Language of document : ECLI:EU:T:2015:435

3Υπόθεση T‑305/13

Servizi assicurativi del commercio estero SpA (SACE)
και

Sace BT SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων — Παροχή αντασφαλιστικής καλύψεως εκ μέρους δημόσιας επιχειρήσεως προς τη θυγατρική της — Εισφορές κεφαλαίου προς κάλυψη των ζημιών της θυγατρικής — Έννοια των κρατικών ενισχύσεων — Δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος — Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα)
της 25ης Ιουνίου 2015

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Ενισχύσεις χορηγούμενες από δημόσια επιχείρηση — Επιχείρηση τελούσα υπό κρατικό έλεγχο — Δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου ενισχύσεως στο κράτος — Εμπίπτει — Σύνολο ενδείξεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Ενισχύσεις χορηγούμενες από δημόσια επιχείρηση — Επιχείρηση τελούσα υπό κρατικό έλεγχο — Δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου ενισχύσεως στο Δημόσιο ή στο κράτος — Εμπίπτει — Ενδείξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη — Διορισμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου από διάφορα υπουργεία — Δεν αρκεί

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Ενισχύσεις χορηγούμενες από δημόσια επιχείρηση — Επιχείρηση τελούσα υπό κρατικό έλεγχο — Δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου ενισχύσεως στο κράτος — Εμπίπτει — Μη άσκηση εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής των δραστηριοτήτων της στην αγορά υπό τις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις — Ενδείξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρα 108 § 2 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Συνεκτίμηση του πλαισίου και των διαθέσιμων πληροφοριών κατά τον χρόνο λήψεως των μέτρων στηρίξεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής — Επιμελής και αμερόληπτη εξέταση — Συνεκτίμηση των κατά το δυνατόν πληρέστερων και πλέον αξιόπιστων στοιχείων — Περιεχόμενο της σχετικής υποχρεώσεως

(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Εκτίμηση βάσει όλων των κρίσιμων στοιχείων της επίδικης πράξεως και του πλαισίου της — Υποχρέωση του κράτους μέλους να παράσχει αντικειμενικά και εξακριβώσιμα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ο οικονομικός χαρακτήρας της δραστηριότητάς του

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Διοικητική διαδικασία — Καθορισμός του ποσού της ενισχύσεως — Παραπομπή σε προγενέστερη πρακτική κατά τη λήψη των συναφών αποφάσεων — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Κριτήριο εκτιμήσεως — Εύλογος χαρακτήρας της πράξεως για ιδιώτη επενδυτή που ακολουθεί μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη πολιτική

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

1.      Το γεγονός και μόνον ότι μια δημόσια επιχείρηση τελεί υπό κρατικό έλεγχο δεν αρκεί για να καταλογίζονται στο κράτος τα μέτρα που αυτή λαμβάνει. Πρέπει επιπλέον να εξετάζεται κατά πόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δημόσιες αρχές ενεπλάκησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη λήψη των μέτρων αυτών.

Συναφώς, ως συγκεκριμένη εμπλοκή του κράτους πρέπει να εκλαμβάνεται το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη υπό την επιρροή ή τον ουσιαστικό έλεγχο των δημοσίων αρχών ή το ότι η απουσία τέτοιας επιρροής ή τέτοιου ελέγχου είναι απίθανη, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξετάζεται η επίπτωση αυτής της εμπλοκής στο περιεχόμενο του μέτρου. Ειδικότερα, για τον καταλογισμό στο κράτος, δεν απαιτείται να καταδειχθεί ότι η συμπεριφορά της δημόσιας επιχειρήσεως θα ήταν διαφορετική αν είχε ενεργήσει αυτόνομα. Εξάλλου, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει το επίμαχο μέτρο, καίτοι μπορούν να ληφθούν υπόψη προς εκτίμηση της δυνατότητας καταλογισμού, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.

