Language of document : ECLI:EU:C:2021:899

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 9ης Νοεμβρίου 2021 (1)

Υπόθεση C479/21 PPU

SN,

SD

παρισταμένων των:

Governor of Cloverhill Prison,

Ireland,

Attorney General,

Governor of Mountjoy Prison

[αίτηση του Supreme Court (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Πρωτόκολλο (αριθ. 21) της ΣΕΕ – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας – Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου – Νομικές βάσεις – Άρθρο 50 ΣΕΕ – Άρθρο 217 ΣΛΕΕ»






I.      Εισαγωγή

1.        Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει εάν η Ιρλανδία υποχρεούται να εκτελέσει ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως εκδοθέντα από το Ηνωμένο Βασίλειο, παρά την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.        Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας για την αποχώρηση (2) του 2020 και της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας (3) του 2021 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου καλύπτουν την εκτέλεση των επίμαχων ενταλμάτων συλλήψεως.

3.        Ωστόσο, το πρωτόκολλο αριθ. 21 της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ (4), το οποίο υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισσαβώνας του 2007 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, ορίζει ότι η Ιρλανδία δεν δεσμεύεται από πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εκτός αν το εν λόγω κράτος μέλος είχε επιλέξει ρητώς την προαιρετική συμμετοχή του όσον αφορά το επίμαχο μέτρο. Η Ιρλανδία δεν έχει επιλέξει την προαιρετική συμμετοχή της όσον αφορά τις κρίσιμες διατάξεις των δύο επίμαχων συμφωνιών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εξετασθεί κατά πόσον, λόγω της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, η Ιρλανδία έπρεπε να είχε επιλέξει την προαιρετική συμμετοχή της όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προκειμένου να έχουν εφαρμογή οι εν λόγω διατάξεις. Τούτο, με τη σειρά του, εξαρτάται από το εάν εφαρμόζεται στις εν λόγω διατάξεις το πρωτόκολλο αριθ. 21.

4.        Το πρωτόκολλο αριθ. 21 ωστόσο, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Ένωση ορθώς στηρίχθηκε για τις εν λόγω συμφωνίες στην εξωτερική της αρμοδιότητα να συνάπτει συμφωνίες αποχώρησης (άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ) και συμφωνίες συνδέσεως (άρθρο 217 ΣΛΕΕ), και όχι σε αρμοδιότητα σχετική με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Συναφώς, βασικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι τα δύο αυτά καθεστώτα παραδόσεως δεν γεννούν νέες υποχρεώσεις, ιδίως για την Ιρλανδία, αλλά απλώς παρατείνουν τις ήδη υφιστάμενες.

II.    Νομικό πλαίσιο

Α.      ΣΕΕ

5.        Το άρθρο 50 ΣΕΕ θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.

2.      Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, της [ΣΛΕΕ]. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3.      Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.

4.      Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρούν κράτος μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν.

Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3, στοιχείο β), [ΣΛΕΕ].

5.      […]».

Β.      ΣΛΕΕ

6.        Το άρθρο 217 ΣΛΕΕ αποτελεί τη νομική βάση για τη σύναψη συμφωνιών συνδέσεως:

«Η Ένωση δύναται να συνάπτει, με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, συμφωνίες που συνιστούν σύνδεση, η οποία συνεπάγεται αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, κοινές δράσεις και ειδικές διαδικασίες.»

7.        Το άρθρο 218, παράγραφοι 6 και 8, της ΣΛΕΕ, καθορίζει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, και ιδίως, συμφωνιών συνδέσεως:

«6.      Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας.

Εκτός από την περίπτωση που η συμφωνία αφορά αποκλειστικά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, το Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας:

α)      Μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i)      συμφωνίες σύνδεσης,

[…]

8.      Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Ωστόσο, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα, όταν η συμφωνία αφορά τομέα για τον οποίο απαιτείται ομοφωνία για τη θέσπιση πράξης της Ένωσης καθώς και προκειμένου περί συμφωνιών σύνδεσης […]».

Γ.      Πρωτόκολλο αριθ. 21

8.        Κατά το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση μέτρων όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στη θέσπιση από το Συμβούλιο προτεινόμενων μέτρων βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. […]»

9.        Το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 εξειδικεύει τα αποτελέσματα του άρθρου 1:

«Κατ’ ακολουθίαν του άρθρου 1 και με την επιφύλαξη των άρθρων 3, 4 και 6, διατάξεις του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέτρα θεσπιζόμενα δυνάμει του τίτλου αυτού, διατάξεις οποιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας συναπτομένης από την Ένωση δυνάμει του τίτλου αυτού και αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ερμηνεία τέτοιων διατάξεων ή μέτρων, δεν έχουν δεσμευτική ισχύ ούτε εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία· αυτές οι διατάξεις, μέτρα ή αποφάσεις δεν θίγουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εν λόγω κρατών, ούτε θίγουν κατά κανένα τρόπο ούτε το κοινοτικό κεκτημένο ούτε το κεκτημένο της Ένωσης και ούτε αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης, όπως εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία.»

10.      Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21, η Ιρλανδία μπορεί να γνωστοποιεί στο Συμβούλιο ότι επιθυμεί να συμμετέχει στη θέσπιση και εφαρμογή οποιωνδήποτε τέτοιων μέτρων και σύμφωνα με το άρθρο 4 το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αποδέχεται τη θέσπιση των μέτρων αυτών.

Δ.      Απόφαση πλαίσιο 2002/584

11.      Το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 (5) και την τροποποιητική απόφαση-πλαίσιο 2009/299 (6) ομοφώνως δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως βάσει των άρθρων 31, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ και 34, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πριν τεθούν σε ισχύ οι τροποποιήσεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας και του πρωτοκόλλου αριθ. 21, την 1η Δεκεμβρίου 2009. Ως εκ τούτου, αμφότερες οι αποφάσεις-πλαίσια έχουν δεσμευτική ισχύ για την Ιρλανδία, μολονότι η Ιρλανδία δεν είχε γνωστοποιήσει ρητώς στο Συμβούλιο ότι επιθυμούσε να συμμετάσχει στη θέσπιση και την εφαρμογή τους ή ότι τις έχει αποδεχθεί.

