Language of document : ECLI:EU:T:2011:178

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 13ης Απριλίου 2011 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Ανταγωνισμός – Καταβολή προστίμου – Τραπεζική εγγύηση – Αίτηση προσωρινών μέτρων (απαλλαγή από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως)»

Στην υπόθεση T‑393/10 R

Westfälische Drahtindustrie GmbH, με έδρα το Hamm (Γερμανία),

Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG, με έδρα το Hamm,

Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG, με έδρα το Iserlohn (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Stadler και N. Tkatchenko, δικηγόρους,

αιτούσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους V. Bottka, R. Sauer και C. Hödlmayr, επικουρούμενους από τον R. Van der Hout, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως K(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 2010 στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (COMP/38.344 – Χάλυβας προέντασης), όπως διαμορφώθηκε με την τροποποιητική απόφαση K(2010) 6676 τελικό της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, καθόσον με την απόφαση αυτή επιβάλλεται πρόστιμο στις αιτούσες,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία

1        Οι αιτούσες είναι μέλη του λεγομένου ομίλου «Pampus-Gruppe» (PIB+-Gruppe), που δραστηριοποιείται ειδικότερα στον τομέα της βιομηχανίας χάλυβα και χαλύβδινων συρμάτων και ο οποίος περιλαμβάνει τέσσερις εταιρίες χαρτοφυλακίου: την Pampus Stahlbeteiligungsgesellschaft mbH, την Pampus Umformtechnik GmbH, την Pampus Logistikbeteiligungsgesellschaft mbH και την Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG (στο εξής: PIB). Το σύνολο των εταιρικών μεριδίων των εν λόγω εταιριών χαρτοφυλακίου, οι οποίες δεν υπάγονται σε κοινή εταιρία χαρτοφυλακίου, ανήκει σε τρία μέλη της οικογένειας Pampus.

2        Η πρώτη αιτούσα, Westfälische Drahtindustrie GmbH (στο εξής: WDI), έχει ως αντικείμενο της εταιρικής επιχειρήσεως την παραγωγή και την εμπορία προϊόντων χάλυβα, καθώς και την απόκτηση και διαχείριση συμμετοχών στο κεφάλαιο επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται ιδίως στον τομέα της παραγωγής και της κατεργασίας χαλύβδινων συρμάτων. Η WDI ανήκει κατά 98 % στη δεύτερη αιτούσα Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG (στο εξής: WDV). Η PIB κατέχει τα δύο τρίτα των εταιρικών μεριδίων της WDV, η δε ArcelorMittal Hamburg GmbH (στο εξής: ArcelorMittal) κατέχει το ένα τρίτο. Η PIB έχει, μεταξύ άλλων, σκοπό την απόκτηση, τη διαχείριση και την πώληση συμμετοχών στο κεφάλαιο βιομηχανικών επιχειρήσεων, καθώς και την εμπορία προϊόντων χάλυβα.

3        Οι αιτούσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να τους χορηγήσει αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως Κ(2010) 4387 τελικό, την οποία εξέδωσε η Επιτροπή στις 30 Ιουνίου 2010 στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (COMP/38.344 – Χάλυβας προέντασης), όπως διαμορφώθηκε με την τροποποιητική απόφαση K(2010) 6676 τελικό της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 (στο εξής οι αποφάσεις αυτές θα αποκαλούνται από κοινού ως «προσβαλλόμενη απόφαση»), στο μέτρο που με την απόφαση αυτή τους επιβάλλονται πρόστιμα, καθώς και να τις απαλλάξει από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως.

4        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, σε ορισμένους παραγωγούς χάλυβα προέντασης ότι, επί σειράν ετών, καθόριζαν ποσοστώσεις παραδόσεων και τιμές στον τομέα του χάλυβα προέντασης, ότι είχαν κατανείμει μεταξύ τους τους πελάτες και ότι αντάλλασσαν ευαίσθητες πληροφορίες καθώς και ότι, με τη διαρκή αυτή παράβαση, προξένησαν ζημία στο σύνολο της ευρωπαϊκής κατασκευαστικής βιομηχανίας. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή τούς επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 460 εκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, η Επιτροπή επέβαλε στις αιτούσες πρόστιμα συνολικού ύψους 46,55 εκατομμυρίων ευρώ, ως ακολούθως: καταδίκασε τις τρεις αιτούσες αλληλεγγύως σε πρόστιμο ύψους 15,485 εκατομμυρίων ευρώ· καταδίκασε τις WDI και WDV αλληλεγγύως σε πρόστιμο ύψους 23,37 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και την WDI, ατομικώς, σε πρόστιμο ύψους 7,695 εκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, η Επιτροπή επέβαλε σε τέσσερις εταιρίες του ομίλου ArcelorMittal πρόστιμο ύψους περίπου 276,48 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο μεταγενέστερα μείωσε σε 230,4 εκατομμύρια ευρώ.

5        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την αρχική απόφαση της 30ής Ιουνίου 2010 στο μέτρο που τους επιβάλλει πρόστιμα και, επικουρικώς, να μειώσει το ύψος των προστίμων αυτών. Αφού τους κοινοποιήθηκε η τροποποιητική απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, οι αιτούσες, με υπόμνημα που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2010, τροποποίησαν τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς της αρχικής προσφυγής τους προκειμένου να τα προσαρμόσουν στις αλλαγές που επέφερε η τροποποιητική απόφαση.

6        Με χωριστό υπόμνημα, το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Δεκεμβρίου 2010, οι αιτούσες υπέβαλαν την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διατάξει, χωρίς να τις υποχρεώσει να συστήσουν τραπεζική εγγύηση ή να παράσχουν κάποια άλλη χρηματική ασφάλεια, την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της κύριας υποθέσεως, στο μέτρο που η απόφαση αυτή επιβάλλει πρόστιμο ύψους 15,485 εκατομμυρίων ευρώ αλληλεγγύως στις τρεις αιτούσες (WDI, WDV και PIB), πρόστιμο ύψους 23,37 εκατομμυρίων ευρώ αλληλεγγύως στις δύο πρώτες αιτούσες (WDI και WDV), καθώς και πρόστιμο ύψους 7,695 εκατομμυρίων ευρώ στην πρώτη αιτούσα (WDI)·

–        επικουρικώς, να τους χορηγήσει ευκολίες πληρωμής σύμφωνα με κατάλληλο χρονοδιάγραμμα κατά τους συναφείς κανόνες, χωρίς να τις υποχρεώσει να συστήσουν τραπεζική εγγύηση ή να παράσχουν κάποια άλλη χρηματική ασφάλεια προς εξασφάλιση της καταβολής των προστίμων που τους επιβλήθηκαν, και

–        να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

7        Η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων οι οποίες περιήλθαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2011, ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τόσο το κύριο όσο και το επικουρικό αίτημα και

–        να καταδικάσει τις αιτούσες στα δικαστικά έξοδα.

8        Με επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 2011, οι αιτούσες ζήτησαν την άδεια να απαντήσουν στις παρατηρήσεις της Επιτροπής με την αιτιολογία ότι από τη διοικητική διαδικασία ελέγχου της ικανότητάς τους προς καταβολή των προστίμων (λεγόμενη διαδικασία ITP), την οποία κίνησε η Επιτροπή και η οποία περατώθηκε με το έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2011, προέκυψαν νέα στοιχεία ενισχύοντα τον χαρακτήρα του επείγοντος της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Οι αιτούσες, αφού έλαβαν την άδεια του Γενικού Δικαστηρίου, υπέβαλαν, με επιστολή της 25ης Φεβρουαρίου 2011, τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις τους που είχαν προαναγγείλει. Η Επιτροπή έλαβε οριστικά θέση επί των παρατηρήσεων αυτών με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 2011.

9        Με το προμνησθέν διοικητικό έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή αρνήθηκε να μειώσει τα πρόστιμα των αιτουσών, με την αιτιολογία ότι η WDI είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει το σύνολο του προστίμου ύψους 46,55 εκατομμυρίων ευρώ ή να λάβει τραπεζική εγγύηση για το ποσό αυτό.