Εξάλλου, η αυτονομία που παρέχεται, λόγω της νομικής μορφής της, στη δημόσια επιχείρηση δεν αποκλείει τη δυνατότητα του κράτους να ασκεί κυρίαρχη επιρροή κατά τη λήψη ορισμένων μέτρων. Εφόσον το ενδεχόμενο της συγκεκριμένης εμπλοκής του κράτους δεν αποκλείεται από την αυτονομία της οποίας απολαύει καταρχήν η δημόσια επιχείρηση, μια τέτοια εμπλοκή μπορεί να αποδειχθεί βάσει όλων των νομικών ή πραγματικών στοιχείων που παρέχουν ένα φάσμα ενδείξεων αρκούντως συγκεκριμένων και συγκλινουσών ως προς την άσκηση ουσιαστικής επιρροής ή ουσιαστικού ελέγχου εκ μέρους του κράτους.

(βλ. σκέψεις 41, 48, 51)

2.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται μέσω δημόσιας επιχειρήσεως, το γεγονός ότι, τουλάχιστον, ο αρχικός διορισμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου μιας τέτοιας επιχειρήσεως πρέπει, δυνάμει ειδικής νομοθετικής διατάξεως, να πραγματοποιείται σε συμφωνία με διάφορα σημαντικά υπουργεία πιστοποιεί τους ιδιαίτερους δεσμούς μεταξύ της επιχειρήσεως αυτής και των δημοσίων αρχών και είναι ικανό να αποτελέσει ένδειξη περί της εμπλοκής των δημοσίων αρχών στη δραστηριότητα της εν λόγω επιχειρήσεως. Ωστόσο, οι εν λόγω οργανικής φύσεως ενδείξεις, καίτοι σημαντικές στο μέτρο που καταδεικνύουν το περιορισμένο περιθώριο ανεξαρτησίας αυτής της δημόσιας επιχειρήσεως έναντι του κράτους, δεν αρκούν, από μόνες τους, προς απόδειξη της συγκεκριμένης εμπλοκής του κράτους στη λήψη των επίμαχων μέτρων και πρέπει να εκτιμώνται εκ παραλλήλου με τις λοιπές ενδείξεις.

(βλ. σκέψεις 61, 63)

3.      Όσον αφορά την άσκηση, εκ μέρους δημόσιας επιχειρήσεως ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων, των δραστηριοτήτων της στην αγορά υπό συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και την εκτίμηση του ζητήματος αν οι δημόσιες αρχές χρησιμοποιούν την επιχείρηση αυτή υποστηρίζοντας το σύστημα των επιχειρήσεων στο εν λόγω κράτος μέλος και ευνοώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την οικονομική ανάπτυξη του τελευταίου, οι ακόλουθες γενικές ενδείξεις σχετικά με το όλο πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα που χαρακτηρίστηκαν ως κρατικές ενισχύσεις από την Επιτροπή, λαμβανόμενες υπόψη στο σύνολό τους, επιτρέπουν να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να καταλογιστούν σε κράτος μέλος, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας τους για την οικονομία του.

Πρώτον, η ένδειξη σχετικά με την κάλυψη των πολιτικών κινδύνων, των κινδύνων καταστροφής, των οικονομικών, εμπορικών και συναλλαγματικών κινδύνων, καθώς και των παρεπομένων κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένες, ευθέως ή εμμέσως, οι επιχειρήσεις και οι εταιρίες, συμπεριλαμβανομένων των αλλοδαπών, που συνδέονται με αυτές ή τελούν υπό τον έλεγχό τους, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους στην αλλοδαπή και της διεθνοποιήσεως της οικονομίας του εν λόγω κράτους μέλους, άπτεται της αποστολής γενικού συμφέροντος, η οποία υπερβαίνει την απλή αποστολή της καλύψεως των μη εμπορεύσιμων κινδύνων, η οποία δεν εμπίπτει στον ανταγωνιστικό τομέα.