12.      Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καθορίζει τις βασικές υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.»

13.      Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε πλέον την ιδιότητα του κράτους μέλους κατά τον χρόνο που οι αρχές του εξέδωσαν τα επίμαχα εντάλματα συλλήψεως, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 δεν μπορεί να λειτουργήσει ευθέως ως βάση για την εκτέλεσή τους.

Ε.      Η Συμφωνία για την αποχώρηση

14.      Η Συμφωνία για την αποχώρηση έχει ως νομική βάση το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ (7). Τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020 (8).

15.      Κατά το άρθρο 126 της Συμφωνίας για την αποχώρηση, προβλέπεται μεταβατική περίοδος, η οποία ξεκινούσε κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συμφωνίας για την αποχώρηση και έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Το άρθρο 127 ορίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τη Συμφωνία για την αποχώρηση. Δεδομένου ότι η Συμφωνία για την αποχώρηση δεν εισάγει οποιαδήποτε παρέκκλιση από το άρθρο 127 για τις διατάξεις που αφορούν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, οι διατάξεις αυτές εξακολούθησαν να ισχύουν κατά τη μεταβατική περίοδο.

16.      Το άρθρο 185 της Συμφωνίας για την αποχώρηση ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[τ]ο δεύτερο και το τρίτο μέρος, με εξαίρεση το άρθρο 19, το άρθρο 34, παράγραφος 1, το άρθρο 44 και το άρθρο 96, παράγραφος 1, καθώς και ο τίτλος Ι του έκτου μέρους και τα άρθρα 169 έως 181, εφαρμόζονται από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου».

17.      Το τρίτο μέρος της Συμφωνίας για την αποχώρηση περιέχει το άρθρο 62, παράγραφος 1, το οποίο καλύπτει τις εν εξελίξει διαδικασίες δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και ορίζει τα εξής:

«1.      Στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ακόλουθες πράξεις εφαρμόζονται ως εξής:

α)      […]

β)      η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ […] εφαρμόζεται σε σχέση με τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης όταν το καταζητούμενο πρόσωπο συλλαμβάνεται πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου προς τον σκοπό της εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, […]·

[…]».

18.      Το άρθρο 185 της Συμφωνίας για την αποχώρηση ορίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να αρνηθούν την παράδοση των υπηκόων τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Δημοκρατία της Σλοβενίας έχουν κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας (9).

ΣΤ.    Η Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας

19.      Η Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου, είναι μια συμφωνία συνδέσεως που έχει ως νομική της βάση το άρθρο 217 ΣΛΕΕ (10). Τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2021, κατόπιν επικυρώσεως από την Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο (11).

20.      Ο τίτλος VII του τρίτου μέρους της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας (άρθρα 596 έως 632) εγκαθιδρύει ένα καθεστώς εκδόσεως μεταξύ των κρατών μελών και του Ηνωμένου Βασιλείου.

21.      Το άρθρο 632 της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας ορίζει ότι ο τίτλος VII «εφαρμόζεται όσον αφορά τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης που εκδίδονται σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου […] από κάποιο κράτος πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, όταν ο καταζητούμενος δεν έχει συλληφθεί με σκοπό την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου».

III. Πραγματικά περιστατικά και αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

22.      Στις 20 Μαρτίου 2020 εκδόθηκε εις βάρος του SD ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως από τις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, με το οποίο ζητείται η παράδοσή του στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να εκτίσει ποινή στερητική της ελευθερίας ύψους οκτώ ετών. Ο SD συνελήφθη στην Ιρλανδία στις 9 Σεπτεμβρίου 2020. Στις 8 Φεβρουαρίου 2021, το High Court (Ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) εξέδωσε διάταξη για την παράδοση του SD στο Ηνωμένο Βασίλειο και μεταγενέστερη διάταξη με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι την παράδοσή του.

23.      Στις 5 Οκτωβρίου 2020 εκδόθηκε εις βάρος του SN ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως επίσης από τις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, με το οποίο ζητείται η παράδοσή του προκειμένου να του ασκηθεί ποινική δίωξη για την τέλεση 14 αδικημάτων. Ο SN συνελήφθη στην Ιρλανδία στις 25 Φεβρουαρίου 2021 και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του κατά της παραδόσεώς του.

24.      Στις 16 Φεβρουαρίου 2021, ο SD προσέφυγε ενώπιον του High Court (Ανωτέρου δικαστηρίου) ζητώντας δυνάμει του άρθρου 40.4.2 του ιρλανδικού Συντάγματος να εξετασθεί η νομιμότητα της κρατήσεώς του. Υποστήριξε ότι κρατείτο παρανόμως για τον λόγο ότι το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν είχε πλέον εφαρμογή μεταξύ της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 5 Μαρτίου 2021, κατατέθηκε ανάλογη προσφυγή και από τον SN.

25.      Το High Court (Ανώτερο δικαστήριο) έκρινε ότι τόσο ο SD όσο και ο SN τελούν νομίμως υπό προσωρινή κράτηση και, ως εκ τούτου, αρνήθηκε να διατάξει την απόλυσή τους. Σε αμφότερους χορηγήθηκε το δικαίωμα απευθείας ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Supreme Court (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ιρλανδία), πλην όμως κρίθηκε ότι πρέπει να παραμείνουν υπό κράτηση εν αναμονή της εκβάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Supreme Court (Ανώτατου Δικαστηρίου).