10      Το Γενικό Δικαστήριο πληροφορήθηκε ότι, παράλληλα με τη διαδικασία ΙΤΡ ελέγχου της ικανότητας των αιτουσών προς καταβολή των προστίμων, την οποία είχε κινήσει η Επιτροπή, οι προμνησθείσες εταιρίες του ομίλου ArcelorMittal (βλ. ανωτέρω σκέψη 4) επέτυχαν μείωση του προστίμου τους από 230,4 εκατομμύρια ευρώ σε 45,7 εκατομμύρια ευρώ, καθόσον η Επιτροπή αναγνώρισε τα όρια της φερεγγυότητάς τους. Όμως, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων τριών από τις εταιρίες αυτές είχε απορριφθεί με την αιτιολογία, ιδίως, ότι ο όμιλος ArcelorMittal (με βεβαιωμένο κύκλο εργασιών υπερβαίνοντα τα 46 δισεκατομμύρια ευρώ για το οικονομικό έτος 2009) διέθετε σημαντική χρηματοοικονομική ισχύ (διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Τ-385/10 R, ArcelorMittal Wire France κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή).

 Σκεπτικό

11      Κατά το άρθρο 278 ΣΛΕΕ και το άρθρο 279 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

12      Κατά το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει αναστολή εκτελέσεως ή προσωρινά μέτρα αν έχει αποδειχθεί ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας δίκης [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P (R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι‑2165, σκέψη 22]. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν μία από αυτές δεν πληρούται [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P (R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 2002, Τ-198/01 R, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2153, σκέψη 50).

13      Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, βάσει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [προμνησθείσα στη σκέψη 12 διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 23, καθώς και διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P (R), Vischim κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25].

14      Οι γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες τις οποίες χρειάζεται ο δικαστής για να αποφασίσει επί της αιτήσεως. Συνεπώς, παρέλκει η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

 Επί του αντικειμένου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων

15      Σύμφωνα με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο έχει, σε περίπτωση ασκήσεως ένδικης προσφυγής, τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ της προσωρινής καταβολής του προστίμου και της συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως αποδεκτής από την Επιτροπή. Με τα έγγραφα της 5ης Ιουλίου και της 1ης Οκτωβρίου 2010, με τα οποία κοινοποίησε την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέστησε ρητώς την προσοχή των αιτουσών σε αυτή την ευχέρεια επιλογής και διευκρίνισε ότι το ποσό της τυχόν τραπεζικής εγγυήσεως θα έφερε τόκους με επιτόκιο 2,5 %.

16      Εξάλλου, στα σημεία 52 και 59 των παρατηρήσεων που κατέθεσε επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 14 Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή δήλωσε ρητώς ότι αποκλείεται εκ προοιμίου ο επείγων χαρακτήρας της αιτήσεως εφόσον οι αιτούσες έχουν τη δυνατότητα να συστήσουν τραπεζική εγγύηση, η οποία συνιστά λιγότερο επαχθή λύση από την προσωρινή καταβολή των προστίμων. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, συνεπώς, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το κατά πόσον υπάρχουν επαρκή ταμειακά διαθέσιμα για την προσωρινή καταβολή του προστίμου.

17      Από τα ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι η ίδια η Επιτροπή είναι διατεθειμένη να χορηγήσει στις αιτούσες την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό ένα συγκεκριμένο όρο (ήτοι τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως). Συνεπώς, η αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί να έχει λογικά ως αντικείμενο παρά την απαλλαγή από την υποχρέωσή τους να συστήσουν τραπεζική εγγύηση αν επιθυμούν να αποφύγουν την άμεση είσπραξη των προστίμων που τους έχουν επιβληθεί (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑11/06 R, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2491, σκέψεις 23 έως 26).

18      Αφετέρου, η Επιτροπή περιορίζει τις παρατηρήσεις περί του επείγοντος στο κατά πόσον οι αιτούσες βρίσκονται πράγματι σε αδυναμία συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ή, εν πάση περιπτώσει, στο κατά πόσον η σύσταση τέτοιας εγγυήσεως θα έβλαπτε τη φερεγγυότητά τους όπως διατείνονται. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των σημερινών δεικτών και των προβλέψεων όσον αφορά ειδικότερα την WDI, ιδίως δε της ταμειακής ροής (cashflow) της εταιρίας αυτής, η εν λόγω εταιρία είναι αντικειμενικά σε θέση να συστήσει τραπεζική εγγύηση για το συνολικό ποσό του προστίμου. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν θα απαιτήσει πρόσθετη εγγύηση εκ μέρους των λοιπών αιτουσών, πράγμα που αποκλείει κάθε κίνδυνο αφερεγγυότητας (παρατηρήσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2011, σημείο 60).

19      Στις παρατηρήσεις αυτές, επισημαίνεται επίσης ότι, στα σημεία 1178 και 1179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, λόγω των σοβαρών οικονομικών δυσχερειών τους, οι WDI και PIB δεν θα μπορούσαν να καταβάλουν τα πρόστιμα και δεν θα αποτελούσαν πιθανότατα βιώσιμες επιχειρήσεις. Θα πρέπει να συναχθεί ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, η προσωρινή καταβολή των προστίμων που επιβλήθηκαν στις αιτούσες δεν αποτελεί ρεαλιστική λύση, καθόσον αυτές δεν βρίσκονται σήμερα σε οικονομική κατάσταση που να τους επιτρέπει να αντιμετωπίσουν μια τέτοια καταβολή.

20      Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (και, ως εκ τούτου, η εξέταση του επείγοντος χαρακτήρα) αφορά αποκλειστικά τη δυνατότητα απαλλαγής των αιτουσών από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως, η οποία θα τους επιτρέψει να αποφύγουν την άμεση είσπραξη των προστίμων τους.

 Επί του επείγοντος

21      Κατά πάγια νομολογία, το επείγον μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο. Στον διάδικο αυτόν εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης, χωρίς να υποστεί ζημία αυτής της φύσεως (βλ. διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2001, T-151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3295, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 4ης Δεκεμβρίου 2007, T‑326/07 R, Cheminova κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4877, σκέψη 50).

22      Όσον αφορά το επίδικο ζήτημα της τραπεζικής εγγυήσεως, επίσης από παγία νομολογία προκύπτει ότι αίτημα περί απαλλαγής από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη του ποσού του προστίμου μπορεί να γίνει δεκτό μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 1982, 107/82 R, AEG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1549, σκέψη 6, και της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-364/99 P (R), DSR-Senator Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8733, σκέψη 48). Πράγματι, η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεως συστάσεως εγγυήσεως προβλέπεται ρητώς στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων από τους κανονισμούς διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου και αποτελεί γενικό και εύλογο τρόπο συμπεριφοράς της Επιτροπής (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 5ης Αυγούστου 2003, T‑79/03 R, IRO κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3027, σκέψη 25, και της 21ης Ιανουαρίου 2004, Τ-247/03 R, FNSEA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-271, σκέψη 77).

23      Η ύπαρξη τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο διάδικος που ζητεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση συστάσεως της ζητηθείσας τραπεζικής εγγυήσεως αποδεικνύει ότι του είναι αντικειμενικά αδύνατο να συστήσει την εν λόγω εγγύηση (προμνησθείσα στη σκέψη 17 διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 98, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Οκτωβρίου 2003, Τ-46/03 R, Leali κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. ΙΙ-4473, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Όσον αφορά τις δύο ανωτέρω μνημονευθείσες εξαιρετικές περιστάσεις, πρόκειται για εναλλακτικές και όχι σωρευτικές προϋποθέσεις.

25      Συνεπώς, αν οι αιτούσες είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τους είναι αντικειμενικά αδύνατο να συστήσουν τραπεζική εγγύηση για τα πρόστιμα που τους έχουν επιβληθεί, θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, να αναγνωριστεί ο επείγων χαρακτήρας του προσωρινού μέτρου που ζητούν.

