Language of document : ECLI:EU:T:2011:716

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν προκειμένου να εμποδιστεί η διάδοση πυρηνικών όπλων – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Διαδικασία εκδόσεως ερήμην αποφάσεως – Αίτηση παρεμβάσεως – Κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T‑562/10,

HTTS Hanseatic Trade Trust & Shipping GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Kienzle και M. Schlingmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον M. Bishop και την Z. Kupčová,

καθού,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, HTTS Hanseatic Trade Trust & Shipping GmbH, είναι εταιρία γερμανικού δικαίου η οποία δραστηριοποιείται ως ναυλομεσίτης και τεχνικός διαχειριστής πλοίων. Παρέχει υπηρεσίες, ειδικότερα, στην εταιρία θαλάσσιων μεταφορών της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (στο εξής: IRISL).

 Περιοριστικά μέτρα που θεσπίστηκαν κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο περιοριστικών μέτρων που θεσπίστηκαν για να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να θέσει τέρμα στις δραστηριότητες στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας όσον αφορά τη διάδοση πυρηνικών όπλων ή την ανάπτυξη συστημάτων εκτόξευσης πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση πυρηνικών όπλων).

3        Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδόθηκε η κοινή θέση 2007/140/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 61, σ. 49) και ο κανονισμός (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 103, σ. 1).

4        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της κοινής θέσεως 2007/140 προβλέπει τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων ορισμένων κατηγοριών προσώπων και οντοτήτων. Ο κατάλογος των προσώπων αυτών περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της κοινής θέσεως 2007/140.

5        Όσον αφορά τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών τους οποίους το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει ότι συμμετέχουν στη διάδοση πυρηνικών όπλων κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της κοινής θέσεως 2007/140. Ο κατάλογος των εν λόγω προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών τους οποίους αφορά μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 αποτελεί το παράρτημα V του ιδίου αυτού κειμένου.

6        Η κοινή θέση 2007/140 καταργήθηκε με την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 195, σ. 39).

7        Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413, προβλέπει τη δέσμευση κεφαλαίων πολλών κατηγοριών οντοτήτων. Η διάταξη αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, τα «πρόσωπα και οντότητες […] τα οποία ασχολούνται ή έχουν άμεση σχέση με ή υποστηρίζουν [τη διάδοση πυρηνικών όπλων] ή τα πρόσωπα ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους, ή τις οντότητες των οποίων έχουν την κυριότητα ή τις οποίες ελέγχουν, μεταξύ άλλων με παράνομα μέσα, […] καθώς και τις […] οντότητες της IRISL και τις οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό τους ή που ενεργούν εξ ονόματός τους, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα II.»

8        Ο κανονισμός 423/2007 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 281, σ. 1).

9        Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010:

«2. Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα VΙΙΙ. Το παράρτημα VΙΙΙ περιλαμβάνει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τις οντότητες και τους οργανισμούς που δεν καλύπτονται από το παράρτημα VΙΙ και τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, [στοιχείο] β΄, της απόφασης [2010/413], έχουν αναγνωρισθεί ότι:

α)      συμμετέχουν, συνδεόμενοι άμεσα ή παρέχοντας στήριξη, [στη διάδοση πυρηνικών όπλων] […], ή ανήκουν ή ελέγχονται από τέτοιο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό, ακόμη και με παράνομο τρόπο, ή ενεργούν εξ ονόματός του ή υπό την καθοδήγησή του·

[…]

δ)      αποτελούν νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που ανήκει ή ελέγχεται από την [IRISL].»

10      Κατά το άρθρο 36 του κανονισμού 961/2010:

«2.      Οσάκις το Συμβούλιο αποφασίσει να υπαγάγει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, τροποποιεί αναλόγως το παράρτημα VΙΙΙ.