Δεύτερον, η ένδειξη σχετικά με την κρατική εγγύηση της οποίας απολαύει η εν λόγω δημόσια επιχείρηση, έστω και αν αφορά μόνο τη δραστηριότητά της στον τομέα της ασφαλίσεως κινδύνων που δεν εμπίπτουν στον ανταγωνιστικό τομέα, επιβεβαιώνει ωστόσο ότι οι δραστηριότητες της επιχειρήσεως αυτής δεν είναι οι δραστηριότητες που ασκεί μια εμπορική επιχείρηση ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων υπό τις συνθήκες της αγοράς, αλλά αποτελούν δραστηριότητες δημόσιας επιχειρήσεως ασφαλίσεως που υπάγεται σε ειδικό καθεστώς και επιδιώκει σκοπούς υποστηρίξεως της οικονομίας τους οποίους καθορίζουν οι δημόσιες αρχές, αποτελούσα το μέσο για την προώθηση των εξαγωγών, ιδίως χάρη στην κρατική εγγύηση.

Τρίτον, η ένδειξη που αφορά τον ετήσιο έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων της εν λόγω επιχειρήσεως από το εθνικό Ελεγκτικό Συνέδριο και την υποχρέωση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών του κράτους αυτού να υποβάλλει κατ’ έτος την έκθεση δραστηριοτήτων της εν λόγω επιχειρήσεως στο Κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους, μολονότι δεν είναι, αυτή καθαυτήν, καθοριστικής σημασίας, εντούτοις μαρτυρά το ενδιαφέρον του οικείου κράτους μέλους για τις δραστηριότητες της εν λόγω επιχειρήσεως και αποτελεί, συνεπώς, κρίσιμο στοιχείο του φάσματος ενδείξεων επί του οποίου δύναται να στηριχθεί η Επιτροπή για να χαρακτηρίσει ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση.

Τέταρτον, όσον αφορά την ένδειξη που αφορά την εκ μέρους της διυπουργικής επιτροπής οικονομικού προγραμματισμού έγκριση των χρηματοοικονομικών προβλέψεων των ασφαλιστικών δεσμεύσεων της εν λόγω επιχειρήσεως και των οικονομικών αναγκών που συνδέονται με συγκεκριμένους κινδύνους, καθώς και τον εκ μέρους της επιτροπής αυτής καθορισμό των συνολικών ορίων των δεσμεύσεων που συνδέονται με τους μη εμπορεύσιμους κινδύνους τους οποίους η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να αναλάβει, η έγκριση των χρηματοοικονομικών προβλέψεων εκ μέρους της επιτροπής αυτής, που αποτελεί το ανώτερο όργανο συντονισμού και προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής του οικείου κράτους μέλους, καταδεικνύει ότι η επιχείρηση αυτή δεν ασκεί τις δραστηριότητές της υπό συνθήκες πλήρους διαχειριστικής αυτονομίας και μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί ως ενεργούσα υπό τον έλεγχο των δημοσίων αρχών, τουλάχιστον όσον αφορά τη λήψη των σημαντικών αποφάσεων.

Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως και του αντικειμένου των μέτρων που χαρακτηρίστηκαν ως κρατικές ενισχύσεις από την Επιτροπή, το σύνολο των ενδείξεων αυτών καταδεικνύει ότι δεν είναι πιθανό να μην ενεπλάκησαν οι δημόσιες αρχές στη λήψη των επίμαχων μέτρων.

(βλ. σκέψεις 66, 67, 71-74, 76, 77, 81, 82)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 83, 94, 133)

5.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς αποσκοπεί στο να προσδιορίσει αν το, υπό οποιαδήποτε μορφή, οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε σε επιχείρηση με κρατικούς πόρους είναι, λόγω των αποτελεσμάτων του, τέτοιας φύσεως ώστε να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Συναφώς, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς της παρεμβάσεως μιας δημόσιας οντότητας, αλλά την ορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά της.