26      Οι αιτούσες υποστηρίζουν συναφώς ότι τους είναι αντικειμενικά αδύνατο να συστήσουν τραπεζική εγγύηση, είτε με τα δικά τους μέσα είτε με τη συνδρομή των μετόχων και του συνόλου του ομίλου PIB+. Αναφέρουν ότι, αφού τους κοινοποιήθηκε η αρχική απόφαση, κατέβαλαν ενταντικές προσπάθειες –χωρίς όμως αποτέλεσμα– να εξασφαλίσουν τη χορήγηση τραπεζικής εγγυήσεως καλύπτουσας το αρχικό πρόστιμο που είχε καθοριστεί σε 56,05 εκατομμύρια ευρώ από όλα τα [εμπιστευτικό](1) πιστωτικά ιδρύματα και τους οργανισμούς ασφαλίσεως πιστώσεων που περιλαμβάνονται στον κύκλο των χρηματοδοτών του ομίλου. Αφού παρέλαβαν την τροποποιημένη απόφαση, προσπάθησαν εκ νέου να συγκεντρώσουν την τραπεζική εγγύηση για το μειωμένο πρόστιμο (46,55 εκατομμύρια ευρώ), απέτυχαν όμως και πάλι, καθόσον όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι οργανισμοί ασφαλίσεως πιστώσεων απέρριψαν την αίτησή τους.

27      Η Επιτροπή απαντά ότι οι απορριπτικές επιστολές που προσκόμισαν οι αιτούσες είναι αμφισβητήσιμες από πολλές απόψεις. Συγκεκριμένα, οι αιτούσες απευθύνθηκαν αποκλειστικά σε τράπεζες που είναι ήδη πιστωτές του ομίλου PIB+ και έχουν, ως εκ τούτου, συμφέρον να αποφύγουν κάθε μεταβολή του οικονομικού status quo με τη μείωση του ποσού του προστίμου. Στο πλαίσιο αυτό, η αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ της WDI και ορισμένες τράπεζες δίνει σαφώς την εντύπωση ότι κανένα από τα δύο μέρη δεν είχε τότε πραγματικό συμφέρον να συζητήσει σοβαρά τη δυνατότητα χορηγήσεως εγγυήσεως, αλλά θεωρούσαν την άρνηση ως απαραίτητη προϋπόθεση της μειώσεως του προστίμου στην οποία προσέβλεπαν. Αυτό εξηγεί εξάλλου το γιατί οι τράπεζες εξέφρασαν προφανώς την άρνησή τους με γενικούς όρους, χωρίς να εξετάσουν σε βάθος την κατάσταση των αιτουσών (και ιδίως την κατάσταση της WDI). Επιπλέον, μόνον εννέα από τις προσκομισθείσες επιστολές απευθύνονται ευθέως στην WDI. Εξάλλου, οι τράπεζες [εμπιστευτικό] δικαιολόγησαν την άρνησή τους αναφερόμενες στην οικονομική κατάσταση του συνόλου του ομίλου Pampus. Όμως, η WDI αποτελεί επιχείρηση οικονομικά αποδοτική, φερέγγυα και, συνεπώς, ικανή να λάβει πίστωση. Εφόσον δεν υπήρχε καμία πειστική ένδειξη ως προς το ότι μια πιθανή χειροτέρευση της οικονομικής καταστάσεως του ομίλου Pampus θα επηρέαζε την WDI, ο πραγματικός λόγος της αρνήσεως παραμένει αδιευκρίνιστος.

28      Κατά την Επιτροπή, οι απορριπτικές επιστολές που προσκόμισαν οι αιτούσες δεν είναι ικανές να αποδείξουν την αδυναμία της WDI να συστήσει εγγύηση και διότι, στις επιστολές αυτές, οι τράπεζες δηλώνουν την άρνησή τους με γενικούς όρους και, κυρίως, αναφερόμενες γενικώς στις χρηματοοικονομικές δυσχέρειες του ομίλου Pampus. Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον η WDI είχε τη δυνατότητα να λάβει τραπεζική εγγύηση, το μόνο καθοριστικό στοιχείο δεν μπορούσε παρά να είναι η αντικειμενική οικονομική κατάσταση της WDI ενόψει των ευνοϊκών προοπτικών από πλευράς ταμειακών ροών για τα επόμενα έτη και λαμβανομένων υπόψη των ασφαλειών τις οποίες διαθέτουν οι τράπεζες. Από τις εκτιμήσεις των ταμειακών ροών τις οποίες προσκόμισαν οι αιτούσες προκύπτει ότι η WDI ήταν μάλιστα σε θέση να εξοφλήσει δάνειο σταδιακής εξοφλήσεως ποσού ίσου προς το ύψος του προστίμου σε χρονικό διάστημα επτά ετών χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες ταμειακές ροές της. Συνεπώς, θα έπρεπε να θεωρηθεί ικανή να λάβει τραπεζική εγγύηση.

29      Παρατηρείται συναφώς ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αιτούσες προσέγγισαν καταρχάς δεκατέσσερα πιστωτικά ιδρύματα χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, στις 20 Ιουλίου 2010, απέστειλαν επιστολές με ίδια ουσιαστικά διατύπωση «στις τράπεζες πίστεως» από τις οποίες ζήτησαν να τους χορηγήσουν εγγύηση για ολόκληρο το ποσό ή μέρος του ποσού των προστίμων (56,05 εκατομμύρια ευρώ). Με ηλεκτρονική επιστολή της ίδιας ημέρας, η WDI υπέβαλε αντίστοιχη αίτηση στις ακόλουθες τράπεζες: [εμπιστευτικό].

30      Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι οργανισμοί ασφαλίσεως πιστώσεων δικαιολόγησαν σχεδόν συστηματικά την άρνησή τους αναφερόμενοι στην αβέβαιη χρηματοοικονομική κατάσταση των αιτουσών, καθόσον η κατάσταση αυτή δεν τους επέτρεπε να αναλάβουν περαιτέρω δέσμευση για το ποσό του προστίμου. Ορισμένες από τις απορριπτικές επιστολές είναι πολύ σύντομες, ενώ άλλες περιλαμβάνουν λεπτομερή αιτιολογία. Συγκεκριμένα, η [εμπιστευτικό] (επιστολή της 26ης Ιουλίου 2010 προς την WDI) υπογραμμίζει το «σημαντικό ύψος των ανειλημμένων υποχρεώσεων» και υπενθυμίζει ότι ο όμιλος Pampus βρίσκεται σε «φάση εξυγιάνσεως». Η [εμπιστευτικό] (τρεις πανομοιότυπες επιστολές αποσταλείσες στην WDI, την WDV και την PIB στις 23 Ιουλίου 2010) αναφέρεται στον «εμπεριστατωμένο έλεγχο» της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως «ο οποίος διενεργήθηκε πρόσφατα», καθώς και στην δύσκολη οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζει προς το παρόν η επιχείρηση αυτή. Η [εμπιστευτικό] (επιστολές της 22ας Ιουλίου 2010 προς τις WDI, WDV και PIB) δηλώνει ότι δεν μπορεί να παράσχει «εγγύηση, έστω και μερική, λόγω της σημερινής οικονομικής καταστάσεως του συνόλου του ομίλου και των επιμέρους επιχειρήσεών του». Η [εμπιστευτικό] (επιστολή της 22ας Ιουλίου προς την WDI) επικαλείται την «αυστηρή διαδικασία εξυγιάνσεως και αναδιαρθρώσεως που θα επιτρέψει μεσοπρόθεσμα την αποκατάσταση της δανειοληπτικής ικανότητας» και υπογραμμίζει ότι θεωρεί ότι «οι προοπτικές εξυγιάνσεως του ομίλου θα διακυβεύονταν σημαντικά σε περίπτωση περαιτέρω επιβαρύνσεως των οικονομικών υποχρεώσεών του, επιβαρύνσεως που επηρέαζε τα οικονομικά αποτελέσματα της επιχειρήσεως», δηλώνει δε ότι για τον λόγο αυτόν θεωρεί ότι είναι «αδιανόητη η ανάληψη του αντίστοιχου μέρους της εγγυήσεως». Η [εμπιστευτικό] (επιστολή της 22ας Ιουλίου 2010 προς τις WDI, WDV και PIB) αναφέρει ότι κατέληξε στο συμπέρασμα, «μετά από εμπεριστατωμένη εξέταση της πιστώσεως, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν να επεκτείνει την πίστωση που έχει ήδη χορηγήσει».