26.      Το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) θεωρεί ότι είναι πιθανό οι περιεχόμενες στη Συμφωνία για την αποχώρηση και τη Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας ρυθμίσεις να μην έχουν δεσμευτική ισχύ για την Ιρλανδία, στον βαθμό που συνδέονται με το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, τα εθνικά μέτρα που ελήφθησαν από την Ιρλανδία προκειμένου να διατηρηθεί το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο είναι άκυρα και, κατά συνέπεια, η συνέχιση της προσωρινής κράτησης των αναιρεσειόντων είναι επίσης παράνομη.

27.      Σε αυτό το πλαίσιο, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο:

«Λαμβανομένου υπόψη ότι η Ιρλανδία διατηρεί την εθνική της κυριαρχία στο πλαίσιο του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ) με την επιφύλαξη του δικαιώματός της προαιρετικής συμμετοχής στην εφαρμογή μέτρων που θεσπίζονται από την Ένωση στον τομέα αυτόν σύμφωνα με τον τίτλο V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ·

Λαμβανομένου υπόψη ότι η προβλεφθείσα ουσιαστική νομική βάση της Συμφωνίας αποχώρησης (καθώς και της αποφάσεως για τη σύναψή της) είναι το άρθρο 50 ΣΕΕ·

Λαμβανομένου υπόψη ότι η προβλεφθείσα ουσιαστική νομική βάση της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας (καθώς και της αποφάσεως για τη σύναψή της) είναι το άρθρο 217 ΣΛΕΕ· και

Λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά συνέπεια, δεν θεωρήθηκε ότι απαιτούνταν ή επιτρεπόταν η προαιρετική συμμετοχή της Ιρλανδίας και ότι, ως εκ τούτου, δεν ασκήθηκε το δικαίωμα προαιρετικής συμμετοχής:

(α)      Μπορούν οι διατάξεις της Συμφωνίας αποχώρησης, οι οποίες προβλέπουν τη συνέχιση του καθεστώτος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ) αναφορικά με το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη μεταβατική περίοδο που προβλέπεται από την εν λόγω Συμφωνία, να θεωρηθούν ότι δεσμεύουν την Ιρλανδία, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού περιεχομένου τους για τον ΧΕΑΔ· και

(β)      Μπορούν οι διατάξεις της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας, οι οποίες προβλέπουν τη συνέχιση του καθεστώτος του ΕΕΣ αναφορικά με το Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη σχετική μεταβατική περίοδο, να θεωρηθούν ότι δεσμεύουν την Ιρλανδία, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού περιεχομένου τους για τον ΧΕΑΔ;»

28.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικαστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Στις 18 Αυγούστου 2021, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε να κάνει δεκτό το ως άνω αίτημα. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, η γενική συνέλευση του Δικαστηρίου παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια.

29.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο SD και ο SN, η Ιρλανδία, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία και το Βασίλειο της Δανίας παρέστησαν επίσης στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 27 Σεπτεμβρίου 2021.

IV.    Νομική ανάλυση

30.      Το ζήτημα που εγείρεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι εάν οι διατάξεις σχετικά με την εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως που περιέχονται στη Συμφωνία για την αποχώρηση και τη Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας είναι δεσμευτικές για την Ιρλανδία.

31.      Το Supreme Court (Ανώτατο δικαστήριο) διευκρινίζει ότι, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από το Ηνωμένο Βασίλειο και η κράτηση του καταζητούμενου προσώπου επιτρέπεται μόνον εφόσον υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση δυνάμει του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει δεσμευτική ισχύ για την Ιρλανδία.

32.      Πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020, η υποχρέωση αυτή απέρρεε απευθείας από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που ακολούθησε, η οποία έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2020, η απόφαση-πλαίσιο εξακολούθησε να εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 127 της Συμφωνίας για την αποχώρηση. Ωστόσο, οι υποθέσεις των SD και SN δεν καλύπτονται από τους συγκεκριμένους κανόνες, καθόσον τα πρόσωπα αυτά δεν είχαν παραδοθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

33.      Δεδομένου ότι ο SD συνελήφθη πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η περίπτωσή του εμπίπτει στο άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 185 της Συμφωνίας για την αποχώρηση. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει όσον αφορά το εις βάρος του ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

34.      Αντιθέτως, ο ιρλανδικές αρχές συνέλαβαν τον SN μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, μολονότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν εκδώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εντός της μεταβατικής περιόδου σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Όσον αφορά αυτή την υπόθεση, το άρθρο 632 της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας ορίζει ότι πρέπει να τύχει εφαρμογής το νέο καθεστώς εκδόσεως που θεσπίζεται από το τρίτο μέρος του τίτλου VII της εν λόγω συμφωνίας.

35.      O SD και ο SN αντιτίθενται στην εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των δύο συμφωνιών. Υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις αυτές δημιουργούν νέες υποχρεώσεις οι οποίες συνδέονται με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 21, οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν να έχουν δεσμευτική ισχύ έναντι της Ιρλανδίας μόνον αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει συμφωνήσει ρητώς στο να δεσμευτεί από αυτές (δηλαδή αν είχε ασκήσει το δικαίωμα προαιρετικής συμμετοχής). Δεδομένου ότι η Ιρλανδία δεν άσκησε το δικαίωμα προαιρετικής συμμετοχής, ο SD και ο SN υποστηρίζουν ότι δεν συντρέχει αρμοδιότητα της Ένωσης περί εφαρμογής των σχετικών διατάξεων όσον αφορά την Ιρλανδία, καθόσον το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει μεταβιβάσει τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα στην Ένωση.

36.      Θα εξετάσω την άποψη αυτή σε δύο στάδια. Πρώτον, θα παραθέσω τις προϋποθέσεις εφαρμογής του πρωτοκόλλου αριθ. 21, όπως αυτές καθορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, δηλαδή το ότι η εφαρμογή του εξαρτάται από τη νομική βάση του εκάστοτε επίμαχου μέτρου (υπό Α). Δεύτερον, θα εξετάσω αν οι κρίσιμες διατάξεις, ήτοι το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 185 της Συμφωνίας για την αποχώρηση καθώς και το τρίτο μέρος του τίτλου VII της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας, και ιδίως το άρθρο 632 αυτού, θα έπρεπε να στηρίζονται σε αρμοδιότητα που συνδέεται με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (υπό Β.1 και Β.2).