3.      Το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό, μαζί με τους λόγους για την προσθήκη του στον κατάλογο όπως αναφέρονται [στην παράγραφο 2], είτε άμεσα, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης, παρέχοντας τη δυνατότητα στο εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό να υποβάλει παρατηρήσεις.

4.      Όταν υποβάλλονται παρατηρήσεις ή ουσιαστικά νέα στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει ανάλογα το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό.»

 Περιοριστικά μέτρα κατά της προσφεύγουσας

11      Με την έκδοση της αποφάσεως 2010/413, στις 26 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο προσέθεσε το όνομα της προσφεύγουσας στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που απαριθμούνται στον πίνακα III του παραρτήματος II της εν λόγω αποφάσεως.

12      Κατά συνέπεια, το όνομα της προσφεύγουσας προστέθηκε στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που απαριθμούνται στον πίνακα III του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007 με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 (ΕΕ L 195, σ. 25). Η έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010 είχε ως συνέπεια τη δέσμευση των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας.

13      Τόσο στην απόφαση 2010/413 όσο και στον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, το Συμβούλιο παρέθεσε την ακόλουθη αιτιολογία: «Δρα για λογαριασμό της [Hafize Darya Shipping Lines (HDSL)] στην Ευρώπη».

14      Το Συμβούλιο, με το από 28 Ιουλίου 2010 έγγραφο, πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι το όνομά της περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που απαριθμούνται στον πίνακα III του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007. Δεν παρέσχε άλλη αιτιολογία πλην της περιλαμβανομένης στον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010.

15      Με τα από 10 και 13 Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφα, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Συμβούλιο την επανεξέταση της αποφάσεως περί αναγραφής στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που απαριθμούνται στον πίνακα III του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007.

16      Επειδή ο κανονισμός 423/2007 καταργήθηκε με τον κανονισμό 961/2010, το Συμβούλιο προσέθεσε το όνομα της προσφεύγουσας στο σημείο 26, στοιχείο γ΄, του πίνακα B του παραρτήματος VIII του τελευταίου αυτού κανονισμού. Κατά συνέπεια, τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι της προσφεύγουσας δεσμεύθηκαν δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

17      Το σημείο 26 του πίνακα B του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 αφορά την IRISL. Ως προς την αναγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο παρέθεσε την ακόλουθη αιτιολογία: «Βρίσκεται υπό τον έλεγχο και/ή ενεργεί για λογαριασμό [της] IRISL».

18      Με το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο, το Συμβούλιο απάντησε στα από 10 και 13 Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφα της προσφεύγουσας επισημαίνοντας ότι, κατόπιν επανεξετάσεως, απορρίπτει το αίτημα της προσφεύγουσας περί διαγραφής του ονόματός της από τον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που απαριθμούνται στο παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010 (στο εξής: επίδικος κατάλογος). Το Συμβούλιο διευκρίνισε, συναφώς, ότι, καθόσον στον φάκελο της υποθέσεως δεν περιλαμβάνονται νέα στοιχεία δικαιολογούντα αλλαγή της θέσεώς του, τα περιοριστικά μέτρα του εν λόγω κανονισμού θα εξακολουθήσουν να επιβάλλονται στην προσφεύγουσα.

19      Με το από 23 Νοεμβρίου 2010 έγγραφο, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Συμβούλιο να της παρουσιάσει τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η αναγραφή του ονόματός της στον επίδικο κατάλογο. Το Συμβούλιο δεν απάντησε στο εν λόγω έγγραφο πριν από την άσκηση της προσφυγής.

 Διαδικασία και αιτήματα της προσφεύγουσας

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Το δικόγραφο της προσφυγής κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο στις 29 Δεκεμβρίου 2010.

21      Το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στις 14 Μαρτίου 2011.

22      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου και 4 Απριλίου 2011, η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου.