31      Με επιστολή ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 10ης Νοεμβρίου 2010, οι αιτούσες ζήτησαν εκ νέου εγγύηση από τις ίδιες τράπεζες, αλλά για το ποσό του διορθωμένου εν τω μεταξύ προστίμου (46,55 εκατομμύρια ευρώ). Με τις απορριπτικές επιστολές, που εστάλησαν μεταξύ 11ης και 26ης Νοεμβρίου 2010, οι τράπεζες επιβεβαίωσαν ότι οι λόγοι που είχαν επικαλεστεί προηγουμένως προς δικαιολόγηση της αρνήσεώς τους ίσχυαν και για τα μειωμένα πρόστιμα.

32      Στις 19 Φεβρουαρίου 2011, η WDI ζήτησε για τρίτη φορά από τις προμνησθείσες τράπεζες να χορηγήσουν, ειδικά σε αυτήν, εγγύηση για το (μειωμένο) πρόστιμό της και, προς τούτο, τους ανακοίνωσε τους λόγους τους οποίους είχε επικαλεστεί η Επιτροπή για να απορρίψει την αίτηση ITP. Και αυτή τη φορά έλαβε αρνητικές απαντήσεις. Συγκεκριμένα, στην από 22 Φεβρουαρίου 2011 επιστολή της, η [εμπιστευτικό] δικαιολογεί την άρνησή της να χορηγήσει εγγύηση επικαλούμενη τον «αποκλειστικό ρόλο της ως μακροπρόθεσμου χρηματοδότη και την [εκ μέρους της] εκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως της [επιχειρήσεως], εκτίμηση η οποία εξακολουθεί να διαφέρει από τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Στην από 23 Φεβρουαρίου 2011 επιστολή της, η [εμπιστευτικό] εξηγεί ότι, «αφού οι υπηρεσίες της ανέλυσαν όλες τις πληροφορίες και συζήτησαν εκτενέστερα το ζήτημα, θεωρεί ότι έχει φθάσει στο όριό της όσον αφορά τη δυνατότητα χορηγήσεως πιστώσεως τόσο στον όμιλο PIB+ γενικώς όσο και ειδικότερα στην WDI», αυτός δε είναι ο λόγος για τον οποίο είναι «υποχρεωμένη να απορρίψει για μία ακόμα φορά την αίτηση παροχής τραπεζικής εγγυήσεως υπέρ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Εκφράζει τη λύπη της γιατί δεν μπορεί να εκθέσει λεπτομερώς όλους τους λόγους της αποφάσεώς της και καλεί την WDI να δείξει κατανόηση, αναφέροντας παράλληλα ότι οι εσωτερικές διαδικασίες χορηγήσεως πιστώσεως είναι οργανωμένες κατά τέτοιον τρόπο ώστε, στην περίπτωση ομίλων, δεν μπορεί να χορηγήσει πιστώσεις αποκλειστικά βάσει των μεμονωμένων επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον όμιλο, αλλά οφείλει να εξετάζει τις αιτήσεις σφαιρικά, δηλαδή στο επίπεδο αυτού καθαυτόν του ομίλου (ήτοι, εν προκειμένω, του ομίλου PIB+). Εξάλλου, δεν κάνει δεκτές τις αιτήσεις αποκλειστικά βάσει της τρέχουσας ή μελλοντικής ταμειακής ροής, αλλά στηριζόμενη και στον όγκο των ήδη χορηγηθεισών πιστώσεων, στις ασφάλειες που τις συνοδεύουν, στο σύνολο των υφισταμένων δανειοδοτικών συμβάσεων και στις προγενέστερες εμπειρίες.

33      Τέλος, οι αιτούσες εξήγησαν, χωρίς να αντικρουσθούν επ’ αυτού, ότι οι δανειοδότριες τράπεζες τις έθεσαν υπό ιδιαίτερη επιτήρηση, όπως και το σύνολο του ομίλου επιχειρήσεων στον οποίο ανήκουν. Συγκεκριμένα, οργανώνονται εβδομαδιαίες τηλεφωνικές διασκέψεις με τον συντονιστικό κύκλο των τραπεζών, τον οποίο απαρτίζουν οι [εμπιστευτικό], καθώς και συσκέψεις, αναλόγως των αναγκών, τόσο με τις διάφορες τράπεζες όσο και με το σύνολο του κύκλου των χρηματοδοτών. Η Επιτροπή συνάγει [εμπιστευτικό]. Από τη δικογραφία προκύπτει, εξάλλου, ότι, από τον Μάρτιο του 2010, οι αιτούσες αποστέλλουν στις τράπεζες λεπτομερείς μηνιαίες εκθέσεις σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση (ήτοι προσωρινούς ισολογισμούς, λογαριασμούς κερδών και ζημιών, καταστάσεις της ταμειακής ροής, κ.λπ.), εκθέσεις που επιτρέπουν τη μόρφωση πλήρους εικόνας όσον αφορά την υγεία του συνόλου του ομίλου PIB+.

34      Βάσει όλων των προεκτεθέντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι οι αιτούσες προσπάθησαν εγκαίρως, σοβαρά και κατ’ επανάληψη να λάβουν τραπεζική εγγύηση η οποία να καλύπτει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προσπάθειες αυτές απέβησαν άκαρπες καθόσον οι τράπεζες στις οποίες απευθύνθηκαν οι αιτούσες εξέτασαν την χρηματοοικονομική τους κατάσταση εμπεριστατωμένα, όπως αναφέρουν στις απορριπτικές επιστολές τους, πράγμα που αποδεικνύει ότι ήταν πλήρως ενήμερες της θέσεως την οποία κατέχουν οι αιτούσες εντός του όλου ομίλου PIB+ (ιδίως σε σχέση προς τα μέλη της οικογένειας Pampus) και ότι γνώριζαν, ειδικότερα, την κατάσταση της αιτούσας WDI. Στο πλαίσιο αυτό, τίποτε δεν υποδηλώνει ότι η αρνητική απάντηση που έλαβαν οι αιτούσες ήταν προσυνεννοημένη αποκλειστικά για να τη χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

35      Εφόσον δεκατέσσερις συνολικά τράπεζες αρνήθηκαν να παράσχουν στις αιτούσες τραπεζική εγγύηση, και αιτιολόγησαν την άρνηση αυτή όπως εκτέθηκε ανωτέρω, οι αιτούσες απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι τους ήταν αντικειμενικά αδύνατο να λάβουν την εγγύηση αυτή, ιδίως δεδομένου ότι, σε παρεμφερείς καταστάσεις, η νομολογία έχει κρίνει ότι αρκούσαν δύο ή τρεις αρνήσεις (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2011, T‑392/09 R, 1. garantovaná κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 56, και προμνησθείσα στη σκέψη 17 διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψεις 102 και 103). Το γεγονός ότι οι αιτούσες δεν προσκόμισαν γραπτές αρνήσεις από τους οργανισμούς ασφαλίσεως πιστώσεων [εμπιστευτικό] στους οποίους είχαν επίσης απευθυνθεί στερείται, συνεπώς, σημασίας και παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον η παροχή τραπεζικών εγγυήσεων εμπίπτει στην αποστολή παρόμοιων οργανισμών.