Α.      Προϋποθέσεις εφαρμογής του πρωτοκόλλου αριθ. 21

37.      Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 21, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, τα οποία αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εκτός εάν επιλέξει ρητώς να συμμετάσχει στη θέσπιση των μέτρων αυτών.

38.      Ωστόσο, όπως έχω ήδη διευκρινίσει σε δύο προηγούμενες προτάσεις μου, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του πρωτοκόλλου αριθ. 21 περιορίζεται ρητώς στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Περαιτέρω, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο πρωτόκολλο αποτελεί εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Το πνεύμα και ο σκοπός του πρωτοκόλλου δεν είναι, σε άλλους επιμέρους τομείς του δικαίου της Ένωσης, να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια της Ιρλανδίας η συμμετοχή στα μέτρα που λαμβάνουν τα όργανα της Ένωσης και η συμμόρφωση προς αυτά (12).

39.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η νομική βάση ενός μέτρου είναι αυτή που καθορίζει το ενδεχομένως εφαρμοστέο πρωτόκολλο και όχι το αντίστροφο (13). Με άλλα λόγια: το πρωτόκολλο αριθ. 21 εφαρμόζεται μόνον όσον αφορά μέτρα τα οποία στηρίζονται, ή θα έπρεπε να στηρίζονται, σε αρμοδιότητα απορρέουσα από τον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ. Κατ’ αντιδιαστολή, μέτρα τα οποία αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης δεν καλύπτονται από το πρωτόκολλο εφόσον δεν απαιτείται να στηρίζονται σε αυτή την αρμοδιότητα.

Β.      Οι νομικές βάσεις των συμφωνιών

40.      Οι δύο συμφωνίες δεν στηρίζονται σε αρμοδιότητες σχετικές με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, αλλά αντιθέτως συνδέονται, αφενός, με την αρμοδιότητα που αφορά τις ρυθμίσεις για την αποχώρηση, ήτοι το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ και, αφετέρου, με την αρμοδιότητα συνάψεως συμφωνιών συνδέσεως, ήτοι το άρθρο 217 ΣΛΕΕ.

41.      Συνεπώς, επιβάλλεται να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση ή το τρίτο μέρος του τίτλου VII, της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας, και ιδίως το άρθρο 632 αυτής, πρέπει –εξ ολοκλήρου ή επιπροσθέτως– να στηρίζονται σε αρμοδιότητα σχετική με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ήτοι το άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ.

42.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως πράξεως της Ένωσης, περιλαμβανομένης εκείνης που εκδίδεται ενόψει της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής. Αν από την εξέταση πράξεως της Ένωσης προκύπτει ότι με αυτήν επιδιώκονται δύο σκοποί ή ότι αυτή αποτελείται από δύο συστατικά στοιχεία και αν ο ένας από τους σκοπούς ή τα συστατικά στοιχεία αυτά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κύριος, ενώ ο άλλος έχει παρεπόμενο απλώς χαρακτήρα, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνη νομική βάση, δηλαδή σε εκείνη που επιβάλλεται από τον κύριο ή τον υπερισχύοντα σκοπό ή στοιχείο. Κατ’ εξαίρεση, εφόσον αποδεικνύεται, αντιθέτως, ότι με την πράξη επιδιώκεται η επίτευξη πλειόνων σκοπών συγχρόνως ή ότι αυτή έχει πλείονα συστατικά στοιχεία τα οποία συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας σκοπός ή το ένα στοιχείο να έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με τον άλλο σκοπό ή το άλλο στοιχείο, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής διάφορες διατάξεις των Συνθηκών, η πράξη πρέπει να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις. Πάντως, η χρήση διττής νομικής βάσεως αποκλείεται οσάκις οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμιά από τις νομικές αυτές βάσεις δεν είναι συμβατές μεταξύ τους (14).

43.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι το πρωτόκολλο αριθ. 21 δεν μπορεί να επηρεάσει την επιλογή της ορθής νομικής βάσεως όσον αφορά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών (15). Η νομολογία αυτή αντικατοπτρίζει τις γενικές αρχές που εκτίθενται στο αμέσως προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, ενώ και το ίδιο το πρωτόκολλο δεν συνηγορεί υπέρ οποιασδήποτε άλλης προσεγγίσεως. Συνεπώς, το επιχείρημα των SD και SN ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το κριτήριο του υπερισχύοντος σκοπού όταν τα μέτρα αφορούν το πρωτόκολλο αριθ. 21 πρέπει να απορριφθεί.

44.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, θα εξετάσω ακολούθως τις νομικές βάσεις στις οποίες στηρίζονται οι κανόνες για τα εντάλματα συλλήψεως στις δύο συμφωνίες.

1.      Η νομική βάση του άρθρου 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση

45.      Η Συμφωνία για την αποχώρηση, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, έχει ως νομική βάση το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Κατά τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το αποχωρούν κράτος μέλος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η τέταρτη περίοδος ορίζει ότι η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

46.      Προς τούτο, όπως διευκρινίζει ειδικώς η Επιτροπή, το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ προβλέπει την αρμοδιότητα για τη σύναψη μιας ενιαίας, συνεκτικής συμφωνίας, η οποία στηρίζεται σε μια ενιαία ειδική διαδικασία και περιλαμβάνει όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις Συνθήκες και σχετίζονται με την αποχώρηση. Η συμφωνία αυτή καλύπτει την ολοκλήρωση των διαδικασιών που πραγματοποιούνται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη κατά τον χρόνο της αποχωρήσεως, όσον αφορά το αποχωρούν κράτος. Τούτο επιτάσσει την πρόβλεψη λεπτομερών κανόνων και ρυθμίσεων σε μια πληθώρα διαφορετικών τομέων που εμπίπτουν στο κεκτημένο της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλισθεί η οργανωμένη αποχώρηση, χάριν των συμφερόντων της Ένωσης, των κρατών μελών της και, κυρίως, του αποχωρούντος κράτους, σε αυτούς τους κανόνες και ρυθμίσεις ενδέχεται να περιλαμβάνονται μεταβατικές περίοδοι κατά τις οποίες, για περιορισμένο χρονικό διάστημα μετά την αποχώρηση, το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στο αποχωρούν κράτος.