23      Επειδή το υπόμνημα αντικρούσεως κατατέθηκε εκπροθέσμως κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, το άρθρο 101, παράγραφος 1, και το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την προσφεύγουσα, στις 29 Μαρτίου 2011, τις παρατηρήσεις ως προς τη συνέχεια της διαδικασίας. Με το από 31 Μαρτίου 2011 έγγραφο, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να της επιδικάσει τα αιτήματά της εκδίδοντας ερήμην απόφαση, κατά το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

24      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον κανονισμό 961/2010 καθόσον την αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των αιτήσεων παρεμβάσεως

25      Κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, η παρέμβαση μπορεί να έχει μόνο ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων.

26      Εν προκειμένω, η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητούν να παρέμβουν υπέρ των αιτημάτων του Συμβουλίου.

27      Ωστόσο, διαπιστώθηκε στη σκέψη 23 ανωτέρω ότι το Συμβούλιο δεν κατέθεσε εμπροθέσμως υπόμνημα αντικρούσεως. Ως εκ τούτου, δεν υπέβαλε αιτήματα υπέρ των οποίων θα μπορούσαν να παρέμβουν η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να ληφθεί απόφαση επί των αιτήσεων παρεμβάσεως της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

 Επί της ουσίας

29      Κατά το άρθρο 122, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον είναι βάσιμα τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

30      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έξι λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας και, μεταξύ άλλων, από προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως. Ο τρίτος λόγος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως ως προς την εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Ο έκτος λόγος αντλείται από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

31      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παρασχεθείσα από το Συμβούλιο αιτιολογία περί της αναγραφής του ονόματός της στον επίδικο κατάλογο είναι ανεπαρκής και αντιφατική.

32      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα εν προκειμένω, στο άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010ΕΚ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι βάσιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον εν λόγω δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής. Η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση μόνο για επιτακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτόχρονα με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, καθόσον η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να καλυφθεί εκ του ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑4665, στο εξής: απόφαση OMPI, σκέψεις 138 και 139 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Συνεπώς, εκτός εάν επιτακτικοί λόγοι αφορώντες την ασφάλεια της Ένωσης ή των κρατών μελών της ή τον χειρισμό των διεθνών σχέσεών τους αντίκεινται στην κοινοποίηση ορισμένων στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 342), το Συμβούλιο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010, να γνωστοποιεί στην οντότητα την οποία αφορά μέτρο εκδιδόμενο δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η σχετική ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στον ενδιαφερόμενο. Επομένως, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση της αποφάσεώς του και τις σκέψεις που το οδήγησαν να λάβει την απόφαση αυτή (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση OMPI, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψη 143 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Περαιτέρω, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου στο οποίο αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. απόφαση OMPI, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψη 141 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Εν προκειμένω, σημειωτέον, εκ προοιμίου, ότι τα παρασχεθέντα από το Συμβούλιο στοιχεία αιτιολογήσεως, αφενός, στο παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010 και, αφετέρου, με το από 28 Οκτωβρίου 2010 έγγραφό του, αντιφάσκουν εκ πρώτης όψεως. Συγκεκριμένα, ενώ το εν λόγω έγγραφο αφορά την επανεξέταση της καταστάσεως της προσφεύγουσας και τη μη ύπαρξη νέων στοιχείων δικαιολογούντων τη μεταβολή της θέσεως του Συμβουλίου, η παρεχόμενη στο παράρτημα VIII του εν λόγω κανονισμού αιτιολογία διαφέρει της προπαρατεθείσας με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010 αιτιολογίας ως προς την προσφεύγουσα. Επομένως, δεν προκύπτει σαφώς αν η αναγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στον επίμαχο κατάλογο οφείλεται στην εξακολούθηση των περιστάσεων που ελήφθησαν υπόψη με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, ήτοι στους δεσμούς μεταξύ της προσφεύγουσας και της HDSL, ή σε νέα στοιχεία, ήτοι στην άμεση σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και της IRISL.