36      Κανένα από τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

37      Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι τα χρηματοοικονομικά μέσα του μετόχου ArcelorMittal, ο οποίος κατέχει από πολλού χρόνου το ένα τρίτο των εταιρικών μεριδίων της WDV, κακώς δεν λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο αυτό. Παρατηρείται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως της οικονομικής βιωσιμότητας μιας επιχειρήσεως και της ικανότητάς της να συστήσει τραπεζική εγγύηση, η πραγματική κατάστασή της μπορεί να εκτιμηθεί λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη, των χαρακτηριστικών του ομίλου με τον οποίο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα η επιχείρηση αυτή, μέσω των μετόχων της (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 1995, C‑12/95 P, Transacciones Marítimas κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑467, σκέψη 12, και του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 1ης Οκτωβρίου 2007, T‑120/07 R, MB Immobilien Verwaltungs-GmbH κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Κατά τη νομολογία, η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι τα αντικειμενικά συμφέροντα της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως δεν εμφανίζουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση προς τα συμφέροντα των προσώπων που την ελέγχουν, οπότε ο σοβαρός και ανεπανόρθωτος χαρακτήρας της προβαλλομένης ζημίας πρέπει να εκτιμηθεί και σε σχέση προς την οικονομική κατάσταση των προσώπων που ελέγχουν την επιχείρηση (προμνησθείσα στη σκέψη 37 διάταξη MB Immobilien Verwaltungs-GmbH κατά Επιτροπής, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτή η «περί ομίλων» νομολογία επεκτάθηκε έκτοτε και στις μειοψηφικές συμμετοχές (50 %, 40 %, ακόμα και 30 %), καθόσον, αναλόγως της δομής του κεφαλαίου της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως, τέτοιες (ουσιαστικές) συμμετοχές μπορούν να αποδειχθούν πρόσφορες προς εκτίμηση της οικονομικής βιωσιμότητάς της, οπότε ο διάδικος ο οποίος υποβάλλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να περιλάβει στην αίτηση αυτή και επαρκή στοιχεία όσον αφορά τέτοιες μειοψηφικές συμμετοχές (βλ. τις διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 2010, Τ-410/09 R, Almamet κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 57 και 58, και της 24ης Ιανουαρίου 2011, Τ-370/10 R, Rubinetterie Teorema κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 39 έως 42). Η νομολογία αυτή δεν επιβάλλει, καταρχάς, παρά υποχρέωση πληροφορήσεως προς τον σκοπό ενδεχόμενης αποδείξεως της υπάρξεως κοινότητας συμφερόντων, ενώ, στις δύο υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων επί των οποίων εκδόθηκαν οι σχετικές διατάξεις, δεν υπήρχε κανένας λόγος να εξεταστεί κατά πόσον υπήρχε πράγματι τέτοια κοινότητα συμφερόντων μεταξύ της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως και του κατέχοντος μειοψηφική συμμετοχή μετόχου.

39      Οι αιτούσες πράγματι επισήμαναν τη μειοψηφική συμμετοχή της ArcelorMittal και εξήγησαν ότι, στις 26 Ιουλίου και στις 22 Νοεμβρίου 2010, ματαίως απευθύνθηκαν στην εταιρία αυτή για να επιτύχουν την παροχή τραπεζικής εγγυήσεως καλύπτουσας τα πρόστιμα που τους είχαν επιβληθεί. Είναι, ωστόσο, περιττό να εξεταστεί λεπτομερέστερα ο σοβαρός ή μη χαρακτήρας τόσο των αιτήσεων αυτών όσο και των από 30 Ιουλίου και 25 Νοεμβρίου 2010 αρνητικών επιστολών της ArcelorMittal, εφόσον η προμνησθείσα «περί ομίλων» νομολογία δεν έχει εφαρμογή στη σχέση μεταξύ των αιτουσών και της ArcelorMittal.

40      Είναι μεν αληθές ότι η ArcelorMittal δραστηριοποιείται, όπως καθεμία από τις αιτούσες, στην αγορά του χάλυβα, οι επιχειρήσεις όμως αυτές ανήκουν σε διαφορετικούς ομίλους, ήτοι οι μεν στον όμιλο ArcelorMittal, οι δε στον όμιλο PIB+. Πρόκειται για ανταγωνίστριες επιχειρήσεις που επιδιώκουν διαφορετικούς (στρατηγικούς) σκοπούς. Συνεπώς, αποκλείεται να έχουν η ArcelorMittal και οι αιτούσες αντικειμενικώς τα ίδια θεμελιώδη συμφέροντα. Ειδικότερα, αποκλείεται να παράσχει η ArcelorMittal, ως μέτοχος, την υποστήριξή της σε επιθετική πολιτική του ομίλου PIB+ που θα είχε ως στόχο να προσελκύσει τους πελάτες του ομίλου ArcelorMittal και να του στερήσει ολόκληρες αγορές. Συνεπώς, η μειοψηφική συμμετοχή της ArcelorMittal δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει την εφαρμογή της «περί ομίλων» νομολογίας.

41      Το γεγονός ότι η ArcelorMittal και κάποια από τις αιτούσες μπορεί να έχουν συγκλίνοντα οικονομικά συμφέροντα δεν ανατρέπει το συμπέρασμα αυτό, καθόσον πρόκειται, π.χ., για την προστασία της αξίας της μειοψηφικής συμμετοχής της ArcelorMittal. Αυτό το συμφέρον της ArcelorMittal –στο οποίο θα μπορούσε να προστεθεί και το συμφέρον της να έχει πρόσβαση στα επιχειρηματικά στοιχεία της WDV και WDI εφόσον η θέση του μειοψηφικού μετόχου τής παρέχει τέτοιο δικαίωμα– δεν είναι της ιδίας εντάσεως όπως τα θεμελιώδη στρατηγικά συμφέροντα που επιδιώκει ένας όμιλος όταν διαμορφώνει την πολιτική δράσεώς του και τα οποία δικαιολογούν την εφαρμογή της «περί ομίλων» νομολογίας μόνον εφόσον υφίσταται αντικειμενική κοινότητα συμφερόντων. Το γεγονός ότι η ArcelorMittal είναι διατεθειμένη να [εμπιστευτικό], όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό.

42      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι απορριπτικές επιστολές των τραπεζών δεν επιτρέπουν να αποδειχθεί η αδυναμία λήψεως εγγυήσεως, καθόσον οι τράπεζες έχουν σημαντικό ίδιο συμφέρον στην κάλυψη των δικών τους πιστώσεων το ταχύτερο δυνατόν σε περίπτωση σύγχρονης αναστολής της εισπράξεως των προστίμων. Συγκεκριμένα, όλοι οι πιστωτές του δικτύου PIB+, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών και της Επιτροπής, βρίσκονται σε κατάσταση ανταγωνισμού όταν πρόκειται για την καλύτερη δυνατή κάλυψη και την μεταγενέστερη καλύτερη δυνατή ανάκτηση των πιστώσεών τους. [εμπιστευτικό]. Συνεπώς, έχουν αντικειμενικό συμφέρον στη διατήρηση της δραστηριότητας της WDI λόγω της καλής αποδόσεως και της καλής ανταγωνιστικής θέσεώς της καθώς και λόγω της ταμειακής ροής που συνεπάγεται η δραστηριότητα αυτή. Η μη συνέχιση της δραστηριότητας της WDI θα σήμαινε για τις τράπεζες εγκατάλειψη της κύριας πηγής εσόδων του δικτύου, παρά τις προοπτικές μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης αναπτύξεως της ταμειακής ροής. Συνεπώς, μπορεί αντικειμενικώς να υποστηριχθεί ότι οι τράπεζες θα καταλήξουν τελικά στη χρηματοδότηση της συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως καλύπτουσας τα πρόστιμα, αφ’ ης στιγμής δεν θα μπορούν πλέον να ελπίζουν στη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως. Κάθε λογική τράπεζα με ορθολογική οικονομική σκέψη και γνωρίζουσα τα θετικά αποτελέσματα της WDI θα ήταν διατεθειμένη να συστήσει εγγύηση για το σύνολο του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις αιτούσες.

43      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η Επιτροπή δεν θέλει να αναγνωρίσει το «σημαντικό ίδιο συμφέρον» των δεκατεσσάρων τραπεζών που αρνήθηκαν την εγγύησή τους στις αιτούσες. Παρατηρείται, συναφώς, ότι μια τράπεζα, όταν λαμβάνει μια απόφαση, θετική ή αρνητική, σε θέματα πιστώσεως και εγγυήσεως, επιδιώκει την εξασφάλιση των δικών της συμφερόντων ως πιστωτικού ιδρύματος και οφείλει, εξάλλου, να ενεργεί προς το συμφέρον των μετόχων της. Στην υπό κρίση περίπτωση, τα συμφέροντα αυτά δεν μπορούσαν να υποχωρήσουν έναντι των συμφερόντων της Επιτροπής παρά μόνον αν η προμνησθείσα «περί ομίλων» νομολογία μπορούσε να τύχει εφαρμογής στις δεκατέσσερις τράπεζες. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει.