47.      Συνεπώς, όσον αφορά το πρώτο στάδιο της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, η Συμφωνία για την αποχώρηση ορίζει στο άρθρο 127 ότι το μεγαλύτερο τμήμα του δικαίου της Ένωσης εξακολουθεί να εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού στο διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή της αποχωρήσεως μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου.

48.      Στο δεύτερο στάδιο της αποχώρησης θεσπίζονται ειδικοί κανόνες στη Συμφωνία για την αποχώρηση, προκειμένου να εφαρμοστούν από το σημείο εκείνο και έπειτα, ήτοι από το τέλος της μεταβατικής περιόδου και εντεύθεν, σύμφωνα με το τέταρτο έως και το έβδομο εδάφιο του άρθρου 185 της Συμφωνίας για την αποχώρηση.

49.      Είναι αληθές ότι οι ειδικοί αυτοί κανόνες για το δεύτερο στάδιο, όπως ακριβώς και η συνεχιζόμενη εφαρμογή του μεγαλύτερου μέρους του δικαίου της Ένωσης κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, καλύπτουν πολλούς διαφορετικούς τομείς πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου, ιδίως, του καθεστώτος παραδόσεως στις ποινικές υποθέσεις δυνάμει του άρθρου 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση. Κατά κανόνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να υλοποιήσει τις πολιτικές αυτές ενεργεί δυνάμει συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων και είναι υποχρεωμένη να σέβεται τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις αρμοδιότητες αυτές, όπως το πρωτόκολλο αριθ. 21.

50.      Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της Συμφωνίας για την αποχώρηση, όλες αυτές οι επιμέρους πολιτικές έχουν εκ των πραγμάτων παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τον υπερισχύοντα σκοπό που συνίσταται στην πρόβλεψη ενός συνεκτικού καθεστώτος για τη μετάβαση από το καθεστώς συμμετοχής στην Ένωση στο καθεστώς της τρίτης χώρας. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά ευρύ στόχο, υπό την έννοια ότι τα αναγκαία προς την επίτευξή του μέτρα πρέπει να αφορούν ένα πάρα πολύ ευρύ φάσμα ειδικών θεμάτων (16). Πράγματι, θα πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίσουν το πλήρες εύρος των ζητημάτων που καταλαμβάνει το δίκαιο της Ένωσης.

51.      Οι διαδικασίες που προβλέπονται από τις νομικές βάσεις των επιμέρους πολιτικών που καλύπτονται από τη Συμφωνία για την αποχώρηση επιβεβαιώνουν τον παρεπόμενο χαρακτήρα τους στο πλαίσιο της αποχωρήσεως ενός κράτους μέλους.

52.      Τούτο είναι ιδιαίτερα έκδηλο στην περίπτωση τομέων πολιτικής στους οποίους, κατά κανόνα, απαιτείται ομοφωνία προκειμένου να ενεργήσει το Συμβούλιο, όπως η έμμεση φορολογία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο των άρθρων 51 έως 53 της Συμφωνίας για την αποχώρηση. Σύμφωνα με το άρθρο 113 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο εκδίδει διατάξεις για την εναρμόνιση της έμμεσης φορολογίας αποφασίζοντας ομόφωνα, πλην όμως η ομοφωνία αυτή δεν μπορεί να συνδυαστεί με την ειδική πλειοψηφία (17) που προβλέπεται από το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 113 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο πρέπει απλώς να διαβουλευθεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ κατά το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου.

53.      Αυτή η ασυμβατότητα των νομοθετικών διαδικασιών δεν μπορεί να επιλυθεί με τον αποκλεισμό από τη Συμφωνία για την αποχώρηση των ζητημάτων για τα οποία απαιτούνται οι εν λόγω ασύμβατες μεταξύ τους διαδικασίες, καθόσον το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ ουδεμία εξαίρεση προβλέπει από τις σχετικές με την αποχώρηση ρυθμίσεις.

54.      Η σφαιρική προσέγγιση του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ και της προβλεπόμενης νομοθετικής διαδικασίας είναι αναγκαία λόγω της εξαιρετικής καταστάσεως της αποχώρησης, όπως επισήμανε το Συμβούλιο. Όπως κατέδειξε η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι εκτεταμένες αυτές ρυθμίσεις πρέπει να πραγματοποιηθούν υπό έντονη πολιτική πίεση και εντός ενός πολύ περιορισμένου χρονικού πλαισίου. Η απαίτηση υπάρξεως ομοφωνίας στο Συμβούλιο ή ο αποκλεισμός ορισμένων ζητημάτων από τη γενική διαδικασία θα καθιστούσε ακόμη πιο πολύπλοκη τη συγκεκριμένη διαδικασία και θα αύξανε έτι περαιτέρω τον κίνδυνο μη επίτευξης συμφωνίας.

55.      Ως εκ τούτου, το να απαιτείται μια συμφωνία για αποχώρηση να στηρίζεται και σε διατάξεις άλλες πλην του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, σε περίπτωση που επηρεάζει κάποιον επιμέρους τομέα, θα κατέληγε στην πράξη να καθίστανται άνευ αντικειμένου η αρμοδιότητα και η διαδικασία τις οποίες προβλέπει το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ (18).

