισημάνσεως των εσπεριδοειδών της Ένωσης σχετικά με την επεξεργασία μετά τη συγκομιδή, θα μπορούσε να πληγεί η εικόνα ποιότητας και αξιοπιστίας των προϊόντων αυτών.

Εξάλλου, είναι γνωστό ότι σχεδόν για το σύνολο των οπωροκηπευτικών υπάρχουν ειδικές ετικέτες που δηλώνουν ότι προέρχονται από βιολογική καλλιέργεια και ότι δεν έχουν τύχει επεξεργασίας με χημικές ουσίες. Επομένως οι καταναλωτές έχουν, εν γένει, επίγνωση ότι τα οπωροκηπευτικά που δεν φέρουν τέτοια ετικέτα πιθανόν έχουν υποστεί τέτοια επεξεργασία. Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι οι καταναλωτές, βλέποντας την ειδική επισήμανση για τα οπωροκηπευτικά, θα καταλήξουν, a contrario, στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι τα λοιπά οπωροκηπευτικά, τα οποία δεν φέρουν τέτοια επισήμανση, δεν έχουν υποστεί επεξεργασία με χημικές ουσίες.

(βλ. σκέψεις 181, 185-190)