44      Αφετέρου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι οι τράπεζες, με εισφορές κεφαλαίων, θα καθίσταντο μέτοχοι των αιτουσών ή θα αποκτούσαν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμετοχές στον όμιλο PIB+. Οι επιχειρησιακές σχέσεις τους με τον όμιλο αυτόν περιορίζονται στον πιστωτικό τομέα και όλες οι προσπάθειές τους αποβλέπουν στην εξασφάλιση και στην ανάκτηση κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο των πιστώσεών τους, τόσο ως προς το κεφάλαιο όσο και ως προς τους τόκους. Στο μέτρο αυτό, δεν υφίσταται καμία αντικειμενική ταυτότητα μεταξύ των στρατηγικών συμφερόντων αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των συμφερόντων των αιτουσών, οι οποίες δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα του χάλυβα (βλ. ανωτέρω σκέψεις 1 και 2).

45      Αφετέρου, η αναφορά στην [εμπιστευτικό] δεν αρκεί από μόνη της προς απόδειξη του ότι μεταξύ των τραπεζών και των εταιριών αυτών υπάρχουν προσωπικές διασυνδέσεις συγκρίσιμες με εκείνες που μπορεί να υπάρχουν, π.χ., μεταξύ των τριών μελών της οικογενείας Pampus και οι οποίες καθιστούν περιττή τη σύσταση κοινής εταιρίας χαρτοφυλακίου (βλ. ανωτέρω σκέψη 1), ούτε ότι οι προσωπικές αυτές διασυνδέσεις είναι τόσο έντονες ώστε να δικαιολογούν την εφαρμογή της «περί ομίλων» νομολογίας.

46      Τρίτον, η Επιτροπή προσάπτει στις αιτούσες ότι δεν απευθύνθηκαν σε αλλοδαπή τράπεζα. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η [εμπιστευτικό] απέκλεισε εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα εξασφαλίσεως της επιθυμητής εγγυήσεως από τράπεζα μη ανήκουσα στον κύκλο των χρηματοδοτών της, κατόπιν της σχετικής αρνήσεως όλων των χρηματοδοτών της να της χορηγήσουν την εγγύηση. Εξάλλου, η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι η άρνηση της χορηγήσεως εγγυήσεως ακριβώς από τις τράπεζες των οποίων ο αιτών είναι τακτικός πελάτης καταδεικνύει την αντικειμενική αδυναμία εξασφαλίσεως της επιθυμητής εγγυήσεως (προμνησθείσα στη σκέψη 17 διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψεις 105, 109 και 110).

47      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, οι διάφορες απορριπτικές επιστολές των προμνησθεισών τραπεζών [εμπιστευτικό] καταδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον ότι οι αιτούσες βρίσκονται σε αδυναμία να εξασφαλίσουν τραπεζική εγγύηση καλύπτουσα τα πρόστιμά τους. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που η Επιτροπή συνάγει από έγγραφα και στοιχεία χρηματοοικονομικού χαρακτήρα όσον αφορά τις αιτούσες, προκειμένου να αποδείξει ότι οι τράπεζες αυτές θα χορηγούσαν τελικά την επίμαχη εγγύηση, στερούνται σημασίας, δεδομένου ότι, έχοντας γνώση των θετικών αποτελεσμάτων ιδίως της WDI, κάθε λογική τράπεζα θα ήταν διατεθειμένη να το πράξει.

48      Η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής αντιφάσκει προς την ίδια την εκτίμηση [εμπιστευτικό] «[εμπιστευτικό]» στην οποία προβαίνει με την προσβαλλόμενη απόφαση (σημείο 1179). Αξιοσημείωτο είναι εξάλλου το ότι η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι σε θέση να κρίνει τη συμπεριφορά μιας «λογικής τράπεζας με ορθολογική οικονομική σκέψη» στην προκειμένη περίπτωση, ενώ έως τώρα πάντοτε τόνιζε ότι δεν είναι τράπεζα και δεν διαθέτει ούτε την υποδομή ούτε τις ειδικευμένες υπηρεσίες μιας τράπεζας, το δε Πρωτοδικείο συμμερίστηκε την άποψή της επί του σημείου αυτού (απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 479).

49      Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής φαίνεται επίσης να αντιφάσκει και προς τη νομολογία σύμφωνα με την οποία το επείγον μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εκτιμάται σε συνάρτηση προς τις περιστάσεις κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, το αργότερο όμως σε συνάρτηση προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαστής αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής (βλ. διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2009, T‑352/09 R, Pannon Hőerőmű κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 29 και 30, και της 8ης Ιουνίου 2009, T‑173/09 R, Ζ κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 22). Ενώ οι αιτούσες απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι τους ήταν αντικειμενικώς αδύνατο να εξασφαλίσουν τραπεζική εγγύηση πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, μέσω της επιχειρηματολογίας της σύμφωνα με την οποία έπρεπε να αναμένεται ότι οι τράπεζες θα χρηματοδοτούσαν «τελικά» τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως «αφ’ ης στιγμής δεν θα μπορού[σαν] πλέον να ελπίζουν στη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως», επιχειρεί να στηριχθεί σε ημερομηνία μεταγενέστερη της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και «αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν» έως ότου οι αιτούσες θα πρέπει να κηρυχθούν αφερέγγυες λόγω αδυναμίας πληρωμής ή υπερχρεώσεως στην περίπτωση που, παρά ταύτα, δεν τους χορηγηθεί καμία τραπεζική εγγύηση (άρθρα 17 και 15a του γερμανικού Insolvenzordnung σε συνδυασμό με τα άρθρα 177a και 130a του γερμανικού κώδικα εμπορικού δικαίου).

50      Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής όταν προσάπτει στις αιτούσες ότι συνέβαλαν με δικό τους πταίσμα στην επέλευση της ζημίας, καθόσον, μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η WDI πραγματοποίησε σημαντικές μετακινήσεις κεφαλαίων υπέρ τρίτων εταιριών ανηκουσών στον ίδιο όμιλο και, συγχρόνως, δεν καταχώρισε παρά ελάχιστη πρόβλεψη [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ για δεκαοκταετή συμμετοχή στη σύμπραξη στον τομέα του χάλυβα προέντασης.

51      Η Επιτροπή εξηγεί συναφώς ότι τέτοιες μετακινήσεις κεφαλαίων δεν πρέπει να υπονομεύουν την πολιτική την οποία ακολουθεί με την επιβολή προστίμων, αρκεί, όμως, η διαπίστωση ότι, με τις εν λόγω μετακινήσεις, η WDI επιδίωκε να εμποδίσει τη δικαστική εκκαθάριση επιχειρήσεων του ομίλου PIB+ και την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας, πράγμα το οποίο ουδείς αμφισβήτησε. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι οι μέτοχοι δεν «αφαίρεσαν» ρευστό ούτε από τις εταιρίες στις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα ούτε από τις επιχειρήσεις προς τις οποίες έγιναν οι εντός του ομίλου μεταφορές κεφαλαίων, πλην των μερισμάτων ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ το 2008 υπέρ του μετόχου μειοψηφίας ArcelorMittal, που δεν αποτελεί μέλος του ομίλου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί ούτε στην εταιρία PIB-Holding ούτε στον όμιλο PIB+, λαμβανόμενο υπόψη ως σύνολο, ότι χρησιμοποίησαν την WDI ως πηγή χρηματοδοτήσεως προκειμένου να συνδράμουν άλλες εταιρίες του ομίλου που αντιμετώπιζαν δυσκολίες.