56.      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μια συμφωνία για αποχώρηση περιλαμβάνει ρήτρες επί διαφόρων ειδικών θεμάτων δεν μπορεί να μεταβάλει τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας στο σύνολό της, ο οποίος πρέπει να καθοριστεί με γνώμονα το βασικό αντικείμενό της και όχι σε συνάρτηση με ειδικές ρήτρες (19).

57.      Το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει μεν μια παρόμοια προσέγγιση όσον αφορά τις συμφωνίες συνεργασίας για την ανάπτυξη, πλην όμως πρόσθεσε μια επιπλέον επιφύλαξη, ήτοι ότι οι ρήτρες επί των ειδικών θεμάτων δεν συνεπάγονται υποχρεώσεις τέτοιας εκτάσεως ώστε οι υποχρεώσεις αυτές να συνιστούν στην πραγματικότητα διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους της συνεργασίας για την ανάπτυξη (20).

58.      Ανεξάρτητα από το αν η προϋπόθεση αυτή έχει εφαρμογή στις συμφωνίες για αποχώρηση, το καθεστώς παραδόσεως του άρθρου 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση ουδόλως δημιουργεί εκτεταμένες υποχρεώσεις οι οποίες συνιστούν διαφορετικό σκοπό από αυτόν της διασφαλίσεως της οργανωμένης διαδικασίας αποχωρήσεως. Απλώς παρατείνει και τροποποιεί τις ήδη υφιστάμενες υποχρεώσεις για μια περιορισμένη μεταβατική περίοδο, λαμβανομένης υπόψη της αποχωρήσεως.

59.      Η εφαρμογή του άρθρου 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση αποτελεί το τέλειο παράδειγμα αυτής της παρατάσεως, καθόσον η απορρέουσα υποχρέωση εξαρτάται από το γεγονός ότι η Ιρλανδία συμμετέχει στο καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και, συνεπώς, θα μπορούσε να παραλαμβάνει τέτοια εντάλματα από το Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Αντιθέτως, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στο καθεστώς των ευρωπαϊκών εντολών προστασίας (21) και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να παραλαμβάνει τέτοιου είδους εντολές οι οποίες θα είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των επιβαλλόμενων από το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, υποχρεώσεων.

60.      Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση δημιουργεί νέες υποχρεώσεις για την Ιρλανδία, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος υπείχε παρόμοιες υποχρεώσεις δυνάμει της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πριν τεθεί σε ισχύ η εν λόγω συμφωνία.

61.      Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του SD και του SN, το σκεπτικό του γενικού εισαγγελέα G. Hogan (22) όσον αφορά τη Σύμβαση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) (23) ουδεμία επιρροή ασκεί στην υπό κρίση υπόθεση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεώρησε ότι έπρεπε να προβεί στη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως με παραπομπή στις ειδικές εξουσίες που αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ο γενικός εισαγγελέας G. Hogan συμφώνησε με αυτή την προσέγγιση (24). Με βάση αυτή την παραδοχή, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής του πρωτοκόλλου αριθ. 21. Ο SD και ο SN υποστηρίζουν ότι τούτο σημαίνει ότι η Συμφωνία για την αποχώρηση θα έπρεπε επίσης να είχε συναφθεί σύμφωνα με αυτές τις εξουσίες και να υπόκειται στο πρωτόκολλο.

62.      Ωστόσο, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης είναι μια εντελώς διαφορετική συμφωνία και τούτο αποτυπώνεται στις υπό εξέταση νομικές βάσεις. Ειδικότερα, ο γενικός εισαγγελέας G. Hogan δεν εξετάζει ούτε την ερμηνεία του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ ούτε την κατάλληλη νομική βάση της Συμφωνίας για την αποχώρηση.

63.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση ορθώς έχει ως αποκλειστική νομική βάση το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Η αρμοδιότητα αυτή δεν είναι απαραίτητο να συνδυαστεί με οποιαδήποτε αρμοδιότητα σχετική με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

2.      Η νομική βάση του τρίτου μέρους του τίτλου VII της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας, και ιδίως το άρθρο 632 αυτής

64.      Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνήψε τη Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας βάσει του άρθρου 217 ΣΛΕΕ. Η διάταξη αυτή παρέχει τη δυνατότητα συνάψεως με τρίτες χώρες συμφωνιών που συνιστούν σύνδεση, η οποία συνεπάγεται αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, κοινές δράσεις και ειδικές διαδικασίες.

65.      Βάσει της αρμοδιότητας αυτής, η Ευρωπαϊκή Ένωση διασφαλίζει την τήρηση των δεσμεύσεων έναντι τρίτων κρατών σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις Συνθήκες (25). Η ευρεία έκτασή της δικαιολογείται από τον στόχο δημιουργίας ιδιαίτερων, προνομιακών δεσμών με χώρα μη μέλος, η οποία πρέπει, τουλάχιστον μέχρι ενός ορισμένου βαθμού, να μετέχει στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (26). Αυτός ο ευρύς, οριζόντιος στόχος είναι διαφορετικός από τους σκοπούς των ειδικών συμφωνιών στο πλαίσιο των οποίων προβλέπονται κανόνες για σαφώς καθορισμένα ζητήματα. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η γενική αυτή εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 217 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει στην Ένωση, λαμβανομένης υπόψη της αρχή της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ, να θεσπίζει, στο πλαίσιο συμφωνιών σύνδεσης, πράξεις που υπερβαίνουν τις αρμοδιότητες που της έχουν απονείμει, με τις Συνθήκες, τα κράτη μέλη με σκοπό την επίτευξη των στόχων που έχουν θέσει οι Συνθήκες αυτές (27).

66.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η συμμετοχή στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεπάγεται τη συμμετοχή στο καθεστώς παραδόσεως που θεσπίζει για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως η απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Το καθεστώς αυτό έχει εφαρμογή στην Ιρλανδία.