Για να εξακριβωθεί αν το κράτος μέλος ή η οικεία δημόσια οντότητα επέδειξε συμπεριφορά συνετού ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του κράτους μέλους ή της δημόσιας οντότητας ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κρίνεται εντός του χρονικού πλαισίου κατά το οποίο ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα και, συνεπώς, να αποφεύγεται οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μια μεταγενέστερη κατάσταση. Η σύγκριση μεταξύ των συμπεριφορών των δημοσίων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων πρέπει, επομένως, να γίνεται σε σχέση με τη στάση που θα είχε υιοθετήσει, υπό παραπλήσιες περιστάσεις, κατά τη διενέργεια της επίμαχης πράξεως, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών και των προβλέψιμων εξελίξεων κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Ως εκ τούτου, η εκ των υστέρων διαπίστωση της ουσιαστικής αποδοτικότητας της πράξεως την οποία διενέργησε το κράτος μέλος ή η οικεία δημόσια οντότητα στερείται σημασίας. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, όταν η Επιτροπή εξετάζει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως σε σχέση με μέτρο που δεν της έχει κοινοποιηθεί και το οποίο έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή από τη συγκεκριμένη δημόσια οντότητα κατά τον χρόνο που αυτή προβαίνει στην εξέτασή της.

(βλ. σκέψεις 92-94)

6.      Σύμφωνα με τις αρχές περί βάρους αποδείξεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη ενισχύσεως. Συναφώς, η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των επίμαχων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως περί διαπιστώσεως της υπάρξεως και, ενδεχομένως, της ασυμβατότητας ή του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία.

Κατά συνέπεια, οσάκις διαφαίνεται δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εναπόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο της εφαρμοσιμότητας όσο και της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού. Αν το κράτος μέλος της παράσχει τα απαιτούμενα στοιχεία, στην Επιτροπή εναπόκειται να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν η αποδέκτρια του μέτρου επιχείρηση επέτυχε προδήλως διευκολύνσεις συγκρίσιμες με εκείνες ενός ιδιώτη επιχειρηματία.

(βλ. σκέψεις 95, 96, 112, 184-186)

7.      Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας του ελέγχου κρατικής ενισχύσεως, και ειδικότερα κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να παράσχει στην Επιτροπή τα αντικειμενικά και εξακριβώσιμα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφασή της στηρίχθηκε σε προηγηθείσες οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ορθολογικώς ενεργών ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους ή της εν λόγω οντότητας, προτού λάβει το επίμαχο μέτρο, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική αποδοτικότητα του μέτρου αυτού.

Προς τούτο, η προσκόμιση κατά τη διοικητική διαδικασία μελετών ανεξαρτήτων εταιριών παροχής συμβουλών παραγγελθεισών πριν από τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου μπορεί να συμβάλει στην απόδειξη του ότι το κράτος μέλος ή η δημόσια οντότητα εφάρμοσαν το μέτρο αυτό υπό την ιδιότητα επιχειρηματία της αγοράς.

Ωστόσο, τα στοιχεία οικονομικής εκτιμήσεως τα οποία απαιτούνται από τη δημόσια οντότητα που χορηγεί την ενίσχυση πρέπει να εκτιμώνται in concreto και ποικίλλουν αναλόγως της φύσεως και της εκτάσεως των αναλαμβανομένων κινδύνων. Πρέπει, ειδικότερα, να διαμορφώνονται αναλόγως της φύσεως και της πολυπλοκότητας της επίμαχης πράξεως, της αξίας του ενεργητικού, των αγαθών ή των υπηρεσιών περί των οποίων πρόκειται καθώς και των περιστάσεων της υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 97, 98, 121, 122, 178)

8.      Προς απόδειξη της υπάρξεως ενισχύσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί να παραπέμψει στην «πάγια πρακτική» της. Υποχρεούται να προβαίνει σε εμπεριστατωμένη και αμερόληπτη εξέταση, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, του συνόλου των αντικειμενικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή της. Το ίδιο ισχύει και όταν η Επιτροπή καθορίζει το ποσό της ενισχύσεως της οποίας διατάσσει την ανάκτηση. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή αποφασίσει να διατάξει την ανάκτηση καθορισμένου ποσού, οφείλει να καθορίσει, όσο περισσότερο επακριβώς επιτρέπουν οι περιστάσεις της υποθέσεως, την αξία της ενισχύσεως την οποία έλαβε η επιχείρηση.

Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση αιτιολογήσεως παραπέμποντας απλώς σε μεθοδολογία που ανέπτυξε σε άλλη υπόθεση, χωρίς καμία εξήγηση ως προς την καταλληλότητα της μεθοδολογίας αυτής προς εκτίμηση ενός μέτρου που συνιστά ενδεχομένως κρατική ενίσχυση σε διαφορετικό πραγματικό πλαίσιο.

(βλ. σκέψεις 149, 152-154)

9.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, προς εκτίμηση του κατά πόσον η παρέμβαση ενός δημόσιου επενδυτή στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως συνάδει με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, η συμπεριφορά του ιδιώτη επενδυτή προς τον οποίο πρέπει να συγκριθεί εκείνη του δημόσιου επενδυτή δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη στη συμπεριφορά του συνήθους επενδυτή ο οποίος τοποθετεί κεφάλαια χάριν αποδοτικότητας υπό κατά το μάλλον ή ήττον βραχυπρόθεσμη προοπτική. Η συμπεριφορά αυτή πρέπει, τουλάχιστον, να είναι εκείνη μιας ιδιωτικής εταιρίας holding ή ενός ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που επιδιώκουν μια διαρθρωτική πολιτική, γενική ή κλαδική, με γνώμονα προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας.

Στο μέτρο που η προηγούμενη οικονομική εκτίμηση έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη σύγκριση της συμπεριφοράς της ενδιαφερόμενης δημόσιας επιχειρήσεως με τη συμπεριφορά ενός ορθολογικώς ενεργούντος ιδιώτη επενδυτή που βρίσκεται σε παραπλήσια κατάσταση, η απαίτηση αυτή συνάδει προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επενδύουν σε οικονομικές δραστηριότητες και ότι τα κεφάλαια που τίθενται στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, ευθέως ή εμμέσως, από το κράτος υπό περιστάσεις αντιστοιχούσες στις κανονικές συνθήκες της αγοράς δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις.

Εξάλλου, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει ο δημόσιος επενδυτής δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να προβεί προηγουμένως στην προσήκουσα οικονομική εκτίμηση. Ασφαλώς, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της εκτιμήσεως της πιθανής αποδόσεως του σχεδίου, στην οποία υφίσταται περιθώριο εκτιμήσεως για τον δημόσιο επενδυτή, και της εξετάσεως στην οποία προβαίνει ο επενδυτής αυτός για να καθορίσει αν η απόδοση του φαίνεται επαρκής για να πραγματοποιήσει την επίμαχη επένδυση, σε σχέση με την οποία το περιθώριο εκτιμήσεως είναι λιγότερο ευρύ, εφόσον είναι δυνατόν να συγκριθεί η επίμαχη πράξη με άλλες δυνατότητες τοποθετήσεως του προς επένδυση κεφαλαίου. Ωστόσο, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει ο δημόσιος επενδυτής όσον αφορά την εκτίμηση της πιθανής αποδόσεως του σχεδίου δεν απαλλάσσει τον επενδυτή αυτόν από την υποχρέωση πραγματοποιήσεως οικονομικής εκτιμήσεως βάσει αναλύσεως των διαθέσιμων στοιχείων και των προβλέψιμων εξελίξεων η οποία να είναι κατάλληλη από πλευράς της φύσεως, της πολυπλοκότητας, της σημασίας και του όλου πλαισίου της πράξεως.

(βλ. σκέψεις 181, 187, 188)