52      Όσον αφορά την πρόβλεψη των [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ, η αιτίαση περί «ανεπαρκούς προβλέψεως» στερείται σημασίας καθόσον, στην προσβαλλόμενη απόφαση (σημεία 1178 και 1179), η ίδια η Επιτροπή εξέθεσε διάφορα στοιχεία από τα οποία συνάγεται εκ πρώτης όψεως ότι [εμπιστευτικό]. Κατά συνέπεια, το ποσό της λογιστικής προβλέψεως ουδεμία σημασία έχει. Εξάλλου, το ποσό των [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ δεν φαίνεται καθόλου παράδοξο. Πράγματι, η Επιτροπή έχει ήδη κρίνει σε δύο περιπτώσεις ότι ήταν απαραίτητο να αναθεωρήσει επί το έλασσον το ποσό των προστίμων που είχε επιβάλει σε μεμονωμένες επιχειρήσεις που είχαν συμμετάσχει σε συμπράξεις. Προσφάτως μάλιστα μείωσε κατά 80 % περίπου το ύψος του προστίμου που είχε επιβάλει στην ArcelorMittal, η οποία αποτελεί παγκοσμίως τον μεγαλύτερο όμιλο στον τομέα σιδήρου και χάλυβα, λόγω της αδυναμίας ορισμένων επιχειρήσεων του ομίλου να το καταβάλουν (βλ. ανωτέρω σκέψη 10).

53      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτούσες απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον τον επείγοντα χαρακτήρα του προσωρινού μέτρου που ζητούν.

 Επί του fumus boni juris

54      Κατά τη νομολογία, η σχετική με το fumus boni juris προϋπόθεση πληρούται εφόσον ένας τουλάχιστον από τους λόγους που προβάλλει ο αιτών προς στήριξη της κύριας προσφυγής του φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, πρόσφορος και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενος ερείσματος ή εφόσον τα επιχειρήματα που προβάλλει δεν μπορούν να απορριφθούν χωρίς εμπεριστατωμένη εξέταση, η οποία εναπόκειται στο αρμόδιο να κρίνει επί της κύριας προσφυγής δικαστήριο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 2009, T‑95/09 R, United Phosphorus κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 10ης Μαρτίου 1995, T‑395/94 R, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑595, σκέψη 49, η οποία επικυρώθηκε με την προμνησθείσα στη σκέψη 12 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψεις 26 και 27).

55      Προς στήριξη της προσφυγής με την οποία ζητούν, κυρίως, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επικουρικώς, την προσήκουσα μείωση των προστίμων τους, οι αιτούσες προβάλλουν επτά λόγους.

56      Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, οι περισσότεροι από τους λόγους αυτούς εκτίθενται κατά τρόπο πολύ συνοπτικό και όχι άμεσα κατανοητό. Συνεπώς, η έκθεση των λόγων δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της νομολογίας σύμφωνα με την οποία τα ουσιαστικά πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το δικόγραφο της αιτήσεως, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει τις παρατηρήσεις του, ο δε δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να αποφανθεί επί της αιτήσεως, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T‑236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑15, σκέψη 34· της 7ης Μαΐου 2002, T‑306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2387, σκέψη 52, και της 23ης Μαΐου 2005, T‑85/05 R, Δήμος Άνω Λιοσίων κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1721, σκέψη 37).

57      Αυτή η αιτίαση περί υπερβολικής λακωνικότητας δεν ισχύει, ωστόσο, όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από την εσφαλμένη διαπίστωση ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτούσες εκθέτουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσάπτει στην WDI ότι μετέσχε σε παράβαση από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 και στην WDV ότι μετέσχε στην παράβαση αυτή από τις 3 Σεπτεμβρίου 1987 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι η WDI και η WDV μετέσχαν στην παράβαση επί χρονικό διάστημα σημαντικά βραχύτερο, ήτοι από τις 12 Μαΐου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Συγκεκριμένα, οι παραβάσεις που διαπράχθηκαν πριν από τις 12 Μαΐου 1997 έχουν παραγραφεί. Η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη της το ότι υπήρξε διακοπή ενάμισι περίπου έτους κατά τη διάρκεια των συμφωνιών. Παραβλέπει το ότι οι συμφωνίες που συνάφθηκαν πριν και μετά τη διακοπή αυτή δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαία και διαρκής παράβαση, καθόσον είναι διαφορετικής φύσεως και δεν στηρίζονται στην ίδια οργάνωση. Κατά τη διάρκεια συσκέψεως που πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1996, οι αιτούσες έλαβαν, εξάλλου, τις αποστάσεις τους από τις συμφωνίες της συμπράξεως, εν γνώσει όλων των λοιπών επιχειρήσεων, πράγμα που αποδεικνύεται χωρίς την παραμικρή αμφισημία από τα διάφορα γραπτά σημειώματα. Και λόγω αυτής της αποστασιοποιήσεως, δεν μπορεί να προσαφθεί στις αιτούσες ενιαία και διαρκής παράβαση.

58      Η εκ μέρους των αιτουσών έκθεση του λόγου αυτού, ο οποίος, εφόσον γίνει δεκτός, θα πρέπει να οδηγήσει σε αισθητή μείωση των προστίμων που επιβλήθηκαν στην WDI και στην WDV, είναι τόσο σαφής ώστε παρέσχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταθέσει λεπτομερές πολυσέλιδο υπόμνημα. Επιτρέπει, εξάλλου, στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να κρίνει ότι ο λόγος δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, παντελώς αβάσιμος και ότι δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί χωρίς εμπεριστατωμένη εξέταση, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστή που θα αποφασίσει επί της κύριας προσφυγής.

59      Και ο λόγος που αντλείται από τη μη λήψη υπόψη της ικανότητας των αιτουσών να καταβάλουν τα πρόστιμα είναι άμεσα κατανοητός και επέτρεψε στην Επιτροπή να καταθέσει λεπτομερές πολυσέλιδο υπόμνημα και επί του σημείου αυτού.

60      Πρέπει να παρατηρηθεί, συναφώς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L, σ. 1), το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία όταν κρίνει επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να κάνει το Γενικό Δικαστήριο χρήση αυτής της αρμοδιότητας όταν θα κρίνει επί της κύριας προσφυγής και να μειώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις αιτούσες. Η ίδια η Επιτροπή εξηγεί συναφώς ότι, στο μέτρο που οι αιτούσες προσβάλλουν την εκτίμηση σχετικά με την ικανότητά τους προς καταβολή των προστίμων, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο θα καθορίσει το πρόστιμο αν διαπιστώσει νομική πλάνη στην απόφασή της. Θα πρέπει τότε να στηριχθεί στα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά θα προκύπτουν από τις πληροφορίες που θα έχουν εν τω μεταξύ παρασχεθεί. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, κατά συνέπεια, αν, εν προκειμένω, δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα ως προς το επείγον, το ίδιο θα ισχύει και για τις προοπτικές να ευδοκιμήσει η κύρια προσφυγή. Οι εξηγήσεις αυτές ισχύουν και για την περίπτωση που, όπως συνέβη προηγουμένως, δοθεί εν προκειμένω καταφατική απάντηση στο ερώτημα ως προς το επείγον.

61      Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι υφίσταται, εκ πρώτης όψεως, fumus boni juris που συνηγορεί υπέρ της μειώσεως των προστίμων, την οποία οι αιτούσες έχουν ζητήσει επικουρικώς.

 Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

62      Κατά πάγια νομολογία, κατά την εξέταση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να σταθμίζει τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις δυνατές λύσεις. Συγκεκριμένα, τούτο συνεπάγεται ότι ο δικαστής υποχρεούται να εξετάζει, ειδικότερα, αν το συμφέρον του αιτούντος στην αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατισχύει του συμφέροντος για την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως αυτής (προμνησθείσα στη σκέψη 12 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 50· διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1996, C-180/96 R, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-3903, σκέψη 89, και της 26ης Ιουνίου 2003, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑182/03 R και C‑217/03 R, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑6887, σκέψη 142).