67.      Προκειμένου να προστατευθούν τα έννομα συμφέροντα των κρατών μελών και να διασφαλισθεί ένα υψηλό επίπεδο δημοκρατικής νομιμοποιήσεως για αυτές τις δυνητικώς εκτεταμένες δεσμεύσεις, το άρθρο 218, παράγραφοι 6 και 8, ΣΛΕΕ απαιτεί την ύπαρξη ομοφωνίας στο Συμβούλιο και την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη σύναψη συμφωνιών συνδέσεως.

68.      Εξάλλου, η απαίτηση ομοφωνίας σημαίνει ότι η Ιρλανδία είχε συμφωνήσει να δεσμευθεί από το καθεστώς παραδόσεως που θεσπίζει η Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας. Λαμβανομένου υπόψη ότι ουδεμία εξαίρεση προβλέπεται για την Ιρλανδία, το δεσμευτικό αποτέλεσμα επί του συγκεκριμένου κράτους μέλους είναι σαφές.

69.      Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το Συμβούλιο μπορεί, βάσει του άρθρου 217 ΣΛΕΕ, να θεσπίζει πράξεις στο πλαίσιο συμφωνίας σύνδεσης, εφόσον η οικεία πράξη εμπίπτει, αν ληφθούν ιδίως υπόψη ο σκοπός της και το περιεχόμενό της, σε τομέα συγκεκριμένης αρμοδιότητας της Ένωσης και στηρίζεται επίσης στη νομική βάση που αντιστοιχεί στον τομέα αυτό (28). Ως εκ τούτου, οι SD και SN υποστηρίζουν ότι η Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας θα έπρεπε να στηρίζεται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, ως επιπρόσθετη νομική βάση και ότι, συνεπώς, έχει εφαρμογή το πρωτόκολλο αριθ. 21. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, κατά την άποψή τους, το καθεστώς παραδόσεως που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία θα ήταν δεσμευτικό για την Ιρλανδία μόνον εφόσον το συγκεκριμένο κράτος μέλος είχε επιλέξει προαιρετικά να δεσμευτεί από το συγκεκριμένο καθεστώς.

70.      Ωστόσο, η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με την αναγκαιότητα υπάρξεως πρόσθετης ειδικής νομικής βάσεως αφορά μόνον την απόφαση σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα όργανα που θεσπίζονται από τη συμφωνία συνδέσεως, ήτοι, εν προκειμένω, της θέσης που έπρεπε να ληφθεί όσον αφορά τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης εντός του Συμβουλίου Σύνδεσης που συστάθηκε με τη Συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας (29). Κατά το άρθρο 218, παράγραφοι 8 και 9, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο αποφασίζει επί των ζητημάτων αυτών με ειδική πλειοψηφία, χωρίς τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η σώρευση μιας ειδικής εσωτερικής νομικής βάσεως εγγυάται ότι δεν θα καταστρατηγηθούν οι αυστηρότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τις πράξεις της Ένωσης στον αντίστοιχο τομέα.

71.      Σε αντίθεση με τις θέσεις επί συγκεκριμένων ζητημάτων στο πλαίσιο μιας συμφωνίας συνδέσεως, η σύναψη της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας δεν συνδέεται με κάποιον συγκεκριμένο τομέα πολιτικής ο οποίος θα απαιτούσε τον συνδυασμό του άρθρου 217 ΣΛΕΕ με κάποια ειδική αρμοδιότητα. Όπως ακριβώς η Συμφωνία για την αποχώρηση, η Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας αφορά πολλούς διαφορετικούς τομείς που καλύπτονται από τις Συνθήκες. Το καθεστώς παραδόσεως του τρίτου μέρους του τίτλου VII της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας αποτελεί έναν μόνο από αυτούς τους πλείονες τομείς.

72.      Συναφώς, η εξουσία συνάψεως συμφωνιών συνδέσεως δυνάμει του άρθρου 217 ΣΛΕΕ είναι, τουλάχιστον μέχρι ενός ορισμένου βαθμού, παρόμοια με την εξουσία συνάψεως συμφωνιών αποχώρησης δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, ή την εξουσία συνάψεως συμφωνιών συνεργασίας για την ανάπτυξη δυνάμει του άρθρου 209, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Διακρίνονται όλες από την ύπαρξη ενός υπέρτερου σκοπού, ο οποίος εξυπηρετείται από ειδικά μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν με παραπομπή σε ειδικές αρμοδιότητες.

73.      Ωστόσο, η απαίτηση σωρεύσεως όλων των σχετικών αρμοδιοτήτων ως νομικών βάσεων είναι ικανή να καταστήσει άνευ αντικειμένου την αντίστοιχη γενική αρμοδιότητα και τη διαδικασία συνάψεως διεθνών συμφωνιών (30). Επιπλέον, το να απαιτείται η σώρευση όλων των σχετικών αρμοδιοτήτων ως νομικών βάσεων της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας θα ήταν επίσης ανεφάρμοστο λόγω των διαφορετικών και συχνά ασύμβατων μεταξύ τους (31) διαδικαστικών απαιτήσεων (32).

74.      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, τουλάχιστον στο πλαίσιο της σχέσεως μεταξύ Ιρλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου, το καθεστώς παραδόσεως που θεσπίζει η Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας δεν γεννά, κατ’ ουσίαν, νέες υποχρεώσεις, αλλά απλώς παρατείνει την πλειονότητα των ήδη υφιστάμενων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του προηγούμενου καθεστώτος που θέσπιζε η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και η Συμφωνία για την αποχώρηση. Συνεπώς, ακόμη και αν η προαναφερθείσα επιφύλαξη που αφορά την αρμοδιότητα σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη (33) ίσχυε επίσης και για την αρμοδιότητα σχετικά με τις συμφωνίες συνδέσεως, δεν θα τύγχανε εφαρμογής στην συγκεκριμένη περίπτωση.