36      Επιπλέον, ανεξαρτήτως των στοιχείων που έλαβε πράγματι υπόψη του το Συμβούλιο για να δικαιολογήσει την αναγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο, η παρασχεθείσα από το Συμβούλιο αιτιολογία δεν επαρκεί σε σχέση με τους εκτιθέμενους στις σκέψεις 32 έως 34 ανωτέρω κανόνες.

37      Αφενός, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο βασίσθηκε στους δεσμούς μεταξύ της προσφεύγουσας και της HDSL, ούτε βάσει του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 ούτε βάσει του από 28 Οκτωβρίου 2010 εγγράφου του Συμβουλίου μπορούν να εκτιμηθούν οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο θεώρησε ότι τα εκτεθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία, με τα από 10 και 13 Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφά της, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, τη φύση των δραστηριοτήτων της και την αυτονομία της σε σχέση με την HDSL και την IRISL, δεν δύνανται να μεταβάλουν τη θέση του ως προς τη διατήρηση των περιοριστικών μέτρων κατά της προσφεύγουσας.

38      Αφετέρου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο βασίστηκε στην άμεση σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και της IRISL, ούτε το παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010 ούτε το έγγραφο του Συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 2010 διευκρινίζουν τη φύση του ελέγχου που προβάλλεται ότι ασκεί η IRISL επί της προσφεύγουσας ή οι δραστηριότητες τις οποίες ασκεί η προσφεύγουσα για λογαριασμό της IRISL και δικαιολογούν τη λήψη περιοριστικών μέτρων ως προς αυτήν.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι το Συμβούλιο δεν τήρησε προφανώς την υποχρέωση αιτιολογήσεως του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος είναι προφανώς βάσιμος και πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός.

40      Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί ο κανονισμός 961/2010 καθόσον αφορά την προσφεύγουσα χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι.

41      Πάντως, καθόσον από την παρούσα απόφαση προκύπτει ότι ο κανονισμός 961/2010 πρέπει να ακυρωθεί όσον αφορά την προσφεύγουσα λόγω μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεν αποκλείεται, επί της ουσίας, να προκύψει ότι δικαιολογείται η επιβολή περιοριστικών μέτρων στην προσφεύγουσα.

42      Επομένως, η ακύρωση του κανονισμού 961/2002 με άμεση ισχύ, καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, δύναται να θίξει σοβαρώς και με μη αναστρέψιμο τρόπο την αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός, εφόσον, κατά το διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι την τυχόν αντικατάστασή του από νέα πράξη, η προσφεύγουσα ενδέχεται να υιοθετήσει συμπεριφορά αποσκοπούσα στην καταστρατήγηση του αποτελέσματος μεταγενέστερων περιοριστικών μέτρων.

43      Συνεπώς, δυνάμει του άρθρου 264 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, πρέπει να διατηρηθούν τα αποτελέσματα του κανονισμού 961/2010 καθόσον περιλαμβάνει το όνομα της προσφεύγουσας στον κατάλογο ο οποίος αποτελεί το παράρτημα VIII του κανονισμού αυτού κατά τη διάρκεια περιόδου μη υπερβαίνουσας τους δύο μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

45      Περαιτέρω, καθόσον δεν συντρέχει λόγος για τη λήψη αποφάσεως επί των αιτήσεων παρεμβάσεως της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν συντρέχει ούτε λόγος για τη λήψη αποφάσεως επί των δικαστικών τους εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Παρέλκει η λήψη αποφάσεως επί των αιτήσεων παρεμβάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

2)      Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007, καθόσον αφορά την HTTS Hanseatic Trade Trust & Shipping GmbH.

3)      Τα αποτελέσματα του κανονισμού 961/2010, καθόσον αφορά την HTTS Hanseatic Trade Trust & Shipping, διατηρούνται κατά τη διάρκεια περιόδου μη υπερβαίνουσας τους δύο μήνες από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, πέραν των δικαστικών του εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η HTTS Hanseatic Trade Trust & Shipping.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.