63      Οι αιτούσες απέδειξαν όχι μόνον τον επείγοντα χαρακτήρα των προσωρινών μέτρων που ζητούν, αποδεικνύοντας ότι τους ήταν αδύνατο να εξασφαλίσουν τραπεζική εγγύηση καλύπτουσα τα πρόστιμά τους, αλλά και την ύπαρξη fumus boni juris όσον αφορά το επικουρικό αίτημά τους για μείωση του ύψους των προστίμων αυτών. Πρέπει, συνεπώς, να αναγνωριστεί ότι έχουν βασικά θεμιτό συμφέρον για αναστολή της εκτελέσεως της υποχρεώσεως που τους επιβλήθηκε να συστήσουν τραπεζική εγγύηση για τα πρόστιμα αυτά. Πράγματι, αν δεν γίνει δεκτό το αίτημά τους για λήψη προσωρινών μέτρων, η Επιτροπή θα μπορούσε να προβεί στην άμεση είσπραξη των προστίμων, πράγμα που θα συνεπαγόταν, κατά πάσα πιθανότητα, τη θέση των αιτουσών υπό δικαστική εκκαθάριση λόγω αδυναμίας πληρωμής ή υπερχρεώσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 49).

64      Η Επιτροπή αντικρούει τον λόγο αυτόν επικαλούμενη το δημόσιο συμφέρον στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του αποτρεπτικού αποτελέσματος των προστίμων τα οποία επιβάλλει, καθώς και το οικονομικό συμφέρον της Ένωσης. Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι, μετά την επικύρωσή του από το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο, ένα πρόστιμο αποτελεί μέρος του προϋπολογισμού της Ένωσης.

65      Σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η θεμελιώδης σημασία των οποίων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι αιτούσες δεν διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους για να καταβάλουν τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν (βλ. ανωτέρω σκέψεις 16 και 19) και ότι τους είναι αντικειμενικά αδύνατο να συστήσουν την απαιτούμενη εγγύηση. Είναι, συνεπώς, πολύ πιθανόν η Επιτροπή, αν τελικά προβεί σε αναγκαστική είσπραξη, να μην εισπράξει τα ποσά τα οποία καθόρισε. Επιπλέον, οι αιτούσες εξήγησαν, χωρίς να αντικρουσθούν επ’ αυτού, ότι αν τεθούν υπό δικαστική εκκαθάριση, όπως υπάρχει φόβος, η απαίτηση της Επιτροπής δεν θα έχει, κατά το γερμανικό δίκαιο, καμία προτεραιότητα έναντι των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών και η Επιτροπή θα πρέπει να ικανοποιηθεί με το ποσοστό που θα της χορηγηθεί κατά το πέρας της εκκαθαρίσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα οικονομικά συμφέροντα της Επιτροπής δεν θα προστατευθούν καλύτερα με άμεση αναγκαστική εκτέλεση απ’ ό,τι αν επιτρέψει στις αιτούσες να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους και να καταβάλουν τα πρόστιμά τους μέσω των κερδών που πραγματοποιούν (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, την προμνησθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 136).

66      Επιπλέον, η Επιτροπή φαίνεται ότι θεώρησε εκ προοιμίου μάλλον απίθανη την ικανοποίηση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκτιμούσε ότι από διάφορα στοιχεία προέκυπτε ότι η PIB και η WDI δεν θα ήταν ικανές να καταβάλουν τα πρόστιμά τους και ότι πιθανότατα δεν θα επιβίωναν μετά την καταδίκη τους (σημεία 1178 και 1179 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αυτό υποδηλώνει ότι η Επιτροπή είχε εξαρχής παραιτηθεί από τη δυνατότητα εισπράξεως των προστίμων. Επιπροσθέτως, αφού εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή κίνησε πλείονες διαδικασίες ITP για να ελέγξει την ικανότητα επιχειρήσεων στις οποίες είχε επιβάλει πρόστιμα να τα καταβάλουν. Από τα ανωτέρω πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή είναι απολύτως διατεθειμένη να παραιτηθεί (μερικώς) από τα πρόστιμα, έστω και αν αυτά έχουν καταστεί αναπόσπαστο μέρος του προϋπολογισμού της Ένωσης. Έτσι, πολύ πρόσφατα παραιτήθηκε από το 80 % του προστίμου το οποίο είχε επιβάλει στον όμιλο ArcelorMittal. Στο πλαίσιο αυτό, δεν φαίνεται ιδιαίτερα θεμιτή η πρόθεση της Επιτροπής να «αναστήσει» τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ιδίως έναντι των αιτουσών.

67      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να αναγνωριστεί προτεραιότητα στα συμφέροντα των αιτουσών σε σχέση προς τα οικονομικά συμφέροντα της Επιτροπής.

68      Πρέπει, πάντως, να παρατηρηθεί ότι το fumus boni juris επιβεβαιώθηκε ανωτέρω μόνον σε σχέση προς το επικουρικό αίτημα της μειώσεως των προστίμων και ότι οι ίδιες οι αιτούσες ανέφεραν ότι ήταν διατεθειμένες να καταβάλουν δόσεις από τον Ιούλιο του 2011 σύμφωνα με κατάλληλο χρονοδιάγραμμα (βλ. ανωτέρω σκέψη 6). Με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 2011, οι αιτούσες υπέβαλαν ενημερωμένο σχέδιο πληρωμής στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ITP και εξήγησαν ότι, σε περίπτωση μειώσεως των προστίμων τους κατά 75 %, ήτοι μειώσεως στα 12 εκατομμύρια ευρώ περίπου, θα ήταν σε θέση να εξοφλήσουν την οφειλή σε 39 δόσεις, αρχίζοντας από τον Ιούλιο του 2011. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η WDI είχε προ πολλού συστήσει πρόβλεψη ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ προς τον σκοπό της καταβολής του προστίμου της.

69      Συνεπώς, πρέπει προς το παρόν να ληφθούν υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης με τη χορήγηση στις αιτούσες του προσωρινού μέτρου που ζητούν, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί, στο στάδιο αυτό, η προτεινόμενη μείωση κατά 75 %, μόνον υπό τον όρον ότι θα καταβάλουν το ποσό των [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2011 και, από τις 15 Ιουλίου 2011, θα καταβάλλουν, στις 15 κάθε μήνα, δόσεις 300 000 ευρώ από τις 15 Ιουλίου 2011 και μέχρι νεοτέρας αποφάσεως, αλλά το αργότερο έως την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής.

70      Επισημαίνεται, κατά τα λοιπά, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 108 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει τη διάταξή του λόγω μεταβολής των περιστάσεων. Ως «μεταβολή των περιστάσεων» νοούνται, ιδίως, πραγματικά περιστατικά ικανά να μεταβάλουν την εκτίμηση του κριτηρίου του επείγοντος στη συγκεκριμένη περίπτωση [διάταξη του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2002, C‑440/01 P(R), Επιτροπή κατά Artegodan, Συλλογή 2002, σ. I‑1489 σκέψεις 62 έως 64]. Στους διαδίκους εναπόκειται να προσφύγουν, εν ανάγκη, στο Γενικό Δικαστήριο αν, κατά τη γνώμη τους, προκύψει μεταβολή των περιστάσεων δυνάμενη να οδηγήσει σε μεταρρύθμιση της παρούσας διατάξεως.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Χορηγεί αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως που επιβλήθηκε στην Westfälische Drahtindustrie GmbH, στην Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG και στην Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG να συστήσουν εγγύηση υπέρ της Επιτροπής προκειμένου να εμποδίσουν την άμεση είσπραξη των προστίμων που τους επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως K(2010) 4387 τελικό την οποία εξέδωσε η Επιτροπή στις 30 Ιουνίου 2010 στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (COMP/38.344 – Χάλυβας προέντασης), όπως διαμορφώθηκε με την τροποποιητική απόφαση K(2010) 6676 τελικό της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, υπό τους ακόλουθους όρους:

α)      η Westfälische Drahtindustrie GmbH, η Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG και η Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG θα καταβάλουν στην Επιτροπή το ποσό των [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ έως τις 30 Ιουνίου 2011·

β)      από τις 15 Ιουλίου 2011 (και στις 15 κάθε επόμενου μήνα), θα καταβάλλουν στην Επιτροπή μηνιαίες δόσεις ύψους 300 000 ευρώ μέχρι νεοτέρας αποφάσεως, αλλά το αργότερο έως την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 13 Απριλίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1 – Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν δημοσιοποιούνται.