75.      Ως εκ τούτου, το τρίτο μέρος, τίτλος VII, της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας, και ιδίως το άρθρο 632 αυτής, ορθώς έχει ως αποκλειστική νομική βάση το άρθρο 217 ΣΛΕΕ. Η αρμοδιότητα αυτή δεν είναι απαραίτητο να συνδυάζεται με οποιαδήποτε αρμοδιότητα σχετική με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

V.      Πρόταση

76.      Οι ανωτέρω παρατηρήσεις καταδεικνύουν ότι το πρωτόκολλο αριθ. 21 δεν καλύπτει τα καθεστώτα παραδόσεως των δύο συμφωνιών και, συνεπώς, τα καθεστώτα αυτά έχουν δεσμευτική ισχύ έναντι της Ιρλανδίας χωρίς να απαιτείται ειδικώς η άσκηση του δικαιώματος προαιρετικής συμμετοχής.

77.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση:

Το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 185 της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας και το τρίτο μέρος, τίτλος VII, της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου, και ιδίως το άρθρο 632 αυτής, τα οποία προβλέπουν τη διατήρηση του καθεστώτος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, δεσμεύουν την Ιρλανδία.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: Συμφωνία για την αποχώρηση).


3      Άρθρα 596 έως 632 της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου (ΕΕ 2021, L 149, σ. 10, στο εξής: Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας).


4      Πρωτόκολλο (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 21).


5      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).


6      Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ και την κατοχύρωση, δια του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).


7      Απόφαση (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 1).


8      Ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 189).


9      Δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 185 τρίτο εδάφιο της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 188).


10      Απόφαση (ΕΕ) 2021/689 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2021, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ένωσης, της συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου, και της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας σχετικά με διαδικασίες ασφαλείας για την ανταλλαγή και την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών (ΕΕ 2021, L 149, σ. 2).


      Όσον αφορά την Ευρατόμ, το Συμβούλιο την ενέκρινε με την απόφαση (Eυρατόμ) 2020/2253 του Συμβουλίου, της 29 Δεκεμβρίου 2020, για την έγκριση της σύναψης, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, της συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας σχετικά με τη συνεργασία για τις ασφαλείς και ειρηνικές χρήσεις της πυρηνικής ενέργειας και της σύναψης, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, της συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου (ΕΕ 2020, L 444, σ. 11), βάσει του άρθρου 101 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.


11      Ανακοίνωση σχετικά με τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου, και της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας σχετικά με διαδικασίες ασφαλείας για την ανταλλαγή και την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών (ΕΕ 2021, L 149, σ. 2560).


12      Προτάσεις μου στις υποθέσεις Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (ΕΟΧ) (C‑431/11, EU:C:2013:187, σημεία 73 και 74) και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην πρόσβαση υπό όρους) (C‑137/12, EU:C:2013:441, σημείο 84).


13      Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην πρόσβαση υπό όρους) (C‑137/12, EU:C:2013:675, σκέψη 74). Βλ., επίσης, γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Σιγκαπούρης) της 16ης Μαΐου 2017 (EU:C:2017:376, σκέψη 218), και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στη γνωμοδότηση αυτή (EU:C:2016:992, σημείο 203).


14      Γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά) της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψεις 76 έως 78), και απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με την Αρμενία) (C‑180/20, EU:C:2021:658, σκέψεις 32 και 34).


15      Αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Ελβετία) (C‑656/11, EU:C:2014:97, σκέψη 49), της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην πρόσβαση υπό όρους) (C‑137/12, EU:C:2013:675, σκέψη 73), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Τουρκία) (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 37), καθώς και γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά) της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 108).


16      Πρβλ. αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1996, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (Ινδία) (C‑268/94, EU:C:1996:461, σκέψη 37), της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Φιλιππίνες) (C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 38), και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με την Αρμενία) (C‑180/20, EU:C:2021:658, σκέψη 50).


17      Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Είσπραξη απαιτήσεων) (C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 58).


18      Πρβλ. αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1996, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (Ινδία) (C‑268/94, EU:C:1996:461, σκέψη 38), της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Φιλιππίνες) (C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 38), και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με την Αρμενία) (C‑180/20, EU:C:2021:658, σκέψη 51).


19      Πρβλ. αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1996, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (Ινδία) (C‑268/94, EU:C:1996:461, σκέψη 39), και της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Φιλιππίνες) (C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 39).


20      Πρβλ. αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1996, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (Ινδία) (C‑268/94, EU:C:1996:461, σκέψη 39), και της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Φιλιππίνες) (C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 39).


21      Αιτιολογική σκέψη 41 της οδηγίας 2011/99/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, περί της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας (ΕΕ 2011, L 338, σ. 2).


22      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στη γνωμοδότηση 1/19 (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) (EU:C:2021:198, σημεία 181 επ.).


23      Σειρά συνθηκών του Συμβουλίου της Ευρώπης – αριθ. 210.


24      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στη γνωμοδότηση 1/19 (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) (EU:C:2021:198, σημείο 166).


25      Αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel (12/86, EU:C:1987:400, σκέψη 9), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Τουρκία) (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 61).


26      Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel (12/86, EU:C:1987:400, σκέψη 9). Βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (ΕΟΧ) (C‑431/11, EU:C:2013:589, σκέψη 49).


27      Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Τουρκία) (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 61).


28      Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Τουρκία) (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 62).


29      Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Τουρκία) (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 12).


30      Σημεία 57 και 58 των παρουσών προτάσεων.


31      Βλ., πέραν των παραπομπών στην υποσημείωση 14, αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Διοξείδιο του τιτανίου) (C‑300/89, EU:C:1991:244, σκέψεις 18 έως 21), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων) (C‑178/03, EU:C:2006:4, σκέψη 57).


32      Βλ. σημεία 51 έως 53 των παρουσών προτάσεων.


33      Σημείο 57 των παρουσών προτάσεων.